ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 1556/2023

 

Διετής παραγραφή εργατικών απαιτήσεων κατά δημοτικής επιχείρησης -.

 

Διετής και όχι πενταετής παραγραφή των αξιώσεων από εργατικές απαιτήσεις κατά δημοτικής επιχείρησης. Η επέκταση της διετούς παραγραφής του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 με ανάλογη εφαρμογή της κατ’ άρθρο 276 παρ. 1 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων και στις αξιώσεις των υπαλλήλων δημοτικής επιχείρησης (νπιδ) κατ’ αυτής δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 2 ΚΔΚ, αλλά ούτε και στις διατάξεις 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, διότι δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

 

Αριθμός 1556/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημα του, την 19 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

Των αναιρεσειόντων: 1) … και 8) …, κατοίκου Πατρών, που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελενας Αντωνοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

 

Του αναιρεσίβλητου: νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΈΤΕΥΣΗΣ ΠΑΤΡΑΣ (Δ.Ε.Υ.Α.Π.)», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Πάτρα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας Παπαγεωργίου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-2-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν η 139/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 980/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-6-2020 αίτηση τους.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Ιωάννης Δουρουκλάκης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

 

ΣΚΈΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ.3 και 91 εδ. α' Ν. 2362/1995 αντιστοίχως και τις πανομοιότυπες προς αυτές διατάξεις των άρθρων 140 παρ.3 και 141 Ν. 4270/2014, οι οποίες ισχύουν από 1.1.2016, «η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της» και «επιφυλασσόμενης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής». Δια των ως άνω διατάξεων των άρθρων 90 παρ. 3 - 140 παρ.3 ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου οι οποίες αφορούν αποδοχές ή άλλης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, ορίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής η γέννηση εκάστης αξιώσεως. Οι εν λόγω διατάξεις είναι ειδικές και ως εκ τούτου κατισχύουν των ως άνω διατάξεων των άρθρων 91 εδ. α'- 141, δια των οποίων ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου, από του τέλους του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η αξίωση και κατέστη δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη. Αφετέρου από τη διάταξη του άρθρου 42 εδ. α ' Ν. 2683/1999, κατά την οποία «ο μισθός προκαταβάλλεται στην αρχή κάθε δεκαπενθημέρου» προκύπτει ότι χρονικό σημείο της γενέσεως των σχετικών προς αποδοχές και πάσης φύσεως απολαβές απαιτήσεων των υπαλλήλων του δημοσίου τομέως είναι η αρχή εκάστου δεκαπενθημέρου, το οποίο αφορά τις εν λόγω απολαβές. Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις [άρθρα 90 παρ.3, 140 παρ.3], οι οποίες δεν αφορούν μόνο τις μισθολογικές αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου αλλά και τις μισθολογικές αξιώσεις και των υπαλλήλων των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα [ΣτΕ 1084/2016], τυγχάνουν εφαρμογής και επί των αξιώσεων των υπαλλήλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ανηκόντων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εάν τούτο δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 305/2023). Ειδικότερα, η προβλεπομένη από τις εν λόγω διατάξεις βραχυπρόθεσμη, διετής παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής των άλλων αξιώσεων κατά του Δημοσίου [πενταετία] αλλά και τον χρόνο παραγραφής των μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων και των εργατών του ιδιωτικού τομέα, έχει θεσπισθεί από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως αξιώσεων απορρεουσών από περιοδικές [ανά μήνα] παροχές και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής καταστάσεως αυτού, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων. Η ταχεία εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων αναφορικά