ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΗλείας 110/2022
Πώληση - Διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ποσότητας
φιστικιού από καλλιεργητές - Στοιχεία ορισμένου αγωγής καταβολής του τιμήματος πώλησης
- Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης – Τόκοι - Διαμεσολάβηση - Παράβαση καθήκοντος αλήθειας - Ένσταση επίσχεσης - Στοιχεία ορισμένου
συμψηφισμού - Αποδεικτική αξία ανυπόγραφου πρόχειρου σημειώματος -.
Διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ποσότητας φιστικιού
από καλλιεργητές. Πώληση. Στοιχεία ορισμένου αγωγής καταβολής του τιμήματος
πώλησης. Άρθρο 479 ΑΚ. Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης, έννοια αυτών.
Ευθύνη αποκτώντος περιουσία ή επιχείρηση για χρέη αυτής. Σωρευτική αναδοχή
χρέους και στοιχεία που συνηγορούν υπέρ αυτής. Άρθρα 345 και 346 ΑΚ τόκοι
υπερημερίας και τόκοι επιδικίας.
Ν.4640/2019 διαδικασία διαμεσολάβησης. Έγγραφη ενημέρωση περί της
δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, η οποία δεν προηγήθηκε της
καταθέσεως της αγωγής κατ' άρθρο 3 παρ.2 Ν.4640/2019. Μη υπογραφή του πρακτικού
περάτωσης της αρχικής συνεδρίασης διαμεσολάβησης από τους εναγόμενους κατά το
άρθρο 7 παρ. 4 Ν. 4640/2019. Παράβαση καθήκοντος αλήθειας κατά το άρθρο 116 ΚΠολΔ. Ένσταση επίσχεσης κατά το άρθρο 325 ΑΚ. Στοιχεία
ορισμένου συμψηφισμού κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ.
Αποδεικτική αξία ανυπόγραφου πρόχειρου σημειώματος στη πολιτική δίκη.
(Η απόφαση
δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών
Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 110/2022
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης
αγωγής ΜΤ …./2020)
(αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής ΜΤ …./2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή
Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος
Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Σταυρούλα Κυριαζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2021,
για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
[Α’ αγωγή αριθμ. εκθ. κατ.
ΜΤ…./2020] :
Των εναγόντων : 1) Α……. Ξ……
του Ι……, κατοίκου Tοπικής Κοινότητας Επιταλίου του Δήμου Πύργου Ηλείας, με ΑΦΜ …………, Δ.Ο.Υ.
Πύργου Ηλείας, και 2) Β……….. Τ……… του Δ…………, κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Επιταλίου του Δήμου Πύργου Ηλείας, με ΑΦΜ ……….., Δ.Ο.Υ.
Πύργου Ηλείας, οι οποίοι κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις εντός της νόμιμης
προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατά το άρθρο
237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως
το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015
(ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Τ…… Κ……..
(Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 0……, από 12 Φεβρουαρίου 2021 έγγραφες
εξουσιοδοτήσεις με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως, γραμμάτιο
προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με
αριθμό 0……/22.02.2021), και παραστάθηκαν
στο ακροατήριο δια του ίδιου ως άνω πληρεξούσιου Δικηγόρου τους.
Του εναγομένου
: Δ……. Π………, κατοίκου Α……….. Καλαμάτας περιοχή Σ…….., με Α.Φ.Μ. ………, Δ.Ο.Υ.
Καλαμάτας, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις εντός της νόμιμης προθεσμίας
των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α’
87/23.7.2015), δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Χ…… Σ…….. (Δικηγορικός
Σύλλογος Καλαμάτας, ΑΜ 0…….., από 19 Φεβρουαρίου 2021 έγγραφη εξουσιοδότηση με
θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και
ενσήμων Δ.Σ.Καλαμ. με αριθμό Κ……./19.02.2021), και
παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του ίδιου
ως άνω πληρεξούσιου Δικηγόρου του.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει
δεκτή η από 13 Νοεμβρίου 2020 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος
Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ …./13.11.2020 και, κατά το άρθρο 237
παρ.4 ΚΠολΔ, με την υπ’αριθμ…../31.3.2021
Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, Προέδρου Πρωτοδικών,
προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας
[22.9.2021] και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο [αρ..].
[Β’ Αγωγή αριθμ.εκθ.κατ.ΜΤ ……/2020] :
Των εναγόντων : 1) Α…….. Ξ……
του Ι……, κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Επιταλίου του
Δήμου Πύργου Νομού Ηλείας, με Α.Φ.Μ. ………, Δ.Ο.Υ. Πύργου Ηλείας, και 2) Β……….
Τ…….. του Δ…….., κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Επιταλίου
του Δήμου Πύργου Ηλείας, με ΑΦΜ………, Δ.Ο.Υ. Πύργου Ηλείας, οι οποίοι κατέθεσαν
έγγραφες προτάσεις εντός της νόμιμης προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την
κατάθεση της αγωγής, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1
άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), δια του πληρεξούσιου
Δικηγόρου τους Τ……. Κ……. (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 0…….., από 12 Φεβρουαρίου
2021 έγγραφες εξουσιοδοτήσεις με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως,
γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας
με αριθμό : Η……./22.02.2021), και παραστάθηκαν
στο ακροατήριο δια του ίδιου ως άνω πληρεξούσιου Δικηγόρου τους.
Των εναγομένων
: 1) Ε……. Π…….. του Ν………., κατοίκου Καλαμάτας Νομού Μεσσηνίας, οδός Ηρώων
Πολυτεχνείου αρ.120, με Α.Φ.Μ. 0………., Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας, 2) Δ……… Π…….. του Ν………,
κατοίκου Ασπροχώματος Καλαμάτας Νομού Μεσσηνίας, με Α.Φ.Μ………, Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας,
οι οποίοι κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις εντός της νόμιμης προθεσμίας των εκατό
(100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α’
87/23.7.2015), δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Χ…… Σ……… (Δικηγορικός
Σύλλογος Καλαμάτας, ΑΜ 0……., από 19 Φεβρουαρίου 2021 έγγραφη εξουσιοδότηση με
θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και
ενσήμων Δ.Σ.Καλαμ. με αριθμό Κ……./19.02.2021), και
παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του
ίδιου ως άνω πληρεξούσιου Δικηγόρου τους.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει
δεκτή η από 13 Νοεμβρίου 2020 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος
Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ…./13.11.2020 και, κατά το
άρθρο 237 παρ.4 ΚΠολΔ, με την υπ’αριθμ.
………./31.3.2021 Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, Προέδρου
Πρωτοδικών, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή
της παρούσας [22.9.2021] και γράφτηκε στο πινάκιο [αρ..].
Κατά τη συζήτηση των
υποθέσεων, ότε εκφωνήθηκαν κατά τη σειρά εγγραφής τους στο οικείο πινάκιο, οι
διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[Ι] Σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 246 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο σε κάθε στάση της
δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την
ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον
του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην
ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή
της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η συνεκδίκαση
αυτή, η οποία είναι δυνητική για το δικαστήριο, δεν επιφέρει ανατροπή της
αυτοτέλειας κάθε έννομης σχέσης της σύνθετης δίκης, αλλά κάθε αγωγή ή ένδικο
μέσο κρίνεται χωριστά ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και τις
βασιμότητάς του και, επομένως, καμία μεταβολή δεν επέρχεται στις σχέσεις των
διαδίκων μεταξύ τους και των διαδίκων με το δικαστήριο, πλην : α) της
διεξαγωγής της σύνθετης δίκης σε κοινή διαδικασία, β) της έκδοσης κοινής
απόφασης, γ) της υποβολής κοινών προτάσεων, μετά όμως τη διαταχθείσα
συνεκδίκαση, καθώς πριν από αυτή (συνεκδίκαση),
η οποία δεν είναι βέβαιη για τους διαδίκους, ενόψει του ότι η σχετική
δυνατότητα εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, απαιτείται η
κατάθεση χωριστών για κάθε συνεκδικαζόμενη υπόθεση
προτάσεων και δ) της έλλειψης δικαιώματος του αντιδίκου για επίσπευση της
μεταγενέστερης συζήτησης για μια μόνο από τις συνεκδικαζόμενες
υποθέσεις (ΕφΠειρ 611/2020, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 208/2018, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2016, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση
εκκρεμούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
ΜΤ…/2020 αγωγή και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ…./2020 αγωγή, οι οποίες
πρέπει να συνεκδικαστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις
των άρθρων 31 και 246 ΚΠολΔ, γιατί είναι συναφείς,
ασκούνται μεταξύ των ίδιων διαδίκων, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με τον
τρόπο αυτό αφενός διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης,
αφετέρου επέρχεται μείωση των εξόδων.
[ΙΙ] Από τη διάταξη του
άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που
συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος
αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται
ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να
εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλα με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση
αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρώς, είναι ετεροβαρής και δεν
έχει χαρακτήρα αναγνωρίσεως χρέους από τον αναδεχόμενο,
αλλά αναλήψεώς του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει, δύναται δε να αφορά και σε
μελλοντικό χρέος, ως τοιούτου νοούμενου, τόσο εκείνου του χρέους, που ο νομικός
λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της συμβάσεως αναδοχής, αλλά δεν
έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του
οποίου, ούτε ο λόγος παραγωγής, ούτε η απαίτηση υπάρχει κατά την κατάρτιση της
συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, και στις δύο περιπτώσεις, το μελλοντικό
χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιορισθεί
κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την
ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται,
έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΚ
481), δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση
της παροχής μία μόνο φορά, κατ` επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη με βάση τη σύμβαση
αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη
σχέση (ΑΠ 726/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 230/2014, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
[ΙΙΙ] Με τη διάταξη του
άρθρου 479 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση αυτός που αποκτά
ευθύνεται απέναντι στον δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για
χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που
μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. Αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων
που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη απέναντι τους», και σκοπό έχει την
προστασία της συναλλακτικής πίστης και ευθύτητας, καθιερώνεται αναγκαστική από
το νόμο σωρευτική αναδοχή των χρεών, με την έννοια του άρθρου 477 του ΑΚ, και
δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του
μεταβιβάζοντος, για επαχθή ή χαριστική αιτία, και του αποκτώντος, συνδεόμενοι,
όταν συνενάγονται, με απλή ομοδικία, από τους οποίους
ο πρώτος ευθύνεται απεριόριστα και με ολόκληρη την προσωπική του περιουσία, και
ο δεύτερος περιορισμένα και, συγκεκριμένα, μέχρι την αξία της μεταβιβαζόμενης
περιουσίας, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, και με την προσωπική του περιουσία.
Με τη διάταξη αυτή [ΑΚ 479] καθιερώνεται αρχή γενικότερης σημασίας, η οποία
ισχύει σε κάθε περίπτωση που το ενεργητικό της περιουσίας ή της επιχείρησης
ενός φυσικού ή νομικού προσώπου περιήλθε σε άλλον με ειδική διαδοχή, ιδρύοντας
σωρευτική αναδοχή από το νόμο, περιορισμένη μέχρι την αξία των περιουσιακών
στοιχείων που μεταβιβάζονται. Ολόκληρη δε η διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου
και ιδρύεται με αυτήν παθητική εις ολόκληρον ενοχή
(άρθρα 481επ. ΑΚ) μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος για τα χρέη του πρώτου, που υπήρχαν μέχρι τον
χρόνο της μεταβίβασης και που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την μεταβίβαση αυτή, η
δε σωρευτική από τη διάταξη αυτή (ΑΚ 479) ευθύνη του αποκτώντος την περιουσία ή
την επιχείρηση καταλαμβάνει και τις παρεπόμενες της κύριας απαίτησης
υποχρεώσεις, όπως είναι και αυτή περί καταβολής τόκων (ΕφΠατρ
496/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΠειρ
1426/2009, ΕφΑΔ 2009. 39, Βαθρακοκοίλης,
ΕρΝομΑΚ, άρθρο 479, αρ.
23). Για την εφαρμογή του άρθρου 479 ΑΚ απαιτείται η συνδρομή των εξής
προϋποθέσεων : α) Οριστική σύμβαση μεταξύ οφειλέτη και τρίτου, η οποία έχει ως
αντικείμενο την μεταβίβαση της περιουσίας ή της επιχείρησης. Η διάταξη
εφαρμόζεται και αν ακόμη δεν καταρτίστηκε καμία ενοχική σύμβαση ή εκείνη που
καταρτίστηκε είναι άκυρη, αρκεί, και στις δύο περιπτώσεις, ότι πράγματι
επακολούθησε μεταβίβαση της επιχείρησης με την εκτέλεση των μεταβιβαστικών
πράξεων, ήτοι να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή της
επιχείρησης και ειδικότερα των κατ’ ιδίων στοιχείων που απαρτίζουν την
περιουσία, για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τρόπος που αρμόζει σε καθένα,
δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα και εκχώρηση και
αναγγελία για τις απαιτήσεις [ΕφΛαμ 23/2013, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 798/2004, ΑχΝομ 2005.103]. Η αιτία είναι αδιάφορη για την ισχύ της
σύμβασης, δηλαδή ανεξάρτητα αν αυτή είναι επαχθής ή χαριστική. Ως επιχείρηση,
κατά την υπόψη διάταξη, νοείται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και
της οικονομικής επιστήμης, το σύνολο των πραγμάτων, δικαιωμάτων και πραγματικών
καταστάσεων (καλή φήμη, εμπορική πίστη, πελατεία κ.λπ.), που έχουν οργανωθεί σε
οικονομική ενότητα από τον φορέα τους, φυσικό ή νομικά πρόσωπο, για τον
προσπορισμό κέρδους. Ο όρος περιουσία χρησιμοποιείται με την στενή έννοια
αυτού, δηλαδή ως το ενεργητικό των δεκτικών χρηματικής αποτίμησης έννομων
σχέσεων και η μεταβίβαση αυτής μπορεί να είναι ολική ή μεμονωμένων περιουσιακών
στοιχείων αλλά αυτά αποτελούν τα κυριότερα στοιχεία της όλης περιουσίας. β)
Γνώση του αποκτώντος. Κατά τις παραδοχές της θεωρίας και νομολογίας, παρά την
έλλειψη σχετικής στη διάταξη διατύπωσης, για την εφαρμογή του άρθρου 479 Α.Κ.
απαιτείται αυτός που απέκτησε να γνώριζε ότι η μεταβίβαση αφορά το σύνολο ή το
πλέον σημαντικό τμήμα της περιουσίας ή της επιχείρησης. Η γνώση υφίσταται, κατά
τις διέπουσες την εφαρμογή αυτού αρχές της
συναλλακτικής καλής πίστης, όταν, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, από τις
ειδικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η μεταβίβαση, ο αποκτών
γνώριζε την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να
αντιληφθεί ότι η περιουσία αποτελούσε το σύνολο ή το σημαντικότερο τμήμα αυτής.
γ) Χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή την επιχείρηση. Ως χρέη της περιουσίας που
μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε από σύμβαση είτε από
αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός νομικός λόγος αυτών
να υπήρξε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν
απαιτείται να γνώριζε αυτός, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, τα χρέη που
βαρύνουν την περιουσία ή την επιχείρηση, ούτε, επίσης, απαιτείται αυτά να είχαν
αναγνωριστεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του
δανειστή του. Έννομη συνέπεια της συνδρομής των παραπάνω προϋποθέσεων είναι η
γέννηση ευθύνης αυτού που αποκτά την περιουσία απέναντι στους δανειστές αυτού
που μεταβιβάζει για εξόφληση χρεών της περιουσίας. Η ευθύνη του αποκτώντος
περιορίζεται έως την αξία των μεταβιβαζομένων
στοιχείων και αρχίζει από τότε που καταρτίζεται η ενοχική σύμβαση για την
μεταβίβαση, ενώ, αν η σύμβαση αυτή είναι άκυρη ή δεν καταρτίστηκε καθόλου, η
ευθύνη αρχίζει από τότε που πράγματι επήλθε η μεταβίβαση [ ΕφΘες
18/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ
496/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
[IV] Από τη διάταξη του
άρθρου 513 ΑΚ προκύπτει ότι με την κατάρτιση της αμφοτεροβαρούς υποσχετικής
συμβάσεως της πωλήσεως γεννώνται εκατέρωθεν πρωτογενείς, δηλαδή μη συναρτώμενες
προς άλλη προϋφιστάμενη ενοχή, αξιώσεις και συγκεκριμένα αφενός του αγοραστή
για τη μεταβίβαση της κυριότητας και την παράδοση του πωληθέντος
πράγματος και αφετέρου του πωλητή για την καταβολή του συμφωνημένου τιμήματος.
Η τελευταία χρηματική αξίωση του πωλητή είναι αμέσως απαιτητή, εκτός αν το
τίμημα πιστωθεί και οριστεί προθεσμία για την καταβολή του (άρθρο 531 ΑΚ),
οπότε καθίσταται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμο με μόνη την παρέλευση της
συμφωνημένης προθεσμίας (άρθρο 341 ΑΚ), (ΕφΛαρ
337/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Από τις διατάξεις των άρθρων
216 ΚΠολΔ και 513 επ. ΑΚ
προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή, με
την οποία διώκεται η καταβολή του συμφωνηθέντος για την πώληση τιμήματος, αρκεί
και πρέπει να αναφέρονται σε αυτήν, η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μετάθεσης
της κυριότητας και καταβολής [πληρωμής] του τιμήματος, δηλαδή η κατάρτιση της
σύμβασης πώλησης [ΑΠ 1417/1999, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
1399/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1522/2000, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 216/2020, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ], ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης πώλησης [ΕφΠατρ 1105/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4126/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ], τα
πράγματα, που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν [ΑΠ 577/2016 δημοσιευμένη στην
ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr, ΑΠ 1417/1999 ό.π. ΑΠ 1522/2000 ό.π. ΕφΘες 1626/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 731/1997, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ] και το
τελικό συμφωνηθέν τίμημα [ΑΠ 1417/1999 ό.π.].
[V] Κατά το προηγούμενο
νομικό καθεστώς του Ν.4055/2012 είχε
πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των
άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας), ότι: Από τον συνδυασμό
των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδ.α’
, 221 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση
χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν
δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή
θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό
αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως
όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρων 340
και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής
αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά
έχει και τον χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη
για την εκπλήρωση της παροχής του (ΟλΑΠ 23-24/2004, ΟλΑΠ 13/1994, ΟλΑΠ 423/2012, ΑΠ
1520/2010). Ήδη το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι «ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής,
και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή
για το ληξιπρόθεσμο χρέος», αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4055/2012, που
ισχύει κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού από τις 02.4.2012, κατά το οποίο : «Ο
οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους
τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος
(τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες
μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από
το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη
συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί
εξωδίκως ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας
τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο
υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου
επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης,
που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής
πληρωμής, το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες
ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί
ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης». Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση
αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η
φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που
δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης, που πριν
από τη συζήτηση της αγωγής αναγνωρίζει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβάζεται
εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως,
διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ
ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την
οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται
επιτρέπει στον δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος
ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής
ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ.
αιτιολογική έκθεση Ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της
αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν
απαιτείται ρητή μνεία για αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται
ρητή αναφορά σε αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση
με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός
του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε
αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’
εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά την σαφή πρόθεση του
νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο
οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό
κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή
όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1207/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
[VI] Σύμφωνα με το άρθρο 3
του Ν. 4640/2019 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 190/30.11.2019), όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (Φ.Ε.Κ.Α΄ 204/16.12.2019),«1.
Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές
διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα
μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις
διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο
πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη
δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με
την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική
συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το
ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον
πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής
που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτηση, επί ποινή
απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις
αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα.» (ήτοι έως την 16.12.2019,
ημερομηνία δημοσίευσης του Ν.4647/2019).
Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η
υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας
διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που
αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές, οι οποίες κατατέθηκαν από τις
30.11.2019 και εντεύθεν, εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του
αντικειμένου τους, ανεξάρτητα από το αν οι αγωγές αυτές υπάγονται και στις
περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία
διαμεσολάβησης (κατά τη διαδικασία του άρθρου 7 του νόμου αυτού), οπότε, στην
τελευταία περίπτωση, επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με τις
προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας, καθώς και η μνεία στο
έντυπο του άρθρου 3 παρ.2 της ενημέρωσης του εντολέα για την υποχρέωση
προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Σημειώνεται δε ότι, ενώ η έναρξη
ισχύος των άρθρων 6 και 7 Ν.4640/2019, ως προς τις υποθέσεις της περ.β του άρθρου 44 του νόμου αυτού, μετατέθηκε αναδρομικά
για την 01.7.2020 (άρθρο 74 παρ. 14 Ν. 4690/2020), δεν μετατέθηκε η έναρξη
ισχύος εφαρμογής του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την
άνω ημερομηνία (30.11.2019), [ΠΠΘεσ 1878/2021,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘεσ 1045/2021,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Με την κρινόμενη υπό
στοιχείο α’ αγωγή, οι ενάγοντες, οι οποίοι είναι αγρότες και στο πλαίσιο
άσκησης της δραστηριότητας τους αυτής καλλιεργούν φιστίκια στην αγροτική
περιφέρεια της τοπικής Κοινότητας Επιταλίου του Δήμου
Πύργου Ηλείας, εκθέτουν ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που συνήφθησαν στην τοπική Κοινότητα Επιταλίου
Ηλείας, μεταξύ εκάστου εξ αυτών και του εναγομένου, ο
οποίος είναι έμπορος ξηρών καρπών, η μεν πρώτη εξ αυτών, κατά το χρονικό διάστημα
από τις 20 Δεκεμβρίου 2018 έως και τις 15 Αυγούστου 2019, πώλησε και παρέδωσε
σε αυτόν τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή κατά είδος, ποσότητα, τιμή ανά
κιλό εμπορεύματα [φιστίκια] και εκδόθηκαν τα αναφερόμενα στην αγωγή οκτώ [8]
τιμολόγια πώλησης, συνολικού ποσού εκατόν είκοσι επτά
χιλιάδων εξακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών [127.629,40 €],
συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. 24%, το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να
εξοφληθεί το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, ο δε δεύτερος εξ αυτών, κατά
το χρονικό διάστημα από τις 23 Ιουλίου 2018 έως και τις 15 Ιουνίου 2019, πώλησε
και παρέδωσε σε αυτόν τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή κατά είδος, ποσότητα,
τιμή ανά κιλό εμπορεύματα [φυστίκια] και εκδόθηκαν τα
αναφερόμενα στην αγωγή εννέα [9] τιμολόγια πώλησης, συνολικού ποσού εκατόν ογδόντα έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και
είκοσι εννέα λεπτών [186.225,29 €], συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. 24%, το
οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να εξοφληθεί το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου
2019. Ότι ο εναγόμενος παρέδωσε στον δεύτερο εξ αυτών τις αναφερόμενες στην
αγωγή δύο επιταγές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνολικού ποσού είκοσι
χιλιάδων ευρώ [20.000,00 €], οι οποίες πληρώθηκαν, ενώ μέσω της εταιρείας Δ…….
