ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 350/2022

 

Έφεση. Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Ν. 3869/2019. Αίτηση  εγγυήτριας σε μεγάλου ύψους επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια συζύγου εμπόρου. Δεκτή η αίτηση.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΕΦΕΣΗ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ Ν.3869/2010

 

Αριθμός Απόφασης 350/2022

(αριθμός έκθεσης κατάθεσης έφεσης ./2020)

(αριθμός έκθεσης προσδιορισμού συζήτησης έφεσης ΜΕ ./2020)

(αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης ./2014)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Σπυροπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 12 Ιανουαρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Της εκκαλούσας-αιτούσας : ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας, επί των οδών ..., ΑΦΜ ..., ΔΟΥ Πύργου, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Δημητρίου Δημητρουλόπουλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000107, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλείας με αριθμό Η0..../12.01.2022] και κατέθεσε προτάσεις.

 

Των εφεσίβλητων – καθών η αίτηση – μετεχουσών στη δίκη πιστωτών-κυρίως παρεμβαίνουσας : 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «Eurobank», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Όθωνος αρ.8, ΑΦΜ ..., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, ΓΕΜΗ ..., νόμιμα εκπροσωπούμενης ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε.», ΑΦΜ ..., λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρα 16 Ν.2515/1997, 57 παρ. 3, 59-74 Ν.4601/2019- Ανακοινώσεις για καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. υπ’ αριθμ. ... και ./20.3.2020), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Δημητρίου Κονδύλη (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ. 000002, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό Η0.../12.01.2022) και κατέθεσε προτάσεις, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αρ.4, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ.40, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 4) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ.40 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία  παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Κωνσταντίνου Γιαννάτου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000078, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλείας με αριθμό Η.../12.01.2022] και κατέθεσε προτάσεις, 5) ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS A.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, Λεωφόρος Μεσογείων αρ.109-111, Γ.Ε.Μ.Η. ..., Α.Φ.Μ. ..., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα Ελλάδος, δυνάμει της υπ’αριθμ.362/2/17.9.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β 3533/20.9.2019), η οποία, δυνάμει της από 12.9.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας με αριθμό πρωτοκόλλου ./16.9.2019 στον τόμο . με αύξοντα αριθμό . του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, σε συνδυασμό με την από 18.9.2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, νομίμως, επίσης, δημοσιευθείσας με αριθμό πρωτοκόλλου .../23.9.2019 στα ίδια ως άνω βιβλία του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο 10 με αύξοντα αριθμό 285, ενεργεί ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια, ως προς τις απαιτήσεις των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», με έδρα το Δουβλίνο της Ιρλανδίας, οδός Φένιαν, Πάλμερστον Χάουζ, β’ όροφος, Δουβλίνο 2, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αμερικής αρ.4, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την πρώτη επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευμένης σε περίληψη με αριθμό πρωτοκόλλου ./16.9.2019 στον τόμο . με αύξοντα αριθμό . στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία, η οποία δεν παραστάθηκε.

 

Κοινοποιούμενη στον πρωτοφειλέτη, ., κάτοικο Πύργου Ηλείας, επί των οδών ., ο οποίος δεν παραστάθηκε.

 

Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS A.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, Λεωφόρος Μεσογείων αρ.109-111, Γ.Ε.Μ.Η. ., Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης της σύστασης ., Α.Φ.Μ. ., ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας νομίμως από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν.4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 326/2/17.9.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β 3533/20.9.2019), η οποία, δυνάμει της από 11.6.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αριθμ.πρωτ. ./29.7.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο . με αριθμό ., ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, οδός 3 Georges Docκ, IFSC, 4ος όροφος, Δουβλίνο 1, αριθμός μητρώου ..., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αρ.4, Γ.Ε.Μ.Η. ., ΑΦΜ ., Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, δυνάμει της από 16.3.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης από τα άρθρα 10 και 14 του Ν.3156/2003, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ.πρωτ../17.3.2021 στα τηρούμενα στο βιβλίο του  Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο 12 με αριθμό 52 του Ν.2844/2000, η οποία παραστάθηκε δια τη πληρεξούσιας Δικηγόρου της Αγγελικής Παπαχριστοφίλου [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000088, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλείας με αριθμό Η0./12.01.2022] και κατέθεσε προτάσεις.

 

Υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αρ.4, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

 

Η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 05 Μαρτίου 2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./05.3.2014 αίτηση περί ρύθμισης των οφειλών της και υπαγωγής της στις διατάξεις του Ν.3869/2010, την οποία απηύθυνε στο Ειρηνοδικείο Πύργου Ηλείας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’  αριθμ. 108/21.8.2020 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της τελευταίας αυτής  απόφασης [108/2020] η αιτούσα άσκησε  την από 29 Σεπτεμβρίου 2020 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./30.9.2020 και εν συνεχεία προς προσδιορισμό δικάσιμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΕ./01η.10.2020. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 12ης Μάϊου 2020 και κατόπιν αναβολής έλαβε χώρα στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [12.01.2022].

 

Κατά την έναρξη της συζήτησης η ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, με τις προτάσεις που κατέθεσε άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού  με την επωνυμία «Sunrise I NLP Finance Designated Activity Company», που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας (αρ. μητρώου .), και ζήτησε να απορριφθεί η έφεση.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

                       Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 

                       Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είναι εκκρεμείς : α)  η από 12.01.2022 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης  ΜΕ./2020) έφεση, που άσκησε  η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα κατά της υπ’ αριθμ. 108/2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία απερρίφθη ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 05.3.2014 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./2014) αίτηση, που άσκησε η εκκαλούσα και β) η ασκηθείσα με τις προτάσεις από 12.01.2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία«INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς δημιουργείται σχέση κυρίου και παρεπόμενου, ενόψει και του ότι δικάζονται με την ίδια διαδικασία και με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ).

 

Από τις υπ’ αριθμ. .Ε/09.10.2020, .Ε/09.10.2020, .Ε/09.10.2020, .Ε/09.10.2010 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση στην αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 09 Οκτωβρίου 2020, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις μη παριστάμενες δεύτερη, τρίτη, πέμπτη των εφεσίβλητων, αντίστοιχα,  με επιμέλεια της εκκαλούσας – αιτούσας, η οποία επέσπευσε τη συζήτηση της έφεσης, καθώς ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της αιτούσας, που υπογράφει το εφετήριο, κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ακριβές αντίγραφο του τελευταίου για τον προσδιορισμό δικασίμου [άρθρα 122 παρ.1, 123, 124 παρ.1 και 2, 126 παρ.1 περ.γ, 127 παρ.1, 129 παρ.1, 748 παρ.1,2,4 και 760 ΚΠολΔ]. Κατά τη τελευταία αυτή δικάσιμο [12.5.2021] η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και η υπόθεση αναγράφηκε εκ νέου στο οικείο πινάκιο. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης, ότε η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι ανωτέρω εφεσίβλητες ανώνυμες τραπεζικές και εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων δεν παραστάθηκαν. Το Δικαστήριο, όμως, θα προχωρήσει στη συζήτηση της έφεσης σαν να ήταν και αυτοί παρόντες [ΚΠολΔ 524 παρ.4, 764 παρ.2). Παράβολο για τη περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί, διότι η άσκηση του ένδικου αυτού μέσου δεν προβλέπεται στη προκειμένη περίπτωση (άρθρο 14 του Ν.3869/2010).

Σημειωτέον ότι οι μη παριστάμενες εφεσίβλητες ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες και εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων δεν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τις παριστάμενες εφεσίβλητες, παρά το γεγονός ότι στη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ο δεσμός που συνδέει τους πιστωτές του αιτούντος οφειλέτη, ενόψει του ότι η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους «μετέχοντες στη δίκη» πιστωτές, είναι αυτός της αναγκαστικής παθητικής ομοδικίας (άρθρο 76 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ), καθόσον στην εκούσια δικαιοδοσία, κατά την ορθότερη γνώμη, δεν εφαρμόζεται, όπως στην αμφισβητούμενη, η διάταξη του άρθρου 76 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται». Και τούτο  διότι η έκταση του επηρεασμού στις έννομες σχέσεις του αιτούντος και των άλλων ενδιαφερομένων είναι διάφορη (Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση του ΚΠολΔ, τ.δ, έκδοση 1996, άρθρο 754 αριθμ. Ια). Ειδικά δε στο Ν. 3869/2010, όπου συντρέχουν αντίθετα συμφέροντα των πιστωτών, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη (ΕιρΛαρ 69/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», όπου παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).

 

Η υπό κρίση από 29.9.2020 έφεση της ηττηθείσας αιτούσας κατά της υπ’αριθμ. 108/21.8.2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου, το οποίο δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ερήμην της δεύτερης των καθών η αίτηση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου, κατά την ίδια διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [άρθρα 17 Α, 741 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 Ν.3869/2010]. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό 19/30.9.2020, και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός προθεσμίας δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 21 Αυγούστου 2020, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται σχετική έκθεση επίδοσης της εκκαλουμένης, ούτε προσκομίζεται σχετική έκθεση επίδοσης, ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας (άρθρα 14 Ν.3869/2010, 495 αρ.1, 511, 513 παρ.1 περ.β εδ.α, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το νόμιμο ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 75,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ./17.02.2021 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, όπου γίνεται αναφορά στην από 30.9.2020 ηλεκτρονική απόδειξη e – παράβολο της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ».

 

[I] Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ. Συνέπειες δε της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ως προς την διαδικαστική θέση του αυτοτελώς παρεμβαίνοντα είναι η χωριστή κίνηση προθεσμιών με τις προς αυτόν επιδόσεις, ελεύθερη εκτίμηση της ομολογίας του και ο αποκλεισμός της εξέτασής του ως μάρτυρα, η επέλευση βίαιης διακοπής της δίκης (άρθρο 286 του ΚΠολΔ) με τη μεταβολή του προσώπου του, η εκπροσώπησή του κατά την απουσία του από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως, η καταδίκη στα έξοδα κατά τους κανόνες του άρθρου 180 του ΚΠολΔ και η απεύθυνση των ενδίκων μέσων και κατά αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, τόσο η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση όσο και η μη αυτοτελής ή απλή πρόσθετη παρέμβαση, ήτοι όταν στην πρώτη περίπτωση το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος στηρίζεται στο γεγονός ότι, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού ή στις θεσπισμένες από το νόμο αρμοδιότητες αυτού, και στη δεύτερη περίπτωση όταν το έννομο συμφέρον στηρίζεται σε άλλο γεγονός, δεν εισάγουν νέα δίκη, δεδομένου ότι με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η δίκη που δημιουργείται δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αφού η παρέμβαση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που άρχισε με την αίτηση ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωρισθεί, γι` αυτό η περάτωση της κύριας δίκης συνεπιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση και της δίκης για την παρέμβαση. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση (αυτοτελής ή απλή) δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση (ΑΠ 368/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1260/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 477/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του υπέρ η παρέμβαση, κατά την απουσία του, από τον παρεμβαίνοντα και αντιστρόφως [ΕφΠειρ 111/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

(II) Οι διατάξεις του Ν.4335/2015 καθιερώνουν δύο μορφές ανωνύμων εταιρειών ειδικού σκοπού, την Εταιρεία Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ) και την Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπουν δύο νέα συμβατικά μορφώματα, την σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και την σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Στις μεν πρώτες (ΕΑΑΔΠ) μεταβιβάζονται οι απαιτήσεις πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων καθιστάμενες ούτως εκδοχείς των εκχωρούμενων αιτία πωλήσεως χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων, χωρίς όμως να νομιμοποιούνται στην έγερση των αγωγών και στην διεξαγωγή των σχετικών δικών ως δικαιούχοι διάδικοι, στις δε δεύτερες (ΕΔΑΔΠ) δεν μεταβιβάζονται κατά κυριότητα οι απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΕΑΑΔΠ, με αποτέλεσμα να μην καθίστανται ειδικοί διάδοχοι αυτών και να νομιμοποιούνται στη διεξαγωγή των δικών που αφορούν τις διαχειριζόμενες απαιτήσεις ως μη δικαιούχοι διάδικοι. Οι συμβάσεις μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης απαιτήσεων καταρτίζονται με αντικείμενο κάθε απαίτηση από σύμβαση τραπεζικού δανείου. Ως απαίτηση που απορρέει από δάνειο πρέπει να νοείται η απαίτηση για απόδοση κεφαλαίου, τόκων [συμβατικών και νόμιμων], τόκων ανατοκισμού και εξόδων. Στην περίπτωση της σύμβασης χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αντικείμενο της σύμβασης μεταβίβασης ή διαχείρισης μπορεί να είναι μόνο η απαίτηση για το οριστικό κατάλοιπο, καθόσον οι επιμέρους χρεώσεις και το προσωρινό κατάλοιπο δεν είναι αυτοτελώς απαιτητά ή εκχωρητά. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνο πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 §§ 1-3 του Ν.4354/2015 στις ΕΔΑΔΠ ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα. Ο νόμος (άρθρο 2 §2 Ν.4354/2015) καθιερώνει έγγραφο συστατικό τύπο για τη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων και καθορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της. Η διαχείριση απαιτήσεων από τις ΕΔΑΔΠ ταυτίζεται καταρχάς με την αντίστοιχη διαχείριση που θα πραγματοποιούσε ένα πιστωτικό ίδρυμα, περιορίζεται ωστόσο στις πράξεις διαχείρισης, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί εκ των προτέρων στην καταρτισθείσα σύμβαση ανάθεσης. Ως πράξεις διαχείρισης απαριθμούμενες ενδεικτικά στο νόμο νοούνται, μεταξύ άλλων, η νομική και λογιστική παρακολούθηση και η είσπραξη των απαιτήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 2§4 Ν.4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν.4307/2014. Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Με βάση τη διάταξη αυτή υποστηρίζεται ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών να ενεργούν τόσο επί του δικονομικού όσο επί του ουσιαστικού πεδίου ως μη δικαιούχοι διαχειριστές αλλότριας περιουσίας αντλείται απευθείας από το νόμο. Διενεργούν κάθε διαχειριστική πράξη, η οποία σκοπεί στην ικανοποίηση-είσπραξη της απαιτήσεως συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής της δίκης στο όνομα των ιδίων, αλλά για λογαριασμό του αληθούς φορέα της απαίτησης. Από την ίδια τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 4354/2015 προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των  ΕΔΑΔΠ, που λειτουργούν κατ’ ανάθεση είσπραξης μιας απαίτησης,  δεν είναι συμβατική αλλά νόμιμη, γι’ αυτό τυχόν συμβατικοί όροι που αποκλείουν την εξουσία τους να αποκτήσουν την ιδιότητα του διαδίκου δεν επιδρούν επί του δικονομικού δικαίου [βλ. Γεώργιο Δανιηλίδη, Η εξαιρετική νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων του Ν.4354/2015, Διπλωματική Εργασία, 2020, ΠΜΣ Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, Τμήματος Νομικής, ΑΠΘ, ιδίως σελ.35, 36,37, όπου παραπομπές σε θεωρία,  βλ. όμως Παναγιώτη Κολοτούρο, Δικονομική αρμοδιότης των  εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων-άρθρον 2 του ν.4354/2015, ΧρΙΔ 2019, 464 επ., σύμφωνα με τον οποίο η άποψη περί του ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των ΕΔΑΔΠ αντλείται από τον ίδιο το νόμο είναι ορθή ως προς τις απαιτήσεις των εταιρειών απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ), των οποίων η νομιμοποίηση έχει αφαιρεθεί από τον ίδιο το νόμο (άρθρο 1 §1 γ Ν.4354/2015) και τις απαιτήσεις αυτών ασκούν δικαστικώς μόνο οι εταιρείες διαχείρισης [αποκλειστική νομιμοποίηση]. Αντιθέτως, ως προς την διαχείριση απαιτήσεων πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, η νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών βασίζεται στη σύμβαση. Με βάση τη σύμβαση ανάθεσης η νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών ως μη δικαιούχων διαδίκων μπορεί είτε να αποκλεισθεί εντελώς είτε να συμφωνηθεί ως συντρέχουσα ή και αποκλείουσα τη νομιμοποίηση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων∙ Ομοίως Παναγιώτης Γιαννόπουλος, Η ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019, 233 επ. 246, κατά τον οποίο η νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ για διαχείριση απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι συμβατική, η δε διεξαγωγή των δικών από την ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχο διάδικο δεν είναι αυτονόητη].