με τις ανωτέρω αξιώσεις και τις υποχρεώσεις του Δημοσίου είναι αναγκαία προς αποφυγή ανατροπής μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος των οικονομικών δεδομένων, κατά την συνεκτίμηση των οποίων το Δημόσιο προβαίνει στο σχεδιασμό της οργανώσεως και του τρόπου . λειτουργίας της δημοσίας διοικήσεως, λαμβάνοντας αυτά υπόψη για την πρόβλεψη των σχετικών δαπανών κατά την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού [ΑΕΔ 1/2012]. Ο αυτός δικαιολογητικός λόγος συντρέχει και για τις Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης. Ειδικότερα: Με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1069/1980 «Περί κινήτρων δια την ίδρυση Επιχειρήσεων Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως» προβλέφθηκε για την άσκηση των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του κυκλώματος ύδρευσης και αποχέτευσης οικιστικών κέντρων της χώρας (με εξαίρεση τις πόλεις των .. και .. και των μειζόνων περιοχών τους), η δυνατότητα της σύστασης σε κάθε δήμο ή κοινότητα ενιαίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, οι οποίες αποτελούν ίδια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) κοινωφελούς χαρακτήρα, τα οποία διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο. Σύμφωνα με τις επιμέρους ρυθμίσεις του ως άνω νόμου ορίζεται ότι: (Άρθρ. 1) «παρ. 1. [...] Οι επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως λειτουργούν υπό μορφή Δημοτικής ή Κοινοτικής επιχειρήσεως και διέπονται ως προς την διοίκηση, οργάνωση και εκτέλεση, λειτουργία, συντήρηση των έργων της αρμοδιότητας τους καθώς και τις πηγές της χρηματοδοτήσεως τους από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του «Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα» [...] παρ. 3. Οι προβλεπόμενες από την προηγούμενη παράγραφο επιχειρήσεις είναι αρμόδιες για τη μελέτη, κατασκευή, συντήρηση, εκμετάλλευση, διοίκηση και λειτουργία των δικτύων υδρεύσεως και αποχετεύσεως ακαθάρτων και όμβριων υδάτων, ως και μονάδων επεξεργασίας λυμάτων και αποβλήτων της περιοχής αρμοδιότητας τους. παρ. 4. Η σύσταση εκάστης επιχειρήσεως ενεργείται δι' αποφάσεως των οικείων Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων, δι' ης θα ορίζεται η επωνυμία, η έδρα, οι δικαιολογούντες τη σύσταση αυτής λόγοι, τα παραχωρούμενα σ' αυτήν περιουσιακά στοιχεία, ο τρόπος εκμεταλλεύσεως των έργων ή υπηρεσιών και τα εξ αυτών έσοδα ως και η περιοχή της επιχειρήσεως». (Άρθρ. 3) «παρ. 1. Η υπό ενός μόνο Δήμου συνιστάμενη επιχείρηση διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο, του οποίου τα μέλη, ο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος ορίζονται κατά τις περί συγκροτήσεως της Επιτροπής Δημοτικών Επιχειρήσεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος διατάξεις. Ένα από τα μέλη του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου που ορίζονται ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης προέρχεται από τη μειοψηφία, παρ. 2. Προκειμένου περι επιχειρήσεως συνισταμένης από πλείονες Δήμους ή Κοινότητες [...], αυτή διοικείται από συμβούλιο, ο αριθμός των μελών του οποίου ορίζεται δια των περί συστάσεως της επιχειρήσεως ή μετατροπής του συνδέσμου αποφάσεων των οικείων Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων. Οι εκπρόσωποι εκάστου Δήμου ή Κοινότητας και οι αναπληρωτές αυτών ορίζονται δι' αποφάσεως του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου». [...] (Άρθρ. 5) «παρ. 1. Το Διοικητικό Συμβούλιο διοικεί την επιχείρηση και διαχειρίζεται την περιουσία και τους πόρους ταύτης, αποφασίζει δε επί παντός αφορώντας την επιχείρηση θέματος, παρ. 2. Το Διοικητικό Συμβούλιο ιδία [...] ζ) Εγκρίνει τις ετήσιες εκθέσεις οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως οι οποίες περιλαμβάνουν απολογισμό εσόδων -εξόδων, ισολογισμό και κατάσταση ρευστότητας και υποβάλλει αυτές το βραδύτερο εντός τεσσάρων μηνών από της λήξεως του οικονομικού έτους στο Νομάρχη (πλέον Περιφερειακό Διευθυντή)». [...] (Άρθρ. 7) «παρ. 1. Δι' Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας συντασσόμενου δι' αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της επιχειρήσεως, εγκρινόμενης υπό του Υπουργού Εσωτερικών μετά γνώμη των