ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ
454/2019
Προσωπικό
ιδιωτικών κλινικών - Νοσηλευτικό προσωπικό - Νοσοκόμοι - Βιβλιάρια υγείας - Ακυρη απόλυση - Στοιχεία ορισμένου αγωγής -.
Οι εργαζόμενοι σε ιδιωτικές κλινικές, ιατροί και
νοσηλευτικό προσωπικό, πλην των εργαζομένων στα μαγειρεία, εστιατόρια και
λοιπούς βοηθητικούς χώρους υγιεινής, δεν υποχρεούνται να εφοδιασθούν με
βιβλιάρια υγείας. Ακυρότητα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας λόγω έλλειψης
βιβλιαρίου υγείας. Ορισμένο της αγωγής που ερείδεται σε άκυρη καταγγελία της
σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού, με την οποία
διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας αυτής και η επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας
στον μισθωτό, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της αγωγής ότι ο
εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας διότι η αναφορά «σε σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας» στο δικόγραφο της αγωγής έχει την έννοια της έγκυρης
σύμβασης, ενώ η έλλειψη του βιβλιαρίου υγείας [ή της ειδικής άδειας εργασίας]
αποτελεί ένσταση του εναγόμενου εργοδότη περί ακυρότητας της σύμβασης αυτής, η
παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης και
όχι ως αόριστης. Ειδική άδεια άσκησης του επαγγέλματος του νοσοκόμου. Αφορά το
νοσηλευτικό προσωπικό (διπλωματούχους νοσοκόμους) που έχει περατώσει επιτυχώς
μία εκ των προβλεπομένων από την ειδική νομοθεσία σχολών νοσηλευτικής και
υποβληθεί στη συνέχεια σε πρακτική άσκηση, παρέχοντας στη συνέχεια υπηρεσίες
περίθαλψης σε ασθενείς και δεν αφορά εκείνους που, στο πλαίσιο των καθηκόντων
τους, δεν παρείχαν αντίστοιχες υπηρεσίες, ανεξαρτήτως του εάν αυτοί
προσλήφθηκαν ως νοσοκόμοι από τον εργοδότη τους.
Αριθμός
454/2019
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2'
Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα -
Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου
και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε
δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Δεκεμβρίου 2018, με την παρουσία και της
Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των
αναιρεσειόντων: 1)εταιρίας με την επωνυμία "...
Α.Ε." που εδρεύει στην
και εκπροσωπείται νόμιμα
και 2)Ν. Κ. του Ι., κατοίκου
..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από
την πληρεξούσια δικηγόρο τους Δάφνη Αδάμπα, με δήλωση
του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που δεν κατέθεσε
προτάσεις.
Της
αναιρεσίβλητης: Σ. Γ. του Σ., κατοίκου ..., η οποία
δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η
ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/02/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης,
που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
241/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 354/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες
με την από 5/12/2017 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που
εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με
τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 εδάφια α και γ του ΚΠολΔ
ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή
εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ʼρειος
Πάγος εξετάζει
αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα
και εμπρόθεσμα
και σε καταφατική περίπτωση
προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην
προκειμένη περίπτωση από την υπ' αριθ.
83/8
Οκτωβρίου 2018 έκθεση
επίδοσης του δικαστικού επιμελητή
στο Πρωτοδικείο
Καβάλας Π. Τ., την οποία προσκομίζουν
οι αναιρεσείοντες, προκύπτει
ότι ακριβές αντίγραφο της από 5.12.2017 και με αριθ. κατάθεσης 94/27.12.2017
αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του ανωτέρω Β2 τμήματος και
πράξη ορισμού δικασίμου την αναγραφομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο
(11.12.2018) επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με την επιμέλεια αυτών προς την αναιρεσίβλητη και ειδικότερα στον σύνοικο αδελφό της (άρθ.
128 παρ.1 και 3 του ΚΠολΔ). Εφόσον η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από
πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω
δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο,
πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να χωρήσει στη
συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία αυτής.
Με
την από 5.12.2017 και με αριθ. κατάθεσης 94/27.12.2017 αίτηση αναίρεσης
προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των
εργατικών διαφορών με αριθ. 354/30.12.2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου
Θράκης, που εκδόθηκε κατόπιν της από 30 Ιανουαρίου 2014 και με αριθ. κατάθ. 27/12.2.2014 έφεσης των εναγομένων [εκ των οποίων οι
δύο πρώτοι άσκησαν την ένδικη αίτηση αναίρεσης] κατά της με αριθ.
