ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 467/2019
Επιδίκαση δικαστικής δαπάνης σε περισσότερους -
Ομοδικία - Εκπροσώπηση από περισσότερους δικηγόρους -.
Όταν
περισσότεροι διάδικοι νικούν, η δικαστική δαπάνη επιδικάζεται σε κάθε ομόδικο κατά
ίσο μέρος εφόσον αυτοί είχαν κοινό συμφέρον ως ομόδικοι και μπορούσαν και
όφειλαν να εκπροσωπηθούν στη δίκη με τον ίδιο πληρεξούσιο και όχι με χωριστούς.
Αν οι νικητές ομόδικοι εκπροσωπήθηκαν από περισσοτέρους δικηγόρους, ακέραιη
επιδίκαση των δικαστικών εξόδων στον κάθε ομόδικο είναι κατόπιν αιτήσεως
δυνατή, μόνο όταν ο κάθε ομόδικος είχε ίδιο συμφέρον για χωριστή εκπροσώπηση
διάφορο από αυτό των υπολοίπων ομοδίκων. Δεν αρκεί για την επιδίκαση μόνο η
νίκη, αλλά απαιτείται και η διατύπωση του αντίστοιχου αιτήματος προς επιδίκαση
δικαστικής δαπάνης. Ως έξοδα από υπερβολική πρόνοια θεωρούνται και αυτά που
έγιναν από χωριστή εκπροσώπηση των απλών ομοδίκων, εφόσον αυτοί είχαν κοινό
συμφέρον και μπορούσαν και όφειλαν να εκπροσωπηθούν στη δίκη με ίδιο πληρεξούσιο
δικηγόρο και όχι με χωριστούς. Στην περίπτωση αυτή επιδικάζεται μία δικαστική
δαπάνη, η οποία επιμερίζεται μεταξύ των ομοδίκων. Απόρριψη αναιρετικού λόγου
από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Αντίθετη μειοψηφία).
Αριθμός 467/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους
Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα,
Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου -
Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση
στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως
Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας:
ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ε.Ε.", που εδρεύει στη
... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανωνύμου εταιρείας με
την επωνυμία "...". Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της
Ευστάθιο Πεγιάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης:
ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ο.Ε.", που εδρεύει στη ...ς
και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη
Λανταβού.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με
την από 16-9-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές
Πρωτοδικείο ...ς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 24393/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και
1506/2014 του Εφετείου .... Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η
αναιρεσείουσα με την από 20-5-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της
αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται
πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και
την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Κατά το άρθ. 559 αριθ. 9
περ. γ' Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο άφησε αίτηση
αδίκαστη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "αίτηση" νοείται κάθε
αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται παροχή έννομης προστασίας
με οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία, τέτοια
δε αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής κύριας πρόσθετης
παρέμβασης, κάθε ενδίκου μέσου κ.λπ. (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 670/2016, ΑΠ 962/2013).
Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, εάν το συναφές αίτημα ήταν (δικονομικά απαράδεκτο ή
αλυσιτελές ή) μη νόμιμο (ΑΠ 850/2009), καθώς και όταν η πρωτόδικη απόφαση δεν
μεταβιβάστηκε στο Εφετείο με την έφεση, πρόσθετους λόγους ή τις προτάσεις κατά
περίπτωση και ως προς το φερόμενο ως μη δικασθέν από το Εφετείο αίτημα (άρθ.
522 Κ.Πολ.Δ., ΑΠ 670/2016, ΑΠ 465/2015).
Κατά τη διάταξη του άρθ.
