ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 1120/2022

 

Κατάσχεση εις χείρας τ. ΟΑΕΔ/ΔΥΠΑ τρίτου ιδιωτικής οφειλής / εφαρμογή ΚΠολΔ και ΚΕΔΕ (άρ. 30 - 8ήμερη προθεσμία) / υποχρέωση τ. ΟΑΕΔ υποβολής ειλικρινούς, σαφούς, ορισμένης θετικής δήλωσης / ανακοπή (άρ. 34 ΚΕΔΕ, 986 ΚΠολΔ - σώρευση αιτήματος αγωγής επί ανακριβούς δήλωσης- 985 παρ. 3 ΚΠολΔ / υποχρέωση ύπαρξης σε ισχύ έννομης σχέσης ακόμα και για μέλλουσα απαίτηση, χρόνος επιβολής κατασχέσεως, μαχητό τεκμήριο οφειλής τρίτου στην περίπτωση παράλειψης δήλωσης / αναγνώριση ατελειών κτλ. υπέρ τ. ΟΑΕΔ - άρ. 19, 26, 27 ΑΝ 1846/1951 / όχι ακατάσχετες οι τραπεζικές καταθέσεις του τ.ΟΑΕΔ - αντισυνταγματικότητα άρ. 27 παρ. 1 β' Ν.4144/2013.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Κυμιωνή, Εμμίσθου Δικηγόρου Τμήματος Δικαστηρίων τ. ΟΑΕΔ/ΔΥΠΑ, LL.M., LL.M., ΥΔ Παντείου Πανεπιστημίου, Νομικού Παραστάτη Διαμεσολαβήσεων, Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή). 

 

Αριθμός 1120/2022

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου - Εισηγήτρια, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεώργιο Αυγέρη, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού", (Ο.Α.Ε.Δ.), που εδρεύει στον Άλιμο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Κελαΐδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

 

Του αναιρεσιβλήτου: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. "Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών", καθολικού διαδόχου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τριάντη, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι παρίσταται ο Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), ως καθολικός διάδοχος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. "Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών".