Δ….. Ο.Ε., που ενεργούσε για λογαριασμό του, κατέβαλε σε αυτόν το συνολικό ποσό
των τεσσάρων χιλιάδων εκατό ευρώ [4.100,00€], με αποτέλεσμα η ληξιπρόθεσμη και
απαιτητή από τις 31 Δεκεμβρίου 2019 απαίτησή του [β ενάγων] να ανέρχεται πλέον
στο ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εκατόν είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών
[162.125,49 €]. Ότι ο εναγόμενος, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους προς
αυτόν, αρνείται να τους καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά.
Με βάση το ιστορικό αυτό, οι
ενάγοντες, όπως το αίτημα της υπό στοιχείο α αγωγής τους και όσον αφορά αμφότερα τα κονδύλια αυτής
παραδεκτά ετράπη από καταψηφιστικό σε έντοκο
αναγνωριστικό, με τις νομότυπα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους [άρθρα 223,
294 εδ.α,295 παρ.1εδ.β, 297 ΚΠολΔ], ζητούν να
αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην πρώτη εξ αυτών το ποσό
των εκατόν είκοσι επτά χιλιάδων εξακοσίων είκοσι
εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών [127.629,40 €] και στον δεύτερο εξ αυτών το ποσό
των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων εκατόν
είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών [162.125,49 €], με το νόμιμο τόκο
επιδικίας από την 01η Ιανουαρίου 2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση άλλως από
την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος ζητούν να
καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και
αιτήματα, η υπό κρίση υπό στοιχείο [α] αγωγή παραδεκτά και αρμοδίως καθ’ ύλην
και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου
[άρθρα 7, 10, 12, 13, 14 § 2, 33 ΚΠολΔ] κατά την
προκείμενη τακτική διαδικασία. Ειδικότερα το παρόν Δικαστήριο με τη συνδρομή
της ειδικής δωσιδικίας του άρθρου 33 ΚΠολΔ θεμελιώνει
τοπική αρμοδιότητα - η οποία εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο - είτε
διότι τόπος κατάρτισης των επίδικων
διαδοχικών συμβάσεων πώλησης κατά την
έννοια των άρθρων 185, 189 και 192 ΑΚ είναι το Επιτάλιο
Ηλείας, καθώς εκεί περιήλθε στους ενάγοντες πωλητές η αποδοχή της πρότασής τους
από τον εναγόμενο αγοραστή, ανεξαρτήτως του ότι η αποστολή και η παραλαβή των
εμπορευμάτων έγινε στην Καλαμάτα, καθόσον συνιστούν υποχρέωση που δημιουργείται
ύστερα από συμφωνία των συμβαλλομένων, με την οποία και μόνο καταρτίζεται η
σύμβαση [ΕφΑθ 9135/1986, Δ 18.16], είτε διότι κατά
τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 320-322 ΑΚ, στη χρηματική οφειλή τόπος
εκπλήρωσης της παροχής είναι η κατοικία του δανειστή στο χρόνο της καταβολής
[χρέος κομίσιμο κατά το άρθρο 321 ΑΚ], ειδικά δε στις
αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όπως οι επίδικες, κρίσιμος είναι ο τόπος εκπλήρωσης
της παροχής του εναγομένου, η οποία συνιστά την
επίδικη αξίωση [ΕφΑθ 1250/2009, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου
ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγομένου,
καθώς στο δικόγραφο αυτής αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά, που είναι
νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του
οποίου ζητείται, και τα οποία αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να
εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται ουδεμία
αμφιβολία για την αξίωση, η οποία απορρέει από αυτή. Ειδικότερα στο δικόγραφο
της αγωγής, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο [IV] νομική
σκέψη της παρούσας, αναφέρονται ως στοιχεία του ορισμένου αυτής η κατάρτιση των
επίδικων συμβάσεων πώλησης φιστικιού, ο χρόνος συνάψεώς τους, τα πωληθέντα [φυστίκι], η τιμή ανά
μονάδα και το συνολικό τίμημα αυτών, η πίστωση του τιμήματος και το πότε αυτό
καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Αντιθέτως, τα στοιχεία, τα οποία αξιώνει
ο εναγόμενος να αναφέρονται στην αγωγή, ήτοι να διευκρινίζεται εάν οι συμβάσεις
πώλησης καταρτίστηκαν αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο και εάν ο τελευταίος είχε
εξουσία αντιπροσώπευσης, ποιος ο τόπος παράδοσης των πωληθέντων,
με ποιο τρόπο μεταφέρθηκαν τα προϊόντα σε αυτόν, αν τα παρέλαβε ο ίδιος ο
εναγόμενος ή αντιπρόσωπός του, τα δελτία αποστολής και οι φορτωτικές που εκδόθηκαν,
σε ποιες επιμέρους πωλήσεις καταλογίζεται εκάστη καταβολή και σε ποιες εξ αυτών
[πωλήσεις] αφορά το υπολειπόμενο τίμημα, μπορούν να προκύψουν και από τις
αποδείξεις, χωρίς να απαιτείται να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής προς
αποφυγή αοριστίας. Επίσης είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων
361, 513 επ., 516, 345, 346 ΑΚ, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Ως προς το ζήτημα της επιδίκασης τόκων
επιδικίας πρέπει να επισημανθεί, σύμφωνα
και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο [V] νομική σκέψη της παρούσας,
ότι ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος σε
αναγνωριστικό δεν συνιστά λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του με
χαμηλότερο επιτόκιο τόκου υπερημερίας αντί του τόκου επιδικίας. Συνεπώς τόκος
επιδικίας και μετά την τροπή του καταψηφιστικού
αιτήματος σε αναγνωριστικό εξακολουθεί να υφίσταται [ΑΠ 1207/2017, Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Έως την επίδοση της αγωγής οφείλονται τόκοι
υπερημερίας ενώ μετά την επίδοση αυτής οφείλονται τόκοι επιδικίας, το επιτόκιο
των οποίων είναι κατά 2% μεγαλύτερο του τόκου υπερημερίας. Περαιτέρω, όπως
προκύπτει από την παραδεκτή στο παρόν δικονομικό στάδιο επισκόπηση των εγγράφων
της δικογραφίας, οι ενάγοντες με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους
προσκομίζουν με επίκληση δύο [2] ενημερωτικά έγγραφα για τη δυνατότητα επίλυσης
της διαφοράς με διαμεσολάβηση, υπογεγραμμένο το ένα εξ αυτών στις 13 Νοεμβρίου
2020 από την ενάγουσα και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της και το έτερο επίσης στις
13 Νοεμβρίου 2020 από τον εναγόμενο και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, με μνεία
σε αυτά της ενημέρωσης των εναγόντων για την υποχρέωση προσφυγής στην
υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, καθόσον πρόκειται για αστική
υφιστάμενη διαφορά, τα διάδικα μέρη έχουν την εξουσία
να διαθέσουν το αντικείμενο αυτής, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου,
και η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 13.11.2020,
καταλαμβανόμενη ως εκ τούτου από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης.
Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα
στη με αριθμό [VI] νομική σκέψη της παρούσας, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 § 2
Ν.4640/2019, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του
εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς πριν από
την προσφυγή στο Δικαστήριο, ήτοι πριν από την κατάθεση της αγωγής, το δε
οικείο ενημερωτικό έγγραφο δύναται μεν να προσκομιστεί το αργότερο μέχρι τη
συζήτηση της υπόθεσης και επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης αυτής, αλλά, σε
κάθε περίπτωση, θα πρέπει να προκύπτει από αυτό ότι η έγγραφη ενημέρωση περί
δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς έλαβε χώρα πριν την
κατάθεση της αγωγής και ουχί σε μεταγενέστερο αυτής χρονικό σημείο, αφού η
αποδοχή της τελευταίας αυτής δυνατότητας θα ήταν αντίθετη όχι μόνο στο γράμμα
της ανωτέρω διάταξης, αλλά και στον προφανή σκοπό της, που είναι η ενημέρωση
για την δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, πριν ο εν δυνάμει
διάδικος προσφύγει στο δικαστήριο, με την κατάθεση της αγωγής, ώστε να
αποτραπεί τυχόν η προσφυγή αυτή. Άλλωστε ο Ν.4640/2019 σκοπεί στην καλλιέργεια
παιδείας εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών του ιδιωτικού δικαίου και στην
αποσυμφόρηση των πινακίων των δικαστηρίων της χώρας, προκειμένου δε να επιτύχει
τους στόχους αυτούς ο νομοθέτης ενέταξε τη διαμεσολάβηση στην προδικασία της
πολιτικής δίκης [βλ. Άννα Πλεύρη, παρατηρήσεις επί των ρυθμίσεων του άρθρου 3 §
2 Ν. 4640/2019 περί της υποχρέωσης προσκομιδής ενημερωτικού εγγράφου περί της
δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και της υποχρέωσης
προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, με ποινή απαράδεκτου
της συζήτησης της αγωγής με αφορμή την ΠολΠρΘεσ
1045/2021, Αρμ.(2021), 434-443]. Εν προκειμένω η έγγραφη ενημέρωση προς έκαστο
των εναγόντων φέρει ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 2020, η οποία συνιστά και
ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής [ΜΤ…./13.11.2020], και συνεπώς η ενημέρωση για
τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση δεν προηγήθηκε, όπως απαιτεί
το άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019 της καταθέσεως της αγωγής. Πλην όμως δεν συντρέχει
λόγος απαράδεκτου της συζήτησης της ένδικης αγωγής καθώς ο σκοπός του νόμου [ratio legis του άρθρου 3 παρ.2
του Ν. 4640/2019], ήτοι η ενημέρωση των διαδίκων για τη δυνατότητα επίλυσης της
διαφοράς μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης, επιτεύχθηκε στην εν λόγω υπόθεση
μέσω της διενέργειας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας [βλ. σχετ. Πλεύρη, ό.π.]. Περαιτέρω η
μη υπογραφή του πρακτικού περάτωσης της αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης από
τους εναγομένους και το νομικό παραστάτη τους, οι
οποίοι συμμετείχαν με τηλεδιάσκεψη μέσω viber (βαϊμπερ) και όπως βεβαίωνεται στο
ανωτέρω πρακτικό δεν υπέγραψαν λόγω αποστάσεως, αν και προβλέπεται από τη
διάταξη του άρθρου 7 παρ.4 ΚΠολΔ, συνιστά τυπική
παράλειψη για την οποία ο νομοθέτης δεν προβλέπει ως κύρωση το απαράδεκτο της
συζήτησης [πρβλ.σχετ. δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του
άρθρου 3 Ν.4640/2019, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019
[ΦΕΚ Α 204/16.12.2019]. Επομένως η κρινόμενη υπό στοιχείο α αγωγή πρέπει να
εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, χωρίς να απαιτείται,
κατόπιν τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε
αναγνωριστικό, η καταβολή δικαστικού ενσήμου [άρθρο 7 παρ.3 Ν.Δ. 1544/1942,
όπως η παρ.3 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 33 Ν.4446/2016 και αντικαταστάθηκε
εκ νέου με το άρθρο 42 Ν.4640/2019].
Με την κρινόμενη υπό
στοιχείο β αγωγή, οι ενάγοντες, οι οποίοι είναι αγρότες και στο πλαίσιο άσκησης
της δραστηριότητάς τους αυτής καλλιεργούν φιστίκια, εκθέτουν ότι, δυνάμει
διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που συνήφθησαν στη
τοπική Κοινότητα Επιταλίου μεταξύ αυτών και των εναγομένων, οι οποίοι είναι έμποροι ξηρών καρπών, η μεν
πρώτη εξ αυτών πώλησε και παρέδωσε αφενός στη πρώτη των εναγομένων
κατά το χρονικό διάστημα από τις 19
Σεπτεμβρίου 2016 έως της 20 Σεπτεμβρίου 2017 και κατά το χρονικό διάστημα από
τις 20 Σεπτεμβρίου 2017 έως τις 15 Ιουλίου 2018 τα αναφερόμενα στην αγωγή κατά
το είδος, ποσότητα, τιμή κιλού εμπορεύματα [φιστίκια], εκδόθηκαν δε τα
αναφερόμενα στην αγωγή δεκαέξι [16] τιμολόγια πώλησης, συνολικού ποσού
τετρακοσίων σαράντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα έξι ευρώ και είκοσι οκτώ
λεπτών [442.446,28 €], το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί το ποσό
των 168.414,34 ευρώ έως τις 31.12.2017 και το ποσό των 274.031,94 ευρώ έως τις
31.12.2018, ο δε δεύτερος των εναγομένων πώλησε και
παρέδωσε στην πρώτη των εναγομένων κατά το χρονικό
διάστημα από τις 21 Φεβρουαρίου 2017 έως και τις 15 Ιουνίου 2018 τα αναφερόμενα
στην αγωγή κατά το είδος, ποσότητα, τιμή κιλού εμπορεύματα [φιστίκια],
εκδόθηκαν δε τα αναφερόμενα στην αγωγή δεκαέξι [16] τιμολόγια πώλησης, συνολικού
ποσού τριακοσίων ογδόντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και
εβδομήντα επτά λεπτών [385.575,77€], το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να
καταβληθεί το ποσό των 123.256,00 ευρώ έως τις 31.12.2017 και το ποσό των
262.319,77 ευρώ έως τις 31.12.2018. Ότι προς μερική εξόφληση του ανωτέρω
συνολικού τιμήματος των τετρακοσίων σαράντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα
έξι ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών [442.446,28 €] η πρώτη των εναγομένων
κατέβαλε στη πρώτη εξ αυτών είτε με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό είτε με
παράδοση επιταγών, οι οποίες πληρώθηκαν, το συνολικό ποσό των τριακοσίων είκοσι
επτά χιλιάδων εκατόν δέκα πέντε ευρώ και ογδόντα επτά
λεπτών [327.115,87 €], με αποτέλεσμα να απομένει ανεξόφλητη οφειλή ποσού
ογδόντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ [89.898,00 €], η οποία
είναι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Ότι προς μερική
εξόφληση του ανωτέρω συνολικού τιμήματος των τριακοσίων ογδόντα πέντε χιλιάδων
πεντακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών [385.575,77€] η
πρώτη των εναγομένων κατέβαλε στον δεύτερο εξ αυτών
[ενάγοντα] είτε με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό είτε με παράδοση επιταγών,
οι οποίες πληρώθηκαν, το συνολικό ποσό των διακοσίων εξήντα επτά χιλιάδων εκατόν τριάντα δύο ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών
[267.132,83 €], με αποτέλεσμα να απομένει ανεξόφλητη οφειλή ποσού εκατόν δέκα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δύο ευρώ και
ενενήντα τεσσάρων λεπτών [110.442,94 €], η οποία είναι ληξιπρόθεσμη και
απαιτητή από τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Ότι τον Ιούνιο του 2018 στο Επιτάλιο Ηλείας, ενόψει της έναρξης της συνεργασίας τους με
τον δεύτερο εναγόμενο, εγγονό της πρώτης εναγομένης, ενόψει του ότι η τελευταία θα έπαυε την ανωτέρω
εμπορική της δραστηριότητα, η οποία θα συνεχιζόταν από τον τελευταίο, συμφώνησαν
προφορικά με αυτόν [δεύτερο εναγόμενο] να αναλάβει παράλληλα με την πρώτη εναγομένη την αποπληρωμή των ανωτέρω οφειλών της προς
αυτούς από τις ανωτέρω διαδοχικές πωλήσεις φιστικιού, ποσού ογδόντα εννέα
χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ [89.898,00 €] και εκατόν
δέκα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δύο ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών
[110.442,94 €], και όπως αυτές θα διαμορφώνονταν μελλοντικά ως προς το ύψος
τους. Ότι συνεπεία της σωρευτικής αναδοχής χρέους δημιουργήθηκε παθητική εις ολόκληρον ενοχή εκάστου των εναγομένων
έναντι αυτών για την καταβολή των ανωτέρω ποσών [89.898,00 €, 110.442,94 €], με
το νόμιμο τόκο από την 01η Ιανουαρίου 2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, τα
οποία όμως παρά τις συνεχείς οχλήσεις τους προς αυτούς αρνούνται να τους
καταβάλουν.
Με βάση το ιστορικό αυτό οι
ενάγοντες, όπως το αίτημα της υπό στοιχείο [β] αγωγής τους και όσον αφορά
αμφότερα τα κονδύλια αυτής παραδεκτά με τις προτάσεις τους ετράπη από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό [άρθρα 223, 294
εδ.α,295 παρ.1εδ.β, 297 ΚΠολΔ], ζητούν να
αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, το ποσό των ογδόντα εννέα
χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ [89.898,00 €] στην πρώτη ενάγουσα και το
ποσό των εκατόν δέκα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δύο
ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών [110.442,94 €] στον δεύτερο ενάγοντα, με το
νόμιμο τόκο επιδικίας αμφότερα τα ποσά από την 01η Ιανουαρίου 2019 και έως την
πλήρη εξόφληση, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος
ζητούν να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και
αιτήματα, η υπό κρίση υπό στοιχείο [β] αγωγή παραδεκτά και αρμοδίως καθ’ύλην και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον
του παρόντος Δικαστηρίου [ άρθρα 7, 10, 12, 13, 14 § 2, 33 ΚΠολΔ]
κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Ειδικότερα το παρόν Δικαστήριο με τη
συνδρομή της ειδικής δωσιδικίας του άρθρου 33 ΚΠολΔ
θεμελιώνει τοπική αρμοδιότητα – η οποία εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους- είτε διότι
τόπος κατάρτισης των επίδικων διαδοχικών
συμβάσεων πώλησης- όπως και της σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους-
κατά την έννοια των άρθρων 185,189 και 192 ΑΚ είναι το Επιτάλιο
Ηλείας, καθώς εκεί περιήλθε στους ενάγοντες πωλητές η αποδοχή της πρότασής τους
από τους εναγόμενους αγοραστές, ανεξαρτήτως του ότι η αποστολή και η παραλαβή
των εμπορευμάτων έγινε στην Καλαμάτα, καθόσον συνιστούν υποχρέωση που
δημιουργείται ύστερα από συμφωνία των συμβαλλομένων, με την οποία και μόνο
καταρτίζεται η σύμβαση [ΕφΑθ 9135/1986, Δ 18.16],
είτε διότι, κατά τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 320-322 ΑΚ, στη
χρηματική οφειλή τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι η κατοικία του δανειστή
στον χρόνο της καταβολής [χρέος κομίσιμο κατά το
άρθρο 321 ΑΚ], ειδικά δε στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όπως οι επίδικες,
κρίσιμος είναι ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής του εναγομένου,
η οποία συνιστά την επίδικη αξίωση [ΕφΑθ 1250/2009,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου
ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγομένου,
καθώς στο δικόγραφο αυτής αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι
νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του
οποίου ζητείται, και τα οποία αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν
την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για την
αξίωση, η οποία απορρέει από αυτή. Ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής, σύμφωνα
και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο [IV] νομική σκέψη της παρούσας,
αναφέρονται ως στοιχεία του ορισμένου αυτής η κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων
πώλησης φιστικιού, ο χρόνος συνάψεώς τους, τα πωληθέντα
[φιστίκι], η τιμή ανά μονάδα και το συνολικό τίμημα αυτών, η πίστωση του
τιμήματος και το πότε αυτό καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Αντιθέτως, τα
στοιχεία, τα οποία αξιώνουν οι εναγόμενοι να αναφέρονται στην αγωγή, ήτοι να
διευκρινίζεται εάν οι συμβάσεις πώλησης καταρτίστηκαν αυτοπροσώπως ή με
αντιπρόσωπο και εάν ο τελευταίος είχε εξουσία αντιπροσώπευσης, ποιος ο τόπος
παράδοσης των πωληθέντων, με ποιο τρόπο μεταφέρθηκαν
τα προϊόντα σε αυτόν, αν τα παρέλαβε οι ίδιοι οι εναγόμενοι ή αντιπρόσωπός του,
τα δελτία αποστολής και οι φορτωτικές που εκδόθηκαν, σε ποιες επιμέρους
πωλήσεις καταλογίζεται εκάστη καταβολή και σε ποιες εξ αυτών [πωλήσεις] αφορά
το υπολειπόμενο τίμημα, μπορούν να προκύψουν και από τις αποδείξεις, χωρίς να
απαιτείται να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής προς αποφυγή αοριστίας.
Επίσης είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 471, 477, 513 επ., 516, 345,346 ΑΚ, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ως προς το ζήτημα της επιδίκασης τόκων επιδικίας πρέπει να επισημανθεί, σύμφωνα και με τα
εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο [V] νομική σκέψη της παρούσας, ότι ο
περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος σε
αναγνωριστικό δεν συνιστά λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του με
χαμηλότερο επιτόκιο τόκου υπερημερίας αντί του τόκου επιδικίας. Συνεπώς τόκος
επιδικίας και μετά την τροπή του καταψηφιστικού
αιτήματος σε αναγνωριστικό εξακολουθεί να υφίσταται [ΑΠ 1207/2017, Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Έως την επίδοση της αγωγής οφείλονται τόκοι υπερημερίας ενώ
μετά την επίδοση αυτής οφείλονται τόκοι επιδικίας, το επιτόκιο των οποίων είναι
κατά 2% μεγαλύτερο του τόκου υπερημερίας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την
παραδεκτή στο παρόν δικονομικό στάδιο επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας,
οι ενάγοντες με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους προσκομίζουν με
επίκληση δύο [2] ενημερωτικά έγγραφα για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με
διαμεσολάβηση, υπογεγραμμένο το ένα εξ αυτών στις 13 Νοεμβρίου 2020 από την
ενάγουσα και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της και το έτερο επίσης στις 13 Νοεμβρίου
2020 από τον εναγόμενο και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, με μνεία σε αυτά της
ενημέρωσης των εναγόντων για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική
συνεδρία διαμεσολάβησης, καθόσον πρόκειται για αστική υφιστάμενη διαφορά, τα διάδικα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέσουν το αντικείμενο
αυτής, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, και η αγωγή κατατέθηκε στη
Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 13.11.2020, καταλαμβανόμενη ως εκ
τούτου από το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης.
Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα
στη με αριθμό [VI] νομική σκέψη της παρούσας, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 § 2
Ν.4640/2019, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του
εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς πριν από
την προσφυγή στο Δικαστήριο, ήτοι πριν από την κατάθεση της αγωγής, το δε
οικείο ενημερωτικό έγγραφο δύναται μεν να προσκομιστεί το αργότερο μέχρι τη
συζήτηση της υπόθεσης και επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης αυτής, αλλά, σε
κάθε περίπτωση, θα πρέπει να προκύπτει από αυτό ότι η έγγραφη ενημέρωση περί
δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς έλαβε χώρα πριν την
κατάθεση της αγωγής και ουχί σε μεταγενέστερο αυτής χρονικό σημείο, αφού η
αποδοχή της τελευταίας αυτής δυνατότητας θα ήταν αντίθετη όχι μόνο στο γράμμα
της ανωτέρω διάταξης, αλλά και στον προφανή σκοπό της, που είναι η ενημέρωση
για την δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, πριν ο εν δυνάμει
διάδικος προσφύγει στο δικαστήριο, με την κατάθεση της αγωγής, ώστε να
αποτραπεί τυχόν η προσφυγή αυτή. Άλλωστε ο Ν. 4640/2019 σκοπεί στην καλλιέργεια
παιδείας εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών του ιδιωτικού δικαίου και στην αποσυμφόρηση
των πινακίων των δικαστηρίων της χώρας, προκειμένου δε να επιτύχει τους στόχους
αυτούς ο νομοθέτης ενέταξε τη διαμεσολάβηση στην προδικασία της πολιτικής δίκης
[βλ. Άννα Πλεύρη, παρατηρήσεις επί των ρυθμίσεων του άρθρου 3 § 2 Ν. 4640/2019
περί της υποχρέωσης προσκομιδής ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας
διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και της υποχρέωσης προσφυγής στην
υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, με ποινή απαράδεκτου της συζήτησης
της αγωγής με αφορμή την ΠΠΘεσ 1045/2021, Αρμ.(2021),
434-443 ]. Εν προκειμένω η έγγραφη ενημέρωση προς έκαστο των εναγόντων φέρει
ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 2020, η οποία συνιστά και ημερομηνία κατάθεσης της
αγωγής [ΜΤ./13.11.2020], και συνεπώς η ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς
με διαμεσολάβηση δεν προηγήθηκε, όπως απαιτεί το άρθρο 3 § 2 Ν.4640/2019
της καταθέσεως της αγωγής. Πλην όμως δεν συντρέχει λόγος απαράδεκτου της
συζήτησης της ένδικης αγωγής καθώς ο σκοπός του νόμου [ratio
legis του άρθρου 3 παρ.2 του Ν.4640/2019], ήτοι η
ενημέρωση των διαδίκων για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω του θεσμού
της διαμεσολάβησης, επιτεύχθηκε στην εν λόγω υπόθεση μέσω της διενέργειας της
υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας [βλ. σχετ. Πλεύρη, ό.π.]. Περαιτέρω η μη υπογραφή του πρακτικού περάτωσης της
αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης από τους εναγομένους
και το νομικό παραστάτη τους, οι οποίοι συμμετείχαν με τηλεδιάσκεψη μέσω viber (βάϊμπερ) και όπως
βεβαιώνεται στο ανωτέρω πρακτικό δεν υπέγραψαν λόγω αποστάσεως, αν και
προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.4 ΚΠολΔ,
συνιστά τυπική παράλειψη για την οποία ο νομοθέτης δεν προβλέπει ως κύρωση το
απαράδεκτο της συζήτησης [πρβλ. σχετ.
δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 3 Ν.4640/2019, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω
με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 [ΦΕΚ Α 204/16.12.2019]. Επομένως η κρινόμενη υπό
στοιχείο α αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της
βασιμότητα, χωρίς να απαιτείται, κατόπιν τροπής του καταψηφιστικού
αιτήματος σε αναγνωριστικό, η καταβολή δικαστικού ενσήμου [άρθρο 7 παρ.3
ν.δ.1544/1942, όπως η παρ.3 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 33 Ν.4446/2016 και
αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 42 Ν.4640/2019].
[VII] Σύμφωνα με το άρθρο
116 ΚΠολΔ οι
διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν
τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες
που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα
που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και
σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Η
διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στον περιορισμό της κατάχρησης των δικονομικών
δυνατοτήτων, επιβάλλει στον διάδικο την τήρηση, κατά την διενέργεια των
διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής
πίστεως. Επίσης καθιεριώνει ως γνήσια υποχρέωση (και
όχι απλώς ως δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αλήθειας. Τούτο
απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς
ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν
πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς.
Δηλαδή η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος και
επισύρει κατά του παραβάτη ποινές τάξεως κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ,
όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική
απόφασή του, επιβάλλει στον διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο
δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από
χίλια (1.000,00) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500,00) ευρώ, που
περιέρχεται στο Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, εάν προκύψει από τη δίκη που έγινε,
ότι, αν και το γνώριζε: 1) άσκησε προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση
ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγε τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησε
τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Με
τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ,
καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς
καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και
όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, εφόσον
διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην
απονομή δικαιοσύνης. Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του
άρθρου 205 ΚΠολΔ αποτελεί το στοιχείο της
υπαιτιότητας με την μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή
βαριά αμέλεια, τα πραγματικά δε περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης
οριοθετούν την ευθύνη του διαδίκου, του νομίμου
αντιπροσώπου και του δικαστικού πληρεξουσίου (ΕφΑθ
3204/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο
εναγόμενος της υπό στοιχείο α αγωγής με τις νομίμως και εμπροθέσμως
κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες παρελκυστικά και από
λόγους εκδίκησης στο πρόσωπό του άσκησαν την κρινόμενη αγωγή, ενώ γνωρίζουν ότι
οι οφειλές του προς αυτούς έχουν ήδη εξοφληθεί. Ότι αυτό προκύπτει από το ότι
αφενός η ενάγουσα αξιώνει για την πώληση στις 15 Αυγούστου 2019 8.650 κιλών
φιστικιού, εκδοθέντος
του υπ’ αριθμ../15.8.2019 τιμολογίου πώλησης,
το ποσό των 5.864,70 €, ενώ στην από 06 Ιανουαρίου 2021 ανακοπή της κατά της
υπ’ αριθμ../2020 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου
Καλαμάτας ισχυρίστηκε ότι η οφειλή της έναντι αυτού έχει εξοφληθεί δια
συμψηφισμού με την απαίτησή της από το ανωτέρω τιμολόγιο και για την πώληση
στις 15 Ιουλίου 2019 8.770 κιλών φιστικιού, εκδοθέντος του υπ’ αριθμ.
./15.7.2019 τιμολογίου πώλησης, το ποσό των 5.262,00 €, ενώ στην από 06
Ιανουαρίου 2021 ανακοπή της κατά της υπ’αριθμ../2020
διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας ισχυρίστηκε ότι η οφειλή της
έναντι αυτού έχει εξοφληθεί δια συμψηφισμού με την απαίτησή της από το ανωτέρω
τιμολόγιο, αφετέρου ο ενάγων αξιώνει για την πώληση στις 15 Ιουνίου 2019 17.220
κιλών φυστικιού, εκδοθέντος του υπ’αριθμ.
./15.6.2019 τιμολογίου πώλησης, το ποσό των 10.332,00 €, ενώ στην από 06
Ιανουαρίου 2021 ανακοπή του κατά της υπ’αριθμ../2020
διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας ισχυρίστηκε ότι η οφειλή του
έναντι αυτού έχει εξοφληθεί δια συμψηφισμού με την απαίτησή της από το ανωτέρω
τιμολόγιο. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου είναι
νόμιμος κατά τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, πλην
του αιτήματος να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος,
καθώς η παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας επισύρει την επιβολή των
χρηματικών ποινών της στρεψοδικίας κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά
του.
[VIII] Δικαίωμα επισχέσεως
είναι το δικαίωμα του οφειλέτη να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του,
εωσότου ο δανειστής εκπληρώσει μια ληξιπρόθεσμη και συναφή υποχρέωση που έχει
απέναντι στον οφειλέτη. Με την άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως επιτυγχάνεται
ο έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή να εκπληρώσει την υποχρέωσή του προκειμένου
να λάβει κάποια παροχή. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 325
ΑΚ είναι οι ακόλουθες : α. Οι δύο απαιτήσεις να έχουν αντίθετη φορά. β. Οι απαιτήσεις
πρέπει να είναι και οι δύο ληξιπρόθεσμες, δηλαδή να έχουν καταστεί με
οποιονδήποτε τρόπο απαιτητές κατά τη χρονική στιγμή που ασκείται το δικαίωμα
επισχέσεως. γ. Η αξίωση και η ανταξίωση πρέπει να είναι συναφείς. Τέτοιες
[συναφείς] θεωρούνται ιδίως οι δύο αντίθετες αξιώσεις που πηγάζουν από την ίδια
έννομη σχέση καθώς και οι δύο αντίθετες αξιώσεις που πηγάζουν από την ίδια
βιοτική σχέση, δηλαδή από τα ίδια βιοτικά ή μη βιοτικά γεγονότα [Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. 1999, § 16, σελ. 191-196].
Στην προκειμένη περίπτωση, ο
εναγόμενος με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του,
ισχυρίζεται ότι και ο ίδιος έχει χρηματικές απαιτήσεις κατά των εναγόντων
συνολικού ύψους 221.216,44 ευρώ πλέον τόκων και ότι αφενός σε βάρος του
ενάγοντος έχει εκδοθεί η
υπ’αριθμ.6…/2020 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας για το ποσό των
πέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα ευρώ [5.650,00 €], που αφορά ανεξόφλητα
τιμολόγια από πωλήσεις του προς αυτόν για το ίδιο με το επίδικο χρονικό διάστημα,
αφετέρου σε βάρος της ενάγουσας έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ..
…/2020 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας για το ποσό των οκτώ
χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών [8.785,75 €],
που αφορά ανεξόφλητα τιμολόγια από πωλήσεις του προς αυτή για το ίδιο με το
επίδικο χρονικό διάστημα. Ζητεί δε, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή των
εναγόντων και επιδικαστούν οι επίδικες αξιώσεις τους, να υποχρεωθεί να
καταβάλει σε αυτούς τα οφειλόμενα ποσά με τον όρο της προεκπλήρωσης
ή της ταυτόχρονης εκπλήρωσης της δικής τους παροχής προς αυτόν. Ο ισχυρισμός
αυτός συνιστά την γνήσια αναβλητική ένσταση της επίσχεσης κατά το άρθρο 325 ΑΚ,
η οποία τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί,
καθώς ουδεμία αναφορά γίνεται στα προσδιοριστικά στοιχεία αυτών, χωρίς να αρκεί
η απλή επίκληση των ανωτέρω διαταγών πληρωμής [6…./2020, 6…/2020], πολλώ δε μάλλον όταν αναφέρεται ότι έχουν ασκηθεί ανακοπές
κατά αυτών, χωρίς να προκύπτει ποια είναι η έκβασή τους και εάν οι απαιτήσεις
του εναγομένου έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου ώστε να παρέλκει η
έρευνα της βασιμότητάς τους.
[IΧ] Κατά τη διάταξη του άρθρου
440 του ΑΚ «O συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων
απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και
ληξιπρόθεσμες», ενώ κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 441 του ίδιου Κώδικα «O
συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η
πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που
συνυπήρξαν». Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών, οι οποίες περιέχονται στο
περί απόσβεσης των ενοχών ένατο κεφάλαιο του ΑΚ και με τις οποίες ρυθμίζεται ο
μονομερής ή αναγκαστικός συμψηφισμός (ο εκούσιος ή συμβατικός είναι
αναμφίβολος, ενόψει και της ΑΚ 361), η συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων,
εφόσον είναι ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες, παρέχει σε καθένα δικαιούχο το διαπλαστικό
δικαίωμα να δηλώσει συμψηφισμό. Μέχρι να γίνει η περί τούτου δήλωση, οι
αμοιβαίες απαιτήσεις διατηρούν τη νομική τους υπόσταση, υποκείμενες αυτοτελώς
σε κάθε αλλοίωση, όπως μεταβίβαση, άφεση, παραγραφή, υπερημερία, απόσβεση κλπ.
Όταν, όμως, προταθεί ο συμψηφισμός, που είναι αδιάφορο πότε θα προταθεί, οι
απαιτήσεις αυτές αποσβέννυνται αναδρομικώς από τον
χρόνο που συνυπήρξαν, ως τοιούτου, ήτοι ως χρόνου που συνυπήρξαν, νοουμένου του
χρόνου κατά τον οποίο συνέτρεξαν και για τις δύο απαιτήσεις οι προϋποθέσεις του
συμψηφισμού. Συνεπώς, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής)
συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνήσια ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού
δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις,
οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο
δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το
δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την
ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Με την πρότασή του αυτή επέρχεται απόσβεση των
αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς,
ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο
απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες,
γίνεται, όμως, δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η
απαίτηση, ενώ δεν επιβάλλεται να είναι εκκαθαρισμένες. Αυτονόητο είναι ότι
βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις
δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο
συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Η πρόταση του
συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με
τη μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (ΑΚ 442). Για να είναι
ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού,
πρέπει να γίνεται αναφορά, με τρόπο σαφή και ορισμένο, των περιστατικών που
θεμελιώνουν κατά νόμο την προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή
ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης
και κατ` ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης με
αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη
εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής.
Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η
ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει
να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων
απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμψηφισμό, β) ότι οι απαιτήσεις είναι
ομοειδείς, γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες και δ) ότι οι
αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες. Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν
εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαίτησης πραγματικά περιστατικά ή δεν
καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την
ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να
απαντήσει σε αυτή, στο δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο
σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος. Αν δε οι απαιτήσεις του
δανειστή είναι περισσότερες, τότε δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται σε ποια
από αυτές αντιτάσσεται ο συμψηφισμός, διότι στην περίπτωση αοριστίας της
δηλώσεως του οφειλέτη εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, που ρυθμίζει
τον καταλογισμό του καταβαλλόμενου ποσού σε περίπτωση περισσότερων χρεών, οπότε
συμπληρώνεται η αόριστη δήλωση και ο συμψηφισμός είναι έγκυρος (ΕφΑιγ 88/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο
εναγόμενος της υπό στοιχείο α αγωγής, με τις νομίμως και εμπροθέσμως
κατατεθείσες προτάσεις του, προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαιτήσεις που έχει
έναντι των εναγόντων από τις πωλήσεις προς αυτούς εμπορευμάτων για τις οποίες
εκδόθηκαν τα τιμολόγια πώλησης, που ουδέποτε εξοφλήθηκαν, και εκδόθηκαν οι
ανωτέρω δύο διαταγές πληρωμής [6…. και 6…./2020] και επιπλέον οι με αριθμό
1.…/2020 και 1…./2020 διαταγές πληρωμής, ποσού 91.739,36 ευρώ και 114.987,33
ευρώ, αντίστοιχα, που εκδόθηκαν από το Ειρηνοδικείο Καλαμάτας κατόπιν αιτήσεως
της Ευδοξίας Παπαθεοδώρου κατά της ενάγουσας και του ενάγοντος, αντίστοιχα,
καθώς και οι με αριθμό 1…./2020 και 1…../2020 διαταγές πληρωμής, ποσού
91.739,36 ευρώ και 114.987,33 ευρώ, αντίστοιχα, που εκδόθηκαν από το
Ειρηνοδικείο Καλαμάτας κατόπιν αιτήσεως της .. Ο ισχυρισμός αυτός περί
συμψηφισμού, που συνιστά γνήσια μη αυτοτελή ένσταση, επίσης τυγχάνει απαράδεκτη
λόγω αοριστίας και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να απορριφθεί καθώς ουδεμία αναφορά
γίνεται στα προσδιοριστικά στοιχεία αυτών, χωρίς να αρκεί η απλή επίκληση των
ανωτέρω διαταγών πληρωμής, πολλώ δε μάλλον όταν όσον αφορά τις υπ’ αριθμ.
6…./2020, 6…./2020 διαταγές πληρωμής αναφέρεται ότι έχουν ασκηθεί ανακοπές κατά
αυτών, χωρίς να προκύπτει ποια είναι η έκβασή τους και εάν οι απαιτήσεις του εναγομένου έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου
ώστε να παρέλκει η έρευνα της βασιμότητάς τους, ενώ
όσον αφορά τις υπ’ αριθμ. 1…/2020 και 1…./2020
διαταγές πληρωμής αυτές αναφέρεται ότι εκδόθηκαν κατόπιν αιτήσεως τρίτου και
συγκεκριμένα της ... και συνεπώς εκλείπει η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων ως
συστατικό στοιχείο του συμψηφισμού.
[X] Επίσης ο εναγόμενος
ισχυρίζεται ότι, αφαιρουμένων των δαπανών για σακιά και
για μεταφορικά που βάρυναν τον ίδιο, έχει ικανοποιήσει πλήρως τις επίδικες
απαιτήσεις των εναγόντων με αποτέλεσμα να έχουν αποσβεστεί. Ο ισχυρισμός αυτός
συνιστά ένσταση καταχρηστική, ερειδόμενη στις
διατάξεις των άρθρων 416 και 424 ΚΠολΔ, και πρέπει να
εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Σημειωτέον ότι
ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι έχει απαίτηση έναντι
της ενάγουσας από την υπ’ αριθμ. ./2020 διαταγή
πληρωμής, συνολικού ύψους 9.771,9 €, το οποίο αναλύεται σε 8.785,75€ για κεφάλαιο,
230,00 € για δικαστικά έξοδα, 27,99 € για τέλη απογράφου και 728,16 € για
τόκους και έναντι του ενάγοντος από την υπ’ αριθμ.
./2020 διαταγή πληρωμής, συνολικού ύψους 6.345,57 €, το οποίο αναλύεται σε
5.650,00 € για κεφάλαιο, 195,00 € για δικαστικά έξοδα, 18,00 € για τέλη
απογράφου και 482,57 € για τόκους, πέραν του ότι εκκρεμούν ανακοπές κατά των
ανωτέρω διαταγών πληρωμής, η έκβαση των οποίων δεν αναφέρεται ώστε να κριθεί
κατά πόσον υφίστανται έως τη συζήτηση της αγωγής, απαραδέκτως
προβάλλεται ως ένσταση απόσβεσης του χρέους του εναγομένου,
καθώς πρόκειται για ανταπαίτηση του εναγομένου που
προτείνεται μόνο σε συμψηφισμό.
Περαιτέρω τους ίδιους
ισχυρισμούς προβάλλουν οι εναγόμενοι προς απόκρουση της υπό στοιχείο β αγωγής.
Συγκεκριμένα προβάλλουν τον ισχυρισμό περί παράβασης του καθήκοντος αλήθειας
από τους ενάγοντες, καθώς τα αναφερόμενα στην αγωγή υπ’ αριθμ../2018,
./2018, ./2018, ./2018, ./2018, ./2018 και ./2018 τιμολόγια, που στηρίζουν τις
επίδικες αξιώσεις, αναφέρονται στις ανακοπές που έχουν ασκήσει οι ενάγοντες
κατά των υπ’αριθμ.1…./2020 και 1…./2018 διαταγών πληρωμές ισχυριζόμενοι ότι οι
απαιτήσεις των εναγομένων έχουν εξοφληθεί δια
συμψηφισμού. Ο ισχυρισμός αυτός κατά τα προαναφερθέντα πρέπει να εξεταστεί ως
προς τη βασιμότητά του. Επίσης προβάλλουν την ένσταση επίσχεσης, η οποία
στηρίζεται σε ανταπαιτήσεις τους που απορρέουν από τις ανωτέρω …/2020 διαταγές
πληρωμής, η οποία κατά τα προαναφερθέντα πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καθώς
και την ένσταση συμψηφισμού με ανταπαιτήσεις της εναγομένης
που απορρέουν από τις υπ’αριθμ. 1..,1…./2020 διαταγές
πληρωμής, η οποία κατά τα προαναφερθέντα πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη.
Επίσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι, αφαιρουμένων
των δαπανών για σακιά και για μεταφορικά που βάρυναν τον ίδιους, έχουν ικανοποιήσει
πλήρως τις επίδικες απαιτήσεις των εναγόντων με αποτέλεσμα να έχουν αποσβεστεί.
Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά ένσταση επίσχεση του άρθρου 325 ΚΠολΔ, κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει να εξεταστεί
περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Σημειωτέον ότι
ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι έχει απαίτηση έναντι
του ενάγοντος από την υπ’ αριθμ. 1…../2020 διαταγή
πληρωμής για τόκους, 683,00 € για τέλη απογράφου και 2.670,00 € για δικαστικά
έξοδα και έναντι της ενάγουσας από την υπ’ αριθμ.
1…./2020 διαταγή πληρωμής για τόκους 22.084,61€, πέραν του ότι εκκρεμούν
ανακοπές κατά των ανωτέρω διαταγών πληρωμής, η έκβαση των οποίων δεν
αναφέρεται, ώστε να κριθεί κατά πόσον υφίστανται έως τη συζήτηση της αγωγής, απαραδέκτως προβάλλεται ως ένσταση απόσβεσης του χρέους της
εναγομένης, καθώς πρόκειται για ανταπαίτηση της εναγομένης που προτείνεται μόνο σε συμψηφισμό.
Από τα έγγραφα, που οι
διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για
τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [άρθρα 339, 395 ΚΠολΔ],
μεταξύ των οποίων και το αντίγραφο του τετραδίου, που τηρούσε ο μη διάδικος στη
παρούσα δίκη Ν….. Π….. [ συνιστά ανυπόγραφο ιδιόχειρο έγγραφο, το οποίο
περιέχει διάφορες σημειώσεις, και ως εκ τούτου δεν έχει την αποδεικτική δύναμη
του ιδιωτικού εγγράφου [άρθρο 433 ΚΠολΔ και άρθρο 160
ΑΚ] αλλά λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι
επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξη κατά το άρθρο 395 ΚΠολΔ, ΑΠ 1707/2009, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ
«ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 3/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2003,
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ], την υπ’ αριθμ.
…../19.02.2021 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων Π……. Φ…….., Γ…… Μ……, Β……. Μ…….,
Χ……… Α……. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πύργου Ηλείας Γ….. Β…… του Δ……, η οποία
δόθηκε επιμελεία των εναγόντων αμφοτέρων των αγωγών
κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ
[βλ. τις υπ’ αριθμ.2….Β και 2…..Β/12.02.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Καλαμάτας, με έδρα το Πρωτοδικείο
Καλαμάτας, Β…… Μ……, με τις συνημμένες σε αυτές από 11 Φεβρουαρίου 2021 κλήσεις
των εναγομένων για την εξέταση μαρτύρων], την υπ’ αριθμ. …../05.3.2021 ένορκη βεβαίωση των Σ….. Γ……. του Τ…….
και Π…… Α……-Π…….. του Ε….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πύργου Ηλείας Α………. Π…….., η οποία δόθηκε επιμελεία των εναγόντων αμφοτέρων των αγωγών, κατόπιν
νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ
[βλ. τις υπ’αριθμ.2…….Β και 2…….Β/01.3.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Καλαμάτας, με έδρα το Πρωτοδικείο
Καλαμάτας, Β…… Μ…….., με τις συνημμένες σε αυτές από 28 Φεβρουαρίου 2021
κλήσεις των εναγομένων για την εξέταση μαρτύρων], η
οποία παραδεκτά προσκομίζεται εντός της προθεσμίας της προσθήκης-αντίκρουσης,
προς αντίκρουση ισχυρισμού που προβλήθηκε το πρώτον με τις προτάσεις του
αντιδίκου τους [ΑΠ 667/2020, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου
www.areiospagos.gr], την υπ’αριθμ.……/12.11.2018
ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Καλαμάτας Π…… Φ……., η οποία
προσκομίζεται με επίκληση από τους εναγομένους και
δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στα πλαίσια άλλης δίκης ενώπιον του
Ειρηνοδικείου Καλαμάτας μεταξύ της πρώτης εναγομένης,
Ε…… Π……., και της μη διαδίκου στη παρούσα δίκη Π……. Ζ……. [αριθμ.εκθ.καταθ……/2018
αγωγή], η οποία λαμβάνεται υπόψη στη παρούσα δίκη για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων [ΑΠ 627/2018, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου www.areiospagos.gr],
διότι η βεβαίωση του μαρτύρα που περιέχεται σε αυτή δεν έγινε, κατά την κρίση
του παρόντος Δικαστηρίου, για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο στην
παρούσα πολιτική δίκη και συνεπώς δεν καταστρατηγούνται οι δικονομικές
διατάξεις για την εξέταση των διαδίκων και των μαρτύρων ή τη λήψη ένορκων
βεβαιώσεων (βλ. ΑΠ 887/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), την υπ’ αριθμ. 2…../19.02.2021 ένορκη βεβαίωση των Ν……… Π….. του
Δ…….., Μ….. Π…….. του Δ…….., Α……. Μ……. του Α………, Α…… Ε…….. του Κ…… ενώπιον της
Συμβολαιογράφου Καλαμάτας Π…… Φ……., η οποία δόθηκε επιμελεία
των εναγομένων αμφοτέρων των αγωγών, κατόπιν
νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 421-424 ΚΠολΔ [βλ. τις υπ’ αριθμ.
