ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ  1698/2023

 

Αμοιβή δικηγόρου - Αντιφατικοί λόγοι αναιρέσεως - Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης - Μεταβατικό δίκαιο -.

 

Αν προτείνονται δύο λόγοι αναιρέσεως αντιφατικοί μεταξύ τους ως προς το πραγματικό σκέλος τους (εν προκειμένω αναιρετικοί λόγοι από τους αριθ. 1, 8 και 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ), ο δεύτερος από αυτούς απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Μόνον ισχυρισμοί που προτάθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρθηκαν νομίμως στο Εφετείο ή υποβλήθηκαν νόμιμα απευθείας στον δεύτερο βαθμό θεμελιώνουν παραδεκτούς λόγους αναίρεσης. Η μείωση στο ήμισυ της δικηγορικής αμοιβής του άρθρου 130 παρ. 1 και 2 ν. 4070/2012 δεν εφαρμόζεται σε συζητηθείσες κατά την θέση σε ισχύ του νόμου αυτού αιτήσεις καθορισμού αποζημίωσης. Η - ενιαία για την δίκη προσωρινής και οριστικής τιμής - δικηγορική αμοιβή του παραστάντος δικηγόρου καταβάλλεται πάντοτε, ακόμη και αν έχει αρθεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται με την επιμέλεια του ασκούμενου Δικηγόρου ΔΣΘ Πέτρου Η. Ηλδικούδη)

 

 

 

 

Aριθμός 1698/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2΄ Πολιτικό τμήμα

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,  Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου, και Βαρβάρα Πάπαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Μαρτίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία : «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…………» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολική διάδοχος της εταιρείας με την επωνυμία «…………» και την συντομογραφία «……….». Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Λαμπρινή Παπαδούδη.

 

Του αναιρεσιβλήτου: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.

 

Εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του: 1) Γεώργιο Γκεσούλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και 2) Χρήστο Θωμά. Στο σημείο αυτό, η πληρεξούσια δικηγόρος της αναιρεσείουσας ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε.

 

Το Δικαστήριο διασκέφτηκε και, διά του Προέδρου του, απέρριψε το αίτημα αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία η αναιρεσείουσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Λαμπρινή Παπαδούδη.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-2-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11422/2015 του ίδιου Δικαστηρίου, 818/2016 μη οριστική και 820/2021 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-7-2021 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο αυτοπροσώπως παραστάς πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1. Με την κρινόμενη από 21-7-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα με αριθμό 820/2021 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε κατ' ουσία, με αντικατάσταση αιτιολογίας την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ΄αριθ. 11422/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία είχε δεχτεί την από 24-2-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης κατά της αναιρεσείουσας, ως προς το αναγνωριστικό της αίτημα και αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να παρακαταθέσει υπέρ του αναιρεσιβλήτου το ποσό των 486.023 ευρώ στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Θεσσαλονίκης, ως δικαστική δαπάνη και αμοιβή δικηγόρου λόγω απαλλοτρίωσης, το οποίο ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει ως καθολική διάδοχος του αρχικού υπέρ ου η απαλλοτρίωση - υπόχρεου «………….». Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ).

 

