ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΠΠρΠατρών 1/2022

 

Κοινοπραξία επιδιώκουσα εμπορικό σκοπό - Αφανής εταιρία - Διαχειριστής εταίρος - Ικανότητα δικαίου - Προσβολή προσωπικότητας -.

 

Κοινοπραξία επιδιώκουσα εμπορικό σκοπό. Αποφασιστικό κριτήριο για το αν σε συγκεκριμένη περίπτωση η κοινοπραξία ενήργησε ως αφανής εταιρία, οπότε ευθύνεται μόνο το μέλος που επιχείρησε τη συναλλαγή ή ενήργησε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία οπότε ευθύνονται αλληλεγγύως όλα τα μέλη της, είναι το πώς εκδηλώθηκε εξωτερικά η συγκεκριμένη δραστηριότητα. Κοινοπραξία που εκδηλώθηκε εξωτερικά υπό τη μορφή αφανούς εταιρίας. Εφαρμογή διατάξεων για την αφανή εταιρία. Δικαιώματα και υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου. Προσβολή της προσωπικότητας νομικού προσώπου.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

 

Απόφαση 1/2022

(Αριθ. εκθ. καταθ. ./25.5.2020)

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μηνά Τζωρακάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Μποσιώλη Πρωτοδίκη - εισηγήτρια και Ελένη Τσεβά Πρωτοδίκη καθώς και από τη Γραμματέα Αγγελική Ρουμελιώτη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 8 Ιουνίου 2021 για να δικάσει την επόμενη υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ . ΑΤΕ - ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ», η οποία εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ .) και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της δικηγόρου Ξενοφώντα Υφαντή του Δ.Σ. Αγρινίου, δυνάμει της από 16.10.2020 έγγραφης εξουσιοδότησης του Δημητρίου Κοκόσια, ως νομίμου εκπροσώπου της ως άνω Κοινοπραξίας, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής αυτού και ο οποίος πληρεξούσιος προκατέθεσε εμπροθέσμως προτάσεις και προσθήκη αυτών.

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1. . και 2. ., κατοίκων Πατρών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γαλενιάνο του Δ. Σ. Αθηνών, δυνάμει του υπ'αριθ. ./5.11.2020 ειδικού συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών .  και ο οποίος πληρεξούσιος προκατέθεσε εμπροθέσμως προτάσεις και προσθήκη αυτών.

 

Η ενάγουσα ζητεί με την από 20.5.2020 αγωγή της, που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό (αριθ. εκθ. καταθ. ./25.5.2020), όσα αναφέρονται σε αυτήν.

 

Επί της αγωγής αυτής ορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμία 100 ημερών για την κατάθεση των προτάσεων εκ μέρους των διαδίκων, μετά δε το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας ορίσθηκε δικάσιμος η ως άνω αναφερόμενη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από την σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I. Στο δίκαιο των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση, για την επιδίωξη κοινού σκοπού με κοινή συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφ' ότου, όμως, εμφανίστηκε και δρα στην πράξη ως ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων, η κοινοπραξία είναι δυνατό να προσλάβει τη νομική μορφή είτε αστικής εταιρίας, εάν από τη φύση ή το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. του ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εμπορικού δικαίου και υπάγεται σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται περιοριστικά από αυτό. Εκ τούτου, έπεται ότι, σε περίπτωση που η κοινοπραξία επιδιώκει εμπορικό σκοπό, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπορικού Νόμου (πριν την κατάργηση των άρθρων 18 - 28, 38, 39, 47 - 50 και 64 με το άρθρο 294 παρ. 2 του Ν. 4072/2012), μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, οπότε προσομοιάζει στην ετερόρρυθμη εταιρία, με απεριορίστως ευθυνόμενο μόνο τον εμφανή εταίρο, είτε ομόρρυθμης εν τοις πράγμασι εταιρίας, με απεριορίστως και εις ολόκληρο ευθυνόμενα (άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου) πάντα τα μέλη αυτής για τις εκ της δραστηριότητας της υποχρεώσεις (ΑΠ 1078/2010 αδημ). Επομένως, εφαρμόζονται σε αυτήν, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της οι περί εταιρειών διατάξεις του Αστικού Κώδικα ήτοι τα άρθρα 741 επ. αυτού. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 62 ΚΠολΔ, συνδυαζόμενη προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες-ΟλΑΠ 22/1998 Δίκη 1999.24), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ' εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσόμενων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ' ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ΄ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών (ΟλΑΠ 14/2007 Δίκη 2007.1207). Αποφασιστικό κριτήριο για το αν σε συγκεκριμένη περίπτωση η κοινοπραξία ενήργησε ως αφανής εταιρία, οπότε ευθύνεται μόνο το μέλος που επιχείρησε τη συναλλαγή ή ενήργησε ως εν τοις πράγμα,σι ομόρρυθμη εταιρία, οπότε ευθύνονται αλληλεγγύως όλα τα μέλη της, είναι το πώς εκδηλώθηκε εξωτερικά η συγκεκριμένη δραστηριότητα (ΑΠ 1417/2018 αδημ, ΑΠ 1246/2014 ΧρΙΔ 2015.100).

