ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΤρΕφΠατρών 64/2019
Διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας - Τιτλοποίηση απαιτήσεων - Δανειστής από αλληλόχρεο
λογαριασμό -.
Μεταβίβαση
επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πωλήσεως από εμπορικές επιχειρήσεις σε εταιρίες
ειδικού σκοπού που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τους την απόκτηση
επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους.
Ο δανειστής από αλληλόχρεο λογαριασμό μπορεί να ασκήσει την αγωγή για διάρρηξη απαλλοτριωτικής προς βλάβη του πράξης του οφειλέτη του,
έστω και αν κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης
δεν είχε κλεισθεί οριστικώς ο λογαριασμός, αρκεί το οριστικό κλείσιμό
του να έχει συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση της περί διάρρηξης αγωγής του.
Προϋποθέσεις διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας.
(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία
του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,
εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).
Αριθμός 64/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τους
Δικαστές Γεώργιο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Πηνελόπη Λέτσιου-Εισηγήτρια,
Μαρία Παπαϊωάννου, Εφέτες και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του την 17η Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ...,
κάτοικος Πατρών, οδός ..., 2) ..., κάτοικος Πατρών, οδός ..., τους οποίους
εκπροσώπησε στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος Περικλής Πασχάκης διά δηλώσεως, κατ' άρθρο 242§2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ :
εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «. LIMITED», που εδρεύει στο Λονδίνο
Μεγάλης Βρετανίας (. Limited) και εκπροσωπείται
νόμιμα από την διαχειρίστρια της τιτλοποιημένης
απαίτησης «ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός
Όθωνος αρ. 8 και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία
εκπροσώπησε στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αθανάσιος Καφέζας δια δηλώσεως, κατ' άρθρο 242§2.
Η ενάγουσα και ήδη
εφεσίβλητη, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, την από
10-08-2011 και με αριθμ. κατάθεσης ./2011, αγωγή.
Επί της ανωτέρω αγωγής,
εκδόθηκε η με αριθ. 709/2014 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου η οποία δέχθηκε
την από 10-08-2011 και με αριθμ. κατάθεσης ./2011,
αγωγή.
Την απόφαση αυτή
προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με
την από 24-12-2014, με αριθ. εκθ. καταθ.
./24-12-2014 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών και με αριθμ. έκθ. προσδιορ.
./10-02-2015 έφεση, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή, της
οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 20η Οκτωβρίου 2016, κατά την οποία η υπόθεση
αναβλήθηκε για την 17η Μαΐου 2018 οπότε και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις και
παραστάθηκαν δια δηλώσεως.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ME TO
ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση των
ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ' αριθμ. 709/2014
οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών που εκδόθηκε αντιμωλία
των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 παρ.
1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1β', 516 παρ. 1, 517 εδ.
α' και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) κι εμπροθέσμως, δεδομένου:
α)ότι από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης
αποφάσεως και δεν παρήλθε από την έκδοση της εκκαλουμένης (13-10-2014) έως την
άσκηση της εφέσεως (24-12-2014) η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 518
παρ. 2 του ΚΠολΔ τριετής προθεσμία (όπως το τελευταίο
άρθρο ισχύει εν προκειμένω πριν την τροποποίηση του με το ν. 4335/2015 με βάση
το άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, ήτοι ενόψει του
χρόνου δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως και της μη επιδόσεως της
εκκαλουμένης έως την 1η-1-2016 - ΟλΑΠ 10/2018 ΝΟΜΟΣ -
επισημαίνεται ωστόσο ότι στο ίδιο το δικόγραφο της εφέσεως οι εκκαλούντες
αναφέρουν ότι η εκκαλουμένη τους επιδόθηκε στις 8-12-2014 χωρίς όμως να προσκομίζεται
από τους ίδιους το επιδοθέν αντίγραφο με σχετική
επισημείωση δικαστικού επιμελητή ή από την εφεσίβλητη σχετική έκθεση επιδόσεως,
ακόμη δε και σε αυτή την περίπτωση που όντως έλαβε χώρα η ως άνω επίδοση η
ένδικη έφεση που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις
24-12-2014 ασκήθηκε εμπρόθεσμα) και β)ότι κατά τη σχετική σημείωση της αρμόδιας
Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πατρών στο κατατεθέν εισαγωγικό δικόγραφο
κατατέθηκε και το κατ' άρθρο 495§4 ΚΠολΔ παράβολο (με
την προσκόμιση των υπ' αριθμ.... και . παραβόλων
Δημοσίου). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξεταστεί
περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως άνω, τακτική διαδικασία.
