ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 200/2022

 

Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα αποβιώσαντος συζύγου - Στοιχεία ορισμένου αγωγής - Σώρευση αγωγής περί κλήρου με αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα -.

 

Ο ισχυρισμός του εναγομένου περί μικρότερης συμβολής του ενάγοντος στην επαύξηση της περιουσίας του  από το τεκμαιρόμενο ποσοστό του 1/3 συνιστά ένσταση. Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού τελικής περιουσίας. Ασκηση αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα κατά κληρονόμων αποβιώσαντος συζύγου. Μεταβίβαση της σχετικής αξίωσης ως στοιχείο του παθητικού της κληρονομίας. Νόμιμη μοίρα. Προσβολή νόμιμης μοίρας συζύγου και τέκνου με κατάληψη ολόκληρης της κληρονομίας της διαθέτιδος στην εγγονή. Η ΑΚ 1826 ορίζει τη διαδοχή βαθμών ή τάξεων και αποκλείει την προσαύξηση των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος ή εκπεσόντος. Αγωγή περί κλήρου. Στοιχεία ορισμένου αυτής. Μη αναγκαία η αναφορά σε αποδοχή της κληρονομίας και μεταγραφή αυτής. Σώρευση αγωγής περί κλήρου με αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα. Αποποίηση κληρονομίας  ως προς την εξ αδιαθέτου και εκ διαθήκης διαδοχή. Μεταγενέστερη άσκηση αγωγής από τον αποποιηθέντα για προσβολή της νόμιμης μοίρας του. Η οφειλή από συμμετοχή στα αποκτήματα κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ συνιστά χρέος που αφαιρείται από την αξία της κληρονομίας

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός Απόφασης 200/2022

[αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής Μ./05.11.2020]

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τον Γραμματέα Νικόλαο Λύκουρα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 13 Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Των εναγόντων : 1] ., κατοίκου Πύργου Ηλείας, οδός . γωνία, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Πύργου, και 2) ., κατοίκου Πύργου Ηλείας, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Πύργου, οι οποίοι εντός προθεσμίας εκατό [100] ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 [ΦΕΚ Α 87/23.7.2015], δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους Κρινιώς Τσάφα [ Δικηγορικός Σύλλογος Αμαλιάδας, ΑΜ 000106, από 15 Φεβρουαρίου 2021 ειδικό πληρεξούσιο με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.ΑΜΛ. με αριθμό Α./15.02.2021] κατέθεσαν προτάσεις και προσκόμισαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλούνται με αυτές, ενώ μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε [15] ημερών από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας κατέθεσαν προσθήκη στις προτάσείς τους [άρθρο 237 παρ.2 ΚΠολΔ] και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

 

Της εναγομένης : ., ανήλικης, κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής, οδός ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Κορυδαλλού Αττικής, οδός ., νόμιμα εκπροσωπούμενης από τους ασκούντες από κοινού τη γονική της μερίμνα γονείς της : α) ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Πύργου, και β) ., με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Κορυδαλλού Αττικής, κάτοικοι ομοίως, οι οποίοι [νόμιμοι εκπρόσωποι] εντός προθεσμίας εκατό [100] ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 [ΦΕΚ Α 87/23.7.2015], δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Φωτίου Λουμίτη [ Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000067, από 08 Φεβρουαρίου 2021 ειδική εξουσιοδότηση – πληρεξουσιότητα με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.ΗΛ. με αριθμό Η./15.02.2021] κατέθεσαν προτάσεις και προσκόμισαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλούνται με αυτές, ενώ μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε [15] ημερών από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας κατέθεσαν προσθήκη στις προτάσείς τους [άρθρο 237 παρ.2 ΚΠολΔ] και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 30 Οκτωβρίου 2020 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μ./05.11.2020 και με την υπ’ αριθμ. ./31.3.2021 Πράξη του Διευθύνοντος το Πρωτοδικείο Ηλείας, Προέδρου Πρωτοδικών, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [13 Οκτωβρίου 2021] και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό (.).

 

Η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, έγινε χωρίς την αναγκαία παρουσία των πληρεξούσιων  Δικηγόρων των διαδίκων (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ), οι οποίοι  ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο από το οικείο πινάκιο οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν [βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου]. Πλην, όμως, από τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το γεγονός της καταργήσεως με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν.4335/2015 του άρθρου 270 ΚΠολΔ και δη του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 αυτού, που όριζε εν είδει γενικού κανόνα ότι η ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων συζήτηση είναι προφορική, συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία δεν καθίσταται υποχρεωτική η προφορική συζήτηση των αγωγών που έχουν κατατεθεί από την 01η.01.2016 και εφεξής και συνεπώς γι’ αυτές η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων (πληρεξουσίων δικηγόρων), εφόσον αυτοί έχουν καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, υποχρέωση που εν προκειμένω έχουν τηρήσει αμφότερες οι πλευρές.

 

[Ι] Κατά το άρθρο 1400 παρ.1 ΑΚ «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή». Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου «Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια». Από το άρθρο αυτό [ΑΚ 1400] προκύπτει ότι, οι προϋποθέσεις της αξίωσης του ενός συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι : α) Η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής. Για την εξεύρεση όμως της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Κατά το χρόνο δε γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου [ΑΠ 182/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1550/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1316/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 528/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 ΑΚ, της οποίας είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος, η αξία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμα και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτή. Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας. Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ.β του ΑΚ μαχητό τεκμήριο, ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό, μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου, συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσοστό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέστηκε ή επικαλέστηκε και δεν απέδειξε ότι η συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου) είναι μηδενική ή σε μικρότερο ποσοστό (ΑΠ 825/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 781/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 164/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 334/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 608/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τόμος Α’, εκδ. 2001, παρ.289, σελ.381, Βαθρακοκοίλης, Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, τόμος Β’ εκδ. 2000, υπό άρθρο 1400, αρ. 13 και 20).

 

Ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία φέρεται ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 του ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και να αποδείξει, ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερωμένο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση, ενώ, όσον αφορά τον πραγματικό υπολογισμό, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Δηλαδή το καθιερωμένο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β του ΑΚ ως άνω μαχητό τεκμήριο, ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος (ΑΠ 182/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 101/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 804/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1550/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των στοιχείων που την αποτελούν, θεωρείται, επί μεν τριετούς διάστασης των συζύγων, επειδή στο νόμο δεν τίθεται χρονική αφετηρία για την άσκηση της αγωγής και επειδή ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί, ο χρόνος άσκησης της αγωγής, στον οποίο πρέπει να γίνει και ο προσδιορισμός της τελικής περιουσίας και ο υπολογισμός της αξίας της και η αναγωγή της αξίας της τυχόν αρχικής περιουσίας, στη δε περίπτωση της λύσης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσής του, ο χρόνος του αμετακλήτου της σχετικής απόφασης. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα, δηλαδή για την εξεύρεση της σε χρήμα τελικής περιουσίας, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή εκείνος της άσκησης της αγωγής, λαμβανομένης υπόψη, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 224 του ΚΠολΔ, και της τυχόν, μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επερχόμενης διαφοροποίησης (ΑΠ 1557/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1799/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 84/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ2073/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Από τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ.1 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα είναι : α) η λύση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και γ) η συμβολή του ενάγοντος συζύγου στην αύξηση, με οποιοδήποτε τρόπο, της περιουσίας του υπόχρεου. Για τον ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων αυτών, ως αύξηση νοείται η διαφορά που προκύπτει αν από την αξία της περιουσίας, την οποία είχε ο εναγόμενος κατά τον χρόνο γέννησης της αξίωσης συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτήν (τελική περιουσία), αφαιρεθεί η αξία της περιουσίας, την οποία ο ίδιος είχε κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία). Αν, όμως, ο υπόχρεος δεν είχε καθόλου περιουσία κατά την τέλεση του γάμου και η αξίωση του «αποκτήματος» περιορίζεται και επικεντρώνεται επί συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων περιουσιακών αντικειμένων, τότε δεν χρειάζεται ο κατά τα άνω προσδιορισμός, αποτίμηση και αναγωγή της αξίας της αρχικής και τελικής περιουσίας. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας θεωρείται, στην περίπτωση λύσης του γάμου με διαζύγιο ή ακύρωσής του, ο χρόνος του αμετακλήτου της σχετικής απόφασης, στην δε περίπτωση της τριετούς διάστασης, ενόψει του ότι η άσκηση της αξίωσης με βάση την συμπλήρωση τριετίας από τη συζυγική διάσταση έχει ως προϋπόθεση ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί, η περιουσιακή αύξηση του υπόχρεου συζύγου πρέπει να ανάγεται στο χρόνο άσκησης της αγωγής του άρθρου 1400 ΑΚ, καθόσον για την γέννηση της αξίωσης αυτής δεν ορίζεται από το νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία, αφού αρκεί να έχει διαρκέσει η διάσταση των συζύγων περισσότερο από τρία χρόνια, ενώ σε περίπτωση θανάτου, κρίσιμος είναι ο χρόνος του θανάτου του συζύγου. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρηματική αξία των περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου, δηλαδή για την εξεύρεση της σε χρήμα αξίας τους, κρίσιμος είναι ο χρόνος παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή εκείνος της άσκησης της αγωγής και της τυχόν επερχόμενης διαφοροποίησης μέχρι την πρώτη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο του δικαστηρίου. Η μνεία της αξίας κτήσης των επί μέρους αντικειμένων της περιουσίας του εναγομένου δεν είναι αναγκαίο στοιχείο της αγωγής. Είναι αρκετή η αναφορά της αξίας του κάθε πράγματος κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, η οποία γίνεται πράγματι από τον ενάγοντα. Η αμφισβήτηση των θέσεων της αγωγής, ως προς το περιεχόμενο ή την αξία της αρχικής ή της τελικής περιουσίας, αποτελεί άρνηση Στην περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων σύζυγος δεν περιορίζεται στο μαχητό τεκμήριο του άρθρου 1400 παρ. 1 εδαφ. β ΑΚ και στον καθιερούμενο με αυτό τεκμαρτό προσδιορισμό της συμβολής και του μεγέθους της στο 1/3, αλλά θεμελιώνει την αγωγή του στον πραγματικό υπολογισμό, δηλαδή ζητεί να του επιδικαστεί πέραν του 1/3 επί των αποκτημάτων του εναγομένου συζύγου του, τότε πρέπει αναγκαίως να προσδιορίζει στο δικόγραφο της αγωγής του, εκτός από τα άλλα στοιχεία, τον τρόπο της συμβολής του στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, την αξία αυτής, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου και της δικής του συμβολής, διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη και εκ του λόγου αυτού απορριπτέα. Επομένως, όταν ο ενάγων σύζυγος επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου δια παροχών, οι οποίες συνιστούν ειδικότερους τρόπους εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, όπως, μεταξύ άλλων, είναι και η παροχή χρημάτων προερχομένων από την εργασία του ή από την επαγγελματική του δραστηριότητα ή η προσφορά υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο, τότε, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητεί από τον εναγόμενο να του αποδώσει την συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας του, πρέπει, αφενός μεν να αποτιμά τις παροχές αυτές, αφετέρου δε να καθορίζει στο δικόγραφό του και το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι ανωτέρω παροχές μόνο κατά το μέρος, που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς, συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολό τους. Τα ανωτέρω ισχύουν όταν η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει ως βάση την πραγματική συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνο ο δικαιούχος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης. Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ` εαυτής, ούτε του ποσοστού της, επομένως δε ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρέωσης για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας. Προσθέτως, κατά την έννοια του άρθρου 1400 του ΑΚ, απόκτημα είναι το υπόλοιπο που προκύπτει από την αφαίρεση μεταξύ της περιουσίας που υπάρχει κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης (τελικής περιουσίας) και της περιουσίας που υπήρχε κατά την τέλεση του γάμου (αρχικής περιουσίας). Αν δεν προκύπτει λογιστικό υπόλοιπο μεταξύ της τελικής και της αρχικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απόκτημα κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου δεν υπάρχει. Επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 118 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη και δεκτική εκτίμησης η εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αγωγή πρέπει να προσδιορίζεται σε αυτήν όχι μόνο η συνολική περιουσία του εναγομένου κατά τον χρόνο γένεσης της σχετικής αξίωσης, αλλά και το αν αυτός είχε κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου περιουσία και, σε καταφατική περίπτωση, ποια είναι η αξία αυτής. Τα παραπάνω έχουν εφαρμογή όχι μόνον όταν η αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα στηρίζεται στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής αλλά και όταν αυτή στηρίζεται στον τεκμαρτό υπολογισμό, όταν δηλαδή ο ενάγων ζητάει το 1/3 της περιουσιακής προσαύξησης του εναγόμενου, διότι η ύπαρξη αποκτήματος με την έννοια που εκτίθεται παραπάνω είναι κοινό στοιχείο αμφοτέρων των βάσεων της αγωγής και πρέπει να προσδιορίζεται τόσο στην μία όσο και στην άλλη περίπτωση. Είναι επομένως αόριστη η αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα όταν ο ενάγων παραλείπει να αναφέρει αν ο εναγόμενος είχε κατά την τέλεση του γάμου περιουσία ή όχι καθώς και όταν, ενώ επικαλείται την ύπαρξη αρχικής περιουσίας του εναγομένου, στη συνέχεια παραλείπει να αποτιμήσει τα επιμέρους στοιχεία της και μάλιστα - για να είναι ορθός ο υπολογισμός - με τις τιμές του χρόνου κατά τον οποίον γεννάται η αξίωση, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει η τυχόν θετική μεταξύ της τελικής και της αρχικής περιουσίας διαφορά, η οποία συνιστά την περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου (ΑΠ 781/2013, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 926/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1440/1996, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 171/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 1595/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, όπου εκτενείς παραπομπές σε νομολογία).

 

Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι καταρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου. Ο κανόνας όμως αυτός δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος το σχετικό αίτημα, ενοχικώς πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων, είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συμμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Τούτο συνάγεται και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 1329/1983, όπου αναφέρεται ότι τελικά απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου να «διατάξει την τυχόν ζητούμενη απόδοση αυτούσιου του ανάλογου μέρους των αποκτημάτων», άποψη που μπορεί να στηριχθεί και σε αναλογία δικαίου, με βάση τις αρχές που συνάγονται, τόσο από τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 908 ΑΚ), ο οποίος συγγενεύει με την αξίωση του άρθρου 1400 ΑΚ, όσο και από τη διάταξη του άρθρου 297 εδ. β` ΑΚ, η οποία ορίζει ότι « αντί για χρηματική αποζημίωση το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή» ( ΑΠ [ΟΛ] 28/1996, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 182/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 362/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 2374/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Από το άρθρο 1401 εδ.α ΑΚ συνάγεται ότι, αν η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει γεννηθεί και ο οφειλέτης αποβιώσει, αυτή ασκείται κατά των κληρονόμων του [ΑΠ 821/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

[II] Σύμφωνα με την ΑΚ 1710 § 1 κληρονομική διαδοχή είναι η περιέλευση της υπάρχουσας κατά τον θάνατο περιουσίας του ως συνόλου [κληρονομίας] από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, δηλαδή στον ή στους κληρονόμους του. Η κληρονομική διαδοχή επέρχεται είτε με διαθήκη είτε από το νόμο. Ως διαδοχή από το νόμο θεωρείται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, η οποία επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν εκείνη που υπάρχει ματαιωθεί μερικά ή εξ ολοκλήρου (ΑΚ 1710 § 2) και ρυθμίζεται στα άρθρα 1813 επ. ΑΚ, και η αναγκαστική διαδοχή [Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο Ι, έκδοση 2004, σελ.59-62, Παπαδόπουλος, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τόμος Α, έκδοση 1994, σελ.37].