 

(III) Η ΕΔΑΔΠ συμμετέχει στην ήδη εκκρεμή δίκη που έχει ανοιγεί στο όνομα του αληθούς δικαιούχου με την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (ΑΠ 368/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 14/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ · βλ. σχετ. Π.Γιαννόπουλο, ο.π. σελ.256-257, κατά τον οποίο η κάλυψη της ΕΔΑΔΠ από το δεδικασμένο της δίκης που διεξάγει ο αληθής δικαιούχος, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 Ν.4354/2015 ρυθμίζει την αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αυτή της επέκτασης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της δίκης μεταξύ της ΕΔΑΔΠ και του δανειολήπτη στον αληθή δικαιούχο, θα πρέπει να αναζητηθεί στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.7 Ν.4345/2015 και στο ότι η αναγνώριση της δυνατότητας της ΕΔΑΔΠ να ενάγει εκ νέου τον οφειλέτη, παρά το ευνοϊκό για τον ίδιο δεδικασμένο προηγούμενης δίκης κατά του πιστωτικού ιδρύματος, συνιστά προφανώς απαγορευμένη επιδείνωση της δικονομικής του θέσης, κατά τρόπο ώστε η απαγόρευση της εξεταζόμενης ρύθμισης να μπορεί να χρησιμεύσει για την διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και στο μη δικαιούχο διάδικο · Αντιθέτως περί αυτοδίκαιης εκπροσώπησης του διαδίκου πιστωτικού ιδρύματος από την ΕΔΑΔΠ κατά τη συζήτηση με τη νομότυπη κατάθεση προτάσεων βλ. ΑΠ 763/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

[IV] Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 του Ν. 3156/2003 «... Τιτλοποίηση  απαιτήσεων είναι η  μεταβίβαση  επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ "μεταβιβάζοντος" και "αποκτώντος" σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: (α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή (β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού - ιδιωτική τοποθέτηση - είναι ή διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. Αμοιβαία κεφάλαια και εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου με έδρα την Ελλάδα μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση, εφόσον οι ομολογίες έχουν αξιολογηθεί πιστοληπτικά από έναν διεθνώς αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης (risk rating agency) σε ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζεται διεθνώς ως επενδυτικού βαθμού (investment grade)...( παρ. 2). Για τους σκοπούς του νόμου αυτού "μεταβιβάζων" είναι έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα. "Αποκτών" είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν ("εταιρεία ειδικού σκοπού"), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών (παρ. 3). Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού εδρεύει στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και τις διατάξεις του ν.δ. 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923, εφόσον δεν είναι αντίθετες με το νόμο αυτόν. Η διάταξη της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του κ.ν. 2190/1920 δεν εφαρμόζεται...( παρ.5) ... η ονομαστική αξία κάθε ομολογίας είναι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ... (παρ.6). Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες· ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης μπορεί να μεταβιβάζονται και απαιτήσεις υπό αίρεση. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Ο μεταβιβάζων υποχρεούται να γνωστοποιεί τη γένεση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού...(παρ.7). Η εταιρεία ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς της τιτλοποίησης, καθώς και για λόγους αντιστάθμισης κινδύνου, μπορεί να συνάπτει πάσης φύσεως δάνεια, ή πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις, περιλαμβανομένων και συμβάσεων χρηματοοικονομικών παραγώγων. Στους σκοπούς της τιτλοποίησης  περιλαμβάνονται ενδεικτικώς η άντληση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την απόκτηση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων, η έκδοση και διάθεση των ομολογιών, η εξόφληση αυτών και των πάσης φύσεως δανείων, πιστώσεων και λοιπών συμβάσεων... (παρ.8). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Επιτρέπεται η μεταβίβαση περαιτέρω απαιτήσεων στην εκδότρια και η προσθήκη αυτών σε εκείνες οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση των απαιτήσεων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση, εφόσον η μεταβίβαση δεν επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου. (παρ. 9). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν όμως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να ορίζονται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση (παρ. 10). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Καταβολή προς την εταιρεία ειδικού σκοπού πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού (παρ. 11). Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πωλήσεως και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, καθώς και μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς  τιτλοποίησης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανείου ή αναπροσαρμογή των όρων αυτού δεν επιτρέπεται να βλάπτει τα δικαιώματα των υφιστάμενων ομολογιούχων ούτε να επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου.(παρ. 12). Στις μεταβιβασθείσες ή μεταβιβαστέες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη της παραγράφου 18, δεν επιτρέπεται να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο βάρος. Αν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση απαρτίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου αρκεί η καταχώριση της βεβαίωσης της καταχώρισης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 και η μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (παρ. 13). Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις. Ειδικά προνόμια, που ισχύουν υπέρ του μεταβιβάζοντος, διατηρούνται και ισχύουν υπέρ της εταιρείας ειδικού σκοπού. Στα ειδικά προνόμια του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται και τα προνόμια περί την εκτέλεση (δυνάμει του ν.δ. 17.7./13.8.1923 ή άλλης διάταξης) και εκπτώσεις και απαλλαγές από φόρους και τέλη πάσης φύσεως που ίσχυαν κατά τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος αναφορικά με την επιδίωξη των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και την ενάσκηση κάθε σχετικού δικαιώματος (παρ. 14). Με σύμβαση, που συνάπτεται εγγράφως, η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με την διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή (παρ. 15). Ο διαχειριστής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, υποχρεούται να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξή τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, υποχρεωτικό σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Κάθε εμπράγματη ασφάλεια που παρέχεται για λογαριασμό των ομολογιούχων, τα κεφάλαια, που εισπράττει ο διαχειριστής για λογαριασμό τους ή οι κινητές αξίες που κατατίθενται σε αυτόν, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση, συμψηφισμό ή άλλου είδους δέσμευση από τον ίδιο ή τους δανειστές του ούτε περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του (παρ. 16). Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παράγραφο 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή (παρ. 17). Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται και οι αποδόσεις της κατάθεσης που αναφέρονται στην παράγραφο 15 διατίθενται για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών, κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα, φόρους και πάσης φύσεως δαπάνες, καθώς και των λειτουργικών δαπανών της εταιρείας ειδικού σκοπού και των απαιτήσεων κατ' αυτής, όπως ορίζεται στους όρους του ομολογιακού δανείου και του προγράμματος (παρ. 18). Επί των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και της κατάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 υφίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών δικαιούχων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, με την καταχώριση της κατά την παράγραφο 1 σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του δανείου (παρ. 19). Από της καταχωρίσεως, το κύρος της πώλησης και μεταβίβασης της παραγράφου 1, των παρεπόμενων προς τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δικαιωμάτων και του νόμιμου ενεχύρου, δεν θίγεται από την επιβολή οποιουδήποτε συλλογικού μέτρου ικανοποίησης των πιστωτών, που συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος της εταιρείας ειδικού σκοπού ή τρίτου εγγυοδότη ή δικαιούχου παρεπόμενου δικαιώματος ή του προσώπου που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, ούτε από την υποβολή σχετικής αίτησης κατά αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για μελλοντικές απαιτήσεις, η γένεση των οποίων επέρχεται μετά την επιβολή του συλλογικού μέτρου ή την υποβολή της σχετικής αίτησης. Με την ΥΑ161338 ΦΕΚ Β 1688/2003 καθορίζεται το έντυπο δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003. Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση κρίθηκε απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών τεχνικών στην Ελλάδα προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας, όπως ρητά αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση. Ειδικότερα με το άρθρο 10 του άνω νόμου προβλέπεται ρύθμιση για την τιτλοποίηση απαιτήσεων, που αποτελεί έναν ιδιαίτερα διαδεδομένο τρόπο χρηματοδότησης στην αλλοδαπή, καλύπτοντας κατ' αρχήν απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια και στη συνέχεια πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από δάνεια που αποτελούν μια από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς). Στην πιο απλή μορφή της συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσοτέρους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία που έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) Προκειμένου εμπορικές επιχειρήσεις (πιστωτικά ιδρύματα αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις) να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια για τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες προσφεύγουν στον συγκεκριμένο θεσμό μεταβιβάζοντας τις επιχειρηματικές τους απαιτήσεις λόγω πώλησης στις προς τούτο συνιστάμενες εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες τις «τιτλοποιούν» ενσωματώνοντάς τες σε ομολογίες που εκδίδουν συγκεκριμένης ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ εκάστη, που εν συνεχεία διαθέτουν (με ιδιωτική τοποθέτηση) σε ένα περιορισμένο κύκλο προσώπων όχι άνω των 150, η δε εξόφλησή τους πραγματοποιείται από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή από δάνεια πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. β) Η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων επέρχεται από την καταχώρηση της σχετικής έγγραφης σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000. γ) Η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται με σύμβαση εντολής/διαχείρισης από την αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, νομίμως λειτουργούν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο (είτε είναι εγγυητής των εν λόγω απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξή τους πριν τη μεταβίβαση), καταχωρίζεται δε και αυτή η σύμβαση (όπως κάθε μεταβολή) στο παραπάνω δημόσιο βιβλίο, χωρίς ωστόσο ο νόμος (3156/2003) να απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του  κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχείρισης του Ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού, δ) Επιτρέπεται η μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν για σκοπούς τιτλοποίησης, για δε τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκεί η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άνω νόμου. ε) Οι εν λόγω συμβάσεις (τιτλοποίησης) συντάσσονται σε συγκεκριμένο έντυπο, όπως τούτο περιγράφεται λεπτομερώς στην προμνημονευθείσα ΥΑ161/2003, με αναφορά στην πρώτη σελίδα αυτού των στοιχείων των συμβαλλομένων, των όρων της σύμβασης, του τύπου των μεταβιβαζομένων επιχειρήσεων, ενώ στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις οφειλετών και εγγυητών, παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Τέλος στη τρίτη σελίδα καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενες, κατόπιν «αποτιτλοποίησης αποχαρακτηρισμού των δανείων», όρος που καθιερώθηκε κατά τη διαδικασία  επαναμεταβίβασης  στον αρχικό δικαιούχο των  εκχωρηθεισών  προς τιτλοποίηση απαιτήσεων από τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις, ο οποίος και χρησιμοποιείται κατά την καταχώρισή τους στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν. 2844/2000 [ΑΠ 822/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 909/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΑΘ 1508/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»].