 

II. Εξάλλου, αφανής ή μετοχική Εταιρία είναι η προσωπική χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία Εταιρία, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω, στην οποία ο μεταξύ των εταίρων εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων. Ειδικότερα, οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνο ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς και όχι ως κοινωνοί των δικαιωμάτων και συνοφειλέτες των υποχρεώσεων που δημιουργεί η δράση του εμφανούς, συμμετέχοντας μόνο στην κατανομή των κερδοζημιών που προκύπτουν από τη δράση του τελευταίου, ενώ προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος (ή περισσότεροι) που ονομάζεται εμφανής, προς διάκριση από τους αφανείς, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων ιδίω ονόματι. Περαιτέρω, από τα άρθρα 758 και 762 ΑΚ συνάγεται ότι καθετί που αποκτά ο διαχειριστής εμφανής εταίρος από την άσκηση της δραστηριότητας της Εταιρίας έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός, σε περίπτωση δε διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, ο λογαριασμός μεταξύ των εταίρων κλείνεται και τα κέρδη μοιράζονται στο τέλος του κάθε έτους. Ως κέρδη κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση όλων των εξόδων. Επομένως, όταν ο εμφανής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον αφανή εταίρο την ανάλογη από την εταιρική σχέση μερίδα των κερδών, στοιχείο της αγωγής και της απόφασης που εκδικάζει τα κέρδη αυτά είναι ο ακριβής προσδιορισμός των καθαρών κερδών, που επιδικάζονται. Τέλος, ο εμφανής εταίρος είναι υποχρεωμένος το πράγμα, που απέκτησε κατά κυριότητα στο όνομα του αλλά με εταιρικά χρήματα να το μεταβιβάσει κατά κυριότητα με άλλη δικαιοπραξία και στους αφανείς εταίρους κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας καθενός. Η υποχρέωση αυτή του εμφανούς εταίρου εκβιάζεται με την αγωγή του άρθρου 949 του ΚΠολΔ (ΑΠ 911/2011 αδημ, ΑΠ 535/2011 ΧρΙΔ 2012.57, ΑΠ 1038/2010 ΧρΙΔ 2011.371, ΕφΘεσ 785/2019 Αρμ. 2019.712). Η ευθύνη του διαχειριστή εμφανούς εταίρου έναντι του αφανούς είναι για κάθε πταίσμα (άρθρα 754 και 714 ΑΚ Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρείες, 3η έκδοση, σελ. 32) και σε περίπτωση παράβασης του ο εμφανής εταίρος ευθύνεται έναντι των αφανών απευθείας δεδομένου ότι η αφανής εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα (βλ. ΠολΠρωτΑθ 2131/2008 ΑρχΝομ 2010.416, Ν. Ρόκα, ο.π, σελ. 90, σημ. 5 με παραπομπές στη νομολογία). Εξάλλου, και επί κοινοπραξίας που έχει τη μορφή ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας εν τοις πράγμασι, εφαρμοζομένων των ίδιων ως άνω διατάξεων, ο διαχειριστή εταίρος έχει υποχρέωση αποκτώντας το εταιρικό κέρδος να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής τους μερίδας (ΑΠ 581/2004 ΕλλΔνη 2006.813).