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-06-2013 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2347/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 2441/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-11-2019 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική του δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά το άρθρο 30 Κ.Ε.Δ.Ε. "η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του διευθυντού του δημοσίου ταμείου δια κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε: α) το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου, β) το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ) το ποσόν δια το οποίον επιβάλλεται η κατάσχεσις, δ) πίνακα χρεών του οφειλέτου και δ) χρονολογίαν και υπογραφήν του διευθυντού του δημοσίου ταμείου (παρ. 1). Δια του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα υπ' αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα καταθέσει εντός οκτώ ημερών εις το δημόσιον ταμείον (παρ. 2 εδ. α).... Από της ημέρας κοινοποιήσεως του κατασχετηρίου εις τον τρίτον δεν δύναται ούτος να αποδώση προς τον οφειλέτην του Δημοσίου τα κατασχεθέντα χρήματα..., της κατασχέσεως επιφερούσης τα αποτελέσματα αυτοδικαίως χωρούσης αναγκαστικά εκχωρήσεως (παρ. 3 εδ. α)". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι επί κατασχέσεως στα χέρια τρίτου από το Δημόσιο, που είναι αναγκαστική, το κατασχετήριο που συντάσσεται από τον αρμόδιο διευθυντή του Ταμείου και ήδη από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. (άρθρα 85 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. και 1 αριθ. 4 π.δ. 16/1989), πρέπει να περιέχει προεχόντως, εκτός του τίτλου στον οποίο στηρίζεται, την ποσότητα της απαίτησης του Δημοσίου για την οποία γίνεται η κατάσχεση, το αντικείμενο της κατάσχεσης, δηλαδή εάν πρόκειται για κατάσχεση χρηματικής απαίτησης, καρπών, κινητών πραγμάτων ή κινητών αξιών, ενόψει της διαφορετικότητας της περαιτέρω διαδικασίας κατάσχεσης και την περιγραφή αυτών με τρόπο που να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά τους, την οφειλόμενη από τον τρίτο προς τον οφειλέτη του Δημοσίου ποσότητα και την έννομη σχέση από την οποία αυτή προέρχεται, που πρέπει να αναφέρεται συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο σαφή, το όνομα, επώνυμο και πατρώνυμο του οφειλέτη και να επιδίδεται εγκύρως προς τον τρίτο, στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση. Τα πιο πάνω είναι ουσιώδη στοιχεία κάθε κατασχετηρίου, αφού ο τρίτος, ο οποίος καθίσταται έτσι οφειλέτης του Δημοσίου με βάση το τεκμήριο που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 33 ΚΕΔΕ (αμάχητο παλαιότερα και ήδη μαχητό μετά την τροποποίηση του άρθρου 33 δυνάμει του άρθρου 67 παρ. 1 του Ν. 3842/2010, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα), όχι μόνο θα λάβει ακριβή γνώση των κατασχομένων και δεν θα προβεί σε διάθεση αυτών, αλλά και θα μπορέσει να προβεί σε δήλωση σαφή και ορισμένη κατά το άρθρο 32 ΚΕΔΕ (ΑΠ 821/2018, ΑΠ 139/2018). Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου, ο τρίτος στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση, μέσα σε προθεσμία 8 ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου, πρέπει να δηλώσει, στο Ειρηνοδικείο του τόπου του κατασχόντος με προφορική δήλωση ή στο διενεργήσαντα την κατάσχεση με κοινοποίηση αναφοράς, αν οφείλει τα αναφερόμενα στο κατασχετήριο χρήματα. Η ως άνω δήλωση, η οποία ανάλογα με τη θέση που λαμβάνει ο τρίτος απέναντι στο περιεχόμενο του κατασχετηρίου, μπορεί να χαρακτηριστεί θετική ή αρνητική, χωρίς να αποκλείεται η κατάφαση ή η άρνηση να μην είναι ολική αλλά μερική, συνιστά υποχρέωση του τρίτου, η οποία δεν εκτείνεται μόνο στην απλή δήλωση περί του αν υφίσταται η απαίτηση, αλλά επεκτείνεται και στην υποχρέωση παροχής πληροφοριών στον κατασχόντα και επιβάλλει σαφή και ειλικρινή πληροφόρηση του τρίτου για τις σχέσεις του με τον καθού η εκτέλεση. Έτσι, η δήλωση πρέπει να είναι ειλικρινής, σαφής και ορισμένη, ώστε να προκύπτει η τυχόν υποχρέωση του τρίτου, ενώ, επί διαρκών σχέσεων, ο τρίτος πρέπει, αφενός μεν να προσδιορίζει το χρόνο παύσεως του δεσμού του με τον καθού η εκτέλεση (οφειλέτη), αφετέρου δε οφείλει να εκτιμήσει και να εκθέσει όλα εκείνα τα ουσιώδη περιστατικά, που είναι ικανά να βοηθήσουν και προσανατολίσουν τον κατασχόντα στην ικανοποίηση απαίτησής του. Αντικείμενο, εξάλλου, της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου μπορεί να είναι και απαίτηση μέλλουσα. Απαιτείται, ωστόσο, στο χρόνο επιβολής της κατασχέσεως στα χέρια τρίτου, να υπάρχει η έννομη σχέση (π.χ. εντολή, εταιρεία, μίσθωση, χρησιδάνειο, παρακαταθήκη), από την οποία, ως αιτία δικαιογόνο, θα προκύψει η μελλοντική χρηματική απαίτηση, η οποία, όμως, μπορεί κατά τον παραπάνω χρόνο να προσδιορισθεί κατά το είδος της και κατά το πρόσωπο του οφειλέτη, όχι δε απαραιτήτως και κατά το ποσό της (ΑΠ 1081/2015). Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της κατασχέσεως μέλλουσας απαίτησης, οπότε ο τρίτος συνήθως βρίσκεται σε αδυναμία να παράσχει σαφή πληροφόρηση και πάλι δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως, αφού στην περίπτωση αυτή, η δήλωσή του είναι δυνατόν να είναι αρνητική, ως προς την ενεστώσα οφειλή και θετική, ως προς τη μελλοντική, παρέχοντας τη διαβεβαίωση, ότι θα παρακρατήσει ο,τιδήποτε προκύψει στο μέλλον υπέρ του καθού η κατάσχεση από την δικαιογόνο αιτία της οφειλής (ΑΠ 919/2019, ΑΠ 825/2018). Κατά τη διάταξη του επομένου άρθρου 33 του ΚΕΔΕ, όπως ήδη κατά τα άνω ισχύει, "εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί εκπρόθεσμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του παρόντος, λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου για το σύνολο της απαίτησης, για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, εκτός αν αυτός αποδείξει ότι δεν οφείλει στον καθ`ου ή ότι η οφειλή του είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι του ύψους της οφειλής του, κατά περίπτωση." Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατά τον ΚΕΔΕ η παράλειψη του τρίτου να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση ή αν έχει στα χέρια του το πράγμα που κατασχέθηκε, ή η εκπρόθεσμη ή παράτυπη δήλωση, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι ο τρίτος είναι οφειλέτης της ποσότητας που κατασχέθηκε στα χέρια του, κατ' αντίθεση με τον ΚΠολΔ (άρθρο 985 παρ. 3), κατά τον οποίο η ως άνω παράλειψη του τρίτου εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Το τεκμήριο αυτό δημιουργείται μόνο στις ως άνω αναφερόμενες τρεις περιπτώσεις του άρθρου 33 του ΚΕΔΕ. Άρα δεν δημιουργείται τούτο, όταν η δήλωση του τρίτου δεν περιέχει κάποιο από τα στοιχεία, την αναφορά των οποίων αξιώνει όχι η διάταξη του άρθρου 32 του ΚΕΔΕ, αλλά η διάταξη του άρθρου 985 ΚΠολΔ, η οποία, κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται και στη διοικητική εκτέλεση κατά τον ΚΕΔΕ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 89 του ΚΕΔΕ. Επομένως, η ανακριβής δήλωση του τρίτου και εν γένει η ουσιαστικά αναληθής δήλωση αυτού, πέραν από την προς αποζημίωση ευθύνη αυτού έναντι του κατασχόντος (985 παρ.3 εδ. β' ΚΠολΔ), χορηγεί στον κατασχόντα, όπως και η αρνητική δήλωση, δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της δηλώσεως αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34 του ΚΕΔΕ και (στο οποίο αυτό παραπέμπει) 986 ΚΠολΔ και να ζητήσει την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού, ή στην παράδοση του κατασχεθέντος πράγματος (άρθρο 990 ΚΠολΔ) (ΑΠ 96/2016), μη αποκλειομένης και της σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο της ανακοπής της από το άρθρο 985 παρ. 3 περί αποζημίωσης αγωγής (άρθρο 986 εδ. β` ΚΠολΔ - ΑΠ 185/1990). Ανακριβής είναι η δήλωση του τρίτου είτε πρόκειται για την απόκρυψη της ύπαρξης της οφειλής είτε πρόκειται για την αναληθή ή μη πλήρη έκθεση επιμέρους πραγματικών περιστατικών που περιγράφουν τη σχέση του καθού η εκτέλεση με τον τρίτο (ΑΠ 1261/2019). Εξάλλου, και η μη σαφής αναφορά στη δήλωση του τρίτου περί της ύπαρξης ή ανυπαρξίας της κατασχεθείσας απαίτησης, θεωρείται ως σιωπηρά αρνητική, για την ύπαρξη της απαίτησης, δήλωση, οπότε και υπόκειται στην κατά το άρθρο 34 ΚΕΔΕ ανακοπή (ΑΠ 92/2016). Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή ή κακή πίστη του, γίνεται δε δεκτή κατά το άρθρ. 990 ΚΠολΔ η κατ' αυτής ανακοπή, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει είτε ως προς τα πραγματικά περιστατικά είτε ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών. Συνακόλουθα τούτων, κύριο αντικείμενο της σχετικής δίκης, το οποίο δημιουργείται μεταξύ του κατασχόντος και του τρίτου και το οποίο περιορίζεται από το περιεχόμενο του κατασχετηρίου και της δήλωσης του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθού η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος έχει ή όχι, και σε ποια ακριβώς έκταση και με ποιους περιορισμούς, οφειλές προς τον οφειλέτη του κατασχόντος Δημοσίου (ΑΠ 624/2021, AΠ 1132/2019, ΑΠ 1092/2015, ΑΠ 1182/2009). Επομένως, στο δικόγραφο της ανακοπής από το άρθρο 986 ΚΠολΔ, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων οφείλει να προσδιορίζει κατά τα ουσιώδη στοιχεία της την απαίτηση, δηλαδή την αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθού η εκτέλεση (δικαιογόνος αιτία) και τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν (παραγωγικά γεγονότα), αφού ο ανακόπτων φέρει το βάρος της απόδειξης της κατασχεμένης απαιτήσεως (ΑΠ 663/2017, ΑΠ 1500/2017, ΑΠ 480/2012). Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρονται στην ανακοπή τα πραγματικά γεγονότα από τα οποία απορρέει η οφειλή του τρίτου προς τον καθού η εκτέλεση και όχι απλώς ότι ο τρίτος οφείλει δυνάμει ορισμένης έννομης σχέσεως, αλλιώς αυτή είναι αόριστη (ΑΠ 1065/2009). Ειδικότερα δε, επί κατασχέσεως μέλλουσας απαίτησης, πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς τα περιστατικά, με βάση τα οποία προσδοκάται η δυνατότητα παραγωγής από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση της μέλλουσας χρηματικής απαίτησης. Σε περίπτωση που ο τρίτος δεν αμφισβητεί με τη δήλωσή του τη δικαιογόνο αιτία και την ύπαρξη της απαιτήσεως, αλλά απλώς επικαλείται λόγους που εμποδίζουν την ικανοποίηση αυτής, η ανακοπή περιορίζεται στην αμφισβήτηση των σχετικών λόγων και υποχρεούται πλέον ο τρίτος να αποδείξει την αλήθεια των λόγων που αυτός προβάλλει με τη μορφή ενστάσεών του κατά της απαίτησης (ΑΠ 1132/2019, ΑΠ 480/2012). Για να συντρέχει, όμως, η ως άνω περίπτωση, θα πρέπει η μη αμφισβήτηση να αφορά σαφώς προσδιοριζόμενη απαίτηση από συγκεκριμένη έννομη σχέση, πράγμα που δεν συμβαίνει επί διαρκούς μη επώνυμης έννομης σχέσης, όταν ο τρίτος με τη δήλωσή του, χωρίς να αναφέρει πραγματικά περιστατικά και σαφείς όρους λειτουργίας της εν λόγω σχέσης, από την οποία απορρέει σαφής και ορισμένη απαίτηση, μάλιστα δε και δυνατότητα παραγωγής αυτής επί κατασχέσεως μέλλουσας απαίτησης, προβαίνει απλώς σε γενική άρνηση οποιασδήποτε οφειλής του προς τον καθού η εκτέλεση από τη σχέση αυτή, αιτιολογώντας ασαφώς και αορίστως την ανυπαρξία οποιασδήποτε οφειλής του προς αυτόν. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, είναι υποχρεωμένος ο ανακόπτων, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, να επικαλεσθεί με την ανακοπή του τόσο τη βασική έννομη σχέση όσο και τα πραγματικά γεγονότα από τα οποία απορρέει η οφειλή, υπάρχουσα ή μέλλουσα, του τρίτου προς τον καθού η εκτέλεση ΑΠ 259/2020). Κατάσχεση εις χείρας τρίτου κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ επιτρέπεται τόσο στην περίπτωση κατά την οποίαν ο καθού η εκτέλεση είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, (Ολ ΑΠ 21/2001), όσο και όταν ο τρίτος στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ (κατά τις διατάξεις του άρθρου 95 ν. 2362/1995). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του β.δ. της 3/13 Ιουλ 1936 σαφώς συνάγεται ότι το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, υπαγόμενο υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, με σκοπό τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις στον απολυόμενο ή αποχωρούντα ασφαλισμένο από τη Δημόσια Υπηρεσία ή στην περίπτωση θανάτου αυτού, στα μέλη της οικογένειάς του. Ενόψει του σκοπού που επιδιώκει και της λειτουργίας αυτού χάριν του γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, ο νομοθέτης θέλησε να ισχύσουν επ' αυτού όλα τα προνόμια, που έχουν χορηγηθεί στο Δημόσιο, μεταξύ των οποίων και η εφαρμογή των διατάξεων του ΚΕΔΕ κατά την είσπραξη του απαιτήσεών του. Στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών παραπέμπει ρητά το άρθρο 3 παρ. 7 του ως άνω β.δ/τος, σύμφωνα με το οποίο "Αι προς το Ταμείον οφειλαί των ησφαλισμένων ή ετέρων προσώπων, τα εκ της διαχειρίσεως της περιουσίας του έσοδα βεβαιούνται και εισπράττονται κατά τας περί εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων διατάξεις...". Περαιτέρω, με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α' 85), το συσταθέν με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α' 41) Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) μετονομάστηκε σε Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), ορίστηκε δε ότι το νέο αυτό Ταμείο συγκροτείται από τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης και τον κλάδο εφάπαξ παροχών, οι οποίοι λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Με την παρ. 5 του άρθρου 36 του ν. 4052/2012, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 75 του πιο πάνω νόμου 4387/2016, ορίστηκε ότι: "Στον κλάδο εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. εντάσσονται τα παρακάτω ταμεία, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί πρόνοιας ως εξής: Α. Το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Π.Δ.Υ.) με τους Τομείς του: (...)", ενώ, με την παρ. 11 του άρθρου 85 του ν. 4387/2016 ορίστηκε ότι: "Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών Προνοίας συνεχίζονται από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.". Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4387/2016, οι οποίες εντάσσονται στο Στ' Κεφάλαιο του νόμου αυτού και ισχύουν από 01η-01-2017, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 90 του ίδιου νόμου, το Τ.Π.Δ.Υ. εντάχθηκε στον κλάδο πρόνοιας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., από την πιο πάνω ημερομηνία.

