ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 1061/2025
Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών - Ένσταση
συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους -.
Όταν
από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια που τελεί σε αιτιώδη
σύνδεσμο προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση
της ωφέλειας. Σε περίπτωση ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται για
τον προσδιορισμό της ζημίας, εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση, ο συνυπολογισμός
του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται στην καλή
πίστη. Απόρριψη αναιρετικού λόγου από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση συνυπολογισμού
ζημίας και κέρδους. Το κέρδος των εναγόντων από την απόδοση των ομολόγων δεν
προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του
κεφαλαίου. Ο εν λόγω συνυπολογισμός αντίκειται στην καλή πίστη. Απόρριψη
ένστασης συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους
αριθ. 19, 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 1061/2025
TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
A1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα
Θωμάτου - Εισηγήτρια, Ευτύχιο Νικόπουλο, Φωτεινή
Μηλιώνη και Μαρία Πετσάλη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου
Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας
- καλούσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την
επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο
«EUROBANK», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής
διαδόχου της αρχικά ενάγουσας Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία
«ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία εκπροσωπήθηκε από την
πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Μητσιμπούνα και
κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων
- καθ'ων η κλήση: 1) ………, χήρας ………, το γένος ………, ως
εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος αρχικά αναιρεσίβλητου
……… του ……, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2) ……… του ……, κατοίκου ………
Καρδίτσας, ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος αρχικά αναιρεσίβλητου ……… του ……, η οποία παραστάθηκε μετά του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Τσιαμπαλή και
κατέθεσε προτάσεις, 3) ……… του ……, κατοίκου ……… Καρδίτσας, ατομικά και ως εξ
αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος αρχικά αναιρεσίβλητου
……… του ……, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Τσιαμπαλή και κατέθεσε προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, συνήγορος
των ως άνω αναιρεσιβλήτων - καθ' ων η κλήση, αφού
έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, δήλωσε ότι η υπό στοιχείο 1 αναιρεσίβλητη
- καθ' ης η κλήση απεβίωσε στις 12/3/2023 σύμφωνα με την προσκομισθείσα υπ'
αριθμό 12/1/2023 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Σοφάδων, και
την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτής α) ………
του ……, κάτοικο ……… Καρδίτσας η οποία παραστάθηκε μετά του ίδιου ως άνω
δικηγόρου και κατέθεσε προτάσεις, β) ……… του ……, κάτοικο Λεονταρίου
Καρδίτσας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω δικηγόρο και κατέθεσε
προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με
την από 27/2/2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που
κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
102/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 296/2016 του Μονομελούς Εφετείου
Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα
με την από 19/12/2018 αίτησή της και τους από 30/1/2024 πρόσθετους λόγους
αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης
αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως
σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των
προσθέτων λόγων αυτής, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων
την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική
δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των
άρθρων, 286 περ. α, 287 και 290 ΚΠολΔ, οι οποίες,
κατ’ άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη,
προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν, μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και
μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική
απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η εν λόγω διακοπή
επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του θανόντος
του λόγου διακοπής, με την επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με προφορική
δήλωση στο ακροατήριο ή και εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της
διαδικαστικής πράξης, ενώ η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί εκουσίως
με ρητή ή σιωπηρή δήλωση των κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου, η οποία
μπορεί να γίνει και ενιαία μαζί με τη γνωστοποίηση του λόγου διακοπής (ΑΠ
1562/2022, ΑΠ 122/2022, ΑΠ 546/2021), είτε αναγκαστικά, με πρόσκληση του
αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί να
επισπεύσει την επανάληψή της, κοινοποιώντας στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε
η διακοπή, δικόγραφο για επανάληψη της δίκης (ΑΠ 762/2023, ΑΠ 275/2022, ΑΠ
1339/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 31-10-2022 κλήση της αναιρεσείουσας, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την