2. Κατά το άρθρο 7 παρ. 1α του Ν.2881/2000-ΚΑΑ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 31 περ. α του Ν.3130/2003 «Η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση, η δικαστική δαπάνη, η οποία επιδικάζεται κατά το άρθρο 18 παρ. 4 καθώς και η αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το επόμενο άρθρο 8». Κατά δε το άρθρο 13 παρ.1α του Ν.2881/2000-ΚΑΑ «Η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης και να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωμένου ακινήτου κατά το χρόνο της συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης ή, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό, κατά το χρόνο της συζήτησης για τον προσδιορισμό αυτό» .Επίσης , η παράγραφος 4 του άρθρου 18 του Ν 2882 /2001- ΚΑΑΑ , όπως ίσχυε πριν την θέση σε ισχύ, από 10-4-2012, του Ν 4070/20129 (ΦΕΚ Α82/10-4-2-12) όριζε τα ακόλουθα «4. Η δικαστική δαπάνη μετά της αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση, επιδικάζεται από το Δικαστήριο με την απόφαση, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο αυτόν και παρακατατίθεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων  (Τ.Π.& Δ). υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου .Η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης γίνεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά. Προκειμένου περί απαλλοτριώσεων δεν εφαρμόζεται το άρθρο 22 του ν. 3693/1957. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, με την οποία καθορίζεται η προσωρινή τιμή μονάδας, αποτελεί ως προς τη δικαστική δαπάνη εκτελεστό τίτλο σε βάρος του υποχρέου προς αποζημίωση, εάν και οι δύο διάδικοι αποδέχθηκαν την απόφαση αυτή ή πέρασε άπρακτη η προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 20. Σε περίπτωση εμπρόθεσμης αίτησης, το εφετείο αποφαίνεται ενιαίως τόσο για τη δικαστική δαπάνη της ενώπιον αυτού διαδικασίας όσο και για τη δικαστική δαπάνη του προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης». H ρύθμιση αυτή μεταβλήθηκε με την αντικατάσταση, με τις διατάξεις του άρθρου 130 παρ. 1 και 2 αντίστοιχα του ανωτέρω Ν 4070/2012 (ΦΕΚ Α82/10-4-2012), του πρώτου εδαφίου, στο οποίο διευκρινίστηκε ότι η δικαστική δαπάνη, που βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση, περιλαμβάνει τη νόμιμη (και όχι την τυχόν συμφωνημένη) αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του δικαιούχου, αλλά και του τρίτου εδαφίου, με το οποίο προβλέφθηκε πλέον ότι «Όταν υπόχρεος προς αποζημίωση είναι φορέας που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση κατά την έννοια του άρθρου 1 Β του ν. 2362/1995 (Α' 247) η επιδικαζόμενη από τα Δικαστήρια αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου των δικαιούχων αποζημίωσης στις περιπτώσεις που υπολογίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης, καθορίζεται υποχρεωτικά έως το ήμισυ των νόμιμων αμοιβών του Κώδικα Δικηγόρων», εφαρμόζεται δε στις απαλλοτριώσεις που ήταν εκκρεμείς κατά την ισχύ του νόμου αυτού, δηλαδή την 10-4-2012, μόνον, όμως, εφόσον η σχετική αίτηση δεν είχε συζητηθεί μέχρι τότε (ΑΠ 751/2018). Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι στην διαδικασία για τον καθορισμό της τιμής μονάδας αποζημίωσης από απαλλοτρίωση: α) η δικαστική δαπάνη βαρύνει πάντα τον υπόχρεο προς αποζημίωση και επιδικάζεται από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση, β) η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης γίνεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες οικείες διατάξεις, γ) το άρθρο 22 του Ν 3693/1957, περί επιδίκασης μειωμένων εξόδων και συμψηφισμού όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, δεν εφαρμόζεται, δ) η απόφαση του ήδη Μονομελούς Εφετείου (ή του άλλοτε Μονομελούς Πρωτοδικείου, πριν την αντικατάσταση του άρθρου 19 παρ.2 του ΚΑΑΑ με την παρ.11 του άρθρου 76 του Ν 4146/2013 - ΦΕΚ Α 90/18-4- 2013), με την οποία καθορίζεται η προσωρινή τιμή μονάδας, αποτελεί, ως προς τη δικαστική δαπάνη, εκτελεστό τίτλο