 

[V] Κατά τη διάταξη του άρθρου 81 παρ.1 ΚΠολΔ : «Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους …». Κατά τη διάταξη του άρθρου 752 παρ. 1 & 2 ΚΠολΔ : «Η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται για τη παρέμβαση αυτή τα άρθρα 747, 748 και 751 [1]. Η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία [2].  Στο άρθρο 274 παρ.2 στοιχ. β ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, τότε …… β) αν λείπει μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση». Στο δε άρθρο 754 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται ειδικά επί της εκούσιας δικαιοδοσίας, ορίζεται ότι : «Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην ορισμένη για τη συζήτηση της αίτησης δικάσιμο δεν εμφανιστούν οι διάδικοι ή εμφανιστούν και δεν λάβουν κανονικά μέρος στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. Αν ο αιτών δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση και εμφανισθεί ο καθού η αίτηση ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση προχωρεί σαν να είχε εμφανιστεί ο αιτών και το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ουσίαν. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την πρόσθετη παρέμβαση επιτυγχάνεται η συμμετοχή τρίτου προσώπου σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη. Μεταξύ της κύριας δίκης και της ασκούμενης πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται σχέση κύριου-παρεπόμενου, όπως σαφώς συνάγεται τόσο από τη φύση της παρέμβασης όσο και από τη διάταξη του άρθρου 31 παρ.1 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η δωσιδικία της συνάφειας για δίκες, μεταξύ των οποίων υφίσταται τέτοια σχέση (κύριου-παρεπόμενου), στις οποίες ρητά μνημονεύεται και η περίπτωση της παρέμβασης σε σχέση με τη κύρια δίκη. Με την παρέμβαση, άλλωστε, εκδηλώνεται η υποστήριξη από τον τρίτο σε κάποιον από τους κύριους διαδίκους, όπως αυτή (η υποστήριξη) αντανακλάται και στο αίτημα της παρέμβασης, με την οποία ζητείται να νικήσει στη κύρια δίκη ο υποστηριζόμενος από τον παρεμβαίνοντα διάδικος. Ο προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται βοηθός του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη, τούτος δε ο ρόλος του παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Μπορεί, συνεπώς, μεταξύ άλλων, ο προσθέτως παρεμβαίνων να επισπεύδει τη δίκη, δηλαδή να ζητεί τον ορισμό δικασίμου, να εγγράφει την υπόθεση στο πινάκιο και να παραγγέλλει την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων, κλητεύοντας όλους τους διαδίκους, η δε παράλειψη της κλήτευσης οδηγεί στη κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης ως προς άπαντες, διότι άλλως παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Στην περίπτωση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, που συνιστά λόγο επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, οι πράξεις ενός εκάστου, ήτοι παρεμβάντος και υπερ’ού η παρέμβαση, ωφελούν και βλάπτουν τους λοιπούς, οι δε ομόδικοι, που μετέχουν νόμιμα στη δίκη, αν δεν παραστούν, παρότι έχουν νομίμως κλητευθεί, αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση απουσίας, δηλαδή, αμφοτέρων των διαδίκων της κυρίας δίκης, η συζήτηση της υπόθεσης δεν ματαιώνεται, όταν παρίσταται ο προσθέτως παρεμβαίνων, αλλά λαμβάνει χώρα ερήμην του αντιδίκου του υπερού η πρόσθετη παρέμβαση. Από την τελολογία και το συνδυασμό του συνόλου των ως άνω αφορώντων την πρόσθετη, απλή ή αυτοτελή, παρέμβαση ρυθμίσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ προϋποθέτει εγγραφή στο πινάκιο τόσο της κύριας υπόθεσης, όσο και της πρόσθετης παρέμβασης, και συνεκφώνησης αυτών, ώστε τελικά να συνεκδικαστούν (ΕφΠειρ 160/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, όπου περαιτέρω).

 

Στη προκειμένη περίπτωση, ως προς τη νομιμοποίηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στη παρούσα δίκη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 80, 83, 752 παρ.2 ΚΠολΔ, 130 Ν. 4738/2020 (ΠτΚ) [σύμφωνα με το οποίο οι πρόσθετες παρεμβάσεις ενώπιον του ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά, χωρίς τήρηση προδικασίας], 15 Ν.3869/2010, προκύπτουν τα ακόλουθα : Δυνάμει της από 12.9.2019 συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αμερικής αρ. 4, και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας, αριθμός μητρώου 655516, μεταβιβάστηκε από τη πρώτη στη δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10, 13 και 14 του Ν.3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή/και έχουν καταγγελθεί ή έχουν ρυθμιστεί. Η συμφωνία αυτή καταχωρήθηκε στις 16.9.2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου 237, στον τόμο . και με αριθμό ., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 και 8 του Ν.3156/2003. Συνεπεία των ανωτέρω η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» κατέστη δικαιούχος των αναφερομένων στην αίτηση απαιτήσεων ως ειδικός διάδοχος της μεταβιβάζουσας Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε. Η μεταβίβαση των απαιτήσεων έχει καταχωρηθεί στο τόμο . και αριθμό . των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στις σελίδες 6872, 10147, 12163, 12264, 12417, 12533 και με αριθμούς καταχώρισης 230.564, 372.726, 416.654, 419.503, 419.504, 424,014, 427.688, αντίστοιχα. Με την από 12.9.2019 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 10, 14 και 16 του Ν.3156/2003, ανατέθηκε αρχικά η διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου στη ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ AE. H ως άνω σύμβαση καταχωρήθηκε στις 16.9.2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./16.9.2019, στον τόμο . και αριθμό .. Η εταιρεία με την επωνυμία «ΑLTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π» συστάθηκε στις 16.9.2019, κατά τις διατάξεις του Ν.4354/2015, εποπτευόμενη και αδειοδοτούμενη νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 3533/20.09.2019 ΦΕΚ. Στην ως άνω εταιρεία εισφέρθηκε σε είδος από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν.4548/2018, ο κλάδος διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και η από 12.9.2019 Συμφωνία Διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Συνεπεία της ως άνω εισφοράς τροποποιήθηκε η από 12.9.2019 συμφωνία διαχείρισης με την από 18.9.2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, νομίμως επίσης δημοσιευθείσα με αριθμ. πρωτ. ./23.9.2019 στα ίδια ως άνω βιβλία του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο . και αριθμό . και, δυνάμει του από 16.9.2019 πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Δουβλίνου ., ορίστηκε ως νέος Διαχειριστής πληρεξούσιος των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η εταιρεία με την επωνυμία «ΑLTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «ALTERNATIVE FINANCIAL SOLUTIONS Μ.Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π». Εν συνεχεία το καταστατικό της ως άνω εταιρείας (διαχειρίστριας) τροποποιήθηκε διαδοχικά ως ακολούθως : α) την 01η.11.2019 καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ) με κωδικό αριθμό καταχώρισης . η με αριθμό ./01.11.2019 απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Κεντρικού Τομέα Αθηνών (ΑΔΑ: .-ΘΜΞ), με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του καταστατικού της εταιρίας «ΑLTERNATIVE  FINANCIAL SOLUTIONS ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και η αλλαγή της επωνυμίας της ως άνω εταιρίας σε «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.». Η ως άνω καταχώριση της τροποποίησης του καταστατικού ανακοινώθηκε με τη με αριθμό πρωτοκόλλου ./05.11.2019 ανακοίνωση του Προέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών και β) στις 09.3.2020 καταχωρίσθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης ., η με αριθμό ./9.3.2020 απόφαση της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΑΔΑ: .-ΦΓΘ), με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του άρθρου 4 του καταστατικού της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ., σύμφωνα με την απόφαση της από 16.12.2019  Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας. Εν συνεχεία, στις 30.12.2020 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. η διάσπαση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», Γ.Ε.ΜΗ. ., ΑΦΜ ., δια αποσχίσεως του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Ανώνυμος Εταιρεία», με έδρα την Αθήνα, οδός Αμερικής αριθ.4, Γ.Ε.ΜΗ. ., ΑΦΜ ., σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ./18.12.2020 σύμβαση διάσπασης και σύστασης νέας εταιρείας του Συμβολαιογράφου Πειραιά .. Η ως άνω διάσπαση εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ.πρωτ. ./30.12.2020 απόφαση του Τμήματος Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς, με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. ./30-12-2020 και ./30-12-2020 ανακοινώσεις, αντίστοιχα. Συνεπεία της ανωτέρω διάσπασης δια απόσχισης κλάδου, η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε., ΑΦΜ ., ΦΑΕ Αθηνών, υποκαταστάθηκε, δυνάμει καθολικής διαδοχής, στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων και εν γένει δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της διασπώμενης Τράπεζας, που σχετίζονται με τον αποσχισθέντα κλάδο τραπεζικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και η έννομη σχέση από την ως άνω από 12.9.2019 σύμβαση πώλησης, δημοσιευθείσας της σχετικής μεταβολής, που επήλθε για τον λόγο αυτό στην τελευταία, στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και συγκεκριμένα στο τόμο . και αριθμό . και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ./10.3.2021, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν. 3156/2003. Στις 10.3.2021 η Piraeus SNF DAC προέβη σε επανεκχώρηση προς τη Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. (αποτιτλοποίησηεπαναμεταβίβαση), μέρους των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, σε εκτέλεση της αρχικής σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, δημοσιευθείσας της σχετικής μεταβολής (επαναγοράς) της από 12.9.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης σε περίληψη με αριθμό πρωτοκόλλου ./10.3.2021, στο ίδιο ως άνω ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στο τόμο . με αριθμό . Οι ανωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις αναμεταβιβάστηκαν στη Τράπεζα Πειραιώς με αύξοντα αριθμό 81.956, 124.885, 164.017, 169.091, 165.419, 165.420, όπως προκύπτει από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο των σελίδων 2525, 3951, 4849, 4899 και 5030, αντίστοιχα, και εκ του παραρτήματος με αριθμ.πρωτ. ./10.3.2021 από το καταχωρηθέν στα βιβλία του Ν.2844/2000 στο τόμο . και με αύξοντα αριθμό ..

Ακολούθως, η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. μεταβίβασε μέρος των απαιτήσεων στην εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», νομίμως εκπροσωπούμενη. Ειδικότερα, δυνάμει της από 16.3.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο και τα άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αριθμ. πρωτ. ./17.3.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στο τόμο . με αριθμό ., η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 Ν. 3156/2003, οι ένδικες απαιτήσεις μεταβιβάσθηκαν από την Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, νομίμως εκπροσωπούμενη. Κατόπιν των ανωτέρω, η εταιρεία με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company» κατέστη δικαιούχος των ένδικων απαιτήσεων. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 16.3.2021 σύμβασης διαχείρισης, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη με αρ.πρωτ../17.3.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στο τόμο . με αριθμό ., η αποκτώσα εταιρεία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company» ανέθεσε κατά το άρθρο 10 παρ.14 Ν.3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στην εταιρεία με την επωνυμία «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», όπως μετονομάστηκε από «Alternative Financial Solutions Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις. Στη συνέχεια, δυνάμει του από 11.6.2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού μεταξύ της δικαιούχου εταιρείας και της διαχειρίστριας εταιρείας με την επωνυμία «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», συμφωνήθηκε η λύση της ως άνω από 16.3.2021 σύμβασης διαχείρισης. Το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης καταχωρήθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου ./29.7.2021 στα δημόσια βιβλία του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο . και με αριθμό .. Αυθημερόν, ήτοι στις 11.6.2021, οι αρχικοί συμβαλλόμενοι, ήτοι η δικαιούχος εταιρεία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company» και η διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «Intrum Hellas Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», προέβησαν στη σύναψη της από 29.7.2021 νέας σύμβασης διαχείρισης, που καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ./29.7.2021, στον τόμο . και αριθμό .. Δυνάμει της νέας σύμβασης διορίστηκε ως διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» ενώ παράλληλα χορηγήθηκε στην τελευταία από την δικαιούχο εταιρεία με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company» το από 11.6.2021 πληρεξούσιο σύμφωνα με το Ν.3156/2003. Συνεπεία των ανωτέρω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», με την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», ειδική διάδοχος της Τράπεζας Πειραιώς, στα δικαιώματα της τελευταίας, που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, με τις προτάσεις της, επικαλούμενη προς τούτο έννομο συμφέρον, καθόσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την εταιρεία με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», της οποίας τυγχάνει διαχειρίστρια, ως ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία, παρά το γεγονός ότι η αποκλειστική νομιμοποίηση στη συνέχιση της δίκης παραμένει στη δικαιοπάροχό της  καθής και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (βλ. άρθρα 83, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ). Ωστόσο, η πρόσθετη αυτή παρέμβαση της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις [Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.], είναι απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη  προπαρατιθέμενη νομική σκέψη της παρούσας, η μόνη νομιμοποιούμενη να ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της δικαιοπαρόχου της, καθής η ανακοπή, ως ειδική διάδοχος αυτής, είναι η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «Sunrise I NPL Finance Designated Activity Company», ως δικαιούχος της ένδικης απαίτησης. Αντίθετα, η ως άνω παρεμβαίνουσα εταιρία διαχείρσης δεν δύναται να επιδιώξει την εκπλήρωση της ένδικης απαίτησης στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που κατέστη δικαιούχος της απαίτησης με εκχώρηση, διότι ο Ν.3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά προβλέπει για τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού, με το οποίο ιδρύεται μία κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση των ΕΔΑΔΠ να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις αντί του δικαιούχου της απαίτησης. Η ανάθεση της διαχείρισης στην ΕΔΑΔΠ γίνεται με σύμβαση κατά τους όρους του άρθρου 2 §§ 1-3 ν. 4354/2015. Πηγή της νομιμοποιήσεως της ΕΔΑΔΠ είναι η προαναφερόμενη συγκεκριμένη, ειδική, νομοθετική ρύθμιση, η οποία «απονέμει» στις εν λόγω εταιρίες την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου με πανηγυρική διατύπωση. Αντιθέτως, η διάταξη του άρθρου 10 παρ.14 του Ν.3156/2003 δεν απονέμει στις εταιρείες διαχείρισης, οι οποίες ενεργούν πράξεις διαχείρισης ως αντιπρόσωποι και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως), την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση, ώστε ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, να μπορούν να ασκούν αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα, μεταξύ των οποίων και αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενες έννομη προστασία στο όνομα τους, Τέλος, οι διατάξεις του N. 4354/2015 για την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση, ως μη δικαιούχων διαδίκων, των εταιρειών διαχείρισης δανείων δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικώς και επί των εταιρειών διαχείρισης του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, διότι η τελευταία αναλαμβάνει με σύμβαση εντολής τη διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων, χωρίς να έχει ορισθεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ' εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρείας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν και ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Με το Ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το Ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ. με τιτλοποίηση αλλά συνεχίζει ισχύουσα παράλληλα με το δικό της όμως νομοθετικό πλαίσιο. Η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων για τη διεξαγωγή της δίκης, δίχως να είναι οι ίδιοι και δίχως καν να ισχυρίζονται ότι είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, αντλείται από το πραγματικό διατάξεως του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία παρέχει σε συγκεκριμένα πρόσωπα την εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης και ως εκ τούτου η εν λόγω εξαίρεση δεν επεκτείνεται σε κάθε τρίτο καθώς το ελληνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει την actio popularis [βλ. Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στη πολιτική δίκη, εκδ.2014, σελ.59]. Επειδή ακριβώς η δικονομική κατηγορία των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων διασπά τον κανόνα ότι συμπίπτουν σε ένα πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης συνιστά εξαίρεση που είναι επιτρεπτή μόνο στις κατ’ εξαίρεση αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών ούτε να επεκταθούν με αναλογική εφαρμογή [Α.Πλεύρη ό.π. σελ. 60]. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η παρέμβαση που άσκησε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων, των οποίων δικαιούχος τύγχανε η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», συνιστά κύρια παρέμβαση καθότι επιδιώκει την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αίτησης, και ότι η ανωτέρω εταιρεία διαχείρισης νομιμοποιείτο να ασκήσει παρέμβαση, εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο. Και τούτο διότι, κατά τα αναλυτικώς προαναφερόμενα, πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, την οποία δεν νομιμοποιείται να ασκήσει η ανωτέρω εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, γεγονός το οποίο εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο άνευ υποβολής ειδικού παραπόνου [Σαμουήλ, η έφεση, έκδοση 2003, σελ. 413, παρ.1092]. Συνεπώς στο σημείο αυτό πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», ως απαράδεκτη ελλείψει νομιμοποιήσεως.