επωνυμία, «Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία», ως
καθολικής διαδόχου της αρχικά εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, με την
επωνυμία, «Τράπεζα Eurobank Ergasias
ΑΕ», νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή
της παρούσας, η από 19-12-2018 αίτησή της (αναιρεσείουσας),
για αναίρεση της 296/2016 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας,
μετά τη βίαια διακοπή της δίκης, κατά τη δικάσιμο της 13-1-2020, λόγω θανάτου
του πρώτου αναιρεσίβλητου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει
από τα με αριθμό 4/2020 πρακτικά του δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της
κρινόμενης αίτησης αναίρεσης στη δικάσιμο, της 13-1-2020, η πληρεξούσια
δικηγόρος της δεύτερης αναιρεσίβλητης, δήλωσε στο
ακροατήριο, ότι αποβίωσε ο πρώτος αναιρεσίβλητος,
………, στις 5-8-2019, ήτοι μετά την άσκηση της αναίρεσης (19-12-2018), σύμφωνα με
την προσκομισθείσα με αριθμό, 28/1/2019 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου
του Δήμου Σοφάδων Καρδίτσας. Ο τελευταίος, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη
σύζυγό του, ……… και τις λοιπές αναιρεσίβλητες, ………
και ………, τέκνα του, που αποδέχθηκαν την κληρονομιά με το ευεργέτημα της
απογραφής. Επίσης, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του
δικαστηρίου τούτου, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και του
πρόσθετου αυτής λόγου στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ο
πληρεξούσιος δικηγόρος των άνω αναιρεσίβλητων, ………
και ………, δήλωσε ότι αποβίωσε στις 12-3-2023 και η ………, σύμφωνα με την
προσκομισθείσα από 26-2-2024 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου του Δήμου
Σοφάδων Καρδίτσας και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις τελευταίες, από τις
οποίες η ……… αποδέχθηκε την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής και οι
οποίες παρίστανται και συνεχίζουν τη δίκη, εκπροσωπούμενες από τον ίδιο
(πληρεξούσιο δικηγόρο). Ο θάνατος του πρώτου αναιρεσίβλητου
και της μεταποβιώσασας συζύγου του, και η συγγενική
σχέση που στηρίζουν την ως άνω κληρονομική διαδοχή, αποδεικνύονται από τα
προσκομιζόμενα από τις άνω, δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων,
σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα. Επομένως, οι τελευταίες, ως κληρονόμοι του
πρώτου αναιρεσίβλητου και της μεταβιώσασας
συζύγου του, υπό την ιδιότητά τους αυτή, για την οποία πρέπει επιπλέον να
σημειωθεί ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση, νομίμως συνεχίζουν τη δίκη,
υπεισερχόμενες στη δικονομική θέση του ως άνω αποβιωσάντων αναιρεσιβλήτων.
Με την πιο πάνω αίτηση
αναίρεσης και τους από 30-1-2024 πρόσθετους αυτής λόγους, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική
διαδικασία, με αριθμό 296/2016 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου
Λάρισας, το οποίο απέρριψε την έφεση της εναγομένης,
ήδη αναιρείουσας, κατά της 102/2015 οριστικής
απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία είχε γίνει εν
μέρει δεκτή η από 27-2-2013 αγωγή των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων
και είχε αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης - αναιρεσείουσας να τους καταβάλει το συνολικό ποσό των
87.886 ευρώ εντόκως, για απαίτησή τους από αδικοπραξία, στα πλαίσια παροχής
επενδυτικών υπηρεσιών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα
(άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ)
και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1). Επίσης, παραδεκτοί είναι και
οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι, οι οποίοι ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο, που
κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκε νόμιμα στις
ήδη αναιρεσίβλητες, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι τριάντα πλήρεις ημέρες
πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. τις 11972, 11973/31-1- 2024 εκθέσεις
επίδοσης της δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Λάρισας, ………). Συνεπώς, η
αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, πρέπει να συνεκδικαστούν,
λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ),
αλλά και διότι οι πρόσθετοι λόγοι δεν έχουν αυθυπαρξία και συζητούνται,
υποχρεωτικά μαζί με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 527/2023, ΑΠ 1376/2022, ΑΠ
1640/2022) και ακολούθως να ερευνηθούν, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των
λόγων τους (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των
άρθρων, 298, 288, 914 και 930 παρ. 3 του ΑΚ, προκύπτει ότι η αποζημίωση, την
οποία οφείλει ο παρά τον νόμο ζημιώσας άλλον
υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του
ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης, στην οποία
θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε, από το ίδιο
ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς
αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος,
κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι
υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση επομένως ωφέλειας από
το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται για τον προσδιορισμό της ζημίας, εφόσον υποβληθεί
σχετική ένσταση, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος
συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη.
Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος
υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις
γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση
ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν, η καλή πίστη
να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 796/2023, ΑΠ 1233/2021, ΑΠ 1183/2021, ΑΠ
498/2021, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Περαιτέρω, κατά το άρθρο
559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ,
αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον
οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας
δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές
προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη
υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ
7/2006). Με το λόγο αυτό αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά
την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των
ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της
ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ,
ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου,
έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν
(ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 244/2016). Εξάλλου, κατά την έννοια του
λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ,
η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην
ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της,
δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά
περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για
ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην
μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα
ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν
εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 1284/2023). Ακολούθως,
με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το
δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε
υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
"Ως πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι
αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και
επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι
ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά,
τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 25/2003), καθώς και οι λόγοι της έφεσης, εφόσον
περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, τα οποία αφορούν αυτοτελείς
ισχυρισμούς (ΑΠ 368/2021, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 894/2020, ΑΠ 29/2012, ΑΠ 2024/2009).
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο επιδίκασε
κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση
αδίκαστη. Ως "αίτηση", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται
κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή δικαστικής
προστασίας με οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της και η οποία δημιουργεί χωριστό
αντικείμενο δίκης και εκκρεμοδικία. Τέτοια αίτηση είναι αυτή της αγωγής, της
ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, των
ενδίκων μέσων, των ανακοπών, της τριτανακοπής, όχι, όμως, και εκείνη της ένστασης,
της αντένστασης και γενικά εκείνη που αναφέρεται σε κάθε άλλου είδους
"πράγματα", που είναι αντικείμενο του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό
8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1278/2019, ΑΠ 1273/2017,
ΑΠ 483/2011). Επιδίκαση δε, κατά την έννοια του προαναφερθέντος αναιρετικού
λόγου, που συνιστά έκφανση της αρχής της διάθεσης, σημαίνει ότι το δικαστήριο
της ουσίας αποφάσισε σε "αίτημα", με διάταξή του ή αιτιολογία, που
έχει προσόντα διατακτικού, χωρίς, όμως, να υφίσταται αντίστοιχο αίτημα (ΑΠ
750/2020, ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 858/2011, ΑΠ 204/2011). Για το ορισμένο του σχετικού
λόγου, πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζεται τι
επιδικάστηκε χωρίς αίτηση ή περισσότερο απ' όσο ζητήθηκε και αν αυτό αφορά σε
κεφάλαιο της δίκης (ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 281/2017). Τέλος, σε περίπτωση που το
διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται σε δύο ή περισσότερες ισοδύναμες
επάλληλες αιτιολογίες (κύριες ή επικουρικές), οι οποίες στηρίζουν αυτοτελώς η
καθεμία το διατακτικό της και με την αναίρεση πλήττεται η μια μόνο από αυτές, ο
λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού οι μη πληττόμενες
αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Το
ίδιο συμβαίνει, όταν με τους λόγους αναίρεσης πλήττονται όλες οι αιτιολογίες,
αλλά η προσβολή μιας από αυτές δεν τελεσφορεί (ΑΠ 1261/2021, ΑΠ 232/2020, ΑΠ
436/2020, ΑΠ 559/2019, ΑΠ 1442/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση,
