ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΑθ 4994/2022

 

Τελεσίδικη απόφαση περί ακυρότητας Γενικού Όρου Συναλλαγών, περί υπολογισμού του τόκου σε έτος 360 ημερών, περιεχόμενου σε σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο -.

 

Η αρνητική αναγνωριστική αγωγή (άρθρο 70 ΚΠολΔ) είναι η αντίστροφη της θετικής αναγνωριστικής αγωγής, υπό την έννοια ότι έχουν αντιγραφεί οι ρόλοι του ενάγοντος και του εναγομένου. Με την αγωγή αυτή και την αντίστοιχη απόφαση αποτρέπεται βλάβη του οφειλέτη με την έννοια ότι αίρεται ο κίνδυνος φαλκίδευσης της περιουσίας του. Η αγωγή ασκείται από τον διάδικο εκείνον, ο οποίος θα νομιμοποιούνταν παθητικώς, αν είχε ασκηθεί κατ' αυτού θετική αναγνωριστική αγωγή. Για την πληρότητα του δικογράφου αρκεί η με την αγωγή γενική άρνηση από τον ενάγοντα των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το προβαλλόμενο από τον εναγόμενο δικαίωμα. Στην υπ’ αριθμ. ΖΙ–798/25.06.2ΟΟ8 απόφαση του Υπ. Ανάπτυξης (περ. Ι περ. στ που έχει εκδοθεί εγκύρως κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 10 παρ. 21 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την ΥΑ ZΙ-21/I7.1.2011, προβλέπεται η απαγόρευση αναγραφής σε συμβάσεις στεγαστικού δανείου όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους. Ο υπολογισμός του οφειλόμενου σε σύμβαση στεγαστικού δανείου (ή σύμβαση πιστωτικής κάρτας) τόκου με βάση έτος 360 ημερών προσκρούει κατ’ αρχάς στην αρχή της διαφάνειας, που προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 2 και 6 του ν. 2251/1994, διότι οι γενικοί όροι συναλλαγών των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτουν τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται π.χ. το επιτόκιο βάσει έτους 360 ημερών στην τραπεζική σύμβαση στεγαστικού δανείου, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή - δανειολήπτη, o οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889 % περισσότερους τόκους (αφού ο αριθμητής του οικείου κλάσματος, που συγκροτείται από το γινόμενο του ποσού του κεφαλαίου, του επιτοκίου και του αριθμού των ημερών του κρίσιμου χρονικού διαστήματος δεν έχει πλέον ως παρονομαστή τις 365 ημέρες, αλλά τις 360). Μερικά δεκτή η έφεση, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη, δέχεται εν μέρει την αγωγή, αναγνωρίζεται η ακυρότητα του όρου υπολογισμού του τόκου σε έτος 360 ημερών.

 

Αριθμός Απόφασης 4994/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Τμήμα 16° Ενοχικό)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μαρία Γαϊτάνη, Πρόεδρο Εφετών, Στέφανο - Γρηγόριο Φετζιάν, Εφέτη, Θεοδούλη Οικονόμου, Εφέτη - Εισηγήτρια και από το Γραμματέα, Νικόλαο Καλαντζή

 

Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 24 Μαρτίου 2022. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Των εκκαλούντων-εναγόντων: 1) .....κατοίκου Περάματος Αττικής, οδός ... 2) ... κατοίκου Περάματος Αττικής, οδός ... με ΑΦΜ ... και 3) ... του ..., κατοίκου Περάματος Αττικής, οδός ... ΑΦΜ ...., άπαντες οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο, με έγγραφη δήλωση, που κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου την 23-3-2022, του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Καλτσά, με AM ΔΣ Πειραιά 3231, που προκατέθεσε προτάσεις.

 

Της εφεσίβλητης - εναγομένης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία .. και το διακριτικό τίτλο ... που εδρεύει στην Αθήνα, οδός  ... και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ... καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ... λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, με έγγραφη δήλωση, που κατατέθηκε στο Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου την 23-3-2022, του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο που προκατέθεσε προτάσεις.

 

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27-12-2016 με αριθ. καταθ. ./5-1-2017 αγωγή τους σε βάρος της εναγομένης και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τη με αριθ. 8980/2019 απόφαση του κήρυξε εαυτόν καθ' ύλη αναρμόδιο και παρέπεμψε την ως άνω αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών Το τελευταίο Δικαστήριο, δικάζοντας, κατά την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε την υπ' αριθ. 14/2021 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.

 

Την απόφαση αυτή με αριθ. ./2021 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσέβαλαν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 15-2-2021 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στο εκδόν Δραστήριο με αριθμό ./15-2-2021 και στο Εφετείο Αθηνών με αριθμό ./7-4-2021, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

 

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο α πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, που παραστάθηκαν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με έγγραφες δηλώσεις κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η υπό κρίση έφεση, των πρωτοδίκως ηττηθέντων εναγόντων, κατά της εκκαλουμένης υπ' αριθ. 14/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1 περ. β', 516 παρ. 1 και 617 του ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως μέσα σε προθεσμία δύο ετών από τη δημοσίευσή της κατ' άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ (άρθρα 144 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), πριν από την επίδοση της απόφασης, ενώ γιο το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το με αριθμ. ./2021 e -παράβολο, ποσού 150 ευρώ, που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Επομένως, και δεδομένου ότι αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Εφετείου αυτού (άρθρα 498 και 19 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίηση του με το ν. 3994/2011), πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 522, και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

 