οικείων Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων, καθορίζεται η οργάνωση, η σύνθεση και η αρμοδιότητα των υπηρεσιών, ο αριθμός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού αναλόγως προς τις ανάγκες της επιχειρήσεως, η κατά μισθολογικά κλιμάκια κατανομή των θέσεων του προσωπικού καθ' ομάδας ειδικοτήτων και αναλόγως της βαθμίδας εκπαιδεύσεως, οι αποδοχές και ο τρόπος προσλήψεως και απολύσεως και το αρμόδιο προς τούτο όργανο». (Άρθρ. 8) «[...] παρ. 3. Οι διατάξεις περί προστασίας των δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων εφαρμόζονται και επί της περιουσίας της επιχειρήσεως». (Άρθρ. 9) « [...] παρ. 4. Από της συστάσεως της επιχειρήσεως οι συμμετέχοντες στην επιχείρηση Δήμοι και Κοινότητες, ως και Σύνδεσμοι στερούνται του δικαιώματος επιβολής τελών και δικαιωμάτων υδρεύσεως και αποχετεύσεως». (Άρθρ. 10) «παρ. 1. Πόροι της επιχειρήσεως είναι; α. Το ειδικό τέλος για τη μελέτη και κατασκευή έργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως, β. Το ειδικό τέλος επί του εισοδήματος εξ οικοδομών, γ. Το τέλος συνδέσεως μετά του δικτύου αποχετεύσεως, δ. [...] ε. Το τέλος συνδέσεως μετά του δικτύου υδρεύσεως, στ. Το τέλος χρήσεως υπονόμου, ζ. Η αξία καταναλισκόμενου ύδατος, [...] ιβ. Επιχορήγηση εκ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για την μελέτη και κατασκευή έργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως [...]. παρ. 2. Οι πόροι της επιχειρήσεως της παραγράφου 1 εδάφιο (α) χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για τη μελέτη, κατασκευή, ανακατασκευή ή επέκταση υδρεύσεως και αποχετεύσεως ή την εξόφληση τοκοχρεωλυσίων εκ δανείων [...]». (Άρθρ. 13) «παρ. 1. Οι μελέτες και οι κατασκευές των πάσης φύσεως έργων που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.) μπορούν να επιχορηγούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.) εντός των ορίων των εγκρινόμενων για το σκοπό αυτόν ετήσιων πιστώσεων». (Άρθρ. 18) «παρ. 1. Ο τακτικός οικονομικός έλεγχος της διαχείρισης της επιχείρησης ενεργείται από δύο (2) ορκωτούς ελεγκτές λογιστές, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Ορκωτών Λογιστών της παρ. 1 του άρθρου 13 του π.δ. 226/1992, (παρ. 2) επιλέγονται από το διοικητικό συμβούλιο και (παρ. 3) διορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας στην αρχή κάθε οικονομικού έτους». [...] (Άρθρ. 20) «παρ. 1. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ασκεί έλεγχο νομιμότητας στις εξής αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου: α) Για την ψήφιση του προϋπολογισμού της επιχείρησης του τεχνικού προγράμματος έργων καθώς και για κάθε τροποποίηση τους, β) Για την αγορά και εκποίηση ακινήτων κτημάτων, γ) Για την επιβάρυνση των ακινήτων της επιχείρησης με εμπράγματα δικαιώματα, δ) Για τη σύναψη δανείων, ε) Για τις μελέτες, τα έργα και τις προμήθειες, παρ. 2. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ελέγχει τον ισολογισμό, τον απολογισμό και την έκθεση των πεπραγμένων και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού και ταμειακού ελέγχου από ορκωτούς ελεγκτές». (Άρθρ. 21) «παρ. 1. Με κανονισμούς που συντάσσονται και ψηφίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της επιχειρήσεως και ελέγχονται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο του δήμου ή της κοινότητας στον οποίο ανήκει η επιχείρηση, ρυθμίζονται κάθε φορά τα σχετικά με τη λειτουργία και διαχείριση της επιχείρησης, σύμφωνα με τις γενικής παραδοχής λογιστικές και οργανωτικές αρχές. [...] (παρ. 3) Μέχρι τη σύνταξη των υπό του παρόντος άρθρου προβλεπόμενων κανονισμών λειτουργίας και διαχειρίσεως της επιχειρήσεως εφαρμόζονται οι υπάρχοντες αντίστοιχοι κανονισμοί του Δήμου ή Συνδέσμου και σε περίπτωση μη υπάρξεως τοιούτων οι σχετικές περί Δήμων και Κοινοτήτων διατάξεις». (Άρθρ. 22) « [...] παρ. 3. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κωδικός περί εκσκαφών προς ανεύρεση ύδατος και εγκαταστάσεως δικτύου υδρεύσεως εφαρμόζονται και προκειμένου περί των επιχειρήσεων του παρόντος». (Άρθρ. 24) «παρ. 1. Τα υπό της επιχειρήσεως εκτελούμενα έργα χαρακτηρίζονται δημοσίας ωφέλειας, τα δε τοιαύτα, ως και για τις συναφείς εγκαταστάσεις αναγκαία ακίνητα, απαλλοτριώνονται αναγκαστικώς υπέρ και με δαπάνες αυτής, κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων των Δήμων και Κοινοτήτων εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων. Καθ' όμοιο τρόπο συνιστώνται αναγκαστικώς και δουλείες οιασδήποτε μορφής». (Άρθρ. 25) «παρ. 1. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου που εγκρίνεται από το οικείο δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο καθορίζονται χωριστά τιμολόγια για την υπηρεσία ύδρευσης και αποχέτευσης [...]». (Άρθρ. 26) «Δι' αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου εγκρινόμενης από το Νομάρχη δύναται να καθορίζεται ειδικό τιμολόγιο υδρεύσεως ή αποχετεύσεως για τους κατοίκους των μετεχόντων της επιχειρήσεως Δήμων ή Κοινοτήτων ή συνοικισμών αυτών, οι οποίοι εξυπηρετούνται εξ ιδίου δικτύου ανεξαρτήτου του ενιαίου τοιούτου της επιχειρήσεως». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 276 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006): «παρ. 1. Οι επιχειρήσεις Ύδρευσης-Αποχέτευσης απαλλάσσονται εν γένει από κάθε δημόσιο, άμεσο ή έμμεσο, δημοτικό, κοινοτικό ή λιμενικό φόρο, τέλος, δικαστικό ένσημο και εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου, εισφορά υπέρ της Ε.Ρ.Τ-Α.Ε., από κρατήσεις και από κάθε δικαστικό τέλος στις δίκες τους, με την επιφύλαξη των εκάστοτε ισχυουσών φορολογικών ρυθμίσεων. Επίσης έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι οι ΔΕΥΑ, ναι μεν χαρακτηρίζονται από τον ιδρυτικό τους νόμο ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δεν αποτελούν ωστόσο αυτόνομα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα, αλλά πρόκειται για ετεροκαθοριζόμενα νομικά πρόσωπα, τα οποία εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και παρέχουν δημόσιο-αυτοδιοικητικό σκοπό (ύδρευση - αποχέτευση), τελούν δε σε καθεστώς έντονης εξάρτησης από τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμων και Περιφερειών), στα οποία ανήκουν και υπάγονται, καθώς: α) η σύσταση κάθε επιχείρησης λαμβάνει χώρα με απόφαση του οικείου δημοτικού συμβουλίου, β) το διοικητικό συμβούλιο κάθε επιχείρησης ορίζεται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο, γ) ως μέλη του διοικητικού  συμβουλίου της επιχείρησης διορίζονται εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι, από τους οποίους ο ένας αναγκαστικά προέρχεται από την εκάστοτε μειοψηφία, δ) ο Οργανισμός Εσωτερικής Υπηρεσίας της επιχείρησης εγκρίνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών μετά από γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου, ε) ο τακτικός οικονομικός έλεγχος της διαχείρισης κάθε επιχείρησης ενεργείται από δύο ορκωτούς λογιστές που διορίζονται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας στην αρχή κάθε έτους, στ) ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ασκεί έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου για τα σοβαρότερα ζητήματα και συγκεκριμένα για την ψήφιση και κάθε τροποποίηση του προϋπολογισμού της επιχείρησης και του τεχνικού προγράμματος έργων, την αγορά και εκποίηση ακινήτων κτημάτων της επιχείρησης ή την επιβάρυνση αυτών με εμπράγματα δικαιώματα, τη σύναψη δανείων, τις μελέτες, τα έργα και τις προμήθειες, ζ) ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ελέγχει τον ισολογισμό, τον απολογισμό και την έκθεση πεπραγμένων και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού και ταμειακού ελέγχου από ορκωτούς ελεγκτές, η) οι κανονισμοί λειτουργίας και διαχείρισης, που ψηφίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης, ελέγχονται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο και, τέλος, θ) οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης αναφορικά με τα χωριστά τιμολόγια ύδρευσης και αποχέτευσης ή τη διαφοροποίηση των εισπραττόμενων τελών πρέπει να εγκριθούν από το οικείο δημοτικό συμβούλιο. Περαιτέρω στις ανωτέρω επιχειρήσεις απονέμονται προνόμια και ατέλειες με αποτέλεσμα την απαλλαγή τους από τον ανταγωνισμό, ενώ ως πόροι κάθε επιχείρησης ορίζονται, μεταξύ άλλων, διάφορα ανταποδοτικά τέλη. Τέλος, οι ως άνω επιχειρήσεις επιχορηγούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη μελέτη και την κατασκευή έργων ύδρευσης και αποχέτευσης κατά ποσοστό 35% από τις πιστώσεις της επιχείρησης που