Συνεπώς, το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως καθολικός διάδοχος του Τ.Π.Δ.Υ., νομίμως υπεισήλθε και συνέχισε τις εκκρεμείς δίκες. Ακολούθως, με το άρθρο 51 § 1 του ίδιου ως άνω νόμου (4387/2016) συνεστήθη ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (νπδδ), με χρόνο ενάρξεως λειτουργίας την 1η Ιανουαρίου 2017, στο οποίο εντάχθηκαν αυτοδίκαια οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, ενώ με τα άρθρα 1 και 6 του ν. 4670/2020προστέθηκαν αντίστοιχα, τα άρθρα 51Α και 70Α στον ν. 4387/2016 και ορίστηκε ότι από 1-3-2020 ο ΕΦΚΑ μετονομάστηκε σε e-ΕΦΚΑ και ότι από την ίδια ημεροχρονολογία εντάσσεται στον e-ΕΦΚΑ το τέως ασφαλιστικό Ταμείο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., η δε κινητή και ακίνητη περιουσία του περιέχεται στον e-ΕΦΚΑ, ο οποίος κατέστη καθολικός διάδοχος αυτού (ΓΝΜΔ ΝΣΚ7/2021).

Εξάλλου, όπως προκύπτει εξ άλλου, από το άρθρο 25 του ν. 4144/2013, που αντικατέστησε το άρθρο 2 του ν. 2956/2001 "Αναδιάρθρωση Ο.Α.Ε.Δ. και άλλες διατάξεις" ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), που συστάθηκε με το ν.δ. 2961/1954 "περί Συστάσεως Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας" και μετονομάσθηκε σε Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) με το ν.δ. 212/1969 "Περί οργανώσεως και διοικήσεως του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού", αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Αθήνα και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, έχει δε σκοπό την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής για την απασχόληση και την καταπολέμηση της ανεργίας, την ενίσχυση και διευκόλυνση της ένταξης του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας στην αγορά εργασίας, την ασφάλιση κατά της ανεργίας, την προώθηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και τη σύνδεση της με την απασχόληση, την πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού και των οικογενειών αυτού, τη χορήγηση παροχών για στεγαστική προστασία αυτού και τη συνδρομή στη συλλογική οργάνωση και δράση του, εν όψει της βελτίωσης του βιοτικού του επιπέδου. Κατά δε το άρθρο 33 παρ. 1 και 2 του ν.δ 2961/1954, οι εκάστοτε ισχύουσες εισφορές υπέρ της Υπηρεσίας για την ασφάλιση της ανεργίας συνεισπράττονται υποχρεωτικώς με τις υπέρ του ΙΚΑ εισφορές και οι τράπεζες στις οποίες οι τελευταίες κατατίθενται αλλά και το ίδιο το ΙΚΑ, την τελευταία ημέρα κάθε μηνός μεταθέτουν οίκοθεν σε πίστωση του ΟΑΕΔ τα ανήκοντα σ' αυτό ποσά εισφορών όπως αυτές ειδικότερα καθορίζονται στην παρ. 2 του άνω άρθρου 33νδ2961/1954. Κατά τη ρητή μάλιστα πρόβλεψη της παρ. 5 του αυτού ως άνω άρθρου σύμφωνα με το οποίο "το ΙΚΑ απολαύει όλων των διαδικαστικών προνομίων του Δημοσίου, επί τούτου δε ως ενάγοντος ή εναγομένου εφαρμόζονται άπασαι αι διά το Δημόσιον εκάστοτε ισχύουσαι αντίστοιχοι διαδικαστικαί διατάξεις του Κώδικος περί δικών του Δημοσίου, της Πολ. και Ποιν. Δικονομίας...", οι διατάξεις των άρθρων 19 (περί των ατελειών, απαλλαγών κ.λπ. του ΙΚΑ), 26, 27 του ΑΝ 1846/51 (περί των υποχρέων προς εισφορά στο ΙΚΑ, του τρόπου καταβολής τους, καθυστέρησης καταβολής, αναγκαστικής είσπραξης κ.λπ.), όπως τροποποιήθηκαν μεταγενεστέρως, εφαρμόζονται αναλόγως και επί του ΟΑΕΔ (ΑΠ 745/2021, ΑΠ 629/2021). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 4144/2013 "Οι εισφορές που καταβάλλονται υπέρ των κλάδων και λογαριασμών του Ο.Α.Ε.Δ. αποτελούν κοινωνικούς πόρους. Επί των τραπεζικών καταθέσεων του Ο.Α.Ε.Δ. στις οποίες περιλαμβάνονται και εισφορές όπως αυτές του προηγουμένου εδαφίου δεν είναι επιτρεπτή η κατάσχεση". Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου " Οι διατάξεις του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 (περί δημοσίου λογιστικού, που προβλέπουν τους όρους και τις προϋποθέσεις της κατάσχεσης και εκχώρησης εις χείρας του Δημοσίου ως τρίτου όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου 28 ν.4151/2013 και ισχύουν κατ' άρθρο 177 ν. 4270/2014), εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις της κατάσχεσης εις χείρας του Ο.Α.Ε.Δ. ως τρίτου και της αναγγελίας της εκχώρησης απαιτήσεων τρίτων κατά του Ο.Α.Ε.Δ. Στις περιπτώσεις αυτές, το κατασχετήριο ή το εκχωρητήριο έγγραφο, που προβλέπεται στο ανωτέρω άρθρο κοινοποιείται προς τη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Ο.Α.Ε.Δ". Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 27 παρ. 2 του ν.4144/2013, ρητά προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής κατάσχεσης, από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση, στα χέρια του Ο.Α.Ε.Δ., ως τρίτου, απαιτήσεων δανειστών αυτού, όπως είναι και οι απορρέουσες από καταρτισθείσες συμβάσεις μισθώσεως απαιτήσεις εκμισθωτών για την καταβολή οφειλομένων από τον Ο.Α.Ε.Δ. μισθωμάτων. Στην περίπτωση αυτή, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη της παραγράφου 1 του ανωτέρω άρθρου, καθόσον αυτή έχει εφαρμογή όταν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Ο.Α.Ε.Δ. με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια της οικείας τράπεζας ως τρίτης. Ανεξαρτήτως δε αυτού, με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται γενική και απόλυτη απαγόρευση διενέργειας αναγκαστικής κατάσχεσης επί των τραπεζικών καταθέσεων του Ο.Α.Ε.Δ., αλλά το ακατάσχετο αφορά αποκλειστικά τις εισφορές καθώς και τους τραπεζικούς λογαριασμούς του αναιρεσείοντος ΟΑΕΔ που περιλαμβάνουν και εισφορές, όχι όμως και τα χρηματικά ποσά, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές, αυτοτελείς, πηγές εσόδων και προορίζονται για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών του αναιρεσείοντος, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα οφειλόμενα μισθώματα από τη μίσθωση ακινήτων τρίτων, και τα οποία μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο καταθέσεων άλλων τραπεζικών λογαριασμών, ενόψει του ότι τα χρηματικά αυτά ποσά δεν ταυτίζονται, άνευ ετέρου, από μόνο το γεγονός ότι αφορούν οφειλές σε χρήμα, με τις εισφορές και τους αντίστοιχους λογαριασμούς του αναιρεσείοντος που περιέχουν εισφορές. Η εν λόγω διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1β του ν. 4144/2013 θεσπίσθηκε ειδικά για τον ΟΑΕΔ για την προστασία και μόνον των εισφορών που συνιστούν κοινωνικούς πόρους και έχουν ταχθεί για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου δημόσιου σκοπού, όπως, εξ άλλου, προβλέπει και το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3068/2002 για το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ γενικώς, και, συνεπώς, δεν καταλαμβάνει και την ιδιωτική περιουσία του ΟΑΕΔ (βλ. ΑΠ 1159/2021). Τούτο, θα ήταν αντίθετο με την θεσπισθείσα πλέον με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 δυνατότητα επίσπευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου και νπδδ (υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα πρόκειται για την ιδιωτική τους περιουσία), απονέμοντας στον ΟΑΕΔ αποκλειστικά, προνόμια που ούτε για το Δημόσιο διατηρήθηκαν.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, (ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 4/2018, ΟλΑΠ 6/2017), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 222/2022, 538/2012). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 1308/2021, ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για κήρυξη ή μη ακυρότητας, εκπτώσεως ή απαραδέκτου, ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, απαράδεκτο ή έκπτωση από δικαίωμα, που προέρχεται από παραβίαση δικονομικής διατάξεως και όχι διατάξεως ουσιαστικού δικαίου (OλAΠ 2/2001, ΑΠ 1419/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ της ένδικης ανακοπής προκύπτει ότι το ΤΠΔΥ (στη θέση του οποίου υπεισήλθε αρχικά το ΕΤΕΑΕΠ ως εφεσίβλητο- αναιρεσίβλητο και ήδη κατά την παρούσα συζήτηση ο e-ΕΦΚΑ ως καθολικός του διάδοχος κατά τα προαναφερόμενα), άσκησε την εν λόγω ανακοπή ισχυριζόμενο ότι έχει απαίτηση ποσού 380.995,75 €, κατά της εταιρείας "…. A.E.B.E από μισθώματα, και κοινόχρηστες δαπάνες του περιγραφόμενου στην ανακοπή ακινήτου του και ότι η οφειλέτιδά του αυτή έχει, με τη σειρά της, απαίτηση κατά του ήδη αναιρεσείοντος (εκκαλούντος - καθ' ου η ανακοπή) ΟΑΕΔ, προερχομένη ομοίως από μισθώματα, για ακίνητο που εκμίσθωσε στο τελευταίο. Ότι, με το από 25-2-2013 κατασχετήριο έγγραφο, επιδοθέν στο ήδη αναιρεσείον στις 25-4-2013, το αναιρεσίβλητο επέβαλε στα χέρια αυτού ως τρίτου, αναγκαστική κατάσχεση κάθε απαίτησης της οφειλέτιδάς του, έναντι αυτού (του καθ' ου η ανακοπή), που αφορά μελλοντικά και μηνιαίως απαιτητά μισθώματα, μέχρι του ποσού των 380.995,75 € και ότι, εφόσον το αναιρεσείον (καθ' ου η ανακοπή) παρέλειψε, εντός της προβλεπόμενης εκ του νόμου προθεσμίας, να δηλώσει την στα χέρια του ύπαρξη της κατασχεθείσας απαίτησης της οφειλέτιδάς του, η παράλειψη, αυτή που εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση, είναι ανειλικρινής. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, να αναγνωριστεί η ανειλικρίνεια της προς αρνητική δήλωση εξομοιούμενης παράλειψης δήλωσης, να υποχρεωθεί το αναιρεσείον (καθ' ου η ανακοπή), να καταβάλει στο αναιρεσίβλητο (ανακόπτον) νομιμοτόκως την απαίτηση της άνω οφειλέτιδας εταιρείας ποσού 5.651,37 €, μηνιαίως αρχής γενομένης από 25-4-2013, και μέχρι την εξόφληση της απαίτησης του ποσού των 380.995,75 €, άλλως, να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ίδιο ως άνω ποσό, ως αποζημίωση, για τη ζημία που υπέστη εξαιτίας της ως άνω ανειλικρινούς δηλώσεως. Η ανακοπή έγινε δεκτή ως νόμω και ουσία βάσιμη κατά την κυρία βάση της με την 2347/2015 απόφαση του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το δε Μον/λές Εφετείο Αθηνών με την 2441/2019 απόφασή του που προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως απέρριψε την έφεση που άσκησε ο ΟΑΕΔ (καθού η ανακοπή). Ειδικότερα το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "... Δυνάμει της υπ' αριθ. 43/8-112012 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του εφεσιβλήτου- ανακόπτοντος, Ν.Π.Δ.Δ. του Τ.Π.Δ.Υ., στη θέση του οποίου, από 12-5-2016, υποκαταστάθηκε πλέον το εφεσίβλητο, Ν.Π.Δ.Δ., του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., νομίμως εκπροσωπούμενο, καταλογίσθηκε, μεταξύ άλλων, και σε βάρος της οφειλέτιδάς του εταιρείας, με την επωνυμία "…..Α.Ε.Β.Ε.", το συνολικό ποσό των 380.995,75 €, οφειλών της τελευταίας από μισθώματα ποσού 276.157 €, και από κοινόχρηστες δαπάνες ποσού 104.838,75 €, ενώ ο οικείος χρηματικός κατάλογος απεστάλη στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, προς βεβαίωση. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, δυνάμει της υπ' αριθ. 152/2/17-1-2012 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ήδη εκκαλούντος, καθ' ου η ανακοπή Ν.Π.Δ.Δ., του Ο.Α.Ε.Δ., αυτό μίσθωσε το περιγραφόμενο στην απόφαση εκείνη ακίνητο, με εκμισθώτρια, μεταξύ άλλων, την οφειλέτιδά του εταιρεία "…..Α.Ε.Β.Ε.", αντί αρχικού μισθώματος ποσού 19.600 €, πλέον χαρτοσήμου, καταβλητέου στο τέλος κάθε μισθωτικού μηνός, για χρονικό διάστημα εννέα (9) ετών, αρχόμενο από την παράδοση του ακινήτου. Περαιτέρω, με την υπ' αριθ. 540/8/19.2.2013 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εκκαλούντος, καθ' ου η ανακοπή, το μίσθωμα καθορίσθηκε στο ποσό των 19.420,50 €, από το οποίο στην ως άνω εκμισθώτρια αναλογεί το ποσό των 5.651,37 €, το οποίο καταβάλλεται στο τέλος εκάστου μισθωτικού μηνός. Το εφεσίβλητο, και ανακόπτον, στην προσπάθειά του, να εισπράξει την απαίτησή του, επέβαλε στα χέρια του εκκαλούντος, καθ' ου η ανακοπή, ως τρίτου, με το από 25-2-2013 κατασχετήριο έγγραφο, που επιδόθηκε στο τελευταίο, στις 25-4-2013, αναγκαστική κατάσχεση κάθε απαίτησης, που έχει έναντι αυτού, η καθ' ης η εκτέλεση, οφειλέτιδα του, από μισθώματα, μέχρι του ποσού των 380.995,75 €, και την κάλεσε να καταβάλει στο ήδη εφεσίβλητο, ανακόπτον, το προαναφερόμενο ποσό, προκειμένου να καλυφθεί η απαίτησή του κατά της προαναφερόμενης οφειλέτιδάς του. Το εν λόγω κατασχετήριο έγγραφο επέδωσε το εφεσίβλητο, ανακόπτον, και προς την οφειλέτιδά του, καθ' ης η εκτέλεση, στις 24-4-2013, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. ./24-4-2013 έκθεση επιδόσεως του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή Π. Π., που μετ' επικλήσεως προσκομίζει το εφεσίβλητο, ανακόπτον. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το εκκαλούν, καθ' ου η ανακοπή, ως τρίτο, εις χείρας του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, παρέλειψε να υποβάλλει, μέσα σε τριάντα ημέρες αφότου του επιδόθηκε το κατασχετήριο έγγραφο, τη δήλωση του άρθρου 985 του Κ.Πολ.Δ., για την ύπαρξη της κατασχεθείσας απαίτησης, και η παράλειψή του αυτή εξομοιούται με αρνητική δήλωση. Αποδεικνύεται συνεπώς, ότι η σιωπηρή αυτή αρνητική δήλωση του εκκαλούντος, καθ' ου η ανακοπή, ως τρίτου, είναι ανακριβής. Με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, το ήδη εκκαλούν, καθ' ου η ανακοπή, παραπονείται, για εσφαλμένη ερμηνεία, και κακή εφαρμογή του νόμου από την εκκαλουμένη απόφαση, που έκαμε δεκτή, ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την ανακοπή του εφεσιβλήτου, ανακόπτοντος, την οποία ισχυρίζεται το εκκαλούν, καθ' ου η ανακοπή, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να την απορρίψει ως μη νόμιμη, κατ' άρθρο 27 παρ. 1 του Ν. 4144/2013, δυνάμει της οποίας ορίζεται το ακατάσχετο των εισφορών υπέρ των κλάδων και των λογαριασμών του Ο.Α.Ε.Δ. Όμως, ο λόγος αυτός της ένδικης έφεσης, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον κατά την επίμαχη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 27 του Ν 4144/2013, ακατάσχετες είναι μόνον οι εισφορές, και οι τραπεζικές καταθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και εισφορές υπέρ του Ο.Α.Ε.Δ., κι' όχι τα οφειλόμενα από τον Ο.Α.Ε.Δ., ως μισθωτή, ποσά μισθωμάτων, που έπρεπε το εκκαλούν αυτό Ν.Π.Δ.Δ., να καταβάλλει στην εκμισθώτρια εταιρεία, ... Α.Ε.Β.Ε. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω μισθώματα, δεν εμπίπτουν στο προβαλλόμενο, με τον υπό κρίση λόγο έφεσης, ακατάσχετο, δεδομένου ότι το ποσό των οφειλόμενων αυτών μισθωμάτων, δεν κατάσχεται καθ' ον χρόνο βρίσκεται σε τραπεζικό λογαριασμό, αλλά, κατά τον χρόνο, που αναλαμβάνεται από τον τραπεζικό λογαριασμό, με προορισμό να καταβληθεί, ως οφειλόμενο μίσθωμα, στον εκμισθωτή. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρονικό αυτό σημείο, το οφειλόμενο εν λόγω ποσό μισθώματος έχει κατασχεθεί, και δεν δύναται να καταβληθεί στον καθ' ου η εκτέλεση εκμισθωτή, αλλά πρέπει να καταβληθεί στο Ν.Π.Δ.Δ., του εφεσιβλήτου, ανακόπτοντος, κατασχόντος Ταμείου.