με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης και το μοναδικό πρόσθετο λόγο, κατά το
σχετικό μέρος του, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην
προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι, απορρίπτοντας την ένστασή της
περί συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους των αναιρεσίβλητων
(εναγόντων), προκειμένου να αφαιρεθεί η ωφέλεια που αυτές αποκόμισαν από την τοκοφορία του κεφαλαίου τους, κατά το χρονικό διάστημα που
κατείχαν το επίδικο ομόλογο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις διατάξεις των
άρθρων, 914, 297, 298, 930 παρ. 3 ΑΚ, ενώ με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου
λόγου και τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα
αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου
559 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι, κατά την απόρριψη
της άνω ένστασής της, παραβίασε και εκ πλαγίου τις άνω διατάξεις ουσιαστικού
δικαίου και αυτές των άρθρων 806 και 830 ΑΚ, διαλαμβάνοντας ως προς το παραπάνω
κρίσιμο ζήτημα του συνυπολογισμού της ωφέλειας από τη ζημιογόνο πράξη,
ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Η αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπησή της, ως προς το ενδιαφέρον τον αναιρετικό
έλεγχο μέρος αυτής, απέρριψε την ως άνω ένσταση με την εξής αιτιολογία: « ... η
εναγομένη (αναιρεσείουσα)
με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου υπέβαλε ένσταση
συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, την οποία νομότυπα επαναφέρει με την έφεσή
της. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή,
θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικασθησόμενο ποσό,
το οποίο θα αφορά την ζημία των εναγόντων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους
ποσό των αποδόσεων των επιδίκων επενδυτικών προϊόντων (ειδικό μέρισμα-τόκοι),
το οποίο ανερχόταν μέχρι τη συζήτηση της αγωγής στο ποσό των 59.310,24 ευρώ. Οι
τόκοι και το ειδικό μέρισμα, όμως, που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των
χρεογράφων είναι μεν κέρδος τους από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην,
όμως, το κέρδος αυτό προέρχεται όχι από την ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της
απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην
τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε,
αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες. Έτσι οι τελευταίοι
δικαιούνται να κρατήσουν το σύνολο των εισπραχθέντων μερισμάτων-τόκων, καθ' ότι
είχε ήδη συμβατικώς προβλεφθεί ότι το επενδυτικό
προϊόν θα είχε κάποια απόδοση και σε κάθε περίπτωση αυτό θα είχε το συμφωνηθέν
επιτόκιο, επομένως το ποσό των τόκων και μερισμάτων δεν είναι κέρδος των
εναγόντων από την άνω ζημία τους, αλλά απότοκος της συναφθείσας μεταξύ των
μερών συμβάσεως για συγκεκριμένες απολήψεις (ασχέτως της ασυμφωνίας ως προς τα
λοιπά σημεία της). Άλλωστε, η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη
ζημία των εναγόντων, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού οι
τελευταίοι τους έχουν ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν
κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την
απώλεια του κεφαλαίου τους ή του μεγαλυτέρου μέρους
της, αν είχαν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν τα χρεόγραφα. Με το να απορρίψει το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που
οι ενάγοντες έλαβαν ως απόδοση των επίδικων ομολόγων, δεν υπέπεσε στην
αποδιδόμενη πλημμέλεια, διότι δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις
των άρθρων 298 εδ. α’, 914 και 930 παρ. 3 και 288 ΑΚ,
τις οποίες σωστά εφάρμοσε, καθόσον υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως
αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πράγματι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση
συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο διότι ναι μεν το ως άνω ποσό των
59.310,24 ευρώ αποτελεί κέρδος των εναγόντων από τους ανωτέρω τίτλους, πλην,
όμως, το κέρδος αυτό, (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν
προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου
τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το
εκμεταλλεύθηκε αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και
κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. Άλλωστε, ο
προτεινόμενος (από την εναγομένη) συνυπολογισμός
αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως
προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε
ωφέλεια του ζημιώσαντος. Ομοίως κρίνοντας και το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και προέβη σε
ορθή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη με την έφεσή της είναι αβάσιμα και απορριπτέα».