σε βάρος του υπόχρεου προς αποζημίωση, εάν και οι δύο διάδικοι αποδέχθηκαν την απόφαση αυτή ή πέρασε άπρακτη η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 20 και ε) σε περίπτωση εμπρόθεσμης αίτησης, το Εφετείο, υπό τριμελή σύνθεση (μετά την ισχύ του Ν 4146/2013) αποφαίνεται ενιαίως τόσο για τη δικαστική δαπάνη του οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, όσο και για τη δικαστική δαπάνη του προσωρινού προσδιορισμού της. Προκύπτει, συνεπώς, ότι τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται ο δικαιούχος της αποζημίωσης, προκειμένου να επιτύχει τον προσδιορισμό και την είσπραξη αυτής, στα οποία περιλαμβάνεται και η νόμιμη κατά τον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου (ΑΠ 1597/2009), αποτελούν, σύμφωνα και με την επιταγή του άρθρου 17 του Συντάγματος περί πλήρους αποζημιώσεως, παρακολούθημα της εν λόγω αποζημίωσης και προσαυξάνουν το ποσό αυτής, ώστε να μην επέρχεται, φαλκίδευση της πλήρους αποζημίωσης που αυτός δικαιούται, καθώς και ότι στη δίκη του προσωρινού ή οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης του απαλλοτριωμένου, σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19 και 20 του ως άνω νόμου (ΚΑΑΑ),ένα είναι το αντικείμενο της δίκης, ο προσδιορισμός της αποζημίωσης, και συνεπώς μια αμοιβή του δικηγόρου σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου αυτού της δίκης ορίζεται (ΑΠ 57/2016 ,ΑΠ 600/2010, ΑΠ 521/2007,ΑΠ 741/2006, ΑΠ1382/2004), προσδιοριζόμενη σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων (είτε του ΝΔ 3026/1954 είτε του N 4194/2013). Έτσι, σε περίπτωση εμπρόθεσμης αίτησης για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, μετά τον προσωρινό προσδιορισμό αυτής, η δικαστική δαπάνη, που αποτελεί παρακολούθημα της αποζημίωσης, προσαυξάνει το ποσό της, βαρύνει τον υπόχρεο αυτής και πρέπει να επιδικάζεται σε βάρος του τελευταίου και να περιέρχεται στο δικαιούχο, ώστε να μην επέρχεται μείωση της πλήρους αποζημίωσης (ΟλΑΠ 17/2000, ΟλΑΠ 13/2000, ΑΠ 269/2003). Ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας της νόμιμης αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης ένεκα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε σχέση με την αποζημίωση λόγω της απαλλοτρίωσης, έγκειται στην αναγκαιότητα καταλογισμού της αμοιβής σε βάρος του υπόχρεου της αποζημίωσης (κοινότητα υπόχρεου των δύο απαιτήσεων), ώστε ουσιαστικά να μη μειώνεται το ποσό που πρέπει να περιέλθει στον δικαιούχο και να μην επέρχεται έτσι φαλκίδευση του ποσού της αποζημίωσης (ΑΠ 1133/2014, ΑΠ 158/2014). Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί την αυτοτέλεια των δύο απαιτήσεων. Η μεν αποζημίωση αποτελεί το αντάλλαγμα με το οποίο μπορεί το απαλλοτριωθέν να αντικατασταθεί με άλλο ισάξιο, ενώ η νόμιμη αμοιβή των δικηγόρων αποτελεί ουσιαστικά αντιπαροχή στο πλαίσιο της σύμβασης εντολής που συνδέει τον διάδικο - δικαιούχο της αποζημίωσης με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που επιδικάζεται όμως με την απόφαση περί καθορισμού της αποζημίωσης λόγω της απαλλοτρίωσης (ΑΠ 702/2016). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του ίδιου Ν 2882/2001 - ΚΑΑΑ, «Ο υπόχρεος για την πληρωμή της αποζημιώσεως, της  κατά το άρθρο 18 παρ. 4 δικαστικής δαπάνης, καθώς και της νόμιμης αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων των δικαιούχων, που προσδιορίσθηκε δικαστικώς, καταθέτει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, την αποζημίωση υπέρ του δικαιούχου και τη δικαστική δαπάνη και την αμοιβή των πληρεξούσιων δικηγόρων υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου». Στη διάταξη αυτή βρίσκει νομικό έρεισμα η υποχρέωση του υπόχρεου προς αποζημίωση να καταθέσει τη δικαστική δαπάνη και την νόμιμη αμοιβή του δικηγόρου του καθ' ου η απαλλοτρίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του Δικηγορικού Συλλόγου, στον οποίο ο δικηγόρος που παρέστη στην σχετική δίκη είναι μέλος. Από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι η αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, λόγω μη παρακατάθεσης πλήρους της καθορισθείσας αποζημίωσης, δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο αποζημίωσης από την υποχρέωση παρακατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της δικαστικής δαπάνης και της αμοιβής του δικηγόρου του καθ' ου η απαλλοτρίωση, η οποία προσδιορίσθηκε με την απόφαση καθορισμού της αποζημίωσης. Και τούτο διότι πρόκειται για δαπάνες που έγιναν για τη διεξαγωγή της δίκης καθορισμού της αποζημίωσης του ακινήτου που κηρύχθηκε σε αναγκαστική απαλλοτρίωση με δαπάνες του υπέρ ου αυτή και δεν μπορεί να επιβαρυνθεί της δαπάνης αυτής ο κύριος του ακινήτου που κηρύχθηκε σε απαλλοτρίωση, ασχέτως αν έχει αρθεί ή όχι η απαλλοτρίωση (ΑΠ 320/2020, ΑΠ 143/2014, ΑΠ 1780/2011). Επίσης, με τις διατάξεις του άρθρου 9§§1, 1 α και 6 του Ν 1093/1980 ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Η διάταξη της § 7 του άρθρου 161 του κυρωθέντος με το ΝΔ 3026/1954 Κώδικα περί Δικηγόρων (που τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση) εφαρμόζεται και επί των δικηγορικών αμοιβών από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις κατά την ειδική διαδικασία προσδιορισμού τιμής μονάδας και αναγνωρίσεως δικαιούχων. Ειδικότερα, το άρθρο 161 του ως άνω Κώδικα ορίζει, στις παραγράφους 1 έως 5 αυτού, το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου κάθε μέρους για τη σύνταξη των ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες, στην παράγραφο 6 ότι η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αμοιβή του δικηγόρου προκαταβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και στην προαναφερθείσα παράγραφο 7 αυτού ότι από την προκαταβαλλόμενη ως άνω αμοιβή μπορεί ο Δικηγορικός Σύλλογος να παρακρατήσει ποσοστό αυτής, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ύστερα από απόφαση του ΔΣ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου κ.λπ., καθώς και ότι με την αυτήν ή άλλη υπουργική απόφαση καθορίζονται τα σχετικά με τη σύσταση ίδιου λογαριασμού για τη συγκέντρωση των παρακρατούμενων ποσοστών και τη διανομή αυτών στα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η κατάθεση της δικαστικής δαπάνης και της νόμιμης αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων γίνεται υπέρ του κατά τα άνω Δικηγορικού Συλλόγου, προκειμένου αυτός να παρακρατήσει τα προβλεπόμενα ποσοστά, που αποτελούν έσοδα αυτού προς εξυπηρέτηση του διανεμητικού λογαριασμού, χάριν, δηλαδή, των κοινωνικά, επαγγελματικά και οικονομικά ασθενέστερων μελών του. Κατ' ακολουθίαν, στα πλαίσια του ισχύοντος από 7-5-2001 Ν. 2882/2001 ΚΑΑΑ, στην περίπτωση παραλείψεως καταθέσεως από τον υπόχρεο προς αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της δικαστικής δαπάνης και της νόμιμης αμοιβής του δικηγόρου του καθ' ου η απαλλοτρίωση (δικαιούχου), που παρέστη στη δίκη για τον καθορισμό της τιμής μονάδας υπέρ του Δικηγορικού Συλλόγου του οποίου είναι μέλος, αυτός δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να εγείρει ευθεία αγωγή προς τούτο, αφού τέτοιο δικαίωμα έχει μόνο ο άνω Δικηγορικός Σύλλογος υπέρ του οποίου γίνεται η κατάθεση (ΑΠ 1212/2012, ΑΠ 1781/2012, ΑΠ 1922/2008, ΑΠ 693/2012). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, n δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς  και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση, κ.λπ. , ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 538/2012). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 472/2017, ΑΠ 905/2017). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη νομίμου βάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2006). Ο ως άνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, όχι δε και όταν το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο, αόριστο, μη νόμιμο ή για άλλον τυπικό λόγο, οπότε το τυχόν σφάλμα ελέγχεται με λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 44/1990, ΑΠ 193/2019, ΑΠ 924/2018).

