ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΠατρών 311/2021

 

Διεθνής δικαιοδοσία - Γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας - Δίκαιο ΕΕ - Εφαρμοστέο δίκαιο σε περίπτωση διαζυγίου - Κλονισμός των σχέσεων των συζύγων -.

 

Όταν η συνήθης διαμονή του εναγομένου σε υπόθεση διαζυγίου βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από τον κανονισμό 2201/2003 χωρίς να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του κοινού δικονομικού δικαίου. Το εσωτερικό δίκαιο παρεμβαίνει εάν η υπόθεση συνδέεται μόνο με την ελληνική έννομη τάξη. Κανονισμός ΕΕ σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο και στον δικαστικό χωρισμό. Αφορά αποκλειστικά σε καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας. Ο κανονισμός αντικαθιστά πλήρως τους εθνικούς κανόνες καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου στο διαζύγιο. Λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης των συζύγων εφόσον αποδειχθεί η διετής διάσταση η οποία υπολογίζεται αναδρομικά από τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο. Αμάχητο τεκμήριο κλονισμού της σχέσης των συζύγων. Το δικαστήριο προχωρεί, μετά και τη διαπίστωση της πρόθεσης για διάσταση, στη λύση του γάμου.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός Απόφασης: 311/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Λεωνή Περεπή, Δικαστική Πάρεδρο, η οποία ορίστηκε από τη Διευθύνουσα του Πρωτοδικείου Πατρών, και από τη Γραμματέα Ευγενία Τσιντώνη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: . κατοίκου Ηνωμένου Βασιλείου (.), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου, Παναγιώτη Αναστασόπουλου (A.M. ΔΣΠατρ: 1188).

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ., κατοίκου Πατρών (οδ. Αχελώου αρ. 8), ο οποίος δεν παραστάθηκε.

 

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.09.2020. αγωγή της (Αριθμός Κατάθεσης Δικογράφου: ./24.9.2020), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

I. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1-3-2005 (άρθρο 72 αυτού) και επέφερε την κατάργηση του προγενέστερου Κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας μεταξύ των κρατών - μελών και τη διασυνοριακή αναγνώριση των δικαιοδοσιών και των αποφάσεων σχετικά με τη λύση του συζυγικού δεσμού και τη γονική μέριμνα. Με την έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού επέρχεται, μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. Ο Κανονισμός εφαρμόζεται, όταν ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος, που χρησιμοποιείται από την κατά περίπτωση εφαρμοστέα διάταξη, εντοπίζεται στο έδαφος κράτους μέλους. Όταν, επομένως, η συνήθης διαμονή του εναγόμενου, σε υπόθεση διαζυγίου, βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία θα ρυθμιστεί από τον Κανονισμό, χωρίς να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του κοινού δικονομικού δικαίου. Το εσωτερικό δίκαιο παρεμβαίνει, εάν η υπόθεση συνδέεται μόνο με την ελληνική έννομη τάξη, εφαρμόζεται, δηλαδή, σε Έλληνες υπηκόους, εφόσον κανένας από τους οποίους δεν έχει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, ούτε είχε τη συνήθη διαμονή, έτσι ώστε να καθιδρύεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τελευταίου. Ο Κανονισμός θεσπίζει μία σειρά, παραλλήλως και συντρεχόντως ισχυουσών, χωρίς καμία σειρά προτεραιότητας ή ιεράρχηση μεταξύ τους, κύριων δικαιοδοτικών βάσεων, θεμελιωμένων άλλοτε στον τόπο της συνήθους διαμονής (3 παρ. 1 α' του ως άνω Κανονισμού) και άλλοτε στην κοινή ιθαγένεια, οι δικαιοδοτικές δε αυτές βάσεις, που θεσπίζονται κατ1 αποκλειστικό τρόπο, με την έννοια της περιοριστικής απαρίθμησης τους και της αδυναμίας επέκτασης τους βάσει ρυθμίσεων των κατ' ιδία εθνικών δικαίων ή δυνάμει της ιδιωτικής βούλησης, θέτουν εκποδών κάθε αντίθετη εθνική διάταξη, επίκληση της οποίας μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 είναι δυνατή, όταν, δηλαδή, δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό βάσεις σε κανένα δικαστήριο κράτους μέλους. Έτσι, από την έναρξη ισχύος του, διεθνή δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου έχουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους α) στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων (περ. ί) ή η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών έχει ακόμη αυτή τη διαμονή (περ. ii), ή η συνήθης διαμονή του εναγόμενου (περ. in) ή, σε περίπτωση κοινής αίτησης, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου συζύγου (περ. iv) ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής (περ. ν), ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους (περ. vi), β) της ιθαγένειας των δύο συζύγωη, ή στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, του "domicile" (κατοικία) των δύο συζύγων. Η ιθαγένεια των συζύγων, κατά τον έλεγχο όλων των δικαιοδοτικών βάσεων του άρθρου 3 παρ. 1 α' του Κανονισμού, είναι πλέον αδιάφορη, ώστε αυτοί μπορεί να έχουν αμφότεροι κοινή ιθαγένεια, διάφορη από αυτή του κράτους μέλους της κοινής διαμονής τους, ακόμη και αν πρόκειται για ιθαγένεια τρίτης χώρας, μπορεί, όμως, να έχουν και διάφορη έκαστος ιθαγένεια, όντας υπήκοοι είτε άλλου διάφορου ο καθένας κράτους, όχι απαραίτητα κράτους μέλους, σε σχέση με το δικάζον δικαστήριο της κοινής τους διαμονής, είτε άλλου κράτους ο ένας εξ αυτών και του δικάζοντος δικαστηρίου ο άλλος. Συνήθης διαμονή, κατά τον ορισμό του ΔΕΚ, είναι ο τόπος, όπου το πρόσωπο έχει ορίσει, με σταθερό χαρακτήρα, το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των ενδιαφερόντων του, προκειμένου δε να καθοριστεί αυτή πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα πραγματικά συστατικά στοιχεία. Η ιθαγένεια, εξάλλου, ενός μόνο εκ των συζύγων, μολονότι συναντάται ως δικαιοδοτικός σύνδεσμος στα περισσότερα εθνικά δίκαια, όπως και στο ημεδαπό (παλαιό άρθρο 612 ΚΠολΔ και ήδη άρθρο 601 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015), αποκλείστηκε από τις κύριες δικαιοδοτικές βάσεις του Κανονισμού ως υπέρμετρη, έτσι ώστε η ελληνική ιθαγένεια του ενός από τους συζύγους δεν είναι πλέον επαρκές κριτήριο για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων ως προς τον άλλο σύζυγο, που συμβαίνει να είναι αλλοδαπός και να έχει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Κρίσιμος χρόνος για την κατοχή της ιθαγένειας για αμφότερους τους διαδίκους είναι ο καν άρθρο 16 του Κανονισμού χρόνος άσκησης της αγωγής. Η συνδρομή ενός των κριτηρίων σχετικά με την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και δεν χοιρεί, λόγω της ιδιομορφίας των γαμικών διαφορών, ρητή ή σιωπηρή παρέκταση (βλ. ΕφΑΘ 2712/2011 ΕλλΔνη 2012,799, ΕφΘεσ 1377/2014 ΕΠολΔ 2014,738, ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ 2005,1782, ΠΠΑθ 1630/2013 Αρμ 2014,1561, Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (-Κράνη), ΕρμΕΚ (Ι)-ΚανΒρ Πα, 2016, σελ. 15, άρθρο 3, αρ. 1 -3, 14, 22, 28 και 33, σελ. 50 - 52, 57- 58, 62, 67 - 68 και 71, αντίστοιχα, Ε. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 της Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005,653, Εισήγηση Ε. Κιουπτσίδου.για τη Διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές βάσει του 1347/2000 Κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΚ, Αρμ 2001,1648, Ε. Βασιλακάκη, Ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, ΧρΙΔ 2009,193 επ.). Περαιτέρω, με τον Κανονισμό (EE) 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010 για τη θέσπιση της ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό (Κανονισμός Ρώμη ΠΙ) σκοπήθηκε ο καθορισμός κανόνων σύνδεσης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη σε σχέση με το διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό. Σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό, ο οποίος εφαρμόζεται μεταξύ των συμμετεχόντων στην ενισχυμένη συνεργασία κρατών μελών, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, όπου ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται μόνο όσον αφορά αγωγές που υποβάλλονται και στις συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 5 αυτού που συνάπτονται από τις 29-7-2015, δυνάμει της απόφασης της Επιτροπής της 27ης Ιανουαρίου 2014 που επιβεβαιώνει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό (2014/39/ΕΕ), οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν με κοινή συμφωνία το δίκαιο που θα είναι εφαρμοστέο σε περίπτωση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το ως άνω άρθρο. Κατά δε το άρθρο 8 του ίδιου Κανονισμού, ελλείψει επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 5, το διαζύγιο και ο δικαστικός χωρισμός υπόκεινται κατά σειρά και ιεραρχικά μεταξύ τους, στο δίκαιο του κράτους α) της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά το χρόνο υποβολής αγοιγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, β) της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, υπό την προϋπόθεση ότι η διαμονή αυτή δεν έπαυσε να υφίσταται ένα έτος και πλέον πριν από την υποβολή αγωγής στο δικαστήριο και εφόσον ο ένας εκ των συζύγων εξακολουθεί να διαμένει στο συγκεκριμένο κράτος κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, γ) της ιθαγένειας των δύο συζύγων κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο, ή, ελλείψει αυτής, δ) του επιληφθέντος δικαστηρίου. Εξάλλου, το άρθρο 1 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού προσθέτει ότι αυτός εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση δικαίων. Το νέο, δηλαδή, αυτό νομοθέτημα αφορά αποκλειστικά σε καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας, αρκεί δε ο διεθνής χαρακτήρας του γάμου, η λύση του οποίου επιδιώκεται, με την έννοια ότι αρκεί οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο είναι πιθανό να δώσει στην κατάσταση διακρατικό χαρακτήρα, είτε λόγω των προσωπικών συνθηκών των συζύγων είτε λόγω των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της σχέσης τους, ώστε ένα διαζύγιο μεταξύ συζύγων με διαφορετική ιθαγένεια είναι εξίσου διακρατικό με ένα διαζύγιο μεταξύ συζύγων με κοινή ιθαγένεια που ζουν σε ένα άλλο κράτος μέλος από αυτό της ιθαγένειας τους, ουδόλως δε επηρεάζεται το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού από τον ενδεχομένως εσωτερικό χαρακτήρα της λύσης του γάμου (βλ. σχετ. Α. Αρχοντάκη, Ο Κανονισμός Ρώμη ΠΙ, Κανονισμός 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης.12.2010, ΕφΑΔ 2014,11). Έτσι, ο γάμος παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, όχι μόνο όταν οι σύζυγοι έχουν διαφορετική ιθαγένεια (ξένη υπηκοότητα ενός εκ των συζύγων), αλλά και όταν έχουν κοινή ιθαγένεια αλλά ένας εξ αυτών σε άλλο κράτος αυτού που έχουν ιθαγένεια (διαμονή στο εξωτερικό ενός εκ των συζύγων). Ο ανωτέρω Κανονισμός, αντικαθιστά πλήρως τους εθνικούς κανόνες καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου στο διαζύγιο. Ως προς το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, αντικαθιστά το άρθρο 16 ΑΚ, που περιλάμβανε τους κανόνες συνδέσεως, για το διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό {Το Διαζύγιο και οι Συνέπειες του στις Οικογενειακές Έννομες Σχέσεις, Ε.ΝΟ.Β.Ε, 2016 [Βασίλειος Κούρτης, Διεθνής Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο στο Διαζύγιο κατά τους Κανονισμούς 2201/2003 («Βρυξέλλες Πα») και 1259/2010 (Ρώμη III»)}.

