ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 8573/2022
Σχέσεις
Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης και χρηστών - Aιτιώδης
αναγνώριση χρέους -.
Δεν
επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στην βασική σχέση. Δύναται να καταρτισθεί με
την ανταλλαγή επιστολών. Ενοχική φύση του δικαιώματος εύλογης αμοιβής του
άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993. Παράλληλη και ισότιμη συνύπαρξη με την περιουσιακή
εξουσία των δημιουργών. Υποχρεωτική ex lege συλλογική διαχείριση του δικαιώματος. Συστήματα
προσδιορισμού της εύλογης αμοιβής – συμβατικός και δικαστικός καθορισμός.
Ενιαίος οργανισμός συλλογικής διαχείρισης και τεκμήριο νομιμοποίησής του.
Δικονομική διευκόλυνση του άρθρου 7 § 2 ν. 4481/2017 (δεν απαιτείται η
δειγματοληπτική αναφορά επί αγωγής με βάση αιτιώδη αναγνώριση χρέους).
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών
8573/2022
..................
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, με την οποία
θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων
δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην
προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, προκύπτει ότι είναι
ισχυρή η – μη προβλεπόμενη ρητώς στον Αστικό Κώδικα – ετεροβαρής σύμβαση, με
την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία (βλ. ΟλΑΠ 5/2016 ΧρΙΔ 2016.602, ΑΠ
533/2021 ΝΟΜΟΣ, Β. Παπαδούλη, Αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, 2022,
σελ. 250 επ., ιδίως σελ. σελ. 252 περί του ότι η
βασική σχέση μπορεί να είναι δικαιοπρακτική ή εξωδικαιοπρακτική
ενοχή). Με την σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από την ρυθμιζόμενη από τα άρθρα
873-875 του ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση
χρέους, ιδρύεται κατά κανόνα νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα, αυτοτελή και
ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής
(βλ. ΟλΑΠ 5/2016 ό.π., ΑΠ
387/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα «www.areiospagos.gr»), με συνέπεια αυτός
που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μην μπορεί πλέον να
προτείνει ενστάσεις που απορρέουν από την βασική σχέση (βλ. ΑΠ 43/2022 ΝΟΜΟΣ,
ΑΠ 232/2009 ΧρΙΔ 2010.258, Β. Παπαδούλη, ό.π., σελ. 274 επ.). Μάλιστα, εάν
σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους ήταν, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός
του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της
οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι
το εφεξής οφειλόμενο (βλ. ΑΠ 232/2009 ό.π., Β.
Παπαδούλη, ό.π., σελ. 272 επ.
περί της αρχής της μη επανόδου των μερών στη βασική σχέση). Η σύμβαση αιτιώδους
αναγνώρισης χρέους δεν υπόκειται σε τύπο, εκτός εάν με την σύμβαση
αναγνωρίζεται υποχρέωση, για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση
τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για την σύμβαση αναγνώρισης
(βλ. ΟλΑΠ 5/2016 ό.π., ΑΠ
65/2015 ΕφΑΔ 2015.623, ΑΠ 1507/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ
232/2009 ό.π., Β. Παπαδούλη, ό.π.,
σελ. 286 επ.). Βέβαια, τέτοια σύμβαση ισχύει, όταν οι
συμβαλλόμενοι δεν αποβλέπουν μόνον στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την
ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης. Γενική
κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος, εάν πρόκειται για νέα αυτοτελή
ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους, μπορεί να χρησιμεύσει
ο κανόνας ότι δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης, όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα
γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο, ενώ σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει
όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν
αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή (βλ. ΑΠ 387/2019
ό.π.). Για την πληρότητα της αγωγής από αιτιώδη
αναγνώριση χρέους, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το
αναγνωριζόμενο χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών
στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε
να μη γεννιέται αμφιβολία για αυτήν (βλ. ΑΠ 387/2019 ό.π.),
και συγκεκριμένα ως προς το ποια από τις υφιστάμενες μεταξύ τους ενοχές θέλησαν
οι συμβαλλόμενοι να βεβαιώσουν (βλ. ΑΠ
523/2001 ΝΟΜΟΣ).
2. Εξάλλου, από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 361
ΑΚ με εκείνες των άρθρων 185, 191 και 193 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι η
σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή αυτής. Η πρόταση πρέπει να είναι
πλήρης, να περιέχει, δηλαδή, όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την σκοπούμενη
σύμβαση και, προπαντός, τα ουσιώδη, ενώ, από τα επουσιώδη, εκείνα, τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν
ιδιαίτερα. Αντίστοιχα, η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης, πρέπει να
είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης, χωρίς επιφύλαξη ή τροποποίηση, να
ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σε αυτόν που πρότεινε. Δικαιοπρακτικός
χαρακτήρας, με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική, μπορεί,
ερμηνευτικώς, να δοθεί και στη σιωπή εκείνου, προς τον οποίο απευθύνεται η
πρόταση (βλ. ΑΠ 533/2021 ό.π.· ειδικά ως προς την
σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους βλ. Β. Παπαδούλη, ό.π.,
σελ. 252). Έτσι, μία σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους μπορεί να καταρτισθεί
με την ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των συμβαλλομένων (βλ. τα πραγματικά
περιστατικά στην ΑΠ 533/2021 ό.π.).