 

3. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: «Με την 1045770/3402/10010/15-6- 2006 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύτηκε νόμιμα στο ΦΕΚ Δ 589/12-7- 2006 και καταχωρήθηκε νόμιμα στο Κτηματολογικό Γραφείο Καλαμαριάς, όπως νόμιμα διορθώθηκε, κηρύχθηκε υπέρ και με δαπάνες της άλλοτε ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», καθολική διάδοχος της οποίας, από 22-11-2013, είναι η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» (αναιρεσείουσα), που υπεισήλθε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας και δη για την ανέγερση διδακτηρίου του 1ου Λυκείου του Δήμου Καλαμαριάς του νομού Θεσσαλονίκης του σ' αυτήν και στα κτηματολογικά διαγράμματα που την συνοδεύουν περιγραφόμενου ακινήτου, έκτασης 5.774,09 τ.μ., ιδιοκτησίας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………». Με την 37476/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης καθορίσθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των απαλλοτριώσεων και μετά από συνεκδικασθείσες αιτήσεις των ανωτέρω νομικών προσώπων, που δικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, η προσωρινή τιμή μονάδας αποζημίωσης για το έδαφος του απαλλοτριούμενου ακινήτου στο ποσό των 2.800 ευρώ ανά τ.μ., χωρίς να οριστεί τιμή μονάδας αποζημίωσης για το επί του ακινήτου επικείμενο για την ίδια ως άνω αιτία, και επιβλήθηκε σε βάρος της υπόχρεης προς αποζημίωση, υπέρ ης η απαλλοτρίωση, ενιαία πλέον τόσο για τη δίκη του προσωρινού όσο και για τη δίκη του οριστικού προσδιορισμού, η δικαστική δαπάνη της δικαιούχου εταιρείας και η αμοιβή του αυτού πληρεξούσιου της δικηγόρου …………,που την εκπροσώπησε στη σχετική δίκη. Ειδικότερα, η δικαστική δαπάνη ορίστηκε στο ποσό των 1.000 ευρώ για την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου της δικαιούχου εταιρείας τόσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου όσο και ενώπιον του Εφετείου και σε ποσοστό 3% επί της προσδιορισθείσας οριστικής αποζημίωσης ως αμοιβή του για τη σύνταξη και κατάθεση της αίτησης και των προτάσεων ενώπιον των ίδιων Δικαστηρίων, σε αμφότερες δηλαδή τις απαλλοτριωτικές δίκες (το ανωτέρω ποσοστό ήταν ορθό, αφού κατά τον χρόνο συζήτησης ενώπιον του Εφετείου δεν ίσχυε η περί μείωσης στο ήμισυ της δικαστικής δαπάνης όταν υπόχρεος είναι φορέας Γενικής Κυβέρνησης). Ενόψει αυτών η σε βάρος της υπόχρεης  προς αποζημίωσης - υπέρ ης απαλλοτρίωση και υπέρ της δικαιούχου εταιρείας ενιαία δικαστική δαπάνη εξαιτίας της ένδικης απαλλοτρίωσης ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 486.023 ευρώ (5.774,09 τ.μ. η επιφάνεια του ακινήτου χ 2.880 ευρώ η τιμή μονάδας = 16.167.452 X 3% = 485.023 ευρώ + 1.000 ευρώ). Η 37476/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης δημοσιεύθηκε στις 29- 12-2010 και η ... 18μηνη προθεσμία εντός της οποίας όφειλε η υπόχρεη εταιρεία να παρακαταθέσει, υπέρ του ενάγοντος Δικηγορικού Συλλόγου, επειδή ο ανωτέρω δικηγόρος είναι μέλος του, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, την επιδικασθείσα δικαστική των 486.023 ευρώ, παρήλθε στις 29-6-2012, χωρίς, όμως, η υπόχρεη να εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωσή της, λόγος για τον οποίο ο ενάγων Δικηγορικός Σύλλογος, ως ο μόνος που νομιμοποιείται ενεργητικά, άσκησε την ένδικη αγωγή του. Η καθολική διάδοχος της αρχικής εναγομένης και ήδη εκκαλούσα, με τον κατ΄ ουσίαν ένα λόγο της έφεσής της, υποστηρίζει, επαναλαμβάνοντας αντίστοιχο ισχυρισμό που και πρωτοδίκως είχε προβάλει, ότι δεν υφίσταται η απορρέουσα από το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 2882/2001 – ΚΑΑΑ υποχρέωσή της να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του αντιδίκου της την επιδικασθείσα, με την 844/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, δικαστική δαπάνη της δικαιούχου εταιρείας, που εκπροσωπήθηκε στην απαλλοτριωτική δίκη από το μέλος του ενάγοντος, πληρεξούσιο δικηγόρο της .........., επειδή κατά το άρθρο 11 παρ. 3 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 