 

Η αναγκαστική διαδοχή ή διαδοχή από νόμιμη μοίρα είναι διαδοχή από το νόμο, ρυθμίζεται από τις ΑΚ 1825 επ., που εισάγουν αναγκαστικό δίκαιο, και έχει προτεραιότητα έναντι της από διαθήκη διαδοχής. Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί ο κληρονομούμενος με τη διαθήκη του να την παραμερίσει, δηλαδή να αποκλείσει από την κληρονομική του διαδοχή ορισμένα πρόσωπα, τους αναγκαίους κληρονόμους ή νόμιμους μεριδούχους του, εκτός εάν έχει λόγους αποκλήρωσης ή συντρέχει περίπτωση ex lege αποκλεισμού του συζύγου κατά την ΑΚ 1822. Ο μεριδούχος αποκτά, κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, αυτούσια συμμετοχή στα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομίας και ανάλογο δικαίωμα της ίδιας φύσης που είχε ο κληρονομούμενος π.χ. εμπράγματο ή ενοχικό και κατά το ποσοστό αυτό ευθύνεται ως κληρονόμος και για τα χρέη της κληρονομίας [Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο τόμος Ι, εκδ.2004, § 9, σελ.328 -330].

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 ΑΚ συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα στην κληρονομία κατά τον χρόνο αυτό περιουσιακά στοιχεία (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομίας, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου όπως και οι δαπάνες απογραφής της κληρονομίας, προστίθενται ακολούθως σε αυτά και θεωρούνται ως υπάρχουσες στην κληρονομία (πλασματική κληρονομική ομάδα) κατά την αξία του χρόνου της πραγματοποίησης τους, οι παροχές των άρθρων 1831§2 και 1833 ΑΚ, που έγιναν από τον κληρονομούμενο, όσο ζούσε, προς τους μεριδούχους ή τρίτους. Επί δε της προσδιορισμένης με τον τρόπο αυτό αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου. Ειδικότερα για τον προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου : α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας τα χρέη της και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και της απογραφής της κληρονομίας, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των ανωτέρω χρεών προστίθενται, με την αξία που είχαν κατά τον χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, οι ανωτέρω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, η οποία προσδιορίζεται κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό της νόμιμης μοίρας αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής, που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκομένης με τον ανωτέρω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη νόμιμη μοίρα του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός, που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή, παριστάνει το ποσό, που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομίας για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του. Κατά τα ανωτέρω στις προστιθέμενες στην κληρονομία κατ’ άρθρο 1831 §2 ΑΚ παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτούς παροχές, έστω και αν έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, καθώς επίσης και οι δωρεές προς τρίτους, εφόσον αυτές έγιναν κατά την τελευταία πριν το θάνατο του κληρονομουμένου δεκαετία και δεν επιβάλλονταν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας (ΕφΔωδ 266/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ 141/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Η αξίωση-συμμετοχής στα αποκτήματα είναι μεν ενοχική, με την έννοια ότι στρέφεται μόνο από τον ένα σύζυγο κατά του άλλου συζύγου, όχι δε και κατά τρίτων, με μοναδικές εξαιρέσεις τις περιπτώσεις του άρθρου 1401 εδ. α` και β`, όπου μόνο ο επιζών δικαιούχος σύζυγος μπορεί να στραφεί κατά των κληρονόμων του αποβιώσαντος υπόχρεου συζύγου του, αφού ο θάνατος του υπόχρεου δεν επιφέρει απόσβεση της αντίστοιχης αξίωσης. Η τελευταία μεταβιβάζεται ως στοιχείο του παθητικού της κληρονομίας στους κληρονόμους του υπόχρεου συζύγου κατά το ποσοστό βέβαια που βαρύνει τον καθένα από αυτούς (άρθρο 1710 παρ.1, 1885 ΑΚ), όχι όμως και αντιστρόφως, εκτός αν έχει αναγνωρισθεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή γι` αυτήν. Εξάλλου από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1710, 1831, 1832, 1820, 1813 επ. 1846, 1871 επ. ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση λύσης του γάμου των συζύγων με θάνατο του ενός, ο επιζών σύζυγος, εκτός από το δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα, έχει και κληρονομικό δικαίωμα έναντι του θανόντος συζύγου, δικαιούμενος να αξιώσει και να πάρει από τους συγκληρονόμους του όχι μόνο το ποσοστό που συνιστά το κατά το άρθρο 1400 ΑΚ απόκτημα, αλλά και την κατά το νόμο ή από τη διαθήκη κληρονομική του μερίδα, ασκώντας αυτοτελή η σωρευμένη περί τούτου αγωγή στην περί κλήρου τοιαύτη. Ενόψει τούτου για τον προσδιορισμό της κληρονομίας (άρθρο 1831 ΑΚ), την αποτίμησή της (άρθρο 1832 Α.Κ.), τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας (άρθρα 1825, 1830 ΑΚ) κ.λπ., πρέπει να αφαιρείται από το ενεργητικό της κληρονομίας η τυχόν υπάρχουσα αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του επιζώντος συζύγου, διότι κατά το ποσοστό της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας του θανόντος συζύγου και κληρονομουμένου, το μεν δεν συνιστά κληρονομιαία περιουσία, το δε ο επιζών σύζυγος, κατά το ποσοστό της συμβολής του, που συνιστά το απόκτημα, είναι δικαιούχος εξ ιδίου δικαίου (άρθρο 1400 ΑΚ) και όχι κληρονόμος ή συγκληρονόμος, αφού κληρονόμος του εαυτού του δεν υπάρχει [ΑΠ 245/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 626/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Ο κληρονομούμενος διαθέτης ενδέχεται να διαθέσει με τη διαθήκη του όλα τα κληρονομιαία περιουσιακά του στοιχεία είτε σε τρίτους είτε σε άλλους μεριδούχους και να παραλείψει εντελώς τον νόμιμο μεριδούχο του. Στο μέτρο που δεν συντρέχει λόγος αποκλήρωσης του μεριδούχου από αυτούς που προβλέπονται στις ΑΚ 1389 επ., ο οποίος να αναφέρεται στη διαθήκη, η ολική παράλειψη του μεριδούχου από τη διαθήκη του κληρονομούμενου, με την οποία αυτός διαθέτει το σύνολο της περιουσίας του, συνιστά σιωπηρή αποκλήρωση με ευρεία έννοια του παραλειφθέντος και, κατά την ΑΚ 1713, ο μεριδούχος που παραλείφθηκε δικαιούται τη νόμιμη μοίρα του. Ο μεριδούχος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του, παρά τη θέληση του διαθέτη – αφού οι σχετικές περί νόμιμης μοίρας διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου-, μετέχει στην κληρονομία ως κληρονόμος σε όλα τα κληρονομιαία στοιχεία, δηλαδή αυτός αποκτά εξ αδιαιρέτου δικαίωμα και με την επιφύλαξη της μεταγραφής της αποδοχής της κληρονομίας αποκτά και συγκυριότητα στα κληρονομιαία ακίνητα. Οι διατάξεις της διαθήκης με τις οποίες θίγεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου είναι αυτοδικαίως άκυρες κατά το ποσοστό αυτό [ Ψούνη ο.π. σελ. 352, ΑΠ 988/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ232/2022, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ10/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].