3. Οι διατάξεις των άρθρων 49 §§ 1, 2, 4 και 53 εδ. α΄ και β΄ ν. 2121/1993 ορίζουν τα εξής: «Δικαίωμα
εύλογης αμοιβής 1. Όταν υλικός φορέας ήχου που έχει νόμιμα εγγραφεί χρησιμοποιείται
για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά
κύματα, δορυφόροι, καλώδια, ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει
εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων
η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα, και στους παραγωγούς
των υλικών αυτών φορέων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς
συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί
υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν τις αμοιβές, να προβάλλουν τις
σχετικές αξιώσεις για την καταβολή και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από
τους χρήστες. 2. Το δικαίωμα εύλογης αμοιβής των ερμηνευτών ή εκτελεστών
καλλιτεχνών που προβλέπεται από την πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου είναι
ανεκχώρητο, με την επιφύλαξη της υποχρεωτικής ανάθεσης της είσπραξης και
διαχείρισης στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης που λειτουργούν σύμφωνα με
τα άρθρα 54 έως 58 του παρόντος άρθρου. … 4. Οι ερμηνευτές ή εκτελεστές
καλλιτέχνες έχουν δικαίωμα εύλογης αμοιβής για τη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση
της ερμηνείας ή εκτέλεσής τους που μεταδίδεται ραδιοτηλεοπτικά. Το δικαίωμα
εύλογης αμοιβής που προβλέπεται από την παρούσα παράγραφο είναι ανεκχώρητο και
είναι δυνατή μόνο η ανάθεση της είσπραξης και διαχείρισης στους οργανισμούς
συλλογικής διαχείρισης στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης κατά τα
οριζόμενα στα άρθρα 54 έως 58 του παρόντος νόμου. … Άρθρο 53: Προστασία της
πνευματικής ιδιοκτησίας Η προστασία, που προβλέπεται από τα άρθρα 46 έως 52 του
παρόντος νόμου, αφήνει ακέραιη και δεν επηρεάζει κατά κανένα τρόπο την
προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Καμία από τις διατάξεις που αναφέρονται
στο προηγούμενο εδάφιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που θίγει την
προστασία αυτή».
4. Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 2 §§ 1, 3, 3, 4 §§
1, 4, 9, 5 §§ 1, 2, 6 § 1, 7 §§ 1, 2, 12 § 1, 22 §§ 6 εδ.
τελ., 7, 23, 53 §§§ 10, 11, 12 και 54 §§ 1 και 6 ν. 4481/2017 «Συλλογική
διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, …»
προβλέπουν τα εξής: «Άρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 2 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4
της Οδηγίας) 1. Τα άρθρα 1 έως 54 εφαρμόζονται στους οργανισμούς συλλογικής
διαχείρισης που είναι εγκατεστημένοι στην ελληνική επικράτεια, καθώς και, όπου
ρητά ορίζεται στον νόμο, στους οργανισμούς συλλογικής προστασίας, που είναι
εγκατεστημένοι στην ελληνική επικράτεια. … 3. Τα άρθρα 1 έως 54 εφαρμόζονται
στη διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων που ρυθμίζονται στο
όγδοο κεφάλαιο του ν. 2121/1993 (Α΄ 25), εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά. …
Άρθρο 3 Ορισμοί (άρθρα 3 περιπτώσεις α΄, β΄-ε΄, στ΄,
η΄-ιδ΄ και 36 παράγραφος 1 της Οδηγίας) Για τους
σκοπούς των άρθρων 1 έως 54 εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί: α. Ως
«οργανισμός συλλογικής διαχείρισης» νοείται κάθε οργανισμός που εξουσιοδοτείται
από το νόμο ή μέσω μεταβίβασης, άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής
συμφωνίας, για τη διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών
δικαιωμάτων εξ ονόματος περισσότερων του ενός δικαιούχων, για το συλλογικό
όφελος αυτών, ως αποκλειστικό ή κύριο σκοπό του, … β. Ως «οργανισμός συλλογικής
προστασίας» νοείται κάθε οργανισμός που εξουσιοδοτείται μέσω μεταβίβασης,
άδειας ή οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας για την προστασία δικαιωμάτων
πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικών δικαιωμάτων για λογαριασμό περισσότερων
του ενός δικαιούχων και για το συλλογικό όφελος αυτών, ως αποκλειστικό ή κύριο
σκοπό του. … δ. Ως «δικαιούχος» νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο ή οντότητα, εκτός
από οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, που κατέχει δικαίωμα πνευματικής
ιδιοκτησίας ή συγγενικό δικαίωμα ή το οποίο, δυνάμει συμφωνίας για την
εκμετάλλευση των δικαιωμάτων ή εκ του νόμου, δικαιούται μερίδιο των εσόδων που
προκύπτουν από τα δικαιώματα. … ζ. Ως «αντικείμενο προστασίας» νοούνται τα
αντικείμενα εκείνα που προστατεύονται με συγγενικό δικαίωμα σύμφωνα με το ν.