Η ενάγουσα και ήδη
εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 10-8-2011
και υπ' αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως .../30-8-2011
αγωγή, στην οποία ιστορούσε ότι ο 1ος των εναγομένων, προκειμένου να ματαιώσει
την ικανοποίηση ληξιπροθέσμου απαιτήσεως της κατ' αυτού, προερχόμενη από
κατάλοιπο οριστικώς κλεισθέντος αλληλόχρεου
λογαριασμού που λειτούργησε στο πλαίσιο της αναφερομένης στην αγωγή συμβάσεως
πιστώσεως μεταξύ του ως άνω εναγομένου και της τραπεζικής εταιρίας με την
επωνυμία «Τράπεζα E.F.G. Eurobank Ergasias»,
η οποία εκχώρησε την απαίτηση της από τη συγκεκριμένη σύμβαση στην
ενάγουσα-εκκαλούσα, στην οποία σύμβαση ο ανωτέρω εναγόμενος συνεβλήθη
ως πιστούχος οφειλέτης, δυνάμει του υπ' αριθμ. ./2010
συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πατρών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου, μεταβίβασε κατά κυριότητα ποσοστού 3/4 εξ
αδιαιρέτου στην δεύτερη εναγομένη θυγατέρα του το περιγραφόμενο στην αγωγή
διαμέρισμα, η αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 68.298,84 ευρώ. Ότι η εν
λόγω μεταβίβαση έγινε με πρόθεση βλάβης αυτής (ενάγουσας), ήτοι προκειμένου να
μην ικανοποιηθεί η ως άνω απαίτηση της, καθ' όσον ο 1ος των εναγομένων
στερείται άλλης εμφανούς αξιοχρέου περιουσίας,
γεγονός που γνώριζε ο τελευταίος. Κατόπιν του προεκτιθεμένου
ιστορικού αιτούνταν να διαρρηχθεί η ως άνω δικαιοπραξία ως καταδολιευτική και
να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής
εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση που την έκανε δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι
εκκαλούντες-εναγόμενοι με την ένδικη έφεση τους και για τους αναφερόμενους σ'
αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε
κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και ζητούν να γίνει
δεκτή η έφεση τους και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί
η αγωγή.
Με το άρθρο 10 του ν.
3156/2003 θεσπίσθηκε η τιτλοποίηση απαιτήσεων, ήτοι η
μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πωλήσεως από εμπορικές επιχειρήσεις
σε εταιρείες ειδικού σκοπού που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τους την απόκτηση
επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους.
Στις συμβάσεις αυτές που καταχωρίζονται υποχρεωτικά σε περίληψη στο ενεχυροφυλάκειο (άρθρο 10 παρ. 8 του ως άνω νόμου), οπότε
θεωρείται ότι γίνεται η εκχώρηση και η αναγγελία των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων
(άρθρο 10 παρ. 9, 10 του ως άνω νόμου), η πώληση και μεταβίβαση των απαιτήσεων
διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. και
455 επ. του ΑΚ, εφόσον η ρύθμιση των άρθρων αυτών δεν
αντίκειται στις διατάξεις του ως άνω νόμου, και μπορεί, μαζί με τις
μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις να μεταβιβάζονται και διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα,
ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458
του ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις (άρθρο 10 περ. 6 ν.
3156/2003). Περαιτέρω με έγγραφη σύμβαση, που υπόκειται στην ίδια ως άνω
δημοσιότητα του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού
μπορεί να αναθέσει την είσπραξη και την εν γένει διαχείριση των ως άνω
απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που λειτουργεί νόμιμα (άρθρο 10
παρ. 14 ν. 3156/2003). Εξάλλου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ «Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους
διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να
συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή
δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμιά μεταβολή στη
δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση». Από την ανωτέρω
διάταξη σαφώς συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την
εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και
προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επίδικου πράγματος
ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει
μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο
παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των
διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να
διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της
εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (ΑΠ 1591/2003 ΝΟΜΟΣ) ή σε περίπτωση
θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΚΠολΔ,
να συνεχίσει στο όνομα του τη δίκη, κληρονόμος αυτού (ΑΠ 644/2000 ΝΟΜΟΣ). Ο
ειδικός διάδοχος του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν
υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου ούτε μετά το θάνατο του
τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει
κατ' άρθρο 83 ΚΠολΔ, αυτοτελή παρέμβαση, ακόμη και
για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου ή του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ
1/1996, ΑΠ 1073/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 522/2014 ΔΕΕ 2014.590, ΑΠ 1136/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
1475/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1345/2009 ΧρΙΔ 2010. 273, ΑΠ
4047/2007 Αρμ 2008.449, ΑΠ 1920/2006 ΝοΒ 2007.1115, ΕφΘεσ 2256/2017, ΜονΕφΛαρ 16/2016, ΜονΕφΔωδ
52/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως
οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά η ενάγουσα και ήδη
εφεσίβλητη, αφού δικαιούχος της επίδικης απαιτήσεως είναι η τράπεζα Eurobank Ergasias, στην οποία
έχει αναμεταβιβασθεί η απαίτηση λόγω πωλήσεως από την
ενάγουσα. Από την εκτίμηση των προσκομιζομένων κι επικαλουμένων από τους
διαδίκους εγγράφων αποδεικνύονται τα ακόλουθα αναφορικά με τον ως άνω λόγο εφέσεως:Δυνάμει της υπ' αριθμ.
./14-12-2005 συμβάσεως πιστώσεως η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK
ERGASIAS Ανώνυμη Εταιρεία» χορήγησε στον 1° εναγόμενο και ήδη 1° εκκαλούντα
πίστωση συνολικού ποσού 30.000 ευρώ, η οποία (πίστωση) εκχωρήθηκε από την ως
άνω Τράπεζα στην ενάγουσα-εφεσίβλητη εταιρία ειδικού σκοπού με την από
6-11-2006 σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. του ΑΚ. Η εν λόγω εκχώρηση καταχωρίσθηκε αυθημερόν στο
ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου
Αθηνών (άρθρ. 10 του ν. 3156/2003), από της καταχωρήσεως της δε αυτής επήλθε η
μεταβίβαση η οποία έχει αποτελέσματα εκχωρήσεως σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 44
του Ν.Δ 17.7.-13.8.1923. Ακολούθως μεταξύ της ως άνω εταιρίας ειδικού σκοπού
και της προαναφερόμενης Τράπεζας συνήφθη η από
6-11-2006 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η
ως άνω τραπεζική εταιρία ανέλαβε την τήρηση των πάσης φύσεως στοιχείων καθώς
και την διαχείριση των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν. Και η προαναφερόμενη
σύμβαση διαχείρισης καταχωρίσθηκε αυθημερόν στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο
κατ' άρθρο 10 παρ. 6 v. 3156/2003. Ήδη από την 17η-11-2011 το σύνολο των
προερχομένων από δάνεια και πιστώσεις απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν από την ως άνω
τραπεζική εταιρία προς την εφεσίβλητη εταιρία ειδικού σκοπού,
συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης συμβάσεως πιστώσεως, αναμεταβιβάσθηκαν
στην «Τράπεζα EFG Eurobank - Ergasias
Α.Ε.». Παρά την τελευταία ως άνω μεταβίβαση, περί της οποίας κάνει λόγο και η
ίδια η ενάγουσα στην από 13-2-2014 καταγγελία της επίδικης συμβάσεως πιστώσεως,
σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η εδρεύουσα στο
Λονδίνο Μεγάλης Βρετανίας ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία ειδικού σκοπού
που φέρεται ότι μεταβίβασε την απαίτηση μετά την κατάθεση της από 10-8-2011
(αριθ. εκθ. καταθ.