 

Η εκκαλούσα, με την από 05 Μαρτίου 2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./05.3.2014 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών της οφειλών προς τις καθών η αίτηση πιστώτριες της, ζήτησε να προσδιοριστεί ημέρα επικύρωσης του ενδεχόμενου προδικαστικού συμβιβασμού με βάση το περιεχόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών, ως προτείνεται ή ως τροποποιηθεί, κατά το άρθρο 7 Ν.3869/2010, ώστε να αποκτήσει αυτό ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, και επικουρικά, σε περίπτωση μη επίτευξης προδικαστικού συμβιβασμού, να διαταχθεί η δικαστική ρύθμιση των οφειλών της [άρθρο 8 παρ.2 Ν.3869/2010] και να εξαιρεθεί από την εκποίηση το ακίνητο που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, καθώς και να αναγνωριστεί ότι με τη τήρηση της ρύθμισης των οφειλών της θα απαλλαγεί από τα χρέη της προς τις καθών η αίτηση πιστώτριες.

 

Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’αριθμ. 108/21.8.2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, η οποία, αφού έκρινε την αίτηση επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ. 1&2, 5 παρ.1 του Ν.3869/2010, όπως τροποποιήθηκε από τις διατάξεις του Ν.4161/2013, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς έκρινε ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο της αιτούσας η τασσόμενη από το νόμο προϋπόθεση έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας [άρθρο 1 Ν.3869/2010], καθώς κατά τον χρόνο παύσης των πληρωμών της είχε την εμπορική ιδιότητα λόγω των διαδοχικών εγγυήσεων που παρείχε στις δανειακές συμβάσεις που συνήψε ο πρωτοφειλέτης σύζυγός της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό αυτής.

 

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι  ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να γίνει δεκτή η αίτησή της ως ουσιαστικά βάσιμη.

 

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι οι ισχυρισμοί-ενστάσεις, που επαναπροτείνουν οι εφεσίβλητες με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, επειδή έχουν προταθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απορριφθεί και δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη με σχετικό λόγο έφεσης εκ μέρους τους, θα επανεξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο μόνο εφόσον γίνει δεκτή η έφεση και εξαφανιστεί η εκκαλουμένη.

 

[VI] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του Ν.3869/2010 «φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων  χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.3588/2007 (ΠτΚ), πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι και οι ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Β.Δ. 19-4/01.5.1835, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορία. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι από τη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 αποκλείονται φυσικά πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή οι έμποροι. Κρίσιμο χρονικό σημείο είναι η ύπαρξη ή μη της εμπορικής ιδιότητας κατά τον χρόνο υποβολής από τον οφειλέτη της αίτησης προς το δικαστήριο και όχι η εμπορικότητα ή μη του χρέους. Επομένως, ο οφειλέτης, που κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης είναι έμπορος, δεν μπορεί να υπαγάγει στη ρύθμιση του νόμου αστικά χρέη, που δημιούργησε κατά το παρελθόν, πριν ακόμα αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα. Για τους χαρακτηριζόμενους ως εμπόρους, σε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων τους κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του πτωχευτικού κώδικα και όχι αυτές του Ν.3869/2010. Συνεπώς αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για την εφαρμογή του Ν. 3869/2010 η ιδιότητα του αιτούντος οφειλέτη ως εμπόρου ή μη κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν.3588/2007), η παύση της εμπορίας ή της οικονομικής δραστηριότητας ή ο θάνατος δεν κωλύουν την πτώχευση, εφόσον επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι προϋπόθεση για την πτώχευση εμπόρου που έπαυσε την εμπορία του είναι η παύση της εμπορίας να έγινε μέσα στο χρόνο της παύσεως των πληρωμών του και ο τελευταίος να ανάγεται στο χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε την εμπορική ιδιότητα. Συνεπώς, υπάγονται στο Ν. 3869/2010 και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα, χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα). Αντιθέτως δεν υπάγονται στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 οι οφειλέτες που κατά τον χρόνο της παύσεως των πληρωμών είχαν την εμπορική ιδιότητα. Εάν έπαυσαν τις πληρωμές όταν ήταν ακόμα έμποροι τότε απορρίπτεται η αίτηση. Δηλαδή, η εμπορική ιδιότητα είτε υφιστάμενη, είτε αναγόμενη στο παρελθόν κατά το χρονικό όμως σημείο κατά το οποίο έπαυσαν οι πληρωμές, είναι η προϋπόθεση που προσδίδει πτωχευτική ικανότητα στο φυσικό πρόσωπο, αποκλείοντας την υπαγωγή του στο πεδίο εφαρμογής του Ν.3869/2010 (ΑΠ 31/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 803/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσπ 44/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΣερ 201/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕιρΑμαλ 83/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Περαιτέρω η από τα άρθρα 847 επ. του ΑΚ ρυθμιζόμενη σύμβαση εγγύησης είναι καθαυτή αστικού δικαίου σύμβαση, αφού κατά κανόνα παρέχεται χαριστικώς προς εξυπηρέτηση συμφερόντων άλλου. Στην περίπτωση, όμως, που η εγγύηση δίνεται από τον εγγυητή για κερδοσκοπία με αμοιβή ή άλλη χρηματική ωφέλεια ή έχει αυτός οικονομικό συμφέρον από την υπόθεση, για την οποία δόθηκε, η πράξη αυτή είναι εμπορική και μάλιστα ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή. Είναι δηλαδή πράξη αντικειμενικά εμπορική, διότι περιέχει διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης για την ανάληψη κινδύνου και κερδοσκοπία, στοιχεία που αποτελούν αντικειμενικά γνωρίσματα χαρακτηρισμού της πράξεως ως εμπορικής κατά το άρθρο 2 του β.δ/τος 2/14.5.1835 «περί της αρμοδιότητος των εμποροδικείων». Επομένως τέτοιες εγγυήσεις, εφόσον παρέχονται κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό βιοπορισμού, αποτελούν αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, που προσδίδουν στον παρέχοντα αυτές την ιδιότητα του εμπόρου κατά το άρθρο 1 του ΕμπΝ (ΑΠ 1692/1998, ΕλλΔνη 40.101, ΑΠ 108/1997, ΕλλΔνη 39.101).

Εξάλλου η παροχή τέτοιων εγγυήσεων προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΕμπΝ, στον παρέχοντα αυτές, όταν ασκείται κατά σύνηθες και όχι απαραίτητα κατά κύριο επάγγελμα. Η κτήση δηλαδή της εμπορικής ιδιότητας δεν αποκλείεται από την παράλληλη με αυτές άσκηση και άλλου μη εμπορικού επαγγέλματος ή άλλης ιδιότητας. Η εγγύηση αποτελεί καταρχήν αστική πράξη και παρέχεται χαριστικά για εξυπηρέτηση ξένου συμφέροντος. Αν όμως αυτή δίνεται από τον εγγυητή κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομά του και η οικονομική του επιφάνεια, με την είσπραξη από αυτόν αμοιβής ή άλλης χρηματικής ωφέλειας ή με οποιοδήποτε άλλο, άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος, που αντλείται από τον λόγο για τον οποίο δόθηκε η εγγύηση και με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, τότε αυτή είναι εμπορική πράξη για τον εγγυητή και, μάλιστα, ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή, δηλαδή, αντικειμενικά εμπορική πράξη, κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 β.δ/τος 2/14.5.1835 περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων, διότι συντρέχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της εξ αντικειμένου εμπορικότητας, δηλαδή η διαμεσολάβηση στην παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου, προς το σκοπό απόλαυσης οικονομικού οφέλους. Επομένως, η κατά σύνηθες επάγγελμα παροχή τέτοιων εγγυήσεων προσδίδει σ’ αυτόν που τις παρέχει, κατά την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ, την ιδιότητα του εμπόρου συνεπώς και πτωχευτική ικανότητα. Η μεμονωμένη, συνεπώς, παροχή εγγύησης, έστω και με την κτήση ή προσδοκία κτήσης οφέλους, δεν αρκεί για να προσδώσει στον εγγυητή την ιδιότητα του εμπόρου, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι συστηματική και κατά σύνηθες επάγγελμα. Περαιτέρω, συναφώς με τα παραπάνω, θα πρέπει να διακρίνουμε τις περιπτώσεις άξιας προστασίας, δηλαδή τις περιπτώσεις όπου η εγγύηση για τα εμπορικά χρέη του πρωτοφειλέτη παρέχεται από στενό συγγενή αυτού. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές, όπου επιδρούν διαβρωτικά στη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του συγγενούς εγγυητή αφενός μεν η έλλειψη πληροφόρησης, λόγω της περιορισμένης διάθεσης αναζήτησής της, αναφορικά με τα επενδυτικά σχέδια του δανειολήπτη, την αξία των εξασφαλίσεων, που αυτός είναι σε θέση να προσφέρει, και τις προοπτικές αποπληρωμής του δανείου εκ μέρους του, αφετέρου δε ο ηθικός εγκλωβισμός αυτού, ο οποίος γνωρίζει ότι η άρνησή του παροχής εγγύησης συνέπεια θα έχει τη ματαίωση χορήγησης του δανείου και την οικονομική καταστροφή του πατέρα ή συζύγου ή αδελφού, θα πρέπει να απαιτείται συχνή επανάληψη παροχής της εγγύησης για να προσδοθεί στον εγγυητή η εμπορική ιδιότητα και να αποκλειστεί από τις προστατευτικές διατάξεις του Ν.3869/2010 (ΑΠ 626/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 805/2019, Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ/κης 1534/1996 τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘεσ/κης 17753/2012 τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 425/2018 ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», όπου περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία, ΕιρΑθ 360/2012 τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 74/2016 ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

[VII] Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 Ν.3869/2010 η αίτηση ρύθμισης των οφειλών πρέπει να περιέχει : α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ίδιου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών, που έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για το ορισμένο της αίτησης ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου ο αιτών – οφειλέτης πρέπει να εκθέτει σε αυτή ότι είναι φυσικό πρόσωπο στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, ότι έχει ληξιπρόθεσμα χρέη προς τρίτους, τα οποία υπάγονται στις ρυθμίσεις του νόμου, ότι περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του χωρίς δόλο, ότι απέτυχε η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές του, να εκθέτει επίσης ποιοι είναι οι πιστωτές του με πλήρη στοιχεία, ποιες είναι οι απαιτήσεις τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, να περιγράφει την οικογενειακή του κατάσταση (έγγαμος, άγαμος, διαζευγμένος, αν έχει προστατευόμενα μέλη, τα οποία υποχρεούται εκ του νόμου να διατρέφει), τα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματα του ίδιου και της συζύγου του, κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής της αίτησης, τα περιουσιακά του στοιχεία (κρίσιμα, εφόσον του αποφέρουν εισοδήματα, αλλά, και, σε αρνητική περίπτωση, για τη διερεύνηση της δυνατότητας εκποίησής τους), μη υποχρεούμενος περαιτέρω να αναφέρει τα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου του, τα οποία αποτελούν ξένη περιουσία και δεν είναι υπέγγυα στους πιστωτές του. Επίσης ο αιτών θα πρέπει να περιλάβει στην αίτησή του σαφές και ορισμένο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του, περιέχον ρυθμίσεις για όλους τους πιστωτές και τις απαιτήσεις τους, αίτημα δικαστικής ρύθμισης των οφειλών του, επί αποτυχίας του δικαστικού συμβιβασμού, και διάσωσης (εξαίρεσης από την εκποίηση) της κύριας κατοικίας του. Αντιθέτως δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης να αναφέρεται ο χρόνος ανάληψης του εισαγόμενου προς ρύθμιση χρέους, ούτε ο χρόνος γέννησης των απαιτήσεων. Ο αποκλεισμός από τη ρύθμιση του νόμου χρέους αναληφθέντος το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης, δεν σημαίνει αναγκαίως ότι ο χρόνος ανάληψης του χρέους ανάγεται σε στοιχείο της αίτησης (ΜΠΘες 38/2014, ΕλλΔνη2014.1134, ΜΠΔρ336/2013,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πλέον των ανωτέρω ουδέν έτερο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα της αίτησης και ιδίως δεν απαιτείται η αναφορά των εισοδημάτων του αιτούντος οφειλέτη κατά τον χρόνο ανάληψης των εισαγομένων προς ρύθμιση χρεών του, τα οποία άλλωστε ο οφειλέτης καθιστά γνωστά στους πιστωτές τους, προσκομίζοντας δημόσια έγγραφα προς απόδειξή τους, κατά τον χρόνο σύναψης των δανειακών συμβάσεων, οπότε είναι προαπαιτούμενος ο έλεγχος της πιστοληπτικής του ικανότητας (ΜΠΔρ336/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, δεν απαιτείται η παράθεση περιστατικών εξαιτίας των οποίων ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, καθόσον αρκεί η αναφορά ότι περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής χωρίς δόλο (ΜΠΚαστ 187/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΗρ205/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η συνδρομή ή μη των ανωτέρω (μόνιμη αδυναμία και έλλειψη δόλου) είναι ζήτημα απόδειξης, του μεν οφειλέτη φέροντος το σχετικό βάρος να αποδείξει ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του είναι αρνητική, του δε πιστωτή να επικαλεστεί και να αποδείξει κατ’ ένσταση την ύπαρξη περιστατικών, που καθιστούν δόλια την περιέλευση του οφειλέτη σε μόνιμη αδυναμία (ΕφΔρ 336/2013 ο.π., ΜΠΘες 18927/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΧαν 197/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΔρ 336/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαμ 1/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