εγκρίνονται κατ' έτος για τον σκοπό αυτό. Τα έργα που εκτελούνται από την επιχείρηση χαρακτηρίζονται δημόσιας ωφέλειας, με αποτέλεσμα να προβλέπεται δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των αναγκαίων ακινήτων ή σύστασης δουλείας οιασδήποτε μορφής επ' αυτών, με σχετική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης. Εν κατακλείδι από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η δομή και η οργάνωση, καθώς και η χρηματοδότηση των ΔΕΥΑ ταυτίζεται με την έννοια της δημόσιας επιχείρησης, δηλαδή εκείνης για την οποία νόμος, είτε ιδρυτικός της είτε άλλος, προβλέπει ότι λειτουργεί χάριν του δημόσιου συμφέροντος και η οποία, περαιτέρω, οργανωμένη σε νομικό πρόσωπο, επί του οποίου το κράτος ασκεί αποφασιστική επιρροή (μέσω χρηματοδοτήσεων και οικονομικών ελέγχων), λειτουργεί με κριτήρια επιδιώξεως οικονομικού αποτελέσματος, με την έννοια όχι της κερδοσκοπίας, αλλά της δημιουργίας των οικονομικών δυνατοτήτων για την επίτευξη των βασικών σκοπών της. Επιπλέον, η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφελείας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, επομένως, εφόσον σκοπός των ΔΕΥΑ είναι, όπως προαναφέρθηκε, να μεριμνούν για τον συνεχή εφοδιασμό όσων κατοικούν ή διαμένουν στην περιφέρεια τους με επαρκή για τις προσωπικές και οικογενειακές τους ανάγκες ποσότητα πόσιμου ύδατος, το οποίο πληροί τους απαραίτητους όρους υγιεινής και διατίθεται σε προσιτή τιμή, ταυτοχρόνως δε για την κρίσιμη για την δημόσια υγεία παροχέτευση των ακάθαρτων υδάτων και των λυμάτων, δικαιολογείται η λήψη μέτρων που εντάσσονται σε ενιαία δημοσιονομική πολιτική, ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη του δημόσιου σκοπού τους. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται μονοπωλιακώς σε πληθυσμό διαβιούντα σε συγκεκριμένο νομό από δίκτυα που είναι μοναδικά και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Αβεβαιότητα ως προς την συνέχεια της παροχής προϊόντων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας με αυτόν το βαθμό αναγκαιότητας δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 παρ. 5 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας καθώς και από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, που ορίζει ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών, εξ ου και ο εξοπλισμός των ΔΕΥΑ με την αρμοδιότητα κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Την ένταξη δε των ΔΕΥΑ στα δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνονται για τη μείωση των κρατικών ελλειμάτων δικαιολογεί και η προναφερθείσα επιχορήγηση τους από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για τη μελέτη και την κατασκευή έργων ύδρευσης και αποχέτευσης (Ολ. ΑΠ 5/2022). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, Ολ. ΑΠ 4/2005).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το ως Εφετείο δίκασαν Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, ως προς το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο ζήτημα της παραγραφής μέρους των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, εργαζομένων, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη Δημοτική επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πάτρας, ως υπαλλήλων, οι οποίες (αξιώσεις) αφορούσαν την καταβολή των προβλεπομένων επιδομάτων δώρων Χριστουγέννων, δώρων Πάσχα και αδείας των ετών 2013 έως και 2015, δέχθηκε τα εξής: «Οι πρώτη έως και ο εντέκατος των εναγόντων, (εκ των οποίων μόνο οι 1η, 3ος, 4ος, 5ος, 7ος, 8ος, 9ος και 10ος, είναι αναιρεσείοντες και διάδικοι στην παρούσα δίκη), έχουν προσληφθεί πριν το έτος 2013 (βλ. το υπ' αριθ. πρωτ. .-05- 2018 έγγραφο της διοικητικής υπηρεσίας της ΔΕΥΑΠ). Ειδικότερα οι πρώτη, δεύτερος και όγδοος των εναγόντων εργάζονται ως Π.Ε., ο τρίτος ενάγων ως Υ.Ε., ο εντέκατος ενάγων ως Υ.Ε.17, οι τέταρτος και έκτη των εναγόντων ως Τ.Ε., ο πέμπτος και ο δέκατος των εναγόντων ως Δ.Ε. και ο έβδομος και ο ένατος των εναγόντων ως Δ.