180 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αν καταδικαστούν περισσότεροι να πληρώσουν τα έξοδα
ενέχονται κατά ίσα μέρη... .- Η ως άνω διάταξη, κατά τη γνώμη που επικράτησε
στο δικαστήριο, εφαρμόζεται αναλογικά και στη μη προβλεπόμενη από το νόμο
περίπτωση, κατά την οποία περισσότεροι διάδικοι νικούν και στην περίπτωση αυτή
δηλαδή, η δικαστική δαπάνη επιδικάζεται σε κάθε ομόδικο κατά ίσο μέρος εφόσον
αυτοί είχαν κοινό συμφέρον ως ομόδικοι και μπορούσαν και όφειλαν να
εκπροσωπηθούν στη δίκη με τον ίδιο πληρεξούσιο και όχι με χωριστούς (ΑΠ
831/1980, 220/1979). Και τούτο γιατί, η απλή ομοδικία αποτελεί διαδικαστική
ευχέρεια και ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης αφού είναι
δυνατόν να παραστούν όλοι οι ομόδικοι με κοινό πληρεξούσιο δικηγόρο και κοινό
αντίκλητο. Στην άνω περίπτωση η δικαστική δαπάνη επιδικάζεται με ένα δικηγόρο
και όταν χωρίς να υφίσταται ανάγκη, αλλά από υπερβολική μόνο πρόνοια κατ' άρθ.
189 παρ.2 εδ. β Κ.Πολ.Δ., οι νικήσαντες εναγόμενοι ομόδικοι εκπροσωπήθηκαν
χωριστά, ενώ μπορούσαν να παρασταθούν με ίδιο δικηγόρο, αφού είχαν κοινό
συμφέρον, διότι τότε πρόκειται για μη αποδοτέα έξοδα. Έτσι αν οι νικητές
ομόδικοι εκπροσωπήθηκαν από περισσοτέρους δικηγόρους, ακέραιη επιδίκαση των
δικαστικών εξόδων στον κάθε ομόδικο είναι κατόπιν αιτήσεως δυνατή, μόνο όταν ο
κάθε ομόδικος είχε ίδιο συμφέρον για χωριστή εκπροσώπηση διάφορο από αυτό των
υπολοίπων ομοδίκων. Όπως σημειώθηκε, δεν αρκεί για την επιδίκαση μόνο η νίκη,
αλλά απαιτείται και η διατύπωση του αντίστοιχου αιτήματος προς επιδίκαση δικαστικής
δαπάνης. Συγκεκριμένα, ως έξοδα από υπερβολική πρόνοια θεωρούνται και αυτά που
έγιναν από χωριστή εκπροσώπηση των απλών ομοδίκων, εφόσον αυτοί είχαν κοινό
συμφέρον και μπορούσαν και όφειλαν να εκπροσωπηθούν στη δίκη με ίδιο
πληρεξούσιο δικηγόρο και όχι με χωριστούς (ΑΠ 159/1997, ΑΠ 1101/1993, ΑΠ
147/1983). Στην περίπτωση δε αυτή επιδικάζεται μία δικαστική δαπάνη, η οποία
επιμερίζεται μεταξύ των ομοδίκων (ΑΠ 147/1983). Εξάλλου, οι τυχόν διαφορές
μεταξύ των ομοδίκων νικητών που μπορεί να αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης,
είναι αδιάφορες για την άνω περίπτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο
λόγο αναιρέσεως, κατά τη νοηματική του εκτίμηση, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη
απόφαση η από το άρθ. 559 αριθμ.9 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια και ειδικότερα ισχυρίζεται
η αναιρεσείουσα ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν αποφάνθηκε επί του νόμιμου και
βάσιμου αιτήματός της, που πρόβαλε δια της αντεφέσεως περί επιδικάσεως σ' αυτή
χωριστής δικαστικής δαπάνης στην πρωτόδικη απόφαση, ύψους 147.918,63 Ευρώ,
δηλαδή ποσοστό 2% επί του αντικειμένου της δίκης, σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια
αμοιβών που ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, κατ'
αποδοχή του αιτήματός της που είχε υποβληθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, θεωρώντας ότι ο σχετικός λόγος της αντέφεσης ασκήθηκε με αίτημα
την επί πλέον επιδίκαση ποσού 18,63 ευρώ πέραν του ποσού των 147.900,00 ευρώ,
που είχε επιδικαστεί ως δικαστική δαπάνη για όλους τους νικήσαντες εναγομένους.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατά τη διάταξη του άρθ.561 παρ.2
