ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ « ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ »

 

ΜΠρΚορίνθου 15/2022

 

Αναβάλλεται η συζήτηση έφεσης ν.3869/2010, κατ' αρθρ. 249 Κ.Πολ.Δ. μέχρι την έκδοση απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υπόθεσης, η οποία έχει παραπεμφθεί σε αυτήν με την υπ αριθμ. 357/2021 απόφαση του Δ'Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου σχετικά με το ζήτημα, του εάν η διάταξη της παραγράφου 2 περ. α'του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, κατά την οποία στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περιλαμβάνονται οι βεβαιωμένες οφειλές προς την φορολογική διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον Τελωνιακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, αντίκειται ή μη σε συνταγματικές διατάξεις.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΤΜΉΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 15/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αναστασία Ξηρογιάννη, Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Καλαντζή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 24 Νοεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών (Λ.Φ.Μ .) και ήδη από 01.01.2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Φ.Μ .), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (άρθρα 1 παρ.1, 36 παρ.1, 41 παρ.4 και 43 ν.4389/2016) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Κορίνθου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αλκηστη Κόρδου (Α.Μ 511 Ν.Σ.Κ).

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Του  ..., με Α.Φ.Μ. ..., κατοίκου Κάτω Λουτρού Κορινθίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλενα Κονομόδη (Α.Μ 37.663 Δ.Σ.Α).

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ: 1) Την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αρ.4 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΙNTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ" που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων, Λεωφ.Μεσογείων αρ. 109-111 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15-2-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 40/2018 αίτηση του περί υπαγωγής του στο καθεστώς του Ν.3869/2010, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθ. 654/2020 οριστική απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση του αιτούντος και νυν εφεσίβλητου.

 