Ε.24. Το μισθολογικό και υπηρεσιακό καθεστώς όλων διέπεται από τους νόμους περί ενιαίου μισθολογίου (Ν. 4093/2012 από 01-01-2013 και Ν. 4354/2015 από 01-01-2016 και εντεύθεν). Περαιτέρω, οι αξιώσεις των ανωτέρω έντεκα εναγόντων σχετικά με τα επιδόματα δώρων Χριστουγέννων, δώρων Πάσχα και αδείας των ετών 2013 έως και 2015 έχουν υποπέσει, κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας και δεδομένου ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης δεν εξαιρούνται ρητά από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στη διετή παραγραφή που προβλέπεται για τις αξιώσεις έναντι των δημοτικών επιχειρήσεων (άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995). Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στις 26-02-2018 και επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 28-02-2018, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. ./28-02-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών ., ενώ δεν προέκυψε προγενέστερη όχληση και κατά συνέπεια διακοπή της παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων με οποιοδήποτε τρόπο σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που προσδιορίστηκε παραπάνω βάσει της άσκησης της αγωγής. Αναφέρεται δε ότι η αξίωση καταβολής δώρου Χριστουγέννων του έτους 2015 γεννήθηκε στις 17-12-2015 (άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 4024/2011, 241 ΑΚ), ενώ το από 16-12-2015 έγγραφο του Συλλόγου Προσωπικού Δ.Ε.Υ.Α.Π. προς τον Πρόεδρο της δημοτικής επιχείρησης δεν αποτελεί όχληση με θέμα τη διακοπή της παραγραφής αναφορικά με το δώρο των Χριστουγέννων του έτους 2015, αλλά αίτημα του ανωτέρω Συλλόγου για την καταβολή αυτού. Εν όψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η νομοτύπως προβαλλόμενη ένσταση του εναγομένου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που επανυποβάλλεται και στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη. Σε κάθε δε περίπτωση η ανωτέρω ένσταση λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 του Ν. 2362/1995. Συνεπώς, αφού τα αυτά διέλαβε στην εκκαλουμένη απόφαση και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή την ένσταση διετούς παραγραφής του εναγομένου για τα επίδικα επιδόματα των ετών 2013 έως και 2015 των έντεκα πρώτων εναγόντων, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όσα δε διαφορετικά υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσης τους, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα». Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 ν.2362/1995 (και την πανομοιότυπη προς αυτή διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 του ν.4270/2014), ως και τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 276 παρ. 1, 2 και 3ν. 3463/2006, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 παρ. 1, 3 παρ. 1, 7 παρ. 1 και 2, 8, 10, 17 παρ. 1, 21 παρ. 1 ν. 1069/1980. Και τούτο διότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, εφαρμοστέα ως προς το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης δημοτικής επιχείρησης για την πληρωμή εργατικών απαιτήσεων, είναι η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και όχι οι διατάξεις του άρθρου 250 αρ. 6 και 17 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω αξιώσεις υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή. Η επέκταση της διετούς παραγραφής που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, με ανάλογη εφαρμογή της κατ' άρθρο 276 παρ. 1 του ΚΔΚ και στις αξιώσεις των υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης Δημοτικής Επιχείρησης (ΝΠΙΔ) κατ' αυτής, αφενός μεν δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 2 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006), αφετέρου δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος, ούτε με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, εφόσον η αναιρεσίβλητη ναι μεν χαρακτηρίζεται από το νόμο ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δεν αποτελεί ωστόσο αυτόνομο νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού τομέα, αλλά πρόκειται για ετεροκαθοριζόμενο νομικό πρόσωπο, το οποίο εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και παρέχει δημόσιο-αυτοδιοικητικό σκοπό (ύδρευση-αποχέτευση), τελεί δε σε καθεστώς έντονης εξάρτησης από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Δήμου Πατρέων, στον οποίο ανήκει και υπάγεται. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτεται η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.

