ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ
364/2019
Αδικοπραξία
- Προστηθέντες τράπεζας - Αναγκαστική εκτέλεση παρά
την εξόφληση της οφειλής - Αποζημίωση για ακύρωση αναγκαστικής εκτέλεσης -
Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.
Η ευθύνη του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου,
όπως η ανώνυμη τραπεζική εταιρία, για αποζημίωση προϋποθέτει παράνομη και
υπαίτια πράξη ή παράλειψη των νόμιμων εκπροσώπων ή των προστηθέντων
του, δηλαδή αδικοπραξία που συντελείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που
τους έχουν ανατεθεί. Επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από τράπεζα με βάση
διαταγή πληρωμής παρά την εξόφληση της σχετικής οφειλής. Αποδείχθηκε ότι η
απόσβεση ενοχής εξ εγγυήσεως είχε λάβει χώρα σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως
της επίμαχης διαταγής πληρωμής. Αδικοπραξία των διοικούντων την εναγόμενη
τράπεζα οργάνων. Απάτη του δικαστή κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής,
παράβαση του καθήκοντος αλήθειας και άδικη αναγκαστική εκτέλεση. Επιδίκαση
ποσών αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη της
ενάγουσας.
Αριθμός
364/2019
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2'
Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ
από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα,
Γεώργιο Αποστολάκη - Εισηγητή, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κυριάκο Οικονόμου,
Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ
σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2018, με την
παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
Της
εκκαλούσας - καλούσας: Β. Κ. Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βρέλλο, με δήλωση του
άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των
εφεσιβλήτων - καθών η
κλήση: 1) εδρεύουσας στην
. ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
"... Α.Ε.", η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ι. Ρ. του Μ., κατοίκου
..., 3) Δ. Κ. του Ε., κατοίκου ..., 4) Α. Μ. του Α., κατοίκου ..., 5) Γ. Φ. του
Ι., κατοίκου ... και 6) Ν. Ζ. του Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Τσαντίνη.
Η
ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-5-1997 αγωγή της αρχικής διαδίκου Ε.
συζύγου Κ. Β., το γένος Κ. Π., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 560/1997 εν μέρει οριστική, 478/2001 οριστική του ίδιου
Δικαστηρίου και 971/2005 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Κατά της απόφασης αυτής
ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 965/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία
αναίρεσε την 971/2005 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης και παρέπεμψε την υπόθεση
για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτείτο από άλλους
δικαστές.
Στη
συνέχεια εκδόθηκε η 15/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, την
αναίρεση της οποίας ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από
21-7-2016 αίτησή της και εκδόθηκε η 1480/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία
αναίρεσε την υπ' αριθ. 15/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας και διακράτησε την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιόν του, σε δικάσιμο που θα οριστεί με κλήση του
επιμελέστερου από τους διαδίκους. Η υπόθεση επαναφέρεται για νέα συζήτηση με
την από 9-11-2017 κλήση της εκκαλούσας - καλούσας. Κατά τη συζήτηση της αίτησης
αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως
σημειώνεται πιο πάνω, ορίστηκε δε Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αποστολάκης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αρχική
ενάγουσα Ε. Β. με την από 12 Μαΐου 1997 αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου κατά των καθών η
κλήση, ζήτησε (μετά από τροπή του καταψηφιστικού
αιτήματος σε αναγνωριστικό) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι
να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ως
αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας 13.608.000 δρχ για την
αποκατάσταση της θετικής της ζημίας και 100.000.000 δρχ. ως χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου με την υπ' αριθ. 560/1997 (εν μέρει οριστική και
εν μέρει μη οριστική) απόφασή του, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο μέρος των αγωγικών αιτημάτων, τα οποία δεν μεταβιβάσθηκαν στο δεύτερο
βαθμό, διέταξε κατά τα λοιπά αποδείξεις και εν τέλει με την υπ' αριθ. 478/2001
οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της
αποφάσεως αυτής η ενάγουσα άσκησε έφεση (και πρόσθετους λόγους), το δε Εφετείο
Λάρισας με την υπ' αριθ. 971/2005 απόφασή του έκανε μεν τυπικά δεκτή την έφεση,
αλλά την απέρριψε από ουσιαστική άποψη. Κατά της αποφάσεως αυτής η
εκκαλούσα-ενάγουσα άσκησε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή με την υπ' αριθ.
965/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου. Το Εφετείο Λάρισας, δικάζοντας εκ νέου τη
υπόθεση, απέρριψε και πάλι από ουσιαστική άποψη την έφεση και τους
συμπληρωματικούς πρόσθετους λόγους που η ενάγουσα παραδεκτά κατέθεσε. Κατά της
αποφάσεως αυτής η καλούσα, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της ενάγουσας
που εν τω μεταξύ απεβίωσε, άσκησε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή με την υπ'
αριθ. 1480/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου και έτσι αναιρέθηκε εκ νέου η
τελευταία απόφαση του Εφετείου (ως δικαστηρίου της παραπομπής). Περαιτέρω, ο
’ρειος Πάγος εφαρμόζοντας το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ διακράτησε την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιόν του σε άλλη δικάσιμο που θα οριστεί με κλήση του
επιμελέστερου διαδίκου.
Συνεπώς,
η καλούσα, που συνεχίζει τη δίκη στη θέση της αρχικής ενάγουσας και εκκαλούσας,
νόμιμα με την από 9.11.2017 κλήση της επισπεύδει την περαιτέρω συζήτηση της ανωτέρω
υποθέσεως.
Η
υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ' αριθ. 478/2001 αποφάσεως
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία
αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού
δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ).
Επίσης, η ενάγουσα άσκησε με αυτοτελή δικόγραφα τους από 5.12.2002 και από
31.1.2014 πρόσθετους λόγους έφεσης, αντίγραφα των οποίων επιδόθηκαν στους
εφεσίβλητους εμπρόθεσμα. Επομένως, έφεση και πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν
παραδεκτά και πρέπει, αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή
τους λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, να ακολουθήσει η έρευνα του παραδεκτού
και βασίμου των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία.
Κατά
τη διάταξη άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει
υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των
άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της
ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή
παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα,
που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης
συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας.
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας
κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία
του. Η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης,
η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα
να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε
σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις
προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που
του είχε ανατεθεί ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία
υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που
ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ' ευκαιρία ή εξ
αφορμής της υπηρεσίας, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ' αυτόν
υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό
να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία
υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Εξάλλου, από τη
διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 α' ΚΠολΔ προκύπτει ότι,
για να είναι ορισμένη η ιστορική βάση της αγωγής, πρέπει να εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια τα στοιχεία, που πληρούν το
πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, επί αγωγής
αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, στρεφόμενης τόσο κατά του προστήσαντος,
όσο και κατά των προστηθέντων υπαλλήλων του, για την
ίδρυση της αντικειμενικής ευθύνης του προστηθέντος
δεν αρκεί για την πληρότητα της αγωγής μόνη η αναφορά της σχέσης προστήσεως, αλλά απαιτείται και η επίκληση της (υπαίτιας)
ζημιογόνας συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης), που καθένας από τους
περισσότερους προστηθέντες από κοινού ή διαδοχικά
ενήργησε, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί αν τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια
με τη ζημία του ενάγοντος, καθώς και αν η συμπεριφορά αυτή ενεργήθηκε στα
πλαίσια της υπηρεσίας που τους ανατέθηκε από τον προστήσαντα
εργοδότη τους.