Συνεπώς ο ως άνω πρώτος λόγος της κρινομένης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, το εκκαλούν, καθ' ου η ανακοπή, επικαλείται μη ορθή εφαρμογή του νόμου από την εκκαλουμένη απόφαση, ισχυριζόμενο ότι δεν είναι επιτρεπτή η σε βάρος του κατάσχεση, με βάση τίτλο του Κ.Ε.Δ.Ε., αλλά μόνο με βάση δικαστική απόφαση. Ο δεύτερος αυτός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, και συγκεκριμένα, ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του εκκαλούντος Ν.Π.Δ.Δ., του Ο.Α.Ε.Δ., αλλά σε βάρος της εκμισθώτριας ως άνω εταιρείας, ... Α.Ε.Β.Ε., δανείστριας του ήδη εκκαλούντος Ο.Α.Ε.Δ., και οφειλέτιδας του εφεσιβλήτου..." Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κάνει δεκτή την ανακοπή του αναιρεσιβλήτου, κατά την κύρια βάση της, αναγνώρισε ως άκυρη την πλασματική αρνητική δήλωση του αναιρεσείοντος (καθού η ανακοπή) και υποχρέωσε αυτό να καταβάλει στο αναιρεσίβλητο, από 25-4-2013 και εντεύθεν, τα οφειλόμενα μηνιαία μισθώματα, εκάστου μισθώματος ποσού 5,651,37 ευρώ, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλόμενου συνολικού ποσού των 380.995,75 ευρώ για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση.

Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 2 ν.4144/2013 (σε συνδυασμό με το αρ. 95 ν. 2362/1995 όπως ισχύει), 985, 986 και 990 ΚΠολΔ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ούτε και τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1β ν.4144/2013, την οποία σωστά δεν εφάρμοσε, αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, καθόσον, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, με το ένδικο κατασχετήριο του αναιρεσίβλητου ΤΠΔΥ (μετέπειτα ΕΤΕΑΕΠ και ήδη ΕΦΚΑ) κατασχέθηκε αναγκαστικά, εκ μέρους του επισπεύδοντος την εκτέλεση αναιρεσιβλήτου, στα χέρια του αναιρεσείοντος ως τρίτου και υπό την ιδιότητά του ως μισθωτή η κατ' αυτού απαίτηση από μισθώματα της οφειλέτιδας του αναιρεσιβλήτου εκμισθώτριας ανώνυμης εταιρείας, τα οποία όφειλε το αναιρεσείον να της καταβάλει, και τα οποία, κατά τη μείζονα σκέψη, δεν εμπίπτουν στα ακατάσχετα του άρθρου 27 παρ. 1α, β ν. 4144/2013, εφόσον, υπό τις εν λόγω παραδοχές, τα χρηματικά αυτά ποσά ως εκ της φύσεώς τους δεν ταυτίζονται με τις εισφορές και αντίστοιχους λογαριασμούς του αναιρεσείοντος που περιέχουν και εισφορές, το δε αναιρεσίβλητο νπδδ δεν επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ΟΑΕΔ (ως καθού η εκτέλεση), αλλά επισπεύδει εκτέλεση σε βάρος της οφειλέτιδάς του ανώνυμης εταιρείας, επιβάλοντας κατάσχεση, εις χείρας του ΟΑΕΔ ως τρίτου, για την σε βάρος του και αναγόμενη στην ιδιωτική του περιουσία απαίτηση της καθής η εκτέλεση, η οποία ρητά επιτρέπεται κατά το άρθρο 27 παρ. 2 του ν. 4144/2013.