./30-8-2011) αγωγής είχε αρχικά το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική την
επίδικη δικαιοπραξία μεταβίβασης, εφόσον βέβαια συνέτρεχαν και οι λοιποί όροι
του νόμου και εξακολουθεί και μετά την αναμεταβίβαση
των τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων να
νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα-Μακρίδου, ΚΠολΔ I, άρθρο 225 αρ.
4, Ε. Μπαλογιάννη, σε Χ. Απαλαγάκη,
«Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας -Ερμηνεία κατ' άρθρο», άρθρ. 225, αρ. 4), με
αποτέλεσμα να μην μπορεί να προταθεί εναντίον της έλλειψης ενεργητικής
νομιμοποίησης (άρθρα 225 και 325 § 2 ΚΠολΔ). Συνεπώς
ο 1ος λόγος της εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942 και 943 του ΑΚ προκύπτει ότι για τη γέννηση
της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή
των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη,
γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β)
απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ)πρόθεση βλάβης των
δανειστών, δ)γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση και ε)
αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής
περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Ειδικότερα
πρόθεση βλάβης υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του
περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η
περιουσία που του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης του
δανειστή και επιδιώκει το αποτέλεσμα αυτό. Ως «υπόλοιπη περιουσία» του οφειλέτη
θεωρείται η εμφανής περιουσία αυτού, της οποίας μπορούν να επιληφθούν οι
δανειστές προς ικανοποίηση τους, όχι δε η αφανής, η οποία είναι ανύπαρκτη γι'
αυτούς. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε ματαίωση του, δια της διαρρήξεως,
επιδιωκομένου εκ του νόμου σκοπού της προστασίας των δανειστών από την
καταδολίευση αυτών εκ μέρους του οφειλέτη (ΑΠ 1815/2012 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει δε η
αφερεγγυότητα αυτή του οφειλέτη, η οποία αποτελεί ένα από τα στοιχεία της
βάσεως της περί διαρρήξεως αγωγής, να υπάρχει κατά το χρόνο ασκήσεως αυτής, που
είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 6/2003, ΑΠ 1910/2009 ΕλλΔνη
52.131, ΑΠ 1189/2003 ΕλλΔνη 45. 461). Εξάλλου,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 942 ΑΚ, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από
χαριστική αιτία, δεν απαιτείται γνώση εκείνου υπέρ του οποίου έγινε (τρίτου)
περί του ως άνω σκοπού βλάβης του οφειλέτη (ΑΠ 928/2014 ΝΟΜΟΣ). Ως τέτοια
χαριστική δικαιοπραξία θεωρείται και η προβλεπόμενη από το άρθρο 1509 ΑΚ γονική
παροχή, αφού συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα, χωρίς να συνάγεται το αντίθετο
από το χαρακτηρισμό της στο πρώτο εδάφιο της άνω διάταξης ως δωρεάς, ως προς το
ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, καθώς η
διάκριση αυτή αποσκοπεί στον
αποκλεισμό της δυνατότητας ανάκλησης αυτής ως προς το μέρος που αυτή δεν
αποτελεί δωρεά και όχι στον εξ' αντιδιαστολής χαρακτηρισμό της ως επαχθούς
δικαιοπραξίας (ΑΠ 1633/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1475/2010 ΕΕμπΔ
2011, 389, ΑΠ 1800/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1567/2008 ΝοΒ 2009,
627). Το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση
σχετικής ηθικής υποχρεώσεως του γονέα προς το τέκνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει
ούτε την βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπληρώσεως από τον οφειλέτη
των ηθικών υποχρεώσεων του έναντι των νομικών (ΑΠ 28/2017, ΑΠ 778/2015, ΑΠ 1217/2014
ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ως δανειστής, κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων των άρθρων
939 - επομ. ΑΚ, νοείται κάθε δανειστής του οποίου η
απαίτηση είναι γεννημένη κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση, έστω κι
αν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία, αρκεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να έχουν
συντελεστεί τα δικαιοπαραγωγικά της απαίτησης
γεγονότα και να έχει αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της αγωγής στο
ακροατήριο, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά ή να είναι
εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, ούτε δυνάμει αυτού ο δανειστής να έχει προβεί
σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη (ΑΠ 765/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1701/2008 ΑΡΧΝ 2010,
305, ΕΑ 1220/2009 ΔΕΕ 2010, 706). Έτσι, ο δανειστής από αλληλόχρεο λογαριασμό
μπορεί να ασκήσει την από τα άρθρα 939 επομ. ΑΚ αγωγή
για διάρρηξη απαλλοτριωτικής προς βλάβη του πράξης
του οφειλέτη του, έστω και αν κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης δεν είχε κλεισθεί
οριστικώς ο λογαριασμός, αρκεί το οριστικό κλείσιμο του να έχει συντελεσθεί
μέχρι την πρώτη συζήτηση της περί διάρρηξης αγωγής του. Ειδικότερα, όπως
προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 939 επομ. ΑΚ,
σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ,
874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64-67 του ν.δ.