Εν
προκειμένω, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθούν οι
εναγόμενοι (Τράπεζα και προστηθέντες απ' αυτήν
υπάλληλοι) να της πληρώσουν εις ολόκληρον ο καθένας
αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που της προκάλεσαν από
την εξιστορούμενη σε βάρος της αδικοπραξία. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η πρώτη
εναγομένη (Τράπεζα), ενεργώντας δια των συνεναγομένων
υπαλλήλων της (δευτέρου έως έκτου εναγομένων), ζήτησε και πέτυχε (εξαπατώντας
το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου από τον οποίο απέκρυψε την αλήθεια) να
εκδοθεί εναντίον της διαταγή πληρωμής και στη συνέχεια επίσπευσε σε βάρος της
περιουσίας της αναγκαστική εκτέλεση "με αποκλειστικό σκοπό την επ' ωφελεία
της παρά το νόμο υπαίτια βλάβη της περιουσίας της", μολονότι γνώριζε ότι
το χρέος, για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και για την ικανοποίηση του
οποίου ακολούθησε η αναγκαστική εκτέλεση, είχε ολοσχερώς εξοφληθεί ήδη προ της
αιτήσεως και εκδόσεως της διαταγής, πράγμα το οποίο τελικά αναγνωρίστηκε με
αμετάκλητη δικαστική απόφαση κατόπιν ασκήσεως σχετικής αναγνωριστικής αγωγής εκ
μέρους της. Ωστόσο, αν και επικαλείται ότι οι δεύτερος έως και έκτος εναγόμενοι
ήσαν υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης Τράπεζας τελούντες μαζί της σε σχέση προστήσεως, παραλείπει να προσδιορίσει, όπως κατά τα
προαναφερόμενα όφειλε για το ορισμένο της αγωγής (άρθρο 216 ΚΠολΔ),
ποία ακριβώς υπήρξε η (υπαίτια) ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), που
καθένας απ' αυτούς από κοινού ή διαδοχικά ενήργησε, ώστε να είναι δυνατό να
κριθεί αν τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την προβαλλόμενη ζημία της
ενάγουσας, καθώς και αν η συμπεριφορά αυτή ενεργήθηκε στα πλαίσια της υπηρεσίας
που τους ανατέθηκε από τον προστήσαντα εργοδότη τους,
δηλαδή την πρώτη εναγομένη Τράπεζα. Έτσι δεν μπορεί να κριθεί αν οι εν λόγω εναγόμενοι
υπήρξαν οι φυσικοί αυτουργοί και όργανα απόφασης και εκτέλεσης της εις βάρος
της αδικοπραξίας. Περιορίζεται (η ενάγουσα) μόνον στην αναφορά των θέσεων
υπαλληλικής ευθύνης που ο καθένας κατείχε στο τοπικό υποκατάστημα της πρώτης
εναγομένης στο
, οι οποίες πάντως δεν καθιστούν αυτούς νόμιμους εκπροσώπους
του νομικού προσώπου της Τράπεζας, ώστε να είναι εφαρμοστέα η διάταξη του
άρθρου 71 ΑΚ. Η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και ως
προς αυτούς, αλλά στο τέλος την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την
αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη αδικοπραξία. Επομένως, αφού το
Εφετείο (όπως εν προκειμένω λειτουργεί ο ’ρειος Πάγος) έχει την εξουσία λόγω
του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ)
να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου, το ορισμένο
της αγωγής, μπορεί να την απορρίψει ως αόριστη, έστω και αν ο ενάγων εκκαλεί
και παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψή της. Η απόφαση αυτή είναι
επωφελέστερη για τον εκκαλούντα ενάγοντα εν σχέσει με
την εκκαλούμενη και οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον
άλλο λόγο διαφορετικές. Στην περίπτωση αυτή δεν αντικαθίστανται οι αιτιολογίες,
αλλά εξαφανίζεται η εκκαλούμενη σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ και απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη (ΑΠ 1216/1997).
Πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτή η έφεση ως προς τους δεύτερο έως έκτο εναγομένους.
Ακολούθως, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη ως προς αυτούς, ο ’ρειος Πάγος πρέπει
να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει κατ' ουσίαν
(άρθρο 537 παρ. 1 ΚΠολΔ) απορρίπτοντας την αγωγή ως
αόριστη. Τα δικαστικά έξοδα των δευτέρου έως και έκτου των
εναγομένων-εφεσίβλητων για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν την
ενάγουσα-εκκαλούσα και ήδη την καλούσα κληρονόμο της, επειδή ηττάται (άρθρα 176,
183 ΚΠολΔ).- Όπως από το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ
προκύπτει, θεωρείται τετελεσμένη η απάτη επί δικαστηρίου, όταν -δια της εν
γνώσει υποβολής ψευδών ισχυρισμών, επικλήσεως και προσκομίσεως πλαστών ή
ανακριβών αποδεικτικών στοιχείων- εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική
απόφαση και γίνονται δεκτά τα προβαλλόμενα και συνιστώντα
το περιεχόμενο του ισχυρισμού του δράστη της απάτης σε βάρος του αντιδίκου του,
εφόσον πείσθηκε το δικαστήριο για την αλήθεια αυτή των ισχυρισμών με ψευδή
αποδεικτικά στοιχεία και με την εκδοθείσα οριστική απόφαση επήλθε βλάβη στον
διάδικο, που είναι αντίδικος του δράστη. Η πράξη της απάτης στο δικαστήριο
είναι δυνατό να τελεσθεί και με την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με
βάση πλαστά ή (γνήσια μεν αλλά) ψευδή κατά περιεχόμενο αξιόγραφα ή άλλα
ιδιωτικά έγγραφα, που περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση ή μαρτυρία αυτών, που το
υπογράφουν, για ενσωματούμενη σε τέτοια έγγραφα
χρηματική απαίτηση, όπως είναι η πράξη εγγύησης για την καταβολή οφειλής
δανείου τρίτου προς Τράπεζα, από την οποία ο εγγυητής είχε ελευθερωθεί λόγω
καταβολής, αλλά ο δικαστής, που επιλήφθηκε της αιτήσεως, παραπλανήθηκε από τα
προσκομισθέντα από την αιτούσα Τράπεζα έγγραφα και εξέδωσε, βλαπτική για τα
συμφέροντα του καθού η αίτηση, διαταγή πληρωμής, εξ
αιτίας της οποίας επέρχεται βλάβη στην περιουσία του ή και απειλή κατά της
περιουσίας, όταν αυτή δημιουργεί χειροτέρευση της παρούσας περιουσιακής
καταστάσεως του αντιδίκου του δράστη, δεδομένου ότι αποτελεί κατά τα άρθρα 631
και 904 ΚΠολΔ τίτλο εκτελεστό (ΑΠ 626/2010, ΑΠ
1626/2008). Επομένως, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση κατά τα
άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ αποτελεί και η απάτη ενώπιον του δικαστηρίου δια της
επικλήσεως και χρήσεως, εν γνώσει, νοθευμένων ή ανακριβών κατά περιεχόμενο
αποδεικτικών εγγράφων, εξ αιτίας της οποίας το δικαστήριο παραπλανήθηκε και
εξέδωσε απόφαση υπέρ του δράστη της απάτης και σε βάρος της περιουσίας τρίτου
προσώπου, το οποίο και ζημιώνεται (ΑΠ 991/2010). Πέραν τούτων, σύμφωνα με το
άρθρο 116 ΚΠολΔ, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι
και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και
της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση
της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση,
έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια,
αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Η διάταξη αυτή, που αποσκοπεί
στον περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων, επιβάλλει στο
διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των
κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως. Επίσης, καθιερώνει ως γνήσια
υποχρέωση (ΑΠ 439/2013, ΑΠ 771/2010) και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος την
τήρηση του καθήκοντος αληθείας. Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να
προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων
γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου,
καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Δηλαδή, η παράβαση του καθήκοντος αυτού
προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος. Περαιτέρω, η παράβαση του καθήκοντος της
αλήθειας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πληροί και τις προϋποθέσεις
στοιχειοθετήσεως της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του
αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ), αν δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει
από την απόφαση που τελικά εκδόθηκε, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η αγωγή που
ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως
ουσιαστικά αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτή, όποιος βλάφτηκε από την παράβαση του
καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του, μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη
αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που έπαθε (επί πλέον εκείνης που καλύφθηκε
από τη δικαστική δαπάνη), εφόσον η ζημιά του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την
παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς
του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μία τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή ηθική
βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο, αλλά συμπορεύεται μ' αυτό.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ,
η οποία περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η
αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να
ζητήσει από εκείνον που την επίσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από
την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ.