παρ.3α του Ν 4024/2011, η ένδικη απαλλοτρίωση έχει αυτοδικαίως αρθεί επειδή η ίδια δεν κατέβαλε την προσδιορισθείσα αποζημίωση εντός της προβλεπόμενης από την ως άνω διάταξη αλλά και τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4 Συντάγματος 18μηνης προθεσμίας που έληξε άπρακτη την 29-6-2012, ενώ n από 2-7-2012 αίτηση της δικαιούχου εταιρείας, την οποία υπέβαλε προς την αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή για τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της απαλλοτρίωσης και την καταβολή της ορισθείσας αποζημίωσης δεν έχει οποιαδήποτε έννομη συνέπεια, αφού δεν έγινε αποδεκτή από την ίδια. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι, η επιδικασθείσα από το δικαστήριο με την απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης δικαστική δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της δικαιούχου (και μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) εταιρείας βαρύνει την υπέρ ης η απαλλοτρίωση και υπόχρεο προς αποζημίωση ανεξαρτήτως της αυτοδίκαιης άρσης ή μη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, καθόσον η δικαστική δαπάνη στη  δίκη της απαλλοτρίωσης δεν εξαρτάται ούτε από το αποτέλεσμα της δίκης αυτής, ούτε από τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης, αλλά προκαλείται από την ίδια την διεξαγωγή της απαλλοτριωτικής δίκης και επιβαρύνει τον κατά νόμο υπόχρεο, δηλαδή τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση και στην επίδικη περίπτωση την εναγόμενη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό κρίνοντας ειδικότερα ότι επειδή, παρά την παρέλευση 18μήνου από την δημοσίευση της απόφασης του προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης, η μεν υπέρ ης η απαλλοτρίωση δεν εξέδωσε εντός τετραμήνου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτρίωσης, η δε δικαιούχος εταιρεία υπέβαλε στην αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, αρχή την από 2-7-2012 αίτησή της για τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της και την καταβολή της ορισθείσας αποζημίωσης, τούτο είχε ως αποτέλεσμα την μη επέλευση της επικαλούμενης αυτοδίκαιης άρσης με συνακόλουθη συνέπεια να εξακολουθεί να οφείλεται η δικαστικώς προσδιορισθείσα επίμαχη δικαστική δαπάνη. Κατά τα διαλαμβανόμενα, όμως, στην ίδια σκέψη, η αιτιολογία αυτή είναι εσφαλμένη, αφού οι δύο αξιώσεις, αυτή της δικαιούχου εταιρείας περί της καταβολής της αποζημίωσης και αυτή του νομιμοποιούμενου ενεργητικά οικείου Δικηγορικού Συλλόγου περί της παρακατάθεσης της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης είναι διαφορετικές, συμπίπτουσες μόνο στο πρόσωπο του υποχρέου, χωρίς να εξαρτώνται η μία από την άλλη και χωρίς η δεύτερη αξίωση να συναρτάται από τη διατήρηση της απαλλοτρίωσης και να αναιρείται στην περίπτωση νομότυπης αυτοδίκαιης άρσης της ή ανάκλησή της από την κηρύξασα αυτήν αρχή κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 του ΚΑΑΑ. Παρά την παράθεση, όμως, εσφαλμένης αιτιολογίας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς κατ' αποτέλεσμα προέβη σε απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, οπότε, ο οικείος λόγος της έφεσης πρέπει, αφού γίνει αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας με την ορθή από το παρόν Δικαστήριο κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος.....». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αντικαθιστώντας τις εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλουμένης, απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή του αναιρεσιβλήτου ως προς το αναγνωριστικό της αίτημα και αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να παρακαταθέσει υπέρ του αναιρεσιβλήτου το ποσό των 486.023 στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων Θεσσαλονίκης, ως δικαστική δαπάνη και δικηγορική αμοιβή λόγω απαλλοτρίωσης, το οποίο ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει ως καθολική διάδοχος του αρχικού υπέρ ου η απαλλοτρίωση - υπόχρεου «………».