 

Κατά το άρθρο 1826 ΑΚ «Αν κάποιος μεριδούχος ολικά ή μερικά αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής». Από το κείμενο της προπαρατιθέμενης διατάξεως σαφώς συνάγεται, ότι σε περίπτωση νόμιμης αποκλήρωσης, εν όλω ή εν μέρει, κάποιου μεριδούχου ή παραιτήσεώς του από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, ή εκπτώσεώς του, λόγω αναξιότητας, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του, κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής. Δηλαδή στη θέση του αποκληρωθέντος ή παραιτηθέντος ή του εκπεσόντος λόγω αναξιότητας υπεισέρχεται, αν υπάρχει, ο μεριδούχος του, ήτοι ο απώτερος αυτού, επόμενης τάξης (λ.χ. γονέας), κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής, και συνεπώς η μερίδα του εκπεσόντος δεν προσαυξάνει τις μερίδες των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος ή εκπεσόντος. Και τούτο διότι η διάταξη επιβάλλει την διαδοχή βαθμών ή τάξεων και αποκλείει την προσαύξηση των συμμεριδούχων του αποκληρωθέντος, παραιτηθέντος ή εκπεσόντος. Τούτο ενισχύεται και από το άρθρο 1830 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι, για τον προσδιορισμό της εξ αδιαθέτου μερίδας με βάση την οποία οφείλεται η νόμιμη μοίρα, συναριθμούνται όσοι έχουν αποκληρωθεί με τη διαθήκη, όσοι έχουν αποποιηθεί την κληρονομία και όσοι έχουν κηρυχθεί ανάξιοι να κληρονομήσουν. Η επιβαλλόμενη δε από τη διάταξη αυτή συναρίθμηση των αποκληρωθέντων, των αποποιηθέντων και των κηρυχθέντων ανάξιων να κληρονομήσουν, για τον προσδιορισμό της εξ αδιαθέτου μερίδας, αποκλείει την προσαύξηση. Και ναι μεν στον παράτιτλο του εν λόγω άρθρου 1826 αναφέρεται όχι μόνο ο όρος «διαδοχή» στη νόμιμη μοίρα, που συμφωνεί με το κείμενο του άρθρου, αλλά και ο όρος προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ως άνω κείμενο της διατάξεως του άρθρου 1826 ΑΚ. Όμως, σε κάθε περίπτωση αντιθέσεως του παράτιτλου οιουδήποτε άρθρου οιουδήποτε νόμου, προς το κείμενο αυτού, υπερισχύει το κείμενο. Τα παράτιτλα εκάστου άρθρου μπορούν να χρησιμεύσουν μόνο σε ερμηνεία του κυρίου κειμένου, όχι δε να υπερισχύσουν αυτού [ΑΠ 108/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Ψούνη ο.π. 335-337].

 

Ο μεριδούχος και οι κληρονόμοι του δικαιούνται να επικαλεστούν την ακυρότητα της διαθήκης που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα, τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται αυτοδικαίως [ΑΚ 189, 1829]. Εάν ο μεριδούχος δεν επικαλεστεί την ακυρότητα της διαθήκης, ήτοι δεν ζητήσει την αναγνώρισή της, αλλά αντίθετα δηλώσει – ρητά ή σιωπηρά- ότι δεν θα κάνει χρήση του δικαιώματος επίκλησης της υπέρ αυτού ακυρότητας, η δήλωσή του αυτή λειτουργικά διαπλαστικά καθώς έχει ως συνέπεια την αναδρομική ισχυροποίηση της διαθήκης και επιφέρει αποτελέσματα όμοια με αυτά της αποποίησης στο μέτρο που θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ κληρονόμος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του. Η ρητή ή σιωπηρή δήλωση του μεριδούχου για μη επίκληση της ακυρότητας της διαθήκης από την οποία θίγεται η νόμιμη μοίρα δεν αποτελεί κατά την έννοια της ΑΚ 1847 αποποίηση και μπορεί να γίνει και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης. Η παραίτηση αυτή μπορεί να γίνει, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, και με άτυπη, μονομερή, μη απευθυντέα προς άλλον δήλωση βουλήσεως, είτε ρητή είτε σιωπηρή, συναγόμενη δηλαδή συμπερασματικώς από πράξεις που εμφαίνουν βούληση παραιτήσεως και αν ακόμη περιλαμβάνονται στην κληρονομιά εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, η σύμβαση μεταβιβάσεως των οποίων απαιτείται να γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου [ΑΠ 2177/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1017/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4505/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Ψούνη ο.π. 340-341].