241/27.12.2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η έφεση των εναγομένων
κατά το μέρος που με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου α) αναγνωρίσθηκε
η ακυρότητα της από 28.12.2012 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας
αορίστου χρόνου της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης
ως καταχρηστικής, εκ μέρους της εργοδότριας αυτής πρώτης των εναγομένων και ήδη
πρώτης των αναιρεσειόντων ανώνυμης εταιρείας με την
επωνυμία "... ΑΕ" [η οποία, μετά την άσκηση της ένδικης αίτησης
αναίρεσης, μετατράπηκε από 29.12.2017 σε ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία
"... ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"], β) υποχρεώθηκε η τελευταία ν' αποδέχεται
τις υπηρεσίες της ενάγουσας, κατά τους όρους της μεταξύ των σύμβασης, με την
απειλή χρηματικής ποινής 200 ευρώ και προσωπικής κράτησης 30 ημερών σε βάρος
του νομίμου εκπροσώπου αυτής, δευτέρου των εναγομένων και ήδη δευτέρου των αναιρεσειόντων, για κάθε ημέρα άρνησης αποδοχής των
υπηρεσιών της ενάγουσας και γ) υποχρεώθηκε η ως άνω πρώτη εναγομένη και ήδη
πρώτη αναιρεσείουσα να καταβάλει στην ενάγουσα το
συνολικό ποσό των 1.599,02 ευρώ γι' αποδοχές υπερημερίας των μηνών Αυγούστου
και Σεπτεμβρίου 2013 με το νόμιμο τόκο (μετά από συμψηφισμό της ληφθείσας
αποζημίωσης απόλυσης με τις αποδοχές υπερημερίας προηγουμένων μηνών), κατά
μερική παραδοχή ως κατ' ουσία βάσιμης της από 28.2.2013 και με αριθ. κατάθ. ./13.3.2013 αγωγής της ενάγουσας. Με την
προσβαλλόμενη όμως απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε κατά ένα μέρος
δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία η ως άνω από 30 Ιανουαρίου 2014 και με αριθ. κατάθ. ./12.2.2014 έφεση των εναγομένων κατά το κεφάλαιο
επιδίκασης στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αυτής,
συνεπεία της προσβολής της προσωπικότητάς της ως εκ των συνθηκών που οδήγησαν
στην πιο πάνω καταγγελία και, αφού εξαφανίσθηκε μόνο κατά το κεφάλαιο αυτό η
εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η
αγωγή της ενάγουσας κατά το κεφάλαιο αυτό για μικρότερο ποσό. Η αίτηση
αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564
παρ.1, 566 παρ.3 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς
παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να
ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Με
τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α και 10 εδ. β της με αριθμό Α1β/8557/1983 κανονιστικής απόφασης του
Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β` 526) "Υγειονομικός έλεγχος, γενικοί
όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και
ποτών και ειδικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και
εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών", η οποία εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του
ΑΝ 2520/1940, όπως η διάταξη του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε με την με αριθμό
8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
(ΦΕΚ 665 Β/11.11.1992) και ίσχυε κατά τον χρόνο πρόσληψης της ενάγουσας και ήδη
αναιρεσίβλητης (21.1.2002), ορίσθηκε ότι "όσοι
ασκούν ή επιθυμούν ν' ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε
ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή απασχολούμενοι με
οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, καθαριστήρια, κομμωτήρια,
κουρεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία ή άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού
ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι
με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του πέρασε από
ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη
συμβατό με την απασχόλησή του" (παρ.1 εδ. α) και ότι "οι νομείς καταστημάτων, εργαστηρίων
και εργοστασίων υγειονομικού ενδιαφέροντος ή οι νόμιμοι εκπρόσωποι τούτων
οφείλουν να μην προσλαμβάνουν ή απασχολούν στην επιχείρησή τους άτομα, τα οποία
δεν κατέχουν βιβλιάριο υγείας ή δεν έχουν θεωρήσει αυτό σύμφωνα με την παρ. 6
του παρόντος άρθρου" (παρ. 10 εδ. β). Η ως άνω
με αριθ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ
35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β
1199/11.4.2012) "Πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις
υγειονομικού ενδιαφέροντος", που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση επίσης του ΑΝ
2520/1940, με το οποίο (άρθρο 1) ορίσθηκε στα εδάφια α και β αυτού ότι
"όσοι απασχολούνται ή επιθυμούν να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις
υγειονομικού ενδιαφέροντος ή/και έχουν άμεση ή έμμεση επαφή με τα τρόφιμα
πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας. Στο πιστοποιητικό υγείας
θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν
βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή
του", ενώ με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι τα ατομικά βιβλιάρια υγείας, τα
οποία έχουν ήδη εκδοθεί, ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους. Από τις
προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι οι ιδιωτικές κλινικές, για την ίδρυση
και λειτουργία των οποίων ισχύουν ειδικές ρυθμίσεις (Β.Δ. 451/1962 και Π.Δ.
247/1991), δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υγειονομικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεις
ή καταστήματα κατά την έννοια των προπαρατεθεισών
ρυθμίσεων και συνεπώς οι εργαζόμενοι σε αυτές ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό,
πλην των εργαζομένων στα μαγειρεία, εστιατόρια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους
υγιεινής, δεν υποχρεούνται να εφοδιασθούν με βιβλιάρια υγείας (ΑΠ 1277/2001, ΑΠ
1278/2001). Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει
ότι με βιβλιάρια υγείας (ήδη πιστοποιητικά υγείας) πρέπει να εφοδιάζονται όχι
όλοι όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε
επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά εκείνοι από αυτούς που ασχολούνται
με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη
διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες
προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των
ποτών ή με το χρήστη των υπηρεσιών, αφού τότε μόνο υπάρχει κίνδυνος να
μεταδοθούν στον τελευταίο τα νοσήματα από τα οποία πάσχουν ή τα μικρόβια, οι
ιοί και τα παράσιτα των οποίων είναι φορείς (ΑΠ 167/2018, ΑΠ 1113/2013, ΑΠ
709/2008, ΑΠ 434/2004, ΑΠ 1098/2003, ΑΠ 735/2003, ΑΠ 465/2001, ΑΠ 79/2000).