2121/1993. η. Ως «άδεια λειτουργίας» νοείται η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού
και Αθλητισμού, με την οποία επιτρέπεται η λειτουργία οργανισμού συλλογικής
διαχείρισης ή προστασίας… ιγ. Ως «χρήστης» νοείται
κάθε πρόσωπο ή οντότητα που εκτελεί πράξεις που υπόκεινται στην άδεια των
δικαιούχων, στην αμοιβή των δικαιούχων ή στην καταβολή αποζημίωσης στους
δικαιούχους και το οποίο δεν ενεργεί υπό την ιδιότητα του καταναλωτή. ιδ. Ως
«ρεπερτόριο» νοούνται τα έργα ή αντικείμενα προστασίας σε σχέση με τα οποία
ένας οργανισμός συλλογικής διαχείρισης διαχειρίζεται δικαιώματα. … Άρθρο 4
Άδεια λειτουργίας 1. Κάθε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, οργανισμός
συλλογικής προστασίας και ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης του άρθρου 50, που
είναι εγκατεστημένος στην ελληνική επικράτεια και ο οποίος πρόκειται να
αναλάβει τη συλλογική διαχείριση ή προστασία των εξουσιών που απορρέουν από το
περιουσιακό δικαίωμα των δημιουργών ή των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων
απαιτείται να λάβει άδεια λειτουργίας από τον Υπουργό Πολιτισμού και
Αθλητισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. … 4. Ο οργανισμός
συλλογικής διαχείρισης και η ανεξάρτητη οντότητα διαχείρισης του άρθρου 50
υποχρεούνται το αργότερο σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση της άδειας
λειτουργίας τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως να αποστείλουν στον ΟΠΙ το αμοιβολόγιό τους για να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του ΟΠΙ
σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 23. … 9. Οργανισμοί
συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας που δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας
σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορούν να προβαίνουν στη
διαχείριση ή προστασία των δικαιωμάτων που εκπροσωπούν και να ασκούν τις
αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 6. Το ίδιο ισχύει και για τις
ανεξάρτητες οντότητες διαχείρισης του άρθρου 50. … Άρθρο 5 Σύσταση ενιαίου
οργανισμού συλλογικής διαχείρισης 1. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης που
λειτουργούν με άδεια του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού μπορούν να
συνιστούν ενιαίο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης στον οποίο αναθέτουν κατ’
αποκλειστικότητα την εξουσία, ιδίως, να διαπραγματεύεται, να χορηγεί άδειες, να
συμφωνεί το ύψος των αμοιβών, να προβάλλει τις σχετικές αξιώσεις για την
καταβολή, να προβαίνει σε κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια, να εισπράττει τη
σχετική αμοιβή από τους χρήστες και να τη διανέμει στους αντίστοιχους
οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης. 2. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας
στον ενιαίο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που
αφορά τη συλλογική διαχείριση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου για
τη συλλογική διαχείριση. ... Άρθρο 6 Αρμοδιότητες 1. Οι οργανισμοί συλλογικής
διαχείρισης έχουν ενδεικτικά τις παρακάτω αρμοδιότητες, καθώς και κάθε άλλη
αρμοδιότητα που συνάδει με τη φύση και το σκοπό ενός οργανισμού συλλογικής
διαχείρισης της περίπτωσης α΄ του άρθρου 3, εφόσον όμως περιλαμβάνονται στην
άδεια λειτουργίας του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού και προβλέπονται στο
καταστατικό τους: α) διαχειρίζονται το περιουσιακό δικαίωμα, τις εξουσίες που
απορρέουν από αυτό, κατηγορίες εξουσιών ή είδη έργων ή αντικείμενα προστασίας
για τις επικράτειες της επιλογής των δικαιούχων, β) καταρτίζουν συμβάσεις με
τους χρήστες για τους όρους εκμετάλλευσης των έργων καθώς και για την
οφειλόμενη, ποσοστιαία ή/και εύλογη, αμοιβή, γ) εξασφαλίζουν στους δικαιούχους
ποσοστιαία αμοιβή κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 32 του ν. 2121/1993,
δ) εισπράττουν τις αμοιβές που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στο ν.
2121/1993 και διανέμουν τα εισπραττόμενα ποσά μεταξύ των δικαιούχων, … ια) προβαίνουν σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου
1 του άρθρου 7 σε κάθε διοικητική ή δικαστική ή εξώδικη ενέργεια για τη νόμιμη
προστασία των δικαιωμάτων των δικαιούχων και, ιδίως, υποβάλλουν αιτήσεις
ασφαλιστικών μέτρων, εγείρουν αγωγές, ασκούν ένδικα μέσα, υποβάλλουν μηνύσεις
και εγκλήσεις, παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες, ζητούν την απαγόρευση
πράξεων που προσβάλλουν το δικαίωμα ως προς τις εξουσίες που τους έχουν
ανατεθεί και ζητούν την κατάσχεση παράνομων αντιτύπων ή τη δικαστική μεσεγγύηση
των εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 64 του ν. 2121/1993, ιβ)
λαμβάνουν από τους χρήστες κάθε πληροφορία αναγκαία για την εφαρμογή των αμοιβολογίων, τον υπολογισμό της αμοιβής και την είσπραξη
και τη διανομή των εισπραττόμενων εσόδων από τα δικαιώματα, χρησιμοποιώντας τα
σχετικά αναγνωρισμένα βιομηχανικά πρότυπα, … Άρθρο 7 Τεκμήρια 1. Οι οργανισμοί
συλλογικής διαχείρισης και οι οργανισμοί συλλογικής προστασίας τεκμαίρεται ότι
έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας των δικαιωμάτων επί όλων των
έργων ή των αντικειμένων προστασίας ή όλων των δικαιούχων για τα οποία ή για
τους οποίους δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβαστεί σε αυτούς οι σχετικές
εξουσίες ή τα δικαιώματα εύλογης αμοιβής ή ότι καλύπτονται από την
πληρεξουσιότητα ή μέσω οποιασδήποτε άλλης συμβατικής συμφωνίας. Εφόσον
οργανισμός συλλογικής διαχείρισης που λειτουργεί με άδεια του Υπουργού
Πολιτισμού και Αθλητισμού, ασκεί δικαιώματα ή αξιώσεις στο πλαίσιο του ν.
