ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 524/2024

 

Τράπεζες - Παροχή επενδυτικών συμβουλών - Περιεχόμενο ενημέρωσης του καταναλωτή - Ευθύνη τραπεζών από πλημμελείς επενδυτικές υπηρεσίες -.

 

Ευθύνη Τράπεζας, ως παρέχουσας τέτοιες υπηρεσίες, εφόσον δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του. Ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης. Τοποθέτηση κεφαλαίων κατόπιν επενδυτικής συμβουλής σε τίτλους μειωμένης εξασφάλισης. Άμεσο οικονομικό συμφέρον της Τράπεζας να προωθήσει τους ζημιογόνους τίτλους τους οποίους είχε αγοράσει από τον εκδότη τους και τους εμπορευόταν μεταπωλώντας τους στο πελατολόγιο της. Η ζημία συνίσταται στα χρηματικά ποσά που διέθεσαν οι ενάγοντες κατά τον χρόνο αγοράς των τίτλων συνεπεία της πλημμελούς επενδυτικής πληροφόρησης, συμβουλής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της τράπεζας. Η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που ο ενάγων τοποθέτησε στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Πρόδηλη πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Συνυπολογισμός οφέλους και ζημίας. Ορθά το Εφετείο απέρριψε σχετικό ισχυρισμό της τράπεζας, ως προς τους τόκους που εισέπραξε ο ενάγων από τα ομόλογα, εφόσον δέχθηκε ότι το κέρδος του αυτό δεν προκλήθηκε από το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου του. Ένορκη βεβαίωση προσώπου που κατέθεσε και ως μάρτυρας στο ακροατήριο είναι νόμιμη. Απορρίπτει αναίρεση της Τράπεζας.

 

 

Αριθμός 524/2024

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α3' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο-Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο-Εισηγητή, Κορνηλία Πανούτσου και Χρυσούλα Πλατιά, Αρεοπαγίτες.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Φεβρουαρίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Μαρίας Σουλάκα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Των αναιρεσειουσών: 1.Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Ε. Τ. Τ. Ε. Α.Ε." που εδρεύει στην ….και εκπροσωπείται νόμιμα και 2.Ε. Φ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Βιολέττα Χαρίση με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ2. ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1.Γ. Ζ. του Ν., 2.Χ. συζ. Γ. Ζ., το γένος Α. Μ., 3.Ν. Ζ. του Γ., 4.Σ. Ζ. του Γ. και 5.Α. Ζ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τίγκα με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 06.10.2015 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: α) 1217/2018 μη οριστική του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο, β) 5511/2019 οριστική του Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και γ) 1491/2022 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26.09.2022 αίτησή τους.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Υπόκειται προς κρίση η από 26-9-2022 αίτηση για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμ. 1491/2022 τελεσίδικης απόφασης του μονομελούς Εφετείου Θεσ/κης, η οποία δέχθηκε την από 3-9-2019 έφεση των εναγόντων νυν αναιρεσιβλήτων και εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 5511/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, η οποία είχε απορρίψει την από 22-10-2015 αγωγή τους κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσειουσών και αφού διακράτησε την υπόθεση δέχθηκε εν μέρει ως κατ' ουσία βάσιμη την ως άνω αγωγή του και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρο σε καθένα των εναγόντων το ποσό των 76.537,44 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις εκεί διακρίσεις από συρροή ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.3 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ( άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 538/2012). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 472/2017, ΑΠ 905/2017).

 

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93§3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΟλΑΠ 6/2019, ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 24/1992, 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, 15/2006). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του άρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, οι πραγματικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες πρέπει να παρατίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα και δεν αρκούν περιορισμένες, μεμονωμένες, κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΟλΑΠ 32/1996, ΑΠ 763/2018, 739/2011), το ζήτημα, η επιρροή που ασκεί στην έκβαση της δίκης, οι αιτιολογίες που λείπουν και αν πρόκειται για αντιφατική αιτιολογία σε τι συνίσταται η αντίφαση, καθώς και ποιος είναι ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει έλλειψη νομίμου βάσης της απόφασης ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση της νομιμότητας του αναιρετικού αυτού λόγου. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσον όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη αιτιολογίας ή η αντιφατικότητα αυτής δεν ιδρύει αναιρετικό λόγο (ΑΠ 40/2020).

 

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007).

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι : 1) η ανθρώπινη συμπεριφορά, 2) ο παράνομος χαρακτήρας αυτής, 3) η υπαιτιότητα, 4) η επέλευση ζημίας και 5) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Για την έννοια του παρανόμου δεν είναι αναγκαίο η ανθρώπινη συμπεριφορά να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα, αλλά αρκεί ότι αυτή αποδοκιμάζεται από το δίκαιο και τους σκοπούς του. Ειδικότερα, το στοιχείο του παρανόμου θεμελιώνεται και σε περίπτωση αντίθεσης της πράξης στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Ειδικότερες μορφές της υποχρέωσης πρόνοιας, ασφάλειας και προστασίας των αγαθών των άλλων, η οποία θεμελιώνει το στοιχείο του παρανόμου κατά τα ανωτέρω, αποτελούν οι υποχρεώσεις διαφώτισης / ενημέρωσης και συμβουλευτικής καθοδήγησης/προειδοποίησης του πελάτη εκ μέρους της Τράπεζας, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Τράπεζας - πελάτη. Η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των ως άνω υποχρεώσεων θεμελιώνει αδικοπρακτική της ευθύνη, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της Τράπεζας, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ' αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού Τράπεζα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μια υπηρεσία ευθύνεται, για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα, κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει, όταν ο προστήσας, που μπορεί να είναι και αντιπροσωπευόμενος σε υλικές ενέργειες, διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα αντιπρόσωπο του, κατά τη διενέργεια υλικών, κυρίως, ενεργειών σε σχέση με τον τρόπο, εκπλήρωσης της υπηρεσίας του ή ο τελευταίος υπόκειται σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε εντός των ορίων καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ' ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών, οι οποίες δόθηκαν σε αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση, εφόσον, μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας, η οποία ανατέθηκε σε αυτόν, υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια, ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την ιδιαίτερη σχέση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας που κατέστη δυνατή (η τέλεση), εξαιτίας, ακριβώς, της σχέσης, των μέσων και των ευκαιριών που ανέθεσε ο αντιπρόσωπος, στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης προς τον αντιπροσωπευόμενο, με τη χρησιμοποίηση τους για άλλο σκοπό από εκείνο για τον οποίο του ανατέθηκαν (ΑΠ 1230/2021). Είναι δε αδιάφορη η νομική σχέση που συνδέει τον προστήσαντα με τον προστηθέντα και αρκεί το γεγονός ότι ο τελευταίος, όταν αδικοπρακτούσε, τελούσε υπό τις οδηγίες και εντολές του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, χωρίς να είναι απαραίτητη και η διαρκής επίβλεψη του, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, όμως, ότι ο προστηθείς ενεργούσε προς διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά προς εξυπηρέτηση συμφερόντων του προστήσαντος.