Συνεπώς
προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ
είναι: α) επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του είδους του τίτλου
βάσει του οποίου επισπεύδεται αυτή, β) αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής
εκτελέσεως μετά από άσκηση ανακοπής, γ) συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων
914 ή 919 Α.Κ., δ) ζημία του καθού η εκτέλεση θετική
ή αποθετική ή και μη περιουσιακή (ηθική βλάβη) και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ
της ζημίας και της παράνομης εκτελέσεως. Επί πλέον, κατά την αληθή έννοια της
ίδιας ως άνω διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ
δεν αποκλείεται η έγερση, πέραν της παρεχόμενης από τη διάταξη αυτή αγωγής
αποζημιώσεως, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξαιτίας άδικης εκτελέσεως,
καθώς και η παρεμπίπτουσα κρίση κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας
οποιασδήποτε πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά της οποίας δεν ασκήθηκε
ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα
αποζημιώσεως του καθ` ου η εκτέλεση (Ολομ ΑΠ 9/2010,
ΑΠ 1329/2014, ΑΠ 1437/2012). Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων
71, 297, 298, 914 και 922 ΑΚ., η ευθύνη του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου,
όπως η ανώνυμη τραπεζική εταιρία, για αποζημίωση, βάσει των διατάξεων αυτών
προϋποθέτει παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη των νόμιμων εκπροσώπων ή των
προστηθέντων του, δηλαδή αδικοπραξία που συντελείται
κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί (ΑΠ 769/1995).
Εν
προκειμένω, από τις καταθέσεις των μαρτύρων οι οποίοι εξετάστηκαν ενώπιον του
εισηγητή Δικαστή που ορίστηκε με την υπ' αριθ. 560/1997 προδικαστική απόφαση
του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στην υπ' αριθ.
6/1998 εισηγητική
έκθεση και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα
είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,
αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ' αριθ.
00/1983 σύμβασης πιστώσεως,
που καταρτίστηκε την 12 Δεκεμβρίου 1983 στο
μεταξύ της πρώτης εναγομένης
(Εθνικής Τράπεζας) και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...
ΑΒΕΕ", η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη πίστωση, με ανοικτό αλληλόχρεο
λογαριασμό, μέχρι το ποσό των 20.000.000 δραχμών, που στη συνέχεια αυξήθηκε με
42 μεταγενέστερες αυξητικές συμβάσεις. Η αρχική ενάγουσα, με την από 27-6-1985
"πρόσθετη πράξη εγγυήσεως", που κατάρτισε με την εναγομένη Τράπεζα,
παρέσχε στην τελευταία εγγύηση υπέρ της πρωτοφειλέτριας,
για την εξασφάλιση της εκπλήρωσης των προς την Τράπεζα υποχρεώσεών της από την
ανωτέρω πίστωση, που την εποχή εκείνη είχε αυξηθεί στο ποσό των 81.000.000
δραχμών. Η εγγυητική όμως ευθύνη της ενάγουσας ρητά συμφωνήθηκε ότι θα ήταν
περιορισμένη και θα έφθανε μέχρι το τελικό ποσό των 15.000.000 δραχμών για
κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες και έξοδα. Επίσης, στα πλαίσια της εγγύησης αυτής
η ενάγουσα συναίνεσε στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (ομοίως μέχρι το ποσό
των 15.000.000 δραχμών), επί ενός οικοπέδου της εκτάσεως 320 τ.μ. που βρίσκεται
στο
. επί της οδού .... Η εγγραφή της προσημείωσης διατάχθηκε με την υπ' αριθ.
606/28-6-1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Οκτώ έτη αργότερα
(1993) το οικόπεδο αυτό, επί του οποίου γράφτηκε η προσημείωση, συνενώθηκε
δυνάμει του υπ' αριθ.
92/20-1-1993 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ι Ζ., που
μεταγράφηκε νόμιμα, με άλλο όμορο οικόπεδο, ιδιοκτησίας του αδελφού της
ενάγουσας Α. Π.. Στο νέο οικόπεδο που προέκυψε από τη συνένωση η ενάγουσα
κατέστη συγκυρία κατά τα 572/1000 εξ αδιαιρέτου, ο δε αδελφός της κατά τα
υπόλοιπα 428/1000 εξ αδιαιρέτου. Ωστόσο, και στο οικόπεδο του αδελφού της είχαν
εγγραφεί (ήδη πριν από τη συνένωση) το 1984 άλλες δύο προσημειώσεις υποθήκης
υπέρ της πρώτης εναγομένης προς εξασφάλιση του ίδιου χρέους για συνολικό ποσό
29.000.000 δρχ. Προς τούτο είχε συναινέσει ο πατέρας τους Κ. Π., κύριος τότε
του οικοπέδου αυτού. Σημειώνεται ότι και αυτός είχε εγγυηθεί στην Τράπεζα για
το ίδιο χρέος. Επομένως, στο νέο ενιαίο οικόπεδο υπήρχαν γραμμένες τρεις
προσημειώσεις προς εξασφάλιση της εναγομένης Τράπεζας συνολικού ποσού
44.000.000 δρχ. (15.000.000+29.000.000). Οι ως άνω ιδιοκτήτες ήθελαν να
αξιοποιήσουν το νέο ενιαίο οικόπεδο, οικοδομώντας πολυώροφη οικοδομή με το
σύστημα της αντιπαροχής. Γι' αυτό κατάρτισαν με την τεχνική εταιρία "...
Ο.Ε" το υπ' αριθ.
39/10-2-1993 συμβόλαιο μεταβίβασης ποσοστών οικοπέδου
και εργολαβικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου I Ζ.. Είχε προηγηθεί η κατάρτιση
του υπ' αριθ.
75/19.5.1992 προσυμφώνου του ίδιου συμβολαιογράφου μεταξύ του
εργολάβου και των κυρίων των οικοπέδων, δηλαδή της ενάγουσας και του πατέρα της
Κ. Π.. Για τις ανάγκες όμως υλοποιήσεως της συμβάσεως αυτής το εν λόγω ακίνητο
αυτό έπρεπε να ελευθερωθεί από τα βάρη του, δηλαδή τις ανωτέρω προσημειώσεις
υποθήκης. Εν τω μεταξύ η πρωτοφειλέτρια και πιστούχος
εταιρία ήδη από την ’νοιξη 1992 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και δεν
μπορούσε να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις. Γι' αυτό ο νόμιμος
εκπρόσωπός της είχε σειρά επαφών και συσκέψεων με στελέχη και τις Διοικήσεις
Τραπεζών, που την είχαν χρηματοδοτήσει ως τότε, μεταξύ των οποίων και η
εναγομένη Εθνική Τράπεζα, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία για το σύνολο της
οφειλής της. Συγκεκριμένα στις 21-12-1992, με έγγραφό της προς την Εθνική
Τράπεζα, υπόσχεται ότι θα καταθέσει σε πίστωση λογαριασμού της το ποσό των
70.000.000 δραχμών. Το ποσό αυτό πράγματι καταβλήθηκε στην εναγομένη την 19.1.1993
με έγγραφη τραπεζική κατάθεση. Από το συνολικό ποσό των 70.000.000 δρχ. ένα
μικρό μέρος (10.000.0000 δρχ.) κατέβαλε η πρωτοφειλέτιδα
και το υπόλοιπο (60.000.000 δρχ.) οι δύο εγγυητές, από τους οποίους η ενάγουσα
κατέβαλε 34.320.000 δρχ, δηλαδή 19.320.000 δρχ περισσότερα από το ανώτατο όριο της εγγυητικής της
ευθύνης, που ήταν 15.000.000 δρχ. Είναι προφανές ότι η καταβολή από τους δύο
εγγυητές του επί πλέον του ορίου της ευθύνης τους
(15.000.000+29.000.000=44.000.000 δρχ) ποσού υπήρξε
απόρροια της πιέσεως, που δέχθηκαν από τους νομίμους εκπροσώπους (διοίκηση) της
Τράπεζας, προκειμένου η τελευταία με τη σειρά της να συναινέσει στην άρση των
προσημειώσεων, ώστε το βεβαρημένο ακίνητο να αποδοθεί ελεύθερο στον εργολάβο
για την υλοποίηση της εργολαβίας. Στα πλαίσια των ανωτέρω, η εναγομένη Τράπεζα
με το από 7-1-1993 έγγραφό της είχε συμφωνήσει ότι, μόλις καταβληθεί το ποσό
των 70.000.000 δραχμών, θα συναινέσει στην εξάλειψη της προσημείωσης υποθήκης
που είχε εγγραφεί επί του ακινήτου της ενάγουσας. Ως προς το σημείο αυτό η
Τράπεζα υπήρξε συνεπής. Μετά την ως άνω καταβολή, που έλαβε χώρα την 19.1.1993,
συναίνεσε στην άρση της προσημειώσεως η οποία έγινε με την υπ' αριθ. 41/1993
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου κατόπιν της από 21-1-1993 αιτήσεως της
ενάγουσας. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη Τράπεζα με επιστολή της
προς την πρωτοφειλέτρια (που δεν ήταν συνεπής στις
υποχρεώσεις της) κατάγγειλε στις 7-4-1993 τη μεταξύ τους σύμβαση αλληλόχρεου
λογαριασμού, το χρεωστικό κατάλοιπο της οποίας είχε ανέλθει σε 475.263.533 δρχ.