2121/1993, τα οποία υπόκεινται σε υποχρεωτική συλλογική διαχείριση, τεκμαίρεται
ότι εκπροσωπεί όλους ανεξαιρέτως τους δικαιούχους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς και
όλα ανεξαιρέτως τα έργα τους. Εάν στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου,
υφίστανται περισσότεροι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης για μία συγκεκριμένη
κατηγορία δικαιούχων, το τεκμήριο ισχύει, εφόσον τα δικαιώματα ασκούνται από
κοινού από όλους τους αρμόδιους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης σύμφωνα με
τις ειδικότερες διατάξεις του ν. 2121/1993. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης
και οι οργανισμοί συλλογικής προστασίας μπορούν να ενεργούν, δικαστικώς ή
εξωδίκως, στο δικό τους όνομα, εάν η αρμοδιότητά τους στηρίζεται σε μεταβίβαση
της σχετικής εξουσίας, ή σε πληρεξουσιότητα, ή σε οποιαδήποτε άλλη συμβατική
συμφωνία. Επίσης νομιμοποιούνται να ασκούν όλα τα δικαιώματα που έχουν
μεταβιβαστεί σε αυτούς από τον δικαιούχο ή που καλύπτονται από την
πληρεξουσιότητα ή από οποιαδήποτε άλλη συμβατική συμφωνία. 2. Για τη δικαστική
επιδίωξη της προστασίας των έργων και των δικαιούχων που εκπροσωπούνται από τον
οργανισμό συλλογικής διαχείρισης ή από οργανισμό συλλογικής προστασίας, αρκεί η
δειγματοληπτική αναφορά των έργων που έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς
την απαιτούμενη άδεια ή χωρίς την καταβολή εύλογης αμοιβής και δεν απαιτείται η
πλήρης απαρίθμηση των έργων αυτών. … Άρθρο 12 Ανάθεση διαχείρισης (άρθρο 5
παράγραφοι 2, 4, 5, 6, 7 και 8 εδάφιο α΄ της Οδηγίας) 1. Οι δικαιούχοι έχουν το
δικαίωμα να αναθέτουν σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης της επιλογής τους να
διαχειρίζεται το περιουσιακό δικαίωμα ή τις εξουσίες (δικαιώματα) που απορρέουν
από αυτό ή κατηγορίες εξουσιών ή είδη έργων ή αντικείμενα προστασίας της
επιλογής τους, για τις επικράτειες της επιλογής τους, ανεξάρτητα από το κράτος
- μέλος ιθαγένειας, κατοικίας ή εγκατάστασης είτε του οργανισμού συλλογικής
διαχείρισης, είτε του δικαιούχου (σύμβαση ανάθεσης). Η ανάθεση μπορεί να
γίνεται με μεταβίβαση του δικαιώματος, ή των σχετικών εξουσιών προς τον σκοπό
της διαχείρισης, είτε με παροχή σχετικής πληρεξουσιότητας, είτε με οποιαδήποτε
άλλη συμβατική συμφωνία. Η ανάθεση γίνεται κάθε φορά εγγράφως και για ορισμένο
χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τρία (3) έτη. Σε
περίπτωση αμφιβολίας τεκμαίρεται ότι η ανάθεση αφορά σε όλα τα έργα, στα οποία
συμπεριλαμβάνονται και τα μελλοντικά έργα, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί
να είναι μεγαλύτερο από τρία (3) έτη. Ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης
υποχρεούται να διαχειρίζεται το περιουσιακό δικαίωμα, τις εξουσίες ή κατηγορίες
εξουσιών ή είδη έργων ή αντικείμενα προστασίας, εφόσον η διαχείρισή τους
εμπίπτει στο πεδίο δραστηριοτήτων του, εκτός εάν έχει αντικειμενικά
αιτιολογημένους λόγους να αρνηθεί την ανάληψη της διαχείρισης. … Άρθρο 22
Άδειες χρήσης, καθορισμός ύψους αμοιβής και εύλογης αμοιβής ... 6. … Μετά από
αγωγή που ασκεί ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, ή ο χρήστης, το αρμόδιο
Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών
του ΚΠολΔ, προσδιορίζει οριστικά την αμοιβή και το
ύψος αυτής και την επιδικάζει. 7. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ χρήστη και
οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ως προς το ύψος της εύλογης αμοιβής του
άρθρου 49 του ν. 2121/1993 και τους όρους πληρωμής της, το Μονομελές
Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καθορίζει
αυτά προσωρινά, μετά από αίτηση του χρήστη ή του οργανισμού συλλογικής
διαχείρισης, και επιδικάζει προσωρινά μέχρι το ήμισυ της εύλογης αμοιβής που
καθόρισε. Για τον οριστικό προσδιορισμό του ύψους της εύλογης αμοιβής και των
όρων πληρωμής της εφαρμόζεται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6. … Άρθρο 23 Αμοιβολόγια (άρθρο 16 παράγραφοι 2 εδάφιο γ΄ και 3 της
Οδηγίας) 1. Οι δικαιούχοι πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλη αμοιβή για τη χρήση των
έργων τους. Οι χρεώσεις πρέπει να είναι εύλογες σε σχέση, μεταξύ άλλων, με την
οικονομική αξία της χρήσης των δικαιωμάτων στο εμπόριο, αφού ληφθούν υπόψη η
φύση και η έκταση της χρήσης των έργων και άλλων αντικειμένων προστασίας, καθώς
και σε σχέση με την οικονομική αξία των υπηρεσιών που παρέχει ο οργανισμός
συλλογικής διαχείρισης στον χρήστη. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης
ενημερώνουν τον ενδιαφερόμενο χρήστη για τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για
τον καθορισμό των χρεώσεων αυτών. 2. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης με
απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, καταρτίζουν κατάλογο με τις αμοιβές που
απαιτούν από τους χρήστες (αμοιβολόγιο), ο οποίος
γνωστοποιείται στο κοινό με ανάρτηση στην ιστοσελίδα τους, όπως και κάθε
μεταβολή αυτού και κοινοποιείται στον ΟΠΙ, αμέσως, προκειμένου να αναρτηθεί και
στην ιστοσελίδα του τελευταίου σε μηχαναγνώσιμο μορφότυπο, σε σταθερό σημείο απόθεσης και εφόσον είναι
δυνατό καθίσταται προσβάσιμο μέσω διασυνδέσεων προγραμματισμού εφαρμογών. Οι
αναρτήσεις αυτές συνιστούν προϋπόθεση ισχύος του αμοιβολογίου.
Κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή των αμοιβολογίων
τους, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης οφείλουν να εφαρμόζουν αντικειμενικά
κριτήρια, να ενεργούν χωρίς αυθαιρεσία και να μην προβαίνουν σε καταχρηστικές
διακρίσεις. 3. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και οι αντιπροσωπευτικές
ενώσεις χρηστών μπορούν να καταρτίζουν συμφωνίες που ρυθμίζουν την αμοιβή, την
οποία καταβάλλει ο χρήστης σε κάθε κατηγορία δικαιούχων, καθώς και κάθε άλλο
ζήτημα που αφορά τις σχέσεις των μερών στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος νόμου
και του ν. 2121/1993. Οι συμφωνίες αυτές, όπως και κάθε τροποποίηση αυτών,
κοινοποιούνται αμέσως στον ΟΠΙ και αναρτώνται στις ιστοσελίδες των μερών και
του ΟΠΙ. 4. Οι διαφορές μεταξύ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και των
χρηστών ως προς το ύψος της αμοιβής που πρέπει να καταβάλλει ο χρήστης είναι
δυνατόν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία.
… 5. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και οι αντιπροσωπευτικές
ενώσεις χρηστών μπορούν να συμφωνήσουν εγγράφως και πριν ανακύψει διαφωνία, τον
ορισμό ενός προσώπου ως διαιτητή για τον καθορισμό της αμοιβής που πρέπει να
καταβάλλει ο χρήστης. ... Άρθρο 53 Μεταβατικές διατάξεις … 10. Οι παράγραφοι 6
και 7 του άρθρου 22 δεν εφαρμόζονται επί εκκρεμών δικών κατά το χρόνο έναρξης
ισχύος του παρόντος νόμου μέχρι και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επ’ αυτών.
11. Για τις κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος εκκρεμείς δίκες, που αφορούν
την υποχρέωση συλλογικής διαχείρισης των άρθρων 18, 49 και 56 του ν. 2121/1993
και έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί των αντίστοιχων υποθέσεων,
συνεχίζουν να ισχύουν τα άρθρα 49, 54 έως 58 του ν. 2121/1993, όπως ίσχυαν
μέχρι την κατάργησή τους με την παράγραφο 1 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου.
12. Σε όσες διατάξεις του ν. 2121/1993, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη
της κείμενης νομοθεσίας γίνεται παραπομπή στα άρθρα 54 έως 58 του ν. 2121/1993
νοείται, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, παραπομπή στις διατάξεις των
άρθρων 1 έως 54 του παρόντος. … Άρθρο 54 Καταργούμενες και τροποποιούμενες
διατάξεις του ν. 2121/1993 1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται
κάθε διάταξη που αντίκειται στο νόμο αυτόν, με την επιφύλαξη του ν. 988/1943, ο
οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 72 του ν. 2121/1993.
Επίσης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 11 του άρθρου 53 και της παραγράφου 15
του παρόντος άρθρου, καταργούνται τα άρθρα 54 έως 58 του ν. 2121/1993 και η
παρ. 3 του άρθρου 72 του ν. 2121/1993».
5. Το δικαίωμα εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 § 1 ν.
2121/1993 διαπλάσσεται ως σχετικό, ενοχικής φύσεως
(δικαίωμα «ανταποδόσεως» ή «οικονομικής κατά κύριο λόγο φύσεως» σύμφωνα με τις
αποφάσεις ΔΕΕ της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, C-265/19, Recorded
Artists Actors Performers, EU:C:2020:677, σκέψεις 54-55, της 31ης Μαΐου
2016, C-117/15, Reha Training,
EU:C:2016:379, ΔίΜΕΕ 2016.430, σκέψη 30, καθώς και
της 15ης Μαρτίου 2012, C-135/10, SCF, EU:C:2012:140, ΔίΜΕΕ
2012.264, σκέψεις 75 και 77, επίσης βλ. Γ. Κουμάντο, Πνευματική ιδιοκτησία,
2002, 8η έκδ., σελ. 412 επ.).
Παρέπεται ότι, οι ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες
και οι παραγωγοί φωνογραφημάτων δεν δύνανται να αξιώσουν την παράλειψη της
παρουσίασης στο κοινό νομίμως εγγεγραμμένου υλικού φορέα ήχου, αλλά μόνο την
καταβολή εύλογης αμοιβής (βλ. Κοτσίρη-Σταματούδη, Ερμ. ν. 2121/1993, α. 49, 1/Κυπρούλη,
Δ. Καλλινίκου, Εύλογη και ενιαία αμοιβή για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και
παρουσίαση στο κοινό φωνογραφημάτων αμερικανικού ρεπερτορίου, ΧρΙΔ 2005.948, 952, Μ. - Θ. Μαρίνο, Η προσβολή του
δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, ΕλλΔνη 35.1441, 1446).
6. Το παραπάνω συγγενικό δικαίωμα συνυπάρχει παράλληλα
και ισότιμα με την ερειδόμενη στο άρθρο 3 § 1 περ. ζ΄
ν. 2121/1993 περιουσιακή εξουσία των δημιουργών (μουσικών συνθετών και
στιχουργών) να επιτρέπουν ή απαγορεύουν την μετάδοση ή αναμετάδοση των έργων
τους στο κοινό με τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, με ηλεκτρομαγνητικά κύματα ή
με καλώδια ή με άλλους υλικούς αγωγούς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παραλλήλως
προς την επιφάνεια της γης ή μέσω δορυφόρων. Πρόκειται για διαφορετικά άυλα
αγαθά (δικαιώματα επί «έργων» έναντι των δικαιωμάτων επί «αντικειμένων
προστασίας»), τα οποία ρυθμίζονται αυτοτελώς στο ν. 2121/1993 (βλ. για την αρχή
της αυτοτέλειας Κοτσίρη-Σταματούδη, Ερμ. ν. 2121/1993, α. 53, 4/Κυπρούλη).