Επομένως, στο ρυθμιστικό πεδίο των ως άνω ρυθμίσεων δεν περιλαμβάνονται
μισθωτοί οι οποίοι, λόγω της φύσης της εργασίας των, δεν έρχονται σε άμεση
επαφή με τρόφιμα ή/ και ποτά κατά την από αυτούς παροχή των υπηρεσιών σε
τρίτους, όπως είναι (και) το νοσηλευτικό προσωπικό που απασχολείται σε
επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως είναι οι ιδιωτικές κλινικές, εφόσον
δεν απασχολείται σε χώρους παρασκευής γευμάτων (μαγειρεία) ή μαζικής εστίασης ή
βοηθητικούς χώρους υγιεινής των επιχειρήσεων αυτών. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή
δεν μπορεί να συναχθεί από την επικαλουμένη από τους αναιρεσείοντες
διάταξη του άρθρου 16 της με αριθ. Υιγ/ΓΠ/οικ 96967/8.10.2012 απόφασης του
Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ Β 2718/8.10.2012) που ίσχυε κατά τον χρόνο της καταγγελίας
(28.12.2012) [μετέπειτα καταργηθείσα με το άρθ. 19 της Υιγ/ΓΠ/οικ
47829/21.6.2017 απόφασης του Υπουργού Υγείας - ΦΕΚ Β 21611/23.6.2017], που
αφορά ειδικά κατά τα άρθρα 2 και 3 αυτής μόνο τις εκεί αναγραφόμενες
επιχειρήσεις τροφίμων, αφού η εν λόγω διάταξη του άρθρου 16 αναφέρεται σε ποιες
επιχειρήσεις λαμβάνει χώρα υγειονομικός έλεγχος εφαρμογής των όρων και
προϋποθέσεων της απόφασης αυτής, στις οποίες πράγματι διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων
(π.χ. συγκοινωνιακών μέσων, κάθε είδους εργοστασίων, εργαστηρίων, καταστημάτων
των οποίων οι συνθήκες λειτουργίας είναι δυνατό να επιδράσουν δυσμενώς στη
δημόσια υγεία, τεχνικών εγκαταστάσεων ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ) και τις
ιδιωτικές κλινικές και δεν αναφέρεται στους μισθωτούς των επιχειρήσεων αυτών
που πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας (ήδη πιστοποιητικό
υγείας). Επισημαίνεται ότι αντίστοιχη με εκείνη του ως άνω άρθρου 16 ήταν και η
ρύθμιση του άρθρου 2 της με αριθ. Α1β/8557/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας
και Πρόνοιας σχετικά με τους υγειονομικούς ελέγχους, μεταξύ άλλων, μαγειρείων,
εστιατορίων και βοηθητικών χώρων υγιεινής εργοστασίων γενικά, ιδιωτικών
κλινικών, οίκων ευγηρίας και άλλων παρομοίων επιχειρήσεων. Σημειώνεται ότι με
το άρθρο 8 της ως άνω επικαλούμενης με αριθ. Υιγ/ΓΠ/οικ 96967/8.10.2012 απόφασης
του Υπουργού Υγείας ορίσθηκε ρητά ότι πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με
πιστοποιητικό υγείας, σύμφωνα με την ως άνω Υγειονομική διάταξη με αριθ.
Υιγ/ΓΠ/οικ 35797 (ΦΚ 1199/11.4.2012), όπως κάθε φορά ισχύει "όσοι ασκούν ή
επιθυμούν ν' ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών ή να εργαστούν
σε επιχειρήσεις τροφίμων και ποτών". Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη
του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α και 10 εδ.