της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών"
καθένας από τους συμβαλλομένους, θεωρείται δανειστής του άλλου, ως προς το
τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού, από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο, όμως,
είναι απαιτητό μόνο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δηλαδή, το
κλείσιμο του λογαριασμού δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το
κατάλοιπο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο), του
καταλοίπου. Ο συμβαλλόμενος με σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού προστατεύεται με
την αγωγή για την απαίτηση του για το τυχόν κατάλοιπο, αρκεί μόνο, μέχρι του
χρόνου της απαλλοτρίωσης να έχει συναφθεί η δικαιοπαραγωγική
της απαίτησης σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη
η απαίτηση με την επέλευση του κλεισίματος του λογαριασμού μέχρι την πρώτη στο
ακροατήριο συζήτηση της αγωγής. Με τη σύμβαση, δε, του ανοικτού λογαριασμού, η
οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η Τράπεζα ανοίγει
πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, καταβάλλοντας
ακολούθως τμηματικώς, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης,
ορισμένες δόσεις, έναντι κεφαλαίου και τόκων, οι αμοιβαίες, δε, καταβολές
(πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλεια τους και καθίστανται
κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο
του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν όμως το κλείσιμο αυτό, από την
αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση
εκατέρου, η οποία και συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του.
Επομένως, τα παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά, ιδίως, η σύμβαση και η
χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεσθεί, ώστε η απαίτηση να είναι γεγεννημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό
κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη. Επομένως, η
Τράπεζα είναι και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δανείστρια,
έχει, άρα, το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι
λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα
πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την
πρώτη συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 28/2017, ΑΠ 1815/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1796/2006 Αρμ 2007, 723). Διάφορη εκδοχή θα κατέληγε στο άτοπο να
είναι ελεύθερος ο πιστούχος, γνωρίζοντας σε δεδομένη στιγμή την παθητική σε
βάρος του κατάσταση που προκύπτει από την αντιπαραβολή των υπολοίπων πιστώσεων
και χρεώσεων, να προβαίνει χωρίς κύρωση και χωρίς τον κίνδυνο διάρρηξης σε
απαλλοτρίωση περιουσιακού του στοιχείου πριν το οριστικό κλείσιμο του
λογαριασμού προς βλάβη του δανειστή του (ΑΠ 1815/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1475/2010 ΕΕμπΔ 2011, 389, ΤριμΕφΘεσ
376/2015 αδημ., ΕφΑθ
507/2009 ΕλλΔνη 2009, 870, ΕφΛαρ
16/2016 ΕΦΑΔ 2016, 25). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1,118 και
216 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων
939 - επομ. ΑΚ, προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη
η αγωγή του δανειστή κατά του οφειλέτη για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής
δικαιοπραξίας που έγινε από τον τελευταίο προς βλάβη του, πρέπει σ' αυτήν, αν η
απαίτηση που έχει αυτός (ο ενάγων δανειστής) κατά του εναγόμενου οφειλέτη
αποτελεί κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που κλείστηκε, να αναφέρεται ότι το
οριστικό κλείσιμο του έχει συντελεσθεί μέχρι την πρώτη συζήτηση της περί
διαρρήξεως αγωγής, χωρίς να χρειάζεται να εξειδικεύονται στην αγωγή όλα τα
επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού, αφού στοιχείο της περί διαρρήξεως αγωγής (παυλιανής) είναι να έχει καταστεί η απαίτηση του δανειστή
απαιτητή και ληξιπρόθεσμη μέχρι την πρώτη συζήτηση, που σε περίπτωση απαιτήσεως
από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού επέρχεται με το οριστικό κλείσιμο αυτού
(ΑΠ 805/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1796/2006 ό.α., Εφθεσ 376/2015 αδημ.). Από τις
ίδιες, δε, διατάξεις προκύπτει ότι για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής
δικαιοπραξίας πρέπει, κυρίως, να συντρέχουν οι εξής όροι: α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη αυτή να έγινε
με σκοπό βλάβης των δανειστών, γ)βλάβη των δανειστών, δ) η υπολειπόμενη μετά
την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των
δανειστών και ε) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των
δανειστών. Επίσης, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει για το ορισμένο
της η περί διάρρηξης αγωγή περιλαμβάνεται και το ποσό της απαίτησης και η αξία
του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής,
διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνο κατά το μέρος
που ζημιώνεται ο δανειστής και η εξεύρεση του μέρους αυτού εξαρτάται από τη
σχέση των προαναφερόμενων ποσών, αν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία
από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε
ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαίτησης του δανειστή προς την αξία του
απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 28/2017, ΑΠ
480/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1677/2008 ΕλλΔνη 50, 1058, ΑΠ
651/2008 ΝοΒ 2009.1353, ΑΠ 2200/2007 ΝΟΜΟΣ).