Οι ενάγοντες άσκησαν σε βάρος της εναγομένης τράπεζας την από 27-12-2016 και με αριθμό κατάθεσης ./5-1-2017 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με τη με αριθ 8980/2019 απόφαση του κήρυξε εαυτόν καθ1 ύλη αναρμόδιο και παρέπεμψε την ως άνω αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ισχυρίστηκαν, ότι την 12-8-2004 συνήψαν με την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία τις αναλυτικά στην αγωγή αναφερόμενες τρεις όμοιες συμβάσεις στεγαστικών δανείων, ποσού 73,367 ευρώ εκάστη, κυμαινόμενου επιτοκίου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, διάρκειας εκάστη εξ αυτών 25 ετών και αποπληρωτέες σε 300 μηνιαίες δόσεις. Ότι σε καθεμία των ένδικων συμβάσεων είχε προβλεφθεί ρήτρα μετατροπής του δανεισθέντος ποσού σε άλλο νόμισμα με τη συγκατάθεση της εναγομένης. Ότι στις παραπάνω δανειακές συμβάσεις περιελήφθησαν μεταξύ άλλων οι εξής Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ): α) ο υπ' αριθ. 7β όρος σχετικά με τον ανατοκισμό και τη μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 στους ενάγοντες, β) οι με αριθ. 3 και 4 όροι με τους οποίους η εναγόμενη χρέωνε τόκους επί του κεφαλαίου, το οποίο είχε μεν δεσμεύσει, αλλά όχι εκταμιεύσει, γ) ο με αριθ. 10 παρ. 2 όρος του προσαρτήματος I σχετικά με τον υπολογισμό τόκων εκ μέρους της εναγομένης, με βάση έτος 360 ημερών επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου και όχι 365 ημερών, δ) ο υπ' αριθ. 21 όρος σχετικά με την είσπραξη από την εναγομένη διαχειριστικών και λειτουργικών εξόδων: ε) οι υπ' αριθ 8 και 11 όροι σχετικό με το δικαίωμα της εναγομένης να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση και να αξιώσει ως άμεσα απαιτητό το υπόλοιπο ποσό του δανείου, χωρίς την επίκληση σπουδαίου λόγου και χωρίς να τάξει εύλογη προθεσμία, στ) οι υπ' αριθ. 18 και 19 όροι σχετικά με την αποζημίωση της εναγομένης σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής του δανείου, ζ) οι με αριθ. 16 και 23 όροι, που προβλέπουν παραίτηση των εγγυητών από τα δικαιώματα των άρθρων 862 επ. ΑΚ και ότι οι συνοφειλέτες είναι συνυπεύθυνοι σε ολόκληρο, αντίστοιχα, η) ο όρος 18 σχετικά με την παραίτηση των εναγόντων από κάθε δικαίωμα προσβολής ή διάρρηξης εκάστης επίδικης σύμβασης, θ) ο όρος 22 περί δυνατότητας εκχώρησης σε τρίτον εκάστου επίδικου δανείου από την εναγομένη. Ότι οι παραπάνω όροι, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως ουσιώδεις με το άρθρο 26 των ένδικων δανειακών συμβάσεων είναι άκυροι ως καταχρηστικοί και αδιαφανείς, καθώς αντιβαίνουν στις διατάξεις του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι στις 27-10-1996 με την κατάρτιση των αντίστοιχων πράξεων τροποποίησης των επίδικων δανειακών συμβάσεων, οι ενάγοντες έκαναν χρήση του προβλεπόμενου στις αρχικές συμβάσεις όρου μετατροπής του υπολοίπου άληκτου κεφαλαίου των στεγαστικών δανείων από ευρώ σε ελβετικό φράγκο και μετατροπής του επιτοκίου αυτών από euribor σε libor, έχοντας ενημερωθεί τυπικά από τους υπαλλήλους της εναγομένης, που δεν ήταν εκπαιδευμένοι, σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, για την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών σε αυτούς, ενόψει του ότι επρόκειτο στην προκειμένη περίπτωση για σύνθετα προϊόντα με επενδυτικό χαρακτήρα, για το ότι οι δανειακές τους υποχρεώσεις θα προσδιορίζονταν σε συνάλλαγμα και ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος θα μετακυλιόταν παράνομα σε αυτούς και χωρίς να τους εκτεθεί αναλυτικά, τόσο η ύπαρξη του ενδεχόμενου κινδύνου ανατροπής ίων συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά τη διάρκεια της αποπληρωμής των δανείων, όσο και οι επιπτώσεις αυτής στη μηνιαία δόση και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου. Ότι όσον αφορά το μηχανισμό μετατροπής η εναγομένη τους χρέωνε τις πληρωμές τους με τη δυσμενή γι' αυτούς ισοτιμία πώλησης συναλλάγματος χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος, αφού αυτό δεν προβλέπεται από πουθενά, παρά μόνο κατά αναλογία από τις άκυρες ρήτρες 7° και 9 των αρχικών συμβάσεων, που όμως αφορούν δάνεια σε συνάλλαγμα και όχι δάνεια με ρήτρα συναλλάγματος, όπως είναι τα επίδικα δάνεια. Ότι επιπλέον αφενός οι εν λόγω συμβάσας παραβαίνουν σωρεία εξωανταγωνιστικών διατάξεων και παραβιάζουν τα άρθ. 1 επ. ν. 146/1914, αφετέρου η επιλογή της εναγομένης να προωθεί τη χορήγηση μακροπρόθεσμων ιδίως δανείων σε ελβετικό φράγκο, ενώ τα ίδια τα τραπεζικά ιδρύματα ήταν απολύτως ικανά να διαβλέψουν την άνοδο της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου με το ευρώ και τα απορρέοντα από αυτή μεγάλα κέρδη για τους δανειοδότες. χωρίς παράλληλα να έχει μεριμνήσει η εναγομένη για την εξασφάλιση μέσω προγραμμάτων συναλλαγματικής προστασίας των εναγόντων πελατών της - δανειοληπτών για όλη τη διάρκεια των επίδικων δανείων και όχι μόνο για τα τρία πρώτα χρόνια γιο την πέραν του 5 % διακύμανση του συναλλαγματικού κινδύνου με δυνατότητα παράτασης της σχετικά με το προωθούμενο προϊόν, συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική και συμμετοχή της εναγομένης σε ακολουθούμενη από τις τράπεζες εναρμονισμένη πρακτική, που νοθεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό κατά παράβαση του άρθρου 1 ν. 703/1977 και ενάντια στα χρηστά ήθη, κατά παράβαση από υπαιτιότητα της εναγομένης και των διατάξεων των άρθρων 914 και 919 ΑΚ καθιστώντας τις επίδικες δανειακές συμβάσεις και για το λόγο αυτό άκυρες. Επίσης, επικαλούνται ότι, λόγω των ως άνω άκυρων ρητρών και της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου δεν είναι δυνατό με βάση την αρχή της καλής πίστης του άρθρου 288 ΑΚ να συνεχίσουν αυτοί (ενάγοντες) να πληρώνουν ένα δάνειο, που το κεφάλαια του δεν απομονώνεται καθόλου, αλλά αυξάνεται προς αθέμιτο όφελος της εναγομένης. Με βάση αυτό το ιστορικό, οι ενάγοντες ζήτησαν α) να αναγνωρισθεί ότι οι μνημονευόμενες στην αγωγή ρήτρες των επίδικων δανειακών συμβάσεων, όπως αυτές τροποποιήθηκαν δυνάμει των από 27-10-2006 πρόσθετων πράξεων είναι άκυρες και να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει την εναπομείνασα οφειλή τους χωρίς αυτές, επικουρικά δε να ακυρωθούν, β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη φέρει ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη λόγω παράβασης της αρχής της καλής πίστης, γ) να αναγνωριστεί ότι έκαστο των επίδικων δανείων είναι πληρωτέο σε ευρώ και μάλιστα με την ισοτιμία ευρώ - ελβετικού Φράγκου, που ίσχυε κατά τη μέρα μετατροπής τους, δ) να αναγνωριστεί ότι το υπόλοιπο επιστρεπτέου κεφαλαίου κατά τους δικούς τους υπολογισμούς μέχρι 1-12-2016 ανέρχεται για την πρώτη των εναγόντων στο ποσό των 20 756,89 ευρώ, για τον δεύτερο των εναγόντων στο ποσό των 21.043,24 ευρώ και για τον τρίτο των εναγόντων στο ποσό των 24.202,47 ευρώ, ε) επικουρικά να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει όλες τις δόσεις που έχουν καταβληθεί, καθώς και τις οφειλόμενες σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου, που ίσχυε κατά το χρόνο εκταμίευσης εκάστου των επίδικων δανείων, στ) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 15 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη έκαστος από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) με την εκκαλουμένη με αριθ. 14/2021 οριστική του απόφαση, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της κατά ένα μέρος ως απαράδεκτη και κατά το λοιπό μέρος της ως μη νόμιμη, κατά τις αναλυτικά αναφερόμενες διακρίσεις στο σκεπτικό της. Η ως άνω πρωτοβάθμια οριστική απόφαση εκκαλείται και μεταβιβάζεται η επίδικη υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου μόνο μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους λόγους της υπό κρίση έφεσης των εκκαλούντων κατ' άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την οποία (έφεση) αυτοί (εκκαλούντες) παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η παραπάνω αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας Από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ. που ορίζει ότι με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει στο δανειστή άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητος και ποιότητας, προκύπτει ότι με τη σύμβαση έντοκου δανείου, ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλο κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 1960/2013, ΑΠ 1736/2013, ΤΝΠ Νόμος). Η σύμβαση έντοκου δανείου είναι ενοχική, διαρκής, αμφοτεροβαρής (ενώ η σύμβαση άτοκου δανείου είναι ετεροβαρής βλ. ΕφΛαρ. 680/2004, ΤΝΠ Νόμος), άτυπη και παραδοτική σύμβαση, με την έννοια ότι για την κατάρτιση της (τελείωση του δανείου) απαιτείται η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος από τον δανειστή στον οφειλέτη Με τη σύμβαση του δανείου ο δανείζων έχει την υποχρέωση να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου και οριστικά να το εισφέρει στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και την δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση στον οφειλέτη της κυριότητας του δανείσματος αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου και της υποχρέωσης για καταβολή τόκων (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 1960/2013, ΤΝΠ Νόμος). Εφόσον το άρθρο 806 ΑΚ δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητος του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη (ΑΠ 123/2017, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1786/2013, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1620/2008, ΤΝΠ Νόμος) Εξάλλου, ο παραδοτικός χαρακτήρας του δανείου δεν σημαίνει ότι το δάνεισμα πρέπει υποχρεωτικά να μεταβιβάζεται αυτούσιο κατά κυριότητα από το δανειστή στο δανειολήπτη ως πράγμα αλλά αρκεί να περιέρχεται οπό την περιουσία του πρώτου στην περιουσία του δεύτερου με κάποιον ισοδύναμο Οικονομικά τρόπο (ΑΠ 1960/2013 ό.π), όπως π.χ. με συμφωνία των μερών ότι το χρέος που οφείλεται από άλλη αιτία, θα οφείλεται εφεξής λόγω δανείου ή και με μεταφορά από λογαριασμό σε λογαριασμό, με επιταγή, γραμμάτιο σε διαταγή ή συναλλαγματική, που εκδίδεται ή οπισθογραφείται υπέρ του δανειολήπτη, με εκχώρηση απαίτησης, με πράξη γύρου (πίστωση τραπεζικού λογαριασμού του λήπτη) κ.α. (Απ. Γεωργιάδη, ΕνοχΔικ, Ειδικό Μέρος, Τόμος I (2004), σελ. 577, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ, Τόμος Γ. Ημιτόμος Γ, σελ. 354). Εξάλλου, δεν αλλοιώνει τη σύμβαση δανείου η μετά τη σύναψη αυτού, πρόσθετη συμφωνία περί αποδόσεως πραγμάτων διαφορετικών των αρχικώς δανεισθέντων, ή περί εξοφλήσεως του δανείου με αποστολή προς το δανειστή εμπορευμάτων, η αξία των οποίων θα εξοφλήσει την εκ του δανείου απαίτηση (I. Ρόκα, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 806 αρ. 5), Τέτοιος τρόπος είναι αναμφίβολα και η, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της δανειακής σύμβασης, μετατροπή του δανείσματος, όπως από ελβετικά φράγκα σε ευρώ ή το αντίστροφο και η απόδοση των ευρώ ή των φράγκων, είτε με αυτούσια απόδοση, είτε με τη μορφή λογιστικού χρήματος (λ.χ. στο πλαίσιο σύμβασης τραπεζικού γύρου), είτε με την έκδοση κάποιου αξιόγραφου. Εξάλλου, η σύμβαση δανείου στις σύγχρονες τραπεζικές συναλλαγές έχει αποστεί από το χαρακτήρα της παραδοτικής σύμβασης και, με επίκληση της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, έχει προσλάβει χαρακτήρα συναινετικής σύμβασης (ΕφΠειρ. 1533/1990 ΕΝαυτΔ 1992/1, Γεωργιάδη, ο.π. παρ. 41 αριθμ 5, σελ. 573. Αυγητίδη, ΣΕΑΚ, Εισαγ. Παρατηρήσεις στα άρθρα 806-809, αρ.7 επ). Ακόμα, και το σε ευρώ δάνειο δεν είναι πάντοτε αναγκαίο να εκταμιεύεται κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, αλλά μπορεί να παραμένει δεσμευμένο στα χέρια της δανείστριας τράπεζας και μετά την κατάρτιση της δανειακής σύμβασης (ΕφΔωδ 177/2020. ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2251/1694 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ο νόμος αυτός ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού η κατσχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007, ΤΝΠ Νόμος), οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της συμβάσεως τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Επιπλέον, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περίπτωση β' του ν. 2251/1994, που ορίζει ότι «ο προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή», οι δε παρεχόμενες από ης τράπεζες υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται, ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της τυποποιήσεως Ενόψει των ανωτέρω, ο ν. 2251/1994 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών. Ως καταναλωτής νοείται όχι μόνον ο πελάτης της τραπέζης, ο οποίος μπορεί να είναι πιστολήπτης (άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α' ν. 2251/1994. όπως ίσχυε κατά τον ως άνω χρόνο), αλλά και ο εγγυητής, ο οποίος δεν είναι πελάτης και, συνεπώς, αποδέκτης των υπηρεσιών της τραπέζης, ωστόσο, ενόψει της φύσεως της εγγυήσεως, ως παρεπόμενης της συμβάσεως χορηγήσεως καταναλωτικού δανείου και επί πλέον λόγω της ιδίας ανάγκης προστασίας με το δανειολήπτη, που πρέπει να έχει ο εγγυητής απέναντι στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων, που συνάπτει με την τράπεζα, εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο των διατάξεων του ν. 2251/1994 (Ολ. ΑΠ 13/2015, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 828/2018, ΑΠ 1463/2017, ΑΠ 350/2016, ΤΝΠ Νόμος) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994, οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία εξαρτάται Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου άρθρου, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης, β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών, γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή, δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο, ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο. ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση, στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία, ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή είναι σύμφωνη με τη σύμβαση, η) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό ν' ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις για τον καταναλωτή προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της. ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο, ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα και εύλογα για τον καταναλωτή, ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, δ) προβλέπουν τη μετακύλιση της ευθύνης του πωλητή ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις, που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του, ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει τη σύμβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή ή να παρακρατούνται ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματα του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα, ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όταν η αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική γι’ αυτόν, ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση» κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή, που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών, να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή, κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συμψηφισμό προς τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή, κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή,  μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε υπηρεσίες με κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή ν' απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τ' αποδεικτικά του μέσα, κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή, κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικά τους δικαστή με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας και λβ) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και ν' αποδείξει τη ζημία που υπέστη Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου από το νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ, με τ’ αναφερόμενα σ' αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών Ως μέτρο ελέγχου της διαταράξεως της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση Τα συμφέροντα, διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται τέτοιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει ν' αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επελεύσεως του κινδύνου με δικές του ενέργειες Τέλος, οι ΓΟΣ πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα κα τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο και σαφή (Ολ ΑΠ 15/2007, ΑΠ 2037/2014. ΕφΠατρ 135/2019, ΕφΔωδ 240/3019, ΕφΔυτΜακ 36/2019, ΕφΠειρ 638/2015. ΤΝΠ Νόμος), Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 2812/2000 περί λήψεως συμπληρωματικών μέτρων γκι την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) 1103/97. 971/98 και 2866/98 του Συμβουλίου όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor), που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών, προσαρμοσμένο κατά τον λόγο 365 προς 360, εφόσον δεν έχει προβλεφθεί ή δεν έχει συμφωνηθεί ή ορισθεί αναφορά σε άλλο ισχύον επιτόκιο. Ακολούθησε, μετά ταύτα, σε συμμόρφωση προς τις παραπάνω διατάξεις, η υπ' αριθμ. 30/11.02.2000 (ΦΕΚ Α' 43/2000) απόφαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος, που τέθηκε σε ισχύ από 10-3-2000, σύμφωνα με την οποία ως βάση υπολογισμού των τόκων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής λαμβάνονται οι πραγματικές ήμερες και το έτος των 360 ημερών και εν τέλει, η υπ' αριθμ. 15/1904.2000 απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών, με την οποία υιοθετήθηκε το εμπορικό έτος των 360 ημερών ως βάση υπολογισμού των τόκων από 01 01 2001. Εξαίρεση έχει τεθεί για την καταναλωτική πίστη, για την οποία ήδη ισχύει από 23.06.2010 η υπ' αριθμ. ΖΙ-699/2010 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β' 917/2010), εκδοθείσα επί σκοπώ προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 (που κατάργησε την όμοια προγενέστερη οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, βλ. επίσης άρθρο 14 εδ. δ' της ΦΙ-983/1991 ΚΥΑ ΦΕΚ Β 172/1991, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 α της ΚΥΑ Ζ1-178/13.02.2001 - ΦΕΚ Β' 255/8.03.2001, που ενσωμάτωσε στο εθνικό μας δίκαιο την Κοινοτική Οδηγία 98/7/ΕΚ), όπως αυτή τροποποιήθηκε από την ΚΥΑ ΖΙ-111/2012 (για τις εν στενή έννοια καταναλωτικές συμβάσεις πίστωσης, με πλήθ3ς εξαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 2 της ΚΥΑ Ζ1-699/2010), η οποία καθιερώνει διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων με αυτές 12 μηνών στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κάτοχου πιστωτικής κάρτας (ΑΠ 1331/2012, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 227/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1778/2010 Αρμ 2010.1829 και Αρμ 2011.251) και όχι την περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ εμπόρων. Επίσης, στην υπ' αριθμ. Ζ1-798/25.06.2008 απόφαση του Υπ. Ανάπτυξης ΦΕΚ 1353/11-07-2008 (περ. I περ στ), που έχει εκδοθεί εγκύρως κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 10 παρ. 21 του ν. 2251/1994 (βλ. σχετικώς ΣτΕ 1210/2010 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), όπως ισχύει μετά την ΥΑ ZΙ-21/I7.1.2011 (ΦΕΚ Β' 21/18-1-2011), προβλέπεται η απαγόρευση αναγραφής σε συμβάσεις στεγαστικού δανείου όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους Ο υπολογισμός του οφειλόμενου σε σύμβαση στεγαστικού δανείου (ή σύμβαση πιστωτικής κάρτας) τόκου με βάση έτος 360 ημερών προσκρούει κατ1 αρχάς στην αρχή της διαφάνειας, που προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 2 και 6 του ν. 2251/1994, διότι οι γενικοί όροι συναλλαγών των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δίκαιο πρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται πχ το επιτόκιο βάσει έτους 360 ημερών στην τραπεζική σύμβαση στεγαστικού δανείου, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Όταν η τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ' αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή - δανειολήπτη, ο οποίος πλέον (όταν το επιτόκιο προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1.3889 % περισσότερους τόκους (αφού ο αριθμητής του οικείου κλύσματος, που συγκροτείται από το γινόμενο του ποσού του κεφαλαίου, του επιτοκίου και του αριθμού των ημερών του κρίσιμου χρονικού διαστήματος δεν έχει πλέον ως παρονομαστή τις 365 ημέρες, αλλά τις 360). Συνεπώς, ναι μεν με την ΚΥΑ Φ 1-983/1991 άρθρο 14 εδ. δ' (ΦΕΚ Β 172/1991), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 α της ΚΥΑ ΖΙ- 178/13 2 2001 (ΦΕΚ Β' 255/2001), οι οποίες εκδόθηκαν προς εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 87/102/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 90/88/ΕΟΚ και την σύσταση 97/489 της επιτροπής της EE, καθιερώνεται διάρκεια έτους 365 ήμερων, 52 εβδομάδων και ίσων με αυτές 12 μηνών στην καταναλωτική πίστη (ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ Νόμος), ήδη δε το αυτό επαναλαμβάνεται και με το άρθρο 26 της ΚΥΑ ΖΙ-699/2010, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την ΚΥΑ 21-111/2012 (για τις εν στενή έννοια καταναλωτικές συμβάσεις πίστωσης, με πλήθος εξαιρέσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 2 της ΚΥΑ ΖΙ-699/2010), όπως και στην περίπτωση της υπ' αριθμ. Ζ1 - 798/25-06-2008 απόφασης του Υπ. Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353/11-07-2008), όπως ισχύει μετά την ΥΑ Ζ1- 21/17.1.2011 (ΦΕΚ Β 21/18-1-2011), πλην, όμως, οι σχετικές ρυθμίσεις αφορούν στις συναλλαγές που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του έκδοτη και κάτοχου πιστωτικής κάρτας, στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων και στις εν στενή έννοια καταναλωτικές συμβάσεις, όπως αυτές ορίζονται από ης διατάξεις των ειδικότερων ως άνω νομοθετημάτων και δεν αφορούν στην περίπτωση αλληλόχρεων λογαριασμών μεταξύ εμπόρων ή εν γένει τα τοκοχρεωλυτικά δάνεια, που συνάπτονται μεταξύ τραπεζών και εμπόρων στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, ούτε εντεύθεν και για τους εγγυητές προς αποπληρωμή των απορρεουσών από τέτοιες συμβάσεις οικονομικών υποχρεώσεων, στο μέτρο που δεν ενεργούν στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας τους [ΟλΑΠ 13/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ως προς την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2251/1994 στους εγγυητές και παλαιότερα μεν στη βάση της αρχής του παρεπομένου και εν συνεχεία βάσει της διάταξης του άρ. 1 παρ. 4 περ α του ν 2251/1994, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της από το ν. 3587/2007 και πριν την αντικατάσταση της από τη διάταξη του άρθ. 100 παρ. 4 του ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17.1.2018)]. Περαιτέρω, σύμφωνα, με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα Πιστωτικά Ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηναίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ' αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962. μεταξύ των Τραπεζών, συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρου συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης, με τον άνω νόμο. εισφοράς Η ρυθμιστική ισχύς του Νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως, που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και Πιστωτικών Ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ Πιστωτικών Ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφ' όσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό Κανόνα Δικαίου, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό Κανόνα Δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 3687019, ΑΠ 570/2010, ΑΠ 330/2010, ΑΠ 430/2005, ΕφΑθ 5/2018, ΕφΘεσ 2256/2018 ΕφΑθ 327/2018, ΕφΑθ 130/2018, ΕφΒορΑιγ 31/2018. Εφ0εσ 1224/2017, ΕφΘεσ 473/2017, ΕφΘεσ 16/2016, ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΘεσ 1034/2013, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012/1039, ΕφΑΘ 1159/2012, ΕφΑΘ 4424/2009, ΤΝΠ Νόμος). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε, υπό την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των Τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω Νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ' όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίος, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του Ν 2459/1997 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003. που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς Φυσικά και Νομικά Πρόσωπα που κατοικούν ή εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μανές του Αγίου Όρους, και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα Πιστωτικά Ιδρύματα. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η …. από της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει το Πιστωτικά Ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπ' όψιν κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, ενώ και υπό το καθεστώς της ελευθέρας διαμορφώσεως των επιτοκίων η ... επέβαλε την υποχρέωση για χωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991,2501/2002). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, εν όψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, προϋπόθεση που δεν συντρέχει όταν στον σχετικό ΓΟΣ ή στη δανειακή σύμβαση γίνεται ειδική αναφορά για την χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οπότε οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας (ΑΠ 430/2005, ΕφΘεσ 700/2017, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑΘ 1558/2007, ΤΝΠ Νόμος) Το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (βλ. Σπ. Ψυχομάνη. άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια σε ΝοΒ 1995, σελ. 16,17, ΕφΠειρ 127/2019, ΕφΛαρ 499/2019, ΕφΘεσ 1224/2017, ΕφΘεσ 16/2016, ΕφΘεσ 1034/2013, ΤΝΠ Νόμος) Περαιτέρω, το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: «Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάζεις της παρούσας Οδηγίας Η έκφραση «νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: «Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες - ότι. κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα ότι, γι' αυτόν τον λόγο, η έκφραση «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/12, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με διατάξεις μιας χώρας - μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος τω ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.). Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι «δηλωτικοί», μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού, αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δίκαιου» να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι' αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13 Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/94: «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται» Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα «την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος ΓΟΣ, που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα π>ς χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι «δηλωτικός», ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης, που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος, σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου.