β της με αριθμό Α1β/8557/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως
αυτή αντικαταστάθηκε κατά τα άνω αρχικά με την με αριθμό 8405/29.10.1992
απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στη
συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ 35797/4.4.2012 απόφασης του
Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε συνδυασμό με τις διατάξεις των
άρθρων 3, 174 και 180 του ΑΚ, συνάγεται ότι η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας (ήδη
πιστοποιητικού υγείας) ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης
εξαρτημένης εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται με την παρασκευή,
προετοιμασία και συσκευασία των τροφίμων και ποτών για τη διάθεσή τους στη
κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή
συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με τον
χρήστη των υπηρεσιών. Η άνω ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, λόγω
έλλειψης του βιβλιαρίου υγείας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο,
επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας αποβλέπει
στην προστασία της δημόσιας υγείας και έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος τελεί
σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του (ΑΠ 349/2004, ΑΠ 904/2004, ΑΠ
205/1999). Για το ορισμένο όμως της αγωγής, που ερείδεται σε άκυρη καταγγελία
της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού, με την οποία
διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας αυτής και η επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας
στον μισθωτό, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της αγωγής ότι ο
εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας (ήδη πιστοποιητικό υγείας) [ή
της ειδικής άδειας εργασίας στις περιπτώσεις που τούτο απαιτείται με βάσει
ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις], διότι η αναφορά "σε σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας" στο δικόγραφο της αγωγής έχει την έννοια της έγκυρης σύμβασης,
ενώ η έλλειψη του βιβλιαρίου υγείας [ή της ειδικής άδειας εργασίας] αποτελεί
ένσταση του εναγόμενου εργοδότη περί ακυρότητας της σύμβασης αυτής, η παραδοχή
της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης και όχι ως
αόριστης (ΑΠ 939/2011, ΑΠ 439/2010, ΑΠ 65/2009, ΑΠ 1098/2003). Κατά τη διάταξη
του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ
αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου,
στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών,
αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς
δικαίου. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης
μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή
των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν
εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή
εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν
εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του
κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια
διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ'
αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο
συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον
παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά
την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων)
των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την
έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του
κανόνα αυτού ελέγχεται από τον ʼρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά
περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν
αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Τέλος λόγος αναίρεσης με τον οποίο
βασίμως πλήττεται κάποιο από τα επάλληλα ερείσματα που στηρίζουν το διατακτικό
της προσβαλλομένης απόφασης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, εφόσον τα λοιπά
ερείσματα αυτής επαρκούν για τη στήριξη του διατακτικού της (σχετ. ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 25/1994, ΑΠ 10/2016, ΑΠ 1652/2010, ΑΠ 406/2010, ΑΠ
318/2009) Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τον αριθμό 1 του άρθρου
559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού
σκέλος, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη
απόφαση την πλημμέλεια ότι με το ν' απορρίψει τον προταθέντα πρωτοδίκως και με
λόγους έφεσης ισχυρισμό αυτών περί ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας
αορίστου χρόνου της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης,
ως νοσοκόμας στην ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης των αναιρεσειόντων στην πόλη της
, για το λόγο ότι αυτή εστερείτο βιβλιαρίου
υγείας, και με το να δεχθεί στη συνέχεια, παρά την επικαλούμενη ακυρότητα της
ως άνω σύμβασης, την αγωγή της ενάγουσας επιδικάζοντας σε αυτήν αποδοχές
υπερημερίας λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και
υποχρεώνοντας την πρώτη αναιρεσείουσα να δέχεται τις
υπηρεσίες της, με το σκεπτικό ότι για την παροχή της εργασίας της ενάγουσας δεν
απαιτείτο ο εφοδιασμός αυτής με βιβλιάριο (ήδη πιστοποιητικό) υγείας, καθότι
δεν επρόκειτο περί επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά περί
επιχείρησης παροχών υπηρεσιών υγείας, και κατά συνέπεια δεν ενέπιπτε στο
ρυθμιστικό πεδίο του ΑΝ 2520/1940 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών με αρ. Αιβ/8577/1983, 8405/1992, Υιγ/ΓΠ/οικ
35797/2012 και Υιγ/ΓΠ/οικ 96967/2012 Υγειονομικών Διατάξεων, παραβίασε τις
ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας
κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου και την υπαγωγή των πραγματικών
περιστατικών σε αυτούς. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθότι η επιχείρηση
ιδιωτικής κλινικής της πρώτης των αναιρεσειόντων δεν
αποτελεί επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος κατά την προδιαληφθείσα
έννοια, ούτε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη
κρίση του με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη παρείχε τις υπηρεσίες της στα μαγειρεία,
εστιατόρια ή βοηθητικούς χώρους υγιεινής της πιο πάνω ιδιωτικής κλινικής.
Μάλιστα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε αντιθέτως ότι η αναιρεσίβλητη
από την πρόσληψη αυτής, ως νοσοκόμας στις 21.1.2002 στην επιχείρηση ιδιωτικής
κλινικής της πρώτης αναιρεσείουσας εταιρείας, και
μετά εργαζόταν πάντα ως υπάλληλος γραφείου, καθόσον, όπως και οι εναγόμενοι
συνομολογούν, η ενάγουσα παρείχε υπηρεσίες που αφορούσαν την υποδοχή των
ασθενών και των συνοδών τους, την τακτοποίησή τους στους θαλάμους νοσηλείας και
την παραπομπή τους στους ιατρούς της κλινικής για την πραγματοποίηση εξετάσεων.
Επομένως, εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι, στο πλαίσιο
παροχής της εργασίας της στην ιδιωτική κλινική της πρώτης αναιρεσείουσας,
η αναιρεσίβλητη ερχόταν σε άμεση επαφή με την
παρασκευή ή διανομή τροφίμων, ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε [αν και με εν μέρει
ελλιπή στη μείζονα σκέψη αυτού αιτιολογία, καθότι δεν αποκλείεται να απαιτείται
κατά νόμο ο εφοδιασμός των εργαζομένων σε επιχειρήσεις παροχών υπηρεσιών
υγείας, όπως οι ιδιωτικές κλινικές, με βιβλιάριο υγείας, γεγονός που εξαρτάται
από τη φύση της εργασίας τους]. Επομένως ο περί του αντιθέτου πρώτος από τον
αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης
κατά το πρώτο αυτού σκέλος πρέπει ν' απορριφθεί. Ο ίδιος από τον αριθμό 1 και
14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης
κατά το δεύτερο αυτού σκέλος αντίστοιχα, με τον οποίο προσάπτεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά το
νόμο, έκρινε αφενός μεν ότι ο εφοδιασμός της αναιρεσίβλητης
με βιβλιάριο υγείας δεν ερευνάται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας,
αφού η τελευταία δεν παρείχε την εργασία της σε επιχείρηση υγειονομικού
ενδιαφέροντος, αλλά μόνο κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού του εργοδότη,
αφετέρου δε ότι ορθώς δεν ερευνήθηκε τούτο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι
οι εναγόμενοι δεν είχαν προτείνει πρωτοδίκως παραδεκτώς
σχετικό ισχυρισμό, πρέπει ν' απορριφθεί ως αλυσιτελής. Και τούτο διότι οι
λοιπές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, βάσει των οποίων κρίθηκε ορθώς
ότι για την παροχή της ως άνω περιγραφείσας εργασίας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης δεν ήταν κατά νόμο αναγκαίος ο εφοδιασμός
αυτής με βιβλιάριο υγείας (ήδη πιστοποιητικό υγείας), στηρίζει επαρκώς το
διατακτικό αυτής.