Κατά της εν λόγω απόφασης, το ως άνω διάδικο μέρος, που ηττήθηκε στον πρώτο βαθμό, άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, την απευθυνόμενη στο παρόν, ένδικη, από 30-09-2020 έφεση και με αριθμό κατάθεσης ./2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ. Κατάθεσης ./2020, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα στην υπό κρίση έφεση και τις έγγραφες κατατεθειμένες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά των αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, «αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση, που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους». Με τη διάταξη αυτή, που είναι διάφορη τόσο κατά τη διατύπωση όσο και κατά την έννοια από αυτή του άρθρου 517 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους», προσδιορίζονται τα πρόσωπα, σε περίπτωση συμμετοχής στην πρωτόδικη δίκη περισσοτέρων ενδιαφερομένων, κατά των οποίων πρέπει να απευθύνεται η έφεση, που ασκείται από ένα από αυτά (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠΟΛΔ, τόμος Δ', υπό άρθρο 762, σελ. 461). Πιο συγκεκριμένα με τη διάταξη αυτή επεκτείνεται ο κύκλος των νομιμοποιούμενο)ν παθητικά προσώπων, προς τα οποία πρέπει να απευθύνεται η έφεση, περιλαμβάνοντας, πλην των διαδίκων και όλους όσους συμμετείχαν στην πρωτόδικη δίκη, ήτοι αυτών, που άσκησαν κύρια, αλλά και πρόσθετη παρέμβαση, ανεξαρτήτως του εάν ήταν ομόδικοι, απλοί ή αναγκαίοι, του εκκαλούντος. Η διαφορετική αυτή διατύπωση, αλλά και η επέκταση του κύκλου των παθητικώς νομιμοποιούμενων προσώπων είναι απολύτως εύλογη, λόγω της φύσης των διαφορών, που υπάγονται στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, που, κατά κανόνα, αφορούν στη δημόσια τάξη και είναι, ως εκ τούτων, είναι απαραίτητο να επιλύονται έναντι πάντων των ενδιαφερομένων. Τα ανωτέρω αφορούν στις γνήσιες υποθέσεις, που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, από τις οποίες ελλείπει η αντιδικία και οι προϋποθέσεις της συμμετοχής τρίτων στην ανοιγείσα δίκη και της εκ μέρους τους κτήσης της ιδιότητας του διαδίκου προβλεπόμενες από τα άρθρα 748 και 752-754 ΚΠολΔ, διαφέρουν ουσιωδώς από τις αντίστοιχες, που ισχύουν για τις διαφορές της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (για τα θέματα βλέπε και ΕφΘεσ 294/2009, ΕφΛΔ 2009. 1113). Σε ό,τι αφορά τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες υφίσταται αντιδικία και συνήθως, η αίτηση στρέφεται εναντίον άλλου προσώπου, αλλά και σε περίπτωση άσκησης κύριας παρέμβασης σε αίτηση, αφορώσα γνήσια υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας, διά της οποίας επιδιώκεται η απόρριψη της τελευταίας και ως εκ τούτων γεννάται πλέον αντιδικία μεταξύ αιτούντος και κυρίως παρεμβαίνοντος (Κεραμεως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, τόμος II, υπό άρθρο 752, παρ. 3-4, σελ. 1494), η διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ, δεν αποκλείει, πάντως, την εφαρμογή του άρθρου 517 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 741 του ίδιου Κώδικα και, συνακόλουθα, η έφεση διαδίκου σε απόφαση εκδοθείσα κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας πρέπει, οπωσδήποτε να απευθύνεται και κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος, όπως η έννοια αυτών ήδη προσδιορίστηκε. Περαιτέρω, αναφορικά με τις έννομες συνέπειες της μη τήρησης της ως άνω διάταξης, ήτοι της μη απεύθυνσης της αίτησης σε όλους όσους συμμετείχαν στην πρωτόδικη δίκη, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ενιαία. Έτσι, εάν μεν υφίστανται αντίδικοι, υπό την έννοια ότι η αίτηση απευθυνόταν κατά συγκεκριμένου προσώπου ή είχε ασκηθεί κύρια παρέμβαση, η μη απεύθυνση της έφεσης κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος ακόμη και αυτών, που δεν εμφανίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και δικάσθηκαν σαν να ήταν παρόντες, κατ' άρθρο 754 ΚΠολΔ, πρέπει να συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής (ΕφΑΘ 3995/2006, ΕλλΔνη 2007.571, ΕφΠειρ. 