Η ενάγουσα όμως είχε ήδη (υπερ)εξοφλήσει την εκ της
εγγυήσεως οφειλή της με την καταβολή των ανωτέρω ποσών, δεδομένου ότι το
ανώτατο όριο της εγγυητικής της ευθύνης είχε ρητά συμφωνηθεί στο ποσό των
15.000.000 δρχ. Επομένως, η εκ της εγγυήσεώς της ενοχή είχε αποσβεσθεί διά
καταβολής (άρθρο 416 ΑΚ). Παρά ταύτα, όμως, η διοίκηση της εναγομένης Τράπεζας,
εν γνώσει των ανωτέρω, έδωσε εντολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο της στο
. ο
οποίος υπέβαλε για λογαριασμό της στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου
την υπ' αριθ.
71/10-5-1993 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος όχι
μόνο της πιστούχου πρωτοφειλέτριας για το κατάλοιπο
του αλληλόχρεου λογαριασμού ύψους 475.263.533 δρχ., αλλά και σε βάρος της
ενάγουσας για το ποσό των 15.000.000 δρχ., με το οποίο είχε εγγυηθεί για το ως
άνω χρεωστικό υπόλοιπο. Έτσι, ο νόμιμος εκπρόσωπος της Τράπεζας δολίως απέκρυψε
από τον ως άνω Δικαστή το γεγονός της αποσβέσεως της ενοχής της ενάγουσας,
επιδιώκοντας κατά παράβαση των χρηστών ηθών και της καλής πίστης να εξασφαλίσει
τίτλο εκτελεστό και κατά της ενάγουσας ως εγγυήτριας, δεδομένου ότι η
ικανοποίησή από την πρωτοφειλέτρια ήταν επισφαλής και
αβέβαιη, διότι αυτή όδευε προς πτώχευση, όπως πράγματι αργότερα έγινε. Η
ενάγουσα πληροφορήθηκε το γεγονός της υποβολής της αιτήσεως και με εξώδικό της,
που επιδόθηκε στην εναγομένη Τράπεζα την 19.5.2003, επικαλούμενη την απόσβεση
της οφειλής της ζήτησε να απόσχει (η Τράπεζα) από την έκδοση διαταγής πληρωμής
εναντίον της. Όμως, τα διοικητικά όργανα της Τρέπεζας
αδιαφόρησαν στην έκκλησή της. Έτσι, με βάση την ως άνω αίτηση, η οποία
συνοδεύτηκε με έγγραφα αποδεικτικά της "οφειλής" της ενάγουσας
(σύμβαση εγγυήσεως), γνήσια μεν αλλά ψευδή κατά περιεχόμενο, αφού η παριστάμενη
σ' αυτά ενοχή είχε αποσβεσθεί, η εναγομένη κατάφερε και εκδόθηκε η υπ' αριθ.
.57/26.5.1993 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου,
με την οποία η ενάγουσα υποχρεώθηκε να πληρώσει, εις ολόκληρον
με την πρωτοφειλέτρια πιστούχο, το ποσό των
15.000.000 δρχ. έντοκα από 1-4-1993. Με τον τρόπο αυτό, ο νόμιμος εκπρόσωπος
της εναγομένης που έδωσε τη σχετική εντολή, ενεργώντας στα όρια των καθηκόντων
του, διέπραξε απάτη σε βάρος του δικαστή, αφού κατά τα προαναφερόμενα η πράξη
της απάτης στο δικαστήριο είναι δυνατό να τελεσθεί και με την αίτηση προς
έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση ψευδή κατά περιεχόμενο ιδιωτικά έγγραφα, που
περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση αυτών, που τα υπογράφουν, για ενσωματούμενη σε τέτοια έγγραφα χρηματική απαίτηση, όπως
είναι η πράξη εγγύησης για την καταβολή οφειλής δανείου τρίτου προς Τράπεζα,
από την οποία ο εγγυητής είχε ελευθερωθεί λόγω καταβολής. Και τούτο διότι στη
συγκεκριμένη περίπτωση ο Δικαστής του Πρωτοδικείο Βόλου, που επιλήφθηκε της
αιτήσεως, παραπλανήθηκε από τα προσκομισθέντα από την αιτούσα Εθνική Τράπεζα
έγγραφα και εξέδωσε, βλαπτική για τα συμφέροντα της καθής
η αίτηση (ενάγουσας), διαταγή πληρωμής, εξ αιτίας της οποίας γεννήθηκε απειλή
κατά της περιουσίας της, δεδομένου ότι (η διαταγή πληρωμής) αποτελεί κατά τα
άρθρα 631 και 904 ΚΠολΔ τίτλο εκτελεστό. Η ενάγουσα,
με τους λοιπούς συνεγγυητές και την πρωτοφειλέτρια
άσκησαν κατά της Διαταγής Πληρωμής την υπ' αριθ.
77/6-8-1993 ανακοπή, με την
οποία ζητούσε την ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή.
Η ανακοπή αυτή απορρίφθηκε με την υπ' αριθ. 367/1995 απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Βόλου για τυπικούς λόγους, χωρίς να ασκηθούν κατά της απόφασης
ένδικα μέσα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και κατά τα προαναφερόμενα τα
διοικητικά όργανα της ενάγουσας γνώριζαν την εξόφληση, ενεργώντας δόλια
αρνήθηκαν στην ανωτέρω δίκη την ιστορική βάση της ενστάσεως εξοφλήσεως,
μολονότι από το καθήκον αληθείας είχαν υποχρέωση να την ομολογήσουν. Αν
τηρούσαν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης και την είχαν
ομολογήσει, ο αποσβεστικός αυτός ισχυρισμός της ενάγουσας θα αποδεικνυόταν
αμέσως και η ανακοπή της θα γινόταν δεκτή. Πάντως, η διαταγή πληρωμής δεν
απέκτησε ποτέ ισχύ δεδικασμένου διότι δεν ακολούθησε δεύτερη επίδοσή της. Εν τω
μεταξύ, η εναγομένη Τράπεζα, αν και στην πραγματικότητα η ενάγουσα ουδέν της
όφειλε, επιμελήθηκε και με βάση την ως άνω (τυπικά έγκυρη) διαταγή πληρωμής
ενέγραψε, προς εξασφάλιση της αβάσιμης απαιτήσεώς της, προσημείωση υποθήκης επί
των ιδανικών μεριδίων (1/4) κληρονομιαίων ακινήτων
της ενάγουσας στο
και στο
... Η εναγομένη όμως Τράπεζα δεν αρκέσθηκε στα
παραπάνω. Παρότι, όπως αναφέρθηκε, η οφειλή από το κατάλοιπο της πιστώσεως, για
το οποίο είχε εκδοθεί η διαταγή πληρωμής σε βάρος της ενάγουσας ως εγγυήτριας,
είχε εξοφληθεί, η εναγομένη ενεργώντας καταχρηστικά και κακόβουλα προχώρησε (με
εκτελεστό τίτλο την ως άνω διαταγή πληρωμής) σε άδικη αναγκαστική εκτέλεση σε
βάρος της ακίνητης περιουσίας ενάγουσας. Ειδικότερα, έδωσε δια του νομίμου
εκπροσώπου της εντολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο της και στη δικαστική
επιμελήτρια Φ. Κ.-Μ. να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής αυτής
σε βάρος της ενάγουσας. Προς τούτο κατάσχεσε αναγκαστικά, με την υπ' αριθ.
49/12.11.1993 έκθεση κατασχέσεως της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας, τον
πατρογονικό της οίκο στη συνοικία "..." .... Το ακίνητο αυτό είναι
οικόπεδο εκτάσεως 1.496 τ.μ. με διώροφη παραδοσιακή οικία εμβαδού του ισογείου
160 τ.μ. και του ορόφου 132 τ.μ. Η ψιλή κυριότητα του ακινήτου αυτού
μεταβιβάσθηκε την 24.8.1993 στην ανήλικη τότε κόρη της ενάγουσας (καλούσα).