Συνεπώς, ο πρώτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η πλημμέλεια της παραβίασης του άρθρου 27 παρ. 1 του ν. 4144/2013, με την αιτίαση ότι "η διάταξη αυτή, ως ειδικότερη εκείνης του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 3068/2002, δεν διακρίνει μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών ταμειακής διαχείρισης και τραπεζικών λογαριασμών διαθεσίμων (αποθεματικών), ούτε προβλέπει τη δυνατότητα διαχωρισμού του περιεχομένου των καταθέσεων κατ' αντιστοιχία προς τις απαιτήσεις τρίτων, καθιερώνοντας γενική και απόλυτη απαγόρευση διενέργειας αναγκαστικής κατάσχεσης", είναι αβάσιμος, διότι στηρίζεται στην αναληθή προϋπόθεση αφενός ότι όλοι του οι τραπεζικοί λογαριασμοί (στο σύνολό τους) περιλαμβάνουν και εισφορές, αφετέρου δε ότι ο ΟΑΕΔ είναι ο καθού η εκτέλεση. Περαιτέρω ο αναιρεσείων, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, ψέγει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ. 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την επίκληση των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 4 εδ. γ' του Συντάγματος (που προβλέπει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ όπως νόμος ορίζει), 33 παρ. 5 ν.δ 2961/1954, 2 παρ. 1 ν. 2956/2001 και 19 Α.Ν. 1846/1951 (που προβλέπουν ότι ο ΟΑΕΔ αποτελεί ΝΠΔΔ υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως προς τον οποίον εφαρμόζονται αναλόγως οι ατέλειες και τα προνόμια που απολαμβάνει το ΙΚΑ) και την αιτίαση ότι "εν όψει των ανωτέρω δεν είναι δυνατόν να χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του αναιρεσείοντος μη ερειδόμενη σε εκτελεστή δικαστική απόφαση". Επίσης, με τον τρίτο αναιρετικό λόγο, ο αναιρεσείων μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι "δεν εξέτασε τον ισχυρισμό που προέβαλε με τον προηγούμενο λόγο αναίρεσης περί παραβίασης του άρθρου 94 παρ. 4 γ' του Συντάγματος". Αμφότεροι οι ως άνω λόγοι είναι αβάσιμοι, καθόσον ερείδονται επί της αναληθούς προϋπόθεσης ότι η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται σε βάρος του αναιρεσείοντος, (πέραν του ότι σε κάθε περίπτωση επιτρέπεται η κατάσχεση στα χέρια νπδδ ως τρίτου με οποιονδήποτε τίτλο και εάν γίνεται η εκτέλεση, πρβλ ΑΠ 783/2015), ενώ, όσον αφορά την κατ' εκτίμηση αποδιδόμενη, με τον τρίτο λόγο, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ο λόγος αυτός είναι επίσης αβάσιμος, διότι το Εφετείο ερεύνησε υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές και απέρριψε ως αλυσιτελή τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Κατόπιν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα κατά τα άρθρα 33 παρ. 5 νδ 2961/1954 σε συνδυασμό με 19 § 1 α.ν. 1846/1951, 22 παρ. 1 και 3 ν. 3643/1957, 21 παρ. 9ν 1902/1990 κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 18-11-2019 αίτηση του νπδδ με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ" (ΟΑΕΔ) για αναίρεση της 2441/2019 αποφάσεως του Μον/λούς Εφετείου Αθηνών.

 

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2022.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιουνίου 2022.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