 

II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 3 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν. 3719/2008 «εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς επί δύο τουλάχιστον χρόνια ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου της διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων». Από τη διάταξη αυτή, που καθιερώνει ως λόγο διαζυγίου τον αντικειμενικό κλονισμό της έγγαμης σχέσης των συζύγων, προκύπτει ότι, εφόσον αποδειχτεί η διετής διάσταση, η οποία υπολογίζεται αναδρομικά από το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησης της αγωγής, τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός των σχέσεων των συζύγων και το Δικαστήριο προχωρεί, μετά και τη διαπίστωση της πρόθεσης για διάσταση, στη λύση του γάμου. Ως διάσταση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται εκείνη, κατά την οποία οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου. Η υποκειμενική πρόθεση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης (ψυχικό στοιχείο) δεν αρκεί να αποτελεί ενδόμυχη διάθεση ή επιθυμία, αλλά πρέπει να εκδηλώνεται και εξωτερικά. Συνήθως η διάσταση συνοδεύεται και από τη διακοπή να κατοικούν ή να διαμένουν οι σύζυγοι στην ίδια οικία, είναι ωστόσο νοητή αυτή (η διάσταση), έστω και αν συνεχίζουν εκείνοι να κατοικούν ή να διαμένουν στην ίδια οικία, σε διαφορετικούς βέβαια χώρους της. Ουδόλως ελλείπει η διάσταση όταν παρεμβάλλονται μικρές διακοπές από άλλους λόγους, που δεν αναιρούν τη σταθερή εξακολουθητικά υπάρχουσα πρόθεση διάσπασης του συζυγικού δεσμού [ΑΠ 242/2015 ΕφΑΔ 2015.324, ΑΠ 1679/2014 ΧρΙΔ 2015.426, ΑΠ 779/2014 ΧρΙΔ 2014.670, βλ. και ΑΠ 118/2011 ΕλλΔνη 53(2012).52, ΑΠ 535/2009 ΕλλΔνη 51(2010).989].

 

Από την υπ' αριθμόν 11025/28.09.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πατρών Νικολάου Φούτρη, που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο. Ο εναγόμενος, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ωσάν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 122, 127, 128 παρ. 4, 591 περ. α' 271, 595 του Κ.Πολ.Δ.).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, κάτοικος Αγγλίας Ην. Βασιλείου, ζητεί τη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο, ο οποίος διαμένει στην Ελλάδα, επικαλούμενη ότι βρίσκονται σε διάσταση, με οριστική πρόθεση διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης τους, συνεχώς και αδιαλείπτως από τον Ιούνιο του έτους 2019, δηλαδή για χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει τα δύο (2) έτη μέχρι το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αγωγής και να καταδικαστεί ο αντίδικος στη δικαστικής της δαπάνη. Η συγκεκριμένη διαφορά παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, διότι η ενάγουσα απέκτησε μεν μετά γάμου την ελληνική ιθαγένεια στις 18.11.2002 (βλ. την από 15.9.2020 βεβαίωση του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης του Δήμου Πατρέων, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα), ενώ αρχικά είχε τη Ρουμανική υπηκοότητα (βλ. την υπ' αριθμ. ./1991 ληξιαρχική πράξη γάμου), ωστόσο, όπως αναφέρει στην αγωγή της αλλά και κατέθεσε ο μάρτυρας της, Ιορδάνης Ιατρίδης, στην επ' ακροατηρίω κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία και περιέρχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης, ήδη από 17 Ιουνίου του έτους 2019 διαμένει μόνιμα στην Αγγλία του Ην. Βασιλείου, όπου και εργάζεται, ο δε εναγόμενος έχει την ελληνική ιθαγένεια, και διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Πάτρα, επί της οδού Αχελώου αριθμ. 18, η οποία αποτελεί και τη συνήθη διαμονή του εναγομένου, ήτοι τη μόνιμη εγκατάσταση του. Εκ των ανωτέρω, προκύπτει, ότι το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για εκδίκαση αυτής, βάσει της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 α) περ. ii., iii. και β) του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003, δοθέντος ότι η τελευταία συνήθης διαμονή των διαδίκων συζύγων, βρισκόταν στην Ελλάδα και δη στην Πάτρα αλλά και ως το δίκαιο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγόμενου και της κοινής τους ιθαγένειας, κατά τα εκτεθέντα στην υπ' αριθμ. I. μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 περ. γ' Κανονισμού 1259/2010, ο οποίος εφαρμόζεται από τις 29-7-2015 στην Ελλάδα, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην παραπάνω υπ' αριθμ. I. νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή διαζυγίου διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του κράτους της κοινής ιθαγένειας των δύο συζύγων κατά το χρόνο υποβολής της αγωγής στο δικαστήριο, αποκλειομένων των προγενεστέρων κατά ιεραρχική σειρά περιπτώσεων της ανωτέρω διάταξης. Και τούτο διότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής (κατάθεση στις 24.9.2020 και επίδοση αυτής στον εναγόμενο στις 28.9.2020, δυνάμει της υπ' αριθμ. ./28.9.2020 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πάτρας, .), οι διάδικοι δεν είχαν κοινή συνήθη διαμονή, διότι η τελευταία συνήθης διαμονή τους στην Πάτρα, έπαυσε να υφίσταται ένα έτος και πλέον πριν από την υποβολή αγοιγής στο δικαστήριο, καθώς οι διάδικοι έχουν συνήθη διαμονή σε διαφορετικά κράτη ήδη από τις 17.6.2019, ημερομηνία αποχώρησης της ενάγουσας από την κοινή συζυγική οικία και εγκατάστασης της στη μόνιμη συνήθη διαμονή της στην Αγγλία, και παραμονής του εναγόμενου στην μέχρι τότε κοινή κατοικία τους στην Πάτρα και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζονται οι α) και β) περιπτώσεις του Κανονισμού, η εξέταση των οποίων προηγείται χρονικά. Εξάλλου, δοθέντος ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι προέβησαν στην κατάρτιση κοινής συμφωνίας επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου σε περίπτωση διαζυγίου τους (άρθρο 5 του Κανονισμού) και ως εκ τούτου, ελλείψει αυτής εφαρμόζεται το άρθρο 8 του Κανονισμού (βλ. ανωτέρω υπ' αριθμ. I. νομική σκέψη). Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή, για την οποία το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, εισάγεται παραδεκτά για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της (άρθρα 17 αρ. 1 και 22, 39 του ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, των άρθρων 592 επ. του ΚΠολΔ. Είναι ορισμένη κατ' αρ. 118 και 216 αρ. 1 ΚΠολΔ, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1367, 1438, 1439 παρ. 1, 3 του ΑΚ και 176 αρ. 1 του ΚΠολΔ, και, συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