[VIII] Με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 1 Ν.3869/2010 ορίζεται ότι «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4, για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και την απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής».  Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του Ν.3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο Ν. 3869/ 2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι " ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές’’. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, τον δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι " Με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε, ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεως του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το "αποδέχεται". Περαιτέρω από τη διατύπωση της παρ. 1 εδαφ. α` του άρθρου 1 του Ν.3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του, με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε, κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι, με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει, όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο, ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων, κατά τα ανωτέρω, αντικειμενικών στοιχείων. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 1 του Ν.3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι` αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ) και να τον αποδείξει (ΑΠ 53/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 208/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 400/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1174/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΚορ 85/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαμ 49/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση του δανειστή ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει : α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) τον χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 515/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

[IX] Με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ.3 του Ν.4549/2018 (ΦΕΚ Α΄105/14.6.2018), η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις κατά το άρθρο 68 παρ.8 του ιδίου Νόμου, προστέθηκαν στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010, όπως αυτός ίσχυε, δύο παράγραφοι, η παράγραφος 2α και η παράγραφος 2β. Με την παράγραφο 2β ορίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8, δηλαδή 3ετία ή 5ετία, ανάλογα με το νόμο που θα δικαστεί η αίτηση, το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 παρ.2, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται πλέον, αντί της χορήγησης περιόδου χάριτος, η κατανομή των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτής του άρθρου 9 παρ.2, κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της πρώτης ρύθμισης, δηλαδή αυτό της τριετίας, ή των 3-5 χρόνων για τις αιτήσεις υπό το Ν. 4161/2013. Από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4549/2018 (άρθρο 62) προκύπτει ότι, ο νομοθέτης επιθυμούσε τη χρονική σύμπτωση των δύο ρυθμίσεων, οι οποίες πλέον θα ξεκινούν από την έκδοση της απόφασης, αφού, σύμφωνα με την τροποποίηση που επέφερε στην παρ.2 του άρθρου 8 του Ν. 3869/2010 η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 2 Ν. 4549/2018 (ΦΕΚ Α` 105/14.6.2018), η οποία, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 68 παρ.8 του ως άνω Νόμου, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του δίκες, δεν θα συνυπολογίζονται πλέον οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης στον χρόνο αλλά μόνο στο ποσό. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 του Ν. 4549/2018, το δικαστήριο κατανέμει πλέον το ποσό των δύο δόσεων, αυτής δηλαδή με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και αυτής για τη διάσωση της κατοικίας του, έτσι ώστε να μη χειροτερεύσει η θέση των πιστωτών σε σχέση με τη θέση που θα είχαν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Θα πρέπει δηλαδή οι πιστωτές να λάβουν, από την έναρξη της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και παράλληλα με αυτήν, οπωσδήποτε ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης της κύριας κατοικίας, το οποίο θα συνεχίσει ο οφειλέτης να καταβάλει και μετά την πάροδο της τριετίας ή πενταετίας και μέχρι το τέλος της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2, ενώ ταυτόχρονα ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να επιβαρυνθεί με καταβολές ποσού μεγαλύτερου από την ικανότητα αποπληρωμής με βάση τα εισοδήματά του. Σε περίπτωση συνυπολογισμού των προκαταβολών της προσωρινής διαταγής κ.λπ. στη ρύθμιση του άρθρ. 8 παρ. 2, αυτή πρέπει να γίνεται στο αρχικό ποσό που έκρινε το δικαστήριο ότι προκύπτει από την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, με βάση τα εισοδήματά του και όχι σε αυτό που θα προκύψει από την κατανομή των δόσεων των δύο ρυθμίσεων, γιατί στην περίπτωση αυτή, λόγω της μείωσης του ποσού που θα προκύψει από την κατανομή, μπορεί να μην υπάρχει περιθώριο για τον συνυπολογισμό του ποσού που έχει προκαταβάλει ο οφειλέτης, παρότι προβλέπεται αυτό ρητά από το νόμο. Με βάση τη ρύθμιση αυτή και με δεδομένο ότι οι πιστωτές θα πρέπει οπωσδήποτε να λάβουν κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης, το δε επιπλέον ποσό και μόνο αποτελεί δόση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2, η μεν ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2 εξυπηρετείται εξαρχής, αυτή δε του άρθρου 8 παρ. 2 έχει αντικείμενο μόνο αν υπάρχει πλεόνασμα από το υποχρεωτικό αντάλλαγμα της διάσωσης. Αν δεν υπάρχει τέτοιο ισχύει ως ρύθμιση με μηδενικές καταβολές και ο οφειλέτης μπορεί μετά την πάροδο της τριετίας να ζητήσει την κατ’ αρθρο 11 παρ. 1 του νόμου πιστοποίηση της απαλλαγής του (βλ. σχετ. ΕιρΒάμου 9/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και εκείνα που παραδεκτά προσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκλησή τους [άρθρα 744 και 759 παρ.3 ΚΠολΔ], τα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών 2019, 2020, 2021 και ΕΝΦΙΑ των ετών 2020, 2021, που προσκομίστηκαν από τον ανωτέρω πληρεξούσιο Δικηγόρο της εκκαλούσας στις 19 Δεκεμβρίου 2022, κατόπιν τηλεφωνικής ειδοποίησης στις 16 Δεκεμβρίου 2022 από τη Γραμματεία του Τμήματος Μονομελούς του παρόντος Πρωτοδικείου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 741 ΚΠολΔ, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως [ΚΠολΔ 336 παρ.4, 741], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εκκαλούσα, ηλικίας 61 ετών [γεννηθείσα το 1959, ηλικίας κατά τον χρόνο συζήτησης της έφεσης 63 ετών], έχει τελέσει γάμο από το 1988 με τον ., με τον οποίο έχει αποκτήσει δύο τέκνα, ενήλικα πλέον, τον . και την .. Η εκκαλούσα εργαζόταν ως κοινωνική λειτουργός στο Παράρτημα ΑΜΕΑ Λεχαινών, Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, από το έτος 1989 και κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της από την εργασία της ανέρχονταν στο ποσό των 1.253,84 ευρώ. Κατά τη συζήτηση της αίτησης η εκκαλούσα είχε συνταξιοδοτηθεί και οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό 1009,03 ευρώ ενώ κατά τον χρόνο συζήτησης της έφεσης στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 1072,20 ευρώ [βλ. εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογικού έτους 2021]. Ο σύζυγος της εκκαλούσας από το 2003 διατηρεί στον Πύργο ατομική επιχείρηση συστημάτων πληροφορικής και αυτοματισμού γραφείου. Ο υιός της εκκαλούσας είναι απόφοιτος της Σχολής Τηλεπικοινωνιών στη Τρίπολη και εργάζεται στην Αθήνα, όπου διαμένει μόνιμα. Η κόρη της είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Ιονίου Πανεπιστημίου και λόγω των σπουδών της αδυνατεί να εργαστεί, με αποτέλεσμα οι δαπάνες διαβιώσεώς της να καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τους γονείς της. Ο σύζυγος της εκκαλούσας από το 1988 έως το 1999 διατηρούσε στον Πύργο επιχείρηση με την επωνυμία «Φ. ΕΠΕ», εν συνεχεία εργάστηκε ως επαγγελματίας ηλεκτρολόγος και από το 2003 διατηρεί στον Πύργο ατομική επιχείρηση συστημάτων πληροφορικής και αυτοματισμού γραφείου, της οποίας ο τζίρος ανερχόταν το 2003 σε 228.163,36 ευρώ, το 2004 σε 347.937,39 ευρώ, το 2005 σε 588.767,94 ευρώ, το 2006 σε 560.197,36 ευρώ, το 2007 σε 636.172,70 ευρώ, το 2008 σε 618.752,44 ευρώ, το 2009 σε 691.256,50 ευρώ, το 2010 σε 497.789,62 ευρώ, το 2011 σε 371.160,70 ευρώ, το 2012 σε 103.180,04 ευρώ και το 2013 σε 50.622,73 ευρώ. Η εκκαλούσα κατοικεί με τον σύζυγό της σε ιδιόκτητη οικία στη πόλη του Πύργου και το μηνιαίο κόστος διαβιώσεώς τους ανέρχεται κατά μέσο όρο στο ποσό των 1.500,00 ευρώ. Τα συνολικά ετήσια δηλωθέντα εισοδήματα της εκκαλούσας ανήλθαν κατά το οικονομικό έτος 2001 σε 5.551.528 δρχ. (του συζύγου της σε 2.583.719 δρχ), κατά το οικονομικό έτος 2002 σε 5.742.858 δρχ ( του συζύγου της σε 4.227.364 δρχ), κατά το οικονομικό έτος 2003 σε 14.560,93 € ( του συζύγου της σε 34.782,35), κατά το οικονομικό έτος 2004 σε 15.393,37 € ( του συζύγου της σε 5.336,18 €), κατά το οικονομικό έτος 2005 σε 16.917,41 € ( του συζύγου της σε 34.924,08 €), κατά το οικονομικό έτος 2006 σε 17.293,62 € ( του συζύγου της σε 32.888,90 €), κατά το οικονομικό έτος 2007 σε 17.946,72 € (του συζύγου της σε 52.083,53 €), κατά το οικονομικό έτος 2008 σε 18.638,21 € ( του συζύγου της σε 36.490,64 €), κατά το οικονομικό έτος 2009 σε 19.999,91 € (του συζύγου της σε 73.854,52 €), κατά το οικονομικό έτος 2010 σε 20.628,76 € (του συζύγου της σε 29.194,61 €), κατά το οικονομικό έτος 2011 σε 19.311,90 € (του συζύγου της σε 48.497,92 €), κατά το οικονομικό έτος 2012 σε 18.193,03 € (του συζύγου της εμφαίνεται μηδενικό), κατά το οικονομικό έτος 2013 σε 16.785,58 € (του συζύγου της σε 14.419,28 €), κατά το οικονομικό έτος 2014 σε 16.405,83 € (του συζύγου της σε 20.659,95 €), κατά το φορολογικό έτος 2015 σε 13.050,43 € (του συζύγου της σε 12.743,34 €), κατά το φορολογικό έτος 2016 σε 12.702,88 € (του συζύγου της σε 14.927,29 €), κατά το φορολογικό έτος 2017 σε 12.739,65 € (του συζύγου της σε 7.506,47 €), κατά το φορολογικό έτος 2018 σε 14.071,50 € (του συζύγου της σε 7.271,55 €), κατά το φορολογικό έτος 2019 σε 15.011,24 ευρώ (του συζύγου της σε 12.523,50 €), κατά το φορολογικό έτος 2020 σε 13.196,24 ευρώ ( του συζύγου της σε 18.460,08 €) και κατά το φορολογικό έτος 2021 σε 12.886,44 ευρώ (του συζύγου της σε 19.051,69 €), [βλ. σχετ. προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα]. Η εκκαλούσα έχει την αποκλειστική κυριότητα της υπό στοιχεία ΔΕΛΤΑ- ΔΥΟ (Δ-2) οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος του τέταρτου άνωθεν του ισογείου ορόφου πολυκατοικίας ανεγερθείσας το 2001 επί οικοπέδου, που βρίσκεται στη θέση "Ανεμόμυλος" ή "Άγιος Διονύσιος" της πόλεως του Πύργου και επί της συμβολής των οδών ., αποτελούμενης από σαλόνι, καθιστικό, κουζίνα, αποθήκη, τρία υπνοδωμάτια, λουτρό, WC, διάδρομο, και έναν ημιυπαίθριο χώρο προς την δημοτική οδό ., επιφανείας εκατόν είκοσι οκτώ τετραγωνικών μέτρων [128 τμ], όγκου ιδιόκτητου 384 κμ., αναλογίας όγκου κοινοχρήστων 58 κμ., ήτοι συνολικού όγκου 442 κμ., έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 85/1000 εξ αδιαιρέτου, τα οποία αντιστοιχούν σε 61,60 τμ. Το ανωτέρω διαμέρισμα συνορεύει γύρωθεν βόρεια εν μέρει με το με αριθμό ένα (1) διαμέρισμα του ιδίου ορόφου, εν μέρει με τον κοινόχρηστο διάδρομο, εν μέρει με τον ανελκυστήρα και εν μέρει με το με αριθμό τρία (3) διαμέρισμα του ιδίου ορόφου, ανατολικά με ακάλυπτο χώρο (πρασιά) και πέραν αυτού με την δημοτική οδό . επί της οποίας έχει εξώστη, νότια εν μέρει με τον χώρο του ανελκυστήρα και με ακάλυπτο χώρο (πρασιά) και πέραν αυτού με τη δημοτική οδό . επί της οποίας έχει εξώστη και δυτικά εν μέρει με χώρο του ανελκυστήρα, εν μέρει με τον κοινόχρηστο διάδρομο και με τα με αριθμούς ένα (1) και τρία (3) διαμερίσματα του ιδίου ορόφου. Περαιτέρω, δυνάμει της ως άνω πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, έχει τεθεί σε μόνιμη και διαρκή εξυπηρέτηση της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας η με αριθμό τρία (3) θέση στάθμευσης επί του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, εμβαδού 16,52 τ.μ., η οποία δεν αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, αλλά ανήκει κατά αποκλειστική χρήση στην ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία Δ-2. Η εν λόγω οριζόντια ιδιοκτησία περιήλθε στην εκκαλούσα, αιτία πωλήσεως, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./24-5-2004 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ολυμπίων ., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πύργου στον τόμο . και αριθμό ., ενώ είχε συσταθεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./12-11-2001 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, κανονισμού πολυκατοικίας και κατανομής της Συμβολαιογράφου Πύργου ., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πύργου στον τόμο . και αριθμό ., . και ., αντίστοιχα, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθμ. ./10-7-2003, ./19-9-2003 και ./25-11-2003 πράξεις τροποποίησης, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πύργου στον τόμο 13 και αριθμό 845, 1.602 και 1.723, αντίστοιχα. Για το εν λόγω διαμέρισμα έχει υποβληθεί η υπ’ αριθμ . δήλωση στο Εθνικό Κτηματολόγιο και έχει λάβει κωδικό ιδιοκτησίας . και ΚΑΕΚ .. Η ανωτέρω κατοικία χρησιμεύει ως κύρια και μοναδική κατοικία της εκκαλούσας και της οικογένειάς της. Όπως προκύπτει από την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων Ν.4223/2013 (ΕΝΦΙΑ) του 2019,  η αντικειμενική αξία της ανωτέρω κύριας κατοικίας ανήλθε στο ποσό των 112.827,94 ευρώ, ενώ, κατά την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου ιδιοκτησίας  ακινήτων Ν.4223/2013 (ΕΝΦΙΑ) 2022, η αντικειμενική αξία της ανήλθε στο ποσό των 105.306,08 ευρώ. Άλλη ακίνητη περιουσία, πλην της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας, δεν αποδείχθηκε ότι έχει. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης ανέλαβε τις κάτωθι δανειακές υποχρεώσεις : Ι. προς την πρώτη των καθ' ων και ήδη πρώτη εφεσίβλητη «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK Α.Ε.» : δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης επαγγελματικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, καταναλωτική πίστη, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 10.12.2015 σε 163.009,21 € (βλ. την από 10.12.2015 επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που εξέδωσε η πρώτη των καθών), για την εξασφάλιση της προερχόμενης από αυτήν απαιτήσεως, δυνάμει της υπ’αριθμ../2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 137.200,00 ευρώ, που καταχωρήθηκε στις 04.02.2014 στο Κτηματολογικό Γραφείο Πύργου, με αριθμό καταχώρησης ./04.02.2014,