 

III. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 754 ΑΚ, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 714 έως 723 για την εντολή. Έτσι, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 714 ΑΚ, ο διαχειριστής εταίρος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφριά αμέλεια, υποχρεούμενος να αποζημιώσει την εταιρεία για τη ζημία που της προκάλεσε, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, έχει υποχρέωση να αποδώσει στην εταιρεία, ως εντολέα, καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής, δηλαδή της εταιρικής διαχείρισης ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για συμβατική ευθύνη από την εταιρική σχέση, Ειδικότερα, η άρνηση του εντολοδόχου να αποδώσει στην εταιρεία τα εισπραχθέντα για λογαριασμό της χρήματα από εταιρική συναλλαγή, εφόσον καταλήγει σε ιδιοποίηση απ' αυτόν των εταιρικών χρημάτων, προκαλεί στην εταιρεία ισόποση ζημία, οπότε δημιουργείται σε βάρος του και υποχρέωση αποζημίωσης στο πλαίσιο αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 ΑΚ, 375 ΠΚ. Στην περίπτωση αυτή συρρέουν οι αξιώσεις από τη σύμβαση με αυτές από το αδίκημα και αν μεν κατατείνουν σε διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης (ΑΠ 192/2016 Ε7 2016.843).

 

IV. Τέλος και το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ' αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτού σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, προστασία, η οποία συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια (ΑΠ 265/2015 αδημ, ΕφΠειρ 221/2021 αδημ, ΕφΠειρ 352/2021 αδημ). Δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να είναι και νομικά πρόσωπα, γιατί και αυτά είναι φορείς εννόμων αγαθών, εφόσον βέβαια επικαλεστούν και αποδείξουν μια συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση. Έτσι, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 932/2019 ΕπΕμπΔικ 2020.223). Για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτής τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένως ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 932/2019 ο.π., ΑΠ 382/2011 ΝοΒ 2011.2158, ΕφΠειρ 33/2021 αδημ, ΕφΠειρ 352/2021 αδημ, ΕφΑΘ 6645/2019 αδημ, ΕφΠειρ 644/2019 αδημ, Εφθεσ 78/2018 αδημ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα κοινοπραξία εκθέτει ότι η ανώνυμη κατασκευαστική εταιρεία με την επωνυμία «. ΑΤΕ» ανέλαβε, ως ανάδοχος, κατόπιν δημοπράτησης, την εκτέλεση του έργου «Επέκταση αποχετευτικού δικτύου λυμάτων Ναυπάκτου» συνολικού προϋπολογισμού 11.983.300 ευρώ, υπογραφείσας της από 12.7.2006 σύμβασης κατασκευής έργου με την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας, ότι με το από 5.9.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης κατασκευαστικής κοινοπραξίας, για το οποίο δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας, η ως άνω ανάδοχος εταιρεία και η εταιρεία με την επωνυμία «ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΠΙΒΛΕΨΕΩΝ-ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ» σύστησαν την ενάγουσα κοινοπραξία, με έδρα την Πάτρα και αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση του ως άνω έργου και των επεκτάσεων αυτού, με μερίδιο συμμετοχής του κάθε εταίρου σε ποσοστό 50%, ότι διαχειριστές και εκπρόσωποι της ως άνω κοινοπραξίας ορίστηκαν ο . από την πλευρά της ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ και ο πρώτος εναγόμενος από την πλευρά της «. ΑΤΕ», ότι σύμφωνα με όρο του ως άνω κοινοπρακτικού το