ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 1752/2023

 

Δικαστικό Ένσημο - Καταβολή του στο Εφετείο -.

 

Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας είναι η άρση της πιο πάνω παράλειψης, με την εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Η εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήμου, με σχετικό λόγο έφεσης, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και η διάταξη αυτή δεν απαριθμείται στο άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως εφαρμοστέα στην δευτεροβάθμια δίκη, καθόσον δεν είναι αποκλειστική η εν λόγω απαρίθμηση, εναρμονίζεται δε πλήρως με την ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διαδικασία, στην περίπτωση κατά την οποία λειτουργεί ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για την καταβολή του οποίου, κατά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, δεν προβλέπεται προθεσμία στις διατάξεις του άρθρου 495 -500 ΚΠολΔ, ενώ πληρείται και η ratio της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, που είναι η είσπραξη αυτού, ως φορολογίας του αντικειμένου της δίκης. Αναιρείται εφετειακή απόφαση που κήρυξε απαράδεκτη την έφεση πλασματικά ερημοδικασθέντος ενάγοντος, για τον λόγο ότι το τέλος δικαστικού ενσήμου καταβλήθηκε μετά την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης και μέχρι τη συζήτηση αυτής (Αντίθετες οι υπ’ αριθμ. 1461/2021 και 1436/2023 αποφάσεις των Α1’ και Α2’ Πολιτικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα).

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Αναστάσιου Καρδαμάκη)

 

Αριθμός 1752/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αγαθή Δερέ-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 5 Απριλίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: . συζ. ., το γένος . και ., κατοίκου ., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Αρβανίτη, και κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) . . του . και της ., 2) Της .-. συζύγου ., το γένος . και ., κατοίκων ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Τσαντίνη, και κατέθεσαν προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-7-2016 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 209/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, που διέταξε το χωρισμό της διεκδικητικής αγωγής από την αρνητική αναγνωριστική αγωγή, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο ως προς την τελευταία, παρέπεμψε την εκδίκασή της στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας και απέρριψε την διεκδικητική αγωγή, και 33/2022 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-5-2022 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Η διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, κατ' επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, έχει ως εξής: Η αναιρεσείουσα — ενάγουσα, με την από 11-07-2016 αγωγή της, που κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, κατά των αναιρεσιβλήτωνεναγομένων, αφού εξέθετε, ότι είναι κυρία του αναφερόμενου ακινήτου, με παράγωγο τρόπο, με την αριθμ. ./. πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου ., που μεταγράφηκε νόμιμα, ως εκ διαθήκης κληρονόμος, μετά το θάνατο, στις ., της επικαρπώτριας ., του αποβιώσαντος, στις ., πάππου της, ., κατά ποσοστό . και της αποβιωσάσης, στις ., μάμμης της, . χήρας ., και με πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας, νεμόμενη αυτό, με τον παραπάνω τίτλο, διανοία κυρίας και με καλή πίστη, για περισσότερα από δέκα έτη, και της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενη η ίδια, συνεχώς, για περισσότερα από είκοσι έτη, καθώς και οι δικαιοπάροχοι αυτής προγενέστερα από το ., ζήτησε: α) να αναγνωριστεί ότι είναι κυρία του παραπάνω ακινήτου και να διαταχθεί η απόδοση του ακινήτου, από το οποίο οι αναιρεσίβλητοι, επικαλούμενοι ιδία κυριότητα, κατά ποσοστό . % ο καθένας, την απέβαλαν κατά το ποσοστό αυτό, και β) να αναγνωριστεί ότι οι αναιρεσίβλητοι, με την, λόγω δωρεάς, μεταβίβαση δια του αριθμ. ./. συμβολαίου της συμβ/φου ., που μεταγράφηκε νόμιμα, από την . χήρα ., του ανωτέρω . σε καθένα τους, ως δωρεοδόχων, δεν κατέστησαν (συγ)κύριοι αυτού, κατά το ποσοστό αυτό, ως αποκτήσαντες παρά μη κυρίου, και γ) να απαγορευτεί στους αναιρεσιβλήτους κάθε μελλοντική διατάραξη της κυριότητάς της. Επί της αγωγής, εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. 209/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία διατάχθηκε ο χωρισμός της διεκδικητικής αγωγής από την αρνητική αναγνωριστική αγωγή, κηρύχθηκε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο ως προς την αρνητική αναγνωριστική αγωγή, την οποία παρέπεμψε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας, δίκασε την διεκδικητική αγωγή και απέρριψε αυτήν ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου. Επί της από 04-10-2019 έφεσης της αναιρεσείουσας, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμ. 33/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως απαράδεκτη, λόγω μη άρσης της παράλειψης καταβολής δικαστικού ενσήμου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με επίκληση και καταβολή του, κατά την κατάθεση της έφεσης, αλλά καταβολής του μεταγενέστερα και πριν από την 11-05-2021 συζήτηση της έφεσης. Την παραπάνω απόφαση, η αναιρεσείουσα προσβάλλει με την κρινόμενη, από 25-05-2022, αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, διότι από την επικαλούμενη, από την αναιρεσείουσα, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 03-05-2022, που δεν αμφισβητείται από τους αναιρεσιβλήτους, μέχρι την κατάθεση αυτής, στις 30-05-2022, στη γραμματεία του Εφετείου Λαμίας, δεν παρήλθε η 30νθήμερη προθεσμία. Είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 § 1 , 577 § 1 ΚΠολΔ) πρέπει να  περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