 

II. προς τη δεύτερη των καθών και ήδη  δεύτερη εφεσίβλητη «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» : α) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης πιστωτικής κάρτας, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφειλέτιδα, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 2.350,98 €, β) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης πιστωτικής κάρτας, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφελέτιδα, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 2.438,32 €, γ) δυνάμει της με στοιχεία ΡDΡD. σύμβασης δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως συνοφειλέτιδα, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 39.877,08 €, δ) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης στεγαστικού  στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 47,796,04 €, ε) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, καταναλωτική πίστη, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 1.227,82 €, στ) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης στεγαστικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 27.767,17 €, ζ) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 613,63 €, η] δυνάμει της με στοιχεία LΝW. σύμβασης επιχειρηματικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, καταναλωτική πίστη, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 27.446,89 €, θ] δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης επιχειρηματικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 24.11.2015 σε 37.215,34 € [βλ. την από 24.11.2015 επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που εξέδωσε η δεύτερη των καθών για την αιτούσα, την οποία η τελευταία προσκομίζει και επικαλείται),

 

III. προς τη τρίτη των καθών και ήδη τρίτη εφεσίβλητη : α) δυνάμει της με αριθμό .-1.04.2008 σύμβασης ανοικτού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 19.02.2016 σε 117.257,91 €, β) δυνάμει της με αριθμό λογαριασμού . σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 19.02.2016 σε 73.553,76 €, γ) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης πιστωτικής κάρτας, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφειλέτιδα, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 19.02.2016 σε 2.699,52 €, δ) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης πιστωτικής κάρτας, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφειλέτιδα, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 19.02.2016 σε 2.931,35 € (βλ. την από 19.02.2016 επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών που εξέδωσε η τρίτη των καθών),

 

IV. προς τη τέταρτη των καθών και ήδη τέταρτη εφεσίβλητη «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ»: α) δυνάμει της με αριθμό λογαριασμού . σύμβασης πιστωτικής κάρτας, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφειλέτιδα, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 15.01.2016 σε 1.411,79 €, β) δυνάμει της με αριθμό λογαριασμού . σύμβασης πιστωτικής κάρτας, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφειλέτιδα, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 15.01.2016 σε 4.646,68 €, γ) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφειλέτιδα, καταναλωτική πίστη, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 15.01.2016 σε 571,59 €, δ) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης στεγαστικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφειλέτιδα, στεγαστική πίστη, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 15.01.2016 σε 99.794,64 €, η απαίτηση εκ της οποίας είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, που έχει εγγραφεί την 09.6.2004, δυνάμει της υπ’αριθμ.640/2004 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Πύργου στον τόμο 233 και αριθμό 145, για το ποσό των 169.000 ευρώ, επί της ανωτέρω κύριας κατοικίας, ε) δυνάμει της με αριθμό . σύμβασης καταναλωτικού δανείου, στην οποία είχε συμβληθεί ως πρωτοφειλέτιδα, εκ της οποίας η συνολική οφειλή ανήρχετο την 15.01.2016 σε 22.183,74 € [βλ. την από 15.01.2016 επικαιροποιημένη βεβαίωση οφειλών, που εξέδωσε η τέταρτη των καθών).