5…… Γ και 5…. Γ/16.02.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της
περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, Α…… Α……, με τις
συνημμένες σε αυτές από 15 Φεβρουαρίου 2021 κλήσεις των εναγομένων
για την εξέταση μαρτύρων], τις από 05 Μαρτίου 2021 ένορκες βεβαιώσεις [ 2 σε
αριθμό] του Δ….. Ρ……. του Ι……. ενώπιον της Δικηγόρου του Πρωτοδικείου Καλαμάτας
Σ…. Σ…… του Χ….. [Α.Μ. 723, Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας], [αριθμ.πρωτ.ΔΣΚΑΛ ΕΒ 0……..-2021 και αριθμ.πρωτ.ΔΣΚΑΛ
ΕΒ 0………-2021 αποδείξεις κατάθεσης ένορκων βεβαιώσεων], οι οποίες δόθηκαν, κατά
τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη του άρθρου 74 παρ.6 Ν.4690/2020, επιμελεία των εναγομένων της υπό
στοιχείο α αγωγής [./2020] και της υπό στοιχείο β’ αγωγής [./2020], κατόπιν
νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις των
άρθρων 421-424 ΚΠολΔ [βλ. τις υπ’ αριθμ.
5…….Γ, 5…….Γ, 5……Γ και 5…..Γ/02.3.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού
επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας,
Α….. Α……., με τις συνημμένες σε αυτές από 02 Μαρτίου 2021 κλήσεις των εναγόντων
για την εξέταση μαρτύρων], οι οποίες παραδεκτά προσκομίζονται εντός της
προθεσμίας της προσθήκης-αντίκρουσης [ΚΠολΔ 237
παρ.2], προς αντίκρουση ισχυρισμού που προβλήθηκε το πρώτον με τις προτάσεις
τους [ΑΠ 667/2020, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου
www.areiospagos.gr], την επισκόπηση των φωτογραφιών, που οι εναγόμενοι
επικαλούνται και προσκομίζουν, την γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητούν οι
αντίδικοί τους (άρθρα 444 παρ.1 περ. γ, 448 παρ.2, 457 παρ.4 και 458 ΚΠολΔ), τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς
των διαδίκων (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), καθώς και από
τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως
από το παρόν Δικαστήριο [ΚΠολΔ 336 παρ.4], αποδείχθηκαν
τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
Οι ενάγοντες είναι αγρότες
και στο πλαίσιο άσκησης της δραστηριότητάς τους αυτής καλλιεργούν φιστίκια στην
αγροτική περιοχή της πρώην λίμνης Αγουλινίτσας της
τοπικής κοινότητας του Επιταλίου Νομού Ηλείας, όπου
και διατηρούν αποθηκευτικούς χώρους, τα οποία εν συνεχεία πωλούν σε διάφορους
εμπόρους. Αντίστοιχα, οι εναγόμενοι είναι έμποροι ξηρών καρπών και στα πλαίσια
άσκησης της δραστηριότητάς τους αυτής στο παρελθόν αγόραζαν φιστίκια από τους εναγομένους, τα οποία εν συνεχεία, επεξεργασμένα ή μη, με
σκοπό το κέρδος, τα μεταπωλούσαν σε τρίτους. Στο πλαίσιο άσκησης της
δραστηριότητάς τους αυτής οι ενάγοντες με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, που
κατήρτισαν στο Επιτάλιο Ηλείας με τον εναγόμενο, η
πρώτη εξ αυτών κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του 2018 έως και τον
Αύγουστο του 2019 και ο δεύτερος εξ αυτών κατά το χρονικό διάστημα από τον
Ιούλιο του 2018 έως και τον Ιούνιο του 2019, πώλησαν στον εναγόμενο φυστίκια, συνολικής πληρωτέας αξίας, συμπεριλαμβανομένου
του ΦΠΑ 24%, ανερχομένης στο ποσό των εκατόν είκοσι
επτά χιλιάδων εξακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών [127.629,40 €] και
στο ποσό των εκατόν ογδόντα έξι χιλιάδων διακοσίων
είκοσι πέντε ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών [186.225,29 €], αντίστοιχα, για τα
οποία εκδόθηκαν τα κάτωθι αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης.
Συγκεκριμένα η ενάγουσα : α]
στις 20 Δεκεμβρίου 2018 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 24.900 κιλών φιστικιών,
προς 0,80 ευρώ ανά κιλό, η πληρωτέα αξία των οποίων ανήλθε στο ποσό των
19.920,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./20.12.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, πληρωτέας
αξίας 19.920,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 4.780,80 ευρώ, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 24.780,80 ευρώ, β] την 01η Φεβρουαρίου 2019 πώλησε στον
εναγόμενο ποσότητα 39.070 κιλών φιστικιών, προς 0,60 ευρώ ανά κιλό, η δε
πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 23.442,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’
αριθμ. ./01.02.2019 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας
προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 23.442,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό
5.626,08 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας 29.068,08 ευρώ, γ] την 01 Μαρτίου
2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 38.237 κιλών φιστικιών, προς 0,60 ευρώ ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 22.942,20 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./01.3.2019 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 22.942,20 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α.
24%, ήτοι ποσό 5.506,12 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας 28.448,32 ευρώ, δ]
στις 15 Μαρτίου 2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 11.496 κιλών φιστικιών,
προς 0,70 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 8.047,20 ευρώ,
για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15-3-2019
τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 8.047,20 ευρώ,
πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 1.931,32 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας
9.978,52 ευρώ, ε] στις 15 Μαΐου 2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 24.080
κιλών φιστικιών, προς 0,60 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό
των 14.448,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./15.5.2019 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας
14.448,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.467,52 ευρώ και συνολικής
πληρωτέας αξίας 17.915,52 ευρώ, στ] στις 15 Ιουνίου
2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 8.300 κιλών φιστικιών, προς 0,60 ευρώ ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 4.980,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.6.2019 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 4.980,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α.
13% , ήτοι ποσό 647,40 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας 5.627,40 ευρώ, ζ]
στις 15 Ιουλίου 2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 8.770 κιλών φιστικιών, προς
0,60 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 5.262,00 ευρώ, για
την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.7.2019
τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 5.262,00
ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 13% , ήτοι ποσό 684,06 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας
5.946.06 ευρώ και η] στις 15 Αυγούστου 2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα
8.650 κιλών φιστικιών, προς 0,60 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο
ποσό των 5.190,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./15.8.2019 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας
5.190,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 674,70 ευρώ και συνολικής πληρωτέας
αξίας 5.864,70 ευρώ. Επομένως η ενάγουσα πώλησε στον εναγόμενο τα ανωτέρω
χρονικά διαστήματα φιστίκια, αντί συνολικού τιμήματος, συμπεριλαμβανομένου του
ΦΠΑ 24%, ποσού εκατόν είκοσι επτά χιλιάδων εξακοσίων
είκοσι εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών [127.629,40 €], το οποίο πιστώθηκε και
συμφωνήθηκε να καταβληθεί το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.
Όπως προκύπτει από το
προσκομιζόμενο με επίκληση από τον εναγόμενο της υπό στοιχείο [α] αγωγής
δικόγραφο της από 06 Ιανουαρίου 2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
…../11.01.2021 ανακοπής, που άσκησε η νυν ενάγουσα κατά της υπ’ αριθμ. ……/2020 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου
Καλαμάτας, που εκδόθηκε σε βάρος της κατόπιν αιτήσεως του νυν εναγομένου, για απαιτήσεις του από πωλήσεις φυστοκόψιχας συνολικής αξίας 8.785,75 ευρώ, η ενάγουσα
[τότε ανακόπτουσα] ισχυρίστηκε ότι οφειλές του εναγομένου [τότε καθού η ανακοπή]
προς αυτήν από την πώληση 8.650 κιλών φιστικιού σε αυτόν στις 15 Αυγούστου 2019
εκδοθέντος του υπ’ αριθμ../15.8.2019
τιμολογίου, συνολικής πληρωτέας αξίας 5.864,70 €, έχουν πλήρως αποσβεστεί δια συμψηφισμού με
ισόποση ανταπαίτησή του εναγομένου κατά αυτής για την
οποία εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής [6……/2020]. Επίσης, όπως προκύπτει
από το ίδιο ως άνω δικόγραφο της ανακοπής κατά της υπ’ αριθμ.
……/2020 διαταγής πληρωμής, η νυν ενάγουσα [τότε ανακόπτουσα]
ισχυρίστηκε ότι οφειλή του εναγομένου [τότε καθού η ανακοπή] προς αυτήν από την πώληση 8.770 κιλών
φιστικιού σε αυτόν στις 15 Ιουλίου 2019 εκδοθέντος
του υπ’ αριθμ. ./15.7.2019 τιμολογίου έχει μερικώς
κατά το ποσό των 2.921,05 ευρώ αποσβεστεί δια συμψηφισμού με ισόποση
ανταπαίτησή του εναγομένου κατά αυτής για την οποία
εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής [./2020], παραμένοντος εν μέρει ανεξόφλητη
αξία από το ανωτέρω τιμολόγιο ποσού 3.025,55 ευρώ. Ως εκ τούτου, το εναπομείναν
συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο από τις επίδικες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, που
συνήψαν η ενάγουσα και ο εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 20
Δεκεμβρίου 2018 έως και τις 15 Αυγούστου 2019, ανέρχεται στο ποσό των
[162.125,29 – 8.785,75 =] εκατόν δέκα οκτώ χιλιάδων
οκτακοσίων σαράντα τριών ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών [118.843,65 €], το οποίο
συμφωνήθηκε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στις 31 Δεκεμβρίου 2019, η οποία
συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ως δήλη ημερομηνία καταβολής του η 31η
Δεκεμβρίου 2019, πλην όμως παρήλθε άπρακτη και ο εναγόμενος ουδέν επιπλέον ποσό
έχει καταβάλει στον ενάγοντα προς εξόφληση της οφειλής του παρά τις
επανειλημμένες οχλήσεις του. Αντίστοιχα ο ενάγων : α] στις 23 Ιουλίου 2018
πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 8.200 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό,
το δε τίμημα ανήλθε στο ποσό των 6.970,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./23.7.2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντος προς τον
εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 6.970,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24% , ήτοι ποσό 1.672,80
ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 8.642,80 ευρώ, β] στις 24 Ιουλίου 2018
πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 8.500 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό ,
το δε τίμημα ανήλθε στο ποσό των 7.225,00 ευρώ, για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./24-7-2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντος προς τον
εναγόμενο πληρωτέας αξίας 7.225,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24% , ήτοι ποσό 1.734,00
ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 8.959,00 ευρώ, γ] στις 29 Ιουλίου 2018 πώλησε
στον εναγόμενο ποσότητα 7.800 κιλών φιστικιών , προς 0,85 ευρώ ανά κιλό, το δε
τίμημα ανήλθε στο ποσό των 6.630,00 ευρώ, για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./29.7.2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντος προς τον
εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 6.680,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 61.591,20
ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 8.221,00 ευρώ, δ] στις 21 Δεκεμβρίου 2018
πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 62.000 κιλών φιστικιών, προς 0,80 ευρώ ανά κιλό,
η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 49.600,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε
το υπ’ αριθμ. ./21.12.2018 τιμολόγιο πώλησης του
ενάγοντα προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 49.600,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%,
ήτοι ποσό 11.904,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 61.504,00 ευρώ, ε] στις
15 Ιανουαρίου 2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 6.468 κιλών φιστικιών, προς
0,60 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 3.880,80 ευρώ, για
την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ../15.01.2019
τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντος προς τον εναγόμενο πληρωτέας αξίας 3.880,80
ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 931,39 ευρώ
και συνολικής πληρωτέας αξίας 4.812,19 ευρώ, στ]
την 01η Απριλίου 2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 43.798 κιλών φιστικιών,
προς 0,70 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 30.609,60 ευρώ,
για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./01.4.2019
τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας 30.609,60
ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 7.346,30 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας
37.955,90 ευρώ, ζ] στις 15 Απριλίου 2019 πώλησε στον εναγόμενο ποσότητα 30.700
κιλών φιστικιών, προς 0,70 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό
των 21.490,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./15.4.2019 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας
21.490,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 5.157,60 ευρώ, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 26.647,60 ευρώ, η] στις 15 Μαΐου 2019 πώλησε στον εναγόμενο
ποσότητα 23.935 κιλών φιστικιών, προς 0,60 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στα 14.361,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./15.5.2019 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς τον εναγόμενο, πληρωτέας αξίας
14.631,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.446,64 ευρώ, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 17.807,64 ευρώ και θ] στις 15 Ιουνίου 2019 πώλησε στον
εναγόμενο ποσότητα 17.220 κιλών φιστικιών, προς 0,60 ευρώ ανά κιλό, η δε
πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 10.332,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’
αριθμ../15.6.2019 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς
τον εναγόμενο πληρωτέας αξίας 10.332,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 13%, ήτοι ποσό 1.343,16
ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 11.675,16 ευρώ. Επομένως ο ενάγων πώλησε
στον εναγόμενο τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα φυστίκια,
αντί συνολικού τιμήματος, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 24%, ποσού εκατόν ογδόντα έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και
είκοσι εννέα λεπτών [186.225,29 €], το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να
καταβληθεί το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019. Προς εξόφληση του ποσού
αυτού ο εναγόμενος στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 παρέδωσε στον ενάγοντα δύο επιταγές
της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, συνολικού ποσού είκοσι χιλιάδες ευρώ
[20.000,00€], εκδόσεως του στη Καλαμάτα, πληρωτέες σε διαταγή του εναγομένου, και συγκεκριμένα παρέδωσε στον ενάγοντα την
υπ’αριθμ.3……..-2 επιταγή, ποσού δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000,00 €], με ημερομηνία
πληρωμής στις 31 Ιανουαρίου 2020, και την υπ’αριθμ.
3……-1 επιταγή, ποσού δέκα χιλιάδων ευρώ [10.000,00 €], με ημερομηνία πληρωμής
στις 29 Φεβρουαρίου 2020. Οι επιταγές αυτές δόθηκαν από τον εναγόμενο στον
ενάγοντα στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 και πληρώθηκαν από τον υπ’ αριθμ. 0……..λογαριασμό που τηρείτο στην Εθνική Τράπεζα της
Ελλάδος, αφενός η ανωτέρω υπ’αριθμ.3…….-2 επιταγή στις 31 Ιανουαρίου 2020 και
αφετέρου η ανωτέρω υπ’αριθμ. 3……..-1 επιταγή στις 04
Μαρτίου 2020, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στην ένδικη υπό στοιχείο [α]
αγωγή του και επιπλέον προκύπτει από το από 13 Νοεμβρίου 2020 αναλυτικό
καθολικό, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων της υπό στοιχείο [β] αγωγής,
που τηρείτο από τον τελευταίο στα πλαίσια των εμπορικών του συναλλαγών με τον
εναγόμενο και εμφανίζει την κίνηση του λογαριασμού για τις πωλήσεις φιστικιών
σε αυτόν και τις εισπράξεις έναντι αυτών]. Επίσης οι δύο αυτές επιταγές
αναφέρονται ως πληρωτέες, η μεν πρώτη εξ αυτών τον Ιανουάριο του 2020, η δε
δεύτερη εξ αυτών τον Φεβρουάριο του 2020, στις πρόχειρες σημειώσεις [τετράδιο],
που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες και τηρούσε ο Ν……Π……., ο οποίος είναι
υιός της ενάγουσας και πατέρας του εναγομένου και
εκείνος ενεργούσε πολλές φορές για λογαριασμό τους, συνάπτοντας τις συμβάσεις
πώλησης με τους εναγομένους και προβαίνοντας σε
πληρωμές. Επίσης, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί με την υπό στοιχείο [α]
αγωγή του, ο εναγόμενος κατέβαλε σε αυτόν μέσω της εταιρείας Δ…….. Δ…… Ο.Ε.,
που ενεργούσε για λογαριασμό του, προς εξόφληση του τιμήματος των ανωτέρω
πωλήσεων, το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατό ευρώ [4.100,00 €], και
συγκεκριμένα κατέβαλε στις 18 Μαρτίου 2019 το ποσό των πεντακοσίων ευρώ [500,00
€], στις 30 Απριλίου 2019 το ποσό των χιλίων τριακοσίων ευρώ [1.300,00 €], στις
10 Μαΐου 2019 το ποσό των πεντακοσίων ευρώ [500,00 €], στις 25 Ιουνίου 2019 το
ποσό των εξακοσίων ευρώ [600,00 €], στις 03 Ιουλίου 2019 το ποσό των
πεντακοσίων ευρώ [500,00 €] και στις 20 Αυγούστου 2019 το ποσό των επτακοσίων
ευρώ [700,00 €]. Έτσι, λαμβανομένων υπόψη και των ανωτέρω δύο επιταγών, ο
εναγόμενος κατέβαλε στον ενάγοντα προς μερική εξόφληση του τιμήματος των
ανωτέρω διαδοχικών πωλήσεων, που συνήψε με αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από
τις 23 Ιουλίου 2018 έως και τις 15 Ιουνίου 2019, από τις οποίες απορρέουν οι
ένδικες απαιτήσεις του, το συνολικό ποσό
των (10.000+10.000+4.100) είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατό ευρώ [24.100,00€].
Κατ’ εφαρμογή δε του ερμηνευτικού κανόνα της διατάξεως του άρθρου 422 ΑΚ
εξοφλήθηκαν τα αρχαιότερα κατά κεφάλαιο χρέη του εναγομένου
προς τον ενάγοντα και συγκεκριμένα εξοφλήθηκαν οι οφειλές του εναγομένου ολοσχερώς από τα επίδικα υπ’ αριθμ.
./23.7.2018, ./24.7.2018 τιμολόγια πώλησης και εν μέρει από το επίδικο υπ’ αριθμ. ./29.7.2018 τιμολόγιο πώλησης κατά το ποσό των έξι
χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και δύο λεπτών [6.498,2 €] απομένοντος
ανεξόφλητου υπολοίπου χιλίων επτακοσίων είκοσι δύο ευρώ και οκτώ λεπτών
[1.722,8 €]. Επίσης, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τον
εναγόμενο της υπό στοιχείο [α] αγωγής δικόγραφο της από 06 Ιανουαρίου 2021 και
με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11.01.2021 ανακοπής, που άσκησε ο νυν ενάγων κατά
της υπ’ αριθμ. ./2020 διαταγής πληρωμής του
Ειρηνοδικείου Καλαμάτας, που εκδόθηκε σε βάρος του κατόπιν αιτήσεως του νυν εναγομένου, για απαιτήσεις του από πωλήσεις φυστοκόψιχας συνολικής αξίας 5.650,00 ευρώ, ο ενάγων [τότε ανακόπτων] ισχυρίστηκε ότι οφειλή του εναγομένου
[τότε καθού η ανακοπή] προς αυτόν από την πώληση
17.220,00 κιλών φιστικιού σε αυτόν στις 15 Αυγούστου 2019 εκδοθέντος
του υπ’αριθμ../15.6.2019 τιμολογίου, συνολικής
πληρωτέας αξίας 11.675,16 €, έχει μερικώς κατά το ποσό των 5.650,00 ευρώ
αποσβεστεί δια συμψηφισμού με ισόποση ανταπαίτησή του εναγομένου
κατά αυτού για την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής [./2020],
παραμένουσας ανεξόφλητης αξίας από το τιμολόγιο αυτό ποσού 6.025,16 ευρώ.
Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι
στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων
ευρώ [20.000,00 €], προσκομίζει δε με επίκληση την με την ίδια ημερομηνία
[17.9.2019] ισόποση απόδειξη πληρωμής. Την καταβολή του ποσού αυτού αρνείται ο
εναγόμενος. Όπως δε αποδείχθηκε την ανωτέρω ημερομηνία ο εναγόμενος παρέδωσε
στον ενάγοντα δύο επιταγές [3………-2 και 3…….-1], συνολικού ποσού 20.000,00 €,
για τις οποίες εκδόθηκε η ανωτέρω απόδειξη. Η καταβολή και του επιπλέον ποσού
των είκοσι χιλιάδων ευρώ [20.000,00€] δεν αποδείχθηκε, διότι δεν προσκομίζεται
αντίγραφο του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο να έγινε η κατάθεση, ούτε
γίνεται αναφορά σε τέτοιον λογαριασμό, επιπλέον η απόδειξη δεν έχει καταχωρηθεί
στα φορολογικά στοιχεία του εναγομένου, όπως έγινε
και με τις ανωτέρω δύο επιταγές, που στα σώματα αυτών φέρουν σφραγίδα «κατεχωρήθη» από το λογιστήριο του εναγομένου.
Επιπλέον ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κατέβαλε σε λογαριασμό του ενάγοντος στη
Τράπεζα Πειραιώς το ποσό των 25.300,00€ στις 26 Νοεμβρίου 2018, το ποσό των
3.000,00 ευρώ στις 5 Νοεμβρίου 2018, το ποσό των 2.000,00 € στις 11 Δεκεμβρίου
2018, το ποσό των 10.000,00 € στις 21 Δεκεμβρίου 2018, το ποσό των 10.000,00 €
στις 27 Δεκεμβρίου 2018, το ποσό των 15.000,00 € στις 31 Δεκεμβρίου 2018, το
ποσό των 8.000,00 € στις 15 Ιανουαρίου 2019, το ποσό των 10.000,00 € στις 28
Ιανουαρίου 2019, το ποσό των 3.000,00 € στις 19 Φεβρουαρίου 2019, το ποσό των
5.000,00 € στις 12 Μαρτίου 2019, το ποσό των 3.000,00 € στις 18 Μαρτίου 2019,
το ποσό των 3.000,00 € στις 20 Μαΐου 2019, το ποσό των 3.000,00 € στις 4
Ιουνίου 2019 και το ποσό των 1.000,00 € στις 28 Ιουνίου 2019. Οι καταβολές
αυτές συνομολογούνται από τον ενάγοντα, πλην όμως έχουν
καταλογιστεί για την εξόφληση των χρεών της εναγομένης
της υπό στοιχείο [β] αγωγής, στα πλαίσια του άρθρου 422ΑΚ σε συνδυασμό με την
σωρευτική αναδοχή χρέους από τον εναγόμενο. Το γεγονός άλλωστε ότι οι καταβολές
αυτές, συνολικού ύψους 101.300,00 €, δεν αφορούν τα χρέη του εναγομένου της υπό στοιχείο α αγωγής προκύπτει και από το
ότι ενώ μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου 2018 οφείλει στον ενάγοντα μόνο το ποσό των
25.822,80 € (αξία 8.642,80 € από το υπ’ αριθμ.