Η ένδικη αγωγή με το
προαναφερόμενο περιεχόμενο είναι σαφής και ορισμένη και περιέχει για τη
δικαστική εκτίμηση της όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 118 και
216 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 939 επ του ΑΚ στοιχεία εγκυρότητας του δικογράφου της, σύμφωνα
με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι στοιχείο της
περί διαρρήξεως αγωγής (παυλιανής) είναι να έχει
καταστεί η απαίτηση του δανειστή απαιτητή και ληξιπρόθεσμη μέχρι την πρώτη
συζήτηση της αγωγής που σε περίπτωση απαιτήσεως από κατάλοιπο αλληλόχρεου
λογαριασμού επέρχεται με το οριστικό κλείσιμο αυτού, το οποίο στην προκείμενη
περίπτωση έλαβε χώρα μετά από την άσκηση της αγωγής αλλά πριν την πρώτη
συζήτηση αυτής και συγκεκριμένα στις 21-2-2014, όταν κοινοποιήθηκε η σχετική
από 13-2-2014 καταγγελία στον εναγόμενο. Επιπλέον δε στην αγωγή σαφώς εκτίθεται
και το ποσό της απαίτησης αλλά και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που
απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανερχόμενη στο ποσό των
68.298,84 ευρώ, καθώς και ότι η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία
του πρώτου εναγομένου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Επομένως
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός (2ος) λόγος της εφέσεως, με τον
οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι η ένδικη αγωγή είναι αόριστη. Επιπλέον
είναι νόμω βάσιμη, ερειδομένη
στις διατάξεις των άρθρων 361, 939, 941, 942, 943, 1033, 1510 παρ. 1 του ΑΚ,
ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων, τον οποίο
επαναδιατυπώνουν με τον 3° λόγο της εφέσεως τους ότι εν προκειμένω δεν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάρρηξης καθώς κατά τον χρόνο της μεταβίβασης
του απαλλοτριωθέντος ακινήτου δεν υφίστατο εκκαθαρισμένη απαίτηση της
ενάγουσας, αφού ο λογαριασμός της πίστωσης έκλεισε οριστικά μεταγενέστερα και
πάντως πριν την πρώτη συζήτηση της αγωγής, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος καθόσον, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην
ανωτέρω μείζονα σκέψη, αρκεί αυτός που ασκεί την αγωγή διάρρηξης να έχει την
ιδιότητα του δανειστή κατά τον χρόνο που ο οφειλέτης επιχειρεί την απαλλοτρίωση,
έστω και αν η απαίτηση του τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία ή είναι ανεκκαθάριστη, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, κατά τον χρόνο
συζήτησης της αγωγής διαρρήξεως έχει επέλθει το οριστικό κλείσιμο του
λογαριασμού της πίστωσης και έχει καταστεί αυτή ληξιπρόθεσμη. Συνεπώς και ο ως
άνω σχετικός (3ος) λόγος της εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από την επανεκτίμηση όλων
ανεξαιρέτως των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων που νομίμως και με επίκληση
προσκομίζουν οι διάδικοι, εκτιμώμενων είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν τα έγγραφα αυτά δεν πληρούν τους
όρους του νόμου, καθ' όσον λαμβάνονται υπόψη συμπληρωματικώς και εκτιμώνται
ελευθέρως, μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία
κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών και από τα
διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής τα οποία το Δικαστήριο
λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336
παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:Η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα
E.F.G. Eurobank Ergasias
Ανώνυμη Εταιρεία», δυνάμει της υπ' αριθμ.
./14-12-2005 σύμβασης πίστωσης, που καταρτίστηκε εγγράφως στην Πάτρα, χορήγησε
στον πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα πίστωση συνολικού ποσού 30.000 ευρώ,
υπό τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που διαλαμβάνονται στη σύμβαση. Η ως
άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, όπως προαναφέρθηκε, στις 06-11-2006
μεταβίβασε-εκχώρησε στην ενάγουσα-εκκαλούσα εταιρία ειδικού σκοπού κάθε
απαίτηση που απορρέει από την παραπάνω σύμβαση πίστωσης. Η εν λόγω εκχώρηση
καταχωρίσθηκε αυθημερόν στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (άρθρ. 10 του ν. 3156/2003), από
της καταχωρήσεως της δε αυτής επήλθε η μεταβίβαση η οποία έχει αποτελέσματα
εκχωρήσεως σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 44 του Ν.Δ 17.7.-13.8.1923. Ακολούθως
μεταξύ της ως άνω εταιρίας ειδικού σκοπού και της προαναφερόμενης Τράπεζας συνήφθη η από 6-11-2006 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών
απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η ως άνω τραπεζική εταιρία ανέλαβε την τήρηση
των πάσης φύσεως στοιχείων καθώς και την διαχείριση των απαιτήσεων που
μεταβιβάσθηκαν. Και η προαναφερόμενη σύμβαση διαχείρισης καταχωρίσθηκε
αυθημερόν στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο κατ' άρθρο 10 παρ. 6 ν. 3156/2003.
Ήδη από την 17η-11-2011 το σύνολο των προερχομένων από δάνεια και πιστώσεις
απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν από την ως άνω τραπεζική εταιρία προς την εφεσίβλητη εταιρία ειδικού σκοπού,
συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης
συμβάσεως πιστώσεως, αναμεταβιβάσθηκαν στην
«Τράπεζα EFG Eurobank - Ergasias
Α.Ε. Στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης και προς εξυπηρέτηση αυτής
τηρήθηκε ο υπ' αριθμ. ... λογαριασμός, ο οποίος στις
10-6-2011 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 31.827,53 ευρώ. Στις 13-02-2014 η
ως άνω τραπεζική εταιρία, στην οποία είχε επαναμεταβιβασθεί,
όπως αναφέρεται ανωτέρω, η επίδικη απαίτηση, έκλεισε οριστικά τον ως άνω
λογαριασμό της πίστωσης λόγω μη εξυπηρετήσεως και κατήγγειλε την σύμβαση
πίστωσης με την από 13-02-2014 έγγραφη εξώδικη δήλωση της, η οποία επιδόθηκε στον
πρώτο εναγόμενο στις 21-02-2014, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ.