 

Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ. που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1.1.2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του Οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019 ΕφΑΔΠολΔ 2019.398, ΕφΔωδ 40/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Εξάλλου, στο ίδιο πλαίσιο βρίσκεται και η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 5422/1932, που ορίζει ότι: «Αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί ως πληρωτέοι εν Ελλάδι εξοφλούνται εις δραχμάς (ήδη ευρώ) επί τη τρέχουσα τιμή της ημέρας της εξοφλήσεως. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη αυτή (ενόψει των προϋφισταμένων συναλλαγματικών περιορισμών), είχε καθιερωθεί η υποχρέωση του οφειλέτη χρηματικής οφειλής με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέας στην Ελλάδα, προερχόμενης είτε από έγκυρη σύμβαση, είτε από ειδική διάταξη νόμου, που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, να εξοφλήσει την οφειλή του βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά το χρόνο της πραγματικής (εκούσιας ή αναγκαστικής) πληρωμής (ΑΠ 124/2014, ΤΝΠ Νόμος). Όπως δε ορίζεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω ν. 5422/1932: «Τρέχουσα τιμή συναλλάγματος εκάστης ημέρας, κατά τον παρόντα νόμον, είναι η τιμή, εις ην η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί συνάλλαγμα». Ήδη, μετά την εισαγωγή του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 3 του v. 2842/2000, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιεύει δελτία τιμών αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα με βάση τα αντίστοιχα δελτία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ δύναται να εκδίδει ημερήσιο δελτίο τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων για τις ανάγκες των καταστημάτων της. Εξάλλου, ήδη (με το ν. 1083/1980 και το άρθρο 26 ν 2076/1992) είχε επιτραπεί στα πιστωτικά ιδρύματα και σε άλλα πρόσωπα, που δραστηριοποιούνται στη Ελλάδα, να προβαίνουν σε συναλλαγές (αγορές και πωλήσεις) συναλλάγματος και πλέον υπάρχει πλήρης ελευθερία προς τούτο στα ως άνω πιστωτικά ιδρύματα και τα άλλα πρόσωπα (ανταλλακτήρια κ.λπ.). που εκδίδουν προς τούτο ημερήσια δελτία τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων τα οποία και δημοσιεύουν (άρθρο 4 παρ. 2 ν. 2842/2000). Περαιτέρω, το ζήτημα της ύπαρξης δύο συναλλαγματικών ισοτιμιών (τιμή αγοράς και τιμή πώλησης του ξένου νομίσματος) δεν δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα για την εφαρμογή της ΑΚ 291, αφού η διάταξη, με τον όρο «τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στον χρόνο και τον τόπο της πληρωμής», εννοεί μία ισοτιμία, μία τιμή του ξένου νομίσματος, η οποία συνάγεται από τη λειτουργία αυτής της διατάξεως. Πράγματι, εφόσον με το καταβαλλόμενο ποσό εγχώριου νομίσματος πρέπει ο δανειστής να μπορεί να αποκτήσει αλλοδαπό νόμισμα στην οφειλόμενη αξία. συνάγεται ότι αυτό συμβαίνει υπολογίζοντας την οφειλή με βάση την τιμή πώλησης του αλλοδαπού νομίσματος (ΕφΛαρ 133/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1663/2018 ΔΕΕ 2018.1071). Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 371 ΑΚ «αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σ’ έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το δικαστήριο», κατά δε το άρθρο 372 του ίδιου Κώδικα «σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλομένους είναι άκυρη». Από το συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, είναι άκυρη η συμφωνία περί αορίστου παροχής, όταν ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στον ένα των συμβαλλομένων, ο οποίος μπορεί να προβεί σ' αυτόν κατά τρόπο αυθαίρετο, μη υποκείμενο στον έλεγχο του αντισυμβαλλομένου ή του δικαστηρίου, σε τρόπο, ώστε η δέσμευση του άλλου από τη συμφωνία αυτή να είναι υπέρμετρη και αλόγιστη Αντίθετα, αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε από τους συμβαλλομένους, απλώς σ' έναν απ' αυτούς, ο τελευταίος υποχρεούται, έναντι του άλλου, να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής, εν αμφιβολία, με δίκαιη κρίση, εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 371 ΑΚ. Και αν μεν η κρίση του ενός συμβαλλομένου μέρους θεωρηθεί εκ μέρους του άλλου δίκαιη, γεννιέται η επί την παροχή αξίωση, όταν όμως θεωρηθεί μη δίκαιη, κάθε ένα μέρος δικαιούται να ζητήσει, με αναγνωριστική αγωγή, τον προσδιορισμό από το Δικαστήριο. Ως δίκαιη κρίση ή κρίση αγαθού ανδρός θεωρείται η κρίση του ελευθέρως δικάζοντας εντός του σκοπού της ενοχής και δη της σύμβασης και εντός των συγκεκριμένων μεταξύ των μερών περιστάσεων (ΑΠ 2119/2014, ΕφΑθ 3607/2019, ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 9γ παρ. 1 ν. 2251/1994 απαγορεύονται, εν γένει, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ο ορισμός των οποίων δίνεται στο άρθρο 9α του ίδιου νόμου. Ως αθέμιτη ορίζεται η πρακτική, που αντίκειται στους κανόνες της επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή (9γ παρ. 2), και ιδίως, εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες, όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές (9γ παρ. 4).

