ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΠειρ 3508/2022

 

Ανακοπή κατά της εκτέλεσης - Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής - Νομιμοποίηση εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις -.

 

Δεκτή ανακοπή κατά της εκτέλεσης με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις να ενεργεί πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Στο πλαίσιο του ν. 3156/2003 η εν λόγω εταιρία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της δικαιούχου εταιρίας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου). Η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιριών αντλείται απευθείας από τον νόμο εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον ν. 4354/2015 σύμβαση. Η εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην εν λόγω εταιρία από την δικαιούχο της απαίτησης δεν δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίηση της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο, έστω αβάσιμο, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι, εκτός αν έχει τηρηθεί η προδικασία της ανακοπής ως προς αυτούς και τυχόν προβλεπόμενη προθεσμία, οπότε μπορούν να κριθούν ως αυτοτελής ανακοπή.

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3508/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Ανακοπής: ./31.5.2022)

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. Πρόσθετων Λόγων Ανακοπής: ./10.10.2022)

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Χατζημαρούλη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ευδοκία Καραμουζάρη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 21.10.2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) ..., και 3) εταιρείας με την επωνυμία «.. TRADING SERVICES LTD», που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής (οδός .) και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ., που παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Χρήστου - Γεωργίου Πατρινού (αριθ. γραμματίου προκαταβολής εισφοράς Δ.Σ.Π. Α./2022) και κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» (πρώην «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΑ.Ε.Δ.Α.Δ.Π»), που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων Λεωφ, Μεσογείων 109-111 (με αριθ. ΓΕΜΗ ., και ΑΦΜ . ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ) όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας σύμφωνα με τον ν. 4354/2015, από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ τ.Β 3533/20.09.2019), η οποία, δυνάμει της από 01.03.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας με αριθ. πρωτοκ. ./17-03-2021 στο τόμο . με α/α . του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία " VEGA II NPL FINANCE DAC " (ΒΕΓΚΑ II ΕΝ.ΠΙ.ΕΛ. ΦΑΪΝΑΝΣ ΝΤΙ ΕΪ ΣΙ) με έδρα του Δουβλίνο Ιρλανδίας (οδός George's Dock αριθ. 3, 4ος όροφος IFSC, Δουβλίνο 1), με αριθμό μητρώου ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής 4, με αριθ. ΓΕΜΗ . και ΑΦΜ . ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, δυνάμει της από 21/7/2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης και 14 του ν. επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από τα άρθρα 10 3156/2003, νομίμως δημοσιευμένης σε περίληψη με αριθ. Πρωτοκ. ./2.7.2020 στο τόμο . και α/α . στα τηρούμενα βιβλία του ν.2844/2000 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Χασάπη (αριθ. γραμματίου προκαταβολής εισφοράς Δ.Σ.Π. Α./2022) και κατέθεσε προτάσεις, και 2) αλλοδαπής εταιρείας «VEGA II NPL FINANCE DAC» (ΒΕΓΚΑ II ΕΝ.ΠΙ.ΕΛ. ΦΑΪΝΑΝΣ ΝΤΙ ΕΪ ΣΙ), η οποία εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αριθ. μητρώου . και διεύθυνση George's Dock, αριθ. 3, IFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), η οποία εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», και το διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», όπως μετονομάστηκε από «Alternative Financial Solutions Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων (Λεωφ. Μεσογείων αριθ. 109-111), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 23.5.2022 και με γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης ./31.5.2022 ανακοπή, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.

 