./23.7.2018 τιμολόγιο πώλησης, αξία 8.959,00 € από το υπ’ αριθμ.
./24.7.2018 τιμολόγιο πώλησης και αξία 8.221,00 € από το υπ’ αριθμ. ./29.7.2018 τιμολόγιο πώλησης) και έχει προθεσμία
αποπληρωμής μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2019, φέρεται να καταβάλει ποσό 25.300,00 €
στις 26 Νοεμβρίου 2018, ποσό 3.000,00 € στις 5 Νοεμβρίου 2018, ποσό 2.000,00 €
στις 11 Δεκεμβρίου 2018 και ποσό 10.000,00 € στις 21 Δεκεμβρίου 2018, ήτοι
συνολικό ποσό 40.300,00 €, όταν από τους μάρτυρες των ενάγοντων,
Π…..Φ……., Γ…….. Μ……. και Β…….Μ………, στην ένορκη βεβαίωση τους, ρητά αναφέρεται
ότι ουδέποτε δόθηκαν προκαταβολικά χρήματα, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται
από τους εναγομένους. Ό εναγόμενος ισχυρίζεται ότι
παρέδωσε στους εναγομένους επιταγές συνολικού ποσού
50.000,00 € και συγκεκριμένα την υπ’ αριθμ. 3……..-7
επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε, εκδόσεως την 28η.02.2021 από τον
εναγόμενο και σε διαταγή του ιδίου, ποσού 6.000,00 €, την υπ’ αριθμ. 3………-1 επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος
Α.Ε., εκδόσεως την 31η.3.2021 από τον εναγόμενο και σε διαταγή του ιδίου, ποσού
12.000,00 €, την υπ’ αριθμ. 3………..-0 επιταγή της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., εκδόσεως την 30η.4.2021 από τον εναγόμενο
και σε διαταγή του ιδίου, ποσού 12.000,00 €, την υπ’ αριθμ.
3……..-8 επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., εκδόσεως την 30η.6.2021
από τον εναγόμενο και σε διαταγή του ιδίου,
ποσού 14.000,00€ και την υπ’ αριθμ. 3……-5
επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., εκδόσεως την 31η.7.2021 από τον
εναγόμενο και σε διαταγή του ιδίου,
ποσού 6.000,00 ευρώ. Από τις υπ’αριθμ../15.10.2020,
./15.10.2020, ./15.10.2020, ./15.10.2020 και ./15.10.2020 αποδείξεις πληρωμής
εκδόσεως του εναγομένου, που προσκομίζουν με επίκληση
οι διάδικοι, προκύπτει ότι ο εναγόμενος πράγματι παρέδωσε στους ενάγοντες τις
επιταγές αυτές, που δόθηκαν, όπως αναγράφεται
στο σώμα των αποδείξεων («έναντι
των απαιτήσεων της από 28.9.2020 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων-έναντι Ξ….. και
Τα….. κατά Π…… Ε…… και Δ……..»] έναντι των οφειλών των εναγομένων,
Ε…….. Π…….. και Δ……..Π……., στους ενάγοντες, όπως αυτές περιγράφονται στην από
28 Σεπτεμβρίου 2020 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των τελευταίων ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, πλην όμως δεν αποδεικνύεται ότι αυτές έχουν
πράγματι πληρωθεί. Ακολούθως ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι έχει καταβάλει στην
εταιρεία «Κ……Π. – Κ………. Α……- Χ……. Δ.Ο.Ε.» το ποσό των 22.505,56€, για σακιά που
παρέλαβε ο Π…… Φ………. για να τοποθετήσουν οι ενάγοντες τα φυστίκια,
με την παράδοση σε αυτήν της υπ’ αριθμ. . επιταγής
της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε, ποσού 5.000,00 €, της υπ’ αριθμ. . επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.,
ποσού 5.000,00 €, της υπ’ αριθμ. . επιταγής της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., ποσού 5.000,00 €, της υπ’ αριθμ. . επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.,
ποσού 5.000,00€ και της υπ’ αριθμ. 2…….-3 επιταγής της
εταιρείας . Α.Ε., ποσού 2.505,56 €. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου,
πέραν της ουσιαστικής αβασιμότητας του, καθώς σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται σε
κατώτερο σημείο της παρούσας τα σακιά που χρησιμοποιούσαν οι ενάγοντες για τη
συσκευασία των φυστικιών αφαιρούνταν σαν αξία από την
παραδοθείσα ποσότητα, η οποία τιμολογείτο καθαρή, ο
ισχυρισμός αυτός τυγχάνει αόριστος διότι γίνεται απλώς αναφορά σε επιταγές
χωρίς να αναφέρεται η ποσότητα [αριθμός] των σακιών, πότε αγοράστηκαν, ποια η
τιμή τους και τα παραστατικά που εκδόθηκαν. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα
προκύπτει ότι το εναπομείναν συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο από τις επίδικες
διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, που συνήψαν ο ενάγων και ο εναγόμενος, ανέρχεται
στο ποσό των εκατόν πενήντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα
πέντε ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών [156.475,29€], το οποίο συμφωνήθηκε
ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στις 31 Δεκεμβρίου 2019, ως δήλη ημερομηνία καταβολής
του, πλην όμως παρήλθε άπρακτη και ο εναγόμενος ουδέν επιπλέον ποσό έχει
καταβάλει στον ενάγοντα προς εξόφληση της οφειλής του παρά τις επανειλημμένες
οχλήσεις του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες στα πλαίσια άσκησης της
ανωτέρω δραστηριότητάς τους ως αγρότες φιστικιού, με διαδοχικές συμβάσεις
πώλησης, που κατήρτισαν με την εναγομένη στο Επιτάλιο Ηλείας, με πίστωση του τιμήματος, πώλησαν και
παρέδωσαν σε αυτήν ποσότητα φιστικιών εκδοθέντων των κάτωθι αναφερομένων τιμολογίων.
Συγκεκριμένα η ενάγουσα : α)
Στις 19 Σεπτεμβρίου 2016 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 10.290 κιλών φιστικιών, προς 0,90
ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 9.261,00 ευρώ, για την
οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./19.9.2016 τιμολόγιο
πώλησης της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας
αξίας 9.261,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 2.222,64 ευρώ και συνολικής
πληρωτέας αξίας 11.483,64 ευρώ, β) στις 23 Φεβρουαρίου 2017 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα
18.920 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 16.082,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./23.02.2017 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς
την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 16.082,00 ευρώ, πλέον
Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.859,70 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας 19.941,70
ευρώ, γ) Στις 23 Μαΐου 2017 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 19.150 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 17.235,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./23.5.2017 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την
εναγομένη, πληρωτέας αξίας 17.235,00 ευρώ, πλέον
Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 4.136,40 ευρώ και
συνολικής πληρωτέας αξίας 21.371,40 ευρώ, δ) στις 15 Σεπτεμβρίου 2017 πώλησε
στην εναγομένη ποσότητα 39.130 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 35.379,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.9.2017 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας
35.379, 00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24% , ήτοι ποσό
8.490,96 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 43.869,96 ευρώ, ε) Στις 18
Σεπτεμβρίου 2017 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 38.490 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 34.641,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./18.9.2017 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας
34.641,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 8.313,84 ευρώ και συνολικής
πληρωτέας αξίας 42.954,84 ευρώ, στ) στις 20
Σεπτεμβρίου 2017 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα
25.800 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο
ποσό των 23.220,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./20.9.2017 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας στην εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 23.220,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% , ήτοι ποσό 5.572,80 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας
28.792,80 ευρώ. Το τίμημα των διαδοχικών αυτών πωλήσεων για το χρονικό διάστημα
από τις 19 Σεπτεμβρίου 2016 έως και τις 20 Σεπτεμβρίου 2017, συνολικού ποσού εκατόν εξήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ
και τριάντα τεσσάρων λεπτών [168.414,34€], συμφωνήθηκε να καταβληθεί έως τις 31
Δεκεμβρίου 2017, ημερομηνία που αποτέλεσε δήλη ημερομηνία αποπληρωμής του
τιμήματος.
Περαιτέρω η ενάγουσα : α)
Στις 20 Οκτωβρίου 2017 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα
58.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο
ποσό των 52.200,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./20.10.2017 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 52.200 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24% , ήτοι ποσό 12.528,00 ευρώ, και
συνολικής πληρωτέας αξίας 64.728,00 ευρώ, β) στις 25 Οκτωβρίου 2017 πώλησε στην
εναγομένη ποσότητα 48.715 κιλών φιστικιών, προς 0,90
ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 43.843,50 ευρώ, για την
οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./25.10.2017 τιμολόγιο
πώλησης της πρώτης από εμάς προς την εναγομένη
πληρωτέας αξίας 43.843,50 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 10.522,44 ευρώ, και
συνολικής πληρωτέας αξίας 54.365,94 ευρώ, γ) στις 17 Ιανουαρίου 2018 πώλησε
στην εναγομένη ποσότητα 15.000 κιλών φιστικιών, προς
0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 13.500,00 ευρώ, για
την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./17.01.2018
τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 13.500,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.240,00 ευρώ, και
συνολικής πληρωτέας αξίας 16.740,00 ευρώ, δ) στις 20 Φεβρουαρίου 2018 πώλησε
στην εναγομένη ποσότητα 15.000 κιλών φιστικιών, προς
0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 13.500,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’
αριθμ. ./20.02.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας
προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 13.500,00 ευρώ,
πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.240,00 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας
16.740,00 ευρώ, ε) στις 15 Μαρτίου 2018 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 15.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 13.500,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.3.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την
εναγομένη, πληρωτέας αξίας 13.500,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό
3.240,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 16.740,00 ευρώ, ζ) στις 20 Μαρτίου
2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 20.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 18.000,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./20.3.2018 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας
18.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 4.320,00 ευρώ, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 22.320,00 ευρώ, η) στις 26 Μαρτίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 20.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ
ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 18.000,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./26.3.2018 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας
18.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 4.320,00 ευρώ, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 22.320,00 ευρώ, θ) στις 15 Μαΐου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 18.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ
ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 15.300,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.5.2018 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας
15.300,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό
3.672,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 18.972,00 ευρώ, ι) στις 15
Ιουνίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 30.000
κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό
των 25.500,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./15.6.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 25.500,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 6.120,00 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας 31.620,00 εναγομένη, κ) στις 15 Ιουλίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 9.000 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ
ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό 7.650,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.7.2018 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη πληρωτέας αξίας 7.650,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό
1.836,00 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας 9.486,00 ευρώ. λ) στις 20 Οκτωβρίου
2017 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 58.000 κιλών
φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό , η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό
των 52.200,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./20.10.2017 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας
52.200,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 12.528,00 ευρώ, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 64.728,00 ευρώ, μ) στις 25 Οκτωβρίου 2017 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 48.715 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 43.843,50 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./25.10.2017 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη πληρωτέας αξίας
43.843,50 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 10.522,44 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 54.365,94
ευρώ, ν) στις 17 Ιανουαρίου 2018 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 15.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 13.500,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./17.01.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς
την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 13.500,00 ευρώ, πλέον
Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.240,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 16.740,00
ευρώ, ξ) στις 20 Φεβρουαρίου 2018 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 15.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 13.500,00 ευρώ, για
την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./20.02.2018
τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 13.500,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.240,00 ευρώ, και
συνολικής πληρωτέας αξίας 16.740,00 ευρώ, ο) στις 15 Μαρτίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 15.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ
ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 13.500,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.3.2018 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας
αξίας 13.500,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%,
ήτοι ποσό 3.240,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 16.740,00 ευρώ, π) στις
20 Μαρτίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 20.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 18.000,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./20.3.2018 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας
αξίας 18.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%,
ήτοι ποσό 4.320,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 22.320,00 ευρώ, ρ) στις
26 Μαρτίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 20.000
κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό
των 18.000,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./26.3.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 18.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 4.320,00 ευρώ, και
συνολικής πληρωτέας αξίας 22.320,00 ευρώ, στ) στις 15
Μαΐου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 18.000
κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό
των 15.300,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./15.5.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 15.300,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.672,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας
18.972,00 ευρώ, χ) στις 15 Ιουνίου 2018 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 30.000 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 25.500,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.6.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την
εναγομένη, πληρωτέας αξίας 25.500,00 ευρώ, πλέον
Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 6.120,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 31.260,00
ευρώ, ψ) στις 15 Ιουλίου 2018 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 9.000 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 7.650,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.7.2018 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την
εναγομένη, πληρωτέας αξίας 7.650,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό
1.836,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 9.486,00 ευρώ. Το τίμημα των
διαδοχικών αυτών πωλήσεων για το χρονικό διάστημα από τις 19 Σεπτεμβρίου 2016
έως και τις 15 Ιουλίου 2018, ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των διακοσίων
εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων τριάντα ενός ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών
[274.031,94€], συμφωνήθηκε να καταβληθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, η οποία
ορίστηκε ως δήλη ημερομηνία καταβολής του τιμήματος. Συνεπώς το συνολικό τίμημα
των ανωτέρω διαδοχικών πωλήσεων ποσοτήτων φιστικιού της ενάγουσας στην εναγομένη ανήλθε στο ποσό των [168.414,34 + 274.031,94=]
τετρακοσίων σαράντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα έξι ευρώ και είκοσι οκτώ
λεπτών [442.446,28€]. Όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί στην υπό στοιχείο [β]
αγωγή της, η εναγομένη προς μερική εξόφληση της
ανωτέρω οφειλής της, συνολικού ποσού 442.446,28 €, προέβη σε επιμέρους
καταβολές, είτε με καταθέσεις σε τραπεζικό λογαριασμό είτε με παράδοση και
πληρωμή επιταγών, συνολικού ποσού τριακοσίων πενήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων
σαράντα οκτώ ευρώ και είκοσι έξι λεπτών [352.548,26 €]. Συγκεκριμένα η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα, με κατάθεση σε τραπεζικό
λογαριασμό, τα κάτωθι ποσά και ειδικότερα
στις 06 Ιουνίου 2017 το ποσό των 6.000,00 €, στις 04 Ιουλίου 2017 το
ποσό των 6.000,00 €, στις 03 Αυγούστου 2017 το ποσό των 7.000,00 €, στις 07
Σεπτεμβρίου 2017 το ποσό των 7.000,00 €, στις 13 Σεπτεμβρίου 2017 το ποσό των
1.000,00 €, στις 14 Σεπτεμβρίου 2017 το ποσό των 1.000,00 €, στις 19
Σεπτεμβρίου 2017 το ποσό των 2.000,00 €, στις 22 Σεπτεμβρίου 2017 το ποσό των
2.500,00 €, στις 28 Σεπτεμβρίου 2017 το ποσό των 1.500,00€, στις 19 Οκτωβρίου
2017 το ποσό των 1.500,00€, στις 30 Οκτωβρίου 2017 το ποσό των 2.000,00 ευρώ,
στις 06 Νοεμβρίου 2017 το ποσό των 1.500,00€, στις 20 Νοεμβρίου 2017 το ποσό
των 2.000,00 €, στις 04 Δεκεμβρίου 2017 το ποσό των 1.500,00 €, στις 03
Ιανουαρίου 2018 το ποσό των 5.000,00 €, στις 18 Ιανουαρίου 2018 το ποσό των
1.500,00 €, στις 04 Ιουνίου 2018 το ποσό των 1.000,00 €, στις 20 Ιουλίου 2018
το ποσό των 5.000,00 €, στις 24 Ιουλίου 2018 το ποσό των 4.900,00 €, στις 24
Ιουλίου 2018 το ποσό των 4.400,00 €, στις 24 Ιουλίου 2018 το ποσό των 600,00 €,
στις 30 Ιουλίου 2018 το ποσό των 3.000,00 €, στις 30 Ιουλίου 2018 το ποσό των
2.000,00 €, στις 06 Αυγούστου 2018 το ποσό των 4.000,00 €, στις 10 Αυγούστου
2018 το ποσό των 500,00 €, στις 10 Αυγούστου 2018 το ποσό των 600,00 €, στις 20
Σεπτεμβρίου 2018 το ποσό των 3.600,00 €, στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 το ποσό των
900,00 €, στις 26 Νοεμβρίου 2018 το ποσό των 25.300,00 € και στις 26 Νοεμβρίου
2018 το ποσό των 4.700,00 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 109.500,00 €, και με την
παράδοση και πληρωμή επιταγών τα κάτωθι ποσά και συγκεκριμένα στις 10
Ιανουαρίου 2018 το ποσό των 5.000,00 €, στις 27 Ιανουαρίου 2018 το ποσό των
5.000,00 €, στις 05 Φεβρουαρίου 2018 το ποσό των 4.000,00 €, στις 20
Φεβρουαρίου 2018 το ποσό των 4.000,00 €, στις 15 Φεβρουαρίου 2018 το ποσό των
4.883,37 €, στις 24 Φεβρουαρίου 2018 το ποσό των 5.000,00€, στις 05 Μαρτίου
2018 το ποσό των 4.000,00 €, στις 15 Μαρτίου 2018 το ποσό των 5.000,00 €, στις
25 Μαρτίου 2018 το ποσό των 5.000,00 €, στις 30 Μαρτίου 2018 το ποσό των
17.732,00 €, στις 25 Απριλίου 2018 το ποσό των 5.000,00 €, στις 14 Απριλίου
2018 το ποσό των 9.000,00 €, στις 17 Απριλίου 2019 το 25.432,41 €, στις 12
Μαΐου 2018 το ποσό των 10.000,00 €, στις 20 Μαΐου 2018 το ποσό των 4.000,00 €,
στις 31 Μαΐου 2018 το ποσό των 25.000,00 €, στις 30 Ιουνίου 2018 το ποσό των
25.000,00 €, στις 31 Ιουλίου 2018 το ποσό των 25.000,00 € και στις 30
Σεπτεμβρίου 2018 το ποσό των 55.000,00 €, ήτοι συνολικά 243.048,28 € και συνολικά [109.500,00 €+ 243.048,28 €=]
352.548,28 €. Κατ’ εφαρμογή δε του ερμηνευτικού κανόνα της διατάξεως του άρθρου
422 ΑΚ, ελλείψει συμφωνίας των συμβαλλομένων για το σε ποια χρέη εκ των ανωτέρω
τιμολογίων θα καταλογιστούν οι γινόμενες καταβολές, ώστε να επέλθει απόσβεση
αυτών, εξοφλήθηκαν τα αρχαιότερα κατά κεφάλαιο χρέη της εναγομένης
προς την ενάγουσα και συγκεκριμένα εξοφλήθηκαν ολοσχερώς οι οφειλές της εναγομένης από τα υπ’ αριθμ.
./19.9.2016, ./23.02.2017, ./23.5.2017, ./15.9.2017, ./18.9.2017, ./20.9.2017,
./20.10.2017, ./25.10.2017, ./17.01.2018, ./20.02.2018, ./15.3.2018,
./20.3.2018 και εν μέρει κατά το ποσό των 14.820,00 € η οφειλή της εναγομένης από το υπ’ αριθμ../20.3.2018
τιμολόγιο. Έτσι εκ των ανωτέρω τιμολογίων πώλησης απέμεινε ανεξόφλητη οφειλή ποσού
ογδόντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ [89.898,00 €], η οποία
κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από τις 31 Δεκεμβρίου 2018. Ωστόσο, όπως
προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση από την εναγομένη
της υπό στοιχείο [β] αγωγής δικόγραφο της από 06 Ιανουαρίου 2021 και με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης ./11.01.2021 ανακοπής, που άσκησε η νυν ενάγουσα κατά της υπ’
αριθμ../2020 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που εκδόθηκε σε βάρος της κατόπιν αιτήσεως του νυν εναγομένης, για απαιτήσεις της από τιμολόγια – δελτία
αποστολής, συνολικής αξίας 91.793,36 ευρώ, η ενάγουσα [τότε ανακόπτουσα]
ισχυρίστηκε ότι οφειλή της εναγομένης [τότε καθής η ανακοπή] προς αυτήν από την πώληση 20.000,00 κιλών
φιστικιού σε αυτήν στις 20 Μαρτίου 2018 εκδοθέντος
του υπ’ αριθμ../20.3.2018 τιμολογίου, συνολικής
πληρωτέας αξίας 22.320,00 €, έχει ολοσχερώς αποσβεστεί δια συμψηφισμού με
ισόποση ανταπαίτηση της εναγομένης κατά αυτής για την
οποία εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής [./2020]. Επίσης η ενάγουσα [τότε ανακόπτουσα], με την ίδια ως άνω ανακοπή, ισχυρίστηκε ότι
οφειλή της εναγομένης [τότε καθής
η ανακοπή] προς αυτήν από την πώληση 20.000 κιλών φιστικιού σε αυτήν στις 26
Μαρτίου 2018 εκδοθέντος του υπ’ αριθμ../20.3.2018
τιμολογίου, συνολικής πληρωτέας αξίας 22.320 €, έχει ολοσχερώς αποσβεστεί δια
συμψηφισμού με ισόποση ανταπαίτηση της εναγομένης
κατά αυτής από την πώληση φυστικόψιχας για την οποία
εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής [./2020]. Επίσης η ενάγουσα [τότε ανακόπτουσα], με την ίδια ως άνω ανακοπή, ισχυρίστηκε ότι
οφειλή της εναγομένης [τότε καθής
η ανακοπή] προς αυτήν από την πώληση 18.000 κιλών φιστικιού σε αυτήν στις 15
Μαΐου 2018 εκδοθέντος του υπ’ αριθμ../15.5.2018
τιμολογίου, συνολικής πληρωτέας αξίας 18.972,00 €, έχει ολοσχερώς αποσβεστεί
δια συμψηφισμού με ισόποση ανταπαίτηση της εναγομένης
κατά αυτής από την πώληση φυστικόψιχας για την οποία
εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής [./2020]. Επιπλέον η ενάγουσα [τότε ανακόπτουσα], με την ίδια ως άνω ανακοπή, ισχυρίστηκε ότι
οφειλή της εναγομένης [τότε καθής
η ανακοπή] προς αυτήν από την πώληση 30.000 κιλών φιστικιού σε αυτήν στις 15
Ιουνίου 2018 εκδοθέντος του υπ’ αριθμ.