Με βάση δε τις παραδοχές αυτές το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε
το σχετικό λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας, με τον
οποίο παραπονέθηκε για την απόρριψη της εν λόγω ένστασής της, δεχόμενο με την
κύρια αιτιολογία του, ότι το κέρδος των εναγόντων από την απόδοση των ομολόγων,
δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του
κεφαλαίου τους, και με επάλληλη αιτιολογία ότι ο εν λόγω συνυπολογισμός
αντίκειται στην καλή πίστη και ακολούθως απέρριψε και την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Έτσι,
που έκρινε το Εφετείο, το οποίο με την κύρια αιτιολογία του, απέρριψε ως μη
νόμιμη την ανωτέρω ένσταση της αναιρεσείουσας
συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού
δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 και 930 παρ. 3 του ΑΚ, τις οποίες
δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον πράγματι, ναι μεν το ως άνω ποσό αποτελεί κέρδος
των αναιρεσιβλήτων από τον τίτλο που κατείχαν, πλην,
όμως, το κέρδος αυτό (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προκλήθηκε
από το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου των ως άνω αναιρεσίβλητων, αλλά από το μη επιζήμιο, (διαφορετικό)
γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου αυτού στην αναιρεσείουσα
τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του
στους αναιρεσίβλητους και κατά συνέπεια, δεν μπορεί
να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων, ως μη συνδεόμενο αιτιωδώς με αυτή,
αφού σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, το εν λόγω
ζημιογόνο γεγονός (της απώλειας κεφαλαίου) δεν ήταν πρόσφορο να παραγάγει το
συγκεκριμένο όφελος (την απόληψη τόκων) κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.
Άλλωστε, ο προτεινόμενος (από την αναιρεσείουσα)
συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη,
η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος, (από το εν λόγω ζημιογόνο
γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος.
Επομένως, οι άνω, πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και πρόσθετος λόγος, κατά
το σχετικό μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,
είναι αβάσιμοι. Οι επιμέρους εντασσόμενες στον πρόσθετο λόγο αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας την άνω
ένστασή της, παραβίασε ευθέως και τις διατάξεις των άρθρων, 361 ΑΚ (σε σχέση με
τη σύμβαση αμειβόμενης εντολής και παροχής υπηρεσιών), 398, 904, 382 ΑΚ, 8 και
9 του ν. 2251/1994, καθώς και αυτές των άρθρων, 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου
πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμες, καθόσον με βάση τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης,
είναι σαφές ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ετίθετο
ζήτημα παραβίασης εκ μέρους των αναιρεσίβλητων της
αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων από το άρθρο 361 ΑΚ, ούτε των λοιπών ως άνω
διατάξεων του ΑΚ και αυτών του νόμου ν. 2251/1994, για την προστασία του
καταναλωτή, ούτε παραβίασης της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με την
οποία προστατεύεται το δικαίωμα του προσώπου για δίκαιη δίκη, ως προς την οποία
πάντως δεν αποδίδεται συγκεκριμένη παραβίαση, αλλά ούτε και παραβίασης του
θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας,
που κατοχυρώνεται με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, το Εφετείο περιέλαβε ως προς το παραπάνω
ζήτημα συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, επαρκείς, σαφείς και όχι αντιφατικές
αιτιολογίες και δεν στέρησε νόμιμης βάσης την απόφασή του, καθόσον διέλαβε σ’
αυτή την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των άνω
διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (297, 298, 914, 930 ΑΚ), που εφάρμοσε και δεν
ήταν αναγκαία για την πληρότητα της απόφασης η παράθεση άλλων αιτιολογιών. Από
την άνω δε αιτιολογία της προσβαλλόμενης, με βάση την οποία το Εφετείο απέρριψε
την ένσταση της αναιρεσείουσας περί συνυπολογισμού
ζημίας και κέρδους, ότι οι τόκοι, ύψους 59.310,24 ευρώ, που έλαβαν οι αναιρεσίβλητες ως απόδοση του επιδίκου ομολόγου, δεν