713/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), χωρίς το απαράδεκτο να θεραπεύεται με την κοινοποίηση της έφεσης σε αυτούς ή με την κλήτευση τους κατ' άρθρο 748§3 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει μεν η διάταξη του άρθρου 760 ΚΠολΔ, πλην όμως, αφορά σε κλήτευση τρίτων, που δεν έχουν καταστεί διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη (Β. Βαθροκοκοίλη. όπ.π, σελ 462). Αντιθέτως, σε περίπτωση, που ο εκκαλών δεν απευθύνει την έφεση κατά έτερων, πλην των αντιδίκων του, προσώπων, που, ωστόσο, μετείχαν στην πρωτόδικη δίκη, είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν κλήτευσης του κατ' άρθρο 748§3 ΚΠολΔ, όπως επί παραδείγματι στους προσθέτως παρεμβαίνοντες, η έφεση δεν πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αλλά, εφόσον ο εκκαλών δεν έχει τουλάχιστο κοινοποιήσει το δικόγραφο αυτής στα ως άνω πρόσωπα, το δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο, μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 748§3 ΚΠολΔ, να διατάξει την κλήτευση τους (ΟλΑΠ 6/1999). Η ως άνω διαφοροποίηση και η θεραπεία του απαραδέκτου με τη διατασσόμενη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κλήτευση αυτών είναι» δικαιολογημένη, αν ληφθεί υπόψη ότι τα πρόσωπα αυτά, που δεν είναι αντίδικοι του εκκαλούντος, δεν ευνοούνται από την ισχύ της εκκαλούμενης απόφασης και, ως εκ τούτων, είναι δυσχερής, αν δεν αποκλείεται, η θεμελίωση εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος εναντίον τους (Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, όπ.π. υπό άρθρο 762, παρ. 2, σελ 1515).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος με την από 15-2-201 8 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018 αίτηση του περί υπαγωγής του στο καθεστώς του Ν.3869/2010, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ζήτησε την υπαγωγή του στο ρυθμιστικό πλαίσιο του Ν. 3869/2010 και απηύθυνε την ως άνω αίτηση του κατά των εξής νομικών προσώπων: 1) Την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε» και 2) Το Ελληνικό Δημόσιο και νυν εκκαλούν, οι οποίοι τυγχάνουν αντίδικοι του αιτούντος στην ανοιγείσα με την ως άνω αίτηση δίκη, καθόσον εκ της θέσεως τους επιδιώκουν την απόρριψη της εναντίον τους αιτήσεως και σε κάθε περίπτωση την επίτευξη του ευνοϊκότερου-επωφελέστερου γι' αυτούς αποτελέσματος, με την έννοια της διάσωσης όσο το δυνατό μεγαλύτερου μέρους των εναντίον του αιτούντος απαιτήσεων τους. Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου παραστάθηκαν αφενός μεν ο αιτών και νυν εφεσίβλητος, αφετέρου δε το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΙNTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ" άσκησε κύρια παρέμβαση και με αυτόν τον τρόπο κατέστη διάδικος στην παρούσα δίκη. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των μετ’ επικλήσεως προσκομισθεισών με αριθμούς ./13-10-2020 και ./13-10-2020 εκθέσεων επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., επέδωσε την υπό κρίση έφεση με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση να παραστεί για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας νόμιμη δικάσιμο, αφενός μεν στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε", αφετέρου δε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ", οι οποίες αμφότερες, κατά τη συζήτηση της εφέσεως στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, με την υπό κρίση έφεση του, δεν στρέφεται και κατά των ως άνω ανώνυμων εταιρειών, ωστόσο συγκοινοποιεί την έφεση και προς τις ως άνω εταιρείες, χωρίς ωστόσο η αναφορά αυτή να καθιστά τις τελευταίες εφεσίβλητες, καθόσον η ένδικη έφεση απλώς κοινοποιείται προς γνώση σε αυτές. Ωστόσο, πρέπει εν προκείμενω να γίνει δεκτό ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν βρίσκεται σε σχέση αντιδικίας με τις ως άνω ανώνυμες εταιρείες, σε κάθε, δε, περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες μετ' επικλήσεως προσκομισθείσες εκθέσεις επίδοσης, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ως άνω προαναφερομένη δικάσιμο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σε αμφότερες τις καθ' ων η αίτηση ανώνυμες εταιρείες, συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση δικονομικού απαραδέκτου της κρινομένης εφέσεως.