εργολαβικό αντάλλαγμα έπρεπε να κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό επ' ονόματι της Κοινοπραξίας. Ότι στην πραγματικότητα αποκλειστική εν τοις πράγμασι διαχείριση ασκούσαν οι εναγόμενοι, που ήταν ταυτόχρονα και νόμιμοι εκπρόσωποι της «. ΑΤΕ», εκ των οποίων ο πρώτος με βάση το ως άνω κοινοπρακτικό καταστατικό είχε οριστεί και ταμίας αυτής, λόγω και της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο τους, τηρούσαν δε τα φορολογικά και λογιστικά βιβλία της κοινοπραξίας, συνέτασσαν και διαμόρφωναν τους ισολογισμούς αυτής, πραγματοποιούσαν όλες τις εξοφλήσεις και πληρωμές έναντι των τρίτων, ότι με βάση τους ετήσιους ισολογισμούς προέκυψαν για το έτος 2007 καθαρά κέρδη ύψους 794.549,35 ευρώ και για το έτος 2018 ύψους 3.414.449,09 ευρώ από τα οποία η ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ έπρεπε να λάβει με βάση το μερίδιο της συμμετοχής στην κοινοπραξία, το ποσό των 397.274,67 ευρώ και 1.707.224,55 ευρώ αντίστοιχα μέχρι το τέλος εκάστου έτους αντίστοιχα, ότι η εταιρεία των εναγόμενων έλαβε ως εργολαβικό αντάλλαγμα σχεδόν το συνολικό ποσό του έργου. Περαιτέρω ιστορεί ότι οι εναγόμενοι με την ως άνω ιδιότητα τους, αν και παρακράτησαν και έλαβαν το αναλογούν για την εταιρεία τους «. ΑΤΕ» μερίδιο από τα ως άνω κέρδη, πλην του ποσού των 385.938,60 ευρώ, ουδέν άλλο ποσό κατέβαλαν στην Κοινοπραξία ή στην ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ, παρακρατώντας και ιδιοποιούμενοι παράνομα κατ' αυτόν τον τρόπο το ποσό που αντιστοιχεί στο μερίδιο των κερδών της ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ ύψους 1.718.560,62 ευρώ και υπεξαιρώντας αυτό, ότι επιπλέον παρέστησαν ψευδώς στους εκπροσώπους της ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ δια των εγγραφών τους στους ως άνω ισολογισμούς και στις αντίστοιχες βεβαιώσεις που εξέδιδαν για τα έτη 2008 και 2009 καθόσον εμφάνιζαν ταμειακά διαθέσιμα, που όμως στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν, διότι τα ευρισκόμενα, αντίστοιχα, στον κοινό λογαριασμό χρήματα ήταν πολύ λιγότερα, ότι εν τέλει την 26.1.2020 και ύστερα από οχλήσεις της ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ ο πρώτος εναγόμενος εκδήλωσε σαφώς την πρόθεση του να ιδιοποιηθεί το ως άνω οφειλόμενο ποσό, αρνούμενος οριστικά να το αποδώσει. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα Κοινοπραξία, επικαλούμενη την συμβατική ευθύνη των εναγόμενων, ως διαχειριστών και εντολοδόχων της και ταυτόχρονα τη ζημία της από την παράβαση του ως άνω καθήκοντος διαχείρισης αλλά και από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά, λόγω των ως άνω παράνομων πράξεων τους, ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν έκαστος, ως αποζημίωση, το ως άνω οφειλόμενο ποσό των 1.718.560,62 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μη αποδοθέντα κέρδη της ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ για τα έτη 2007 και 2008 και επιπλέον το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη (η Κοινοπραξία) επειδή επλήγη η εμπορική της πίστη, η φήμη της και το εμπορικό της μέλλον, επικουρικά δε ζητεί το ως άνω ποσό των 1.718.560,62 ευρώ και με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον οι εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι, χωρίς αιτία, κατά το ως άνω ποσό και όλα τα παραπάνω με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και με την απειλή σε βάρος των εναγόμενων προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, η