 

4. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω μνημονευόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 18 παρ.4 και 8 παρ. 1 του του Ν.2882/2001, σε συνδυασμό με άρθρο 17 παρ.4 του Συντ., 7 παρ.1, 13 του Ν.2882/2001, καθόσον, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, η καθορισθείσα δικαστική δαπάνη και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ' ης η απαλλοτρίωση οφείλεται από την αναιρεσείουσα, διάδοχο της υπέρ ης η απαλλοτρίωση, παρά την άρση αυτής, αφού η άρση της απαλλοτρίωσης ουδόλως επηρεάζει την υποχρέωση της υπέρ ης η απαλλοτρίωση για απόδοση της δικαστικής δαπάνης που καθορίσθηκε με την απόφαση προσδιορισμού της οριστικής τιμής μονάδος αποζημίωσης. Επομένως οι πρώτος, δεύτερος τρίτος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος τους, με τους οποίους η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παρά το νόμο αναγνώρισε το δικαίωμα του αναιρεσιβλήτου και την αντίστοιχη υποχρέωσή της να του καταβάλει τη δικαστική δαπάνη που καθορίσθηκε με την απόφαση προσδιορισμού της οριστικής αποζημίωσης, είναι αβάσιμος.

 

5. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8(β) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της ως άνω διάταξης νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση η αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1225/2004), δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ ΑΠ 2/1989, ΑΠ 1072/2005), θα πρέπει δε οι ισχυρισμοί αυτοί να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα από την ήδη αναιρεσείουσα (ΑΠ 354/2011) γιατί διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας, δεν επιτρεπόταν να τους λάβει υπόψη (Ολ. ΑΠ 2/2001). Ειδικότερα, αν προσβάλλεται με τον παραπάνω λόγο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα πρέπει ο ισχυρισμός που δεν αξιολογήθηκε, να είχε προταθεί παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις) και στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 1933/2006), και να αναφέρεται αυτό στο αναιρετήριο (ΑΠ 760/2004, ΑΠ 539/2003), εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 43/1990) ή πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά, κατά το άρθρ. 527 ΚΠολΔ, προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, που επίσης πρέπει να διευκρινίζεται στο αναιρετήριο. Αντίθετα, δεν είναι πράγματα με την έννοια αυτή, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων και τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα αυτών από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΑΠ 2166/2009). Συνακόλουθα, δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει ισχυρισμό εκπρόθεσμο αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή (Ολ ΑΠ 2/1989, 14/2004), ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης (ΑΠ 857/2007), ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Επιπλέον, ο από το ανωτέρω άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 12/1997, 25/2003), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα  ισχυρισμό, με την παραδοχή, ως αποδειχθέντων γεγονότων, αντίθετων προς εκείνα που τον συγκροτούν (Ολ. ΑΠ 11/1996, ΑΠ 1363/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ίδιοι ως άνω (πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος) λόγοι αναίρεσης, καθό μέρος αφορούν στην από τον αριθμό 8β του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετική πλημμέλεια, ότι δηλαδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι «η απαλλοτρίωση έχει αρθεί αυτοδικαίως και έχει βεβαιωθεί και νομότυπα η άρση της από την αρμόδια αρχή που την κήρυξε και κρίθηκε έγκυρη η έκδοση της εν λόγω βεβαιωτικής πράξης άρσης της απαλλοτρίωσης με την 9349/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και επομένως δεν υφίσταται υποχρέωσή της για καταβολή αποζημίωσης αλλά και δικαστικής δαπάνης η οποία συνιστά παρακολούθημα της αποζημίωσης», τυγχάνουν αβάσιμοι, καθόσον, όπως προκύπτει από το προεκτιθέμενο περιεχόμενο αυτής (προσβαλλομένης), το Εφετείο έλαβε υπόψη τον προβληθέντα με την έφεση ως άνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, και τον απέρριψε ως μη νόμιμο, δεχόμενο ότι η άρση της απαλλοτρίωσης δεν επηρεάζει την αξίωση του αναιρεσιβλήτου για την δικαστική δαπάνη. Περαιτέρω, με τους ίδιους λόγους αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος τους, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, εκθέτοντας ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα πραγματικά περιστατικά δικηγορικών ενεργειών και αντίστοιχων δαπανών και αμοιβών συνάγει ότι πρέπει να καταβληθεί η δικαστικώς καθορισθείσα δικηγορική αμοιβή, στο ποσό που καθορίσθηκε δικαστικά κατά την οριστική αποζημίωση απαλλοτρίωσης, χωρίς να αναφερθεί στο ότι επήλθε αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και έχει βεβαιωθεί και νομότυπα η άρση της και εξέλιπε το δικαίωμα του αναιρεσιβλήτου για την καταβολή της δικαστικής δαπάνης, η οποία αποτελεί παρακολούθημα της αποζημίωσης. Οι λόγοι αυτοί, καθ'ό μέρος η αποδιδόμενη πλημμέλεια αναφέρεται στην απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι δεν υφίσταται υποχρέωσή της να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του αναιρεσιβλήτου την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη λόγω αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης, είναι απαράδεκτοι, αφού, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, ο ως άνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, όχι δε όταν το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο, αόριστο, μη νόμιμο ή για άλλο τυπικό λόγο, όπως στην προκείμενη περίπτωση, που ο εν λόγω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας απορρίφθηκε ως μη νόμιμος οπότε το τυχόν σφάλμα ελέγχεται με λόγο αναίρεσης από  τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ως προς τα λοιπά ουσιώδη ζητήματα, από τις ίδιες δε πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι αυτή έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές ή ενδοιαστικές αιτιολογίες, συνολικά εκτιμώμενες, καθώς το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων αιτιολογιών. Επομένως, οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, κατά το οικείο μέρος αυτών, είναι αβάσιμοι.