Ενωρίτερα, στο ακίνητο αυτό είχε εγγράψει προσημείωση υποθήκης την 25.8.1993 με
τίτλο την επίμαχη διαταγή πληρωμής. Την 2.11.1993 ακολούθησε επίδοση δεύτερης
επιταγής προς πληρωμή. Ακολούθως και για το λόγο αυτό ασκήθηκε η από 26
Νοεμβρίου 1993 με αριθ. καταθ.
.65/26-11-1993
ανακοπή κατά της ίδιας Διαταγής Πληρωμής και της από 2-11-1993 επιταγής προς
πληρωμή από την ανήλικη τότε, νόμιμα εκπροσωπούμενη από τους ασκούντες τη
γονική μέριμνα Κ. Β. και Ε. Β. (ενάγουσα), Β. Β. (καλούσα), η οποία απορρίφθηκε
με την (τελεσίδικη) υπ' αριθ. 535/1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Βόλου, για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης αφού η διαταγή πληρωμής δεν
υποχρέωνε την ανήλικη σε καταβολή κάποιου ποσού. Για την πρόοδο της
αναγκαστικής εκτελέσεως, με εντολή της εναγομένης, εκδόθηκε από τη δικαστική
επιμελήτρια το υπ' αριθ.
55/17.11.1993 πρόγραμμα πλειστηριασμού.
Στη
συνέχεια εκδόθηκε το υπ' αριθ.
32/22.12.1995 Α' επαναληπτικό πρόγραμμα της
ίδιας επιμελήτριας. Εν τέλει η κατάσχεση αυτή ανετράπη, κατά το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, με την υπ' αριθ. 118/1996 απόφαση του Ειρηνοδικείου
Βόλου κατόπιν σχετικής αιτήσεως της ενάγουσας. Η εναγομένη Τράπεζα δεν
εγκατέλειψε την καταχρηστική και κακόβουλη προσπάθειά της να ικανοποιήσει με
αναγκαστική εκτέλεση την ανύπαρκτη ως λέχθηκε "απαίτησή της " κατά
της ενάγουσας. Αυτή τη φορά κατάσχεσε αναγκαστικά με την υπ' αριθ.
..78/22.1.1996 άλλο ακίνητο της ενάγουσας, και συγκεκριμένα το ιδανικό μερίδιό
της (1/4) επί ενός διαμερίσματος στον 4ο όροφο πολυκατοικίας κείμενης επί της
οδού
του
. Ο πλειστηριασμός ορίσθηκε για την 6.3.1996 δυνάμει της υπ' αριθ.
83/1996 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή.
Επίσης, με την υπ' αριθ.
.22/30.1.1996 έκθεση κατασχέσεως της δικαστικής
επιμελήτριας Φ. Κ.-Μ. κατάσχεσε για δεύτερη φορά το ακίνητο της .... Ημέρα
πλειστηριασμού ορίσθηκε η 20.3.1996 δυνάμει της υπ' αριθ.
26/1996 περίληψης
κατασχετήριας έκθεσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας. Εν τέλει η όλη
απόπειρα της Τράπεζας για αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας
δεν ολοκληρώθηκε. Αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την όλη προσπάθειά της, διότι την
30.4.1996 δημοσιεύθηκε η υπ' αριθ. 185/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Βόλου, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι "η ενάγουσα δεν οφείλει κανένα
χρηματικό ποσό από την 27-6-1985 σύμβαση εγγύησης και ότι έχει ελευθερωθεί από
αυτή". Η απόφαση αυτή υπήρξε αποτέλεσμα της από 10-1-1996 με αριθ. κατ.
20/10-1-1996 αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, που άσκησε η ενάγουσα κατά της
εναγομένης Τράπεζας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Με την αγωγή
αυτή, επικαλούμενη ότι εξόφλησε την από την ένδικη εγγύηση ενοχή της με την
καταβολή των 15.000.000 δρχ,. ζήτησε να αναγνωριστεί
ότι ουδέν οφείλει από τη σύμβαση εγγύησης που είχε καταρτίσει με την εναγομένη.
Η υπόθεση συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η ως άνω υπ' αριθ.
185/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Με την απόφαση αυτή έγιναν
δεκτά τα εξής: Ότι η εκ της εγγυήσεως ενοχή της ενάγουσας ήταν μέχρι το ποσό
των 15.000.000 δρχ. Ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε από την ενάγουσα την 19.1.1993
και έτσι αποσβέσθηκε η οφειλή της από την αιτία αυτή. Και, τέλος, ότι η
απόσβεση της οφειλής είχε λάβει χώρα σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της υπ'
αριθ.
57/26.5.1993 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου
του Βόλου. Η ανωτέρω απόφαση κατέστη αμετάκλητη διότι η εναγομένη Τράπεζα με
δήλωσή της, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθ.
4/26.2.1997 έκθεση της
Γραμματείας του Πρωτοδικείου Βόλου περί παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα, την αποδέχθηκε
και ρητά παραιτήθηκε από το δικαίωμα ασκήσεως ένδικων μέσων κατ' αυτής. Η
έκθεση αυτή μαζί με άλλη εξώδικη, όμοιου περιεχομένου, δήλωση, επιδόθηκαν με
την επιμέλεια της Τράπεζας στην ενάγουσα. Επομένως, από την ως άνω απόφαση
γεννάται κατά τα άρθρα 321,322, 325, 331, 332 ΚΠολΔ
δεδικασμένο για το ενδιαφέρον εν προκειμένω ως παρεμπίπτον ζήτημα ότι η
απόσβεση της εκ της εγγυήσεως ενοχή της ενάγουσας είχε λάβει χώρα σε χρόνο
προγενέστερο της εκδόσεως της υπ' αριθ.
.7/26.5.1993 διαταγής πληρωμής. Οι ως
άνω περιγραφόμενες, κατ' εξακολούθηση, παράνομες και υπαίτιες (εκ προθέσεως)
ενέργειες των διοικούντων την εναγομένη Τράπεζα οργάνων, συνδυαστικά
εκτιμώμενες, συνιστούν α) κατ' αρχάς απάτη του δικαστή κατά την έκδοση της
διαταγής πληρωμής, β) επίσης, παράβαση του προβλεπόμενου από το άρθρο 116 ΚΠολΔ καθήκοντος της αλήθειας (με ενσυνείδητη απόκρυψη της
αλήθειας) τόσο κατά την έκδοση της διαταγής, όσο και κατά τις σχετικές δίκες
που ακολούθησαν κατά τα ανωτέρω μεταξύ των διαδίκων και τέλος γ) άδικη
αναγκαστική εκτέλεση χάριν ικανοποιήσεως εξοφλημένης απαιτήσεως. Εξ αιτίας
αυτών η ενάγουσα υπέστη θετική ζημία 1.608.000 δρχ. (ή 4.719 ευρώ), διότι για
την δικαστική απόκρουση των εις βάρος της ενεργειών της εναγομένης και την
προάσπιση εν γένει των δικαίων της αναγκάστηκε να δαπανήσει για αμοιβές
δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, πραγματογνωμόνων, καθώς και για τις αναγκαίες
μετακινήσεις της συνολικά το ως άνω ποσό. Δεν αποδείχθηκε όμως, και γι' αυτό το
σχετικό αγωγικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως
αβάσιμο, ότι, πλέον των ανωτέρω δαπανημάτων, η ενάγουσα δαπάνησε και ποσό
συνολικά 12.000.000 δρχ. ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικολάου Χατζησταματίου και άλλων (μη κατονομαζόμενων) συνεργατών
του, το οποίο, όπως ισχυρίζεται, συμφωνήθηκε να καταβληθεί "εργολαβικά σε
ποσοστό 20% επί του συνόλου της διαφοράς" με την εναγομένη Τράπεζα. Ούτε
το έγγραφο μίας τέτοιας εργολαβίας δίκης προσκομίσθηκε ούτε κάποιο αποδεικτικό
καταβολής της ως άνω δικηγορικής αμοιβής. Ειδικότερα, οι δαπάνες στις οποίες
υποβλήθηκε η ενάγουσα αναλύονται ως εξής χρονολογικά: 1) 7.4.1993. Μελέτη
επιστολής
./01.04.93
Τράπεζας, κοινοποιηθείσα και προς Ε. Β., για κλείσιμο
λογαριασμού ... ΑΒΕΕ, ως εγγυήτριας των 15.000.000 δρχ. 17.5.1993. Σύνταξη της
από 17.05.93 Εξωδίκου Ε. Β. προς
Τράπεζα, σε απάντηση της από 01.04.93
επιστολής της τελευταίας. 19.5.1993. Επίδοση της
.07/19.05.93 Εξωδίκου Ε. Β.