οποία έχει ασκηθεί παραδεκτά με την κατάθεση της την 25.5.2020 και την εμπρόθεσμη επίδοση της στους εναγόμενους την 15.6.2020 (σχ. οι υπ'αριθ. . και ./15.6.2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών .) (άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτό, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 9, 14 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ). Επίσης, για το παραδεκτό της συζήτησης της τηρήθηκε η διαδικασία της διαμεσολάβησης που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 3, 6 και 7 του Ν. 4640/2019, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης και δη η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς (βλ. την από 10.5.2020 έγγραφη ενημέρωση που είναι υπογεγραμμένη τόσο από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας αλλά και για λογαριασμό της ενάγουσας), ενώ η υπό κρίση αγωγή δεν καταλαμβάνεται από την τήρηση της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας των άρθρων 6 και 7 του ως άνω νόμου καθόσον έχει κατατεθεί πριν την 1.7.2020 (βλ. άρθρο 74 παρ. 14 Ν. 4690/2020 σε συνδυασμό με άρθρο 44 του Ν. 4640/2019). Με βάση το ανωτέρω περιεχόμενο στην υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα Κοινοπραξία επιχειρεί να θεμελιώσει, στο πρόσωπο της, αξιώσεις εναντίον των εναγόμενων από τη διαχείριση στα πλαίσια της ως άνω εταιρικής σχέσης και κατά παραπομπή στις σύμβαση της εντολής (άρθρα 754, 714 επ. ΑΚ) αλλά και με βάση την αδικοπραξία στηριζόμενη στην υπεξαίρεση χρηματικών ποσών από εντολοδόχο και διαχειριστή (συρροή νομίμων βάσεων), επικουρικά δε στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατά δε τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ως άνω κοινοπραξία, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας και η οποία είχε συσταθεί πριν την ισχύ του Ν. 4072/2012, και ως εκ τούτου δεν απέκτησε νομική προσωπικότητα έχει εμπορικό σκοπό αφού σκοπός της είναι η εκτέλεση του ως άνω έργου, δραστηριότητα που αποτελεί επιχείρηση χειροτεχνίας και συνεπώς αντικειμενικά εμπορική πράξη. Επομένως, έχει τη μορφή της αφανούς εταιρείας με εμφανή εταίρο την εταιρεία που εκπροσωπούν οι εναγόμενοι ήτοι την «. ΑΤΕ» και αφανή εταίρο την «ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ», καθόσον, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ανάδοχος του έργου ήταν μόνον η «. ΑΤΕ», με την οποία και μόνο συνήφθη η σύμβαση του έργου και στον όνομα της οποίας και μόνον εκδίδονταν οι σχετικοί λογαριασμοί και επομένως μόνον αυτή εμφανιζόταν δια του εκπροσώπου της προς τον τρίτο κύριο του έργου ως ανάδοχος και κατασκευαστής του. Η δε Κοινοπραξία συστάθηκε μετά τη σύναψη της σύμβασης του έργου ώστε στην εν λόγω δραστηριότητα η Κοινοπραξία εκδηλώθηκε εξωτερικά υπό τη μορφή της αφανούς εταιρείας. Συνεπώς, για την εν λόγω εταιρική μορφή εφαρμόζονται, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, οι διατάξεις για την αστική εταιρεία (άρθρα 741 επ. ΑΚ). Οι ίδιες δε διατάξεις θα εφαρμόζονταν, σύμφωνα με τα ίδια ως άνω αναφερόμενα, ακόμη και αν η εν λόγω Κοινοπραξία είχε το χαρακτήρα της εν της πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας. Οτιδήποτε δε αποκτήθηκε κατά την εκτέλεση του ως άνω έργου από την ως άνω εμφανή εταίρο, η οποία ενεργεί στο όνομα της και όχι για λογαριασμό της Κοινοπραξίας ή της αφανούς εταίρου, περιήλθε στην κυριότητα της και η τελευταία έχει ενοχική υποχρέωση να το καταστήσει κοινό κατά το λόγο της εταιρικής του μερίδας