 

Κατά δε το άρθρο 9δ παρ.1 του νόμου αυτού, (με τίτλο παραπλανητικές πράξεις): «Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι, συνεπώς, αναληθής ή, όταν με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία, τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και. ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε», ενώ κατά το άρθρο 9ε: «παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο προμηθευτής αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο». Στην περίπτωση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών προβλέπονται, στο άρθρο 98 παρ. 1, 3 του ιδίου νόμου οι εξής κυρώσεις: «1.. Κάθε καταναλωτής ή και ένωση καταναλωτών έχουν το δικαίωμα, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 9γ έως και 9η, να ζητούν τη δικαστική παύση κάθε αθέμιτης εμπορικής πρακτικής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και αποζημίωση για τη ζημία που υφίστανται εξαιτίας της πρακτικής αυτής. 3. Ο Προμηθευτής στον οποίο αποδίδεται παράβαση των διατάξεων του παρόντος μέρους υποχρεούται να προσκομίζει στο Δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αφορούν εμπορική πρακτική, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο από το Δικαστήριο, εν όψει των δεδομένων της συγκεκριμένης περίπτωσης, λαμβανομένων υπόψη των έννομων συμφερόντων όλων των διαδίκων. Αν δεν προσκομισθούν τα στοιχεία αυτά ή κριθούν ανεπαρκή, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ή των εναγόντων καταναλωτών τεκμαίρονται αληθείς». Εξάλλου, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 2076/1992, (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του. με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν 3601/2007) εκδόθηκε η Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2501/2002 (ΦΕΚ Α' 277/2002), η οποία, ως εκ τούτου, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 1727/2008. ΤΝΠ Νόμος). Με την εν λόγω Πράξη, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, οι οποίες αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους, που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα δε με τις γενικές αρχές, που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της ίδιας ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους, για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις, που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους, κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων, για τον τρόπο εφαρμογής των όρων, που έχουν συμφωνηθεί, να ανταποκρίνονται, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, σε αίτημα των συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινήσεων, σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων, καθώς και να μεριμνούν, για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων, που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών, προς το συναλλακτικό κοινό. Το περιεχόμενο της ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης, που αποσκοπεί, στο να σχηματίζουν οι συναλλασσόμενοι πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθορίζεται στην παράγραφο Β της ίδιας ΠΔΤΕ, και εξειδικεύεται, ανάλογα με το είδος του τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις κτλ.). Ειδικότερα, για τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, δάνεια, θεσπίζεται υποχρέωση ενημέρωσης: α) σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε περίπτωση δανείων από συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ. Β' αριθμ. 2, περίπτωση x) και β) για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κίνδυνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β. αριθμ. 2. περίπτωση xi) Το ειδικότερο περιεχόμενο της εν λόγω υποχρέωσης ενημέρωσης δεν εξειδικεύεται, περαιτέρω, στην παραπάνω πράξη, η ως άνω, όμως, απαίτηση δεν αφορά απλά και μόνο, στην υπόμνηση για την πιθανότητα αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας αλλά πρέπει να οδηγεί το δανειολήπτη να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που τέτοια πιθανότητα συνεπάγεται γι' αυτόν (ΑΠ 948/2021, ΤΝΠ ΑΠ). Εξάλλου, η παράβαση κατά περίπτωση, εκ μέρους τράπεζας της υποχρέωσης της προς επαρκή πληροφόρηση και διαφώτιση του πελάτη της κατά τα ανωτέρω, στο στάδιο πριν από την κατάρτιση της σύμβασης, στοιχειοθετεί παράνομη συμπεριφορά, η οποία, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, έχει ως συνέπεια τη θεμελίωση καταρχάς προσυμβατικού πταίσματος και αντίστοιχης ευθύνης της κατά τα άρθρα 197 και 198 ΑΚ Αντίθετα, εφόσον καταρτιστεί η σύμβαση δανείου, παρεπόμενη υποχρέωση της οποίας θεωρείται η υποχρέωση πληροφόρησης και διαφώτισης εκ μέρους της τράπεζας, η παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης θεμελιώνει πλημμελή εκπλήρωση της παροχής και συνακόλουθα ενδοσυμβατική ευθύνη αυτής. Δεν αποκλείεται, επιπλέον, και παράλληλη θεμελίωση και αδικοπρακτικής ευθύνης, αφού η παράλειψη της τράπεζας που παρέχει υπηρεσίες να εκπληρώσει τις ειδικότερες υποχρεώσεις της «εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού», συνιστά, κατά την κρατούσα άποψη, παράνομη συμπεριφορά, καθώς αντίκειται στα άρθρα 288 και 281 ΑΚ και γενικότερα στη γενική αρχή της καλής πίστης (ΑΠ 1727/2008, ΕΕμπΔ 2009, 520, Γιοβανόπουλο, Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ 2014, σ. 669-670 και 674-675). Ειδικότερα δε, αναφορικά με την περίπτωση του υπολογισμού της ανωτέρω ζημίας μη ή ελλιπώς ενημερωθέντος για το συναλλαγματικό κίνδυνο δανειολήπτη, ο οποίος έχει λάβει δάνειο σε ελβετικά φράγκα ή έχει μετατρέψει ήδη ληφθέν σε ευρώ δάνειο στο συγκεκριμένο αλλοδαπό νόμισμα, σημειώνεται ότι η ζημία του αυτή, η οποία συνίστατο στην προσαύξηση της σε ευρώ αποτίμησης του άληκτου κεφαλαίου σε αλλοδαπό νόμισμα» δεν έχει ακόμη επέλθει στο σύνολο της, στο μέτρο, που το δάνειο στο ως άνω ξένο νόμισμα δεν έχει καταγγελθεί, ούτε μετατραπεί σε ευρώ από την τράπεζα με βάση τους όρους της οικείας σύμβασης, ούτε ο ίδιος ο δανειολήπτης το έχει τρέψει σε ευρώ, σε αμφότερες ης εν λόγω περιστάσεις τροπής με την τρέχουσα δυσμενέστερη ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου. Με άλλη διατύπωση, ο υπολογισμός ως ζημίας της διαφοράς του άληκτου κεφαλαίου εκφρασμένου σε ευρώ, υπολογισμένου αφενός με την αρχική ισοτιμία και αφετέρου με την τρέχουσα ή διαφορετικά υπολογισμένου, αφενός με την τρέχουσα ισοτιμία και αφετέρου κατά τρόπο ώστε το δάνεισμα και οι δόσεις του να μην είχαν εξαρχής εκφρασθεί σε ελβετικά φράγκα, θεωρούμενων των συναφώς καταβολών απευθείας σε ευρώ για δάνειο σε ευρώ, είναι άτοπος και τούτο, διότι τίποτα δεν αποκλείει στο μέλλον και κατά τη διάρκεια της αποπληρωμής του δανείου σε ελβετικά φράγκα την επάνοδο της ισοτιμίας στα αρχικά ή και ευνοϊκότερα για το δανειολήπτη επίπεδα (Γιοβανόπουλο, Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ 2014. σ. 676). Περαιτέρω, η παροχή δανείου από τράπεζα σε καταναλωτή, σε ξένο νόμισμα, η συναλλαγματική ισοτιμία του οποίου μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του δανείου, δεν συνιστά παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3606/2007 Στις ανωτέρω συμβάσεις δανείου γίνεται απλώς μετατροπή σε εθνικό νόμισμα ποσών εκφρασμένων σε ξένο νόμισμα, για τον υπολογισμό του ύψους του δανείου και των δόσεων αποπληρωμής του, σύμφωνα με τις σχετικές με τη συναλλαγματική ισοτιμία ρήτρες της δανειακής συμβάσεως και δεν έχουν ως σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεως, εφόσον ο καταναλωτής αποσκοπεί μόνο στη λήψη των κεφαλαίων, ενόψει της αγοράς καταναλωτικού αγαθού ή παροχής υπηρεσίας και όχι στη διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου ή στην κερδοσκοπία επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος και συνεπώς δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες» κατά το άρθρο 4 ν. 3606/2007. Εξάλλου, οι πράξεις συναλλάγματος τις οποίες πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο πλαίσιο της εκτέλεσης σύμβασης δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επενδυτικές υπηρεσίες, κατά την έννοια του ν. 2396/1996 (άρθρ. 2 παρ. 2 περ. γ, ζ) ή ως χρηματοπιστωτικό μέσο, κατά την έννοια του ν. 3606/2007 (άρθρ. 4 παρ. 2 περ. β, δ, στ που ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο το σχετικό άρθρο 4 παρ. 1 σημ. 2 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ γνωστή ως MiFID και ήδη από 1.1.2017 Οδηγία 2014/65/ΕΕ και τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων). Η ιδιαιτερότητα του δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα, ότι δηλαδή η εκφρασμένη στο νόμισμα του δανειολήπτη τοκοχρεωλυτική δόση του δανείου αυξομειώνεται ανάλογα με την εξέλιξη της ισοτιμίας του (εθνικού) νομίσματος του δανειολήπτη έναντι του (αλλοδαπού) νομίσματος του δανείου, δε μεταλλάσσει τη χορήγηση του δανείου σε επενδυτική πράξη (ΔΕΕ, υπόθεση C- 312/14, σκ. 68-72, ΕφΘρ 176/2017, ΕφΘρ 185/2017, ΤΝΠ Νόμος). Αλλωστε, συμφωνά με το άρθρο 4 ν. 2836/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 Ν. 3371/2005, πριν από την κατάργηση του με το άρθρο 85 παρ. 1 ν. 3606/2007 από 1-11-2007: «1. Υπάλληλοι και στελέχη Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), Ανώνυμων Εταιριών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.), Ανώνυμων Εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων - Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.) και Ανώνυμων Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Α.Ε.Ε.Χ.) που είναι αρμόδιοι κατά περίπτωση: (α) για τη λήψη και τη διαβίβαση εντολών, (β) την εκτέλεση εντολών, (γ) την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (δ) την διαχείριση χαρτοφυλακίων και (ε) την ανάλυση κινητών αξιών και αγορών χρήματος και κεφαλαίου, οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας … Εφόσον πρόκειται για υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων … οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Από το περιεχόμενο της ως άνω διατάξεως προκύπτει σαφώς ότι με το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας ήταν αναγκαίο να εφοδιάζονται οι υπάλληλοι που ήταν αρμόδιοι για την παροχή και διαχείριση επενδυτικών υπηρεσιών και προϊόντων και όχι με την χορήγηση και διαχείριση δανείων (ΕφΑθ 2319/2018, ΤΝΠ Νόμος).