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ - ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) . 2) ., που παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Χρήστου - Γεωργίου Πατρινού (αριθ. γραμματίου προκαταβολής εισφοράς Δ.Σ.Π. Α./2022) και κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ - ΚΑΘ' ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» (πρώην «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π»), που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων Λεωφ. Μεσογείων 109-111 (με αριθ. ΓΕΜΗ ., και ΑΦΜ.. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ) όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας σύμφωνα με τον ν. 4354/2015, από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων (ΦΕΚ τ.Β 3533/20.09.2019), η οποία, δυνάμει της από 01.03.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας με αριθ. πρωτοκ. ./17-03-2021 στο τόμο . με α/α . του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "VEGA II NPL FINANCE DAC " (ΒΕΓΚΑ II ΕΝ.ΠΙ.ΕΛ. ΦΑΪΝΑΝΣ ΝΤΪ ΕΪ ΣΙ) με έδρα του Δουβλίνο Ιρλανδίας (οδός George's Dock αριθ. 3, 4ος όροφος IFSC, Δουβλίνο 1), με αριθμό μητρώου 672239, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής 4, με αριθ. ΓΕΜΗ . και ΑΦΜ . ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλόποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, δυνάμει της από 21/7/2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης και 14 του ν. επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από τα άρθρα 10 ν. 3156/2003, νομίμως δημοσιευμένης σε περίληψη με αριθ. Πρωτοκ. ./2.7.2020 στο τόμο . και α/α . στα τηρούμενα βιβλία του ν.2844/2000 στο Ενέχυροφυλακείο Αθηνών, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιος δικηγόρου της Μαρίας Χασάπη (αριθ. γραμματίου προκαταβολής εισφοράς Δ.Σ.Π. Α./2022) και κατέθεσε προτάσεις, και 2) αλλοδαπής εταιρείας «VEGA II NPL FINANCE DAC» (ΒΕΓΚΑ II ΕΝ.ΠΙ.ΕΛ. ΦΑΪΝΑΝΣ ΝΤΙ ΕΪ ΣΙ), η οποία εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας (με αριθ. μητρώου . και διεύθυνση George's Dock, αριθ. 3, IFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1), η οποία εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», και το διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», όπως μετονομάστηκε από «Alternative Financial Solutions Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων (Λεωφ. Μεσογείων αριθ. 109-111), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτοί οι από 10.10.2022 και με γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης ./10.10.2022 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, η συζήτηση των οποίων ορίσθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο οικείο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τη με αριθμό ./7.6.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ., που προσκομίζουν οι ανακόπτοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης ανακοπής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο επιδόθηκε με επιμέλεια των ανακοπτόντων στην δεύτερη καθ' ης η ανακοπή (άρθρα 122 παρ. 1,123, 126 παρ. 1 περ. γ', 127,139, 591 παρ. 1 περ. α' και 230 ΚΠολΔ), η οποία σύμφωνα με τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, δεν παραστάθηκε. Επομένως, εφόσον αυτή κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην της, κατά το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 937 παρ. 3, 591 τταρ.1 και 271 παρ.2 ΚΠολΔ.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή τους, και τους υπό κρίση πρόσθετους λόγους επί της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ζητούν, για τους λόγους, που αναφέρονται στο δικόγραφο της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, όπως το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων παραδεκτά κατ' άρθρο 224 ΚΠολΔ διορθώθηκε με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την ακύρωση της υπ' αριθ. 2.968/29.4.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ., δυνάμει της οποίας εκτίθεται την 7.12,2022 σε αναγκαστικό δημόσιο (ηλεκτρονικό) πλειστηριασμό η ακίνητη περιουσία τόυ πρώτου και της δεύτερης των ανακοπτόντων, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της συμβολής των οδών ., και περιγράφεται λεπτομερώς στο δικόγραφο, και το υπ' αριθ../4.5.2022 απόσπασμα της ανωτέρω έκθεσης, καθώς και να καταδικασθεί η καθ' ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση ανακοπή εισάγεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο τόσο καθ' ύλην, καθώς ο προαναφερθείς εκτελεστός τίτλος δεν εξεδόθη από το Ειρηνοδικείο, αλλά από το Μονομελές Πρωτοδικείο, όσο και κατά τόπο λόγω του τόπου κατάσχεσης στην π.ε. Πειραιά Αττικής, καθώς διενεργήθηκε κατάσχεση του προαναφερόμενου ακινήτου (άρθρο 933 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και την τροποποίηση του με άρθρο 207§2 του ν. 4512/2018, όπως διαμορφώθηκε δυνάμει των άρθρων 57 και 120 του ν.4842/2021), προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 παρ.1, 614 επ., 933 παρ.1,3 και 937 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το άρθρο όγδοο του ν. 4335/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο ένατο §2 και 3 του ν. 4335/2015), καθώς η εκτελεστική διαδικασία άρχισε μετά την 1.1.2016 (άρθρο 9 παρ.3 του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015). Ωστόσο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανακοπή, όπου, μεταξύ άλλων αναφερομένων, ενσωματώνεται η ανακοπτόμενη έκθεση, η υπό κρίση ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφενός, ως προς την τρίτη ανακόπτουσα ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης, δοθέντος ότι η κατάσχεση έχει επιβληθεί εις βάρος της ακίνητης περιουσίας, που ανήκει κατά κυριότητα στους πρώτο και δεύτερη των ανακοπτόντων, ως εκ τούτου, η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση δεν στρέφεται κατά της τρίτης ανακόπτουσας, ως αυτή αναφέρεται στο δικόγραφο της ανακοπής και στις κοινές της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής προτάσεις, και, αφετέρου, ως προς την δεύτερη καθ' ης η ανακοπή ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, καθώς προκύπτει ότι επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση διά της ανακοπτόμενης κατάσχεσης είναι η πρώτη καθ' ης η ανακοπή. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 934 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ), διότι κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 31.5.2022 και επιδόθηκε στην πρώτη καθ' ης την 7.6.2022 (βλ. την υπ' αριθ. ./7.6.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών .), ήτοι εντός της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών (άρθρο 934 παρ. 1 στοιχ. α' εδ. α') από την επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στους ανακόπτοντες την 3.5.2022 (βλ. την σχετική επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή επί του ακριβούς αντιγράφου της ανακοπτόμενης κατασχετήριας έκθεσης, που προσκομίζουν με επίκληση οι ανακόπτοντες). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της. Περαιτέρω, οι ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ' ης οι πρόσθετοι λόγοι με τήρηση της προπαρασκευαστικής προθεσμίας των οκτώ τουλάχιστον ημερών πριν από την συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 933 παρ. ιγ' ΚΠολΔ (βλ. την υπ' αριθ. ./7.6.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών .). Δέον να σημειωθεί ότι εκ σαφούς παραδρομής οι πρόσθετοι λόγοι επί της ανωτέρω ανακοπής φέρονται νά έχουν ασκηθεί από τον πρώτο ανακόπτοντα και από έτερο του δεύτερου ανακόπτοντος προσώπου, σφάλμα, το οποίο παραδεκτώς διορθώθηκε με την ανωτέρω αναφερόμενη προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου των πρώτου και δεύτερου των ανακοπτόντων, Για την ταυτότητα δε του ανωτέρω λόγου ομοίως οι πρόσθετοι λόγοι απαραδέκτως απευθύνονται και κατά της δεύτερης καθ' ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης. Πρέπει, συνεπώς, οι σωρευόμενες ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να συνεκδικασθούν (άρθρα 31, 246, 591 παρ. ια, 933, 937 παρ.3 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν, κατά το μέρος που κρίθηκαν παραδεκτές, ως προς το παραδεκτό, καθώς και το νομικά και ουσιαστικά βάσιμο των λόγων τους.