προήλθαν από τη ζημία που υπέστησαν από την απώλεια του κεφαλαίου τους, αλλά
από την παραχώρηση αυτού στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με οποιοδήποτε
τρόπο μπορούσε, ουδόλως συνάγεται παραδοχή ότι η καταρτισθείσα
μεταξύ των διαδίκων σύμβαση από την οποία προήλθε η άνω απόδοση στον αναιρεσίβλητο ήταν αυτή της προθεσμιακής κατάθεσης με
ανώμαλη παρακαταθήκη και συνεπώς η προβαλλόμενη με τον τρίτο λόγο της αίτησης
αναίρεσης αιτίαση, ότι η παραδοχή αυτή έρχεται σε αντίθεση με την παραδοχή της
προσβαλλόμενης, ότι μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτισθεί σύμβαση εντολής για
αγορά ομολόγων, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Επομένως, οι ως άνω,
δεύτερος λόγος, κατά το οικείο σκέλος του και ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον
αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,
είναι για τους παραπάνω λόγους απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, με το
δεύτερο λόγο αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, η αναιρεσείουσα
αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με τις αιτιάσεις ότι το δικαστήριο κατά
την απόρριψη της ένστασής της, για το συνυπολογισμό της ωφέλειας των αναιρεσιβλήτων και τη συνεπαγόμενη αναγνώριση της
νομιμότητας της διακράτησης του σχετικού ποσού, που
μόνο ως αίτημα της αγωγής μπορούσε να προκύψει, επεδίκασε
κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν, καθώς οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους, "ρητά και με
σαφήνεια ζήτησαν τη θετική ζημία που υπέστησαν" και δεν συμπεριέλαβαν σ’
αυτή αίτημα για διαφυγόντα κέρδη. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος,
καθόσον το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απορρίπτοντας την
ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, δεν επιδίκασε διαφυγόντα κέρδη στους
αναιρεσίβλητους - ενάγοντες, χωρίς αίτημα εκ μέρους
τους, με διάταξή του ή αιτιολογία, που έχει προσόντα διατακτικού. Τέλος, με τον
ίδιο πιο πάνω (δεύτερο) λόγο αναίρεσης, κατά το οικείο σκέλος του, αποδίδεται
στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 9, άλλως και 8 του
άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναφορικά με την επάλληλη
αιτιολογία του Εφετείου, κατά την απόρριψη της ένστασης συνυπολογισμού κέρδους
και ζημίας, σύμφωνα με την οποία ο συνυπολογισμός αυτός θα ήταν και αντίθετος
στις αρχές της καλής πίστης, με τις αιτιάσεις ότι, απορρίπτοντας την ένστασή
της περί συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους από τα τοκομερίδια, δεχόμενο ότι ο
συνυπολογισμός είναι αντίθετος στην καλή πίστη, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν
προτάθηκαν, καθώς τέτοιο ισχυρισμό δεν πρόβαλαν οι αναιρεσίβλητοι.
Ο λόγος, όμως, αυτός κατά το οικείο σκέλος του, είναι αλυσιτελής, αφού η
προαναφερόμενη κύρια αιτιολογία, βάσει της οποίας κρίθηκε απορριπτέα η ανωτέρω
ένσταση και η οποία δεν πλήττεται πλέον επιτυχώς αναιρετικά, μετά την απόρριψη
των πιο πάνω, πρώτου λόγου του κύριου δικογράφου και πρόσθετου λόγου, επιστηρίζει πλήρως και αυτοτελώς το διατακτικό της
προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1524/2022, ΑΠ 354/2022, ΑΠ 161/2022, ΑΠ 1 163/2020,
ΑΠ 1207/2017). Κατ’ ακολουθία, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να
απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, να
καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα
δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν
προτάσεις κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά τους (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την
από 19-12-2018 αίτηση και τους από 30-1-2024 πρόσθετους αυτής λόγους, για
αναίρεση της με αριθμό 296/2016 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου
Λάρισας.
Απορρίπτει την αίτηση
αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα
για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων,
τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην
Αθήνα, στις 4 Φεβρουάριου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση
στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