 

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμο τον αγωγικό ισχυρισμό τους περί ακυρότητας του όρου 7 των επίδικων συμβάσεων δανείου κατ' άρθρο 372 ΑΚ, ως καταλείπων την αντιπαροχή τους αόριστη, δεχόμενο εσφαλμένα ότι η ρήτρα 7 των ένδικων συμβάσεων, που είναι συμβάσεις δανείων σε ελβετικά φράγκα, επαναλαμβάνει τη διάταξη της ΑΚ 291, πλην όμως, οι επίδικες δανειακές συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις ρήτρας αξίας συναλλάγματος, που ελέγχονται από άποψη διαφάνειας και όχι συμβάσεις σε συνάλλαγμα, όπως λανθασμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, παραβιάζοντας τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ και τη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 6 και 7 ν. 2251/1994. Εν προκειμένω, οι επίδικες συμβάσεις, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνιστούν συμβάσεις δανείων σε συνάλλαγμα και συγκεκριμένα σε ελβετικά φράγκα και όχι συμβάσεις δανείων με ρήτρα αξίας συναλλάγματος, που θα υπήρχε μόνο αν ο δανειολήπτης λάμβανε το δάνεισμα σε ευρώ με επιτόκιο euribor και αναλάμβανε την υποχρέωση να αποπληρώσει το δάνειο αποκλειστικά σε ευρώ, ενώ κάθε δόση υπολογιζόταν με βάση την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου, πράγμα όμως, που δεν συνέβη στην επίδικη περίπτωση, που οι δανειολήπτες ενάγοντες έλαβαν το δάνεισμα σε ελβετικά φράγκα με επιτόκιο Libor και η πληρωμή έπρεπε να γίνει σε ελβετικά φράγκα την ημέρα της πληρωμής, απλώς η εναγομένη για να τους διευκολύνει τους αναγνώρισε συμβατικά τη δυνατότητα (διαζευκτική ευχέρεια), που αυτοί εκ του νόμου (άρθρο 291 ΑΚ) είχαν, να αποπληρώσουν την οφειλή καταβάλλοντος εγχώριο νόμισμα αντί του ξένου χωρίς αυτό να σημαίνει on οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να καταβάλλουν ελβετικά φράγκα (ΕφΠειρ 3/2021. ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 911/2018. προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη). Εξάλλου, α εκκαλούντες δεν ισχυρίζονται με την ένδικη αγωγή τους ότι οι δόσεις, που καθορίζονταν από την εναγόμενη σε ελβετικά φράγκα, όπως αβίαστα προκύπτει από τις ένδικες συμβάσεις, ανταποκρίνονταν σε αυθαίρετο υπολογισμό ελβετικών φράγκων, αφού τα οφειλόμενα ποσά ελβετικών φράγκων ανταποκρίνονται στα ποσά που συμφωνήθηκαν, ενώ η μεγάλη απόκλιση στις δόσεις με βάση τους υπολογισμούς των εκκαλούντων και εκείνων της εφεσίβλητης, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οφείλονται στην συναλλαγματική ισοτιμία με βάση την οποία υπολογίζει η κάθε πλευρά την παροχή, όχι δε ότι υπάρχει διαφορετική ισοτιμία κατά τον ίδιο χρόνο με βάση την οποία τούτη υπολογίζεται, αλλά ότι κατά μεν την εφεσίβλητη λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία του χρόνου καταβολής, ερμηνεία που απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι παράνομη και προσκρούει στα χρηστά ήθη, κατά δε τους εκκαλούντες ότι η μετατροπή πρέπει να γίνει με βάση την ισοτιμία του χρόνου εκταμίευσης, ερμηνεία όμως, η οποίο ενόψει του ότι δεν απηχεί το περιεχόμενο της ανωτέρω διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται εάν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία προκειμένου να υιοθετηθεί θα έπρεπε να έχει συμφωνηθεί ρητά μεταξύ των διαδίκων, στοιχείο που ουδόλως προκύπτει από το περιεχόμενο των όρων των συμβάσεων, όπως τούτο εκτίθεται στην αγωγή. Έτσι ο ένδικος όρος της σύμβασης με βάση τον οποίο η εφεσίβλητη προσδιορίζει το ποσό της εκάστοτε παροχής των εκκαλούντων σε ελβετικά φράγκα στα οποία αυτούσια δύνανται οι εκκαλούντες να καταβάλουν αυτήν, άλλως σε ευρώ εφαρμόζοντας την ισοτιμία του χρόνου καταβολής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι άκυρος, κατ’ άρθρο 372 ΑΚ, ενόψει του ότι δήθεν το ποσό της οφειλομένης εκ μέρους των εκκαλούντων εκάστης δόσης είναι αόριστο, καθώς συμφωνήθηκε να υπολογίζεται μονομερώς από την εφεσίβλητη, κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, και κατ’ απόλυτη κρίση της τελευταίας, διότι κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, η τιμή πώλησης συναλλάγματος δεν είναι αυθαίρετο μέγεθος που μπορεί να λαμβάνει υπόψη κατά το δοκούν η εφεσίβλητη, αλλά αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσόμενων, καθορίζεται από τη διατραπεζική αγορά και διαμορφώνεται ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα. Πρόκειται επομένως, για παράγοντα τρίτο σε σχέση με τους εν προκειμένω συμβαλλομένους, η συμμετοχή του οποίου στην άρση της αοριστίας της παροχής, αποκλείει την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 372 ΑΚ. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως προς τη θεμελίωση τούτη ως αβάσιμη κατά το νόμο, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών νομικών διατάξεων και επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Με τους δεύτερο, τρίτο τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο λόγους της έφεσης, που είναι συναφείς μεταξύ τους. οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμο τον αγωγικό ισχυρισμό τους περί ακυρότητας των όρων 7° και 9 των ένδικων συμβάσεων ως καταχρηστικών, λόγω υπαγωγής τους στη ρυθμιστική εμβέλεια των παρ. 2. 6 και 7 περ. ια, ιγ του άρθ. 2 ν 2251/1994. απορρίπτοντας ομοίως ως μη νόμιμο, το άμεσα συναρτώμενο α’ αυτοτελές κύριο αγωγικό αίτημα με αντικείμενο την αναγνώριση της ως άνω ακυρότητας και ως απαράδεκτα λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος των εκκαλούντων και τα συνεχόμενα υπό στοιχεία γ, δ και ε αυτοτελή κύρια αιτήματα, κρίνοντας ότι η ακυρότητα του όρου 7° και κατ' επέκταση και του 9 όρου συνιστά τον πυρήνα της ένδικης διαφοράς και η αναγνώριση αυτής στηρίζει το άμεσο έννομο συμφέρον των εκκαλούντων για έγερση της προκείμενης αγωγής, καθώς αποτελεί επί της ουσίας προϋπόθεση για τον υπολογισμό του δανείσματος και των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των επίδικων δανείων με την ευνοϊκή για τους ίδιους συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου, που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα συναφής των επίδικων συμβάσεων, ισχυριζόμενοι ότι οι επίμαχοι ΓΟΣ 7°, με τον οποίο ορίζεται ότι «...Εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής...» και 9 με τον οποίο ορίζεται ότι «Σε περίπτωση καταγγελίας, σύμφωνα με το αμέσως προηγούμενο άρθρο, η τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ισότιμη οφειλή ευρώ με βάση την τιμή πώλησης, που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας», προσδίδουν στις επίδικες συμβάσεις σαφή επενδυτικό χαρακτήρα και έπρεπε να ενημερωθούν ειδικώς οι εκκαλούντες γι’ αυτές από πιστοποιημένους υπαλλήλους της εφεσίβλητης, αναλαμβάνουν με αυτούς οι δανειολήπτες τον κίνδυνο δύο συναλλαγματικών ισοτιμιών και θεσπίζουν αυτοί διαζευκτική ενοχή, δεν είναι δηλωτικοί όροι και δεν επαναλαμβάνουν, όπως εσφαλμένα έκρινε η εκκαλουμένη, τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, η οποία δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, αφενός διότι υφίσταται μεταγενέστερη διάταξη ενδοτικού δικαίου ειδικότερου νόμου, ήτοι η διάταξη του άρ. 4 παρ. 1 ν. 2842/2000 που εφαρμόζεται σε περίπτωση ακύρωσης των επίμαχων ΓΟΣ, αφετέρου διότι η διάταξη του άρ. 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 ΕΟΚ αναφέρεται σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και όχι ενδοτικού δικαίου όπως εισάγει η ΑΚ 291, ενώ η συμπλήρωση του κενού, που θα ανέκυπτε από την ακύρωση των επίμαχων ΓΟΣ, με τη διάταξη 291 του ΑΚ θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι στην παραβίαση της αρχής της διαφάνειας. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, οι επίμαχοι όροι 7° και 9 που περιέχονται στις συναφθείσες μεταξύ των διαδίκων δανειακές συμβάσεις, την ακυρότητα των οποίων ζητούν οι εκκαλούντες και ενάγοντες με την αγωγή επικαλούμενοι αντίθεση τους στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1. 6 και 7 ν. 2251/1994 και 281 ΑΚ, απηχούν τη διάταξη εθνικού δικαίου, δηλαδή εσωτερικού κανόνα ουσιαστικού ενδοτικού δικαίου του άρθρου 291 ΑΚ, χωρίς να εισάγουν απόκλιση από αυτήν και χωρίς να τη ' συμπληρώνουν με επιπλέον ρυθμίσεις, ούτε τη διαφοροποιούν ως προς το οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο της και επομένως, εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα των συμβατικών αυτών όρων και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο κσταχρηστικότητας και διαφάνειας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτά που προβλέπονται ως συμβατικοί όροι θα ίσχυαν έτσι και αλλιώς κατ' άρθρο 291 ΑΚ, ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι επίμαχες ρήτρες. Συνακόλουθα, οι ως άνω όροι εξ ορισμού αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του ν 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίστανται οι επίμαχοι ΓΟΣ. που υποχρεώνουν τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν οι όροι αυτοί είναι «δηλωτικοί», ταυτίζονται δηλαδή ή απηχούν κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Οι επίμαχοι όροι σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκειμένη περίπτωση, απηχούν το περιεχόμενο της ενδοτικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα των σχετικών όρων. Ειδικότερα, η αναγραφή στους όρους αυτούς, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1.1.2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τους όρους αυτούς δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, κα του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό τέτοιοι όροι δεν επαναλαμβάνουν μεν νοηματικά, απηχούν όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ και ως εκ τούτου δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα των σχετικών όρων και επομένως, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1094 στην ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του οποίου εμπεριέχεται η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της έστω και αν η εξαίρεση αυτή δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, εμπεριέχεται στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας σύμφωνης με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Επομένως, οι επίμαχοι όροι 7° και 9 των επίδικων δανειακών συμβάσεων εντάσσονται στους δηλωτικούς όρους αυτής, διότι επαναλαμβάνουν τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ δηλαδή εσωτερικού κανόνα ενδοτικού δικαίου και επομένως τέτοιοι όροι εξ ορισμού αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994 και δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας και διαφάνειας ως γενικοί όροι συναλλαγών. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι στους επίμαχους όρους προβλέπεται η πληρωμή βάσει της τιμής πώλησης του αλλοδαπού νομίσματος, καθόσον ο προσδιορισμός της ισοτιμίας κατά το χρόνο πληρωμής είναι θέμα απλού μαθηματικού υπολογισμού, δοθέντος ότι η τιμή πώλησης συναλλάγματος αποτελεί δια γνωστό αντικειμενικό μέτρο αφού ισχύει για το σύνολο των συναλλασσομένων και καθορίζεται από τη διατραπεζική αγορά, διαμορφούμενη ημερησίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποίο εκδίδει δημόσιο δελτίο αναφοράς των ισοτιμιών για κάθε νόμισμα και δεν ελέγχεται από την εφεσίβλητη, αλλά προκύπτει από τη λειτουργία της διατραπεζικής αγοράς συναλλάγματος, ενώ είναι δεδομένη η ευχέρεια λήψης της σχετικής πληροφόρησης από δημοσιεύσεις στον τύπο, από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, αλλά και από ανακοινώσεις που εκτίθενται σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της εφεσίβλητης ή κάποιας άλλης Τράπεζας. Κατά την ανωτέρω ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ. κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της συνομολόγησης ή της λήξης του χρέους, αλλά εκείνος της πραγματικής πληρωμής. Η έως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει σε βάρος ή προς όφελος, αντίστοιχα, του οφειλέτη, Ο όρος αυτός, που έχει τύχει της έγκρισης του εθνικού νομοθέτη, είναι διαφανής, καθώς γίνεται δεκτό πως ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών στις συμβάσεις, που αφορά και δεν στηρίζεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή Είναι σαφές, ότι οι κρίσιμες δανειακές συμβάσεις, δεν εμφανίζουν ατυπικά χαρακτηριστικά, συγκριτικά με τη νομοτυπική μορφή για την οποία ίσχυα ο προβλεπόμενος στο άρθρο 291 ΑΚ κανόνας ενδοτικού δικαίου, ο οποίος δεν αφορά συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο εκπλήρωσης χρηματικής, οφειλής σε ξένο νόμισμα ανεξάρτητα από το είδος, της καταρτισθείσας σύμβασης. Εφαρμόζεται μάλιστα στις αξιώσεις, που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, όπως οι κρίσιμες δανειακές συμβάσεις, με τις οποίες συνομολογήθηκε οφειλή σε ξένο νόμισμα - ελβετικά φράγκα-, δεδομένου ότι δεν τίθενται πλέον συναλλαγματικοί περιορισμοί στη σύναψη δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα (άρθρα 63 επ. ΣΛΕΕ, 5 παρ. 1 ν. 2842/2000. ΠΔΤΕ 2325/1994), μη εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 4 του ν. 2842/2000, που είναι καθοδηγητικού χαρακτήρα και όχι ενδοτικού ή αναγκαστικού δικαίου. Περαιτέρω, η σύναψη των επίδικων συμβάσεων δεν αποτελεί επενδυτική υπηρεσία και σύνθετη τραπεζική συναλλαγή με χαρακτηριστικά επενδυτικού χαρτοφυλακίου, που απαιτεί εξειδικευμένη ενημέρωση αφού σκοπός αυτής, κατά τα ιστορικά αφηγούμενα στην αγωγή, ήταν η λήψη δανείων σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας. Πρόκειται δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση για νόμιμη παροχή στεγαστικών δανείων σε ξένο νόμισμα, για τον υπολογισμό του ποσού των οποίων και των δόσεων αποπληρωμής αυτών λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων, ενέργεια δηλαδή που συνιστά συναλλαγματική δραστηριότητα αμιγώς παρεπόμενη της χορήγησης και της αποπληρωμής δανείου σε ξένο νόμισμα, η αξία του οποίου γιο τον υπολογισμό της αποπληρωμής δεν καθορίζεται εκ των προτέρων αλλά, κατά τα εκτιθέμενα, προσδιορίζεται βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος αυτού κατά την ημερομηνία καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσης. Ειδικότερα, οι εν λόγω συναλλαγές βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας εθνικού και ξένου νομίσματος (εν προκειμένου ευρώ και ελβετικού φράγκου), περιορίζονται στη μετατροπή, σύμφωνα με την τιμή αγοράς ή πώλησης του ξένου νομίσματος, των ποσών του δανείου και των μηνιαίων δόσεων που έχουν συνομολογηθεί στο ξένο αυτό νόμισμα (λογιστικό νόμισμα) στο εθνικό νόμισμα (νόμισμα πληρωμής) χωρίς να μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ των δανειακών αυτών συμβάσεων και τυχόν, πάντως μη υφιστάμενων στην ένδικη περίπτωση, πράξεων προθεσμιακής πώλησης συναλλάγματος. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι δεν γίνεται επίκληση δέσμευσης κεφαλαίων με σκοπό επερχόμενη αύξηση αυτών και εισροή νέων. αλλά αντίθετα μνημονεύεται η εκταμίευση ορισμένου ποσού, που προοριζόταν για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των εναγόντων, με την επ’ ωφελεία των τελευταίων εκμετάλλευση του χαμηλότερου επιτοκίου libor, που συνόδευε το ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία μεταξύ των διαδίκων ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, αφού κατά τα επικαλούμενα στην αγωγή το ευρώ ήταν το μοναδικό νόμισμα πληρωμής ενώ το ελβετικό φράγκο χρησίμευε ως λογιστική μονάδα, ώστε δεν προσδοκάτο περαιτέρω οικονομικό κέρδος, προερχόμενο από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του δανείσματος. Πρόκειται δηλαδή για συναλλακτικές πράξεις που χρησιμεύουν απλά και μόνο ως λεπτομέρειες εκτέλεσης των ουσιωδών υποχρεώσεων πληρωμής της σύμβασης δανείου, ήτοι τη διάθεση του κεφαλαίου από το δανειστή και την αποπληρωμή του εν λόγω κεφαλαίου εντόκως από τον δανειολήπτη, χωρίς να έχουν σκοπό την πραγματοποίηση επένδυσης, εφόσον ο καταναλωτής αποσκοπεί μόνο στη λήψη των κεφαλαίων ενόψει της αγοράς καταναλωτικού αγαθού ή παροχής υπηρεσίας και όχι, παραδείγματος χάρη, στη διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου ή στην κερδοσκοπία επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος. Συνεπώς δεν εφαρμόζεται ο ν. 3606/2007 για τις υποχρεώσεις ενημέρωσης των επενδυτών, ούτε το άρθρο 49 παρ. 1 ν. 3371/2005, που επιβάλλει οι υπάλληλοι που παρέχουν τη σχετική με αυτά ενημέρωση να έχουν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας παροχής επενδυτικών συμβουλών, η ενημέρωση των συναλλασσόμενων δεν έπρεπε να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων όπως προβλέπεται στο Κεφάλαιο Β, άρθρο 1 περ. στ’ παρ. 2 του ΠΔ 2501/2002, που αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, ούτε οι υπάλληλοι της εφεσίβλητης - εναγόμενης τράπεζας, που παρείχαν τη σχετική ενημέρωση έπρεπε να έχουν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας παροχής επενδυτικών συμβουλών κατά το παραπάνω άρθρο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως προς τη θεμελίωση τούτη ως αβάσιμη κατά το νόμο, απορρίπτοντας ομοίως ως μη νόμιμο, ως άμεσα συναρτώμενο, το α' αυτοτελές κύριο αγωγικό αίτημα με αντικείμενο την αναγνώριση της ως άνω ακυρότητας και ως απαράδεκτα λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος των εκκαλούντων και τα συνεχόμενα υπό στοιχεία γ, δ και ε αυτοτελή κύρια αιτήματα, κρίνοντας ότι η ακυρότητα του όρου 7° και κατ' επέκταση εμμέσως και του 9 όρου συνιστά τον πυρήνα της ειδικής διαφοράς και η αναγνώριση αυτής στηρίζει το άμεσο έννομο συμφέρον των εκκαλούντων για έγερση της προκείμενης αγωγής, καθώς αποτελεί επί της ουσίας προϋπόθεση για τον υπολογισμό του δανείσματος και των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των επίδικων δανείων με την ευνοϊκή για τους ίδιους συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου, που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα σύναψης των επίδικων συμβάσεων» έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, κατ΄ άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών νομικών διατάξεων και επομένως, οι δεύτερος, τρίτος τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος, συναφείς μεταξύ τους, λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