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικά δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα καταρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκηση του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΧρΙΔ2012.663, ΠΠρΘεσσαλ 8628/2018 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατ 104/2014 ΕΠολΔ 2014.511). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/2010 ΕφΑΔ 2010.1136, ΑΠ 381/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 159/2011 ΝΟΜΟΣ).

 

Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ' αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλόμενων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι' αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους.

 

Με τον τρίτο (Β.3) λόγο ανακοπής τους και κατά το πρώτο σκέλος αυτής οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι είναι άκυρη η ένδικη αναγκαστική κατάσχεση, διενεργηθείσα κατά κατάχρηση δικαιώματος από μέρους της καθ' ης, καθόσον αυτή έλαβε χώρα, καίτοι οι ανακόπτοντες κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να επιτύχουν ρύθμιση του χρέους τους, παράλληλα προς έτερα χρέη προς την ίδια καθ' ης, και δη κατά το χρονικό διάστημα τουλάχιστον από 7.1.2020 έως και την 1.12.2021 μέσω είτε διά ζώσης επικοινωνίας του πληρεξούσιου δικηγόρου των ανακοπτόντων είτε διά ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με τους εκάστοτε εμφανιζόμενους αρμόδιους υπαλλήλους της καθ' ης η ανακοπή, προτείνοντας σε αυτούς τρόπους επίλυσης των εν γένει οικονομικών διαφορών τους, μεταξύ αυτών, και βάσει του στεγαστικού δανείου, για την απορρέουσα απαίτηση του οποίου επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση χορήγηση περιόδου χάριτος, παραχώρηση ακινήτου προς εξασφάλιση), ωστόσο, η καθ' ης εκώφευε μη ανταποκριθείσα στα αιτήματα των ανακοπτόντων και τελικά προέβη όχι μόνο στην κοινοποίηση της από 5.4.2022 επιταγής προς πληρωμή, αλλά, επιπλέον, και στην ένδικη κατάσχεση. Ότι με την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης προκαλούνται δυσανάλογα επαχθείς συνέπειες στο πρόσωπο τους. Ο προκείμενος λόγος είναι παραδεκτώς προβληθείς το πρώτον, χωρίς, συνεπώς, εν προκειμένω να δεσμεύεται το Δικαστήριο από το άρθρο 935 ΚΠολΔ εκ της ήδη ασκηθείσας από 4.9.22017 ανακοπής τους με ΓΑΚ και ΕΑΚ ./2017 και των ασκηθέντων από 10.1.2018 πρόσθετων λόγων με ΓΑΚ και ΕΑΚ ./2018, κατ' άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, και, επιπλέον ορισμένος, πλην όμως μη νόμιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος, καθώς τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν νομικά την έννοια της καταχρηστικότητας του ως άνω ασκούμενου δικαιώματος της καθ' ης η ανακοπή, σε κάθε δε περίπτωση ελλείψει σχετικών αποδεικτικών μέσων κρίνεται ως αναπόδεικτος.

 

Περαιτέρω, εάν η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η οποία περιλαμβάνεται και στις ανακοπές του άρθρου 583 επ. του ίδιου Κώδικα (βλ. ΑΠ 1390/2006, ΤΝΠ Νόμος), δεν περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο, έστω αβάσιμο, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι, εκτός αν έχει τηρηθεί η προδικασία της ανακοπής ως προς αυτούς και τυχόν προβλεπόμενη προθεσμία, οπότε μπορούν να κριθούν ως αυτοτελής ανακοπή, (βλ. Μαργαρίτη σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 585, αρ. 3 σελ. 1087).

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως "ιδιωτική τοποθέτηση" θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. "Μεταβιβάζων", κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και "αποκτών" νομικό μόνο πρόσωπο - ανώνυμη εταιρία - με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και "τιτλόποιεί" τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα "ομολογίες" ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 - ΦΕΚ Β' 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20/83/09-11-2020 -ΦΕΚ Β' 4944/09-11-2020 - απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με ττ,δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις . Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΧ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: "Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβαση τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή". Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική) διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομα του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1 - 3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων, Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία, Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ' του ν. 4954/2015 ότι "Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156/2003 (Α' 157), ν. 1905/1990 (Α' 141J, 1665/1986 (Α' 194), 3606/2007 (Α' 195) και 4261/2014 (Α' 100)" (ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, με τον Ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι "εταιρείες αποκτήσεως" (ΕΑΑΔΠ) και οι "εταιρείες διαχειρίσεως" απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α7, β', 1 § 1 στ. γ', 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β' Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητας τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1 - 3 Ν.4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ' Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διπλό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α' Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ' ββ και γγ' Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α' Ν.4354/2015) και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 - 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ' αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ' εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. 4. Οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ, ν.4307/2014. Εφόσον οι εταιρείες συμμετέχουν σέ οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης...». Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ προσδιορίζεται η έκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας όσων η αναγκαστική εκτέλεση, όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, γίνεται υπέρ και κατά των προσώπων, έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο, καθώς και κατά των προσώπων εκείνων, τα οποία απέκτησαν τη νομή ή την κατοχή του επίδικου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος αυτής, κατά δε την περ. 2 του ίδιου άρθρου, που αφορά σε όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους, πλην των αποφάσεων, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται υπέρ των δικαιούχων και κατά των υπόχρεων, που αναφέρονται σε αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων, τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 325-327 ΚΠολΔ, καθώς και κατά των προσώπων, τα οποία απέκτησαν τη νομή ή την κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι, όταν πρόκειται για τους υπόλοιπους, εκτός των δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, εκτελεστούς τίτλους, όπως είναι και η διαταγή πληρωμής, κατά νομική επιταγή, τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας δεν επεκτείνονται και υπέρ και κατά των προσώπων εκείνων, που αναφέρονται στην διάταξη του άρθρου 329 ΚΠολΔ, αφού η τελευταία αυτή διάταξη δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναφερομένων στην ως άνω περ.2 του άρθρου 919 ΚΠολΔ και, επομένως, δεν επεκτείνονται υπέρ και κατά των μελών του νομικού προσώπου, αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου έναντι των τρίτων (βλ. σχετ. ΑΠ 822/2022 και ΜονΕφΑΘ 1858/2022).