 

Εξάλλου, οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 Ν.2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε "προμηθευτή" -και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου "καταναλωτή" - και του ιδιώτη επενδυτή-, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του "προμηθευτή" προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην "απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών". Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4 α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε "εμπορία υπηρεσιών από απόσταση", αφορούν, όμως - με τελολογική ερμηνεία τους - αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του "προμηθευτή" συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου). Το άρθρο, δε, 8 του ίδιου νόμου ορίζει ότι ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε, αν διέπραξε πταίσμα. Με το άρθρο αυτό καθιερώνεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, το κύριο αποδεικτικό βάρος του ενάγοντος ζημιωθέντος δεν συνίσταται στην απόδειξη υπαιτιότητας του εναγομένου, η οποία τεκμαίρεται, αλλά στην απόδειξη παροχής της υπηρεσίας, της ζημίας και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παρέχοντος την υπηρεσία και ζημίας. Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν. 3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών. Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).

 

Περαιτέρω, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1.11.2007, με το άρθρο 85 του ν.3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς". [...] Τρίτη αρχή: "Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές". Τέταρτη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς". [...] Έβδομη αρχή: "Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς". Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής.

 

Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν.3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MΙFΙD, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013).

 

Τέλος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 361 ΑΚ μπορεί να συναφθεί, έστω και σιωπηρώς, σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών μεταξύ της διαμεσολαβούσας τράπεζας και του πελάτη της, στοιχεία δε που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών είναι πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει γι'αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για την επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο είναι ότι επειδή ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και αναμένει μια υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική τους ενασχόληση. Οι ως άνω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους. Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και του πελάτη της προκύπτουν τόσο γενικής όσον και ειδικής φύσης υποχρεώσεις διότι α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωσή της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παρέχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτης της, γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η πρώτη γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του δεύτερου, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας, διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία, κάτι που τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, καθώς και σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Έτσι, η τράπεζα έχει υποχρέωση να μην επιδιώκει μονομερώς την ικανοποίηση των ατομικών της συμφερόντων, καθώς και ότι η παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή, υποχρεούται δε να παρέχει συμβουλές ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της, ιδίως όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης της δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από την επιδιωκόμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα που αν τα γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψή της. Το ίδιο δε συμβαίνει και για την παροχή επενδυτικών συμβουλών.

 

Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε τα εξής : "Οι δύο πρώτοι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες τυγχάνουν σύζυγοι, ο πρώτος δε σπούδασε Ιατρική και απασχολήθηκε, υπό την ειδικότητά του αυτή, ως ειδικό επιστημονικό προσωπικό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης επί 41 έτη, η δε δεύτερη σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και απασχολήθηκε, υπό την ειδικότητά της αυτή, ως ειδικό επιστημονικό προσωπικό στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης επί 35 έτη, ενώ οι τρίτος, τέταρτη και πέμπτος των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων είναι τέκνα τους και τυγχάνουν ιατρός, δικηγόρος και ιατρός αντίστοιχα. Οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων είναι πελάτες της πρώτης εναγόμενης τραπεζικής εταιρίας και ήδη πρώτης εφεσίβλητης από το έτος 1965, εξυπηρετούμενοι κατά το έτος 2006 από το ευρισκόμενο στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού …υποκατάστημά της και δη, ενόψει του ύψους των καταθέσεών τους, από το τμήμα προσωπικής εξυπηρέτησης (personal banking), στο οποίο παρείχε τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος, η δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη. Οι ανωτέρω ενάγοντες (πρώτος και δεύτερη των εναγόντων), επιθυμούσαν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους, που απέκτησαν από την εργασία τους, σε μία επένδυση με υψηλότερη απόδοση από εκείνη της προθεσμιακής κατάθεσης, που μέχρι τότε τηρούσαν, αλλά εξίσου ασφαλή. Η δεύτερη εναγόμενη, στα πλαίσια της σχέσης της που τη συνέδεε με την πρώτη εναγόμενη, τους πρότεινε να επενδύσουν το ποσό αυτό στο κατωτέρω περιγραφόμενο ομόλογο, το οποίο προωθούσε η πρώτη εναγόμενη. Έτσι την 01-06-2006 ο πρώτος ενάγων, πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις της δεύτερης εναγόμενης για την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, υπέγραψε τη σχετική αίτηση αγοράς 200 τεμαχίων του ομολόγου αυτού, στην οποία αναγράφονται μεταξύ άλλων "είδος τίτλου: ομόλογο A. B.", "ημερομηνία λήξης: 10-02-2015" και "τεμάχια 200", κατόπιν εκτέλεσης της οποίας εκδόθηκε από την πρώτη εναγόμενη το υπ' αριθμ. ... αποδεικτικό πραγματοποίησης εγγραφής σε λογαριασμό, που παραδόθηκε στον πρώτο ενάγοντα, στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, ως δικαιούχος ο πρώτος ενάγων και συνδικαιούχοι οι δεύτερη έως και τέταρτος των εναγόντων, "είδος τίτλου: A. F. PLC CALL 10/2/2010", "έκδοση 10.02.2005", "λήξη:10.02.2015", "επιτόκιο έκδοσης: 4,2160", "ημερομηνία απόδοσης:10,02.2015", "ονομαστική αξία: 200.000 ευρώ" και "τεμάχια αγοράς: 200". Η εν λόγω αγορά έλαβε χώρα με χρέωση του τηρηθέντος στην πρώτη εναγόμενη εκ μέρους των δύο πρώτων εναγόντων υπ' αριθμ. ... τραπεζικού λογαριασμού με το ποσό των 203.832,40 ευρώ, το οποίο προερχόταν από μερική προεξόφληση, στην οποία προέβη ο πρώτος ενάγων για την πραγματοποίηση της άνω αγοράς, για το ποσό των 204.500 ευρώ προθεσμιακής κατάθεσης, συνολικού ύψους 376.730 ευρώ. Ακολούθως, την 06-07-2006 ο πρώτος ενάγων, κατόπιν παρότρυνσης της δεύτερης εναγόμενης, προέβη στην αγορά ακόμη 170 τεμαχίων του άνω ομολόγου, αφού υπέγραψε τη σχετική αίτηση αγοράς αυτών, στην οποία αναγράφονται μεταξύ άλλων "είδος τίτλου: ομόλογο A. B.", "ημερομηνία λήξης: 10-02-2015" και "τεμάχια 170", κατόπιν εκτέλεσης της οποίας εκδόθηκε από την πρώτη εναγόμενη το υπ' αριθμ. ./06-07-2006 αποδεικτικό πραγματοποίησης εγγραφής σε λογαριασμό, που παραδόθηκε στον πρώτο ενάγοντα, στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, ως δικαιούχος ο πρώτος ενάγων και συνδικαιούχοι οι δεύτερη έως και τέταρτος των εναγόντων, "είδος τίτλου: A. F. PLC CALL 10/2/2010", "έκδοση 10.02.2005", "λήξη:10.02.2015", "επιτόκιο έκδοσης: 4,2160", "ημερομηνία απόδοσης: 10.02.2015", "ονομαστική αξία: 170.000 ευρώ" και "τεμάχια αγοράς: 170". Η εν λόγω αγορά έλαβε χώρα με χρέωση του τηρηθέντος στην πρώτη εναγόμενη εκ μέρους των δύο πρώτων εναγόντων υπ' αριθμ.... τραπεζικού λογαριασμού με το ποσό των 173.854,81 ευρώ, το οποίο προερχόταν από το υπόλοιπο της ως άνω προθεσμιακής κατάθεσης, η οποία είχε ήδη λήξει. Σημειωτέον ότι, ως συνδικαιούχος των ως άνω τίτλων τέθηκε μαζί με τους λοιπούς ενάγοντες και ο πέμπτος εξ αυτών, παρά το ότι στα ανωτέρω αποδεικτικά δεν αναγράφηκε το όνομά του, το γεγονός δε αυτό, το οποίο ουδόλως αμφισβητούν οι εναγόμενες, προκύπτει και από τα από 20-01-2012 αποδεικτικά συναλλαγής, που χορήγησε εν συνεχεία η πρώτη εναγόμενη στους ενάγοντες για τις άνω συναλλαγές, όπου αναγράφεται και αυτός ως συνδικαιούχος, ενώ άπαντες οι συνδικαιούχοι δεύτερη έως και πέμπτος των εναγόντων δεν αναμείχθηκαν προσωπικά στις ως άνω συναλλαγές, αλλά ο πρώτος ενάγων, ενεργούσε και για λογαριασμό, ως άμεσος αντιπρόσωπος, των λοιπών εναγόντων. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων, ότι ο πρώτος ενάγων προσήλθε στο κατάστημα της εναγόμενης τράπεζας και απευθυνόμενος στη δεύτερη εναγόμενη ζήτησε αυτοβούλως να αγοράσει το ανωτέρω ομόλογο, δεν κρίνεται βάσιμος. Και τούτο διότι, πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θα μπορούσε να έχει ο πρώτος ενάγων, αφού για το εν λόγω ομόλογο δεν είχε εκδοθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο, ούτε είχε διαβιβαστεί κοινοτικό διαβατήριο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. 142/10-01-2013 έγγραφο της Προϊσταμένης Διεύθυνσης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το εν λόγω ομόλογο ήταν εισηγμένο και διαπραγματευόταν στην οργανωμένη δευτερογενή αγορά και συγκεκριμένα στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, λόγω δε της ανωτέρω παράλειψης-παράβασης (ήτοι μη υποβολή προς έγκριση και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου), δεν υπήρχαν στην ελληνική αγορά διαθέσιμες πληροφορίες για την ύπαρξη και τα χαρακτηριστικά του. Περαιτέρω, οι ενάγοντες, παρά τα όσα αβασίμως ισχυρίζονται, γνώριζαν ότι τοποθέτησαν τα χρήματά τους στο επίδικο ομόλογο και ότι αυτό δεν ήταν τίτλος της πρώτης εναγόμενης, αφού, όπως προκύπτει αβίαστα από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά πραγματοποίησης εγγραφής σε λογαριασμό, αναγράφεται το είδος του τίτλου (A. F. PLC CALL), και ως τούτου δεν τίθεται ζήτημα εξαπάτησής τους από τη δεύτερη εναγόμενη, υπάλληλο της πρώτης. Εξάλλου, οι ενάγοντες ελάμβαναν έως και το Νοέμβριο του 2011 τους συμφωνημένους τόκους για το επίδικο ομόλογο, δεδομένου ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2011, με την υπ' αριθμ. 26/17-12-2011 απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου, A. B., λόγω ανεπάρκειας των κεφαλαίων της. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι το επίδικο ομόλογο, ήταν τραπεζικό ομόλογο, με προκαθορισμένη χρονική διάρκεια (δεκαετία), κυμαινόμενο επιτόκιο και περιοδική απόδοση τόκου, ελευθέρως ανακλητό από την εκδότριά του από τις 10-02-2010 και εντεύθεν και μειωμένης εξασφάλισης, καθώς για την αποπληρωμή του η εκδότρια ουδεμία εγγύηση έναντι των περιουσιακών της στοιχείων είχε χορηγήσει. Σημειωτέον ότι, αμετάκλητη εγγύηση για την πληρωμή του κεφαλαίου και του τόκου των οικείων τίτλων παρείχε η ελληνική τράπεζα "A. B. Α.Τ.Ε", της οποίας θυγατρική με έδρα την Αγγλία και την Ουαλία τύγχανε η ανωτέρω εκδότρια, και αυτή όμως, σε βάση μειωμένης εξασφάλισης. Επιπλέον, ως κύριες ανάδοχες τράπεζες της συγκεκριμένης ομολογιακής έκδοσης συνολικού ύψους 50.000.000 ευρώ, ορίσθηκαν η "ΑΒΝ AMRO BANK N.V" και η ελληνική "ALPHA BANK Α.Ε", οι οποίες στο από 08-02-2005 Συμφωνητικό Εγγραφής δέχτηκαν ότι δεν είχαν μέχρι τότε προσφέρει ή πωλήσει δημοσίως ή ότι δεν θα πωλούσαν ή προσέφεραν δημοσίως κανένα σχετικό τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και ότι δεν είχαν συμμετάσχει σε οποιουδήποτε είδους διαφήμιση, ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα, με σκοπό να προσελκύσουν το οικείο κοινό στην αγορά των σχετικών τίτλων, επιπλέον δε, δέχθηκαν ως μη επιτρεπτή την οποιαδήποτε δημόσια προσφορά των οικείων τίτλων στην Ελλάδα χωρίς την έκδοση και ενημερωτικού φυλλαδίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνου με όλες τις διατάξεις του ν. 876/1979 και του Π.Δ.