Κ.Πολ,Δ. επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι στο αιτητικό
των πρωτοδίκως κατατεθεισών από 03.11.2011 εγγράφων προτάσεων της
αναιρεσείουσας, κατά τη συζήτηση της από 28/09/2009 αγωγής της αναιρεσίβλητης
ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., εναντίον της και άλλων τεσσάρων (4)
ομοδίκων της, είχε υποβληθεί το αίτημα, "να καταδικαστεί η αντίδικος στη
δικαστική δαπάνη και την αμοιβή των πληρεξουσίων Δικηγόρων μου,
προσδιοριζομένης ταύτης εις το ποσό των 147.918,63 ευρώ". Το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 24393/2012 απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως
ουσιαστικά αβάσιμη και εφαρμόζοντας την αρχή της ήττας (άρθ. 176,183,191
παρ.1,2 ΚΠολ.Δ.) επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία καθόρισε
στο ποσό των 147.900,00 ευρώ, εις βάρος της ενάγουσς (αναιρεσίβλητης) χωρίς να
διαλάβει ρύθμιση περί του τρόπου κατανομής τούτων μεταξύ των εναγομένων. Η
αναιρεσίβλητη προσέβαλε την ανωτέρω απόφαση, με την από 27.11.2012 έφεση της,
με την οποία έπληττε την ουσία της υπόθεσης και το συνεχόμενο μετ' αυτής
κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης και η αναιρεσείουσα άσκησε την από 07.03.2014
αντέφεση της, με την οποία ισχυρίστηκε ότι έσφαλλε η πρωτόδικη απόφαση ως προς
το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης και ζήτησε να εξαφανιστεί αυτή ως προς το
ανωτέρω κεφάλαιο και να της επιδικαστεί δικαστική δαπάνη ύψους 147.918,63 ευρώ
αποκλειστικά σ' αυτήν, κατ' αποδοχή του αιτήματός της. Η προσβαλλόμενη απόφαση
δέχθηκε τυπικά την έφεση και την αντέφεση, απορρίπτοντας αυτές κατ' ουσίαν και
επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, συνεπώς και την περί δικαστικής δαπάνης
διάταξή της. Ειδικότερα, ως προς το λόγο εφέσεως της αναιρεσίβλητης,
δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων
στο ποσό των 147.900,00 ευρώ για όλους τους εναγομένους που νίκησαν,
αποφαινόμενο ότι το αντικείμενο της αγωγής δικαιολογεί το ποσό αυτό και δεν
συντρέχει λόγος συμψηφισμού κατ' άρθρο 179 Κ.ΠολΔ, ενώ ως προς το μοναδικό λόγο
της αντέφεσης, έκρινε "ότι ενόψει της μικρής απόκλισης από την
επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη (7.395.931,55 ευρώ αντικείμενο της αγωγής Χ 2%
=147.918,63 ευρώ), δηλαδή 18,63 λιγότερα, του γεγονότος ότι δεν υποβλήθηκε κατάλογος εξόδων εκ μέρους της αντεκλούσας και η εκκαλούσα παραιτήθηκε
από την έφεση της ως προς τους 2ο έως και 5ο των εφεσίβλητων - εναγομένων,
παρίσταται καταχρηστική". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν άφησε αδίκαστο το
αίτημα της αναιρεσείουσας για επιδίκαση χωριστής δικαστικής δαπάνης από το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο και σιωπηρά απέρριψε, απορρίπτοντας ρητά την
αντέφεση, αίτημα το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν ήταν νόμιμο, διότι όλοι οι
εναγόμενοι υιοθέτησαν κοινή επιχειρηματολογία, ακολούθησαν κοινό κατ' ουσία
δικαστικό αγώνα και εκπροσωπήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, παρότι επέλεξαν
διαφορετικούς νομικούς παραστάτες. Η δε τελευταία επιλογή τους δεν υπαγορεύθηκε
από λόγους ανάγκης, ούτε από αντικρουόμενα συμφέροντα αλλά ήταν αποτέλεσμα
υπερβολικής από μέρους τους πρόνοιας, προκειμένου να αυξηθούν οι πιθανότητες
απορρίψεως της εναντίον τους αγωγής με την επανάληψη των ιδίων ισχυρισμών.
Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ένα
μέλος του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αποστολάκης είχε
τη γνώμη ότι ο ανωτέρω λόγος της αιτήσεως έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος για
τους εξής λόγους: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 75 παρ. 1, 176, 189
ΚΠολΔ προκύπτει α) ότι, επί απλής ομοδικίας, κάθε ομόδικος ενεργεί ανεξαρτήτως
των άλλων και διεξάγει χωριστή δίκη απλώς σε κοινή διαδικασία, ενώ οι πράξεις ή
παραλείψεις του ενός δεν βλάπτουν, ούτε ωφελούν τους άλλους, β) ότι κάθε
ομόδικος έχει το δικαίωμα να παρίσταται με χωριστό δικαστικό πληρεξούσιο, ο
οποίος πρέπει να είναι της ελεύθερης επιλογής του, ώστε να ικανοποιείται με
πληρότητα τόσο η συνταγματική επιταγή του άρθρου 20 του Συντάγματος για παροχή
έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, όσο και το κατοχυρούμενο από την ΕΣΔΑ
(άρθρο 6 παρ. 1) δικαίωμα στη χρήση και απονομή της δικαιοσύνης, ενόψει του ότι
η τελευταία ρητά για την ποινική δίκη, στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου, ορίζει ότι
ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να προσλάβει συνήγορο της εκλογής του. Επομένως,
ο κανόνας είναι ότι κάθε ομόδικος έχει την ευχέρεια να προσλαμβάνει χωριστό
δικηγόρο και σε περίπτωση νίκης περισσότερων απλών ομοδίκων αναγκαία θωρείται η
δικαστική δαπάνη που προκύπτει από την ατομική εκπροσώπηση κάθε ομοδίκου, οπότε
αποδίδεται η δικαστική δαπάνη σε καθένα ξεχωριστά. Εξαίρεση μπορεί να
θεμελιωθεί επί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος ανάθεσης της υπόθεσης σε
ξεχωριστό δικηγόρο, όταν παρίσταται βέβαιο ότι ενόψει τη φύσης της διαφοράς η
επιλογή χωριστού δικηγόρου για κάθε ομόδικο δεν ήταν απαραίτητη για την
πληρότητα της υπερασπίσεώς του (λ.χ. γιατί υπάρχει απόλυτη ταύτιση συμφερόντων)
και γενικότερα όταν, σύμφωνα με τη νομική και πραγματική κατάσταση της ομοδικίας,
δεν συντρέχει κάποιος ιδιαίτερος αντικειμενικός λόγος για διορισμό χωριστών
δικηγόρων (για την κρατούσα στη Γερμανία νομολογία βλ. BVerfGE NJW 1990, 2124,
BGH 3.2.2009 - VIII ZB 114/07, BeckRS 2009, 6496, αριθμ. 6, BGH 13.10.011 ? V
ZB 290/10, NJW 2012, 319 (320), αριθ. 7, BGH 20.6.2017 - VI ZB 51/16, NJOZ
2018, 395 (396), αριθ. 7, BGH 20.1.2004 - VI ZB 76/03, NJW-RR 2004, 536 II 1
cc). Στις περιπτώσεις αυτές τα διπλά έξοδα δεν πρέπει να θεωρούνται αναγκαία
και κατ' επέκταση δεν πρέπει να επιρρίπτονται στον ηττηθέντα αντίδικο. Η
εξαίρεση όμως από τον κανόνα του δικαιώματος για χωριστή εκπροσώπηση λόγω
καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος πρέπει να προβάλλεται κατ' ένσταση από
τον αντίδικο, δεδομένου ότι η ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ παραδεκτώς μπορεί να
προβληθεί κατά αξιώσεως διαδίκου για την επιβολή της δικαστικής δαπάνης σε
βάρος του αντιδίκου του σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 176 και 189 ΚΠολΔ, οι
οποίες είναι ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικού δικαίου.