 

Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 (560 αρ. 5) ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κ.λπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κ.λπ., ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ' ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, 177/2016, 8/2015, 2234/2013, 644/2013). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, 177/2016, 644/2013) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 330/2022, 766/2018, 118/2017, 177/2016, 644/2013).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το ως Εφετείο δίκασαν Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε, ως προς την αξίωση του 8ου ενάγοντος-εκκαλούντος- αναιρεσείοντος επιδομάτων δώρου Χριστουγέννων, δώρου Πάσχα και επιδόματος αδείας έτους 2016, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, ως αποδειχθέντα, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα : "....Ενόψει των προαναφερομένων ο όγδοος ενάγων και ήδη όγδοος εκκαλών δεν δικαιούται τα επιδόματα δώρου Χριστουγέννων, δώρου Πάσχα και αδείας για το έτος 2016, καθώς οι τακτικές του αποδοχές ξεπερνούν το ποσό των 36.000 ευρώ ετησίως. Ειδικότερα, οι τακτικές αποδοχές του όγδοου ενάγοντος, ., για το έτος 2016 ανήλθαν στο ποσό των 37.164,76 ευρώ, καθώς ελάμβανε μηνιαίως νόμιμη τακτική υπερωριακή απασχόληση, η οποία ανήρχετο περί του ποσού των 500,00 ευρώ (βλ. το υπ' αριθ. πρωτ. .Γ/25-05-2018 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διοικητικής Υπηρεσίας της Δ.Ε.Υ.Α.Π. σε συνδυασμό με το από 18-12- 2018 ακριβές αντίγραφο της αναλυτικής μισθοδοτικής κατάστασης του ανωτέρω, τα οποία προσκομίζει το εναγόμενο). Συνεπώς, αφού τα αυτά διέλαβε στην εκκαλουμένη απόφαση και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το αίτημα του όγδοου ενάγοντος για τα επίδικα επιδόματα του έτους 2016, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, όσα δε διαφορετικά υποστηρίζει ο όγδοος εκκαλών με το δεύτερο λόγο της έφεσης του, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα».