ΙΙ. [1] Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του Ν. ΓΠΟΗ/Ι9Ι2 περί δικαστικών ενσήμων” όπως αυτός μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το νδ. 4189/1961 και υπό την ισχύ του άρθρου 33 του ν. 4446/2016, εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (και όχι για τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 140/2023, ΑΠ 951/2022, ΑΠ 1470/2019). [2] Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Τότε η βασιμότητα της παραδεκτής έφεσης επιφέρει την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 951/2022, ΑΠ 1461/2021, ΑΠ 1095/2006). Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 495 και αυτές του άρθρου 532 ΚΠολΔ του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι, «αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως», προκύπτει ότι κρίσιμος χρόνος για τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού είναι κατ' αρχήν ο χρόνος άσκησης της έφεσης. Όμως, η ανωτέρω, εκ των υστέρων, καταβολή του δικαστικού ενσήμου, με σχετικό λόγο έφεσης, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 εδ. γ όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο και ήδη από 1-1-2022, άρθρ. 237 παρ. 1 εδ. ε και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και η διάταξη αυτή δεν απαριθμείται στο άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως εφαρμοστέα στην δευτεροβάθμια δίκη, ούτε μετά τη διαμόρφωσή του με το άρθρο 20 παρ.1 του v. 4912/2022, καθόσον δεν είναι αποκλειστική η εν λόγω απαρίθμηση, εναρμονίζεται δε πλήρως με την ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διαδικασία, στην περίπτωση κατά την οποία λειτουργεί ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για την καταβολή του οποίου (ΤΔΕ), κατά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, δεν προβλέπεται προθεσμία στις διατάξεις του άρθρου 495 -500 ΚΠολΔ, ενώ πληρείται και η ratio της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, που είναι η είσπραξη αυτού, ως φορολογίας του αντικειμένου της δίκης (πρβ. ΑΠ 1627/2017). Έτσι η καταβολή του δικαστικού ενσήμου μετά την άσκηση της έφεσης και πριν από τη συζήτηση δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της έφεσης (αντίθετα ΑΠ 1461/2021 , κατά την οποία απαιτείται η καταβολή του δικαστικού ενσήμου με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης). [3] Σύμφωνα, με τη διάταξη του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο και μόνο. Υπό τον όρο απαράδεκτο νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση παραβίαση δικονομικής διάταξης με αποτέλεσμα, η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της. Μέσω του παρόντος λόγου ελέγχεται το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής, το παραδεκτό οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή και ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 2/2001, ΟλΑΠ 12/2000, ΑΠ 523/2023).

 

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της από 04-10-2019 έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η από 11-07-2016 αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία ζήτησε: α) να αναγνωριστεί ότι είναι κυρία του αναφερόμενου ακινήτου και β) να διαταχθεί η απόδοση του ακινήτου, από το οποίο οι αναιρεσίβλητοι, επικαλούμενοι ίδια κυριότητα, κατά ποσοστό .% ο καθένας, την απέβαλαν κατά το ποσοστό αυτό, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, προκύπτει ότι η αναιρεσεσείουσα, με μοναδικό λόγο έφεσης την εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήμου, εκθέτοντας, μεταξύ άλλων, «Επειδή η αγωγή μου (όσον αφορά τη διεκδικητική μου αγωγή) απορρίφθηκε, κατά πλάσμα δικαίου, ως ουσία αβάσιμη, λόγω ερημοδικίας μου (από την έλλειψη δικαστικού ενσήμου/αγωγοσήμου) και το οποίο θα καταβάλω κατά τη συζήτηση της παρούσας, επαναφέρω όλους τους πρωτόδικους ισχυρισμούς μου περί απόδειξης των επικαλουμένων πραγματικών περιστατικών … Επειδή το δικαστικό ένσημο αγωγόσημο μεθ' όλων των επ' αυτού τελών υπέρ … θα καταβάλω κατά τη συζήτηση της παρούσας έφεσής μου...», ενώ δεν επισύναψε στο δικόγραφο της έφεσης το αναλογούν δικαστικό ένσημο, ενώ με τις κατατεθείσες, στις 10-05-2021 προτάσεις της, επικαλέστηκε το με αριθμ. ./06-05-2021 διπλότυπο είσπραξης . ΔΟΥ ., δικαστικό ένσημο, το οποίο κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα προσκόμισε κατά τη συζήτηση της έφεσης, ως αναλογούν στο αντικείμενο της δίκης, το οποίο κατά την αγωγή ανέρχεται στο ποσό των . ευρώ. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε ότι δεν έγινε επίκληση της καταβολής του δικαστικού ενσήμου κατά την κατάθεση (04-10-2019) της ως άνω έφεσης, αλλά η κατάθεση αυτού έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο και πριν την από 11-05-2021 συζήτηση αυτής, με προσκόμιση, κατ αυτήν, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του με αριθμ. ./06-05-2021 διπλότυπου είσπραξης της . ΔΟΥ ., για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου, και απέρριψε την έφεση ως απαραδέκτως ασκηθείσα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες δικονομικού δικαίου διατάξεις, διότι η, μετά την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης και μέχρι τη συζήτηση αυτής, παραπάνω, εκ των υστέρων, καταβολή του δικαστικού ενσήμου δεν επάγεται απαράδεκτο της ασκηθείσας έφεσης, και, συνεπώς, ο, από τον αρ. 14α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, παρά το νόμο, κήρυξε την ασκηθείσα έφεση ως απαράδεκτη, είναι βάσιμος.

 

IV. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου αυτής, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον Δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ) εκτός από εκείνον που δίκασε. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην αναιρεσείουσα του προκαταβληθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), και τέλος, να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 183, 179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την 33/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.

 

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου 2023.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Νοεμβρίου 2023.