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 1831, 1838, 1871 ΑΚ συνάγεται ότι η αγωγή του μεριδούχου προς απόδοση της νόμιμης μοίρας, είτε εξολοκλήρου είτε κατά το ποσοστό της οποίας αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία ζητείται η αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του και η απόδοση αντικειμένων της κληρονομίας, που κατακρατούνται από το νομέα της κληρονομίας, που αντιποιείται κληρονομικό δικαίωμα [ΑΠ 74/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 367/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Δεν αποκλείεται δε το αίτημα στην εν λόγω περί κλήρου αγωγή να είναι μόνο αναγνωριστικό, ήτοι χωρίς αίτημα απόδοσης των κληρονομιαίων, εφόσον, όμως, στρέφεται κατά των ως κληρονόμων κατακρατούντα αυτά. Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του κληρονομικού δικαιώματος, είναι: α) ο θάνατος του κληρονομούμενου, β) το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη, γ) ότι ο κληρονομούμενος είχε στην κυριότητα ή και μόνο στη νομή ή κατοχή του κατά τον χρόνο του θανάτου του τα κληρονομιαία πράγματα και δ) ότι ο εναγόμενος κατακρατεί τα κληρονομιαία αντικείμενα ως κληρονόμος (pro herede), αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα (ΑΠ 538/2016, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΠΠΘες 11961/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), δεν αποτελεί όμως στοιχείο της βάσεως της αγωγής αυτής και η αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφή της οικείας δήλωσης, εφόσον η αγωγή δεν περιέχει διεκδίκηση (ΕφΘεσ 81/1980, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Δεν αποκλείεται δε το αίτημα στην περί κλήρου αγωγή να είναι μόνο αναγνωριστικό, ήτοι χωρίς αίτημα απόδοσης των κληρονομιαίων (ΑΠ 15/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 578/2008, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι στις 27 Ιουνίου 2019 απεβίωσε στον Πύργο Ηλείας η ..., κάτοικος εν ζωή Πύργου Ηλείας, σύζυγος του πρώτου και μητέρα του δεύτερου εξ αυτών. Ότι στις 9 Οκτωβρίου 2019 με το υπ’αριθμ../2019 τόμος . αρ.. πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Πύργου δημοσιεύτηκε η από 01ης Νοεμβρίου 2011 ιδιόγραφη διαθήκη της ως άνω αποβιώσασας ..., με την οποία όριζε μοναδική κληρονόμο της την εναγόμενη εγγονή της, ., θυγατέρα του υιού της ., στην οποία κατέλιπε την διώροφη οικία της, επιφανείας 200 τ.μ., επί οικοπέδου, εμβαδού 283 τ.μ., κείμενου στην οδό . γωνία της πόλεως του Πύργου, καθώς και τα κινητά εντός αυτής. Ότι ο πρώτος ενάγων με την ανωτέρω διαθέτιδα τέλεσε γάμο στις 27 Ιουνίου 1964, από τον οποίο απέκτησε τρία τέκνα, μεταξύ των οποίων ο δεύτερος ενάγων, και ο οποίος λύθηκε με τον θάνατο της τελευταίας. Ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους η κληρονομουμένη απέκτησε την ανωτέρω διώροφη οικία, η οποία κατά τον χρόνο θανάτου της αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο. Ότι το οικόπεδο, στο οποίο εν συνεχεία ανεγέρθηκε η διώροφη οικοδομή, εμβαδού κατά τον τίτλο κτήσης 245 τ.μ., κείμενο στη θέση «Λ» της πόλης του Πύργου, όπως περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση, έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο, αγοράστηκε από την διαθέτιδα, δυνάμει του υπ’αριθμ../17.3.1964 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πύργου ., νόμιμα μεταγεγραμμένου, αντί τιμήματος 20.000 δραχμών, με χρήματα που της έδωσε ο πατέρας της, ενόψει του γάμου της, ως προίκα. Ότι ο πρώτος ενάγων εμπειροτέχνης εργολάβος ανήγειρε στο ανωτέρω οικόπεδο το 1971 ισόγειο όροφο, επιφανείας 100 τ.μ., και το 1976 πρώτο όροφο άνωθεν του ισογείου, επιφανείας 100 τ.μ., δαπανώντας το συνολικό ποσό του 1.400.000 δρχ, και το 2008 ανήγειρε άνωθεν του πρώτου ορόφου ένα διαμέρισμα, επιφανείας 50,00 τ.μ., ως παρακολούθημα του πρώτου ορόφου. Ότι η σημερινή αξία της ως άνω τριώροφης οικοδομής ανέρχεται η μεν αντικειμενική στο ποσό των 36.800 ευρώ για το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου και στο ποσό των 61.225 ευρώ για το ενιαίο διαμέρισμα, η δε εμπορική στο ποσό των 75.000 ευρώ για το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου και στο ποσό των 125.000 ευρώ για το ενιαίο διαμέρισμα του πρώτου και του δεύτερου ορόφου. Ότι κατά την τέλεση του γάμου τους η σύζυγος του πρώτου ενάγοντος είχε περιουσία αξίας 20.000 δρχ. ενώ κατά τον χρόνο λύσης του γάμου τους με το θάνατό της η περιουσία της συζύγου του - διαθέτιδος είχε αξία 200.000,00 ευρώ. Ότι στην απόκτηση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου [οικοδομή] και συνεπώς στην επαύξηση της περιουσίας της συζύγου του διαρκούσης της έγγαμης συμβίωσής τους ο πρώτος ενάγων έχει συμβάλει και ο ίδιος με τις δαπάνες ανέγερσης της ανωτέρω τριώροφης οικοδομής. Ότι η συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της συζύγου του ανέρχεται σε ποσοστό 2/3 και επικουρικά, κατά το καθιερωμένο με τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ τεκμήριο, σε ποσοστό 1/3. Ότι ο πρώτος ενάγων για τη συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της συζύγου του κατά ποσοστό 2/3, αφαιρουμένης της αξίας του οικοπέδου [20.000 ευρώ], της συμβολής της συζύγου του στην επαύξηση της περιουσίας της κατά ποσοστό 1/3 και κατόπιν συμψηφισμού με το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του 1/8, διατηρεί αξίωση ποσού 87.500 ευρώ, και επικουρικώς, σε περίπτωση κατά την οποία ήθελε κριθεί ότι η συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της συζύγου του πρέπει να περιοριστεί στο τεκμήριο του 1/3 του άρθρου 1400 ΑΚ, κατόπιν συμψηφισμού του ποσοστού 1/8 της νόμιμης μοίρας του, διατηρεί αξίωση ποσού 43.750,00 ευρώ. Περαιτέρω οι ενάγοντες εκθέτουν ότι τυγχάνουν νόμιμοι μεριδούχοι της ανωτέρω κληρονομουμένης και συνεπώς αναγκαίοι κληρονόμοι αυτής κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας τους, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας τους. Ότι με την προαναφερθείσα διαθήκη η διαθέτης προσέβαλε το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας τους, καθόσον κατέλειπε άπασα την κληρονομιαία περιουσία της στην εναγομένη εγγονή της, η οποία νέμεται το καταληφθέν σε αυτούς κληρονομιαίο ακίνητο ως κληρονόμος αντιποιούμενη το κληρονομικό τους δικαίωμα ανερχόμενο για τον πρώτο εξ αυτών σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου και για τον δεύτερο, εάν θεωρηθεί ότι το μερίδιο της νόμιμης μοίρας του αποποιηθέντος αδερφού του . προσαυξάνει το μερίδιο της νόμιμης μοίρας των λοιπών αναγκαίων συγκληρονόμων, σε ποσοστό 4/24 εξ αδιαιρέτου και επικουρικώς – εάν δεν χωρεί προσαύξηση- σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου.

 

Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες, όπως τα αιτήματα της αγωγής τους παραδεκτά με τις προτάσεις τους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 και 297 ΚΠολΔ, όσον αφορά την σωρευομένη αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα, ετράπησαν σε έντοκα αναγνωριστικά, ζητούν : Α) Να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος ενάγων τυγχάνει δικαιούχος κατά ποσοστό 2/3 και επικουρικώς κατά το τεκμαιρόμενο ποσοστό του 1/3 επί των αποκτημάτων της αποβιώσασας συζύγου του κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των 87.500 ευρώ νομιμότοκα από της επιδόσεως της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση άλλως να αποδώσει σε αυτόν το ποσοστό συγκυριότητας των 43,7 % εξ αδιαιρέτου επί της ως άνω οικοδομής και επικουρικώς να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των 43.750 ευρώ νομιμότοκα από της επιδόσεως της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση άλλως να αποδώσει σε αυτόν το ποσοστό συγκυριότητας των 21,8 % εξ αδιαιρέτου επί της ως άνω οικοδομής. Β) Να αναγνωριστεί ότι ο αποκλεισμός του πρώτου ενάγοντος από τη νόμιμη μοίρα του με την ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη τυγχάνει άκυρος και ότι το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του επί του κληρονομιαίου ακινήτου ανέρχεται σε ποσοστό 7,03% αποτιμώμενο σε 14.060 ευρώ και επικουρικώς σε ποσοστό 9,7% αποτιμώμενο σε 19.400 ευρώ, και επικουρικώς, σε περίπτωση που δεν αναγνωριστεί στον πρώτο ενάγοντα η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, να αναγνωριστεί το κληρονομικό του δικαίωμα ως νόμιμου μεριδούχου κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου επί της ανωτέρω οικίας. Γ) Να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να αποδώσει  στον πρώτο ενάγοντα το ανωτέρω ακίνητο της κληρονομίας κατά τα ποσοστά της νόμιμης μοίρας του, άλλως, σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η αυτούσια απόδοση, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σ’αυτόν την αξία της νόμιμης μοίρας του που ανέρχεται σε 25.000 ευρώ [ποσοστό 1/8 αδιαιρέτως] άλλως σε 19.400 ευρώ [ποσοστό 9,7% αδιαιρέτως] άλλως σε 14.060 ευρώ [ποσοστό 7,03 % αδιαιρέτως] με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Δ) Να αναγνωριστεί ο δεύτερος ενάγων νόμιμος μεριδούχος σε ποσοστό 4/24 εξ αδιαιρέτου σε περίπτωση προσαυξήσεως άλλως κατά το 1/8 εξ αδιαιρέτου στην κληρονομία της αποβιώσασας μητέρας του. Ε) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδώσει στον δεύτερο ενάγοντα το ανωτέρω ακίνητο της κληρονομίας κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του [4/24 άλλως 1/8 αδιαιρέτως] άλλως, σε περίπτωση που η αυτούσια απόδοση δεν καταστεί δυνατή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτόν την αξία της νόμιμης μοίρας του και δη το ποσό των 33.333 ευρώ [για ποσοστό 4/24] άλλως το ποσό των 25.000 ευρώ [για ποσοστό 1/8] με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. ΣΤ) Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική τους δαπάνη.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα καθίσταται σαφές ότι στο αγωγικό δικόγραφο σωρεύονται δύο αγωγές, ήτοι αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα γάμου [ΑΚ 1400 επ.] και αγωγή περί κλήρου [ΑΚ 1871 επ.], χωρίς, ωστόσο, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραδεκτής σώρευσης αγωγών και συγκεκριμένα η με στοιχείο δ της παρ.1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ, ήτοι της υπαγωγής στο ίδιο είδος διαδικασίας, καθώς η αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα υπάγεται στην ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 592 παρ.3 περ.δ ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα δεδομένου ότι η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 05 Νοεμβρίου 2020 δηλαδή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 [άρθρο ένατο παρ.2 του άρθρου 1 του Ν.4335/2015]. Επομένως η υπό κρίση αγωγή του άρθρου 1400 ΑΚ εσφαλμένα εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, αντί της προσήκουσας ειδικής διαδικασίας των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση. Ωστόσο, λόγω της αντικειμενικής σώρευσης των αγωγών δεν είναι δικονομικά δυνατή η άμεση εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία. Επιπλέον, ακόμα και εάν δεν υφίστατο αντικειμενική σώρευση αγωγών, κατά το ισχύον δικονομικό σύστημα δεν θα ήταν δυνατό να διαταχθεί η άμεση εκδίκαση της υπόθεσης κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία, λόγω των εκτεταμένων διαφορών που παρουσιάζει η τελευταία σε σχέση με την τακτική διαδικασία, με αποτέλεσμα να κρίνεται αναγκαία η παραπομπή της υπόθεσης σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, με κυρίαρχη διαφορά την προφορική διεξαγωγή της δίκης και τη δυνατότητα εξέτασης μαρτύρων κατά τη συζήτηση [πρβλ.σχετ. ΜΠΛαρ 79/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΠειρ 1717/2020, Απαλλαγάκη [-Πλεύρη], Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’άρθρο, τόμος δεύτερος, 6η έκδοση, άρθρο 591 παρ.16 σελ.1826-1828]. Επομένως, κατόπιν αυτεπάγγελτης ενέργειας του Δικαστηρίου, πρέπει να διαταχθεί ο χωρισμός των σωρευομένων στο ίδιο δικόγραφο αγωγών και να παραπεμφθεί η αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα [ΑΚ 1400] προς εκδίκαση σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 592 παρ.3 στοιχ.δ, 593 – 602, 610-613 ΚΠολΔ, στην οποία θα πρέπει να επαναφερθεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος δικαστική δαπάνη δεν επιβάλλεται, καθόσον η απόφαση δεν είναι οριστική [άρθρα 176 επ., 191 παρ.1, 308-309 ΚΠολΔ], αφού με αυτή το Δικαστήριο δεν απεκδύεται από την εξουσία του για την εκδίκαση της διαφοράς αλλά επιφυλάσσεται να την συζητήσει με την προσήκουσα διαδικασία [ΕφΛαρ 117/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, όσον αφορά την σωρευόμενη αγωγή περί κλήρου, για την οποία η καθ’ύλην αρμοδιότητα προσδιορίζεται από την αξία του κληρονομικού μεριδίου των συνεναγόντων [ ΑΚ 1884] κατά τον χρόνο που ασκείται η αγωγή [βλ. Ψούνη ό.π. § 20 Η αγωγή περί κλήρου, σελ. 437),  παραδεκτά και αρμοδίως [άρθρα 7,8,10,14 §2, 30§1 ΚΠολΔ] εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1710, 1712, 1721, 1771, 1774, 1777, 1813,1820, 1825, 1829, 1831, 1832, 1872 ΑΚ, 70, 907, 176 ΚΠολΔ. Ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγομένους, κατά το άρθρο 215 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 05 Νοεμβρίου 2020 και επιδόθηκε στην εναγομένη [νόμιμους εκπροσώπους]  στις 24 Νοεμβρίου 2020, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες με επίκληση υπ’ αριθμ. .Δ και .Δ/24.11.2020 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ., ενώ τηρήθηκαν οι όροι παραδεκτού της αγωγής, δεδομένου ότι  : α) περίληψη του δικογράφου εγγράφηκε εμπροθέσμως και δη την 01η Δεκεμβρίου 2020 στο βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου και στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ ., όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ.πρωτ../01.12.2020 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου Πύργου, β) κατά την κατάθεση της αγωγής επισυνάφθηκε στο δικόγραφο αυτής έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, και γ) προσκομίζεται το από 05 Φεβρουαρίου 2021 πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, κατά το άρθρο 7 παρ.4 Ν. 4640/2019. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το προσήκον στο αντικείμενο της διαφοράς τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα τέλη υπέρ ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. κωδικό e παραβόλου με αριθμό ., από 03.11.2021 αποδείξεις συναλλαγής του Κέντρου Αυτόματων Συναλλαγών της τράπεζας EUROBANK Α.Ε).

 

Η εναγομένη, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τους ασκούντες από κοινού τη γονική μέριμνα γονείς της, αρνείται την αγωγή και αμφισβητεί την αναφερόμενη στην αγωγή αποτίμηση της κληρονομίας, επικαλούμενη διαφορετική από την καθοριζόμενη με αυτήν αξία της, βάσει δε της καθοριζόμενης με τις προτάσεις της αξίας, επικαλείται ότι η αξία της νόμιμης μοίρας του δεύτερου ενάγοντος υπερκαλύφθηκε από την αναφερόμενη και στην αγωγή καταλογιστέα χαριστική χρηματική παροχή της κληρονομουμένης προς αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ 65/2009, ΕλλΔνη 2009.1107).

 

Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων καθόσον επιτρέπεται  η απόδειξη με μάρτυρες [άρθρο 395 ΚΠολΔ], την υπ’αριθμ../28.01.2021 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ..., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πύργου Ηλείας, η οποία ελήφθη, επιμελεία των εναγόντων μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ..Δ και .Δ/24.11.2020 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών .. σε συνδυασμό με την από 17 Νοεμβρίου 2020 κλήση-γνωστοποίηση μαρτύρων, την υπ’αριθμ../01.3.2021 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ..., η οποία ελήφθη, επιμελεία των εναγόντων μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. .Γ /24.02.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ., σε συνδυασμό με την από 24 Φεβρουαρίου 2021 κλήση-γνωστοποίηση μαρτύρων, και παραδεκτά προσκομίζεται με επίκληση από τους ενάγοντες με την προσθήκη – αντίκρουση καθώς αφορά σε αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις της αντιδίκου τους, την υπ’αριθμ../12.02.2021 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων ... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πύργου ..., η οποία ελήφθη επιμελεία της εναγομένης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση υπ’αριθμ..Δ/08.02.2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ., τις ομολογίες, που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων [άρθρα 261, 352 ΑΚ], καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 27 Ιουνίου 2019 απεβίωσε στον Πύργο Ηλείας η ..., κάτοικος εν ζωή Πύργου, επί της συμβολής των οδών . γωνίας, συνταχθείσας της υπ’αριθμ. ./2019 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου της Δημοτικής Ενότητας Πύργου του Δήμου Πύργου Νομού Ηλείας. Η ανωτέρω αποβιώσασα ήταν σύζυγος του πρώτου ενάγοντος, με τον οποίο στις 27 Ιουνίου 1964 στην Τοπική Κοινότητα Καλυβίων της Δημοτικής Ενότητας Αμαλιάδος του Δήμου Ήλιδος τέλεσε νόμιμο γάμο, που δεν λύθηκε μέχρι την ημέρα του θανάτου της. Από τον γάμο της αυτό απέκτησε τρία τέκνα, τον ., τον . και τον . [δεύτερο ενάγοντα], που γεννήθηκαν στις 22 Ιουλίου 1965, 31 Ιανουαρίου 1967 και 01η Αυγούστου 1970, αντίστοιχα. Η εναγομένη, η οποία γεννήθηκε στις 19 Μάϊου 2004, τυγχάνει εγγονή της από τη πατρική γραμμή, καθώς είναι τέκνο του υιού της Ιωάννη. Κατά τον χρόνο θανάτου της μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς της  ήταν ο πρώτος ενάγων σύζυγός της και τα τρία τέκνα της [βλ. το προσκομιζόμενο με επίκληση ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αριθμ.πρωτ. ./01.7.2019 πιστοποιητικού εγγυτέρων συγγενών του Γραφείου Δημοτικής Κατάστασης του Δήμου Πύργου Νομού Ηλείας]. Επίσης κατά τον χρόνο του θανάτου της είχε στη μη αμφισβητούμενη κυριότητα και νομή της ένα ακίνητο, που αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, και συγκεκριμένα μια οικοδομή ανεγερθείσα σε οικόπεδο, επιφάνειας διακοσίων σαράντα πέντε [245] τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκεται στη θέση «Λ», εντός σχεδίου πόλεως της Δημοτικής Κοινότητας Πύργου της Δημοτικής Ενότητας Πύργου του Δήμου Πύργου της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας, στη συμβολή των οδών ., και συνορεύει νοτιοανατολικά με διασταύρωση ανώνυμης δημοτικής οδού και με δρόμο σιδηροδρομικής γραμμής ΣΠΑΠ επί προσόψεως μέτρων εννέα και πενήντα (9,50), ανατολικά με ανώνυμη δημοτική οδό μη διανοιχθείσα ακόμα επί προσόψεως μέτρων εννέα (9,00), βόρεια με συνεχόμενο υπ’αριθμ.. οικόπεδο ... επί πλευράς μέτρων δεκαπέντε (15,00), δυτικά με συνεχόμενο οικόπεδο υπ’αριθμ.. ... επί πλευράς μέτρων δεκαεπτά και πενήντα (17,50) και νότια με δρόμο και σιδηροδρομική γραμμή ΣΠΑΠ επί προσόψεως μέτρων δώδεκα (12,00). Η εντός του ανωτέρω οικοπέδου διώροφη οικοδομή αποτελείται από ισόγειο, επιφανείας εκατό τετραγωνικών μέτρων (100,00 τ.μ.), που κατασκευάστηκε το 1971, και άνωθεν του ισογείου πρώτο όροφο, επιφανείας εκατό τετραγωνικών μέτρων (100 τ.μ.), που κατασκευάστηκε το 1976, ενώ το 2008 στην ταράτσα του πρώτου ορόφου κατασκευάστηκε διαμέρισμα, επιφανείας πενήντα τετραγωνικών μέτρων [50,00 τ.μ.], ως παρακολούθημα του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, με το οποίο επικοινωνεί με εσωτερική σκάλα.

 