προς
.. Τράπεζα, σε απάντηση της από 01.04.93 επιστολής της τελευταίας. Δαπάνη
5.000 δρχ. 2) 5.6.1993. Μελέτη της
.57/26.05.93 Διαταγής πληρωμής του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, κατά Ε. Β..23.7.1993. Μελέτη της από 10.06.93 α'
Επιταγής προς πληρωμή, κοινοποιηθείσα την 22.07.1993 προς Ε. Β. 6.8.1993.
Σύνταξη, κατάθεση και επιδόσεις εκδίκασης της
/06.08.93 Ανακοπής Ε. Β. κατά
της
./1993 διαταγής πληρωμής. Δαπάνη 60.000 δρχ. 3) 26.8.1993. Μετάβαση στη
., για λήψη στοιχείων της από 25.08.93 Εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης από
.
Τράπεζα, στο ακίνητο της ..., στα βιβλία υποθηκών τόμος ., αριθ. . του
Υποθηκοφυλακείου
.. Δαπάνη 20.000 δρχ. 4) 27.08.1993. Μελέτη της από 25.08.93
Εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης από
. Τράπεζα, στο ακίνητο της ..., για ποσό
10.000.000 δραχμών, στα βιβλία υποθηκών τόμος
, αριθ.
.. του Υποθηκοφυλακείου
. 07.11.1993. Μελέτη της από 02.11.93 Β' Επίδοσης α' επιταγής προς πληρωμή,
κοινοποιηθείσα την 05.11.1993. 13.11.1993. Μελέτη της
./12.11.1993 Έκθεσης
αναγκαστικής κατασχέσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Βόλου κ.
Φ. Κ.- Μ.. 20.11.1993. Μελέτη του
./17.11.1993 Προγράμματος αναγκαστικού
πλειστηριασμού ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου
Βόλου κ. Φ. Κ. - Μ.. 26.11.1993. Σύνταξη, κατάθεση, επίδοση και εκδίκαση της
.../26.11.93 Ανακοπής Κ. και Ε. Β., ως ασκούντων την γονική μέριμνα, κατά της
./93 διαταγής πληρωμής και της από 02.11.93 επιταγής. Δαπάνη 60.000 δρχ. 5)
17.12.1993. Σύνταξη, κατάθεση, επίδοση και εκδίκαση της 1.552/17.12.1993
Αίτησης Κ. και Ε. Β., ως ασκούντων την γονική μέριμνα της Β., αναστολής
εκτελέσεως του
/1993 προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού. Δαπάνη 60.000
δρχ. 6) 13.01.1994. Μελέτη της 39/13.01.1994 εκδοθείσης Απόφασης Μονομελούς
Πρωτοδικείου Βόλου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) επί της από 15.12.1993 και
αρ. καταθ.
./17.12.1993 αιτήσεως Κ. και Ε. Β..
3.11.1994. Μελέτη της
/05.10.1994 Κλήσης Ε. Β. για συζήτηση την 21.02.1995,
της από 06.08.1993 ανακοπής της, που κοινοποιήθηκε στις 03.11.1994. 17.11.1994.
Μελέτη της εκδοθείσης
.35/17.11.1994 Απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Βόλου, επί της από
.65/26.11.1993 ανακοπής. 31.5.1995. Μελέτη της εκδοθείσης
./31.05.1995 Απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, επί της αρ. καταθ.
/06.08.93 ανακοπής Ε. Β. και της από 03.10.94 και
αρ. καταθ.
/05.10.94 κλήσεως. 12.10.1995. Μελέτη της
../12.10.1995 Έκθεσης επίδοσης της
./95 αποφάσεως. 27.11.1995. Μελέτη της από
26.10.1995 Εγγραφής προσημείωσης στον τόμο . και αριθ. ., στο Υποθηκοφυλακείο
., επί ακινήτων α) ... και β) .... 25.11.1995. Μετάβαση και διανυκτέρευση στην
για λήψη στοιχείων της από 14.11.1995 Εγγραφης
προσημείωσης στον τόμο
5, αριθ.
.0, στο Υποθηκοφυλακείο
., επί διαμερίσματος
.. Δαπάνη 100.000 δρχ. 7) 27.11.1995. Μελέτη της από 14.11.1995 Εγγραφής
προσημείωσης στον τόμο
., αριθ.
., στο Υποθηκοφυλακείο
, επί διαμερίσματος
.. 28.11.1995. Σύνταξη, κατάθεση, επίδοση και εκδίκαση της
./28.11.1995
Αίτησης αναστολής εκτέλεσης και περιορισμού προσημειώσεων Ε. Β. στο Μονομελές
Πρωτοδικείο Βόλου. Δαπάνη 60.000 δρχ. 8) 5.12.1995. Μετάβαση πολιτικού
μηχανικού στη
. και κατάρτιση τοπογραφικού σχεδίου, λήψη φωτογραφιών, σύνταξη
Εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του, για το εκεί ακίνητου. Δαπάνη 100.000 δρχ. 9)
19.12.1995. Μελέτη του
/18.12.1995 Προγράμματος Α' επαναληπτικού αναγκαστικού
πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου
Βόλου κ. Φ. Κ. - Μ.. 2312.1995. Μελέτη της 1.532/22.12.1995 Απόφασης Μονομελούς
Πρωτοδικείου Βόλου (Ασφαλιστικά μέτρα) επί της
04/28.11.1995 αιτήσεως Ε. Β..
10.1.1996. Σύνταξη, κατάθεση, επίδοση και εκδίκαση της
./10.01.1996 Αγωγής
Αρνητική Αναγνωριστική Ε. Β. στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Δαπάνη 60.000
δρχ. 10) 12.1.1996. Σύνταξη, κατάθεση, επίδοση και εκδίκαση της
/12.01.1996
Αίτησης ανατροπής αναγκαστικής κατασχέσεως Ε. Β. στο Ειρηνοδικείο Βόλου, για το
ακίνητο της .... Δαπάνη 60.000 δρχ. 11) 16.1.1996. Μελέτη της από 15.01.1996
Επίδοσης β' επιταγής προς Ε. Β. κοινοποιηθείσα την 16.01.96. 23.1.1996. Μελέτη
της
./22.01.1996 Έκθεσης αναγκαστικής κατασχέσεως Μ. Σ., κοινοποιηθείσα την
23.01.96. 23.1.1996. Μελέτη της από 23.01.1996 Επίδοσης β' επιταγής προς Κ. και
Ε. Β. ως γονέων της Β., κοινοποιηθείσα την 23.01.96. 23.1.1996. Μελέτη της από
23.01.1996 Επίδοσης κατασχέσεως
.. 26.1.1996. Μελέτη της από 23.01.1996
Εξώδικου αγοραστή διαμερίσματος Β. και λοιπών ιδιοκτητών διαμερίσματος
.
27.1.1996. Μετάβαση και διανυκτέρευση στην
, για ενημέρωση συνιδιοκτητών -
παραληπτών της από 23.01.96 εξωδίκου. Δαπάνη 100.000 δρχ. 12) 29.1.1996. Μελέτη
της
/25.01.1996 Περίληψης κατασχετήριας έκθεσης Μ. Σ.
. κοινοποιηθείσα την
31.01.96. 29.1.1996. Μελέτη της από 28.01.1996 Δημοσίευσης Περίληψης
προγράμματος πλειστηριασμού
.21, στην εφημερίδα "
..". 29.1.1996.