 

Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο ανακοπής τους οι ανακόπτοντες διατείνονται ότι η επιβληθείσα σε αυτούς κατάσχεση είναι άκυρη, καθώς επισπεύσθηκε από την καθ' ης, η οποία δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να ενεργεί πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς αυτή είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων, που μεταβιβάστηκαν βάσει των διατάξεων του ν. 3156/2003 και όχι μέσω σύμβασης πώλησης κατά τις διατάξεις του ν.4354/2015. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται παραδεκτός, δοθέντος ότι υφίσταται ο προμνημονευθείς παραδεκτός λόγος του κυρίου δικογράφου της ανακοπής, όπως αναφέρεται και στην ως άνω νομική σκέψη, χωρίς, επιπλέον, το Δικαστήριο να δεσμεύεται από το άρθρο 935 ΚΠολΔ, αφενός, εκ της ήδη ασκηθείσας από 29.4.2022 ανακοπής τους με ΓΑΚ και ΕΑΚ ./3.5.2022 κατ' άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, καθώς ουδόλως προβάλλεται επί τη βάσει του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφετέρου, εκ του εκλυθέντος δεδικασμένου από την υπ' αριθ. 69/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς η ανακοπή κατ' άρθρο 933 ΚΠολΔ αφορά, μεταξύ άλλων, στην από 12.10.2016 επιταγή προς πληρωμή και όχι στην από 5.4.2022, βάσει της οποίας επιβλήθηκε η ένδικη νέα αναγκαστική κατάσχεση. Είναι δε ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στις αναφερόμενες στην ανωτέρω σχετική νομική σκέψη διατάξεις περί ενεργητικής νομιμοποίησης και επέκτασης δεδικασμένου και εκτελεστότητας, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του.

 