 

Με τον ένατο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, σχετικά με την παραβίαση της υποχρέωσης της εφεσίβλητης τράπεζας να προβεί σε προσυμβατική εξειδικευμένη ενημέρωση τους, που προσιδιάζει στην επικινδυνότητα του επίδικου προϊόντος, που φέρει επενδυτικό χαρακτήρα. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όχι ως κατ’ ουσία αβάσιμη, αλλά κατά ένα μέρος ως απαράδεκτη και κατά το λοιπό μέρος της ως μη νόμιμη, κατά τις αναλυτικά αναφερόμενες διακρίσεις στο σκεπτικό της, χωρίς να προηγηθεί επ' αυτής εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων.

 

Με τους δέκατο και δέκατο τρίτο λόγους της έφεσης, που είναι συναφείς μεταξύ τους οι εκκαλούντες παραπονούνται για έλλειψη ενημέρωσής τους και μη συμμόρφωση της εφεσίβλητης τράπεζας με το οικείο κανονιστικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά της τελευταίας να θεμελιώνει ενδοσυμβατική, αλλά και αδικοπρακτική της ευθύνη, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 914 και 919 ΑΚ, αθέμιτη εμπορική πρακτική, παραπλανητική διαφήμιση και χορήγηση ελαττωματικού προϊόντος σε βάρος τους από μέρους της εφεσίβλητης και ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και δεν αποφάνθηκε περί παραβίασης των ως άνω διατάξεων από την εφεσίβλητη και απέρριψε τους εν λόγω ισχυρισμούς τους ως μη νόμιμους, όσον αφορά δε το κονδύλιο ηθικής βλάβης εσφαλμένα κρίθηκε από την εκκαλουμένη και ως απαράδεκτο λόγω πρόωρης άσκησής του. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, οι εκκαλούντες - ενάγοντες στην αγωγή ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη τράπεζα τους ενημέρωσε μεν προσυμβατικά και κατά τη διάρκεια των συμβάσεων για το συναλλαγματικό κίνδυνο μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου, αλλά δεν τους παρείχε εξειδικευμένη ενημέρωση από πιστοποιημένους υπαλλήλους της για τον ως άνω κίνδυνο, ενόψει του ότι τα επίδικα δάνεια είχαν επενδυτικό χαρακτήρα και επίσης, ότι τους παρείχε μεν η εφεσίβλητη τεχνική κάλυψης από τον εν λόγω κίνδυνο μόνο για τα τρία πρώτα χρόνια των δανείων με δυνατότητα ανανέωσης, χωρίς όμως, να τους παρέχει τεχνική κάλυψης κίνδυνου από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας των δυο νομισμάτων για όλη τη διάρκεια (25 έτη) των επίδικων δανείων. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, εφόσον οι επίμαχοι όροι 7° κα 9 είναι έγκυροι και η εφεσίβλητη, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφενός ενημέρωσε τους   ενάγοντες για το συναλλαγματικό κίνδυνο μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου, αναφορικά με τα επίδικα δάνεια σε συνάλλαγμα, που δεν ήταν εκ προοιμίου μη ασφαλή, αφού καταρχήν παρείχαν σημαντικό όφελος στους εκκαλούντες δανειολήπτες από το χαμηλό επιτόκιο libor σε σχέση με το υψηλό επιτόκιο euribor των δανείων σε ευρώ, α κίνδυνος δε που ενείχαν ήταν συμβατός με τη φύση τους και δεν εξαρτάτο από την εφεσίβλητη, και τα οποία ως προεκτέθηκε δεν έχουν επενδυτικό χαρακτήρα και δεν απαιτείται ως εκ τούτου ειδική ενημέρωση για αυτά από πιστοποιημένους υπαλλήλους της τράπεζας παροχής επενδυτικών συμβουλών, σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν απαιτούνται ειδικές οικονομικές γνώσεις για να αντιληφθεί ο μέσος καταναλωτής - δανειολήπτης, όπως οι εκκαλούντες, ότι οι συναλλαγματικές μεταβολές επηρεάζουν προφανώς την αξία ενός νομίσματος σε σχέση με άλλα, αφετέρου, παρείχε αυτή (εφεσίβλητη) αντιστάθμισμα στους εκκαλούντες από τον ως άνω κίνδυνο μεταβολής συναλλαγματικής ισοτιμίας για τα τρία πρώτα χρόνια, το οποίο (αντιστάθμισμα υπό τα αναφερόμενα στην αγωγή δεν επέλεξαν να κάνουν χρήση οι ενάγοντες, ενώ πρόγραμμα προστασίας της δόσης νια μεγαλύτερο της τριετίας διάστημα δεν απαιτούνταν να παράσχει η εφεσίβλητη τράπεζα, αφού τέτοιο προϊόν δεν υπήρχε τότε, ούτε άλλωστε υπάρχει στην παγκόσμια αγορά (ΑΠ 948/2021, ΤΝΠ ΑΠ), δεν στηρίζεται στο νόμο και είναι σπορριπτέος για το λόγο αυτό ο ισχυρισμός των εκκαλούντων, τόσο περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εφεσίβλητης, όσο και περί τέλεσης αδικοπραξίας σε βάρος τους από την τελευταία, όπως και το συνδεόμενο με αυτές αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής τους βλάβης, λόγω μη στοιχειοθέτησης παράβασης των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 914 και 919 ΑΚ. των διατάξεων του ν. 2251/1994. του ν, 146/1914, του ν, 703/1977 και της ΠΔΤΕ 2501/2001 Πέραν αυτού, και στο βαθμό, που θεωρηθεί ότι ο ως άνω ισχυρισμός των εκκαλούντων στηρίζεται στη μη τήρηση εκ μέρους της εφεσίβλητης - εναγομένης της υποχρέωσης της, που απορρέει από την αρχή της καλής πίστης, προς παροχή ενημέρωσης αυτών (εκκαλούντων) για τα επίδικα δάνεια, αναφορικά με τον κίνδυνο μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου, τότε το αίτημα, περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθίσταται και ως απαράδεκτο, λόγω πρόωρης άσκησης του, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη αφού υφίσταται αδυναμία του Δικαστηρίου να το σταθμίσει κατά επιδικαστέο ποσό σε σχέση με την κύρια παράμετρο της σχετικής υλικής ζημίας των εκκαλούντων - εναγόντων από τη σχετικώς επικαλούμενη αδικοπραξία σε βάρος τους και τούτο, διότι δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι τα επίδικα δάνεια έχουν καταγγελθεί ή έχουν τραπεί σε ευρώ, περιπτώσεις μέχρι την επέλευση των οποίων η οποιαδήποτε ζημία των εκκαλούντων, ως πιστούχων, στην επίδικη περίπτωση, από την από μέρους τους αιτιώμενη μη ενημέρωσή τους από την αντίδικο τους εφεσίβλητη για τον συναλλαγματικό κίνδυνο, που ενέχουν τα επίδικα δάνεια, δεν είναι νοητό να αποκρυσταλλωθεί σε συγκεκριμένο χρηματικό μέγεθος, αλλά τυγχάνει συνεχώς δυναμικώς μεταβαλλόμενη, για το λόγο ότι, εφόσον τα επίδικα δάνεια δεν έχουν καταγγελθεί ή τραπεί σε ευρώ επί τη βάσει κάποιας δεδομένης ισοτιμίας με το ελβετικά φράγκο, τίποτα δεν αποκλείει στο μέλλον και κατά τη διάρκεια της αποπληρωμής τους σε ελβετικά φράγκα την επάνοδο της ισοτιμίας στα αρχικά ή και ευνοϊκότερα για τους ενάγοντες δανειολήπτες επίπεδα. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως προς τη θεμελίωση τούτη ως αβάσιμη κατά το νόμο, όσον αφορά δε το κονδύλιο ηθικής βλάβης λόγω αδικοπραξίας έκρινε ότι καθίσταται και ως απαράδεκτο λόγω πρόωρης άσκησης του, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών νομικών διατάξεων και επομένως, οι δέκατος και δέκατος τρίτος, συναφείς μεταξύ τους, λόγοι της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 

Με το δωδέκατο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε ως μη νόμιμο τον αγωγικό ισχυρισμό τους. που συνίστατο στο γεγονός ότι είναι άκυρος, λόγω καταχρηστικότητας και αδιαφάνειας, ο με αριθ 7β ΓΟΣ των ένδικων συμβάσεων δανείων, που προβλέπει τη μετακύλιση της εισφοράς του ν 128/1975 στους εκκαλούντες - δανειολήπτες και τον ανατοκισμό της εν λόγω εισφοράς. Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή ως προς τη βάση, με την οποία οι εκκαλούντες -ενάγοντες επικαλούνται την ακυρότητα, λόγω καταχρηστικότητας και αδιαφάνειας, του με αριθ. 7β όρου των επίδικων συμβάσεων δανείων, με τον οποίο προβλέπεται το δικαίωμα της εφεσίβλητης να επιβαρύνονται οι δανειολήπτες - ενάγοντες με την εισφορά του ν. 128/1975, η αγωγή είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθόσον, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, η επιβάρυνση των εναγόντων με την εν λόγω εισφορά είναι νόμιμη, ενώ δεν προβάλλονται στην αγωγή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, ώστε να τεθεί ζήτημα ελέγχου της επιβολής της εισφοράς αυτής με βάση την αρχή της διαφάνειας, οι απαιτήσεις της οποίας (αρχής διαφάνειας) έχουν ικανοποιηθεί στην προκειμένη περίπτωση, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή στο σχετικό ΓΟΙ και στις επίδικες δανειακές συμβάσεις γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση των εναγόντων δανειοληπτών με την εισφορά του ν. 128/75 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό. Συγκεκριμένα, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες δεν αντίκειται στην προαναφερόμενη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν, 128/1975. η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελευθέρου καθορισμού των επιτοκίων Περαιτέρω, η αγωγή κατά το σκέλος, που αναφέρεται στον ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι επίσης, απορριπτέα ως μη νόμιμη, εφόσον ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν 128/1975 είναι νόμιμος, καθώς δεν πρόκειται για αξίωση ή οποιαδήποτε δαπάνη της εναγόμενης και εφεσίβλητης τράπεζας, αλλά για μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και επομένως, με βάση τα προαναφερόμενα, νόμιμα ανατοκίζεται. Συνεπώς, τα ίδια κρίνοντας και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση δεν έσφαλε, ορθά εφάρμοσε το νόμο και επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης (δωδέκατος) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Με τον ενδέκατο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο με αριθ. 10 παρ. 2 όρος του προσαρτήματος I των επίδικων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, που υπολογίζει το επιτόκιο με βάση το έτος 360 ημερών και όχι 365 ήμερων είναι άκυρος, διότι προσκρούει στην κατά το άρθρο 2 παρ. β ν. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας, αφού με τον κατά τον τρόπο αυτό υπολογισμό αυτοί (ενάγοντες) ως καταναλωτές δεν πληροφορήθηκαν το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, επιβαρυνθέντες με περισσότερους τόκους σε ποσοστό 1,3889 % και παραπονούνται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και απέρριψε ως μη νόμιμο το σχετικό αίτημα της αγωγής τους περί αναγνώρισης της ακυρότητας του εν λόγω όρου, κρίνοντας ότι ο ως άνω όρος είναι έγκυρος Πράγματι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, ο ΓΟΣ σε σύμβαση στεγαστικού δανείου που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών αντί για έτος 365 ημερών, προσκρούει στην κατ’ άρθρο 2 παρ. 8 ν. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας και είναι άκυρος. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ως ισχυρό και έγκυρο τον ως άνω με αριθ. 10 παρ. 2 όρο του προσαρτήματος των επίδικων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, που προβλέπει υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών Πρέπει, συνεπώς, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, να γίνει δεκτή η έφεση κατ’ ουσία, μόνο ως προς τον ενδέκατο λόγο της, με τον οποίο εκκαλούντες παραπονούνται για την ανωτέρω κρίση της εκκαλουμένης, απορριπτόμενης κατ’ ουσία ως προς τους λοιπούς λόγους και να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλουμένη) εν μέρει μόνο ως προς το παραπάνω κεφάλαιο της και συνεξαφανιζόμενης αναγκαστικά και της διατάξεως της εκκαλουμένης περί της δικαστικής δαπάνης (ΑΠ 192/1998, ΕφΠατρ 373/2021, ΕφΠειρ 4/2014, ΤΝΠ Νόμος), να κρατηθεί και δικασθεί κατ' ουσία η υπό κρίση αγωγή, που είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις, που προεκτέθηκαν των άρθρων 2 παρ. θ και 7 ν. 2251/1994, 174, 180, ΑΚ. 70 και 176 ΚΠολΔ, αναφορικά με το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας του όρου 10 παρ. 2 όρο του προσαρτήματος I των επίδικων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, ως προς το οποίο και μόνο επαναφέρθηκε η αγωγή με τον ενδέκατο ειδικό λόγο έφεσης (άρθ. 535 ΚΠολΔ). ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω του αναγνωριστικού της χαρακτήρα.