./21-02-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πατρών
.... Κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού και την καταγγελία της πίστωσης
η ληξιπρόθεσμη απαίτηση της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των 34.831,47 ευρώ,
πλέον μη λογιστικοποιηθέντων κατά νόμο τόκων από τις
30-6-2011, ανατοκιζομένων τούτων ανά εξάμηνο.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, πριν την καταγγελία της
ανωτέρω συμβάσεως πιστώσεως και όντας οφειλέτης ως προς την ενάγουσα ως
πιστούχος από το κατάλοιπο του προαναφερόμενου αλληλόχρεου λογαριασμού,
προχώρησε σε απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου. Συγκεκριμένα δυνάμει του υπ' αριθμ. 7.197/20-9-2010 συμβολαίου γονικής παροχής της
συμβολαιογράφου Πατρών ..., που καταχωρίσθηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού
Γραφείου Πατρών με αύξοντα αριθμό ./23-9-2010, μεταβίβασε στην δεύτερη
εναγόμενη-εκκαλούσα, η οποία είναι θυγατέρα του και τότε ήταν εισέτι μαθήτρια
(κατά τα ρητώς αναφερόμενα στο ως άνω συμβόλαιο), λόγω γονικής παροχής κατά
ποσοστό 12/16 εξ αδιαιρέτου την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ενός
διαμερίσματος με αριθμό ΚΑΕΚ ..., του πρώτου ορόφου διώροφης οικοδομής
κτισμένης σε οικόπεδο με αριθμό ΚΑΕΚ ..., που βρίσκεται στην αδιέξοδη οδό στο
πλάι της Αγίας Σοφίας των Πατρών του Δήμου Πατρέων,
στο Ο.Τ. ., το οποίο έχει εμβαδόν κατά μεν τον τίτλο κτήσης 124,50 τ.μ. και
κατά μεταγενέστερη καταμέτρηση 126,63 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά σε πλευρά
20,75 τ.μ. με ιδιοκτησία ... και με ιδιοκτησία αδερφών ..., δυτικά σε πλευρά
20,75 μέτρα με πολυκατοικία ιδιοκτησίας πολλών ιδιοκτητών, βόρεια σε πλευρά
6,00 μέτρα με ιδιοκτησία ... και νότια σε πλευρά 6,00 μέτρα με αδιέξοδη οδό και
μετά από αυτή με Ιερό Ναό Αγίας Σοφίας. Το εν λόγω διαμέρισμα έχει εμβαδό 99,00
τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας αδιαιρέτως στο οικόπεδο 500/1000. Η
αντικειμενική αξία της άνω μεταβιβασθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας ανέρχεται,
κατά το προαναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής, στο ποσό των 68.298,84 ευρώ,
στο ίδιο δε ποσό ανέρχεται κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής
(1-9-2011), δηλαδή κατά το χρόνο επίδοσης της (ΑΠ 1937/2006 ΝοΒ
2007, 858) και η αγοραστική τοιαύτη, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τον ανωτέρω
κρίσιμο χρόνο λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης και κυρίως της ύφεσης και
στασιμότητας στην αγορά ακινήτων η εμπορική αξία των ακινήτων υπέστη πτώση,
καταλήγοντας (τουλάχιστον στην αρχή της κρίσης) να αντιστοιχεί με την
αντικειμενική τοιαύτη, με περαιτέρω καθοδική πορεία. Επισημαίνεται δε ότι η
περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, είναι από τις παλαιότερες
περιοχές της πόλης των Πατρών με μεγάλη οικιστική ανάπτυξη. Ο πρώτος
εναγόμενος-εκκαλών στις 20-9-2010 προέβη στην ανωτέρω μεταβίβαση, μολονότι
γνώριζε ότι ως πιστούχος υπείχε ευθύνη για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική
εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της ως άνω πίστωσης και ότι η σχετική ευθύνη
του έναντι της ενάγουσας ήταν ακόμη εκκρεμής, καθόσον ο λογαριασμός της
πίστωσης δεν είχε εισέτι κλείσει. Κατά το χρόνο δε κατάρτισης της προς διάρρηξη
δικαιοπραξίας ο ανωτέρω γνώριζε ότι ο λογαριασμός της πίστωσης κινείται
χρεωστικά σε βάρος του, έστω και αν το υπόλοιπο αυτού δεν ήταν ακόμη
εκκαθαρισμένο, καθώς υπήρχαν από πλευράς του καθυστερήσεις στην εξυπηρέτηση του
ανωτέρω λογαριασμού ήδη από την αρχή της πίστωσης, δεδομένου του ότι εννέα
μήνες μετά την μεταβίβαση και συγκεκριμένα στις 10-6-2011 το χρεωστικό υπόλοιπο
ανερχόταν στο ποσό των 31.827,53 ευρώ. Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι ο πρώτος
εναγόμενος και ήδη εκκαλών προέβη στην ανωτέρω εκποιητική
δικαιοπραξία με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας και συγκεκριμένα με σκοπό να
ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαίτησης της στο κατάλοιπο του ως άνω λογαριασμού,
καθώς γνώριζε ότι με τη μεταβίβαση του σπουδαιότερου περιουσιακού του στοιχείου
δεν θα υφίσταται στο όνομα του άλλη επαρκής περιουσία, ώστε να είναι εφικτή η
ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Η καταδολιευτική αυτή πρόθεση του
ανωτέρω συνάγεται σαφώς από το ότι αυτός μεταβίβασε το ποσοστό της κυριότητας
του επί του ανωτέρω διαμερίσματος σε πρόσωπο του στενού οικογενειακού του
περιβάλλοντος, ήτοι στην κόρη του, δεύτερη εναγόμενη-εκκαλούσα, χωρίς να
συντρέχει ιδιαίτερος προς τούτο λόγος ή άμεση ανάγκη για τη δημιουργία
οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας της ανωτέρω, γνωρίζοντας παράλληλα ότι