Με
τη διάταξη του άρθρου 1 εδ. α του Ν. Δ/τος 683/1948
"Περί διπλωματούχων Αδελφών Νοσοκόμων και Επισκεπτών" (ΦΕΚ Α 124)
ορίζεται ότι "Δια την άσκησιν του επαγγέλματος
και την χρησιμοποίησιν του τίτλου της διπλωματούχου
αδελφής Νοσοκόμου ή διπλωματούχου επισκεπτρίας
Αδελφής και την απόκτησιν των δια του παρόντος Νόμου
παρεχομένων δικαιωμάτων, απαιτείται πτυχίον μίας εκ
των εν τω Κράτει λειτουργουσών και ανεγνωρισμένων
Σχολών ή των εν τη αλλοδαπή ισοτίμων τοιούτων, κυρούμενον
υπό του Υπουργού Υγιεινής, ως και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, χορηγουμένη κατά
τας διατάξεις του παρόντος νόμου", με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του
ιδίου νόμου ορίζεται ότι "Την κατά το προηγούμενον άρθρον άδεια χορηγεί ο
Υπουργός Υγιεινής δια πράξεως αυτού δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως ..." και με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου Νόμου
ορίζεται ότι "Αι αδελφαί νοσοκόμοι και επισκέπτριαι αδελφαί οφείλουσι να περιορίζονται κατά την εξάσκησιν
του επαγγέλματος αυτών εις την εφαρμογήν των
θεραπευτικών μέσων και την παροχήν των βοηθειών, ως
ταύτα εδιδάχθησαν εν ταις οικείαις
σχολαίς. Οφείλουσι να τηρώσι απόλυτον εχεμύθειαν δια
παν ό,τι είδον, ήκουσαν, έμαθον ή αγνόησαν εν τη ασκήσει του επαγγέλματος αυτών, και
το οποίον αποτελεί απόρρητον του αρρώστου ή των οικείων αυτού, εξαιρέσει των
περιπτώσεων καθ' ας ειδικαί διατάξεις νόμων υποχρεώνουσι εις την αποκάλυψιν
του απορρήτου τούτου". Με την διάταξη του άρθρου 4 του ιδίου νόμου
ρυθμίσθηκαν τα της εκπαίδευσης των αδελφών νοσοκόμων σε ειδικές ανώτερες και
κατώτερες κρατικές σχολές, ενώ με την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 αυτού
διαβαθμίσθηκαν μισθολογικά οι ήδη υπηρετούσες νοσοκόμοι σε δημόσια ή ιδιωτικά
νοσηλευτικά ιδρύματα ή υγειονομικές υπηρεσίες, αναλόγως του βαθμού των
(Διευθύνουσα αδελφή, Βοηθός διευθύνουσας αδελφής, προϊσταμένη αδελφή α' τάξεως,
προϊσταμένη αδελφή β' τάξεως, αδελφή νοσοκόμος α' τάξεως, αδελφή νοσοκόμος β'
τάξεως και νοσοκόμος μονοετούς φοίτησης) με αντίστοιχους βαθμούς του τότε
ισχύοντος μισθολογίου των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων. Συνακόλουθα με την
τελευταία αυτή διάταξη δεν αναγνωρίσθηκε ειδικότητα "νοσοκόμου γραφέως", ως αβασίμως
επικαλούνται στον οικείο αναιρετικό λόγο οι αναιρεσείοντες,
αλλά εξομοιώθηκε μισθολογικά η νοσοκόμος μονοετούς φοίτησης με τον τότε βαθμό
του γραφέα β' τάξεως υπαλλήλου του ελληνικού δημοσίου. Περαιτέρω με την διάταξη
του άρθρου 20 του Π.Δ/τος 40/1986 (ΦΕΚ Α 14), του οποίου σκοπός κατά το άρθρο 1
αυτού ήταν η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης
παροχής υπηρεσιών από νοσοκόμους υπεύθυνους για γενική περίθαλψη, υπηκόους των
Κρατών - μελών, σε συμμόρφωση προς τις με αριθ. 77/452, 77/453 και 81/1057
Οδηγίες της (τότε) ΕΟΚ, ορίσθηκε ότι για την άσκηση του επαγγέλματος Νοσοκόμου
υπευθύνου για τη γενική περίθαλψη και τη χρησιμοποίηση του τίτλου του
διπλωματούχου Νοσοκόμου, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα από τις διατάξεις του Ν.Δ.