 

Με το άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και. γενικώς, στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του Επίσης οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και, της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρά χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με την παραπάνω διάταξη της ΑΚ 261. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης, προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς, απλώς, επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 5/2011, ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 612/2012, ΑΠ 1568/2008, ΕφΠειρ 604/2018, ΕφΛαμ 42/2017, ΕφΠειρ 184/2016, ΕφΑΘ 2120/2014, ΕφΛαμ 20/2013, ΕφΘεσ 1047/2011, ΤΝΠ Νόμος).

 

Η εναγομένη με τις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες αφενός δεν έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή, αφετέρου καταχρηστικά ασκούν το δικαίωμα τους με την υπό κρίση αγωγή ζητώντας να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρος ο με αριθ. 10 παρ. 2 όρος του προσαρτήματος I των επίδικων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, που προβλέπει υπολογισμό τόκων με βάση έτος 360 ημερών, μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, που δημιουργεί συνέπειες που δεν είναι ανεκτές για την έννομη τάξη και πλήττει τα νόμιμα συμφέροντα αυτής (εναγομένης). Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης είναι σπορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ καταλυτική της αγωγής ένσταση, καθόσον συγκροτούν τη νομική έννοια της καταχρηστικότητας του ασκουμένου, ως άνω, δικαιώματος» Και τούτο, διότι, σύμφωνα μι όσα ανωτέρω αναφέρονται, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια των εναγόντων ως δανειοληπτών, οι οποίοι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη έχουν την ιδιότητα των καταναλωτών, και αν ακόμη δημιούργησε στην εναγομένη ως δανειοδότρια, την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπρόσθετα, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο των εναγόντων, όσο και της εναγομένης, ενόψει των οποίων, σε συνδυασμό με την αδράνεια των εναγόντων, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος τους, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με την παραπάνω διάταξη της ΑΚ 281, συνθήκες και περιστάσεις, οι οποίες ουδόλως αναφέρονται από την εναγομένη.

 

Από την εκτίμηση των μετ' επίκλησης νομίμως προσκομιζόμενων από τους ενάγοντες υπ' αριθμ ./13-4-2017 και ./18-4-2017 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ... του ... αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά και του Ειρηνοδίκη Αθηνών, αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη, κατ' άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την από 8-4-2017 κλήση για εξέταση μαρτύρων των εναγόντων και την υπ' αριθμ .Β/10-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών από την εκτίμηση των μετ' επίκλησης νομίμως προσκομιζόμενων από την εναγόμενη υπ' αριθμ ./7-4-2017 και ./7-4-2017 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του ... και του ... ενώπιον  της Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη, κατ' άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, κλήτευση των εναγόντων (βλ. την από 31-3-2017 κλήση για εξέταση μαρτύρων της εναγομένης και την υπ' αριθμ .Ή/3-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, εκτός από τις υπ' αριθ. ./30-3-2017 και ./30-3-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ... και ... αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά και Συμβολαιογράφου Αθηνών, αντίστοιχα, που δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού η από 21-3-2017 κλήση των εναγόντων για εξέταση των εν λόγω μαρτύρων δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο των μαρτύρων, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ, ως ισχύει, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθ. ./12.8.2004 σύμβασης στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο euribor, που συνήφθη ανάμεσα στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ... - εναγομένη και στον δεύτερο ενάγοντα ως οφειλέτη και ως εγγυήτρια, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας αποτελεί το Προσάρτημα I, συμφωνήθηκε η χορήγηση στεγαστικού δανείου από την εναγομένη στο δεύτερο ενάγοντα ύψους 73.367 ευρώ με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια συμπληρωματικών εργασιών αποπεράτωσης/βελτίωσης ακινήτου Με τον όρο 1 του Προσαρτήματος συμφωνήθηκε ότι το δάνειο αυτό θα εξοφλείται σε 300 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, που θα καταβάλλονται την πρώτη εργάσιμη (δήλη) ημέρα κάθε μήνα, αρχής γενομένης από το Νοέμβριο 2004, σύμφωνα με τους όρους που περιγράφονται αναλυτικά στη σύμβαση δανείου και το συνημμένο σε αυτή Προσάρτημα I, Δυνάμει της με αριθ ./12.8.2004 σύμβασης στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο euribor, που συνήφθη ανάμεσα στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» - εναγομένη και στον τρίτο ενάγοντα ως οφειλέτη και τη ως εγγυήτρια, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας αποτελεί το Προσάρτημα Ι (συμφωνήθηκε η χορήγηση στεγαστικού δανείου από την εναγομένη στον τρίτο ενάγοντα ύψους 73.367 ευρώ με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια συμπληρωματικών εργασιών αποπεράτωσης/βελτίωσης ακινήτου. Με τον όρο 1 του Προσαρτήματος συμφωνήθηκε ότι το δάνειο αυτό θα εξοφλείται σε 300 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, που θα καταβάλλονται την πρώτη εργάσιμη (δήλη) ημέρα κάθε μήνα, αρχής γενομένης από το Νοέμβριο 2004, σύμφωνα με τους όρους που περιγράφονται αναλυτικά στη σύμβαση δανείου και το συνημμένο σε αυτή Προσάρτημα I. Περαιτέρω, δυνάμει της με αριθ ../24.8.2034 σύμβασης στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο euribor, που συνήφθη ανάμεσα στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ... - εναγομένη και στην πρώτη ενάγουσα ως οφειλέτη και τους … και … ως εγγυητές, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας αποτελεί το Προσάρτημα I, συμφωνήθηκε η χορήγηση στεγαστικού δανείου από την εναγομένη στην πρώτη ενάγουσα ύψους 73.367 ευρώ με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια συμπληρωματικών εργασιών αποπεράτωσης/βελτίωσης ακινήτου. Με τον όρο 1 του Προσαρτήματος συμφωνήθηκε ότι το δάνειο αυτό θα εξοφλείται σε 300 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, που θα καταβάλλονται την πρώτη εργάσιμη (δήλη) ημέρα κάθε μήνα, αρχής γενομένης από το Νοέμβριο 2004, σύμφωνα με τους όρους που περιγράφονται αναλυτικά στη σύμβαση δανείου και το συνημμένο σε αυτή Προσάρτημα I. Εν συνεχεία, όσον αφορά τις επίδικες δανειακές συμβάσεις, οι ενάγοντες και η εναγομένη υπέγραψαν, κατόπιν αγήματος των εναγόντων, τις από 27-10-2006 Πρόσθετες Πράξεις Τροποποίησης εκάστης επίδικης δανειακής σύβασης. δυνάμει των οποίων συμφωνήθηκε η μετατροπή της κάθε επίδικης δανειακής σύμβασης σε ελβετικά φράγκα με κυμαινόμενο πλέον επιτόκιο libor Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» διασπάστηκε με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύστασης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία», ήδη εφεσίβλητη, που είναι καθολική διάδοχος της αρχικής εναγομένης σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελευταίας, που απορρέουν από τις συναφθείσες από τη διασπώμενη δανειακές συμβάσεις με πελάτες της. μεταξύ των οποίων και οι επίδικες συμβάσεις στεγαστικών δανείων, είτε γεννήθηκαν εξ αφορμής αυτών κατ' αρθ. 16 ν' 2515/1997, άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 ν. 4601/2019 (Ανακοινώσεις για καταχώριση στο ΓΕΜΗ με αριθ. . και ./20-3-2020). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι βάσει του με αριθ. 10 παρ. 2 όρου του προσαρτήματος I της κάθε επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου η εναγομένη υιοθέτησε το σύστημα υπολογισμού των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών και όχι των 365 ημερών, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι λογαριασμοί των ανωτέρω συμβάσεων με παράνομες χρεώσεις και τελικώς οι ενάγοντες να χρεωθούν επιπλέον 1.3889 % περισσότερο με τόκους. Οι ένδικες συμβάσεις στεγαστικών δανείων αποτελούν κατ' αρχάς καταναλωτικές συμβάσεις λόγω της ιδιότητας της εναγομένης τράπεζας ως προμηθεύτριας της οικείας τραπεζικής υπηρεσίας και των εναγόντων ως τελικών αποδεκτών της οικείας τραπεζικής υπηρεσίας. Οι συναφθείσες συμβάσεις στεγαστικών δανείων εμπίπτουν στις περιπτώσεις, που κατά το νόμο, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, απαγορεύεται η χρήση έτους 360 ημερών για τον υπολογισμό των τόκων, οπότε και απαγορεύεται η αναγραφή όρου, που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί ίου ημερολογιακού έτους. Κατ' εφαρμογή δε του ανωτέρω όρου σε κάθε επίδικη δανειακή σύμβαση οι τόκοι υπολογίστηκαν εκ μέρους της εναγομένης βάσει έτους 360 ημερών και όχι 365 ημερών, ο δε ως άνω όρος της κάθε επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου τυγχάνει άκυρος ΓΟΣ, επειδή προσκρούει στην κατά το άρθρο 2 παρ. 8 ν. 2251/1994 αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. αφού με τον κατά τον τρόπο αυτό υπολογισμό οι ενάγοντες ως καταναλωτές δεν πληροφορήθηκαν το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με πι διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ, επιβαρυνθέντες με περισσότερους τόκους σε ποσοστό 1.3889 %. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ' ουσία βάσιμη η αγωγή ως προς το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας του όρου 10 παρ. 2 όρο του προσαρτήματος I των επιδίκων συμβάσεων στεγαστικών δανείων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Επίσης, λόγω της νίκης των εκκαλούντων, αφού έγινε δεκτή η έφεση πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του καταβληθέντος από αυτούς παραβόλου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικό έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (αρθ. 179 και 183 ΚΠολΔ)

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει την από 15-2-2021 (υπ' αριθμ. εκθ καταθ. δικογράφου ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών ./15-2-2021 και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο με αριθ. έκθ. καταθ. δικογράφου ./7-4-2021) έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την έφεση τυπικά.

 

Δέχεται την έφεση κατ' ουσία μόνο ως προς τον ενδέκατο λόγο της, απορριπτόμενης κατ' ουσία ως προς τούς λοιπούς λόγους.

 

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου του Δημοσίου με αριθμ. ./2021 και είδους e - παράβολο, ποσού 150 ευρώ. που κατέθεσαν αυτοί (εκκαλούντες) για τη νομότυπη άσκηση της έφεσης τους.

 

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθ. 14/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μόνο ως προς το κεφάλαιο της με το οποίο έκρινε ως ισχυρό και έγκυρο τον με αριθ. 10 παρ. 2 όρο του προσαρτήματος I της κάθε επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου και απέρριψε το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας του εν λόγω όρου.

 

Κρατεί και δικάζει την από 27-12-2016 με αριθ. καταθ ./5-1-2017 αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με την με αριθ. 8980/2019 απόφαση του κήρυξε εαυτόν καθ' ύλη αναρμόδιο και παρέπεμψε (ην ως άνω αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μόνο ως προς το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας του με αριθ. 10 παρ. 2 όρου του προσαρτήματος I της κάθε επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου.

 

Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή

 

Αναγνωρίζει την ακυρότητα α) του με αριθ. 10 παρ. 2 όρου του προσαρτήματος I της με αριθ. ./12.8.2004 σύμβασης στεγαστικού δανείου, β) του με αριθ. 10 παρ. 2 όρου του προσαρτήματος I της με αριθ. ./12.8.2004 σύμβασης στεγαστικού δανείου και γ) του με αριθ. 10 παρ. 2 όρου του προσαρτήματος I της με αριθ. ./24.8.2004 σύμβασης στεγαστικού δανείου.

 

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16-9-2022

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 30-9-2022, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