Από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 12.09.2019 συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», μεταβιβάστηκε από την πρώτη στην δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 παρ.13 του Ν.3156/2003, χαρτοφυλάκιο επιχειρηματικών απαιτήσεων. Η ως άνω συμφωνία καταχωρίσθηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./16.9.2019 στον Τόμο . και με αριθμό . Στις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις συμπεριλαμβάνονταν και οι απαιτήσεις από την υπ' αριθ. ./07-08-2007 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, εκ της οποίας απορρέει η απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση διά της ένδικης κατάσχεσης. Ως εκ τούτου, η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» κατέστη δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων ως ειδική διάδοχος της μεταβιβασάσης Τράπεζας. Με την από 12.09.2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ.14 και 16 του Ν.3156/2003, ανατέθηκε από την ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού η διαχείριση και είσπραξη των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στην «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.». Η ως άνω σύμβαση καταχωρίσθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./16.09.2019 στον τόμο . και με αριθμό ., ενώ δυνάμει της υπ' αριθ. ./16.09.2019 πράξης σύστασης ανωνύμου εταιρείας της συμβολαιογράφου Πειραιά ., συστάθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», η οποία και αδειοδοτήθηκε από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΑΑΔΟΣ δυνάμει της υπ' αριθ. 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Τεύχος Β' 3533/20.09.2019) και ακολούθησε η τροποποίηση της από 12.09.2019 σύμβασης διαχείρισης, η οποία καταχωρίσθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./23.09.2019 στον τόμο . και με αριθμό ., με την οποία διορίστηκε νέος διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η εταιρεία με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» με διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π», ενώ παράλληλα χορηγήθηκε στην τελευταία από την ειδική διάδοχο «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» το από 16.09.2019 πληρεξούσιο σύμφωνα με τον ν. 3156/2003. Την 25.10.2019 καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με Κωδικό Αριθμό Καταχώρησης ., το από 23.10.2019 Πρακτικό του Δ.Σ. της Α.Ε. με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ  ΚΑΙ  ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIALSOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.» με αριθμό ΓΕΜΗ ., με το οποίο αποφασίσθηκε η μεταφορά των γραφείων της έδρας της εταιρείας από την οδό ΣΤΑΔΙΟΥ 10 στην Λεωφόρος Μεσογείων 109-111 του Δήμου ΑΘΗΝΑΙΩΝ/ΑΤΤΙΚΗΣ. Η ως άνω καταχώριση ανακοινώθηκε με την με αριθμό πρωτοκόλλου ./30.10.2019 ανακοίνωση του Προέδρου του ΕΒΕΑ. Εν συνεχεία, το καταστατικό της ως άνω εταιρείας (διαχειρίστριας) τροποποιήθηκε διαδοχικά ως ακολούθως: την 1.11.2019 καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) με Κ.Α.Κ. . η υπ' αριθ. ./01.11.2019 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Κεντρικού Τομέα Αθηνών (ΑΔΑ:.), με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και η αλλαγή της επωνυμίας της ως άνω εταιρείας σε «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και με τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.». Η ως άνω καταχώριση της τροποποίησης του καταστατικού ανακοινώθηκε με την υπ' αριθ. πρωτοκόλλου ./05.11.2019 ανακοίνωση του Προέδρου του ΕΒΕΑ. Επιπλέον, την 9.3.2020 καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με Κ.Α.Κ. . η με αριθμό ./9.3.2020 απόφαση της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΑΔΑ: .), με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του άρθρου 4 του καταστατικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και αριθμό Γ.Ε.ΜΗ.., σύμφωνα με την από 16.12.2019 απόφαση της Έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων της εταιρείας. Την ίδια ημερομηνία καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, το νέο κείμενο καταστατικού μαζί με τις τροποποιήσεις του και το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σχετικής με την ως άνω καταχώριση του καταστατικού που ανακοινώθηκε με την με αριθμό πρωτοκόλλου ./09-03-2020 ανακοίνωση. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η εταιρεία με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» κατέστη ειδική διάδοχος της απαιτήσεως, που απορρέει από την υπ' αριθ. ./07-08-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, για την εκπλήρωση της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. ./2016 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, στον οποίο ερείδεται η ένδικη αναγκαστική εκτέλεση.

 