 

Εν προκειμένω, η πώληση του επιδίκου ομολόγου δια της δευτερογενούς αγοράς έλαβε χώρα από την πρώτη εναγόμενη, ως μεμονωμένος διαμεσολαβητής, πρακτική που εκλαμβάνεται ως εγκείμενη σε πρόσκληση προς πρόσωπα-ιδιώτες επενδυτές περιορισμένου κύκλου και όχι δια δημόσιας ανακοίνωσης.

 

Περαιτέρω, το επίδικο ομόλογο, είχε σύνθετη μορφή, δεδομένου ότι επρόκειτο για χρηματοπιστωτικό μέσο, το τοκομερίδιό του οποίου υπολογιζόταν και πληρωνόταν, με βάση τις αποφάσεις των οργάνων των κεντρικών τραπεζών των κρατών που σχετίζονται με τη γενική πορεία της οικονομίας (εν προκειμένω το τρίμηνο επιτόκιο euribor, συν 1,35% έως την 10- 2-2010 και εφεξής έως τη λήξη του και με επιτόκιο κατά το χρόνο έκδοσης 3,4750%). Ήταν προϊόν μειωμένης διασφάλισης, κατά την έκδοσή του, διότι σύμφωνα με το από 8-2-2005 ενημερωτικό δελτίο (σε επίσημη μετάφραση) της εκδότριας του ομολόγου, εταιρείας A. F. P., θυγατρικής εταιρείας της A. B., που ιδρύθηκε με μοναδικό σκοπό την σύναψη ομολογιακού δανείου ύψους 50.000.000 ευρώ προς ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας της τελευταίας, μη έχοντας δικά της περιουσιακά στοιχεία, οι κάτοχοι των ομολογιών θα ικανοποιούνταν από την εγγυήτρια για την πληρωμή τους τράπεζα A. B. μετά από τους δικούς της πιστωτές δηλαδή, η Τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα τους πιστωτές της A. F. PLC. Επίσης, επρόκειτο για ομόλογο αυξημένου επενδυτικού κινδύνου, διότι η διαβάθμισή του, σύμφωνα με το ίδιο ενημερωτικό δελτίο, από το διεθνή οίκο αξιολόγησης FITCH ήταν κατά το χρόνο έκδοσής του ΒΒ, που σύμφωνα με τον ίδιο οίκο καταδεικνύει μέτριες προοπτικές επιβίωσης, σε συνδυασμό με τη χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμισή της εγγυήτριας τράπεζας A. B., Συγκεκριμένα, οι διαβαθμίσεις του ίδιου οίκου FITCH για την άνω τραπεζική εταιρεία το Δεκέμβριο του 2005 ήταν ΒΒ+ σε μακροπρόθεσμη κλίμακα, Β σε βραχυπρόθεσμη κλίμακα και C/L σε χρηματοοικονομική θέση), που σύμφωνα, με τον ίδιο οίκο, καταδεικνύει αυξημένο κίνδυνο να διακόψει τις πληρωμές, ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών οικονομικών αλλαγών κερδοσκοπικού χαρακτήρα, πιστοληπτική ικανότητα με μέτριες προοπτικές για έγκαιρη αποπληρωμή χρηματοοικονομικών δεσμεύσεων και τράπεζα με προβληματικές πτυχές και αδυναμίες εσωτερικής ή και εξωτερικής προέλευσης. Η αξιολόγηση αυτή καταδείκνυε επιπλέον, ανησυχίες, σε σχέση με τη κερδοφορία της, τα στοιχεία ισολογισμού της, τη διοίκηση, το περιβάλλον λειτουργίας της και τις προοπτικές της. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι το επίδικο ομόλογο ήταν επενδυτικό προϊόν αυξημένου επενδυτικού κινδύνου και μειωμένης διασφάλισης, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόμενων.