 

Από την ένορκη επ' ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας ., κατοίκου Πάτρας, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζει μετ' επικλήσεως η ενάγουσα με τις προτάσεις της, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν, στις 17 Μαΐου 1991, νόμιμο πολιτικό γάμο, στον Δήμο Κερατσινίου του Ν. Αττικής (βλ. τη με αριθμ. ./Α' 17.05.1991 ληξιαρχική πράξη γάμου, που συνέταξε ο Ληξίαρχος στο Δημαρχείο Κερατσινίου), εντός του οποίου απέκτησαν δύο τέκνα, την . και τον . (βλ. την από 1.5.9.2020 βεβαίωση του τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου Πατρών). Ήδη από τις 17 Ιουνίου του έτους 2019, η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε, με οριστική πρόθεση διακοπής της και έκτοτε διαβιώνουν χωριστά, δίχως πρόθεση επανασύνδεσης. Μάλιστα κατά την ημερομηνία αυτή, η ενάγουσα μετακόμισε και διαμένει μέχρι και σήμερα μόνιμα στην Αγγλία. Η διάσταση της έγγαμης συμβίωσης τους συνεχίστηκε, χωρίς διακοπή, μέχρι το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, αποδεικνύεται πλήρως η διάσταση των διαδίκων συζύγων συνεχώς από διετίας τουλάχιστον, πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, από αυτήν δε (υπερδιετή διάσταση), τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός των μεταξύ τους σχέσεων, χωρίς να ενδιαφέρει ποια περιστατικά οδήγησαν στη φυσική και ψυχική αποξένωση τους, αρκούντος του γεγονότος ότι η διάσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι επήλθε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Συνακόλουθα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να απαγγελθεί η λύση του γάμου των διαδίκων και να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, από τον ερημοδικαζόμενο εναγόμενο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει η εναγόμενη να καταδικασθεί, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 176, 184, 189, 190, 191 ΚΙίολΔ και το Ν. 4194/2013, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος εξαιτίας της ήττας της.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγομένου.

 

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

 

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη λύση του πολιτικού γάμου των διαδίκων, ο οποίος τελέστηκε στις 17 Μαΐου 1991, νόμιμο πολιτικό γάμο, στον Δήμο Κερατσινίου του Ν. Αττικής.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Πάτρα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους, στις 26 Οκτωβρίου 2021.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