683/1948 απαιτείται σωρευτικά α) δίπλωμα ή πτυχίο των αναφερομένων στην παρ. 1
του άρθρου 5 του παρόντος νόμου Σχολών ή Ιδρυμάτων β) πιστοποιητικό πρακτικής
ασκήσεως του επαγγέλματος του Νοσοκόμου, χορηγούμενο από το Υπουργείο Υγείας,
Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (παρ. 1) και ότι η άδεια ασκήσεως χορηγείται
από την αρμοδία υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (παρ. 2). Με το άρθρο 2
του Π.Δ/τος 266/2003 (ΦΕΚ Α 239), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τις
μεταγενέστερες με αριθ. 89/594, 89/595 και 2001/19 Οδηγίες της (τότε) ΕΟΚ οι
δύο πρώτες και της (τότε) Ευρωπαϊκής Κοινότητας η τελευταία, ο όρος του τίτλου
του Π.Δ/τος 40/1986 και των επί μέρους διατάξεων αυτού "νοσοκόμου
υπευθύνου για τη γενική περίθαλψη" αντικαταστάθηκε με τον όρο "νοσηλευτού υπευθύνου για γενικές φροντίδες". Από τον
συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από αυτές ειδική
άδεια άσκησης του επαγγέλματος του νοσοκόμου αφορά το νοσηλευτικό προσωπικό
(διπλωματούχους νοσοκόμους) που έχει περατώσει επιτυχώς μία εκ των
προβλεπομένων από την ειδική νομοθεσία σχολών νοσηλευτικής και υποβληθεί στη
συνέχεια σε πρακτική άσκηση, παρέχοντας στη συνέχεια υπηρεσίες περίθαλψης σε
ασθενείς και δεν αφορά εκείνους που, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, δεν
παρείχαν αντίστοιχες υπηρεσίες, ανεξαρτήτως του εάν αυτοί προσλήφθηκαν ως
νοσοκόμοι από τον εργοδότη τους.
Στην
προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την
πλημμέλεια ότι με το ν' απορρίψει τον προταθέντα πρωτοδίκως και με λόγους
έφεσης ισχυρισμό αυτών περί ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας
αορίστου χρόνου της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης,
ως νοσοκόμας στην ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης των αναιρεσειόντων στην πόλη της
, για το λόγο ότι αυτή εστερείτο αδείας εργασίας ως νοσοκόμου, και με το να
δεχθεί στη συνέχεια, παρά την επικαλούμενη ακυρότητα της ως άνω σύμβασης, την
αγωγή της ενάγουσας επιδικάζοντας σε αυτήν αποδοχές υπερημερίας λόγω ακυρότητας
της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και υποχρεώνοντας την πρώτη αναιρεσείουσα να δέχεται τις υπηρεσίες της, με το σκεπτικό
ότι δεν απαιτείτο ο εφοδιασμός της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης
με άδεια εργασίας ως εκ του περιεχομένου της εργασίας της, καθότι από την
πρόσληψη αυτής ως νοσοκόμας στις 21.1.2002 στην επιχείρηση ιδιωτικής κλινικής
της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης αναιρεσείουσας
εταιρείας, αυτή εργαζόταν πάντα ως υπάλληλος γραφείου, εφόσον, όπως και οι
εναγόμενοι συνομολογούν, η ενάγουσα παρείχε υπηρεσίες που αφορούσαν την υποδοχή
των ασθενών και των συνοδών τους, την τακτοποίησή τους στους θαλάμους νοσηλείας
και την παραπομπή τους στους ιατρούς της κλινικής για την πραγματοποίηση εξετάσεων,
παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 15 του
Ν.Δ/τος 683/1948 και 20 του Π.Δ/τος 40/1986, ως και τα διδάγματα της κοινής
πείρας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Ο λόγος αυτός πρέπει
ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι
η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ήταν διπλωματούχος
νοσηλεύτρια, ούτε ότι στο πλαίσιο των καθηκόντων της απασχολείτο με την παροχή
υπηρεσιών περίθαλψης των νοσηλευομένων ασθενών στην κλινική της πρώτης αναιρεσείουσας, με συνέπεια ως εκ του είδους της
παρεχομένης από αυτήν κατά τα άνω εργασίας να μην απαιτείται κατά νόμο ο
εφοδιασμός αυτής με την ειδική άδεια εργασίας.
Κατά
τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ
αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του
πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως
"πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή
ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή
δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο
και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης
ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996).
Αντιθέτως δεν θεωρούνται "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια οι
αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που
συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία
συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή
αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την
έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ
3/1997, ΑΠ 76/2016, ΑΠ 139/2014, 1720/2013, 232/2009). Εξ άλλου, όπως ήδη
προαναφέρθηκε, για το ορισμένο της αγωγής που ερείδεται σε άκυρη καταγγελία της
σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού, με την οποία
διώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας αυτής και η επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας
στον μισθωτό, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της αγωγής ότι ο
εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με την ειδική άδεια εργασίας στις περιπτώσεις που
τούτο απαιτείται με βάση διατάξεις της ειδικής νομοθεσίας και κατά συνέπεια το
στοιχείο αυτό δεν συνιστά θεμελιωτικό στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής.