 

Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη, παρά τα όσα αβασίμως διατείνεται, έχοντας αγοράσει σημαντικό μέρος της επίδικης ομολογιακής έκδοσης, είχε αναγάγει τους τίτλους αυτούς σε μία από τις κύριες παραμέτρους υλοποίησης της επενδυτικής-εμπορικής στρατηγικής της περί τα ομολογιακά χρεόγραφα και συνεπώς, εξαρτούσε άμεσο οικονομικό συμφέρον προς ευρεία προώθηση στους επενδυτές πελάτες της του σχετικού χαρτοφυλακίου, παρότι, ως εκ της θέσεως της, γνώριζε τα εγγενή χαρακτηριστικά ενσωμάτωσης σημαντικού πιστωτικού κινδύνου. Η συστηματική προώθηση του επίδικου ομολόγου από τους προστηθέντες της πρώτης εναγόμενης, προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως επίσημη Έκθεση Επαλήθευσης αναγγελθεισών απαιτήσεων κατά του υπό ειδική εκκαθάριση τραπεζικού ιδρύματος "Τ-ΒΑΝΚ" (όπως είχε μετονομαστεί η A. B.), όπου καταγράφεται ότι τουλάχιστον 100 πελάτες της πρώτης εναγόμενης, αναγγέλθηκαν στον πίνακα. Στα πλαίσια της άνω στρατηγικής , η δεύτερη εναγόμενη, υπάλληλος της εναγόμενης κατά την παροχή των επενδυτικών της συμβουλών προς τον πρώτο ενάγοντα τον καλοκαίρι του έτους 2006, παρότι είχε ενημέρωση για το άνω επενδυτικό προϊόν, δεδομένου ότι είχε γνώση ως εκ της αρμοδιότητός της, του ως άνω ενημερωτικού δελτίου της εκδότριας του άνω ομολόγου που κυκλοφόρησε στις 28-2-2005, δηλαδή πριν την επίδικη επένδυση και γνώριζε ότι επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν μειωμένης διασφάλισης καθώς και την πιθανότητα απώλειας των κεφαλαίων των επενδυτών, δεν αποδείχτηκε ότι ενημέρωσε πλήρως και αναλυτικώς τον πρώτο ενάγοντα εγγράφως αλλά ούτε και προφορικά για τα προαναφερόμενα ειδικότερα χαρακτηριστικά της προτεινόμενης από την ίδια επένδυσης και για τους κινδύνους που περιείχε το προϊόν αυτό για το κεφάλαιο τους, ενόψει και της προαναφερόμενης πιστοληπτικής διαβάθμισης του επίδικου ομολόγου αλλά και της εγγυήτριας τράπεζας. Ούτε βεβαίως αποδείχτηκε ότι ήλεγξε την καταλληλότητά του για τον πρώτο ενάγοντα με βάση το επενδυτικό του προφίλ, λαμβάνοντας υπόψη την αντίληψη, τις γνώσεις, την ηλικία του, την επενδυτική του εμπειρία καθώς και την προθυμία του για διακινδύνευση, καθόσον αυτός και η σύζυγός του επιθυμούσαν, όπως προαναφέρθηκε, τοποθέτηση των χρημάτων τους σε μια ασφαλή επένδυση, αποδοτικότερη από εκείνη της προθεσμιακής κατάθεσης και όχι μειωμένης διασφάλισης, όπως το επίδικο ομόλογο. Τα δε μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα από τις εναγόμενες έγγραφα αναφορικά με την αξιολόγηση του επενδυτικού προφίλ του πρώτου ενάγοντα, που τον κατατάσσουν στην κατηγορία έμπειρου επενδυτή, αφορούν αξιολογήσεις που έλαβαν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο από την επίδικη επένδυση, ήτοι κατά τα έτη 2008-2010. Η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης για πλήρη και σαφή ενημέρωση του πρώτου ενάγοντα (και των λοιπών εναγόντων ως αντιπροσωπευόμενων από τον άνω ενάγοντα) για το επίδικο επενδυτικό προϊόν, απορρέει από την μεταξύ των, καταρτισθείσα σιωπηρώς, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του ισχυρισμού των εναγόμενων ότι παρείχαν στον πρώτο ενάγοντα απλώς υπηρεσίες σχετικά με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών του και ως εκ τούτου δεν είχαν υποχρέωση ενημέρωσής του, δεδομένου ότι, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω στην αντίστοιχη νομική σκέψη, ίσχυε ο νόμος Ν. 2396/1996, με βάση τον οποίο δεν υπήρχε υποχρέωση έγγραφης σύμβασης, με αντικείμενο τη χορήγηση εντολής προς κατάρτιση συναλλαγής επί χρηματοπιστωτικού μέσου, οι δε συμβουλές της δεύτερης εναγόμενης- προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης έπρεπε σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπό των εναγόντων πελατών. Λόγω των ως άνω παραλείψεων των εναγόμενων, οι ενάγοντες πίστευαν πεπλανημένα ότι η επένδυσή τους ήταν εξασφαλισμένη, τουλάχιστον, ως προς το κεφάλαιο, ενώ ο κίνδυνος, που αναλάμβαναν ήταν, μόνον ως προς την απόδοση της επένδυσης. Ο πρώτος ενάγων, ο οποίος ενεργούσε και για λογαριασμό των λοιπών εναγόντων, δεν ήταν γνώστης των χρηματοοικονομικών επενδύσεων, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενες, αφού είχε ασχοληθεί στο παρελθόν μόνο με αγορά μετοχών και αμοιβαίων κεφαλαίων, ήτοι με προϊόντα μικρού επενδυτικού ρίσκου, χωρίς όμως να διαθέτει ιδιαίτερες γνώσεις σχετικώς με χρηματιστηριακές συναλλαγές και δη από τη δευτερογενή αγορά. Παρά δε το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο, ως ιατρός, δεν είχε εξειδικευμένες γνώσεις της οικονομίας και των παραμέτρων της, ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθεί τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους του επίδικου σύνθετου επενδυτικού προϊόντος, που του προωθήθηκε.