Σύνταξη, κατάθεση, επίδοση και εκδίκαση της
./29.01.1996 Ανακοπής Ε. Β. κατά
εκτέλεσης της από 16.01.96 επιταγής και κατασχέσεως. Δαπάνη 60.000 δρχ. 14)
29.1.1996. Σύνταξη, κατάθεση, επίδοση και εκδίκαση της
./29.01.1996 Ανακοπής
Ε. Β., ως γονέων της ., κατά εκτέλεσης της από 23.01.96 επιταγής. Δαπάνη 60.000
δρχ. 29.1.1996. Μελέτη της εκδοθείσης 118/29.01.1996 Απόφασης Ειρηνοδικείου
Βόλου, επί της /12.01.96 αιτήσεως Ε. και Κ. Β., ανατροπής κατάσχεσης ακινήτου
.. 30.1.1996. Μελέτη της
/30.01.1996 Έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης Φ. Κ. -
Μ., κοινοποιηθείσα την 31.01.1996. 31.1.1996. Σύνταξη, κατάθεση, επίδοση και
εκδίκαση της 140/31.01.1996 Αίτησης αναστολής εκτελέσεως, ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, των α) από 23.01.96 επιταγής (ανακοπή /96) και
β) 16.01.96 επιταγής και εκθέσεως κατασχέσεως (ανακοπή /96). Δαπάνη 60.000 δρχ.
15) 2.2.1996. Μελέτη της
/02.02.1996 Περίληψης κατασχετήριας εκθέσεως Φ Κ.-Μ.,
ακινήτου .... 12.2.1996. Σύνταξη της από 12.2.1996 Εξώδικου Ε. Β. κατά
.
Τράπεζας και 5 στελεχών της, πλην Δ. Κ., κοινοποιηθείσα την 14.02.1996.
14.02.1996. Επίδοση της από 12.2.1996 Εξώδικου Ε. Β. κατά
Τράπεζας και 5
στελεχών της, πλην Δ. Κ., κοινοποιηθείσες την 14.02.1996. Δαπάνη 50.000 δρχ.16)
19.2.1996. Μελέτη της 211/1996 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου
(Ασφαλιστικά μέτρα) επί της από 30.01.96 και αρ. καταθ.
/31.01.96 αιτήσεως Κ. και Ε. Β.. 6.3.1996. Σύνταξη και κατάθεση της από
06.03.1996 Εγκλήσεως Ε. Β. κατά 6 στελεχών Εθνικής, για απάτη επί δικαστηρίου
και εκβίαση 30.000 δρχ. 17) 8.3.1996. Σύνταξη της από 08.03.1996 Εξωδίκου Ε. Β.
κατά Διοικητή
. Τράπεζας Θ. Κ., κοινοποιηθείσα την 12.03.1996. 12.3.1996.
Επίδοση της
/08.03.1996 Εξωδίκου Εξώδικος Ε. Β. κατά Διοικητή
Τράπεζας Θ.
Κ., κοινοποιηθείσα την 12.03.1996. Δαπάνη 10.000 δρχ. 18) 29.4.1996. Μελέτη της
εκδοθείσης 174/29.04.1996 Απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, επί της από
29.01.96 (αρ. κατ. ./29.01.96) ανακοπής της Ε. Β.. 29.4.1996. Μελέτη της
εκδοθείσης ./29.04.1996 Απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, επί της από
29.01.96 (αρ. κατ. ./29.01.96) ανακοπής της Ε. Β.. 30.4.1996. Μελέτη της
εκδοθείσης 185/30.04.1996 Απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, επί της από
10.01.96 (αρ. κατ. ./10.01.96) αγωγής της Ε. Β.. 8.5.1996. Σύνταξη και κατάθεση
του από 08.05.1996 Συμπληρωματικού Υπομνήματος εγκλήσεως κατά μηνυθέντων στελεχών
. Τράπεζας. Δαπάνη 6.000 δρχ. 19)
10.5.1996. Σύνταξη και κατάθεση του από 10.05.1996 Συμπληρωματικού Υπομνήματος Νο 2 εγκλήσεως κατά μηνυθέντων
στελεχών Εθνικής Τράπεζας. Δαπάνη 6.000 δρχ. 20) 13.2.1997. Μελέτη της από
22.10.1996 καταθέσεως μηνυθέντος Π. Φ.. 13.2.1997.
Μελέτη του από 06.05.1996 κοινού περιεχομένου Υπομνήματος μηνυθέντων
στελεχών Εθνικής (πλην Φ.) ενώπιον της Πταισματοδίκη Βόλου. 13.2.1997. Μελέτη
της από 12.02.1997 Απαγγελίας κατηγορίας κατά στελεχών Εθνικής για "απάτη
στο Δικαστήριο από κοινού ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας". 13.2.1997 Μελέτη του
από 12-2-1997 απολογητικού υπομνήματος κοινού περιεχομένου κατηγορουμένων, Φ.
και Ζ. 13.2.1997. Σύνταξη της από 13.02.1997 Εξωδίκου Ε. Β. κατά κατηγορουμένων
στελεχών Εθνικής, πλην Ζ. και Φ.. 13.2.1997. Επίδοση της από 13.02.1997
Εξωδίκου Ε. Β. κατά κατηγορουμένων 4 στελεχών Εθνικής και Εθνικής Τράπεζας,
πλην Ζ. και Φ.. Δαπάνη 50.000 δρχ. 21) 19.2.1997. Μελέτη της από 19.02.1996
Κλήσεως σε απολογία Ε. Β., ενώπιον της 6ης ανακρίτριας
., για απάτη
διαμερίσματος Κηφισιάς. 20.2.1997. Μελέτη της από 08.02.1996 υποβληθείσας
μηνύσεως αγοραστού διαμερίσματος
κ Κ., κατά Ε. Β.,
συνιδιοκτητών της και δικηγόρου
Τράπεζας Α. Τσακαλέα
και της σχηματισθείσης κατηγορίας. 20.2.1997. Επίδοση με την
/20.02.1997 στην
Εθνική Τράπεζα, της απόφασης 185/96 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Δαπάνη
12.000 δρχ. 22) 20.2.1997. Σύνταξη της από 20.02.1997 Εξωδίκου Ε. Β. κατά
κατηγορουμένων στελεχών
και
.. Τράπεζας, πλην Ζ. και Φ.. 20.2.1997. Επίδοση
της από 20.02.1997 Εξωδίκου Ε. Β. κατά κατηγορουμένων 4 στελεχών
. και
ς
Τράπεζας, πλην Ζ. και Φ.. Δαπάνη 50.000 δρχ. 23) 25.2.1997. Μελέτη της
./25.02.1997 Πράξης εξαλείψεως υποθηκών. Μελέτη της
/25.02.1997 Πράξης άρσεως
κατασχέσεων. Μελέτη της από 25.02.1997 Επιστολής Εθνικής Τράπεζας, προς την Ε.
Β., ότι δεν θα ασκήσει έφεση κατά της 185/96 απόφασης. 26.2.1997. Μελέτη της
από 26.02.1997 Δήλωσης Εθνικής Τράπεζας, στο Πρωτοδικείο Βόλου και Έκθεσης
παραίτησης από ένδικα μέσα κατά της 185/96 αποφάσεως του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Βόλου. 1.3.1997. Σύνταξη της από 03.03.1997 Απολογίας Ε. Β. για
την πώληση του διαμερίσματος
. 3.3.1997. Μετάβαση και διανυκτέρευση στην
για
Απολογία ενώπιον της 6ης Ανακρίτριας Αθηνών, για την απαγγελθείσα
κατηγορία της πώλησης του διαμερίσματος
. Δαπάνη 100.000 δρχ. 24) 3.3.1997.
Μελέτη της από 26.02.1997 Απολογίας Α. Τ., στην 6η Ανακρίτρια Αθηνών.
14.3.1997. Σύνταξη της από 14.03.1997 Εξωδίκου δηλώσεως Ε. Β. κατά 6 στελεχών
Εθνικής και Εθνικής Τράπεζας, και επίδοση αυτής. Δαπάνη 70.000 δρχ. 25)
27.3.1997. Μελέτη της από 27.03.1997 Εξωδίκου 4 στελεχών Εθνικής και Εθνικής
Τράπεζας, πλην Φ. και Ζ., κατά Ε. Β.. 7.4.1997. Σύνταξη και κατάθεση της από
07.04.1997 Αιτήσεως Ε. Β. εκδόσεως παραγγελίας Εισαγγελέως για παράδοση
εγγράφων. Δαπάνη 6.000 δρχ. 26) 7.4.1997. Σύνταξη και κατάθεση της από
07.04.1997 Αιτήσεως Ε. Β. προς κ. Εισαγγελέα, επισπεύσεως διαδικασίας, λόγω
κινδύνου παραγραφής. Δαπάνη 6.000 δρχ. 27) 7.4.1997. Σύνταξη και κατάθεση της
από 07.04.1997 Εξωδίκου Ε. Β. κατά 6 στελεχών Εθνικής και Εθνικής Τράπεζας.