./15.6.2018 τιμολογίου, συνολικής πληρωτέας αξίας 31.620,00 €, έχει ολοσχερώς αποσβεστεί δια συμψηφισμού με
ισόποση ανταπαίτηση της εναγομένης κατά αυτής από την
πώληση φυστικόψυχας για την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω
διαταγή πληρωμής [./2020]. Επίσης η ενάγουσα [τότε ανακόπτουσα],
με την ίδια ως άνω ανακοπή, ισχυρίστηκε ότι οφειλή της εναγομένης
[τότε καθής η ανακοπή] προς αυτήν από την πώληση
9.000 κιλών φιστικιού σε αυτήν στις 15 Ιουλίου 2018 εκδοθέντος
του υπ’ αριθμ. 31/15.7.2018 τιμολογίου, συνολικής
πληρωτέας αξίας 9.486,00 €, έχει ολοσχερώς αποσβεστεί δια συμψηφισμού με
ισόποση ανταπαίτηση της εναγομένης κατά αυτής από την
πώληση φυστικόψυχας για την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω
διαταγή πληρωμής [./2020]. Επομένως οι απαιτήσεις της ενάγουσας από τα επίδικα
υπ’ αριθμ. .../2018 τιμολόγια πώλησης, συνολικού
ποσού ογδόντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ [89.898,00 €], έχουν
ήδη αποσβεστεί δια συμψηφισμού, με αποτέλεσμα ουδέν πλέον ποσό να της οφείλει η
εναγομένη και κατ’ επέκταση και ο εναγόμενος λόγω της
σωρευτικής αναδοχής του χρέους της τελευταίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι o
ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από τις 21 Φεβρουαρίου 2017 έως και τις 15
Ιουνίου 2018, με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, που κατήρτισε με την εναγομένη στο Επιτάλιο Ηλείας, με
πίστωση του τιμήματος, πώλησε και παρέδωσε σε αυτήν ποσότητες φιστικιών εκδοθέντων των
κάτωθι αναφερομένων τιμολογίων. Συγκεκριμένα ο ενάγων : α) στις 21 Φεβρουαρίου
2017 ο ενάγων πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 18.150 κιλών φιστικιών, προς 0,85
ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 15.427,50 ευρώ, για την
οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./21.02.2017 τιμολόγιο
πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη, πληρωτέας
αξίας 15.427,50 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%,
ήτοι ποσό 3.702,60 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 19.130,10 ευρώ, β) στις 22 Φεβρουαρίου 2017 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 19.750 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ
ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 16.787,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./22.02.2017 τιμολόγιο πώλησης
του ενάγοντα προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας
16.787,50 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 4.029 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας
αξίας 20.816,50 ευρώ, γ) στις 25 Μαΐου 2017 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 36.350 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 32.715, 00 ευρώ, για
την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./25.5.2017
τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 32.715 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 7.851,60 ευρώ, και
συνολικής πληρωτέας αξίας 40.566,60 ευρώ και δ) στις 15 Οκτωβρίου 2017 πώλησε
στην εναγομένη ποσότητα 38.300 κιλών φιστικιών, προς
0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 34.470,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’
αριθμ. ./15.10.2017 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα
προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 34.470,00 ευρώ,
πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 8.272,8, και συνολικής πληρωτέας αξίας 42.742,80
ευρώ. Το τίμημα των ανωτέρω πωλήσεων, συνολικού ποσού εκατόν
είκοσι τριών χιλιάδων διακοσίων πενήντα έξι ευρώ [123.256,00€], συμφωνήθηκε να
καταβληθεί μέχρι τις 32 Δεκεμβρίου 2017, ημερομηνία που ορίστηκε ως δήλη ημέρα
καταβολής του τιμήματος. Επίσης ο ενάγων : α) στις 20 Οκτωβρίου 2017 πώλησε
στην εναγομένη ποσότητα 40.700 κιλών φιστικιών, προς
0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 36.630,00 ευρώ, για
την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./20.10.2017
τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 36.630,00 ευρώ, πλέον
Φ.Π.Α. 24% , ήτοι ποσό 8.791,20 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 45.421,20
ευρώ, β) στις 25 Οκτωβρίου 2017 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 38.100 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 34.290,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./25-10-2017 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την
εναγομένη, πληρωτέας αξίας 34.290,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι
ποσό 8.229,60 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας
αξίας 42.519.60 ευρώ, γ) στις 30 Οκτωβρίου 2017 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 28.904 κιλών φιστικιών, προς 0,80 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 23.123,20 ευρώ, για
την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./30.10.2017
τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη
πληρωτέας αξίας 23.123,20 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24% , ήτοι ποσό 5.549,57 ευρώ, και
συνολικής πληρωτέας αξίας 28.672,77 ευρώ, δ) στις 19 Μαρτίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα
25.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 22.500 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./19.3.2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας
22.500,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 5.400,00 ευρώ, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 27.900,00 ευρώ, ε) στις 31 Μαρτίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα
40.000 κιλών φιστικιών, προς 0,90 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 36.000,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./31.3.2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη πληρωτέας αξίας 36.000,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%,
ήτοι ποσό 8.640,00 ευρώ, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 44.640,00 ευρώ, στ) στις 28 Ιουνίου
2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 17.000 κιλών
φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 14.450,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’
αριθμ. ./28.6.2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα
προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 14.450,00 ευρώ,
πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 3.468,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας
17.918,00 ευρώ, ζ) στις 10 Ιουλίου 2018 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 9.200 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 9.200,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./10.7.2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 7.820,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%,
ήτοι ποσό 1.876,80 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 9.696,80 ευρώ, η) στις
19 Ιουλίου 2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 9.000
κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά κιλό , η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό
των 7.650,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
./19.7.2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 7.650,00 ευρώ, πλέον
Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 1.836,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 9.486,00 ευρώ,
θ) στις 20/7/2018 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 8.600 κιλών φιστικιών, προς 0,85 ευρώ ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 7.310,00 ευρώ, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./20.7.2018 τιμολόγιο πώλησης
του ενάγοντα προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 7.310,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό
1.754,40 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 9.064,40 ευρώ, ι) Στις 31/12/2018
πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 6.500 κιλών φιστικιών,
προς 0,80 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 5.200,00 ευρώ,
για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./31.12.2018
τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 5.200,00 ευρώ, πλέον
Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 1.248,00 ευρώ και συνολικής πληρωτέας αξίας 6.448,00 ευρώ
και κ) στις 15 Ιουνίου 2018 πώλησε στην εναγομένη
ποσότητα 19.500 κιλών φιστικιών, προς 0,80 ευρώ ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία
ανήλθε στο ποσό των 16.575,00 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. ./15.6.2018 τιμολόγιο πώλησης του ενάγοντα προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 16.575,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%
, ήτοι ποσό 3.978,00 ευρώ, και συνολικής πληρωτέας αξίας 20.553,00 ευρώ. Το
τίμημα των διαδοχικών αυτών πωλήσεων για το χρονικό διάστημα από τις 20
Οκτωβρίου 2017 έως και τις 15 Ιουνίου 2018, ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των
διακοσίων εξήντα δύο χιλιάδων τριακοσίων δεκαεννέα ευρώ και εβδομήντα επτά
λεπτών [262.319,77 €], συμφωνήθηκε να καταβληθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, η
οποία ορίστηκε ως δήλη ημερομηνία καταβολής του τιμήματος. Συνεπώς το συνολικό
τίμημα των ανωτέρω διαδοχικών πωλήσεων ποσοτήτων φιστικιού του ενάγοντος στην εναγομένη ανήλθε στο ποσό των [123.256,00 + 262.319,77 =]
τριακοσίων ογδόντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και
εβδομήντα επτά λεπτών [385.575,77 €]. Όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στην
υπό στοιχείο [β] αγωγή του, η εναγομένη προς μερική
εξόφληση της ανωτέρω οφειλής της, συνολικού ποσού 385.575,77 €, προέβη σε
επιμέρους καταβολές, είτε με καταθέσεις σε τραπεζικό λογαριασμό είτε με
παράδοση και πληρωμή επιταγών, συνολικού ποσού διακοσίων εβδομήντα πέντε
χιλιάδων εκατόν τριάντα δύο ευρώ και ογδόντα τριών
λεπτών [275.132,83 €].
Συγκεκριμένα η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, με κατάθεση σε τραπεζικό
λογαριασμό, τα κάτωθι ποσά και ειδικότερα στις 05 Δεκεμβρίου 2018 το ποσό των
3.000,00 €, στις 11 Δεκεμβρίου 2018 το ποσό των 2.000,00 €, στις 21 Δεκεμβρίου
2018 το ποσό των 10.000,00 €, στις 27 Δεκεμβρίου 2018 το ποσό των 10.000,00 €,
στις 31 Δεκεμβρίου 2018 το ποσό των 15.000,00 €, στις 15 Ιανουαρίου 2019 το
ποσό των 8.000,00 €, στις 28 Ιανουαρίου 2019 το ποσό των 10.000,00 €, στις 19
Φεβρουαρίου 2019 το ποσό των 3.000,00 €, στις 28 Φεβρουαρίου 2019 το ποσό των
22.000,00 €, στις 12 Μαρτίου 2019 το ποσό των 5.000,00€, στις 18 Μαρτίου 2019
το ποσό των 3.000,00€, στις 20 Μαΐου 2019 το ποσό των 3.000,00 €, στις 4
Ιουνίου 2019 το ποσό των 3.000,00 € και στις 28 Ιουνίου 2019 το ποσό των
1.000,00 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 98.000,00 €, και με την παράδοση και
πληρωμή επιταγών τα κάτωθι ποσά και συγκεκριμένα στις 31 Οκτωβρίου 2018 το ποσό
των 55.000,00€, στις 31 Δεκεμβρίου 2018 το ποσό των 35.000,00 €, στις 15
Νοεμβρίου 2018 το ποσό των 23.732,52 €,
στις 15 Δεκεμβρίου 2018 το ποσό των 25.705,73 €, στις 31 Ιανουαρίου 2019
το ποσό των 7.200,03 €, στις 21 Μαρτίου 2019 το ποσό των 10.000,00 €, στις 20
Μαρτίου 2019 το ποσό των 10.000,00 € και στις 15 Ιουνίου 2019 το ποσό των
10.494,55 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 177.132,83€ και συνολικά [98.000,00
+177.132,83€ =] 275.132,83 €. Κατ’
εφαρμογή δε του ερμηνευτικού κανόνα της διατάξεως του άρθρου 422 ΑΚ, ελλείψει
συμφωνίας των συμβαλλομένων για το σε ποια χρέη εκ των ανωτέρω τιμολογίων θα
καταλογιστούν οι γινόμενες καταβολές, ώστε να επέλθει απόσβεση αυτών,
εξοφλήθηκαν τα αρχαιότερα κατά κεφάλαιο χρέη της εναγομένης
προς τον ενάγοντα και συγκεκριμένα εξοφλήθηκαν ολοσχερώς οι οφειλές της εναγομένης από τα υπ’αριθμ.
./21.02.2017, ./22.02.2017, ./25.5.2017, ./15.10.2017, ./20.10.2017,
./25.10.2017, ./30.10.2017, ./19.3.2018 τιμολόγια και εν μέρει κατά το ποσό των
7.363,26 € η οφειλή της εναγομένης από το υπ’ αριθμ. ./31.3.2018 τιμολόγιο.
Έτσι εκ των ανωτέρω
τιμολογίων πώλησης απέμεινε ανεξόφλητη οφειλή ποσού εκατόν
δέκα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα δύο ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών
[110.442,94 €], η οποία κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από τις 31 Δεκεμβρίου
2018. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση από την εναγομένη της υπό στοιχείο [β] αγωγής δικόγραφο της από 06
Ιανουαρίου 2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./11.01.2021 ανακοπής, που
άσκησε ο νυν ενάγων κατά της υπ’αριθμ. …../2020
διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που εκδόθηκε σε βάρος
του κατόπιν αιτήσεως της νυν εναγομένης, για
απαιτήσεις της από τιμολόγια – δελτία αποστολής, ο ενάγων [τότε ανακόπτων] ισχυρίστηκε ότι οφειλή της εναγομένης
[τότε καθής η ανακοπή] προς αυτόν από την πώληση
40.000 κιλών φιστικιού σε αυτήν στις 31 Μαρτίου 2018 εκδοθέντος
του υπ’ αριθμ. ./31.3.2018 τιμολογίου, συνολικής
πληρωτέας αξίας 44.640,00 €, έχει
ολοσχερώς αποσβεστεί δια συμψηφισμού με ισόποση ανταπαίτηση της εναγομένης κατά αυτού για την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω
διαταγή πληρωμής [./2020]. Επίσης ο ενάγων [τότε ανακόπτων],
με την ίδια ως άνω ανακοπή, ισχυρίστηκε ότι οφειλή του εναγομένης
[τότε καθής η ανακοπή] προς αυτόν από την πώληση
17.000 κιλών φιστικιού σε αυτήν στις 28 Ιουνίου 2018 εκδοθέντος
του υπ’ αριθμ. ./28.6.2018 τιμολογίου, συνολικής
πληρωτέας αξίας 17.918,00 €, έχει
ολοσχερώς αποσβεστεί δια συμψηφισμού με ισόποση ανταπαίτηση της εναγομένης κατά αυτού από την πώληση φυστικόψιχας
για την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής [./2020]. Επίσης ο ενάγων
[τότε ανακόπτων], με την ίδια ως άνω ανακοπή,
ισχυρίστηκε ότι οφειλή της εναγομένης [τότε καθής η ανακοπή] προς αυτόν από την πώληση 9.200 κιλών
φιστικιού σε αυτήν στις 10 Ιουλίου 2018 εκδοθέντος
του υπ’ αριθμ. ./10.7.2018 τιμολογίου, συνολικής
πληρωτέας αξίας 9.696,80 €, έχει μερικώς κατά το ποσό των 3.096,80 € αποσβεστεί
δια συμψηφισμού με ισόποση ανταπαίτηση της εναγομένης
κατά αυτού από την πώληση φυστικόψιχας για την οποία
εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής [130/2020], παραμένοντος ανεξόφλητου
υπολοίπου ποσού 6.600,00 €. Επομένως οι απαιτήσεις του ενάγοντος από τα επίδικα
υπ’ αριθμ. … /2018 τιμολόγια πώλησης, συνολικού ποσού
εβδομήντα δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και οκτώ λεπτών
[72.254,8 €], έχουν ήδη αποσβεστεί δια συμψηφισμού κατά το ποσό των [37.276,74
[ ποσό 7.363,26 € εκ του υπ’ αριθμ../2018 τιμολογίου
έχει αποσβεστεί κατά τα ανωτέρω με καταβολές] + 17.918,00 + 3.096,80 =] πενήντα
οκτώ χιλιάδων διακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών
[58.291,54 €], με αποτέλεσμα εκ των ανωτέρω τιμολογίων παραμένει ανεξόφλητο το
ποσό των [110.442,94 – 58.291,54 =] πενήντα δύο χιλιάδων εκατόν
πενήντα ενός ευρώ και τεσσάρων λεπτών [52.151,4 €], το οποίο η εναγομένη παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντος προς
αυτήν δεν έχει έτι καταβάλει. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τον Ιούνιο του 2018 οι
ενάγοντες ενημερώθηκαν από τον Ν…… Π……., που είναι υιός της εναγομένης
και πατέρας του εναγομένου και με τον οποίο γίνονταν
όλες οι συνεννοήσεις για τις εμπορικές τους συναλλαγές, καθώς ενεργούσε ως
αντιπρόσωπός τους, στο όνομα και για λογαριασμό τους, όπως ο ίδιος καταθέτει στην υπ’ αριθμ.2……/2021 ένορκη
βεβαίωσή του, και γι’ αυτό επισκεπτόταν το Επιτάλιο
πολύ συχνά, ότι η εναγομένη θα συνταξιοδοτηθεί και η
επιχείρηση εμπορίας ξηρών καρπών θα περάσει στον εναγόμενο και ότι ο τελευταίος
θα συνεχίσει να αγοράζει φιστίκι από αυτούς με τους ίδιους όρους και συμφωνίες
που ίσχυαν για την εναγομένη, δηλαδή ότι η τιμή ανά
κιλό θα καθορίζεται σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς κατά την φόρτωση εκάστου
πωληθέντος φορτίου και θα αναγράφεται στο τιμολόγιο
πώλησης, η ποσότητα που θα τιμολογείται θα είναι η καθαρή ποσότητα του
φιστικιού μετά την αφαίρεση των ξένων υλών, που αυτό είχε κατά το βγάλσιμό του
από το χωράφι, και των σακιών συσκευασίας, που θα χρησιμοποιηθούν για τη
μεταφορά των φιστικιών, τα έξοδα μεταφοράς θα βαρύνουν τον αγοραστή και το
τίμημα θα πιστώνεται και θα πρέπει καταβληθεί μέχρι το τέλος του επόμενου έτους
από την παραγωγή του φιστικιού. Μάλιστα ο εναγόμενος ανέλαβε έναντι των
εναγόντων να εξοφλήσει και τα χρέη της εναγομένης
προς αυτούς έως την ολοσχερή εξόφλησή τους, το οποίο οι ενάγοντες δέχτηκαν.
Κατά τη συμφωνία δε των εναγόντων με τον εναγόμενο, έως την ολοσχερή εξόφληση
των απαιτήσεών τους από τις συμβάσεις πώλησης με την εναγομένη,
πέραν του τελευταίου, θα ευθύνεται και η ίδια η εναγομένη,
ως αντισυμβαλλόμενη τους και αρχική οφειλέτρια, γι’
αυτό και ορίστηκε ότι όλες οι καταβολές, στις οποίες θα προβαίνει ο εναγόμενος
στα πλαίσια των εμπορικών του συναλλαγών, πρώτα θα εξοφλούν τις οφειλές της εναγομένης, από τις αρχαιότερες προς τις νεώτερες, και εν συνεχεία θα πάρουν σειρά εξόφλησης οι
οφειλές του εναγομένου από τις συμβάσεις πώλησης που
θα συνάψει ο ίδιος. Η σωρευτική αυτή αναδοχή των οφειλών της εναγομένης από τον εναγόμενο προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 9…../2021 ένορκη βεβαίωση των Π….Φ….., Μ…..Γ…… και
Β…… Μ……, εκ των οποίων ο πρώτος εξ αυτών έχει ιδία αντίληψη για τις συμφωνίες
των εναγόντων, καθώς, όπως ο ίδιος κατέθεσε και δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους, επιπλέον δε προκύπτει από την ανωτέρω ένορκη
βεβαίωση [2…../2021] του . (« Οι
άνθρωποι αυτοί κατοικούν στο Επιτάλιο του Δήμου
Πύργου Ηλείας και ασχολούνται με την καλλιέργεια φιστικιού σε εκτάσεις της
αποξηραμένης λίμνης Αγουλινίτσας. Όμως στην ουσία
καλλιεργούν για λογαριασμό του
συγχωριανού τους Π…… Φ….., ο οποίος και διαχειρίζεται τις καλλιέργειες τους.
Εγώ για λογαριασμό της μητέρας μου συμφώνησα για συνεργασία με τον Φ…… Π……..
για λογαριασμό τους»), τους βοηθούσε με τις γνώσεις του στις οικονομικές τους
συναλλαγές και στην πώληση των αγροτικών τους προϊόντων, και επιβεβαιώνεται από
το ότι, επειδή επρόκειτο για οικογενειακή επιχείρηση, την οποία ξεκίνησε η εναγομένη και μετά την συνταξιοδότησή της το 2018 θα
συνέχιζε ο εναγόμενος εγγονός της, κατά τα διδάγματα
της κοινής πείρας και τα συναλλακτικά ήθη οι ενάγοντες θα ήταν διατεθειμένοι να
συνεχίσουν την εμπορική συνεργασία μαζί του και να προμηθεύουν αυτόν με φιστίκι
μόνο εάν εξασφάλιζαν ότι ο εναγόμενος, ως συνεχιστής της επιχείρησης, θα
αποπλήρωνε της οφειλές της εναγομένης και θα ευθύνετο μέχρι την εξόφλησή τους αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με αυτήν. Παραδεκτά δε προς απόδειξη της
σωρευτικής αναδοχής χρέους, η οποία αφορά οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των
τριάντα χιλιάδων ευρώ [30.000,00 €], προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, καθώς
υφίστανται έγγραφα [αποδείξεις-επιταγές], που συνιστούν αρχή έγγραφής απόδειξης
και επιπλέον πρόκειται για εμπορική συναλλαγή που δικαιολογεί την απόδειξη με
μάρτυρες [άρθρα 393 §1, 394 §1 α και δ ΚΠολΔ, ΑΠ
940/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες
2253/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Άλλωστε δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, πέραν της εμπορίας ξηρών καρπών, την οποία
προτίθετο να διακόψει, είχε έσοδα από οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, ώστε να
είναι σε θέση να αποπληρώσει τα πιστωθέντα τιμήματα
των πωλήσεων και να μην τεθεί από τους ενάγοντες το ζήτημα της σωρευτικής
αναδοχής χρέους ως προϋπόθεση της συνεργασίας τους με τον εναγόμενο. Η ένορκη
βεβαίωση [2….. /2021] του μάρτυρα Ν…… Π……, σύμφωνα με τον οποίο τον Ιούνιο του
2018 δεν υπήρχε κανένα χρέος της εναγομένης έναντι
των εναγόντων, ώστε να το αποδεχθεί ο εναγόμενος εγγονός
της, είναι αβάσιμος, καθώς, όπως αποδείχθηκε, έτι και το θέρος του 2018 η εναγομένη αγόραζε ποσότητες φιστικιού από τους ενάγοντες με
πίστωση του τιμήματος μέχρι την λήξη του έτους της πώλησης. Η συμφωνία περί
σωρευτικής αναδοχής χρέους συνάγεται και από το ότι οι εναγόμενοι προσκομίζουν
με επίκληση στις προτάσεις τους επί της
υπό στοιχείο [β] αγωγής φωτοτυπικά αντίγραφα πέντε επιταγών πελατών του εναγομένου, που όπως ισχυρίζονται μεταβιβάστηκαν στους
ενάγοντες με οπισθογράφηση και τις παρέλαβε ο εκπρόσωπός τους Π…….. Φ……, έτσι
ώστε να έχει εισπραχθεί από αυτούς το ποσό των 63.126,99 €. Οι επιταγές αυτές
είναι οι ακόλουθες : α] η υπ’ αριθμ. ... επιταγή της
Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε εκδόσεως στην Βούλα στις 17 Απριλίου 2019 από την
NUTISSIMO Α.Ε. ποσού 25.432,41 €, πληρωτέα σε διαταγή του εναγομένου,
β] η υπ’ αριθμ. ... επιταγή της ALPHA BANΚ A.E.
εκδόσεως στη Βούλα Αττικής στις 20 Μαρτίου 2019 από την εταιρεία NUTISSIMO Α.Ε.
ποσού 10.000,00 €, πληρωτέα σε διαταγή του εναγομένου,
γ] η υπ’ αριθμ. ... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της
Ελλάδος Α.Ε. εκδόσεως στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 2019 από την εταιρεία με
την επωνυμία «ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε.» ποσού 7.200,03 €, πληρωτέα σε διαταγή της εταιρείας με την
επωνυμία «NUTISSIMO Α.Ε.», δ) η υπ’ αριθμ. ...
επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε εκδόσεως στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2019 από
την ΥΙΟΙ ... Ο.Ε. ποσού 10.494,55 €, πληρωτέα σε διαταγή του εναγομένου και ε) η υπ’ αριθμ.
... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος εκδόσεως στο Μαρκόπουλο Αττικής
στις 21 Μαρτίου 2019 από την MARKET IN Α.Ε. ποσού 10.000,00 €, πληρωτέα σε
διαταγή της .... Α.Ε. Οι επιταγές αυτές, οι οποίες έχουν εκδοθεί εντός του
2019, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, έχουν επιφέρει απόσβεση των επίδικων απαιτήσεων
των εναγόντων της υπό στοιχείο [β] αγωγής και συγκεκριμένα με την υπό στοιχείο
[α] επιταγή, ποσού 25.432,41 €, επήλθε μερική απόσβεση των απαιτήσεων της εναγομένης προς την ενάγουσα, ενώ με τις λοιπές επιταγές
επήλθε μερική απόσβεση των οφειλών της εναγομένης
προς τον ενάγοντα. Εάν δε δεν υπήρχε σωρευτική αναδοχή των χρεών της εναγομένης από τον εναγόμενο, ο τελευταίος δεν θα έδινε τις
επιταγές προς εξόφληση των χρεών της πρώτης [εναγομένης].