 Εν συνεχεία, την 13.7.2020 η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY)) προέβη σε επανεκχώρηση προς την Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. μέρους των μεταβιβασθεισών προς αυτήν, αρχικά δυνάμει και σε εκτέλεση της αρχικής από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, απαιτήσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης, η οποία δημοσιεύθηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./13.07.20 στον τόμο 11 και με αριθμό 217, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ.8 του Ν.3156/2003. Ακολούθως, δυνάμει της από 21.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της «Τράπεζα Πειραιώς Ανώνυμος Εταιρεία» και της εταιρείας με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC» (ΒΕΓΚΑ II ΕΝ.ΠΙ.ΕΛ. ΦΑΪΝΑΝΣ ΝΤΙ ΕΪ ΣΙ) και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003, όπως αναφέρεται στην καταχωρισθείσα σύμβαση (άρθρο 2), η πρώτη μεταβίβασε στην δεύτερη χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή/και πιστώσεων, μεταξύ των οποίων και οι απορρέουσες από την υπ' αριθ. ./07-08-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις πρόσθετες πράξεις αυτής. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων δημοσιεύθηκε βάσει του άρθρου 10 παρ.8 του ν.3156/2003 την 22.7.2020 σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./22.7.20 στον τόμο . και με αριθμό .. Περαιτέρω, δυνάμει της από 21.7.2020 πρόσθετες Σύμβασης Διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, μεταξύ της Δικαιούχου και της Διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «lntrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», που καταχωρίσθηκε βάσει του άρθρου 10 παρ.8 του ν.3156/2003 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./22.07.2020 στον τόμο . και με αριθμό ., διορίστηκε ως διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η ως άνω εταιρεία, ενώ παράλληλα χορηγήθηκε στην τελευταία από την ειδική διάδοχο εταιρεία με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC» το από 21.07.2020 πληρεξούσιο σύμφωνα με τον νόμο 3156/2003. Στη συνέχεια δυνάμει του από 1.3.2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού μεταξύ της Δικαιούχου και της αρχικής Διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «lntrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» συμφωνήθηκε η λύση της ως άνω από 21.0/.2020 Σύμβασης Διαχείρισης, το οποίο καταχωρίσθηκε στο Ενεχυροφυλακειο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./17.03.2021 στον Τόμο . και με αριθμό ., ενώ αυθημερόν οι αρχικοί συμβαλλόμενοι, ήτοι η δικαιούχος εταιρεία «Voga II NPL Finance DAC» και η διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «lntrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», κατήρτισαν την από 1.3.2021 νέα σύμβαση Διαχείρισης, που καταχωρίσθηκε, δυνάμει των άρθρων 10 παρ.14 και 16 του ν.3156/2003, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./17.03.2021 στον τόμο . και με αριθμό .. Με την εν λόγω σύμβαση διορίστηκε ως διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η «lntrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», ενώ παράλληλα χορηγήθηκε στην τελευταία από την Δικαιούχο εταιρεία με την επωνυμία «Vega II NPL Finance DAC» το από 02/03/2021 πληρεξούσιο σύμφωνα με τον νόμο 3156/2003. Περαιτέρω, με την από 8.9.2016 αίτηση, η εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ως ειδική διάδοχος της «Τράπεζα ΚΥΠΡΟΥ Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ» αιτήθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθ. ./2016 διαταγής πληρωμής, με την οποία διατάχθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι νυν ανακόπτοντες να καταβάλλουν στην τράπεζα το συνολικό ποσό των 205.011,82 ευρώ. Εν συνεχεία, επιδόθηκε στους ανακόπτοντες πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μετά επιταγής προς πληρωμή, και, τέλος, η καθ' ης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανακοπτόμενη έκθεση κατάσχεσης, κατόπιν εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου της πρώτης καθ' ης ως επισπεύδουσας την ένδικη εκτέλεση με την ιδιότητα της διαχειρίστριας, πληρεξούσιας και δεκτικής καταβολής και ενεργούσας στο όνομα της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «Vega III NPL Finance DAC», προς τον δικαστικό επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ., επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση εις βάρος της αναφερόμενης στην έκθεση ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της συμβολής των οδών .... Εξάλλου, και η ίδια η πρώτη καθ' ης αναφέρει στις προτάσεις της ότι αυτή επέδωσε στους ανακόπτοντες την από 5.4.2022 επιταγή προς πληρωμή και αυτή επέβαλε την ένδικη αναγκαστική κατάσχεση (βλ. σελ. 14 των προτάσεων). Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον αποδεικνύεται από την ίδια την επίδικη σύμβαση διαχείρισης, με την οποία η καθ' ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι επισπεύδει την αναγκαστικής εκτέλεση διά της παροχής εντολής του πληρεξούσιου δικηγόρου της προς τον ανωτέρω δικαστικό επιμελητή να προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων προς ικανοποίηση απαίτησης, δικαιούχος της οποίας είναι η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «Vega III NPL Finance DAC», ότι αυτή διέπεται από το ν.3156/2003, η καθ' ης διαχειρίστρια εταιρεία, επισπεύδουσα την εκτέλεση και ήδη καθ' ης φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της ανωτέρω δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σ' αυτήν τέτοια ιδιότητα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι η κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών αντλείται απευθείας από το νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από το ν.4354/2015 σύμβαση (βλ. Κιτσαρά, Η περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεως από δάνεια και πιστώσεις μετά την αρχική απόκτηση της από «εταιρεία αποκτήσεως» του Ν. 4354/2015, σε ΧρΙΔ 2019.305). Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ' ης από την δικαιούχο της απαίτησης δεν δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίηση της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ' ονόματι του αναγκαστική εκτέλεση ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δεν συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας (Νίκας, Δ. Αναγκαστική. Εκτέλεση, I, παρ.20, αρ.3, Αννα Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 35-36, 59-60). Ειδικότερα, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί την δραστικότερη μορφή παροχής έννομης προστασίας, την οποία το Κράτος απονέμει με τα προς τούτο αρμόδια όργανα και βάσει κανόνων δικαίου, που διαγράφονται στον ΚΠολΔ ή σε άλλους ειδικούς νόμους, που συνθέτουν το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από το νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίω ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής διαθέσεως της νομιμοποιήσεως (ΑΠ 45/2007 ΕλλΔνη 48.439, ΕΠειρ 693/1982, Λ. Σινανιώτης, Η Νομιμοποίησις Των Διαδίκων Εν Τη Πολιτική δίκη, 1968, σελ.88 επ., Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο - Γ ενικό Μέρος, 1986, σ. 100, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 3π έκδοση, 2018, παρ. 24, αριθ. 14). Περαιτέρω, εφόσον ο εκτελεστός τίτλος, που αποτελεί τη βάση της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι διαταγή πληρωμής, η εκτελεστική διαδικασία δύναται να διεξαχθεί μόνο από την δικαιούχο της επίμαχης απαίτησης, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, στην οποία καθορίζονται ρητά και περιοριστικά οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας, με συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για τη διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλαδή την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα, που δεν αναφέρονται στο νόμο να παρίσταται άκυρη. Ως εκ τούτου, στην προκείμενη περίπτωση, όπου η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2.968/29.4.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, συντάχθηκε κατόπιν επίσπευσης διά έγγραφης εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου της πρώτης καθ' ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι ως αντιπροσώπου της δικαιούχου εταιρείας, η πρώτη καθ' ης δεν νομιμοποιείτο προς τούτο, παρά μόνο η δικαιούχος εταιρεία με την επωνυμία «Vega III NPL Finance DAC», με αποτέλεσμα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο προκρίνει την ανωτέρω θέση ως ορθότερη, δοθέντος ότι είναι γνωστή στο Δικαστήριο και η περί του αντιθέτου θέση (ΑΠ 1102/2022), η περαιτέρω επισπευδόμενη από την καθ' ης αναγκαστική εκτέλεση διά της επιβολής αναγκαστικής κατάσχεσης με την ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας να διενεργείται ακύρως και η υπ' αριθ. ./29.4.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικό επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . να κρίνεται άκυρη, δεκτού γενομένου του πρώτου πρόσθετου λόγου ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμου.