9.4.1997. Επίδοση της από 07.04.1997 Εξωδίκου Ε. Β. κατά 6 στελεχών Εθνικής και
Εθνικής Τράπεζας. Δαπάνη 70.000 δρχ. 28) 9.4.1997. Σύνταξη της από 09.04.1997
Εξωδίκου Ε. Β. κατά 4 στελεχών Εθνικής και Εθνικής Τράπεζας, πλην Φ. και Ζ..
11.4.1997. Επίδοση αυτής. Δαπάνη 50.000 δρχ. 29) 14.4.1997. Σύνταξη και
κατάθεση της από 14.04.1997 Αιτήσεως - εξειδίκευσης αιτουμένων εγγράφων, Ε. Β.
προς Εισαγγελία. Δαπάνη 6.000 δρχ. 30) 16.4.1997. Σύνταξη και κατάθεση της από
16.04.1997 Αιτήσεως Ε. Β. προς Εισαγγελία για άσκηση συμπληρωματικής ποινικής
δίωξης και Υπόμνημα Νο 3. Δαπάνη 6.000 δρχ. 31)
23.4.1997. Σύνταξη και κατάθεση της από 23.04.97 καταψηφιστικής
Αγωγής κατά Εθνικής Τράπεζας και των στελεχών της. Δαπάνη 60.000 δρχ. 32)
23.4.1997. Επίδοση της από 23.04.1997 καταψηφιστικής
Αγωγής κατά Εθνικής Τράπεζας και των 6 στελεχών της. Δαπάνη 70.000 δρχ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αρχική ενάγουσα, εκτός από την εμπλοκή της στον ως
άνω μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα κατά της εναγομένης Τράπεζας και των τοπικών
στελεχών της, που της δημιούργησε ισχυρό ψυχικό άλγος, εξουθένωση και
στενοχώρια μεγάλου βαθμού, υπέστη και βλάβη στην περιουσία της. Όχι μόνο από τα
ανωτέρω δαπανήματα στα οποία όπως προαναφέρθηκε αναγκάστηκε να υποβληθεί, αλλά
και από την επιβολή και την επί μακρόν διατήρηση των ανωτέρω δύο κατασχέσεων ως
έγκυρων και ισχυρών, δεδομένου ότι μία τέτοια κατάσχεση συνιστά απειλή κατά της
περιουσίας, αφού συνεπάγεται αδυναμία αξιοποιήσεως. Επί πλέον, όμως, από το
σύνολο της ως άνω δικαστικής και εξώδικης συμπεριφοράς των οργάνων της
εναγομένης Τράπεζας υπέστη προσβολή και η προσωπικότητά της, αφού εμφανιζόταν
προς τους τρίτους ως "οφειλέτιδα και κακοπληρώτρια",
δηλαδή μειώθηκε η κτηματική και γενικότερα η προσωπική της πίστη. Εξ αιτίας της
δημοσίευσης των προγραμμάτων των πλειστηριασμών στον τοπικό τύπο του Βόλου
υπέστη χωρίς λόγο δημόσιο εξευτελισμό. Επίσης, η προσωπική της φήμη επλήγη και
από το γεγονός ότι καταχωρίστηκε το όνομά της στον κατάλογο αναξιόπιστων
συναλλασσομένων, που τηρούν οι ελληνικές τράπεζες με αποτέλεσμα να μη είναι σε
θέση να εκδώσει ούτε πιστωτική κάρτα. Διαταράχθηκε επίσης έντονα η προσωπική
και η οικογενειακή της γαλήνη εξ αιτίας των ως άνω δικών και της εκτελεστικής
διαδικασίας. Το σοβαρότερο όμως όλων είναι ότι εξ αιτίας των ανωτέρω υπέστη
σοβαρή βλάβη η υγεία της. Εμφάνισε ιλίγγους, ταχυκαρδίες, αγχώδεις νευρώσεις,
αρρυθμίες, κεφαλαλγίες και κατάθλιψη με κρίσεις πανικού, υποβληθείσα σε
εντατική φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία. Εξ αιτίας λοιπόν α) της μακροχρόνιας
και πολυδάπανης εμπλοκής της στον ανωτέρω δικαστικό και εξώδικο αγώνα, β) τη
βλάβη της περιουσίας της, ιδίως από την απειλή των άδικων κατασχέσεων και γ)
την προσβολή της προσωπικότητάς της από τη μείωση της προσωπικής και κτηματικής
της πίστης ενώπιον των τρίτων, αλλά και της βλάβης του πολύτιμου αγαθού της
υγείας, που ήταν απότοκο της συνολικής συμπεριφοράς των οργάνων διοικήσεως της
εναγομένης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υπέστη ηθική βλάβη, για την
αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση που ανέρχεται
σε 50.000 ευρώ. Προς τούτο λήφθηκαν υπόψη, επί πλέον των ανωτέρω, ο βαθμός της
υπαιτιότητας (δόλος) με τον οποίο ενήργησαν τα διοικούντα την εναγομένη όργανα,
το απολύτως ανυπαίτιο της στάσεως της ενάγουσας, η
κοινωνική και η οικονομική κατάσταση των μερών, από τα οποία η μεν ενάγουσα
ήταν έγγαμη, μητέρα ανήλικου τέκνου, με πολύ καλή οικονομική κατάσταση, δημόσια
υπάλληλος (τμηματάρχης στη Δνση ΑΕ του Υπουργείου
Εμπορίου), η δε εναγομένη είναι τραπεζικό ίδρυμα από τα μεγαλύτερα στη Χώρα.
Συνολικά λοιπόν η εναγόμενοι υποχρεούται να πληρώσει στην ενάγουσα ως
αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 54.719 ευρώ με το
νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Σύμφωνα
με τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από
ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη Εθνική Τράπεζα οφείλει να
πληρώσει στην ενάγουσα (και ήδη στην καλούσα ως καθολική διάδοχό της) συνολικά
ποσό 54.719 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η εκκαλούμενη
απόφαση την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενη ότι η συμπεριφορά των
οργάνων της εναγομένης δεν συνιστούσε αδικοπραξία. Κρίνοντας όμως έτσι, δεν
εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις και γι' αυτό η έφεση της ενάγουσας (καθώς και οι
πρόσθετοι αυτής λόγοι που ουσιαστικά συνιστούν ανάπτυξη του μοναδικού λόγου της
έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων) πρέπει να γίνει δεκτή ως προς την
πρώτη εναγομένη Εθνική Τράπεζα ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Περαιτέρω,
αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, το δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση
και να δικάσει την υπόθεση στην ουσία. Μετά από αυτά, η αγωγή πρέπει να γίνει
εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Η δικαστική
δαπάνη της ενάγουσας (και της καλούσας που τη διαδέχθηκε) για όλους τους
βαθμούς δικαιοδοσίας, καθώς και για την προηγηθείσα ακυρωτική διαδικασία, κατά
την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1480/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, όσο και για την
μετ' αυτήν διαδικασία εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου
Πάγου, βαρύνουν την εφεσίβλητη εναγομένη, επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ
αντιμωλία των διαδίκων.-
ΔΕΧΕΤΑΙ
την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους από τυπική και ουσιαστική άποψη.-
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ
την υπ' αριθ. 478/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου.
ΚΡΑΤΕΙ
την υπόθεση και δικάζοντας επί της αγωγής.-
ΔΕΧΕΤΑΙ
την αγωγή εν μέρει ως προς την πρώτη εναγομένη Εθνική Τράπεζα.- ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι
η εναγομένη υποχρεούται να πληρώσει στην καλούσα Β. Κ. Β., ως καθολική διάδοχο
της αρχικής ενάγουσας Ε. συζ. Κ.. Β., πενήντα τέσσερες χιλιάδες επτακόσια δέκα
εννέα (54.719) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ
την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας (και ήδη της καλούσας που την
διαδέχθηκε), τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.-
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ
την αγωγή ως προς τους λοιπούς (δεύτερο έως έκτο) εναγομένους.-
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ
την καλούσα, ως καθολική διάδοχο της αρχικής ενάγουσας, στα δικαστικά έξοδα
αυτών τα οποία ορίζει συνολικά για όλους σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ,
αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ
σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2019.
Ο
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