 

Συνεπώς, υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχει της προστασίας του ν. 2251/1994, καθότι δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω οικεία νομική σκέψη, και δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ' αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής, αφού δεν αποδείχτηκε ότι ασχολούνταν συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, η δε δεύτερη εναγόμενη, προστηθείσα υπάλληλος της πρώτης εναγόμενης παρέλειψε υπαιτίως, επιδεικνύοντας αμέλεια, την υποχρέωσή της, να τον ενημερώσει και να τον διαφωτίσει σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία του υπέδειξε να επιχειρήσει, με συνέπεια τόσο ο ίδιος και κατ'επέκταση και οι λοιποί ενάγοντες, να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους να υποστούν απώλεια του κεφαλαίου, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, βασίμως συνδέονταν με μίας τέτοιας μορφής επιλογή εκ μέρους τους. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου για την υπαίτια πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της δεύτερης εναγόμενης, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων σιωπηρώς, σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που απορρέουν από τον ισχύοντα Κανονισμό Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, σύμφωνα με την αντίστοιχη προεκτεθείσα νομική σκέψη, την καλή πίστη που διέπει τις συναλλαγές αλλά και τις διατάξεις για την προστασία του καταναλωτή, ενισχύεται και από το γεγονός ότι η τελευταία, καίτοι όφειλε να παραδώσει στον πρώτο ενάγοντα το προαναφερόμενο ενημερωτικό σημείωμα της A. F. PLC, προκειμένου να ενημερωθούν οι ενάγοντες πλήρως και εμπεριστατωμένα για το επενδυτικό αυτό προϊόν και ταυτοχρόνως να το επεξηγήσει στον πρώτο ενάγοντα η ίδια λόγω των εξειδικευμένων γνώσεων της και της εμπειρίας της, παρέλειψε να το κάνει και οι ενάγοντες έλαβαν γνώση του ενημερωτικού αυτού δελτίου το πρώτον, μετά την ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας του ομολόγου εταιρίας, A. B. και κατόπιν δικών τους αιτημάτων και ερευνών. Το ως άνω ενημερωτικό δελτίο κυκλοφόρησε στις 28-1-2005 και ως εκ τούτου, όπως και ανωτέρω εκτίθεται, ήταν γνωστό κατά το χρόνο της επίδικης επένδυσης, στην δεύτερη εναγόμενη- υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης, που ασχολούνταν με τις τραπεζικές υπηρεσίες, σε αντίθεση με τους ενάγοντες, που δεν γνώριζαν ούτε όφειλαν να γνωρίζουν αυτό και θα έπρεπε να τους παρασχεθούν από αυτούς, που ήταν γνώστες του χώρου των επενδύσεων, ακριβείς και σαφείς πληροφορίες, σχετικά με τους κινδύνους της συγκεκριμένης επένδυσης. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, είναι ουσία βάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων, που αποτελούν και λόγους της έφεσής τους, περί υπαίτιας παράβασης εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης δια της δεύτερης εναγόμενης, προστηθείσας υπαλλήλου της, των συμβατικών της υποχρεώσεων, αλλά και των νόμιμων υποχρεώσεών της, ήτοι εκείνων που απορρέουν από τον τότε ισχύοντα Κώδικα δεοντολογίας των ΕΠΕΥ (ν.2396/1996), από τη συναλλακτική καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (288 ΑΚ) και το ν. 2251/1994, περί πλήρους ενημέρωσής τους για την καταλληλότητα του επίδικου ομόλογου και μη απόκρυψης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, η οποία συνιστά παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά, σύμφωνα με την αντίστοιχη προεκτεθείσα μείζονα σκέψη.

 