Εν προκειμένω, η
προσβαλλόμενη απόφαση επιδίκασε υπέρ του αναιρεσείοντος και των λοιπών
συνεναγομένων απλών ομοδίκων του μία δαπάνη, επιμεριζόμενη ισομερώς μεταξύ
αυτών, καίτοι αυτός (αναιρεσείων) είχε παρασταθεί με χωριστό δικηγόρο
υποβληθείς σε δαπάνες αμοιβής αυτού και είχε υποβάλλει αίτημα για την επιδίκαση
αυτοτελούς υπέρ αυτού πλήρους δικαστικής δαπάνης. Κατά τον προαναφερόμενο
κανόνα, το αίτημά του ήταν νόμιμο, ελεγχόμενο μόνο για κατάχρηση δικαιώματος
αλλά κατόπιν προβολής σχετικής ενστάσεως από τον ηττηθέντα αντίδικό του και όχι
αυτεπαγγέλτως. Η δε διάταξη του άρθρου 189 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την οποία δεν
αποδίδονται τα έξοδα που έγιναν από υπερβολική πρόνοια, δεν περιέχει κανόνα
επιβολής μίας και ενιαίας δαπάνης επί απλής ομοδικίας, αλλά αναφέρεται στα
νόμιμα όρια της δικαστικής δαπάνης που κάθε νικών διάδικος (επομένως και ο
απλός ομόδικος) δικαιούται ξεχωριστά. Οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του
Συντάγματος ορίζουν ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας
από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα
δικαιώματα ή τα συμφέροντά του όπως ο νόμος ορίζει, άρθρον 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ
ότι παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως και άρθρον 1
παρ. 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου ότι παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο
δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Από τις άνω διατάξεις σαφώς συνάγεται
ότι αυτές προστατεύουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής
προστασίας και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και
αμερόληπτα. Όμως οι διατάξεις αυτές δεν διασφαλίζουν και το δικαίωμα ασκήσεως
ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Ο εθνικός νομοθέτης κάθε
Κράτους - μέλους δύναται για λόγους που συνδέονται με την ταχύτερη και
αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης να θέσει περιορισμούς στην άσκηση
ενδίκων μέσων για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων και περαιτέρω να αποκλείσει
γενικά συγκεκριμένο λόγο ενδίκου μέσου όταν τέτοιο γενικά επιτρέπεται ν'
ασκηθεί (βλ. ΑΕΔ 48/1982 Ολ. ΑΠ 27/2002). Ενόψει των ανωτέρω η
διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι "δεν επιτρέπεται προσβολή
της απόφασης με ένδικο μέσο (επομένως και με αναίρεση) ως προς τα έξοδα, αν δεν
περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης" δεν θεωρείται ότι αντίκειται στις
διαληφθείσες ανωτέρω διατάξεις (Α.Π. 2193/2013, Α.Π. 1637/2011).
Η αναιρεσείουσα ζητεί με
το δεύτερο λόγο της αιτήσεως την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης διότι
επεδίκασε εις βάρος της αναιρεσίβλητης ως δικαστικά έξοδα για το δεύτερο βαθμό
δικαιοδοσίας ποσό μικρότερο από το θεωρούμενο ως ορθό. Με το λόγο αυτό αναιρέσεως
προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών της
εξόδων χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης ως προς το κεφάλαιο της ουσίας
της υπόθεσης. Εν όψει αυτών ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος
(άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολ.Δ.) και αυτεπαγγέλτως. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει
να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της, να διαταχθεί η εισαγωγή του
κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ. 495 παρ.3 ΚΠολ. Δ.) και να
καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το
σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας, όπως ειδικότερα στο διατακτικό αναφέρεται
(άρθ. 176,183, 189 παρ.1, 191παρ.2 Κπολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από
20.5.2016 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΕ" για αναίρεση
της υπ' αριθμ. 1506/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου ....
Διατάσσει την εισαγωγή του
κατατεθέντος παραβόλου στο οικείο Δημόσιο Ταμείο.
Και.
Καταδικάζει την
αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει σε δύο
χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην
Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