Παρέπεται ότι, η καταβολή της συμφωνηθείσας
ποσοστιαίας αμοιβής σε οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των
περιουσιακών δικαιωμάτων πνευματικών δημιουργών ή η επιδίκαση αποζημίωσης λόγω
της άνευ άδειας χρήσης έργων δεν απαλλάσσει τον χρήστη από την ενοχική
υποχρέωση καταβολής της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993.
7. Η ελευθερία του δικαιούχου να αποφασίζει σε εθελοντική
βάση εάν και σε ποια έκταση θα επιτρέψει - με συμβάσεις ανάθεσης - την
διαχείριση και προστασία των περιουσιακών του δικαιωμάτων από ΟΣΔ, αποτελεί
δομική αρχή του συστήματος της συλλογικής διαχείρισης τόσο στην Ελλάδα (βλ.
άρθρο 12 § 1 εδ. α΄ ν. 4481/2017, πρβλ.
Εισηγητική Έκθεση ν. 2121/1993 σελ. 7 – 8 κατά την οποία η δυνατότητα αυτή του
δημιουργού συνάγεται από τις γενικές αρχές της οικονομικής και της συμβατικής
ελευθερίας), όσο και διεθνώς (βλ. Α. Παπαδοπούλου, Μορφές συλλογικής
διαχείρισης των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, ΔίΜΕΕ
2012.9, σελ. 10). Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω της φύσης των πραγμάτων,
εισάγεται εξαιρετικά η υποχρεωτική ex lege συλλογική διαχείριση (βλ. Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ. 12, Κοτσίρη-Σταματούδη,
Ερμ. ν. 2121/1993, α. 49, 37/Κυπρούλη,
Εισηγητική Έκθεση ν. 2121/1993 σελ. 8). Τέτοια υποχρεωτική ή νόμιμη συλλογική
διαχείριση προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της εύλογης αμοιβής του
άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993 (βλ. και άρθρο 49 § 2 ν. 2121/1993), η οποία
(διαχείριση), ως προελέχθη (βλ. σκέψη 5), δεν
εκτείνεται και στην διαχείριση παροχής αδειών εκμετάλλευσης προς τρίτους (βλ.
Α. Παπαδοπούλου, ό.π., σελ. 13).
8. Για τον προσδιορισμό του ύψους της εύλογης αμοιβής του
άρθρου 49 ν. 2121/1993 καθιερώνονται περισσότερα συστήματα, τα οποία ισχύουν
παράλληλα. Ειδικότερα: α) καθορίζεται μονομερώς από τους αρμόδιους οργανισμούς
συλλογικής διαχείρισης με την κατάρτιση αμοιβολογίου
(άρθρο 23 § 2 ν. 4481/2017· παρόμοια η προϊσχύουσα
διάταξη του άρθρου 56 § 3 εδ. ε΄ ν. 2121/1993), το
οποίο βέβαια δεν δεσμεύει το επιλαμβανόμενο διαφοράς ως προς την εύλογη αμοιβή
δικαστήριο (βλ. ΕφΘεσ 1810/2012 Αρμεν
2013.1660, ΕφΘεσ 929/2010 ΕΕμπΔ
2010.997, Κυπρούλη, ό.π.,
αριθ. 33), β) ρυθμίζεται συλλογικώς με την κατάρτιση συμφωνιών μεταξύ ΟΣΔ και
αντιπροσωπευτικών ενώσεων χρηστών (βλ. άρθρο 23 § 3 ν. 4481/2017· παρόμοια η προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 56 § 3 εδ.
ζ΄ ν. 2121/1993), που θεσπίζουν ένα πλαίσιο όρων, με βάση τους οποίους θα
διαμορφωθεί κατόπιν το περιεχόμενο των συμβάσεων με έκαστο των χρηστών – μελών
των συμβεβλημένων οργανώσεων (βλ. Σ. Σταυρίδου, Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης
στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας, 1999, σελ. 220 – 221), γ) καθορίζεται συμβατικώς ύστερα από ελεύθερη διαπραγμάτευση με τους
χρήστες μεμονωμένα (βλ. έτσι ρητώς άρθρο 49 § 1 εδ.
γ΄ ν. 2121/1993, 5 § 1, 6 § 1 στ. β΄ ν. 4481/2017),
δ) εάν η ελεύθερη διαπραγμάτευση αποτύχει, παρέχεται η δυνατότητα υπαγωγής της
διαφοράς στην διαιτησία υπό τους όρους των διατάξεων του άρθρου 23 §§ 4 και 5
ν. 4481/2017 (οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης και οι αντιπροσωπευτικές
ενώσεις χρηστών μπορούν να συμφωνήσουν εγγράφως τον διαιτητικό καθορισμό της
αμοιβής και πριν ακόμα ανακύψει διαφωνία), ε) εάν ελλείπει συμφωνία διαιτησίας
και η διαφωνία στο πλαίσιο της ελεύθερης διαπραγμάτευσης περιορίζεται στο ύψος
της εύλογης αμοιβής ή/και στους όρους καταβολής της, παρέχεται η δυνατότητα
προσφυγής στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο για προσωρινό ή οριστικό
προσδιορισμό των συγκεκριμένων ζητημάτων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο
22 §§ 7 - 6 εδ. τελ. ν. 4481/2017 (βλ. Στ. Κουμάνη, Παρατηρήσεις –
Υποχρέωση, προσδιορισμός και καταβολή της αμοιβής που δικαιούται ο εκτελεστής
και ο παραγωγός επί χρήσης υλικών φορέων ήχου, Αρμεν
2008.1507, ιδίως 1508 – 1509, Σ. Σταυρίδου, ό.π.,
σελ. 217 – 221), και στ) εάν ο χρήστης αρνηθεί την
πρόσκληση του ΟΣΔ για την έναρξη διαπραγματεύσεων ή στο πλαίσιο της ανταλλαγής
απόψεων ισχυρισθεί ότι δεν είναι υπόχρεος καταβολής εύλογης αμοιβής για
οποιονδήποτε λόγο (μη χρήση «αντικειμένων προστασίας», υπαγωγή σε περιορισμό ή
εξαίρεση), τότε η διαφορά υπάγεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με
τις γενικές διατάξεις των άρθρων 12 επ. ΚΠολΔ, και εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική
διαδικασία (βλ. σκέψη 10).