Κατά συνέπεια, οι συνολικές οφειλές της εκκαλούσας προς τις καθών πιστώτριες της ανέρχονταν κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες σε 674.793,50 €, ενώ οι οφειλές της αιτούσας που προέρχονται από την παροχή εγγύησης σε επιχειρηματικά, στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια της επιχείρησης του συζύγου της, ανέρχονταν σε 495.887,77 €. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εκκαλούσα σε διάφορα χρονικά διαστήματα παρείχε προσωπική εγγύηση σε συμβάσεις, που συνήψε ο σύζυγός της με πιστώτριες τράπεζες, για τη λήψη επαγγελματικών και καταναλωτικών δανείων. Ωστόσο, σύμφωνα και με τα όσα αναλυτικά αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, ενόψει του ότι η σύμβαση εγγύησης είναι καθαυτή σύμβαση αστικού δικαίου, η οποία συνάπτεται για την εξυπηρέτηση ξένου συμφέροντος, λαμβάνει ως πράξη εμπορικό χαρακτήρα μόνο αν δίνεται από τον εγγυητή για κερδοσκοπία με αμοιβή ή έχει αυτός οικονομικό όφελος. Εφόσον δε δίνεται από τον εγγυητή κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρέχει το όνομα του και η οικονομική του επιφάνεια, με την ανάληψη του σχετικού κινδύνου, τότε είναι πράξη εμπορική για τον εγγυητή, και, μάλιστα, ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή, δηλαδή, αντικειμενικά εμπορική πράξη, κατ’ αναλογική  εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 β.δ/τος 2/14.5.1835 περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων. Στη προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα συμβλήθηκε ως εγγυήτρια σε συμβάσεις δανείων με διαφορετικά πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, πλην των δύο στεγαστικών, προορίζονταν για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης του συζύγου της και προς εξόφληση παλαιών οφειλών αυτής. Ωστόσο, οι εγγυήσεις αυτές δεν ενείχαν συστηματική επιδίωξη βιοπορισμού από την εκκαλούσα, ούτε παρέχονταν κατ’ εκμετάλλευση της πίστης που παρείχε το όνομά της και η οικονομική της επιφάνεια, τα οποία άλλωστε δεν υπήρχαν καθότι η εκκαλούσα ήταν δημόσιος υπάλληλος, με μεσαίο εισόδημα προερχόμενο από την εργασία της και χωρίς ιδιαίτερη ακίνητη περιουσία πλην της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος. Η εκκαλούσα παρείχε εγγύηση αποκλειστικά και μόνο για τις δανειακές συμβάσεις του συζύγου της, ήτοι σε πρόσωπο που ανήκει στο στενό κύκλο αυτής, με το οποίο έχει αναπτύξει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, στοιχείο το οποίο συνηγορεί ότι στην ουσία αναγκάστηκε να παρέχει εγγύηση υπό το βάρος της επιχειρηματικής κατάρρευσης του εμπόρου συζύγου της και της ηθικής υποχρέωσης να στηρίξει οικονομικά αυτόν, χωρίς να έχει περιθώρια να αρνηθεί να εγγυηθεί, δεδομένου και του ότι, λόγω των ιδιαίτερα δυσμενών συνεπειών της εγγύησης για την περιουσία του εγγυητή, σε περίπτωση αδυναμίας του πρωτοφειλέτη να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες δανειακές τους υποχρεώσεις, ο κύκλος των εγγυητών έχει σημαντικά περιοριστεί στα πρόσωπα του πλέον άμεσα στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του πρωτοφειλέτη και δη στους γονείς και συζύγους, σπανίως δε χορηγείται εγγύηση από αδέρφια. Οι εγγυήσεις της εκκαλούσας έλαβαν χώρα και υπό τη παρότρυνση των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία χορηγούν δάνεια στη πλειοψηφία των περιπτώσεων μόνο υπό την προϋπόθεση παροχής εμπράγματης [προσημείωση υποθήκης /υποθήκη] ή προσωπικής ασφάλειας, προς δημιουργία ενός νέου υποκειμένου ενοχής, όπως τούτο προκύπτει και από την ίδια τη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, σύμφωνα με τον οποίο οι ίδιες οι πιστώτριες πρότειναν την εκκαλούσα ως εγγυήτρια λόγω της σταθερής μισθοδοσίας της ως δημοσίου υπαλλήλου και του ότι είχε ακίνητη περιουσία και συγκεκριμένα κατέθεσε : «Η συμμετοχή της γυναίκας μου προέκυψε με παρότρυνση των τραπεζών επειδή ήταν δημόσιος υπάλληλος, επειδή είχε αυτό το μισθό, επειδή είχε το ακίνητο μου πρότειναν να βάλω εγγυήτρια την γυναίκα μου. Φυσικό είναι σαν γυναίκα μου». Με τη παροχή των εγγυήσεων η εκκαλούσα δεν επιδίωκε κάποιο άμεσο ή έμμεσο κέρδος, ανεξαρτήτως αν κατά αποτέλεσμα η διατήρηση της εμπορικής δραστηριότητας του εμπόρου συζύγου της, η επιχείρηση του οποίου εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ενόψει του μεγάλου όγκου δανεισμού του, επηρέασε αυτή άμεσα ή έμμεσα. Εξάλλου, με τη παροχή εγγυήσεων στον σύζυγό της δεν αποδείχθηκε ότι πέτυχε την άνοδο του βιοτικού της επιπέδου καθώς έως και τη συνταξιοδότησή της εργαζόταν ως κοινωνική λειτουργός ενώ δεν απέκτησε ιδιαίτερα περιουσιακά στοιχεία, πλην του ανωτέρω διαμερίσματος, το οποίο αγόρασε το 2004. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παροχή εγγυήσεων από την εκκαλούσα, αν και αντικειμενικά εμπορική πράξη, δεν προσέδωσε σε αυτήν την εμπορική ιδιότητα και κατ’ επέκταση την πτωχευτική ικανότητα, καθώς δεν ενείχε το στοιχείο της διαμεσολάβησης στη παροχή πίστης με την ανάληψη του κινδύνου προς το σκοπό οικονομικού οφέλους, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις περί πτώχευσης ως συλλογικής διαδικασίας ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών της, αλλά να μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.3869/2010. Η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε ότι η εκκαλούσα παρέχοντας σταθερά και επαναλαμβανόμενα, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, προσωπική εγγύηση,  απέκτησε την εμπορική ιδιότητα και κατ’ επέκταση τη πτωχευτική ικανότητα και απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε. Συνεπώς η κρινόμενη έφεση, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου της, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της εφέσεως στην εκκαλούσα και να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί εκ νέου η αίτηση στην ουσία της από το παρόν Δικαστήριο [άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ]. Η πρώτη και η τέταρτη εφεσίβλητες με τις προτάσεις τους νομίμως επαναφέρουν στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τον ισχυρισμό, τον οποίο είχαν προβάλει και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, περί του ότι η κρινόμενη αίτηση πάσχει αοριστίας καθώς στο δικόγραφο αυτής δεν αναφέρονται τα γεγονότα που οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμής, η αιτία του υπερδανεισμού και ο τρόπος  με τον οποίο η εκκαλούσα θα εξασφαλίσει την καταβολή της προτεινόμενης από την ίδια δόσης των 266,75 ευρώ. Πλην όμως ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς από την επισκόπηση του δικογράφου της αίτησης προκύπτει ότι η τελευταία είναι αρκούντως ορισμένη, διότι σε αυτή περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία, που διαλαμβάνονται στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, καθώς αναφέρεται η προσωπική, επαγγελματική, εισοδηματική και περιουσιακή κατάσταση της αιτούσας και του συζύγου της, καθώς και όλα τα στοιχεία που περιέχονται στο άρθρο 4 παρ. 1 Ν.3869/2010, συμπεριλαμβάνεται δε η κατάσταση των πιστωτών της και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της. Ως εκ τούτου, η αίτηση είναι αρκούντως ορισμένη, αφού σε αυτήν περιλαμβάνονται όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία, ενώ δεν απαιτείται να περιέχονται και άλλα στοιχεία, όπως ο χρόνος κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων, η κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων της αιτούσας κατά τον χρόνο δανεισμού της, η αιτία του δανεισμού και οι μηνιαίες δόσεις που κατέβαλε, όπως και το πώς και πότε περιήλθε  σε κατάσταση γενικής και μόνιμης αδυναμίας πληρωμών, το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εφεξής αδυνατεί να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, το μηνιαίο κόστος διαβίωσης της ίδιας και της οικογένειας της, το ύψος των αποδοχών της κατά το χρόνο σύναψης των δανειακών συμβάσεων, τα οποία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης, αλλά ζητήματα κρίσης κατόπιν απόδειξης. Επίσης με τις προτάσεις τους νομίμως επαναφέρουν στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τον ισχυρισμό, τον οποίο είχαν προβάλει και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Η ένσταση αυτή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άσκησης της ένδικης αίτησης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές (ΑΠ 1006/1999, ΕλλΔνη 40.1718), κατά το μέρος, δε, που αφορά στο ασκούμενο διά της αιτήσεως δικαίωμα της εκκαλούσας ο ως άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι, ακόμη και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, αφού η άσκηση της αίτησης είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του Ν.3869/2010, ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα της ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά, με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του πιστωτή, η ρύθμιση δε αυτή βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ίδιο το κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Σε κάθε περίπτωση, η υπαγωγή στις διατάξεις του ως άνω νόμου εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου και η αίτηση θα γίνει δεκτή μόνο με τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 2 του νόμου αυτού, άλλως αυτή θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επιπλέον οι πρώτη και τέταρτη εφεσίβλητες με τις έγγραφες προτάσεις τους προέβαλαν τον ισχυρισμό – ένσταση ύπαρξης δολιότητας στο πρόσωπο της εκκαλούσας διότι προέβη σε αλόγιστο δανεισμό, ο οποίος υπερέβαινε τις δυνατότητες του εισοδήματός της, ώστε ήδη κατά τη λήψη των δανείων να μην είναι σε θέση να τα αποπληρώσει σε βάθος χρόνου, γεγονός το οποίο είχε αποδεχτεί ως ενδεχόμενο ήδη κατά το χρόνο λήψης του δανείου. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα πρωτίστως ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον δεν προτείνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο (VIIΙ) νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα δεν αναφέρεται ο χρόνος κατά τον οποίο η εκκαλούσα ανέλαβε κάθε δανειακή υποχρέωση και ποιο το ύψος της, αρχικό και τελικό, ούτε τα εισοδήματά της κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, ώστε συγκρινόμενα να θεμελιώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων με βάση τις υφιστάμενες τότε αλλά και δυνάμενες να προβλεφθούν μελλοντικές οικονομικές της δυνατότητες. Η αναφορά ότι καθ' όλη τη διάρκεια του δανεισμού της το μηνιαίο εισόδημά της δεν υπερέβη το ποσό των 1.400 ευρώ δεν αρκεί, αφού κρίσιμο στοιχείο είναι τα ακριβή εισοδήματά της κατά το χρόνο κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων και λοιπών τραπεζικών προϊόντων, το οποίο δεν αναφέρεται. Σε κάθε η περίπτωση η εκκαλούσα εξυπηρετούσε τις δανειακές της υποχρεώσεις έως και το 2011, δεδομένου ότι το συνολικό οικογενειακό εισόδημα υπερέβαινε το ποσό των 3.000 ευρώ (βλ. σχετ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης σε συνδυασμό με τον προαναφερόμενο τζίρο της επιχείρησής του). Στη περιέλευσή της σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών συντέλεσε η μείωση των εισοδημάτων της είτε άμεση είτε έμμεση με τη σημαντική αύξηση της φορολογίας εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας και του φόρου προστιθέμενης αξίας σε προϊόντα και υπηρεσίες, σε συνδυασμό με το ύψος των μηνιαίων δόσεων, που όφειλε να καταβάλλει προς εξυπηρέτηση των δανειακών της υποχρεώσεων, οι οποίες κατά τη κατάθεση του μάρτυρα συνολικά ανέρχονταν στο ποσό των 1300-1400 ευρώ, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση του τζίρου της επιχείρησης του συζύγου της. Όταν δε έλαβε τα δάνεια είχε την πεποίθηση ότι θα είναι σε θέση να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της, μη δυνάμενη να προβλέψει την επερχόμενη οικονομική κρίση. Στην αδυναμία αυτή, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, η εκκαλούσα περιήλθε χωρίς δόλο, αφού κατά το χρόνο ανάληψης των οφειλών της είχε εισόδημα σαφώς υψηλότερο από αυτό που έχει σήμερα και ήταν σε θέση να εξυπηρετεί τα δάνεια της. Για το λόγο αυτό, οι αρμόδιοι υπάλληλοι των μετεχόντων πιστωτών, αφού έλεγξαν τη πιστοληπτική της ικανότητα, έκριναν ικανοποιητικά τα εισοδήματά της και ενέκριναν τη χορήγηση των δανείων. Συνεπώς, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο της εκκαλούσας ούτε αρχικός, αλλά ούτε επιγενόμενος δόλος, αφού δεν προέκυψε ότι κατά το χρόνο ανάληψης των χρεών της βρισκόταν σε υπέρμετρη οικονομική αδυναμία, ούτε υπήρχε τότε δυνατότητα πρόβλεψης τέτοιας αδυναμίας με βάση τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Ως απόρροια των ανωτέρω έχει περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις, καθώς το ανωτέρω μηνιαίο εισόδημα από τη σύνταξή της, συγκρινόμενο με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις και λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων δαπανών διαβίωσης της ίδιας και της οικογενείας της, δεν της επιτρέπουν να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του κύριου όγκου των χρεών της. Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών της δεν αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Συνεπώς συντρέχει στη προκειμένη περίπτωση πραγματική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς τις πιστώτριές της, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού της τέταρτης εφεσίβλητης. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της εκκαλούσας οι προϋποθέσεις για την επαγωγή της στη ρύθμιση του Ν.3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν.4161/2013 και ισχύει για τη κρίση αίτηση (άρθρα 19 και 24 Ν. 4161/2013, παρ.5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 Ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015). Το ποσό που είναι αναγκαίο να δαπανάται μηνιαίως για τη κάλυψη των βιοτικών αναγκών της εκκαλούσας και της οικογενείας της εκτιμάται από το Δικαστήριο σε 1.200,00 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι ο οφειλέτης, ο οποίος ζητά να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.3869/2010, πρέπει να μειώσει τις δαπάνες του περιοριζόμενος στις απολύτως απαραίτητες. Για τον καθορισμό του ποσού αυτού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η κόρη της εκκαλούσας δεν διαμένει μόνιμα στη Λευκάδα όπου σπουδάζει (βλ. σχετ. την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης). Η ρύθμιση των οφειλών της εκκαλούσας θα γίνει κατά πρώτο λόγο με ορισμό μηνιαίων καταβολών απευθείας στις καθών η αίτηση πιστώτριες, από τα εισοδήματά της, για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, από τις οποίες καταβολές οι πιστώτριες θα ικανοποιηθούν συμμέτρως (άρθρο 8 παρ.2 Ν.3869/2010). Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από τον δεύτερο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας. Το συνολικό προς διάθεση από την εκκαλούσα προς τις πιστώτριες της ποσό ανέρχεται σε 400,00 ευρώ μηνιαίως, το οποίο είναι σε θέση να καταβάλει. Για τον καθορισμό του μηνιαίου αυτού ποσού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και το σοβαρό θέμα υγείας που αντιμετωπίζει η εκκαλούσα, η οποία πάσχει από καρκίνο της μήτρας σε υποτροπή και έχει κριθεί αναγκαία η ριζική χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία (βλ. προσκομισθέντα ιατρικά έγγραφα στις 19.12.2022, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, μεταξύ των οποίων το υπ’αριθμ../13.5.2022 Πρακτικό Ογκολογικού Συμβουλίου του Γενικού Αντικαρκινικού Ογκολογικού Νοσοκομείου ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ). Με την από 25 Ιουνίου 2014 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Πύργου Ηλείας η εκκαλούσα υποχρεώθηκε να καταβάλλει εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από 01ης.7.2019, το ποσό των 200,00 ευρώ συμμέτρως διανεμόμενο στους πιστωτές. Εν συνεχεία, με την από 15.6.2020 προσωρινή διαταγή του Ειρηνοδίκη Πύργου μεταρρυθμίστηκε προσωρινά η ανωτέρω από 25.6.2014 προσωρινή διαταγή, από τη συζήτηση της ανωτέρω αίτησης στη δικάσιμο της 12ης.6.2020 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί αυτής με τον ορισμό μηδενικών μηνιαίων καταβολών.  Η μηνιαία κατανομή του ποσού των 200,00 € ήταν η ακόλουθη : A) Τράπεζα Eurobank– πρώτη εφεσίβλητη, σύμβαση ., 125.634,00 €, ποσό 42,53 €. Β) Τράπεζα Πειραιώς – δεύτερη εφεσίβλητη, β1) σύμβαση ., 2.112,00 €, ποσό 0,72 €, β2) σύμβαση ., 2.657,00 €, ποσό 0,90 €, β3) σύμβαση PDPD., 31.680,00 €, ποσό 10,73 €, β4) σύμβαση ., 39.788,00 €, ποσό 13,47 €, β5) σύμβαση ., 1.027,00 €, ποσό 0,35 €, β6) σύμβαση ., 23.160,00 €, ποσό 7,84 €, β7) σύμβαση LNW00., 23.970,00 €, ποσό 8,12 €, β8) σύμβαση ./23.3.2010, 25.011,90 €, ποσό 8,47 €. Γ)  ALPHA BANK – τρίτη εφεσίβλητη, γ1) σύμβαση ., 69.924,00 €, ποσό 23,67 €, γ2) σύμβαση ., 114.531,00 €, ποσό 38,77 €, γ3) σύμβαση ./09.10.2001, 2.557,00 €, ποσό 0,87 €, γ4) σύμβαση ./24.3.1998, 2.775,00 €, ποσό 0,94 €. Δ) ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ-τέταρτη εφεσίβλητη, δ1) σύμβαση ./19.2.2002, 4.284,00 €, ποσό 1,45 €, δ2) σύμβαση ./18.7.2021, 1.395,00 €, ποσό 0,47 €, δ3) σύμβαση ., 99.596,00 €, ποσό 33,72 €, δ4) σύμβαση ., 20.649,00 €, ποσό 6,99 €. Η καταβολή των δόσεων ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2014 και έως τον Ιούνιο του 2020, που μεταρρυθμίστηκε η ανωτέρω από 25.6.2014 προσωρινή διαταγή, διέτρεξε χρονικό διάστημα 71 μηνών. Σε συμμόρφωση με την ανωτέρω προσωρινή διαταγή η εκκαλούσα κατέβαλε το ποσό των 14.200,00 ευρώ [βλ. σχετ. αποδεικτικά κατάθεσης που προσκομίζει με επίκληση η εκκαλούσα]. Ειδικά δε προς την πρώτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί σε αυτήν ανέρχεται σε 3.019,63 ευρώ [42,53 € x 71 μήνες]. Όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά κατάθεσης, η εκκαλούσα στα πλαίσια της ρύθμισης της προσωρινής διαταγής κατέβαλε το ποσό των (62 καταβολές x 43,00 € = 2.666,00 €, 4 καταβολές x 86,00 € = 344,00 €, 4 € [1 καταβολή], 3 € [1 καταβολή], 3 καταβολές x 2,00 €, 23 καταβολές x 1,00 € ) 3.046,00 ευρώ. Η πρώτη εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η εκκαλούσα το χρονικό διάστημα από 01ης.7.2014 έως και τον Απρίλιο του 2019 κατέβαλε το ποσό των 1.395 € αντί του ποσού των 2.466,74 € και επειδή δεν εκπλήρωσε προσηκόντως την υποχρέωση καταβολής του ανωτέρω ποσού των 42,53 ευρώ, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ.2 Ν.3869/2010 , θα πρέπει η αίτηση να απορριφθεί. Από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά κατάθεσης προκύπτει ότι για το ανωτέρω χρονικό διάστημα η εκκαλούσα κατέβαλε το συνολικό ποσό των 2.461 ευρώ απομένοντος υπολοίπου 15.74 ευρώ, το οποίο τελικά κατέβαλε, καθότι στις 02 και 30.5.2019 κατέβαλε το ποσό των 43,00 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι το συνολικό ποσό των 86,00 ευρώ (βλ. αποδεικτικά κατάθεσης της Τράπεζας Eurobank Ergasias ΑΕ). Το συνολικό αυτό ποσό των 14.200,00 ευρώ πρέπει να συνυπολογιστεί και να αφαιρεθεί δια το πλήθος των δόσεων της παρ.2 του άρθρου 8 εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 61 και της παρ.2 του άρθρου 59 Ν.4549/2018, οι οποίες κατά το άρθρο 68 παρ.8 του ιδίου νόμου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς αιτήσεις. Συνεπώς η μηνιαία δόση στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής θα ανέλθει στο ποσό των 163,33 €  (24.000,00€ (400,00 € x 60 μήνες) – 14.200,00 € = 9.800,00 € : 60 μήνες=163,33 €). Ωστόσο το ποσό, το οποίο θα κληθεί να καταβάλλει η εκκαλούσα, ως δόση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2, θα οριστεί μετά τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ.2 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχεία [IX] νομική σκέψη της παρούσας. Στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ.2 θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της εκκαλούσας, η αντικειμενική αξία της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 105.306,08 ευρώ [βλ. προσκομιζόμενη Δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων – Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου Ν. 4223/2013, ΕΝ.Φ.Ι.Α. έτους  2022]. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα : Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν.3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν.4161/2013, το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι η ένδικη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./05.3.2014 αίτηση της εκκαλούσας κατατέθηκε το έτος 2014 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείο Πύργου), «Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο ικανοποιούνται προνομιακά από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο». Από την απολύτως σαφή γραμματική και μόνο διατύπωση της ως άνω διάταξης, η οποία αναφέρεται «σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας» και όχι «σε συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας» συνάγεται ευθέως ότι το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό [80%] της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας κατά ανώτατο ύψος και όχι κατά κατώτατο. Επομένως το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται και σε ποσοστό κατώτερο του ογδόντα τοις εκατό [80%] της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Και ναι μεν ο νόμος δεν παραθέτει στη συνέχεια ειδικά κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών για το χρέος αυτό, που επιβάλλεται στον οφειλέτη ως πρόσθετο, ώστε να επωφεληθεί από την εξαίρεση της εκποίησης της κύριας κατοικίας, πλην όμως τα κριτήρια αυτά συνάγονται με συστηματική ερμηνεία από την ανάλογη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ.5 του Ν.3869/2010, και είναι ιδίως η χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλοι λόγοι ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας. Η από την προεκτεθείσα διάταξη προβλεπόμενη εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τη ρευστοποίηση, η οποία άλλωστε δεν παρέχεται σε όλους τους οφειλέτες, αλλά σε αυτούς που η αξία της κατοικίας τους δεν υπερβαίνει ένα όριο, εκπορεύεται καταρχάς από την ανάγκη προστασίας του, ώστε να αποκατασταθεί γενικά η κοινωνική συνοχή (που αποτελεί πάντοτε σκοπό του θετού δικαίου), η οποία έχει διαρραγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού ιδιωτών οφειλετών στο κοινωνικό πεδίο των συμβατικών εννόμων σχέσεων προς πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και ειδικά, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα σε έκαστο υπερχρεωμένο κοινωνό (φυσικό πρόσωπο), να αποτελέσει εκ νέου δυναμικό παράγοντα της οικονομικής - συναλλακτικής κοινωνίας. Δικαιολογείται, όμως, ειδικότερα από την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας, η οποία, υπό την έννοια της οικογενειακής στέγης, ως κοινωνικό αγαθό, απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος [ΑΠ 120/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη ότι από τη μηνιαία σύνταξη της εκκαλούσας, που δεν υπερβαίνει κατά μέσο όρο το ποσό των 1.300 ευρώ, καλύπτονται οι δαπάνες διαβίωσης της ίδιας και του συζύγου της, το εισόδημα του οποίου από την επιχείρησή του είναι χαμηλό και ο ίδιος έχει οφειλές ιδιαιτέρως μεγάλου ύψους σε διάφορες εταιρείες συνεπεία δανεισμού (βλ. σχετ. κατάθεση μάρτυρα : « Από εμένα είναι αυτό που έχω από το μαγαζί που βγαίνει περίπου 400, 450 €»), συντηρεί οικονομικά την κόρη της που σπουδάζει και η οποία ακόμα και εάν εργαζόταν, ελλείψει εργασιακής εμπειρίας και τίτλου σπουδών, δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί πλήρως από το εισόδημα που θα αποκόμιζε και θα είχε και πάλι ανάγκη την οικονομική στήριξη των γονέων της, και του σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει ποσό ίσο με το 65 % της αντικειμενικής αξίας κύριας κατοικίας της [οριζόντια ιδιοκτησία], ήτοι το ποσό των (105.306,08 € x 65% =) 68.448,95 €. Ο χρόνος αποπληρωμής του ποσού αυτού των 68.448,95 € θα πρέπει να οριστεί σε είκοσι (20) έτη, ήτοι σε διακόσιους σαράντα (240) μήνες, λαμβανομένων υπόψη του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Επομένως, το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της  εκκαλούσας ανέρχεται σε 285,20 € (68.448,95 € /240 μηνιαίες δόσεις), η κατανομή του οποίου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των καθών η αίτηση-πιστωτριών θα γίνει σύμφωνα με τα άρθρα 974 ΚΠολΔ αναλογικά εφαρμοζόμενο. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ.3 του Ν. 4549/2018, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις κατά το άρθρο 68 παρ. 8 του ως άνω Νόμου, προβλέπεται η κατανομή των μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτής του άρθρου 9 παρ. 2 κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της πενταετίας της πρώτης ρύθμισης, στα πλαίσια δε της κατανομής θα πρέπει να τηρηθούν οι βασικές αρχές των δύο ρυθμίσεων, δηλαδή αυτή της μη υπέρβασης της ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, όπως ορίστηκε από το δικαστήριο, ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 και αυτή της καταβολής του υποχρεωτικού ανταλλάγματος της διάσωσης της κύριας κατοικίας στους πιστωτές ως προς τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2. Εν προκειμένω, όμως, το ποσό της μηνιαίας δόσης του άρθρου 8 παρ. 2 με βάση την ικανότητα αποπληρωμής της εκκαλούσας ορίστηκε σε 163,33 € και συνεπώς υπολείπεται του ποσού κάθε μηνιαίας δόσης της ρύθμισης για τη διάσωση της κατοικίας, που ανέρχεται σε 285,20 ευρώ. Επομένως δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της νέας διάταξης περί κατανομής και θα πρέπει οι δύο ρυθμίσεις να ισχύσουν διαδοχικά, όπως και υπό το προγενέστερο δίκαιο, με τη χορήγηση στην εκκαλούσα ισόχρονης της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2 περιόδου χάριτος, ήτοι χρονικό διάστημα πέντε ετών, ώστε να μη συμπέσουν οι δύο ρυθμίσεις, αφού δεν θα μπορέσει να τις εξυπηρετεί ταυτόχρονα, όπως προέβλεπε ο Ν.3869/2010 στην αρχική του μορφή και έγινε δεκτό από τη νομολογία μετά τους Ν.4336/2015 και 4346/2015. Συνεπώς η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων για τη διάσωση της κύριας κατοικίας θα αρχίσει από τον πρώτο μήνα πέντε [5] έτη μετά τον δεύτερο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας. Από το ποσό αυτό των 163,33 ευρώ αναλογούν σε καθεμία από τις καθ’ ων η αίτηση πιστώτριες τα εξής ποσά: Ι. προς την πρώτη των καθ' ων και ήδη πρώτη εφεσίβλητη «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK Α.Ε.», για την οφειλή με αριθμό 33.028281 σύμβασης επαγγελματικού δανείου, ύψους 163.009,21 €, το ποσό των (163.009,21 € x 163,33 € / 674.793,50) 39,47 €, II. προς τη δεύτερη των καθών και ήδη  δεύτερη εφεσίβλητη «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» : α) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ύψους 2.350,98 €, το ποσό των (2.350,98 € x 163,33 € / 674.793,50) 0,56 €, β) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ύψους 2.438,32 €, το ποσό των (2.438,32 € x 163,33 € / 674.793,50) 0,59 €, γ) για την οφειλή από τη με στοιχεία ΡDΡD. σύμβαση δανείου, ύψους 39.877,08 €, το ποσό των (39.877,08 € x 163,33 € / 674.793,50) 9,65 €, δ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 47,796,04 €, το ποσό των (47.796,04 € x 163,33 € / 674.793,50) 11,56 €, ε) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ύψους 1.227,82 €, το ποσό των (1.227,82 € x 163,33 € / 674.793,50) 0,29 €, στ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 27.767,17 €, το ποσό των (27.767,17 € x 163,33€ / 674.793,50) 6,72 €, ζ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ύψους 613,63 €, το ποσό των (613,63 € x 163,33 € / 674.793,50) 0,14€, η] για την οφειλή από τη με στοιχεία LΝW. σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, ύψους 27.446,89 €, το ποσό των (27.446,89 € x 163,33 € / 674.793,50) 6,64 €, θ] για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, ύψους 37.215,34 €, το ποσό των (37.215,34 € x 163,33 € / 674.793,50) 9,00 €, III. προς τη τρίτη των καθ' ων και ήδη τρίτη εφεσίβλητη «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ A.E.» : α) για την οφειλή από τη με αριθμό .-1.04.2008 σύμβαση ανοικτού δανείου, ύψους 117.257,91 €, το ποσό των (117.257,91 € x 163,33 € / 674.793,50) 28,38€, β) για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ύψους 73.553,76 €, το ποσό των (73.553,76 € x 163,33 € / 674.793,50) 17,80 €, γ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ύψους 2.699,52 €, το ποσό των (2.699,52 € x 163,33 € / 674.793,50) 0,65 €, δ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ύψους 2.931,35 €, το ποσό των (2.931,35 € x 163,33 € / 674.793,50) 0,70 €,  IV. προς τη τέταρτη των καθ' ων και ήδη τέταρτη εφεσίβλητη «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ»: α) για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ύψους 1.411,79 €, το ποσό των (1.411,79€ x 163,33 € / 674.793,50) 0,34 €,  β) για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ύψους 4.646,68, το ποσό των (4.646,68 € x 163,33 € / 674.793,50) 1,12 €,  γ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ύψους 571,59 €, το ποσό των (571,59 € x 163,33 € / 674.793,50) 0,13 €,  δ) για την οφειλή από τη με αριθμό 4043387180 σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 99.794,64 €, το ποσό των (99.794,64 € x 163,33 € / 674.793,50) 24,20€,  ε) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, ύψους 22.183,74 €, το ποσό των (22.183,74 € x 163,33 € / 674.793,50) 5,40 €. Επομένως η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν.