 

Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο 8ος αναιρεσείων, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 5 Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι, κατά την απόρριψη του προβληθέντος αγωγικού του ισχυρισμού, που επανέφερε ενώπιον του με το δεύτερο λόγο της εφέσεως, ότι οι πάσης φύσεως μηνιαίες αποδοχές του και κατά το έτος 2016 είναι κατώτερες του ποσού των 3.000 ευρώ και συνεπώς εδικαιούτο των επιδομάτων δώρου Χριστουγέννων, δώρου Πάσχα και επιδόματος αδείας έτους 2016, δεν έλαβε υπόψη αφενός μεν το υπό του ιδίου προσκομισθέν με επίκληση έγγραφο με ενσωματωμένο αναλυτικό πίνακα αποδοχών του έκδοσης του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου, χωρίς επί πλέον να προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του ο τρόπος που το Δικαστήριο πείστηκε να μη λάβει υπόψη τον ισχυρισμό του, ότι οι πραγματικές αποδοχές του ανέρχονταν για το έτος 2016 στο ποσό των 34.705,76 ευρώ, ενώ δέχθηκε ότι το με αρ. πρωτ. .Γ/25-5-2018 έγγραφο του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου σε συνδυασμό με το από 18-12-2018 ακριβές αντίγραφο αναλυτικής μισθοδοτικής κατάστασης του ιδίου, αποτελεί πλήρη απόδειξη του υπ' αυτού (εναγομένου) προβληθέντος ισχυρισμού, ότι οι πάσης φύσεως ετήσιες αποδοχές του το έτος 2016 ανήλθαν στο ποσό των 37.164,76 ευρώ, αφετέρου δε τον ισχυρισμό του, ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τον αγωγικό ισχυρισμό του 8ου εναγομένου-αναιρεσείοντος, αλλά κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων. Ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, κατά το μέρος που με αυτόν δεν προσάπτεται πλημμέλεια για μη λήψη υπόψη ισχυρισμού που προβλήθηκε νομότυπα, αλλά για παραγνώριση αποδεικτικής αξίας προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Απαράδεκτος είναι επίσης και κατά το μέρος του που, με το πρόσχημα της αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη από το δικαστήριο ουσιαστική εκτίμηση, ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων.

 

Μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα αυτού, το οποίο παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 22/6/2020 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 980/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δίκασε ως Εφετείο.

 

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

 

 

ΚΡΊΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2022.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Και τούτου αποχωρήσαντος

από την υπηρεσία, η αρχαιότερη

της συνθέσεως Αεροπαγίτης και δη

Αντιπρόεδρος

Δήμητρα Ζώη

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 23 Οκτωβρίου 2023.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