Περαιτέρω, όπως και ανωτέρω εκτίθεται, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου τραπεζικής εταιρείας "Τ. B. Α. Τ. Ε.", ως είχε μετονομασθεί η προαναφερόμενη εγγυήτρια του επίδικου ομολόγου "A.. B.. Α. Τ. Ε.", με την ως άνω απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, η εν λόγω τραπεζική εταιρεία, τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση και με την με αρ. 26/17-12-2011 απόφαση της ίδιας επιτροπής, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω εγγυήτριας του ομολόγου τράπεζας, πλην των υποχρεώσεων μειωμένης διασφάλισης, όπως το ως άνω ομολογιακό δάνειο και συνακόλουθα το επίδικο ομόλογο, μεταβιβάστηκαν στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ. Επίσης, σύμφωνα, με την από 11-10- 2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της άνω εκδότριας του επίδικου ομολόγου, η ικανοποίηση των πιστωτών μειωμένης διασφάλισης, όπως οι κάτοχοι των επίδικων ομολόγων είναι απίθανη, δεδομένου ότι προηγείται η ικανοποίηση όλων των άλλων πιστωτών τους. Καταδεικνύεται δηλαδή, πλήρως από τα ανωτέρω, ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του επίδικου ομολόγου εταιριών, δεν υφίσταται, διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του κεφαλαίου, που έχει επενδυθεί εκ μέρους των εναγόντων και της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας των ομολόγων τους, οι ενάγοντες υπέστησαν θετική ζημία, ίση με το ως άνω χρηματικό ποσό, που διέθεσαν για την αγορά τους, ήτοι ποσό 377.687,21 ευρώ, η οποία έχει συντελεστεί. Εξάλλου, δεν υπάρχει σχετικός ισχυρισμός των εναγόμενων, ότι επίκειται η απόληψη των χρημάτων των εναγόντων από τη διαδικασία αναγγελίας αυτών, στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης της. Η ως άνω επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων συνδέεται αιτιωδώς με την προαναφερόμενη υπαίτια αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης αφού, όπως αποδείχτηκε κατά τα ανωτέρω, αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους τελευταίους της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι, εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κίνδυνους συνδέονται με την τελευταία. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι ενστάσεις των εναγόμενων: α) περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων επειδή οι τελευταίοι, αφενός, επέλεξαν την επένδυση αυτή, αφετέρου, δεν ρευστοποίησαν το ομόλογο, όταν διέκριναν την καθοδική πορεία του επιτοκίου του, β) περί ανυπαρξίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ενεργειών της δεύτερης εναγόμενης- προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης και της ζημίας των εναγόντων, η οποία οφείλεται αποκλειστικά και μόνον στην επερχόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση, που επακολούθησε την κρίση του τραπεζικού συστήματος, που ξεκίνησε από την Αμερική το έτος 2008 και γ)περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης λόγω παρέλευσης έτους από τη σύναψη της επίδικης συναλλαγής (αρθ. 15 παρ.6 ν.3632/1928). Και τούτο διότι....η επιλογή του ομολόγου από τους ενάγοντες, έγινε κατόπιν προτροπής και παντελούς έλλειψης ενημέρωσης για τα χαρακτηριστικά του και την επικινδυνότητά της επένδυσης από τη δεύτερη εναγόμενη, προστηθείσα υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης, ενώ ουδόλως προέκυψε ότι η ανωτέρω υπάλληλος είχε ενημερώσει τον πρώτο ενάγοντα για την αρνητική αγοραστική διακύμανση του επιδίκου χρεωγράφου, καλώντας τον απρόσφορα να το διαθέσει, άλλωστε η ρευστοποίησή του ήταν αδύνατη, μετά το έτος 2007, οπότε και το ομόλογο έπαψε να διαπραγματεύεται στη Χρηματιστηριακή αγορά του Λουξεμβούργου. Επίσης η απώλεια του κεφαλαίου των εναγόντων, λόγω της μηδενικής αξίας του ενδίκου ομολόγου, στο οποίο επένδυσαν το κεφάλαιό τους αυτό, δεν είναι απότοκος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που έπληξε το τραπεζικό σύστημα αλλά συνδέεται αιτιωδώς με την κακή πορεία της εγγυήτριας αυτού τραπεζικής εταιρείας, θυγατρική της οποίας ήταν και η εκδότρια αυτού, ως φαίνεται από την προαναφερόμενη αξιολόγηση αυτής το έτος 2005, η οποία ήταν γνωστή στις εναγόμενες, ως ασχολούμενες στον τομέα των χρηματοοικονομικών. Τέλος, διότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει περίπτωση αδικοπρακτικής και ενδοσυμβατικής ευθύνης των εναγομένων κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και ως εκ τούτου ισχύει η πενταετής παραγραφή της επίδικης αξίωσης (αρθ.937 ΑΚ και 250 παρ.1 και 5 ΑΚ) από τη γνώση δε της ζημίας την 17-12-2011 (ανάκληση άδειας λειτουργίας της A. B.) έως την άσκηση της αγωγής (29-10-2015 επιδόθηκε η αγωγή στην πρώτη εναγόμενη και 5-11-2015 στη δεύτερη εναγόμενης δεν παρήλθε χρόνος πλέον της πενταετίας, ώστε να επέλθει παραγραφή αυτής. Με βάση τα ανωτέρω, αποδείχτηκε ότι οι ενάγοντες, λόγω της προαναφερόμενης υπαίτιας αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης, η οποία δια της δεύτερης εναγόμενης προστηθείσας υπαλλήλου της, πλημμελώς εκπλήρωσε τις άνω υποχρεώσεις της, που απορρέουν από την καλή πίστη που διέπει τις συναλλαγές και τον Κανονισμό Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ περί διαφώτισης των εναγόντων σχετικά με τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στο επίδικο ομόλογο, υπέστησαν θετική ζημία, ίση με το ως άνω χρηματικό ποσό, που διέθεσαν για την αγορά του επίδικου ομολόγου, ήτοι συνολικό ποσό 377.687,21 ευρώ και 75.537,44 ευρώ έκαστος, αφού ήταν συνδικαιούχοι του λογαριασμού και η σύμβαση κοινή, το οποίο πρέπει να τους επιδικασθεί". Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε κατ' ουσίαν την από 3-9-2019 έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων και αφού εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 5511/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης, δέχθηκε εν μέρει ως κατ' ουσίαν βάσιμη την από 6-10-2015 αγωγής τους και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον σε καθένα των εναγόντων το ποσό των 76537,44 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις εκεί αναφερόμενες διακρίσεις. Με αυτά που δέχθηκε και έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, ευθέως ούτε εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281,288, 297,298, 300, 361, 914, 922 ΑΚ και άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 και τον Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, που εφάρμοσε, αφού υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, η εκτιθέμενη ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων αποτελεί, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, υπαίτια αντισυμβατική και παράνομη, κατά την έννοια των άρθρων 361 και 914 ΑΚ, πράξη, καθόσον, κατά τις ανωτέρω παραδοχές, αφενός, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε αυτές και, αφετέρου, διέλαβε στην απόφαση του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας στους ενάγοντες - καταναλωτές και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς της προστηθείσας από την πρώτη εναγόμενη υπαλλήλου δεύτερης εναγομένης και της προκληθείσας από αυτές ζημία των εναγόντων, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της, όλα τα αναγκαία περιστατικά, που στηρίζουν, με επάρκεια, το σαφές ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα: α) τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη (και αναλυτικώς πιο πάνω αναφερομένη) υπαίτια συμπεριφορά της προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης κατά παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και αντισυμβατική συμπεριφορά και η οποία ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου γεγονότος, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται δε με σαφήνεια και το ύψος της θετικής ζημίας των εναγόντων, η οποία συνίσταται, όπως από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, στην αδυναμία τους να εισπράξουν, για τους προεκτεθέντες λόγους, που αφορούν τη φύση του επίδικου επενδυτικού προϊόντος, το επενδυμένο κεφάλαιο του, β) ότι ο πρώτος ενάγων, που εκπροσωπούσε και είχε συμβληθεί ως προς την επίδικη επένδυση και για λογαριασμό των λοιπών εναγόντων δεν διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εξειδικευμένη εμπειρία περί τις επενδύσεις σε ομόλογα, καθώς ήταν συντηρητικός επενδυτής και, ως εκ τούτου, ζήτησε τις επενδυτικές συμβουλές της προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης, η οποία του υπέδειξε να προβεί στην επίδικη επένδυση που θα του απέδιδε, χωρίς κίνδυνο για το κεφάλαιο του, μεγάλες σταθερές αποδόσεις, χωρίς προηγούμενη σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση αυτού για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και εκδότρια αυτού, καθώς και για το κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, καθώς είχαν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του ενάγοντος επενδυτή, σύμφωνα με τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τις απορρέουσες από τη συναφθείσα κατά τα άρθρο 361 ΑΚ σιωπηρώς σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών καθώς και τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, ενόψει του ότι ο ενάγων προέβη στη σύναψη της ένδικης επενδυτικής σύμβασης ως μέσος καταναλωτής γ) ότι, παρ' όλα αυτά, όμως, η προστηθείσα από την πρώτη εναγόμενη υπάλληλος, λειτουργώντας κατά την προώθηση των ανωτέρω ομολόγων στον ενάγοντα, στο πλαίσιο της καταρτισθείσας μεταξύ τους συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ως άτυπος επενδυτικός σύμβουλος του τελευταίου, δεν παρείχε προσυμβατικά, όπως όφειλε, ορθές και πλήρεις συμβουλές στον ενάγοντα, ούτε και επαρκείς πληροφορίες για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν, παρότι είχε η ίδια ενημέρωση για το άνω επενδυτικό προϊόν, δεδομένου ότι είχε γνώση ως εκ της αρμοδιότητός της, του ως άνω ενημερωτικού δελτίου της εκδότριας του άνω ομολόγου που κυκλοφόρησε στις 28-2-2005, και, κυρίως, ενόψει του είδους αυτού, σε συνδυασμό και με την παντελή άγνοια του περί του αντικειμένου του, δεν ανέλυσε ότι το συγκεκριμένο ομόλογο είχε τον πιο πάνω χαρακτήρα, προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν μειωμένης εξασφάλισης, και πιστοληπτικής διαβάθμισης του επίδικου ομολόγου, αλλά, αντιθέτως, τον διαβεβαίωσε ότι το διατεθησόμενο για την αγορά του ομολόγου κεφάλαιο θα είχε αποδόσεις ανά έτος τοκομεριδίων υψηλότερες από εκείνες της προθεσμιακής κατάθεσης, και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σ' αυτόν, από την προστηθείσα υπάλληλο της πρώτης εναγομένης εντελώς εσφαλμένη εικόνα για το τι αγόρασε και να πιστέψει ότι επρόκειτο για μια επένδυση επωφελέστερη και εκείνης της προθεσμιακής κατάθεσης, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις, αφού, παρά το υψηλό μορφωτικό του επίπεδο, δεν είχε οικονομικές γνώσεις που να του επιτρέπουν, να κατανοήσει το περιεχόμενο των προδιατυπωμένων εντύπων που υπέγραψε και, συνακόλουθα, τη σημασία αυτών, αλλά και τους κινδύνους που αναλάμβανε για το κεφάλαιο που διέθεσε για την αγορά του ομολόγου και τις αποδόσεις του, δ) Η ως άνω επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων συνδέεται αιτιωδώς με την προαναφερόμενη υπαίτια αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης, προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης αφού αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους τελευταίους της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι, εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κίνδυνους συνδέονται με την τελευταία. Δεν ήταν δε αναγκαία για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων αιτιολογιών, αλλά ούτε έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις του ν. 3401/2005.