 

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η υπ' αριθ. ./29.4.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ., δυνάμει της οποίας εκτίθεται την 7.12.2022 σε αναγκαστικό δημόσιο (ηλεκτρονικό) πλειστηριασμό η ακίνητη περιουσία του πρώτου και της δεύτερης των ανακοπτόντων, που βρίσκεται στόν Πειραιά, επί της συμβολής των οδών ., και περιγράφεται λεπτομερώς στο δικόγραφο, και το υπ' αριθ. ./4.5.2022 απόσπασμα της ανωτέρω έκθεσης, Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολο τους βάσει του άρθρου 179 ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ παράβολο για την άσκηση ανακοπής δεν ορίζεται, καθώς πρόκειται για δίκη αφορώσα στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ 1) την από 23.5.2022 και με γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης ./31.5.2022 ανακοπή και 2) τους από 10.10.2022 και με γενικό και ειδικό αριθμούς κατάθεσης ./10.10.2022 πρόσθετους λόγους ανακοπής, ερήμην της δεύτερης καθ' ης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή ως απαράδεκτη ως προς την τρίτη ανακόπτουσα ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης και την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ως προς την δεύτερη καθ' ης ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης αντίστοιχα.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ' αριθ. ./29.4.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ., δυνάμει της οποίας εκτίθεται την 7.12.2022 σε αναγκαστικό δημόσιο (ηλεκτρονικό) πλειστηριασμό η ακίνητη περιουσία του πρώτου και της δεύτερης των ανακοπτόντων, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της συμβολής των οδών ., και περιγράφεται λεπτομερώς στο δικόγραφο, και το υπ' αριθ. ./4.5.2022 απόσπασμα της ανωτέρω έκθεσης.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των παριστάμενων διαδίκων στο σύνολο τους.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά την 17.11.2022.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