 

6. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, από τους αρ. 1, 8β και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το οικείο σκέλος του, η αναιρεσείουσα προσάπτει σφάλμα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς την αναγνώριση τόκων επί του κεφαλαίου της προαναφερθείσας απαίτησης, κατά παράβαση της παρ. 3α του άρθρου 39 ν. 4024/2011, που ορίζει ότι όταν γίνει δεκτό το αίτημα του θιγόμενου ιδιοκτήτη για τη διατήρηση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης από την αρμόδια αρχή καταβάλλεται η δικαστικώς καθορισθείσα αποζημίωση ατόκως. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η επιδικασθείσα από το δικαστήριο με την απόφαση προσδιορισμού της αποζημίωσης δικαστική δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της δικαιούχου (και μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) εταιρείας βαρύνει την υπέρ ης η απαλλοτρίωση και υπόχρεο προς αποζημίωση ανεξαρτήτως της αυτοδίκαιης άρσης ή μη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, καθόσον η δικαστική δαπάνη στη δίκη της απαλλοτρίωσης και η υποχρέωση του υπερ ού η απαλλοτρίωση προς καταβολή της δεν εξαρτάται ούτε από το αποτέλεσμα της δίκης αυτής, ούτε από την άρση ή την τυχόν διατήρηση της απαλλοτρίωσης, αλλά προκαλείται από την ίδια την διεξαγωγή της απαλλοτριωτικής δίκης και επιβαρύνει τον κατά νόμο υπόχρεο, δηλαδή τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση και στην επίδικη περίπτωση την αναιρεσείουσα. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος  αυτός, μη προβαλλόμενος επικουρικά, είναι απαράδεκτος λόγω αντίφασης, αφού n αναιρεσείουσα διατείνεται, κατά τα προαναφερθέντα, ότι έχει αρθεί η επίδικη απαλλοτρίωση. Ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος του με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει σφάλμα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως προς το ύψος του οφειλομένου επιτοκίου, είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, της υπ' αριθμ. 11422/2015 πρωτόδικης απόφασης και της από 5-10-2015 έφεσης, το ζήτημα του επιτοκίου, το οποίο άλλωστε προκύπτει από το νόμο, δεν μεταβιβάστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ. Επίσης, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης, από τους αρ. 1, 8β και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα προσάπτει σφάλμα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως προς το ύψος της δικηγορικής αμοιβής, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, ανέρχεται στο των νομίμων αμοιβών του Κώδικα Δικηγόρων κατ' άρθρο 18 του Ν.2882/2001. Όμως, και ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, της υπ' αριθμ. 11422/2015 πρωτόδικης απόφασης και της από 5-10-2015 έφεσης, το ζήτημα της δικηγορικής αμοιβής, δεν μεταβιβάστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο έφεσης κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ. Ανεξαρτήτως αυτού, εκτός του ότι δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, το ανωτέρω ποσοστό ήταν ορθό, αφού κατά τον χρόνο συζήτησης ενώπιον του Εφετείου (13-2-2012) στα πλαίσια του οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης, δεν ίσχυε η περί μείωσης στο ήμισυ της δικαστικής δαπάνης όταν υπόχρεος είναι φορέας Γενικής Κυβέρνησης. Επομένως, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε την πιο πάνω διάταξη, μη απαιτώντας περισσότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί για την εφαρμογή της, ούτε, παρά τον νόμο, παρέλειψε να λάβει υπόψη πράγματα προταθέντα και δη τον ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, τον οποίο και απέρριψε, με σαφή και πλήρη αιτιολογία. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

 

7. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τα άρθρα 179 εδ. α, 183 ΚΠολΔ, λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

- Απορρίπτει την από 21-7-2021 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……» και τον διακριτικό τίτλο «……….», για αναίρεση της υπ' αριθμ. 820/2021 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/κης.

 

- Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Σεπτεμβρίου 2023.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό  του, στην Αθήνα, στις 13 Νοεμβρίου 2023.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