στον αφανή εταίρο και εν προκειμένω την ΤΕΜΕΚ AT. Η τελευταία δε διατηρεί ενοχική αξίωση συμμετοχής στα κέρδη, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Λόγω όμως της έλλειψης νομικής προσωπικότητας οι αξιώσεις τόσο από τις κερδοζημίες όσο και από την διαχείριση και την εντολή γεννώνται απευθείας στο πρόσωπο του αφανούς εταίρου (ή του εν τοις πράγμασι ομορρύθμου εταίρου) και στρέφονται κατά του άλλου εμφανούς εταίρου δεδομένου ότι η σχέση εντολής συνδέει τους δύο εταίρους και όχι την Κοινοπραξία και τον εμφανή εταίρο διότι αφενός η Κοινοπραξία δεν έχει νομική προσωπικότητα και αφετέρου ο εμφανής εταίρος δρα στο όνομα του (σε αντίθεση με την εταιρεία με νομική προσωπικότητα όπου σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εντολέας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και ο εντολοδόχος διαχειριστής εταίρος δρα για λογαριασμό της). Αντίστοιχα, λόγω της έλλειψης νομικής προσωπικότητας και δεδομένου ότι ο εμφανής εταίρος όσα αποκτά κατά κυριότητα έχει ενοχική μόνον υποχρέωση αναμεταβίβασης, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης για ό,τι αποκτήθηκε κατά την εκτέλεση της εντολής αφού δεν είναι ξένο πράγμα και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται ούτε αδικοπρακτική ευθύνη του. Σε κάθε δε περίπτωση, ελλείψει νομικής προσωπικότητας και αδυναμίας απόκτησης περιουσιακών στοιχείων της Κοινοπραξίας, δεν γεννώνται αυτοτελώς αξιώσεις αποζημίωσης στο πρόσωπο της, αλλά όπως προαναφέρθηκε, η Κοινοπραξία είναι φορέας των κατ' ιδίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών της. Πολλώ μάλλον δεν γεννώνται αξιώσεις για χρηματική ικανοποίηση ελλείψει νομικής προσωπικότητας αυτής, πέραν του ότι στην αγωγή δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένης υλικής ζημίας, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν ως προς το σημείο αυτό (υπό στοιχείο IV). Επομένως, φορέας των με την αγωγή ασκούμενων αξιώσεων από τη διαχείριση και την εντολή αλλά και από τη συμμετοχή στα κέρδη από τη δράση της Κοινοπραξίας είναι η ως άνω αφανής εταίρος ΤΕΜΕΚ ΑΤΕ, στρεφόμενη κατά της εμφανούς εταίρου «. ΑΤΕ». Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για τη συναλλακτική δράση της Κοινοπραξίας έναντι των τρίτων, προς διευκόλυνση των οποίων αναγνωρίζεται στην Κοινοπραξία περιορισμένη ικανότητα διαδίκου και ικανότητα δικαίου, ως φορέας των κατ' ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών της. Ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας Κοινοπραξίας στην άσκηση των ως άνω αξιώσεων, Η δε επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέα ως απαράδεκτη καθόσον δεν νοείται ούτε επικουρικά (δικονομικά) ασκούμενη διότι στηρίζεται στα ίδια με τη σύμβαση και την αδικοπραξία πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 104/2003 ΝοΒ 2003.1631). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε την 7 Δεκεμβρίου 2021, δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Πάτρα στις 4 Ιανουαρίου 2022, παρουσία της Γραμματέως και απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με διαφορετική σύνθεση, αποτελούμενη από τους Σταύρο Κουκουγιάννη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ελένη Μποσιώλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών - Εισηγήτρια και Χαράλαμπο Νυχτοπατη, Πρωτοδίκη, λόγω της προαγωγής του Μηνά Τζωρακάκη, Προέδρου Πρωτοδικών, καθώς και της μεταθέσεως της Πρωτοδίκου Ελένης Τσεβά.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