 

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της εφέσεως στην  εκκαλούσα. Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί και δικαστεί η ένδικη υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατά το άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ, πρέπει η από 05.3.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2014 αίτηση να γίνει  εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να ρυθμιστούν οι οφειλές της εκκαλούσας προς τις καθ'ών η αίτηση πιστώτριες της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται κατά το άρθρο 8 παρ.6 εδ.β του Ν. 3869/2010, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής και στην δευτεροβάθμια δίκη.                                                         

 

                             ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 29.9.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020 (αριθμ.εκθ.προσδ.συζ. ΜΕ ./2020) έφεση και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην των 2ης, 3ης, 5ης εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12.01.2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «INTRUM HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «INTRUM HELLAS A.Ε.Δ.Α.Δ.Π.».

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατ’ουσίαν.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της έφεσης.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ.108/21.8.2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει στην ουσία την από 05.3.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./05.3.2014 αίτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας.

 

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

 

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας προς τις καθών πιστώτριές της ορίζοντας μηνιαίες καταβολές, ποσού  εκατόν εξήντα τριών ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (163,33 €) εκάστη, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, άλλως εξήντα (60) μηνών, αρχής γενομένης από τον δεύτερο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας, ως εξής :

 

Ι. προς την πρώτη των καθ' ων «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK Α.Ε.», για την οφειλή με αριθμό . σύμβασης επαγγελματικού δανείου, το ποσό των  39,47 €, II. προς τη δεύτερη των καθών «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» : α) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, το ποσό των 0,56 €, β) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, το ποσό των 0,59 €, γ) για την οφειλή από τη με στοιχεία ΡDΡD. σύμβαση δανείου, το ποσό των 9,65 €, δ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, το ποσό των 11,56 €, ε) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το ποσό των 0,29 €, στ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, το ποσό των 6,72 €, ζ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το ποσό των 0,14€, η] για την οφειλή από τη με στοιχεία LΝW. σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, το ποσό των 6,64 €, θ] για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση επιχειρηματικού δανείου, το ποσό των 9,00 €, III. προς τη τρίτη των καθ' ων και ήδη τρίτη εφεσίβλητη «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ A.E.» : α) για την οφειλή από τη με αριθμό .-1.04.2008 σύμβαση ανοικτού δανείου, το ποσό των 28,38€, β) για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το ποσό των 17,80 €, γ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, το ποσό των 0,65 €, δ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, το ποσό των 0,70 €,  IV. προς τη τέταρτη των καθ' ων και ήδη τέταρτη εφεσίβλητη «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ»: α) για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, ποσό των 0,34 €,  β) για την οφειλή από τη με αριθμό λογαριασμού . σύμβαση πιστωτικής κάρτας, το ποσό των 1,12 €,  γ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το ποσό των 0,13 €,  δ) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση στεγαστικού δανείου, το ποσό των 24,20€,  ε) για την οφειλή από τη με αριθμό . σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το ποσό των (22.183,74 € x 163,33 € / 674.793,50) 5,40 €.

 

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι μια οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) της αποκλειστικής κυριότητας, νομής και κατοχής της, του τέταρτου άνωθεν του ισογείου ορόφου πολυκατοικίας ανεγερθείσας επί οικοπέδου, που βρίσκεται στη θέση "Ανεμόμυλος" ή "Άγιος Διονύσιος" της πόλεως του Πύργου Ηλείας και επί της συμβολής των οδών ., σε μόνιμη και διαρκή εξυπηρέτηση της οποίας έχει τεθεί η με αριθμό τρία (3) θέση στάθμευσης επί του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, εμβαδού 16,52 τ.μ., και η οποία [οριζόντια ιδιοκτησία] περιήλθε στην αιτούσα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./24-5-2004 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ολυμπίων ., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πύργου στον τόμο 14 και αριθμό 732.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την αιτούσα να καταβάλει στις καθ'ών η αίτηση πιστώτριες του, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, το συνολικό ποσό των εξήντα οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (68.448,95 €), η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε είκοσι (20) έτη, σε διακόσιες σαράντα (240) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης διακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και είκοσι λεπτών (285,20 €), εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γινομένης τον πρώτο μήνα πέντε [5] έτη μετά τον δεύτερο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης,  η δε κατανομή του στις απαιτήσεις των πιστωτριών θα γίνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 973 επ. ΚΠολΔ, αναλογικά εφαρμοζόμενα. Η καταβολή των δόσεων θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στο ακροατήριο του στον Πύργο Ηλείας, απόντων των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος, στις 30 Δεκεμβρίου 2022.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