ο ίδιος ως αυτοφειλέτης δεν διαθέτει άλλη επαρκή
εμφανή ακίνητη περιουσία, με συνέπεια τη ματαίωση της ικανοποίησης της
ενάγουσας - δανείστριας της δια της αναγκαστικής εκτέλεσης. Έκτοτε, δε, ο
πρώτος εναγόμενος κατέστη παντελώς αφερέγγυος έναντι της ενάγουσας, λόγος για
τον οποίο η ένδικη απαίτηση της τελευταίας παρέμεινε έως τη συζήτηση της αγωγής
στο σύνολο της ανεξόφλητη, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι και ο ίδιος ο πρώτος
εναγόμενος ισχυρίζεται ότι οφείλει σε τραπεζικά ιδρύματα το συνολικό ποσό των
327.207,45 ευρώ λόγω δανείων και πιστώσεων, συνεπεία δε αυτών των οφειλών του
κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πατρών την από 16-5-2012 αίτηση του άρθρου 4
του ν. 3869/2010 περί ρυθμίσεως των οφειλών του λόγω του ότι δεν δύναται να
ανταποκριθεί στην αποπληρωμή τους. η γνώση ή μη της δεύτερης
εναγομένης-εκκαλούσας αναφορικά με τον καταδολιευτικό χαρακτήρα της ως άνω προς
αυτή απαλλοτρίωσης, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί και ως εκ τούτου παρέλκει η
έρευνα αυτής, διότι η γονική παροχή, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη μείζονα
σκέψη της παρούσας, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της χαριστικής δικαιοπραξίας
και συνακόλουθα ο προς ον η μεταβίβαση τρίτος, κατ' εφαρμογή της διάταξης του
άρθρου 942 του ΑΚ, δεν είναι αναγκαίο να μετέχει της καταδολιευτικής πρόθεσης
του μεταβιβάζοντος. Με βάση τα παραπάνω, αφού τα παραγωγικά της απαίτησης
περιστατικά, δηλαδή η σύναψη της σύμβασης πίστωσης, είχε ήδη συντελεστεί, ώστε
η απαίτηση ήταν γεγεννημένη, και, επιπλέον, η
απαίτηση της ενάγουσας έναντι του πρώτου εναγομένου οφειλέτη της κατέστη (μετά
το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού) ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, μέχρι την
συζήτηση της ένδικης αγωγής, και ακόμη συντρέχουν και τα λοιπά προπεριγραφόμενα απαιτούμενα στοιχεία από τα άρθρα 939, 941
ΑΚ, δηλαδή απαλλοτρίωση, σκοπός βλάβης των δανειστών, τεκμήριο γνώσης του
τρίτου, έλλειψη οποιουδήποτε (εμφανούς) περιουσιακού στοιχείου του πρώτου
εναγομένου, η προαναφερόμενη απαλλοτρίωση είναι καταδολιευτική και υπόκειται σε
διάρρηξη εκ μέρους της δανείστριας ενάγουσας, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που
με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα, αν και με
ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με τις αιτιολογίες της παρούσας (άρθρο
534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε κατ' αποτέλεσμα και ορθώς
ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, ο δε 4ος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο οι
εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.
Περαιτέρω όμως το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, προχωρώντας σε ολική διάρρηξη της ως άνω απαλλοτριωτικής
δικαιοπραξίας, καθόσον αποδείχθηκε, ως ανωτέρω περιγράφεται, ότι η αξία του
καταδολιευτικώς μεταβιβασθέντος ιδανικού μεριδίου του περιγραφόμενου στο
σκεπτικό της παρούσας ακινήτου, ανερχόμενη στο ποσό των 68.298,84 ευρώ, είναι
μεγαλύτερη της απαίτησης της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου, η οποία κατά
τον κρίσιμο χρόνο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής (ΑΠ 846/2011, ΑΠ 891/2008
ΝΟΜΟΣ) ανερχόταν στο ποσό των 34.831,47 ευρώ. Συνεπώς έπρεπε, ενόψει του ότι
στο πλαίσιο της δικαστικής διάγνωσης η διάρρηξη διατάσσεται μόνο για το μέρος
εκείνο της απαλλοτρίωσης, που είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση της απαίτησης
του δανειστή, η δε απαλλοτρωτική πράξη μένει
απρόσβλητη για το επιπλέον ποσοστό, ως προς το οποίο ο δανειστής στερείται
εννόμου συμφέροντος για τη διάρρηξη του, η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και
κατ' ουσίαν βάσιμη και να απαγγελθεί η διάρρηξη υπέρ
της ενάγουσας της αναφερόμενης ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας
δικαιοπραξίας σε ποσοστό (34.831,47/68.298,84=) 51% επί του μεταβιβασθέντος
ποσοστού των 12/16 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας στο επίδικο ακίνητο,
λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξεύρεση του μέρους προκύπτει από το πηλίκο κλάσματος
με αριθμητή το ποσό της απαίτησης του δανειστή και παρονομαστή το ποσό της
αξίας του απαλλοτριωθέντος δικαιώματος του οφειλέτη. Επομένως, στα πλαίσια του
μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και προκειμένου να μην στερηθεί η
απόφαση νομικής βάσεως σε συνδυασμό με το ότι οι εκκαλούντες βάλλουν κατά της
εκκαλουμένης όσον αφορά στο ζήτημα της αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου,
επικαλούμενοι ως λόγο εφέσεως και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να
γίνει δεκτή η ένδικη έφεση ως και κατ' ουσίαν βάσιμη