Επιπλέον από τις υπ’ αριθμ../15.10.2020,
./15.10.2020, ./15.10.2020, ./15.10.2020 και ./15.10.2020 αποδείξεις πληρωμής
εκδόσεως του εναγομένου, που αφορούσαν, όπως
αναγράφεται και στο σώμα αυτών («έναντι των απαιτήσεων της από 28.9.2020
αίτησης ασφαλιστικών μέτρων-έναντι Ξ….. και Τ…… κατά Π…..Ε….. και Δ……»]
την παράδοση των κάτωθι επιταγών στους
ενάγοντες έναντι των απαιτήσεων τους, οι οποίες αναφέρονται στην από 28.9.2020
[αριθμ.εκθ.κατ….. /09.10.2020] αίτηση ασφαλιστικών
μέτρων των νυν εναγόντων κατά των νυν εναγομένων, που
έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με την κρινόμενη αγωγή και αφορά τις ίδιες
ακριβώς απαιτήσεις με τις επίδικες, και από την υπ’ αριθμ.
... επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε, εκδόσεως την 28η.02.2021 από
τον εναγόμενο και σε διαταγή του ιδίου, ποσού 6.000,00 €, την υπ’ αριθμ. 3…….-1 επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος
Α.Ε., εκδόσεως την 31η.3.2021 από τον εναγόμενο και σε διαταγή του ιδίου, ποσού
12.000,00 €, την υπ’ αριθμ. 3……..-0 επιταγή της
Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., εκδόσεως την 30η.4.2021 από τον εναγόμενο
και σε διαταγή του ιδίου, ποσού 12.000,00 €, την υπ’ αριθμ.
3……-8 επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., εκδόσεως την 30η.6.2021
από τον εναγόμενο και σε διαταγή του ιδίου,
ποσού 14.000,00€ και την υπ’ αριθμ. 3……-5
επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., εκδόσεως την 31η.7.2021 από τον
εναγόμενο και σε διαταγή του ιδίου,
ποσού 6.000,00 ευρώ, οι οποίες δόθησαν χάριν
καταβολής, ενόψει της ανωτέρω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, και τελούν έτι υπό
την αίρεση πληρωμής τους, επιβεβαιώνεται η σωρευτική αναδοχή χρέους από τον
εναγόμενο.
Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το επίμαχο χρονικό διάστημα του Ιουνίου 2018
δεν είχε προβεί σε έναρξη εργασιών και επιπλέον ετοιμαζόταν να στρατευθεί έτσι
ώστε να μη δύναται να συμφωνήσει με τους ενάγοντες την σωρευτική αναδοχή των
χρεών της ενάγουσας είναι αβάσιμος κατ’ ουσίαν και
πρέπει να απορριφθεί, καθώς αφενός η συμφωνία αυτή με τους ενάγοντες έγινε
ενόψει της έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας του εναγομένου,
χωρίς να είναι απαραίτητο να έχει λάβει χώρα πράγματι η έναρξη αυτή για να αναδεχθεί κάποιος το χρέος τρίτου, και αφετέρου η συμφωνία
αυτή αναδοχής χρέους έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2018 μέσω του πατέρα του εναγομένου ..., που ενεργούσε ως εκπρόσωπος αυτού, ο οποίος
[εναγόμενος] πράγματι κατετάγη στο Στρατό στις 10 Ιουλίου 2018 [βλ.
προσκομιζόμενο με επίκληση από τον εναγόμενο δελτίο ατομικών στοιχείων οπλίτη].
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη προέβη σε
διακοπή της εμπορικής της δραστηριότητας, με έδρα επί της οδού ... στην πόλη
της Καλαμάτας, στις 18 Φεβρουαρίου 2019 ενώ ο εναγόμενος προέβη σε έναρξη της
εμπορικής του δραστηριότητας, με έδρα το Ασπρόχωμα, θέση Σμερούχι
Καλαμάτας, στις 16 Ιουλίου 2018 [βλ. έντυπα προσωποποιημένης πληροφόρησης από
το taxisnet.gr]. Όπως αποδείχθηκε η επιχείρηση της εναγομένης
συνεχίστηκε από τον εναγόμενο εγγονό της, καθότι
πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση. Από τις αποδείξεις δεν προέκυψαν
στοιχεία εκ των οποίων να μπορεί να συναχθεί ότι εν προκειμένω υπήρξε
μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, γεγονός εκ του οποίου
η ευθύνη του εναγομένου για τα χρέη θα ήταν μειωμένη
ανερχόμενη έως την αξία αυτής- το οποίο οι εναγόμενοι δεν ισχυρίστηκαν, πλην
όμως στο Δικαστήριο ανήκει ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας έννομης σχέσης –
καθώς, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία [ΙΙΙ] νομική
σκέψη της παρούσας, ενώ η σύμβαση μεταβίβασης επιχείρησης μπορεί να είναι και
άτυπη, δεν προέκυψε μεταβίβαση των επιμέρους κινητών και τυχόν ακίνητων
στοιχείων της επιχείρησης της εναγομένης στον
εναγόμενο και κυρίως εκχώρηση των απαιτήσεών της εναγομένης
έναντι των δικών της δανειστών στον εναγόμενο, δεδομένου και του ότι οι με
αριθμό 1….. και 1…./2020 διαταγές πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Καλαμάτας για απαιτήσεις της εναγομένης έναντι των
εναγόντων εκδόθηκαν κατόπιν αιτήσεως της εναγομένης.
Σε κάθε περίπτωση αποδείχθηκε η σύναψη σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους, εκ
της οποίας δημιουργείται παθητική ενοχή του εναγομένου
έναντι των εναγόντων για την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων, που απορρέουν
από τις διαδοχικές συμβάσεις πώλησης φιστικιού, που συνήψαν με την εναγομένη, ευθυνόμενος
αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την τελευταία.
Συνεπώς ο εναγόμενος οφείλει
στον ενάγοντα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την εναγομένη, το ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων εκατόν πενήντα ενός ευρώ και τεσσάρων λεπτών [52.151,4 €],
το οποίο παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντος προς αυτόν δεν έχει έτι
καταβάλει. Περαιτέρω οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι, βάσει της συμφωνίας τους
με τους ενάγοντες, η αναγραφόμενη στα τιμολόγια
αξία των προϊόντων που τους πώλησαν οι ενάγοντες θα πρέπει να μειωθεί
κατά το ποσοστό του 15%, που αντιστοιχεί στο ποσοστό των ξένων υλών που
αφαιρούνταν από την ποσότητα των φιστικιών που τους πωλούσαν πριν την
τιμολόγησή τους. Ειδικότερα κατά τους ισχυρισμούς τους η αξία των τιμολογίων
για τις ποσότητες φιστικιών που η ενάγουσα πώλησε στην εναγομένη
διαμορφώνεται ως εξής : στις 19 Σεπτεμβρίου 2016 πώλησε μικτά 10.290 μικτό
προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 1.543,5 κιλά, καθαρό προϊόν 8746,5
κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 7.871,85 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 1.889,2 €
= 9.761 € συνολικής αξίας, 23 Φεβρουαρίου 2017 πώλησε μικτά 18,920 μικτό προϊόν
κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 2.838 κιλά, καθαρό προϊόν 16.082 κιλά
προς 0,85 € το κιλό καθαρής αξίας 13.669,7 € (επί 24% Φ.Π.Α.) 3.280,72 € =
16.950,4 € συνολικής αξίας, στις 23 Μαΐου 2017 πώλησε μικτά 19.150 μικτό προϊόν
κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 2.872,5 κιλά , καθαρό προϊόν 16.277,5
κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 14.649,75 € (επί 24% Φ.Π.Α.) 3.515,94 €
= 18.165,69 € συνολικής αξίας, στις 15 Σεπτεμβρίου 2017 πώλησε μικτά 39.130
μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες ) 5.869,5 κιλά, καθαρό προϊόν
33.260,5 κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 29.934,45 € (επί 24% Φ.Π.Α.)
7.184,26 € = 37.118,71€ συνολικής αξίας, στις 18 Σεπτεμβρίου 2017 πώλησε 38.490
μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 5.773,5 κιλά, καθαρό προϊόν 32.716,5 κιλά
προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 29.444,85€ (επί 24% Φ.Π.Α.) 7.066,76€=
36.511,61 € συνολικής αξίας, στις 20 Σεπτεμβρίου 2017 πώλησε 25.800 μικτό
προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 3.870 κιλά, καθαρό προϊόν 21.930
κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 19.737€ (επί 24% Φ.Π.Α.) 4.736 € =
24.473,88 € συνολικής αξίας, στις 20 Οκτωβρίου 2017 πώλησε μικτά 58.000 μικτό
προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 8.700 κιλά, καθαρό προϊόν 49.300
κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 44.370 € (επί 24% Φ.Π.Α.) 10.648,8 € =
55.018,8 € συνολικής αξίας, στις 25 Οκτωβρίου 2017 πώλησε μικτά 48.715 μικτό
προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες ) 7.307,25 κιλά, καθαρό προϊόν
41.407,75 κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 37.266,97 € (επί 24% Φ.Π.Α.)
8.944,07 € = 46.211 € συνολικής αξίας, στις 17 Ιανουαρίου 2018 πώλησε 15.000
μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον ( 15 % ξένες ύλες) 2.250 κιλά, καθαρό προϊόν
12.750 κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 11.475 € (επί 24% Φ.Π.Α.) 2.754 €
= 14.229 € συνολικής αξίας, στις 20 Φεβρουαρίου 2018 πώλησε 15,000 μικτό προϊόν
κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 2.250 κιλά, καθαρό προϊόν 12.750 κιλά
προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 11.475 € (επί 24% Φ.Π.Α.) 2.754 € = 14.229 €
συνολικής αξίας, στις 15 Μαρτίου 2018 πώλησε μικτά 15.000 μικτό προϊόν κιλά
φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 2,250
κιλά, καθαρό προϊόν 12.750 κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 4.475 € (επί
24% Φ.Π.Α.) 2.754 € = 14.229 € συνολικής αξίας, στις 20 Μαρτίου 2018 πώλησε
20.000 μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 3.000 κιλά, καθαρό
προϊόν 17.000 κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 15.300 € (επί 24% Φ.Π.Α.)
3.672 € = 18.972 € συνολικής αξίας, στις 26 Μαρτίου 2018 πώλησε 20.000 μικτό
προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες ) 3.000 κιλά, καθαρό προϊόν 17.000
κιλά προς 0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 15.300 € (επί 24% Φ.Π.Α.) 3.672 € =
18.972 € συνολικής αξίας, στις 15 Μαΐου 2018 πώλησε 18.000 μικτό προϊόν κιλά
φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 2.700 κιλά, καθαρό προϊόν 15.300 κιλά προς
0,90 € το κιλό καθαρής αξίας 13.770 € (επί 24% Φ.Π.Α.) 3.304,8 € = 17.074,8 €
συνολικής αξίας, στις 15 Ιουνίου 2018 πώλησε 30.000 μικτό προϊόν κιλά φιστίκια
μείον (15 % ξένες ύλες) 4.500 κιλά, καθαρό προϊόν 25.500 κιλά προς 0,85 € το
κιλό καθαρής αξίας 21.250 ευρώ ( επί 24% Φ.Π.Α.) 5.100 € = 26.350,00 €
συνολικής αξίας και στις 15 Ιουλίου 2018 πώλησε 9.000 μικτό προϊόν κιλά
φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες ) 1.350 κιλά, καθαρό προϊόν 7.650 κιλά προς
0,85 € το κιλό καθαρής αξίας 6.502,5 € (επί 24% Φ.Π.Α.) 1.560,6 € = 8.063,1 €
συνολικής αξίας. Ούτως οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι πωλήσεις φιστικιών από
την ενάγουσα στην πρώτη εξ αυτών ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 376.269,99 €
και όχι σε 442.446,28€ που αναφέρονται στην αγωγή. Επίσης κατά τους ισχυρισμούς
τους η αξία των τιμολογίων για τις ποσότητες φιστικιών που ο ενάγων πώλησε στην
εναγομένη διαμορφώνεται ως εξής : στις 21 Φεβρουαρίου
2017 πώλησε μικτά 18.150 μικτό προϊόν κιλά φυστίκια
μείον (15 % ξένες ύλες ) 2.722,5 κιλά, καθαρό προϊόν 15.427,5 κιλά προς 0,85
ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 13.113,37 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 3.147,21 ευρώ =
16.260,58 ευρώ συνολικής αξίας, στις 22 Φεβρουαρίου 2017 πώλησε μικτά 19.750
μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες ) 2.962,5 κιλά , καθαρό
προϊόν 16.787,5 κιλά προς 0,85 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 14.269,37 ευρώ ( επί
24% Φ.Π.Α.) 3.424,65 ευρώ = 17.694,02 ευρώ συνολικής αξίας, στις 25 Μαΐου 2017
πώλησε μικτά 36.350 μικτό προϊόν κιλά φυστίκια μείον
(15 % ξένες ύλες) 5.452,5 κιλά, καθαρό προϊόν 30.897,5 κιλά προς 0,90 ευρώ το
κιλό καθαρής αξίας 27.807,75 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 6.673,86 ευρώ = 34.481,61
ευρώ συνολικής αξίας, στις 15 Οκτωβρίου 2017 πώλησε μικτά 38.300 μικτό προϊόν
κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 5.745 κιλά, καθαρό προϊόν 32.555 κιλά
προς 0,90 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 29,299,5 ευρώ ( επί 24% Φ.Π.Α.) 7.031,88 ευρώ
= 36.331,38 ευρώ συνολικής αξίας, στις 20 Οκτωβρίου 2017 πώλησε μικτά 40.700
μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες ) 6.105 κιλά, καθαρό προϊόν
34.595 κιλά προς 0,90 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 31.135,5 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.)
7.472,52 ευρώ = 38.608,02 ευρώ συνολικής αξίας, στις 25 Οκτωβρίου 2017 πώλησε
μικτά 38.100 μικτό προϊόν κιλά φυστίκια μείον (15 %
ξένες ύλες) 5.715 κιλά, καθαρό προϊόν 32.385 κιλά προς 0,90 ευρώ το κιλό
καθαρής αξίας 29.146,5 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 6.995,16 ευρώ = 36.141,66 ευρώ
συνολικής αξίας, στις 30 Οκτωβρίου 2017 πώλησε μικτά 28.904 μικτό προϊόν κιλά
φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 4.335,6 κιλά, καθαρό προϊόν 24.568,4 κιλά προς
0,80 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 19.654,72 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 4.717,13 ευρώ =
24.371,85 ευρώ συνολικής αξίας, στις 19 Μαρτίου 2018 πώλησε μικτά 25.000 μικτό
προϊόν κιλά φυστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 3.750
κιλά, καθαρό προϊόν 21.250 κιλά προς 0,90 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 19.125
ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 4.590 ευρώ = 23.715 ευρώ συνολικής αξίας, στις 31Μαρτίου
2018 πώλησε μικτά 40.000 μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες)
6.000 κιλά, καθαρό προϊόν 34.000 κιλά προς 0,90 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας
30.600 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 7.344 ευρώ = 37.944 ευρώ συνολικής αξίας, στις 28
Ιουνίου 2018 πώλησε μικτά 17.000 μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες
ύλες) 2.550 κιλά, καθαρό προϊόν 14.450 κιλά προς 0,85 ευρώ το κιλό καθαρής
αξίας 12.282,5 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 2.947,8 ευρώ = 15.230,3 ευρώ συνολικής
αξίας, στις 10 Ιουλίου 2018 πώλησε μικτά 9.200 μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον
(15 % ξένες ύλες) 1.380 κιλά, καθαρό προϊόν 7.820 κιλά προς 0,85 ευρώ το κιλό
καθαρής αξίας 6.647 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 1.595,28 ευρώ = 8.192,28 ευρώ
συνολικής αξίας, στις 19 Ιουλίου 2018 πώλησε μικτά 9.000 μικτό προϊόν κιλά
φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 1.350 κιλά, καθαρό προϊόν 7.650 κιλά προς 0,85
ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 6.502,5 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 1.560,6 ευρώ = 8.063,1
ευρώ συνολικής αξίας, στις 20 Ιουλίου 2018 μου πώλησε μικτά 8.600 μικτό προϊόν
κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 1.290 κιλά, καθαρό προϊόν 7.310 κιλά προς
0,85 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 6,213,5 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 1.491,24 ευρώ =
7.704,74ευρώ συνολικής αξίας, στις 31 Δεκεμβρίου 2018 πώλησε μικτά 6.500 μικτό
προϊόν κιλά φυστίκια μείον (15 % ξένες ύλες) 975
κιλά, καθαρό προϊόν 5.525 κιλά προς 0,80 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας 4.420 ευρώ
(επί 24% Φ.Π.Α.)1.060,8 ευρώ - 5.480,8 ευρώ συνολικής αξίας και στις 15 Ιουνίου
2018 πώλησε μικτά 19.500 μικτό προϊόν κιλά φιστίκια μείον (15 % ξένες ύλες)
4.425 κιλά, καθαρό προϊόν 15.075 κιλά προς 0,80 ευρώ το κιλό καθαρής αξίας
12.060 ευρώ (επί 24% Φ.Π.Α.) 2.894,4 ευρώ = 14.954,4 ευρώ συνολικής αξίας.
Ούτως οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι πωλήσεις φιστικιών από τον ενάγοντα
στην πρώτη εξ αυτών ανέρχονται στο
συνολικό ποσό των 325.173,74 € και όχι σε 385.575,77€ που αναφέρονται στην
αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων περί μείωσης
της αξίας των τιμολογίων κατά ποσοστό 15% είναι αβάσιμος κατ’ ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι οι ξένες
ύλες [χώμα, χαλίκια], που είχαν τα φιστίκια κατά την εξαγωγή τους από το
χωράφι, και οι δαπάνες για τα σακιά συσκευασίας, σε συμφωνία των εναγόντων με
τους εναγομένους, αφαιρούνταν πριν από την έκδοση
εκάστου τιμολογίου, με αποτέλεσμα η αναγραφόμενη στα τιμολόγια ποσότητα να
είναι η καθαρή που τιμολογείται, ενώ τα μεταφορικά βάρυναν τους εναγομένους αγοραστές, οι οποίοι έστελναν μεταφορείς της
επιλογής τους για να μεταφέρουν τα φιστίκια που ήταν παραδοτέα από την αποθήκη
των εναγόντων στο Επιτάλιο. Σημειωτέον
ότι, όπως συνάγεται από τις αναγραφόμενες ποσότητες στα τιμολόγια [20 ή 30 ή 40
τόνους φιστίκι], αυτά δεν εκδίδονταν ανά φορτίο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται στην
ένορκη βεβαίωσή του [υπ’ αριθμ. ./2021] ο Ν……. Π…….,
ενόψει της αδυναμίας μεταφοράς με ένα φορτηγό και σε ένα δρομολόγιο, αλλά για
περισσότερα του ενός φορτία, γι’ αυτό και η ποσότητα που αναγράφεται σε έκαστο
τιμολόγιο είναι μεγάλη. Στοιχείο, που επιβεβαιώνει ότι κάθε τιμολόγιο εκδιδόταν
για πολλά φορτία και όχι για ένα, αποτελεί η αντιπαραβολή των 142 ζυγολογίων,
προσκομιζόμενα με επίκληση από τους ενάγοντες, που έχουν εκδοθεί από την
γεφυροπλάστιγγα του Γ……Φ…….στο Επιτάλιο Ηλείας για
κάθε φορτίο φιστικιού με ξένες ύλες, το οποίο παραλάμβαναν οι εναγόμενοι από
την αποθήκη των εναγόντων στο Επιτάλιο κατά το
χρονικό διάστημα από τις 12 Σεπτεμβρίου 2017 έως τις 03 Αυγούστου 2019, και από
τα οποία προκύπτει ότι η συνολική ποσότητα με ξένες ύλες, που φορτώθηκε και
παραλήφθηκε από τους εναγομένους ανέρχεται σε
1.086.600 κιλά, με τα σαράντα δύο [42] τιμολόγια, που εκδόθηκε έκαστο για
περισσότερα του ενός φορτία και εκ των οποίων προκύπτει ότι η συνολικά τιμολογηθείσα ποσότητα ανέρχεται σε 1.005.063 κιλά. Από την
αντιπαραβολή αυτή προκύπτει ότι η ποσότητα με τις ξένες ύλες, που παραδόθηκε
στους εναγομένους προς πώληση, ανερχόταν σε 1.086,600
κιλά και μετά την αφαίρεση των ξένων υλών και σάκων μεταφοράς, που ανέρχονταν
σε 81.537 κιλά, προέκυψε ποσότητα 1.005,063 κιλών, η οποία τιμολογήθηκε. Περί
των ανωτέρω, ήτοι της τιμολόγησης της καθαρής ποσότητας του φιστικιού κατόπιν
αφαίρεσης των ξένων υλών και της δαπάνης για τα σακιά συσκευασίας καθώς και της επιβάρυνσης των αγοραστών με τα
έξοδα μεταφοράς, καταθέτουν με σαφήνεια στις ένορκες βεβαιώσεις τους
[9…../2021,3…../2021] οι μάρτυρες των εναγόντων Π…..Φ….., Γ……. Μ….., Β…… Μ…….,
Χ…..Α……., Σ……..Γ…….. και Π…… Α……..-Π……….. Μάλιστα ο τελευταίος μάρτυρας
κατέθεσε ότι στις 18 Σεπτεμβρίου 2018 πώλησε φιστίκια στους εναγομένους
και πριν την έκδοση του τιμολογίου αφαιρέθηκε ποσοστό 5% για σακιά και ξένες
ύλες. Ό ίδιος δε μάρτυρας καταθέτει ότι και στις συναλλαγές του με άλλους
εμπόρους [Θ…… και Γ……] πρώτα αφαιρέθηκε ποσοστό 5% για σακιά και ξένες ύλες και
εν συνεχεία εκδόθηκε το τιμολόγιο. Εξάλλου στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι η τιμολογηθείσα ποσότητα ήταν καθαρή είναι και το ότι, όπως
αναφέρει ο μάρτυρας Π……. Φ…..στην ένορκη βεβαίωσή του και επιβεβαιώνει και ο
μάρτυρας Ν……Π……στην ένορκη βεβαίωσή του, τα τιμολόγια καταχωρούνταν στα βιβλία
των εναγόντων και των εναγομένων και αποτελούσαν
φορολογικά στοιχεία και των δύο επιχειρήσεων, βάσει δε αυτών αποδίδετο ο αναλογούν Φ.Π.Α. και καταβάλετο
ο αντίστοιχος φόρος εισοδήματος. Εάν δε ευσταθούσε ο
ισχυρισμός των εναγομένων ότι, το ποσοστό του 15%
αφαιρείτο μετά την έκδοση των τιμολογίων, αυτό θα είχε ως συνέπεια στα φορολογικά
τους στοιχεία να εμφανίζουν ως νόμιμη συναλλαγή το αναγραφόμενο τίμημα των
τιμολογίων, εν τέλει όμως να καταβάλουν αυτό μειωμένο σε ποσοστό 15%. Τα
ανωτέρω περί τιμολόγησης της καθαρής ποσότητας φιστικιών, κατόπιν αφαίρεσης των
ξένων υλών και των σακιών μεταφοράς, καθώς και ότι τα μεταφορικά βάρυναν τους εναγομένους αγοραστές, δεν αναιρούνται από την ένορκη
βεβαίωση των μαρτύρων των εναγομένων, Μ……..