Στην περίπτωση δε προβολής κατά την συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη ισχυρισμού περί ακυρότητας της
σύμβασης εξαρτημένης εργασίας λόγω έλλειψης της άδειας εργασίας του ενάγοντος
μισθωτού στις περιπτώσεις που το απαιτεί ο νόμος, ο μισθωτός, αποκρούοντας την
ένσταση αυτή και μαχόμενος υπέρ της εγκυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης
εργασίας αυτού, μπορεί το πρώτον και μετά τη συζήτηση με την προσθήκη στις
προτάσεις του είτε να αρνηθεί την υποχρέωσή του αυτή, προσδιορίζοντας
ειδικότερα τους όρους και τις συνθήκες της εργασίας του, στο πλαίσιο της μεταξύ
των μερών σύμβασης εργασίας, για τις οποίες δεν απαιτείτο ο εφοδιασμός του με
ειδική άδεια εργασίας, καθότι η επίκληση του σχετικού ισχυρισμού γίνεται προς
απόκρουση του αυτοτελούς περί ακυρότητας της σύμβασης εργασίας ισχυρισμού
(ένστασης) του αντιδίκου του εργοδότη, προταθέντος κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με
τα άρθρα 238, 270 και 591 παρ.1, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το
Ν. 4335/2015, είτε να επικαλεσθεί με την προσθήκη στις προτάσεις του και
προσκομίσει μετά τη συζήτηση την κατά νόμο απαιτούμενη άδεια εργασίας ( σχετ. ΑΠ 439/2010). Με τον δεύτερο από τον αριθμό 8 του
άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο
αυτού σκέλος, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην
προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που
δεν προτάθηκαν και συγκεκριμένα δέχθηκε ανύπαρκτη βάση αγωγής, καθότι, ενώ στην
οικείο αγωγικό δικόγραφο η ενάγουσα ιστορούσε ότι
προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί ως
"νοσοκόμα" από την πρώτη των εναγομένων, που διατηρεί ιδιωτική
κλινική στην πόλη της
και ότι μέχρι τις
28.12.2012, οπότε
η τελευταία
κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση,
προσέφερε ανελλιπώς,
ευσυνειδήτως και προσηκόντως την εργασία της ως "νοσοκόμα", η προσβαλλόμενη απόφαση
δέχθηκε ότι ναι μεν η ενάγουσα
και ήδη αναιρεσίβλητη προσελήφθη στην επιχείρηση ιδιωτικής
κλινικής της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης αναιρεσείουσας
εταιρείας με την ειδικότητα της νοσοκόμας στις 21.1.2002, πλην όμως αυτή από
την πρόσληψή της και μετά εργαζόταν πάντα ως υπάλληλος γραφείου, καθόσον, όπως
και οι εναγόμενοι συνομολογούν, η ενάγουσα παρείχε υπηρεσίες που αφορούσαν την
υποδοχή των ασθενών και των συνοδών τους, την τακτοποίησή τους στους θαλάμους
νοσηλείας και την παραπομπή τους στους ιατρούς της κλινικής για την
πραγματοποίηση εξετάσεων. Κατά συνέπεια δέχθηκε "πράγματα", δηλαδή
ισχυρισμούς θεμελιωτικούς της ιστορικής βάσης της αγωγής, που δεν είχαν
προταθεί, υποπίπτοντας έτσι στην από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.
Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις προτάσεις της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας,
τις οποίες επισκοπεί ο ʼρειος Πάγος
κατά την έρευνα της βασιμότητας του σχετικού αναιρετικού
λόγου (άρθ.
561 παρ. 2
του ΚΠολΔ), η τελευταία προς
απόκρουση κατ' ουσία του ισχυρισμού των εναγομένων περί ακυρότητας της σύμβασης
εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτής λόγω έλλειψης βιβλιαρίου υγείας και
άδειας εργασίας, που προβλήθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής και καταχωρήθηκε
στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης [και μάλιστα ως ισχυρισμός αοριστίας της
αγωγής] διέλαβε παραδεκτώς με την προσθήκη στις
προτάσεις της μετά τη συζήτηση (βλ. σελ. 9 αυτής) ότι, παρότι προσλήφθηκε για
τις ανάγκες της κλινικής ως πρακτική νοσοκόμα, όπως αυτό συνέβη και με άλλους
εργαζομένους εκεί, που επίσης εργάζονται σε άλλες θέσεις, εν τούτοις εργάσθηκε
πάντα και καθ' όλη τη διάρκεια της εργασίας της ως υπάλληλος γραφείου, όπως
συνομολόγησαν και οι αντίδικοι, οπότε δεν υποχρεωνόταν σε έκδοση βιβλιαρίου
υγείας, ούτε σε άδεια εργασίας ως πρακτική νοσοκόμος, καθότι η άδεια εργασίας
αφορά νοσηλευτικό προσωπικό, ενώ η ίδια εργαζόταν ως γραμματειακή υποστήριξη
από την πρόσληψη έως την απόλυσή της. Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με
τις ως άνω παραδοχές του δεν έλαβε υπόψη του "πράγματα" που δεν είχαν
προταθεί ως θεμελιωτικά στοιχεία της ένδικης αγωγής, αφού αντιθέτως δέχθηκε ότι
η ενάγουσα προσελήφθη ως νοσοκόμα (όπως διαλαμβάνεται στην αγωγή), πλην όμως,
απασχολήθηκε ως υπάλληλος γραφείου, ασκώντας τα καθήκοντα που διαλαμβάνονται
στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεχόμενο, ως βάσιμο κατ' ουσία, τον παραδεκτώς με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις της
προταθέντα ισχυρισμό αυτής περί του είδους της παρασχεθείσας εργασίας της, στο
πλαίσιο της μεταξύ των μερών σύμβασης εργασίας, που συνιστά αιτιολογημένη
άρνηση (και όχι αντένσταση που επιγράφεται στην ως άνω προσθήκη) του κατά τη
συζήτηση της αγωγής προταθέντος από τους εναγομένους ισχυρισμού περί ακυρότητας
της σύμβασης εργασίας, λόγω έλλειψης αδείας εργασίας στο πρόσωπο της ενάγουσας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ
αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει
καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που
ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία
αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ.