και να εξαφανισθεί κατά το ανωτέρω σκέλος η εκκαλουμένη απόφαση, αναγκαίως δε
και κατά την διάταξη της περί δικαστικών εξόδων που θα καθοριστούν εξ αρχής, παρελκούσης της εξετάσεως του σχετικού τελευταίου λόγου της
εφέσεως που βάλλει κατά της εκκαλουμένης για τον τρόπο προσδιορισμού των
δικαστικών εξόδων. Και τούτο διότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ' και 191 ΚΠολΔ,
σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο, που εξαφανίζει είτε εν όλω
είτε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικώς επί της υποθέσεως,
εξαφανίζει και την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της τελευταίας και
προσδιορίζει τα δικαστικά έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον,
όπως στην προκειμένη περίπτωση, προβάλλεται σχετικό αίτημα του διαδίκου (ΑΠ
192/1998 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί η αγωγή κατ' ουσίαν από το Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, να γίνει δεκτή
εν μέρει ως και κατ' ουσίαν βάσιμη η αγωγή και να
απαγγελθεί η διάρρηξη υπέρ της ενάγουσας της αναφερόμενης ειδικότερα στο
διατακτικό της παρούσας δικαιοπραξίας σε ποσοστό 51% επί του μεταβιβασθέντος
ποσοστού των 12/16 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας στο επίδικο ακίνητο,
ήτοι μόνο κατά το μέρος που ζημιώνεται η δανείστρια ενάγουσα, και απαιτείται
για να καλυφθεί η αξίωση της κατά του πρώτου εναγομένου, ενώ για το πέραν της
ζημίας της ποσό παραμένει έγκυρη κι απρόσβλητη η δικαιοπραξία. Τέλος, πρέπει οι
εναγόμενοι-εκκαλούντες να καταδικαστούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών
εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ενόψει της έκτασης
της νίκης και της ήττας κάθε διαδίκου, κατά μερική παραδοχή του αιτήματος της
τελευταίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 178,
183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Λόγω δε της αποδοχής της
εφέσεως πρέπει να επιστραφεί στους εκκαλούντες το παράβολο που κατέθεσαν για
την άσκηση της (άρθρο 495 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των
διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσίαν την ένδικη έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη
με αριθμό 709/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτική
διαδικασία) όσον αφορά στο αναφερόμενο στο σκεπτικό ζήτημα.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
δικάζει επί της ουσίας.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από
10-8-2011 και με αριθμό εκθ. καταθ.
./2011 αγωγή.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ υπέρ της
ενάγουσας κατά ποσοστό πενήντα ένα τοις εκατό (51%) τη διάρρηξη της αναφερόμενης
στο σκεπτικό απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας που
καταρτίστηκε με το υπ' αριθμ. ./20-9-2010 συμβόλαιο
γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πατρών ..., που καταχωρήθηκε στα βιβλία του
Κτηματολογικού Γραφείου Πατρών με αύξοντα αριθμό ./23-9-2010, δυνάμει του
οποίου ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη αιτία γονικής
παροχής κατά ποσοστό 12/16 εξ αδιαιρέτου την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή
ενός διαμερίσματος, επιφάνειας 99,00 τ.μ., με αριθμό ΚΑΕΚ ..., του πρώτου
ορόφου, διώροφης οικοδομής κτισμένης σε οικόπεδο με αριθμό ΚΑΕΚ ..., που
βρίσκεται στην αδιέξοδη οδό στο πλάι της Αγίας Σοφίας των Πατρών του Δήμου Πατρέων, στο Ο.Τ. ., το οποίο έχει εμβαδόν κατά μεν τον
τίτλο κτήσης 124,50 τ.μ. και κατά μεταγενέστερη καταμέτρηση 126,63 τ.μ. και συνορεύει
ανατολικά σε πλευρά 20,75 μέτρα με ιδιοκτησία ... και με ιδιοκτησία αδερφών
..., δυτικά σε πλευρά 20,75 μέτρα με πολυκατοικία ιδιοκτησίας πολλών
ιδιοκτητών, βόρεια σε πλευρά 6,00 μέτρων με ιδιοκτησία ... και νότια σε πλευρά
6 μέτρων με αδιέξοδη οδό και μετά από αυτή με Ιερό Ναό Αγίας Σοφίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή
των υπ' αριθμ. . και . παραβόλων του Δημοσίου στους
καταθέσαντες (εκκαλούντες).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους
εναγομένους-εκκαλούντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εκκαλούσας
και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων
(600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη
Πάτρα την 20η-09-2018 με την παραπάνω σύνθεση. Επειδή το μέλος της σύνθεσης
Πηνελόπη Λέτσιου μετατέθηκε, η παρούσα δημοσιεύθηκε
στην Πάτρα την 22η-03-2019, σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, με την
παρακάτω σύνθεση, αποτελούμενη από τους, Γεώργιος Οικονόμου Πρόεδρο Εφετών,
Ηλία Σταυρόπουλο και Μαρία Παπαϊωάννου Εφέτες, απόντων των διαδίκων και των
πληρεξουσίων τους δικηγόρων και παρούσας της Γραμματέως.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