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 30 Αυγούστου 2019 ο πρώτος ενάγων, με δήλωσή του στο Γραμματέα του Δικαστηρίου της κληρονομίας [ΑΚ 810], αποποιήθηκε την κληρονομία της αποβιώσασας συζύγου του, συνταχθείσας της υπ’ αριθμ../30.8.2019 έκθεσης καταχωρήσεως δηλώσεως αποποιήσεως κληρονομίας της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας. Η αποποίηση της κληρονομίας ήταν εμπρόθεσμη καθώς έλαβε χώρα εντός της τετράμηνης αποκλειστικής προθεσμίας που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1847 § 1 ΑΚ. Όπως δε αναγράφεται στην ανωτέρω έκθεση ο πρώτος ενάγων αποποιείται την κληρονομία της αποβιώσασας στην οποία είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου δεν αναμείχθηκε έως την δήλωση της αποποίησης ούτε θα αναμειχθεί στο μέλλον. Εν συνεχεία, στις 09 Οκτωβρίου 2019, δυνάμει του υπ’ αριθμ../09.10.2019 πρακτικού συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πύργου, δημοσιεύθηκε η από 01ης Νοεμβρίου 2011 ιδιόγραφη διαθήκη της ανωτέρω αποβιωσάσης, που καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Ειρηνοδικείου Πύργου στον τόμο . και με αύξοντα αριθμό .. Με την εν λόγω διαθήκη η ανωτέρω αποβιώσασα εγκατέστησε κληρονόμο της την εναγόμενη εγγονή της, στην οποία κατέλιπε κατά την πλήρη κυριότητα το ανωτέρω οικόπεδο μετά της εντός αυτού οικίας, καθώς και άπαντα τα κινητά εντός αυτής. Επιπλέον όρισε ότι ο υιός της . και πατέρας της εναγομένης θα έχει το δικαίωμα της ισόβιας συνοίκησης στην ανωτέρω οικοδομή, καθόλη την έκταση αυτής. Στα άλλα δύο τέκνα της η διαθέτιδα με την ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη της δεν κατέλιπε κανένα περιουσιακό στοιχείο, καθώς, όπως αναφέρει σε αυτήν, τους έχει δώσει οικονομική ενίσχυση κατά το παρελθόν. Η εναγομένη με την υπ’αριθμ../29.5.2020 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πύργου ., όπως νόμιμα εκπροσωπήθηκε λόγω της ανηλικότητάς της από τους γονείς της, αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία της γιαγιάς της. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά τον χρόνο θανάτου της άνω κληρονομουμένης, κατά την αναγκαστική διαδοχή, η οποία έχει προτεραιότητα έναντι της από διαθήκης διαδοχή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1825 επ. ΑΚ, που εισάγουν αναγκαστικό δίκαιο, αναγκαίοι κληρονόμοι άλλως νόμιμοι μεριδούχοι αυτής, ήταν ο σύζυγός της, πρώτος ενάγων, και τα τρία τέκνα της, μεταξύ των οποίων ο δεύτερος ενάγων. Ωστόσο ο πρώτος ενάγων αποποιήθηκε την κληρονομία της αποβιώσασας συζύγου του κατά τις διατάξεις των άρθρων 1847 επ. ΑΚ. Η αποποίηση της κληρονομίας ήταν γενική και καταλάμβανε και τη νόμιμη μοίρα ως επιμέρους κληρονομική μερίδα, αφού νοείται αποποίηση επί όλων των λόγων επαγωγής, βάσει της αρχής «εν τω μείζονι το έλασσον». Ειδικότερα από τη λεκτική διατύπωση του κειμένου της αποποίησης προκύπτει ασάφεια ως προς την ακριβή έννοια της δηλώσεως  βουλήσεως  του πρώτου ενάγοντος και ειδικότερα εάν σε αυτή συμπεριλαμβάνεται και η αναγκαστική διαδοχή [νόμιμη μοίρα]. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, από τη ρητή δήλωση του πρώτου ενάγοντος στην ανωτέρω έκθεση αποποίησης, ότι δεν έχει έως τον χρόνο της αποποίησης αναμειχθεί στην κληρονομία της συζύγού του και δεν πρόκειται να αναμειχθεί στο μέλλον, συνάγεται ότι η αληθινή βούληση αυτού ήταν η αποποίηση, εκτός από την διαδοχή από την διαθήκη και την εξ αδιαθέτου διαδοχή, να αφορά και την αναγκαστική διαδοχή. Στην κρίση του αυτή άγεται το Δικαστήριο από το ότι αφενός είναι απίθανο ο πρώτος ενάγων, ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη μόρφωση, κατά τη δήλωση αποποίησης να γνώριζε την αναγκαστική διαδοχή άλλως νόμιμη μοίρα, ως ξεχωριστή κατηγορία της διαδοχής εκ του νόμου, διάφορη της εξ αδιαθέτου διαδοχής, το ύψος της οποίας αντιστοιχεί στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας του μεριδούχου, ώστε να αναφέρει αυτή ρητώς στη δήλωση αποποίησης και να την διαχωρίσει ρητώς από την εξ αδιαθέτου διαδοχή, αφετέρου από τη γενική και ρητή δήλωσή του, ότι ουδέποτε αναμείχθηκε ούτε πρόκειται να αναμειχθεί στο μέλλον στην κληρονομία της συζύγου του, προκύπτει η βούλησή του να αποξενωθεί πλήρως της κληρονομιαίας περιουσίας ως προς άπαντες τους λόγους επαγωγής. Η ανωτέρω δήλωση του πρώτου ενάγοντος στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πύργου συνιστά αποποίηση υπό στενή έννοια των άρθρων 1847 επ. ΑΚ και διαφοροποιείται από την κατά το άρθρο 1826 ΑΚ παραίτηση-ρητή ή σιωπηρή- του μεριδούχου να επικαλεστεί την ακυρότητα της διαθήκης με την άσκηση της περί κλήρου αγωγής, η οποία έχει όμοια αποτελέσματα με αυτά της αποποίησης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείo [II]  νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως ο πρώτος ενάγων αποποιήθηκε τη νόμιμη μοίρα του, με συνέπεια κατά τη διάταξη του άρθρου 1856 εδ.α του ΑΚ τα αποτελέσματα της επαγωγής και της συνακόλουθης προσωρινής κτήσης της κληρονομίας από αυτόν να ανατρέπονται αναδρομικά [ex tunk] και να θεωρείται ότι ουδέποτε κατέστη αναγκαίος κληρονόμος της αποβιώσασας συζύγου του κατά το ποσοστό αυτής. Συνεπώς η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον πρώτο ενάγοντα. Περαιτέρω, κατά τα προαναφερόμενα, ο δεύτερος ενάγων ως τέκνο της κληρονομουμένης τυγχάνει μεριδούχος και καλείται στην κληρονομία αυτής ως αναγκαίος κληρονόμος – άμεσος καθολικός διάδοχος αυτής κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας συνιστάμενης στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας του. Η διάθεση από την αποβιώσασα μητέρα του με την διαθήκή της του μοναδικού κληρονομιαίου περιουσιακού στοιχείου της στην εναγομένη και η ολική παράλειψη αυτού ως μεριδούχου, χωρίς να συντρέχει λόγος αποκλήρωσής του από αυτούς που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 1839 επ.ΑΚ, συνιστά σιωπηρή αποκλήρωσή του κατά την ΑΚ 1713 και συνεπώς δικαιούται τη νόμιμη μοίρα του με την επιφύλαξη του καταλογισμού εν ζωή χαριστικής παροχής της αποβιώσασας προς αυτόν, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα : Για την εξεύρεση της νόμιμης μοίρας του δεύτερου ενάγοντος κατά τη διάταξη του άρθρου 1831 § 1 ΑΚ από την αξία της πραγματικής κληρονομίας αφαιρούνται τα χρέη που είχε η κληρονομουμένη κατά τον χρόνο του θανάτου της. Τέτοιο χρέος που αφαιρείται είναι και η υποχρέωση συμμετοχής στα αποκτήματα κατά την ΑΚ 1400, που βάρυνε τον κληρονομούμενο, η οποία κληρονομείται, σε αντίθεση με το αντίστοιχο δικαίωμα του συζύγου που επιζεί, το οποίο είναι ακληρονόμητο. Εν προκειμένω ο σύζυγος της κληρονομουμένης, πρώτος ενάγων, αξιώνει από την εναγομένη, ως κληρονόμο της αποβιώσασας συζύγου του, την συμμετοχή του στα αποκτήματα της τελευταίας από το γάμο, αποτιμώντας αυτή [συμμετοχή] στο ποσό των 87.500,00 ευρώ άλλως στο ποσό των 43.750,00 ευρώ.  Για την αξίωσή του αυτή ο σύζυγος της κληρονομουμένης ήγειρε την ανωτέρω σωρευόμενη αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα κατά την ΑΚ 1400, η οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί σε άλλη δικάσιμο του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία. Κατά την εκδίκαση της αγωγής αυτής πρόκειται να κριθεί το ζήτημα της επαύξησης της περιουσίας της κληρονομουμένης, το εάν συνέβαλε ο σύζυγός της στην επαύξηση αυτή και το ποσοστό της συμμετοχής του σε αυτήν και εν τέλει εάν διατηρεί αξίωση κατά την ΑΚ 1400, που συνιστά μέρος της κληρονομίας. Επομένως, πρέπει να ανασταλεί η συζήτηση της υπό κρίση περί κλήρου αγωγής όσον αφορά τον δεύτερο ενάγοντα μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η δίκη επί της αγωγής αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σε έτερη συνεδρίασή του, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και να επιτευχθεί η ασφαλέστερη διάγνωση της διαφοράς κατʼ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ.

 

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει : α] Να διαταχθεί ο χωρισμός των σωρευομένων στο ίδιο δικόγραφο αγωγών και να παραπεμφθεί η αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα [ΑΚ 1400] προς εκδίκαση σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 592 παρ.3 στοιχ.δ, 593 – 602, 610-613 ΚΠολΔ, στην οποία θα πρέπει να επαναφερθεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιβληθεί σε βάρος κάποιου από τους διαδίκους – αντιδίκους, διότι η απόφαση κατά το μέρος που παραπέμπει την εκδίκαση της υπόθεσης σε ιδιαίτερη συζήτηση δεν είναι οριστική. β] Να κρατηθεί προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία η σωρευόμενη περί κλήρου αγωγή και να απορριφθεί αυτή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς τον πρώτο ενάγοντα, συμψηφιζομένης της μεταξύ των διαδίκων-αντιδίκων [πρώτου ενάγοντος – εναγομένης] δικαστικής δαπάνης, λόγω της δυσχέρειας εφαρμογής των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ. γ]  Να ανασταλεί, κατʼ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ, η συζήτηση της περί κλήρου αγωγής όσον αφορά τον δεύτερο ενάγοντα μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η δίκη επί της αγωγής αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, η οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία, και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιβληθεί σε βάρος κάποιου από τους διαδίκους – αντιδίκους, διότι η απόφαση αυτή κατά το μέρος που ανέστειλε την εκδίκαση της υπόθεσης δεν είναι οριστική.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΑΤΑΖΕΙ τον χωρισμό των σωρευομένων αγωγών στο με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μ./05.11.2020 αγωγικό δικόγραφο.

 

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την σωρευόμενη αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα [ΑΚ 1400] προς εκδίκαση σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 592 παρ.3 στοιχ.δ, 593 – 602, 610-613 ΚΠολΔ, στην οποία θα πρέπει να επαναφερθεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων.

 

ΚΡΑΤΕΙ προς εκδίκαση την σωρευόμενη αγωγή περί κλήρου κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έχει εισαχθεί.

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων [πρώτου ενάγοντα – εναγομένης] μεταξύ τους.

 

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ κατά τα λοιπά τη συζήτηση της περί κλήρου αγωγής όσον αφορά τον δεύτερο ενάγοντα μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η δίκη επί της ανωτέρω αγωγής αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, που άσκησε ο πρώτος ενάγων κατά της εναγομένης, με το ίδιο αγωγικό δικόγραφο, η οποία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση σε άλλη συνεδρίαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρου τους, στον Πύργο, στις 11 Αυγούστου 2022.

 

      Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