9. Το ύψος της εύλογης αμοιβής και οι λοιποί όροι
καταβολής της δύναται να καθορισθούν με την κατάρτιση συμβάσεως μεταξύ
(ενιαίου) ΟΣΔ και χρήστη (άρθρο 5 § 1 «… να συμφωνεί το ύψος των αμοιβών...», 6
§ 1 περ. β΄ ν. 4481/2017 «… καταρτίζουν συμβάσεις με τους χρήστες ... για την
οφειλόμενη ... εύλογη, αμοιβή...», καθώς και άρθρο 49 § 1 εδ.
γ΄ ν. 2121/1993 «… να συμφωνούν τις
αμοιβές...»), σύστημα που φαίνεται να προκρίνει ο ενωσιακός
νομοθέτης (βλ. το πρώτο εδάφιο της 13ης αιτιολογικής σκέψης του προοιμίου της κωδικοποιητικής οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 «σχετικά με το
δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά
προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας»). Στο
πλαίσιο αυτό το άρθρο 49 § 1 εδ. γ΄ ν. 2121/1993
καθιδρύει την υποχρέωση του ΟΣΔ έκαστης κατηγορίας
δικαιούχων να διαπραγματεύεται με τους χρήστες για την κατάρτιση των παραπάνω
συμβάσεων (βλ. ΜΕφΠειρ 146/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1589/2014 ΕλλΔνη 2016.1102,
ΕφΘεσ 1810/2012 ό.π., ΕφΑθ 915/2010 ΔΕΕ 2011.306, ΕφΘεσ
929/2010 ό.π., ΕφΘεσ
843/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2187/2008 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 41003/2009 ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ
9327/2008 Αρμεν 2008.1503, ΜΠρΘεσ
4816/2014 ΕλλΔνη 2014.1077, ΜΠρΘεσ
6345/2013 ΝΟΜΟΣ, Κυπρούλη, ό.π.,
αριθ. 37), ενώ με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου
49 § 6 εδ. β΄ και γ΄ ν. 2121/1993 (βλ. την ισχύουσα
διάταξη του άρθρου 5 § 1 ν. 4481/2017) επεκτάθηκε η υποχρέωση αυτή και στον
ενιαίο ΟΣΔ. Στις τελευταίες διατάξεις γίνεται μεν αναφορά σε «εξουσία» ή σε
«αρμοδιότητα» του ενιαίου ΟΣΔ «να διαπραγματεύεται», πλην, όμως, πρέπει να
γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης, όταν προέβλεψε την δυνατότητα σύστασης ενιαίου
ΟΣΔ, δεν είχε σκοπό να καταστήσει δυσμενέστερη την θέση των χρηστών. Αυτονόητο
είναι ότι με την σύμβαση δεν παρέχεται άδεια χρήσης, ούτε γεννάται αυτή καθαυτή
η ενοχή, αφού αυτή ιδρύεται ex lege.
Κατά τις διαπραγματεύσεις για την σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να
συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 197
ΑΚ). Η παρέλκυση του σταδίου των διαπραγματεύσεων εκ μέρους του χρήστη (πέραν
του εύλογου για κάθε περίπτωση χρόνου), ώστε να καθυστερήσει την καταβολή της
εύλογης αμοιβής, συνιστά συμπεριφορά αντίθετη με την καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη, επιτρέπει δε στον ενιαίο ΟΣΔ να προσφύγει στο δικαστήριο (βλ.
σκέψη 8 υπό ε΄ και στ΄). Η νομοθετική πρόβλεψη περί
συμβατικής ρύθμισης του ύψους της εύλογης αμοιβής αφορά την χρήση του ρεπερτορίου
από την κατάρτισή της και εφεξής, δηλαδή για το μέλλον. Όταν μία σύμβαση
καθορίζει το ύψος της εύλογης αμοιβής για παρελθούσα χρήση, παράλληλα δε – κατά
τα συνήθως συμβαίνοντα – διαλαμβάνει τους όρους καταβολής της, π.χ. καταβολή σε
δήλη ημέρα, εφάπαξ ή τμηματικώς με δόσεις κ.λπ., έχει τον χαρακτήρα – της μη
ρυθμιζόμενης νομοθετικώς - σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, με την οποία
ο χρήστης αναγνωρίζει ότι οφείλει στον ΟΣΔ χρηματική παροχή συγκεκριμένου
ύψους, απορρέουσα από την ex lege
υποχρέωσή του (βλ. σκέψη 1, Β. Παπαδούλη, ό.π., σελ.
251). Εάν δεν καταβληθεί η συμφωνηθείσα ή αναγνωρισθείσα αμοιβή, η σχετική
αγωγή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ως προς την πρώτη περίπτωση ΜΕφΙωαν 56/2022 ΝΟΜΟΣ).
10. Η κατ’ άρθρο 22 §§ 7 και 6 εδ.