α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι
ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από
αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού
συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη
αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που
απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου
για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της
"ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους
"αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Το
κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον
εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει
να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα
και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Επομένως δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 19
του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, όταν με βάση
τα διαλαμβανόμενα σε αυτόν η αντίφαση επικεντρώνεται μεταξύ του περιεχομένου
του αγωγικού δικογράφου, όπως αυτό εκτιμήθηκε από το
δικαστήριο της ουσίας, και των πραγματικών παραδοχών που δέχθηκε στην ελάσσονα
πρόταση του δικανικού του συλλογισμού με βάση τα όσα προέκυψαν από την
αποδεικτική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο και τελευταίο
από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο
αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην
προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, ενώ στη σελ. 10 αυτής δέχθηκε [κατά
την εκτίμηση του περιεχομένου της ένδικης αγωγής] ότι η σύμβαση εργασίας της
ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης είχε ως αντικείμενο
την παροχή των υπηρεσιών της ως νοσοκόμας στην ιδιωτική κλινική που διατηρεί η
πρώτη των εναγομένων στην πόλη της
,
στη συνέχεια
στη σελ.
24 αυτής δέχθηκε αντιφατικά
ότι στις
21.1.2002 η πρώτη εναγομένη
και ήδη πρώτη αναιρεσείουσα προσέλαβε
την ενάγουσα
και ήδη αναιρεσίβλητη με σύμβαση εργασίας
αορίστου χρόνου
με την ειδικότητα της
νοσοκόμας, πλην όμως η τελευταία από την πρόσληψή της και μετά εργαζόταν πάντα
ως υπάλληλος γραφείου, καθόσον, όπως και οι εναγόμενοι συνομολογούν, η ενάγουσα
παρείχε υπηρεσίες που αφορούσαν την υποδοχή των ασθενών και των συνοδών τους,
την τακτοποίησή τους στους θαλάμους νοσηλείας και την παραπομπή τους στους
ιατρούς της κλινικής για την πραγματοποίηση εξετάσεων, με συνέπεια να μην
προκύπτει με σαφήνεια ποίο ήταν το είδος της απασχόλησης της αναιρεσίβλητης και συνακόλουθα η προσβαλλόμενη απόφαση να
στερείται νομίμου βάσης σχετικά με το εάν συνέτρεχε ή όχι περίπτωση εφοδιασμού
αυτής με άδεια εργασίας κατά το Ν.Δ. 683/1948 και Π.Δ. 40/1986 για την
εγκυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτής. Ο λόγος αυτός είναι
αβάσιμος, καθόσον δεν ιδρύει τον εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο η επικαλουμένη αντίφαση μεταξύ της
εκτίμησης του περιεχομένου της αγωγής, όπως αυτή διαλαμβάνεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση και των επί της ουσίας παραδοχών της, που προέκυψαν από
τις αποδείξεις. Σημειώνεται μάλιστα ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη
απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η αναφορά στη σελ. 10 αυτής στο
περιεχόμενο της ένδικης αγωγής έλαβε χώρα σε συνάρτηση με το ότι η επιχείρηση
της πρώτης εναγομένης, όπου παρείχε την εργασία της η ενάγουσα, φέρει τον
χαρακτήρα επιχείρησης παροχής υπηρεσιών υγείας και όχι επιχείρησης υγειονομικού
ενδιαφέροντος και συνεπώς εκφεύγει του ρυθμιστικού
πεδίου του ΑΝ 2520/1940 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών
Υγειονομικών Διατάξεων.
Συνεπώς
η αναφορά αυτή δεν αφορά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς το
είδος της παρεχομένης εργασίας της αναιρεσίβλητης
στην επιχείρηση ιδιωτικής κλινικής της πρώτης αναιρεσείουσας
εταιρείας, που θα ήσαν δεκτικές προσβολής για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Μη
υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση. Ζήτημα
επιβολής δικαστικών εξόδων δεν γεννάται στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η αναιρεσίβλητη που νίκησε δεν υποβλήθηκε σε έξοδα, λόγω της
ερημοδικίας της στην αναιρετική δίκη.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
την από 5.12.2017 με αριθ. κατάθ. ./27.12.2017 αίτηση
αναίρεσης της υπ' αριθ. 354/30.12.2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ,
αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ
σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Απριλίου 2019.
Η
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