 

Περαιτέρω, η υπό κρίση από 30-09-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2020 έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 17Α, 495 επ., 513 παρ. 1, 516, 517, 518 παρ. 2, 761, 762, 741 ΚΠολΔ και 14 του ν. 3869/2010), ήτοι εντός της 7φοθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (09-07-2020), αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 06-09-2019, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται εν προκειμένω η καταβολή παραβόλου εφέσεως, λόγω των προνομίων του Ελληνικού Δημοσίου. Πρέπει, συνεπώς, ΐ) υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

 

Εν προκειμένου, ο αιτών και ήδη εκκαλών, με την από 15-02-2018 και με αριθμό κατάθεσης 40/2018 αίτηση του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικός οφειλών του προς τους πιστωτές του, ζήτησε τη ρύθμιση των χρεών του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με βάση την περιουσιακή και οικογενειακή του κατάσταση με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της περιγραφόμενης στην αίτηση κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υπέβαλε, με σκοπό την απαλλαγή της από τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αίτηση του χρέη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθ. 654/2020 απόφαση του, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας, αφού έκρινε αυτήν ως νόμιμη, δέχθηκε εν μέρει αυτήν και ως ουσιαστικά βάσιμη, ρύθμισε τις οφειλές του αιτούντος με μηδενικές καταβολές για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, εξαίρεσε από την εκποίηση την κύρια κατοικία του και επέβαλε στον αιτούντα την υποχρέωση προς διάσωση της κύριας κατοικίας του, να καταβάλλει σε χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών και σε 240 δόσεις, το συνολικό ποσό των 55.000 ευρώ, ήτοι ποσό 229,17 ευρώ μηνιαίως, καταβλητέες εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης μετά την περίοδο χάριτος των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό και με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, με την υπό κρίση έφεση του παραπονείται κατά της απόφασης αυτής και υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης και για τον λόγο αυτό ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη επί τω τέλει όπως απορριφθεί καθ' ολοκληρίαν η αίτηση του εφεσίβλητου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 249 εδ. α' Κ.Πολ.Δ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται εν όλω ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μίας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε Πολιτικό ή Διοικητικό Δικαστήριο, ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα a7co αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη αυτή προεχόντως όταν κάποιο σοβαρό νομικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί από το οικείο αναιρετικό τμήμα, έχει παραπεμφθεί ήδη στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, όπου και εκκρεμεί (βλ. ΑΠ 497/2020, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, το εκκαλούν ισχυρίζεται, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. α' Ν. 3869/2010, υπήγαγε σε ρύθμιση τις οφειλές του εφεσίβλητου και ως προς αυτό, ενώ όφειλε να κρίνει την ανωτέρω διάταξη ως αντισυνταγματική, διότι παραβιάζει της αρχή της ισότητας υπό την ειδικότερη έκφανση της φορολογικής ισότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, και να απορρίψει την αίτηση κατά το μέρος που το αφορά ως μη νόμιμη. Ειδικότερα το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 Ν. 3869/2010 είναι αντισυνταγματική καθώς εισάγει ως προϋπόθεση για την απαλλαγή του πολίτη από φόρους, τους οποίους υποχρεούται να καταβάλει, την ιδιότητα του αιτούντος την απαλλαγή από τον φόρο ως οφειλέτη και προς ιδιώτη πιστωτή και πιο συγκεκριμένα ως οφειλέτη έναντι τραπεζικής εταιρείας. Ότι το κριτήριο αυτό δεν είναι συνταγματικά ανεκτό, καθώς δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτά που μπορούν να αποτελέσουν λόγο διαφορετικής φορολογικής μεταχείρισης. Ότι η με τον οριζόμενο στο Ν. 3869/2010 απαλλαγή του αιτούντος από τις φορολογικές του υποχρεώσεις δεν γίνεται στη βάση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων αλλά εντελώς αυθαίρετων. Ότι η διάταξη αυτή αντίκειται στην αρχή της ισότητας του φόρου, καθώς δεν επιβάλλει ενιαία φορολογική μεταχείριση σε πολίτες, οι οποίοι βρίσκονται στην αυτή οικογενειακή, περιουσιακή και εισοδηματική κατάσταση, αλλά θέτει αδικαιολόγητα όσους υπάγονται στην ανωτέρω διάταξη σε οικονομική κατάσταση ευνοϊκότερη από αυτή των άλλων φορολογούμενων, Ό λόγος αυτός πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του. Ωστόσο, με την υπ' αριθμ. 357/2021 απόφαση του Δ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, το ζήτημα, του εάν η διάταξη της παραγράφου 2 περ. α του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, κατά την οποία στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περιλαμβάνονται οι βεβαιωμένες οφειλές προς την φορολογική διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διοίκησης (Κ.Φ.Δ.), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και τον Τελωνιακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, αντίκειται ή μη σε συνταγματικές διατάξεις, παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ως ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, όπου και εκκρεμεί (βλ. ΑΠ 357/2001, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Επομένως, στην επίδικη υπόθεση, της οποίας αντικείμενο αποτελεί η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 249 Κ.Πολ.Δ.

 

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να αναβληθεί κατά τα λοιπά η συζήτηση επί των λόγων αυτής, μέχρι την έκδοση απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υπόθεσης, η οποία έχει παραπεμφθεί σε αυτήν με την υπ' αριθμ. 357/2021 απόφαση του Δ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

 

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση επί των λόγων της κρινόμενης έφεσης, μέχρι την έκδοση απόφασης από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί της υπόθεσης, η οποία έχει παραπεμφθεί σε αυτό με την υπ' αριθμ. 357/2021 απόφαση του Δ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση ακροατήριο του στην Κόρινθο στις 10 Φεβρουαρίου 2022.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