Π….., Α…….Μ……, Ν…….. Π…….., Α…… Ε……..,
Π…… Φ…… και Β……. Τ……, σύμφωνα με τους οποίους τα μεταφορικά και τα σακιά
συσκευασίας βάρυναν τους ενάγοντες και μετά την πώληση του φιστικιού αφαιρείτο
από την αξία εκάστου τιμολογίου ποσοστό 15%. Και τούτο διότι οι τέσσερις πρώτοι
μάρτυρες είναι μειωμένης αξιοπιστίας καθώς η Μ….. Π……. και ο Ν…… Π……..έχουν
στενή συγγενική σχέση με τους εναγομένους [η μεν
πρώτη είναι τέκνο της εναγομένης και θεία του εναγομένου, ο δε δεύτερος είναι τέκνο της εναγομένης και πατέρας του εναγομένου],
κατά της Α…… Μ……, οι ενάγοντες, όπως ισχυρίζονται και δεν αμφισβητείται από
τους εναγομένους, έχουν ασκήσει αγωγή για την
επιδίκαση τιμήματος πώλησης ενώ ο Α……..Ε…….ήταν υπάλληλος της εναγομένης και συνεχίζει την εργασία του στον εναγόμενο με
αποτέλεσμα να επηρεάζεται από αυτούς. Οι δε ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων
Π……..Φ…….. και Β……. Τ…….. καθώς και των μαρτύρων Δ…… Ρ…….. και Χ……..
Α……..αντικρούονται επαρκώς από τις ένορκες βεβαιώσεις των εναγόντων σε
συνδυασμό με τα λοιπά προαναφερόμενα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτές, ήτοι τα
προσκομιζόμενα για αντιπαραβολή ζυγολόγια και τιμολόγια και του ότι τα
τιμολόγια πωλήσεως αποτελούν φορολογικά στοιχεία. Περαιτέρω οι εναγόμενοι
ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών για σάκους συσκευασίας διατηρεί σε βάρος της
ενάγουσας απαίτηση, συνολικού ποσού δεκατριών χιλιάδων εκατόν
σαράντα έξι ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών [13.146,48€], προσκομίζοντας με
επίκληση τα κάτωθι τιμολόγια
πώλησης-δελτία αποστολής, και συγκεκριμένα τα υπ’αριθμ.
./03.01.2017 ποσού 359,60€, ./07.02.2017 ποσού 694,40 €, ./20.3.2017 ποσού
483,60€, ./24.4.2017 ποσού 539,40 €, ./13.7.2017 ποσού 359,60€, ./21.8.2017
ποσού 558,00 €, ./13.9.2017 ποσού 615,04 €, ./15.9.2017 ποσού 2.176,20 €,
./04.10.2017 ποσού 2.768,92 €, ./17.11.2017 ποσού 350,92 € της εταιρείας Κ.Β…..
Α.Ε., τα υπ’ αριθμ. ./09.9.2017 ποσού 558,00 €,
./20.9.2017 ποσού 279,00€, ./10.10.2017 ποσού 558,00€, ./16.10.2017 ποσού
558,00€, ./19.10.2017 ποσού 279,00€, ./19.10.2017 ποσού 558,00€, ./20.10.2017
ποσού 558,00€, ./25.10.2017 ποσού 892,80 € της εταιρείας Γ…… – Π. Κ….., Α.
Κ……., Δ.Χ…….Ο.Ε. Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν του ότι απαραδέκτως
προβάλλεται ως ένσταση απόσβεσης οφειλής και όχι ως ένσταση συμψηφισμού,
μολονότι αφορά ανταπαίτηση της εναγομένης, είναι
αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι τα
ανωτέρω τιμολόγια αφορούν σάκους συσκευασίας για πωλήσεις φιστικιών της
ενάγουσας στην εναγομένη και όχι για έτερες
συναλλαγές της τελευταίας με άλλους καλλιεργητές καθότι τύγχανε έμπορος ξηρών
καρπών και χρησιμοποιούσε αυτά για τις ανάγκες της εμπορικής της
δραστηριότητας. Επιπλέον στοιχείο που καταδεικνύει το αβάσιμο του κονδυλίου
αυτού είναι το γεγονός ότι, εάν η ενάγουσα επιβαρυνόταν με το κόστος των
σακιών, στα τιμολόγια πώλησης θα αναγράφονταν ως πελάτες αγοραστές οι ίδιοι οι ενάγοντες και όχι η εναγομένη. Επίσης η εναγομένη
ισχυρίζεται ότι έχει παραδώσει στον Π…… Φ…….., ο οποίος τις παρέλαβε για
λογαριασμό των εναγόντων, επιταγές, συνολικού ύψους τριακοσίων εξήντα ενός
χιλιάδων επτακοσίων δεκαέξι ευρώ και δώδεκα λεπτών [361.716,12 €], έτσι ώστε να
έχει επέλθει ισόποση απόσβεση των επίδικων χρεών. Ο Π…….. Φ………..παρέλαβε την με
αριθμό . επιταγή της Eurobank ποσού 6.000,00 € με
ημερομηνία πληρωμής την 31.5.2017, την με αριθμό . επιταγή της Eurobank, ποσού 6.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής την
30.6.2017, την με αριθμό . επιταγή της Eurobank,
ποσού 7.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής την 31.7.2017, την με αριθμό . επιταγή
της Eurobank, ποσού 7.000,00 €, με ημερομηνία
πληρωμής την 31.8.2017 και την με αριθμό . επιταγή της Eurobank,
ποσού 10.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής την 5.9.2017, για τις οποίες εκδόθηκε
η υπ’αριθμ../22.02.2016 απόδειξη πληρωμής της εναγομένης . Πλην, όμως, οι επιταγές αυτές και τα ποσά που
καταβλήθηκαν βάσει αυτών δεν αφορούν την εξόφληση των επίδικων τιμολογίων για
πωλήσεις των εναγόντων στην εναγομένη, αλλά
προγενέστερα αυτών, καθώς αυτά φέρουν ημερομηνίες από την 19η .9.2016 και μετά
για την ενάγουσα και από 21η.02.2017 και μετά για τον ενάγοντα, όλα δε είναι με
πίστωση του τιμήματος και ουδέποτε, όπως αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω, έχει
δοθεί προκαταβολή σε επιταγή ή μετρητά για μελλοντικές πωλήσεις. Επιπρόσθετα οι
ανωτέρω υπ’ αριθμ. ., ., . επιταγές δεν πληρώθηκαν
λόγω έλλειψης υπολοίπου, όπως αυτό προκύπτει από την κίνηση του υπ’ αριθμ. . λογαριασμού του ενάγοντα στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ,
στην οποία είχαν κατατεθεί προς είσπραξη. Επίσης ο . παρέλαβε για λογαριασμό των
εναγόντων την υπ’ αριθμ.. επιταγή της EUROBANK, ποσού
10.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής την 30η.10.2017, την υπ’ αριθμ. . επιταγή της ΕΤΕ, ποσού 10.000,00 €, με ημερομηνία
πληρωμής την 30η.6.2017, την υπ’ αριθμ. . επιταγή της
ΕΤΕ, ποσού 10.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής την 31η.7.2017, και την υπ’ αριθμ. . επιταγή της ΕΤΕ ποσού 10.000,00 € με ημερομηνία
πληρωμής την 31.8.2017, για τις οποίες εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.
./22.02.2016 απόδειξη πληρωμής της εναγομένης. Πλην,
όμως, και οι επιταγές αυτές και τα ποσά που καταβλήθηκαν βάσει αυτών δεν
αφορούν την εξόφληση των επίδικων τιμολογίων για πωλήσεις των εναγόντων στην εναγομένη, αλλά προγενέστερα αυτών, καθώς αυτά φέρουν
ημερομηνίες από την 19η.9.2016 και μετά για την ενάγουσα και από 21η .02.2017
και μετά για τον ενάγοντα, όλα δε είναι με πίστωση του τιμήματος και ουδέποτε,
όπως αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω, έχει δοθεί προκαταβολή σε επιταγή ή μετρητά
για μελλοντικές πωλήσεις. Επιπλέον ο Π…… Φ……..παρέλαβε την υπ’ αριθμ.. επιταγή της ALPHA BANΚ, ποσού 5.000,00 €, με
ημερομηνία πληρωμής την 20η.6.2017, για την οποία εκδόθηκε η
υπ’αριθμ.4/07.3.2017 απόδειξη πληρωμής της εναγομένης
και τις υπ’ αριθμ. … επιταγές της ALPHA BANΚ, ποσού
εκάστης 5.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής την 5η.6.2017, 5η.7.2017,
15η.7.2017, 25.7.2017, αντίστοιχα, για τις οποίες εκδόθηκε η υπ’αριθμ. ./30.3.2017 απόδειξη πληρωμής της εναγομένης. Ωστόσο οι επιταγές αυτές αφορούσαν προγενέστερα
τιμολόγια των επίδικων και δόθηκαν σε αντικατάσταση των ανωτέρω μη εσπραχθέντων λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου, όπως
ισχυρίζονται οι ενάγοντες και δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους.
Συγκεκριμένα η ενάγουσα στις 26 Σεπτεμβρίου 2015 πώλησε στη πρώτη των
εναγόμενων ποσότητα 13.720,00 κιλών
φιστικιών, προς 0,85 € ανά κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των
11.662,00 €, για την οποία πώληση εκδόθηκε το υπ’ αριθμ.
7/26-9-2016 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας προς την εναγομένη,
πληρωτέας αξίας 11.662 €, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 2.682,26 €, και συνολικής
πληρωτέας αξίας 14.344,26 € και στις 25 Οκτωβρίου 2015 πώλησε στην εναγομένη ποσότητα 43.810 κιλών φιστικιού, προς 0,90 € ανά
κιλό, η δε πληρωτέα αξία ανήλθε στο ποσό των 39.429,00 €, για την οποία
εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 9/25.10.2016 τιμολόγιο πώλησης
της ενάγουσας προς την εναγομένη, πληρωτέας αξίας 39.429,00
€, πλέον Φ.Π.Α. 24%, ήτοι ποσό 9.068,67 €, και συνολικής πληρωτέας αξίας
48.497,67 €. Το τίμημα των ανωτέρω πωλήσεων πιστώθηκε και ορίστηκε καταβλητέο
μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016. Το συνολικό τίμημα των πωλήσεων αυτών ανερχόμενο στο ποσό των 62.841,93
€, που είναι προγενέστερες των επίδικων, εξοφλήθηκε εν μέρει με τις άνω επιταγές και γι’ αυτό οι
ημερομηνίες παράδοσης των επιταγών είναι στις 7 και 30 Μαρτίου 2017. Οι
εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έχουν παραδώσει στον Π……. Φ…….. για λογαριασμό των εναγόντων
και τις κάτωθι επιταγές και συγκεκριμένα παρέλαβε την με αριθμό . επιταγή της
ALPHA BANK, ποσού 4.000,00 €, ημερομηνία πληρωμής στις 20.02.2018, την με
αριθμό . επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 4.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 05.02.2018, την με
αριθμό . επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 4.000,00 ευρώ, με ημερομηνία πληρωμής
στις 05.3.2018, την με αριθμό . επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 5.000,00 €, με
ημερομηνία πληρωμής στις 15.3.2018, την με αριθμό . επιταγή της EUROBANK, ποσού
5.000,00 ευρώ, με ημερομηνία πληρωμής στις 27.01.2018, την με αριθμό . επιταγή
της EUROBANK, ποσού 4.883,87 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 15.02.2018, την με
αριθμό . επιταγή της EUROBANK, ποσού 5.000,00 ευρώ, με ημερομηνία πληρωμής στις
24.02.2018, την με αριθμό . επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 5.000, 00 €, με
ημερομηνία πληρωμής στις 25.3.2018, την με αριθμό . επιταγή της ALPHA BANK,
ποσού 5.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 10.01.2018, την με αριθμό .
επιταγή της EUROBANK, ποσού 9.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 14.4.2018,
την με αριθμό . επιταγή της EUROBANK, ποσού 5.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής
στις 25.4.2018, την με αριθμό . επιταγή
της Ε.Τ.Ε., ποσού 25.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 31.5.2018, την με
αριθμό . επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 17.732,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις
30.3.2018, την με αριθμό . επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 25.000,00 €, με ημερομηνία
πληρωμής στις 30.6.2018, την με αριθμό . επιταγή της Τράπεζας ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ποσού
10.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 12.5.2018, την με αριθμό . επιταγή της
ALPHA BANK, ποσού 4.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 20.5.2018, την με
αριθμό . επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 4.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις
20.6.2018, την με αριθμό . επιταγή της ALPHA BANK, ποσού 12.812,00 €, με
ημερομηνία πληρωμής στις 30.6.2018, την με αριθμό . επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού
25.000,00 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 31.7.2018, την με αριθμό . επιταγή της
Ε.Τ.Ε., ποσού 23.732,52 €, με ημερομηνία πληρωμής στις 15.11.2018 και την με
αριθμό . επιταγή της Ε.Τ.Ε., ποσού 25.705,73 €, με ημερομηνία πληρωμής στις
15.12.2018. Ωστόσο οι επιταγές αυτές, πέραν του ότι δεν προέκυψε αν και πότε
πληρώθηκαν [ οι εναγόμενοι προσκομίζουν μόνο την υπ’ αριθμ../26.02.2018
απόδειξη της πρώτης εξ αυτών, που αφορά τις επιταγές με αριθμό … και την υπ’ αριθμ../23.3.2018 απόδειξη της πρώτης εξ αυτών, που αφορά
τις επιταγές με αριθμό …], δεν αναφέρεται από τους εναγομένους
ποια από τα επίδικα τιμολόγια αφορούν. Επίσης και ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι κατέλαβαν στους ενάγοντες το ποσό των 1.850,00
€ προς μερική εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων, είναι πρωτίστως αόριστος, γιατί
δεν αναφέρεται για την εξόφληση ποιας ή ποιων απαιτήσεων και ποιανού ενάγοντος
δόθηκε το ποσό αυτό, παρά μόνο προσκομίζεται η υπ’ αριθμ../16.7.2018
απόδειξη της εναγομένης, στην οποία ουδέν άλλον
αναγράφεται παρά μόνο ότι το ποσό αυτό εισπράχθηκε από τον Π……. Φ…….για
λογαριασμό των εναγόντων. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών για
σάκους συσκευασίας διατηρεί σε βάρος του ενάγοντος απαίτηση, συνολικού ποσού δέκα
χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα δύο ευρώ και έντεκα λεπτών [10.962,11 €],
προσκομίζοντας με επίκληση τα κάτωθι
τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής, και συγκεκριμένα τα υπ’αριθμ../19.01.2016
ποσού 400,00 €, 504/24.3.2016 ποσού 504,00 €, ./04.5.2016 ποσού 270,60€,
./29.8.2016, ποσού 601,40 €, 1./02.9.2016 ποσού 1.209,00 €, ./21.9.2016 ποσού
2.777,60 €, ./28.9.2016 ποσού 2.418,00 €, ./26.10.2016 ποσού 711,95 €,
./05.12.2016 ποσού 359,60 €, ./02.01.2018 ποσού 354,64 €, υπ’ αριθμ. ./04.6.2018 ποσού 660,92 € και ./20.9.2018 ποσού
688,20 € της εταιρείας Κ.Β….. Α.Ε. Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται ως ένσταση απόσβεσης οφειλής και
όχι ως ένσταση συμψηφισμού, μολονότι αφορά ανταπαίτηση της εναγομένης,
είναι αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι
τα ανωτέρω τιμολόγια αφορούν σάκους συσκευασίας για πωλήσεις φιστικιών του
ενάγοντος στην εναγομένη και όχι για έτερες
συναλλαγές της τελευταίας με άλλους καλλιεργητές, καθότι τύγχανε έμπορος ξηρών
καρπών και χρησιμοποιούσε αυτά για τις ανάγκες της εμπορικής της
δραστηριότητας. Επιπλέον στοιχείο που καταδεικνύει το αβάσιμο του κονδυλίου
αυτού είναι το γεγονός ότι, εάν ο ενάγων επιβαρυνόταν με το κόστος των σακιών,
στα τιμολόγια πώλησης θα αναγραφόταν ως πελάτης αγοραστής ο ίδιος ο ενάγων και
όχι η εναγομένη. Επιπλέον ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι η πρώτη εξ αυτών παρέδωσε στον Φ……Π……..,
για λογαριασμό των εναγόντων, το συνολικό ποσό των 12.000,00 € προς μερική
εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων, πέραν του ότι απαραδέκτως
προτείνεται το πρώτον με τη προσθήκη αντίκρουση, είναι πρωτίστως αόριστος,
γιατί δεν αναφέρεται για την εξόφληση ποιας ή ποιων απαιτήσεων και ποιανού
ενάγοντος δόθηκαν τα ποσά αυτά, παρά μόνο προσκομίζονται οι υπ’αριθμ.
./11.10.2016, ./31.10.2016, ./21.12.2016, ./27.01.2017, 31/27.02.2018,
./17.3.2017, ./28.4.2017, ./28.7.2017, ./05.01.2018 αποδείξεις της εναγομένης, ποσού 3.000,00€, 2.000,00€, 1.500,00 €,
1.800,00 €,1.700,00 €, 2.000,00 €, 2.000,00 €, 2.100,00 €, 1.500,00 €,
αντίστοιχα, στις οποίες ουδέν άλλον αναγράφεται παρά μόνο ότι το ποσό αυτό
εισπράχθηκε από τον Π……. Φ……. για λογαριασμό των εναγόντων. Οι εναγόμενοι
ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών για τη μεταφορά των φιστικιών από το Επιτάλιο στην Καλαμάτα κατέβαλε στους μεταφορείς Α….., Ρ……
Δ……, Π…….Α…….. και Φ……. Γ…….το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων τετρακοσίων
ενενήντα ενός ευρώ και είκοσι ενός λεπτών [33.491,21 € ]. Ο ισχυρισμός αυτός,
πέραν της ουσιαστικής βασιμότητάς του, καθότι τα μεταφορικά βάρυναν τους εναγομένους, τυγχάνει πρωτίστως αόριστος, διότι ουδεμία
αναφορά γίνεται στο πότε, με ποιο φορτηγό, για ποιόν ενάγοντα, για ποια
ποσότητα φιστικιού, τι παραστατικό και σε ποιόν εκδόθηκε, και για ποιο ποσό
μεταφορικών έγιναν τα δρομολόγια αυτά από τα οποία φέρεται να δημιουργήθηκε η
προαναφερθείσα δαπάνη. Επιπλέον, εάν η δαπάνη μεταφοράς βάρυνε τους ενάγοντες,
το τιμολόγιο της αμοιβής του μεταφορέα
θα εκδίδετο στο όνομα τους. Επίσης όλως αορίστως οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο Π….. Φ……..
έλαβε για λογαριασμό των εναγόντων στις 04 Ιουνίου 2018 το ποσό των χιλίων ευρώ
[1.000,00 € ] από την εταιρεία Δ……. Σ. Δ……. Ο.Ε. και στις 25 Ιουνίου 2018 το
ποσό των διακοσίων ευρώ [200,00 €], γιατί δεν αναφέρεται με ποια αιτία καταβλήθησαν αυτά τα ποσά από τρίτο, πως επέρχεται με την
καταβολή αυτών μερική εξόφληση των
επίδικων απαιτήσεων και για την εξόφληση ποιας ή ποιων απαιτήσεων και ποιανού
ενάγοντος δόθηκαν τα ποσά αυτά.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω,
πρέπει αφενός η υπό κρίση υπό στοιχείο [ α] αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και
να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των
εκατόν δέκα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τριών
ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών [118.843,65 €], με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από
την 01 Ιανουαρίου 2020 έως την ολοσχερή εξόφληση και στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν
πενήντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών
[156.475,29 €], με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01 Ιανουαρίου 2020 έως
την ολοσχερή εξόφληση, και αφετέρου η υπό κρίση υπό στοιχείο [β] αγωγή να
απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν ως προς την ενάγουσα
και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τον ενάγοντα και να αναγνωριστεί ότι οι
εναγόμενοι, έκαστος εξ αυτών αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, οφείλουν να
καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων εκατόν
πενήντα ενός ευρώ και τεσσάρων λεπτών [52.151,4 €], με το νόμιμο τόκο
υπερημερίας από την 01 Ιανουαρίου 2020 έως την ολοσχερή εξόφληση. Τα δικαστικά
έξοδα των εναγόντων της υπό στοιχείο [α] αγωγής πρέπει κατά ένα μέρος, λόγω της
μερικής νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους και ανάλογα με την έκταση
αυτής, να επιβληθούν, με βάση και το σχετικό αίτημα των εναγόντων, στους
εναγόμενους (άρθρα 178, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως
ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, ενώ τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων της υπό στοιχείο [β] αγωγής πρέπει να
επιβληθούν, με βάση και το σχετικό αίτημα αυτών, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω
της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ τα
δικαστικά έξοδα του ενάγοντος της υπό στοιχείο [β] αγωγής πρέπει κατά ένα
μέρος, λόγω της μερικής νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους και ανάλογα
με την έκταση αυτής, να επιβληθούν, με βάση και το σχετικό αίτημα του
ενάγοντος, στους εναγομένους (άρθρα 178, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της
παρούσας. Τέλος, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, οι ενάγοντες δεν
παραβίασαν την από το άρθρο 116 ΚΠολΔ επιβαλλόμενη
υποχρέωση να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης και να
αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, με αποτέλεσμα
να μην συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν ποινές του άρθρου 205 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 13
Νοεμβρίου 2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ …../13.11.2020 αγωγή και την από 13 Νοεμβρίου 2020 και με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΜΤ…../13.11.2020 αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης ΜΤ …../13.11.2020 αγωγής :
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος
οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν
δέκα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τριών ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών
[118.843,65 €], με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01 Ιανουαρίου 2020 έως
την ολοσχερή εξόφληση και στον ενάγοντα
το ποσό των εκατόν πενήντα έξι χιλιάδων
τετρακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών [156.475,29 €], με το
νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01 Ιανουαρίου 2020 έως την ολοσχερή εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα
οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα ευρώ [ 2.380,00 €],
και μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των
τριών χιλιάδων εκατόν τριάντα ευρώ [3.130,00 €].
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης ΜΤ…./13.11.2020 αγωγής :
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς
την ενάγουσα.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
ως προς τον ενάγοντα.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι
εναγόμενοι, έκαστος εξ αυτών αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, οφείλουν να
καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων εκατόν
πενήντα ενός ευρώ και τεσσάρων λεπτών [52.151,4 €], με το νόμιμο τόκο
υπερημερίας από την 01 Ιανουαρίου 2020 έως την ολοσχερή εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της
ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία
ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ευρώ [1.800,00 €], και σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα
οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό ευρώ [1.100,00 €].
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε
σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των
διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πύργο, στις 03 Μαΐου 2022.
Η
ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