 

Συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι πρώτος, δεύτερος, ο τρίτος, κατά το πρώτο σκέλος του, πέμπτος κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος του, όγδοος κατ'αμφότερα τα σκέλη του, ένατος και δέκατος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από το ότι με τον δεύτερο λόγο οι αναιρεσείουσες αναφέρονται σε επιχειρήματα της προσβαλλομένη απόφασης που δεν στοιχειοθετούν τον λόγο αναίρεσης του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και με τον τρίτο λόγο πλήττουν απαραδέκτως κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ την ουσία της υπόθεσης ως προς την ιδιότητα του πρώτου ενάγοντος ως έμπειρου επενδυτή.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914, 930 παρ.3 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποίαν οφείλει των ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον, υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς, αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη, πορεία των πραγμάτων (άρθρο 298 του Α.Κ.), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται, μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός , επιβάλλεται (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 2061/2022, ΑΠ 114/2022, ΑΠ 1289/2022, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ1163/2020, ΑΠ 1109/2019).

 

Με τον ενδέκατο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ.1 πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 298 του Α.Κ. και απέρριψε την ένσταση της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ώστε να αφαιρεθεί από την τυχόν επιδικασθείσα στους ενάγοντες θετική ζημία η ωφέλεια που αποκόμισε από τα τοκομερίδια που αυτοί εισέπραξαν για το χρονικό διάστημα που κατείχαν το επίδικο ομόλογο. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπησή της, ως προς το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος αυτής, απέρριψε την ως άνω ένσταση με την εξής αιτιολογία: "Οι εναγόμενες προέβαλαν επικουρικά τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρουν και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή, από το ποσό που τυχόν επιδικαστεί στους ενάγοντες ως αποζημίωση πρέπει να αφαιρεθεί το εισπραχθέν από τους τελευταίους κέρδος τους από τα τοκομερίδια που έλαβαν ως απόδοση του ομολόγου, για όσο χρονικό διάστημα το είχαν υπό την κατοχή τους, ανερχόμενα (τα τοκομερίδια) στο συνολικό ποσό των 72.789,82 ευρώ. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος επιχειρείται να στηριχθεί στις διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α, 914 και 288 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον ναι μεν το ως άνω ποσό αποτελεί κέρδος των εναγόντων από τον ένδικο τίτλο, πλην όμως, το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου τους, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων αλλά από την παραχώρηση αυτού στην εκδότρια εταιρία του ομολόγου, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με τον προσφορότερο γι' αυτήν τρόπο, αποδίδοντας σε αυτούς τους συμφωνημένους καρπούς και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπολογιστεί στη ζημία της τελευταίας. Άλλωστε ο προτεινόμενος συμψηφισμός αντίκειται στην καλή πίστη, η οποία δεν ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος". Με το να απορρίψει το Δικαστήριο της ουσίας την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που οι ενάγοντες έλαβαν ως απόδοση του επίδικου ομολόγου, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, διότι δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, την ως άνω διάταξη αφού, ναι μεν το ως άνω ποσό αποτελεί κέρδος των αναιρεσίβλητων από τον τίτλο που κατείχαν, πλην όμως, το κέρδος αυτό (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προέρχεται (δεν προκλήθηκε) από το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου της, αλλά από το μη επιζήμιο (διαφορετικό) γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου αυτού στην αναιρεσείουσα τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους αναιρεσίβλητους και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημιά των τελευταίων, ως μη συνδεόμενη αιτιωδώς με αυτή, αφού σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, το εν λόγω ζημιογόνο γεγονός (της απώλειας κεφαλαίου) δεν ήταν πρόσφορο να παραγάγει το συγκεκριμένο όφελος (την απόληψη τόκων) κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Αλλωστε, ο προτεινόμενος (από την αναιρεσείουσα) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος, (από το εν λόγω ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος.

 

Συνεπώς, ο ως άνω λόγος (ενδέκατος) της αίτησης αναίρεσης εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.

 

Κατά τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 11 Κ.ΠολΔ λόγο, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη μέσα, τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει ή, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν προσκομίστηκαν νόμιμα ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν (ΟλΑΠ 2/2008). Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να εκτιμήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, για την απόδειξη του οποίου ο διάδικος επικαλείται το φερόμενο ως αγνοηθέν αποδεικτικό μέσο, ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλά αρκεί η γενική διαβεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως στην κρίση του, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 765/2014). Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1047/2018, 569/2017, ΑΠ 967/2015). Εξ άλλου, προσαπαιτείται, όχι μόνον η προσκομιδή, αλλά και η επίκληση του μη ληφθέντος υπόψη αποδεικτικού μέσου ή η μη επίκληση του ληφθέντος υπόψη αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 926/2007, ΑΠ 679/2005). Σύμφωνα δε με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 237, 240, 453, 524 παρ. 1 και 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ, το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του, όσα αποδεικτικά μέσα προσκομίστηκαν νόμιμα, εφ' όσον, παράλληλα, υπάρχει σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων, ώστε, να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητα τους. Η επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων σε προηγούμενη συζήτηση, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 19/2005, ΑΠ 154/2004). Γενική αναφορά στις προτάσεις του Εφετείου, σύμφωνα με την οποία προσκομίζονται εκ νέου, όσα έγγραφα προσκομίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις, όπου γίνεται σαφής επίκληση των εγγράφων αυτών, που ενσωματώθηκαν στις προτάσεις του Εφετείου δεν αρκεί (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 454/2016, 1677/2013).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με έβδομο λόγο αναίρεσης από τον αρ. 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Εφετείο ότι έλαβε υπόψη του παράνομο αποδεικτικό μέσο της υπ' αριθμ. 1167/2019 ένορκης βεβαίωσης του Α. Τ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσ/κης Κ…, ο οποίος εξετάστηκε και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης ως μάρτυς, το οποίο παρέπεμψε στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 1217/2018 απόφασή του στην ένδικη αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (μονομελές πρωτοδικείο Θεσ/κης). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενός προσώπου που καταθέτει και ως μάρτυρας δεν συνιστά παράνομο αποδεικτικό μέσο, ιδίως όταν η μαρτυρία του λήφθηκε ενώπιον αναρμόδιου καθ' ύλη δικαστηρίου και εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο, κάτι που απορρέει και από το άρθρο 237 παρ. 8 ΚΠολΔ που ορίζει ότι οι ενόρκως βεβαιώσας μπορεί να εξεταστεί και ως μάρτυρας. Ομοίως ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος (κατά το δεύτερο σκέλος του) και ο έκτος λόγος της ένδικης αίτησης με τον οποίον προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ ΚΠολΔ πλημμέλεια, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα τα οποία νομίμως επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιόν του οι αναιρεσείουσες και συγκεκριμένα α) τις τριμηνιαίες καταστάσεις των ετών 2009-2013 που αποστέλλονταν στον πρώτο ενάγοντα ανά τρίμηνο από τις οποίες προέκυπτε η πτωτική τάση του ένδικου ομολόγου, από τις οποίες αποδεικνυόταν και η ύπαρξη συνυπαιτιότητας του πρώτου ενάγοντος, η οποία απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, β) προσκομισθέντα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο πρώτος ενάγων έχει επενδύσει σε άλλα επενδυτικά προϊόντα και ότι αυτός κατά το έτος 2008 χαρακτηρίζεται ως συμβατός και για την αγορά των σύνθετων προϊόντων.   Και τούτο διότι, από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και τη ρητή διαβεβαίωση, που υπάρχει στο αιτιολογικό της, προκύπτει ως προς το υπό α) σκέλος ότι ελήφθησαν υπόψη και "όλα τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και οι επικαλούνται οι διάδικοι" και επομένως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός, καθορίζοντας σύμφωνα με την αρχή της ηθικής απόδειξης (ΚΠολΔ 340) τη βαρύτητά του ή την επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Ως προς το υπό β) σκέλος προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ρητά αναφέρει στο αιτιολογικό του ότι δεν λαμβάνονται αυτά υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί του εάν ο πρώτος ενάγων ήταν έμπειρος επενδυτής, διότι τα έγγραφα αυτά αφορούν σε αξιολογήσεις του που έλαβαν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο από την επίδικη επένδυση δηλ. κατά τα έτη 2008-2020. Περαιτέρω, παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, εγγράφου, δέχθηκε ως περιεχόμενό του καταδήλως διαφορετικό από το πραγματικό, δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, εξαιτίας της οποίας καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 516/2016). Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 25/2017, ΑΠ 1071/2015). Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα για τη βασιμότητα της αγωγής, ανταγωγής ή ένστασης, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει όταν τούτο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαρθεί η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (ΑΠ 99/2016, ΑΠ 379/2015). Όμως, δεν συνιστούν ¨έγγραφο¨, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, εκείνα που δεν χαρακτηρίζονται κατά τα άρθρ. 339 και 432 - 449 ΚΠολΔ, ως αποδεικτικά έγγραφα και απλώς αποτυπώνουν στο περιεχόμενό τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι οι εκθέσεις με τις γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων (ΑΠ 672/2011) ή προσώπων με ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΑΠ 86/2015). Για το ορισμένο του εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, θα πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζεται (α) το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, (β) το περιεχόμενο που προσέδωσε σ' αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε από τη σύγκριση να καθίσταται εμφανές το διαγνωστικό σφάλμα της, (γ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή την ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο και (δ) το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξ αιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου (ΑΠ 305/2016, ΑΠ 177/2016). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες με τον τέταρτο λόγο από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλει ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της προσκομισθείσας από τους διαδίκους από 10-7-2012 επίσημης έκθεσης επαλήθευσης αναγγελθεισών απαιτήσεων κατά του τραπεζικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση…, διότι απ' αυτό προκύπτει ότι μόνον 56 πελάτες της που είχαν προμηθευτεί το ως άνω ομόλογο αναγγέλθηκαν στον σχετικό πίνακα απαιτήσεων που συντάχθηκε αρμοδίως και όχι 100 αναγγελθέντες, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ο λόγος αυτός, ανεξάρτητα από το ότι είναι απαράδεκτος, διότι υπό την ως άνω επίκληση πλημμέλειας εκ του αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ βάλλει κατά της ουσίας της υπόθεσης, επικαλούμενος εσφαλμένη εκτίμηση των πραγμάτων, είναι και αβάσιμος εφόσον το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα για τη βασιμότητα της αγωγής αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, διότι τούτο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαρθεί η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, και δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του (ΑΠ 99/2016, ΑΠ 379/2015), ενώ επί πλέον ο ακριβής αριθμός των πελατών στους οποίους προώθησαν οι αναιρεσείουσες το ως άνω ομόλογο δεν έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.

 

Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά".), αλλά και της αρχής της ακροάσεως όλων των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της αποφάσεώς του (ΟλΑΠ 13/1995), όπως είναι και οι πραγματικοί ισχυρισμοί που απαράδεκτα (άρθρο 224 ΚΠολΔ) εισάγουν νέα ή μεταβάλλουν υπάρχουσα αγωγική βάση. Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 224 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής βάσεως αυτής, η οποία (ιστορική βάση), κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α' του Κώδικα αυτού, είναι το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης σχέσεως (ΑΠ 685/2008, ΑΠ 1404/2008). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι αν με το δικόγραφο της αγωγής αποζημιώσεως από αδικοπραξία γίνεται επίκληση της υπαιτιότητας του εναγομένου, που είναι μια αόριστη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής, με βάση τα ειδικότερα (διευκρινιστικά) περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και την θεμελιώνουν, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοιά της και να προσδίδεται σ' αυτήν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 83/2021, 832/2011,ΑΠ 180/2011).

 

Με τον δωδέκατο από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι με βάση τις προαναφερθείσες παραδοχές δέχθηκε ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα τραπεζική υπάλληλος προστηθείσα από την πρώτη αναιρεσείουσα παρέλειψε υπαιτίως επιδεικνύοντας αμέλεια την υποχρέωσή της να ενημερώσει τον πρώτο ενάγοντα και να τον διαφωτίσει σχετικά με τα χαρακτηριστικά της επίδικης επένδυσης, με συνέπεια αυτός και οι λοιποί ενάγοντες να μην έχουν κατανοήσει τους κινδύνους απώλειας του κεφαλαίου τους και δεν παρέδωσε σ' αυτόν το ενημερωτικό σημείωμα της A. F. P. για το ως άνω επενδυτικό προϊόν και ότι αυτοί έλαβαν γνώση αυτού μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου εταιρείας με την επωνυμία Aspis Bank, ενώ στην αγωγή οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι η δεύτερη εναγόμενη ψευδώς παρουσίασε την επίδικη επένδυση ως εγγυημένης κατά το αρχικό κεφάλαιο από την πρώτη αναιρεσείουσα και με τη διαβεβαίωση ότι τα ομόλογα ήταν έκδοσης της τελευταίας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ο βαθμός υπαιτιότητας ως προϋπόθεση για την συνδρομή αδικοπραξίας προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύονται με βάση τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα και δεν μεταβάλλεται η βάση της αγωγής από τη διάγνωση του δικαστηρίου του συγκεκριμένου βαθμού υπαιτιότητας, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα πρόταση, ανεξάρτητα από το ότι από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι οι ενάγοντες ιστορούν πραγματικά περιστατικά της δια παραλείψεως από τις εναγόμενες συνολικής τελεσθείσας υπαίτιας (εξ αμελείας) συμπεριφοράς. Αβάσιμος τέλος είναι και ο πέμπτος αναιρετικός λόγος κατά το πρώτο σκέλος του με το οποίο οι αναιρεσείουσες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αρ.8, με την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, μεταβάλλοντας τη βάση της αγωγής, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει ότι η αγωγή είχε έρεισμα τόσο στην ενδοσυμβατική όσο και στην αδικοπρακτική ευθύνη, δικανική κρίση που διατύπωσε ρητώς και αδιαστίκτως το Εφετείο στο 3ο φύλλο της προσβαλλομένης κατά τον έλεγχο της νομικής της βασιμότητας, και εν συνεχεία κατά τον έλεγχο της ουσιαστικής της βασιμότητας, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές. Ενόψει των προεκτεθέντων, η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέβαλαν οι αναιρεσείουσες στο δημόσιο ταμείο κατά το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, οι οποίες κατέθεσαν προτάσεις, θα επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειουσών λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180, 183, 191 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 26-9-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1491/2022 απόφασης του μονομελούς Εφετείου Θεσ/κης.

 

Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο ταμείο.

 

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Φεβρουαρίου 2024.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2024.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