τελ. ν. 4481/2017 προσφυγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο, η οποία ενδέχεται να
αφορά και χρονικό διάστημα προγενέστερο της άσκησης των οικείων ένδικων
βοηθημάτων, δεδομένου ότι για την νομική βασιμότητά τους δεν απαιτείται – σε
αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22 § 6 εδ. α΄
ν. 4481/2017 - η μη έναρξη της χρήσης των «αντικειμένων προστασίας» (βλ. Γ. Μπαμπέτα, Σημείωμα, ΔίΜΕΕ
2015.81, ιδίως αρ. 8), δικαιολογείται μόνο για την
προσωρινή ή οριστική επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς των διαδίκων, η οποία
ανακύπτει «σε περίπτωση διαφωνίας … ως προς το ύψος της εύλογης αμοιβής του
άρθρου 49 του ν. 2121/1993 και τους όρους πληρωμής της» (βλ. έτσι ρητώς άρθρο
22 § 7 εδ. α΄ ν. 4481/2017). Συνακόλουθα, για το
ορισμένο της αίτησης ή της αγωγής προσδιορισμού του ύψους της εύλογης αμοιβής
πρέπει να εκτίθεται κατ’ άρθρα 688 § 1 και 216 § 1 ΚΠολΔ,
αντιστοίχως, ότι υφίσταται διαφωνία ως προς το ύψος και τους όρους πληρωμής
της. Η άνω διαφωνία προϋποθέτει λογικώς και αναγκαίως
την ανεπιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαδίκων, η διεξαγωγή
των οποίων συνιστά – ως προελέχθη - ρητή κατ’ άρθρο
49 § 1 εδ. γ΄ ν. 2121/1993 υποχρέωση του οικείου
οργανισμού συλλογικής διαχείρισης (βλ. την αμέσως προηγούμενη σκέψη). Τούτο δε,
διότι εάν δεν έχει προηγηθεί η έναρξη διαπραγματεύσεων, δεν μπορεί να γίνει
λόγος για «διαφωνία» των μερών (βλ. Α. Βεζυρτζή,
Επίκαιρα δικονομικά ζητήματα στο πεδίο των συγγενικών δικαιωμάτων - Με αφορμή
την ΕφΘεσ 350/2021, ΕφΑΔΠολΔ
2021.1421, ιδίως σελ. 1426). Σε κάθε περίπτωση η διαφωνία, περιοριζόμενη σε
συγκεκριμένα μόνο ζητήματα, προϋποθέτει την κατάφαση της ύπαρξης αξίωσης του
ΟΣΔ ή αντίστοιχα της ενοχικής υποχρέωσης του χρήστη για καταβολή της εύλογης
αμοιβής (βλ. Α. Βεζυρτζή, ό.π.,
σελ. 1425· βλ. επίσης τα πραγματικά περιστατικά στην ΜΠρΑθ
1782/2020 ΝΟΜΟΣ, όπου ο χρήστης επιθυμούσε την ένταξη σε διαφορετική κατηγορία
του αμοιβολογίου, αποδεχόμενος έτσι εμμέσως την
υποχρέωσή του). Το περιορισμένο αυτό αντικείμενο δίκης υπήχθη για λόγους
ταχύτητας προς επίλυση, προσωρινώς μεν στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
(βλ. ΕφΘεσ 259/2010 Αρμεν
2011.414, ΕφΑθ 3058/2005 ΔΕΕ 2005.1179), οριστικώς δε
στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επειδή ακριβώς είναι στενά
οριοθετημένο και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες αποδεικτικές δυσχέρειες. Κατ’
αποτέλεσμα, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή διασπά την τηρούμενη διαδικασία
για τις διαφορές που απορρέουν εκ του ν. 2121/1993, αφού άπασες οι λοιπές
διαφορές που αφορούν την εύλογη αμοιβή συνεχίζουν να εκδικάζονται κατά την
τακτική διαδικασία (βλ. αντίθετα ΜΕφΙωαν 56/2022 ό.π., ΜΕφΑθ 4935/2021 ΕφΑΔΠολΔ 2022.592, ΜΕφΠειρ
351/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑθ 4408/2021 ΔΕΕ 2022.319, ΜΕφΘεσ 350/2021 ΔΕΕ 2021.920· οι πρώτες τρεις αποφάσεις
βασίζουν, μεταξύ άλλων, το σκεπτικό τους στην - ορθή σε επίπεδο ουσιαστικού
δικαίου - επισήμανση ότι η διαφωνία «δεν είναι στοιχείο του πραγματικού του
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου», δηλαδή του άρθρου 49 ν. 2121/1993, καίτοι σε
δικονομικό επίπεδο κρίσιμη είναι η διάταξη του άρθρου 22 § 7 ν. 4481/2017).
Έτσι, εάν ο χρήστης αρνείται ακόμα και αυτή καθαυτή την ενοχική υποχρέωσή του
να καταβάλει την εύλογη αμοιβή, τότε η διαφωνία δεν περιορίζεται μόνο στο «ύψος
της εύλογης αμοιβής και τους όρους πληρωμής της», αλλά πρόκειται για μία πολύ
πιο σύνθετη διαφορά με εντονότερο το στοιχείο της αντιδικίας, ο δε οργανισμός
συλλογικής διαχείρισης αξιώνει την καταβολή της εύλογης αμοιβής μόνο με άσκηση
αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις γενικές
διατάξεις των άρθρων 12 επ. ΚΠολΔ,
η οποία ερείδεται στην διάταξη του άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993 και εισάγεται
προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία, αφού από καμία διάταξη του ν.
4481/2017 δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης υπήγαγε το σύνολο των διαφορών μεταξύ
Ο.Σ.Δ. και χρηστών στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (βλ. Α. Βεζυρτζή, ό.π., σελ. 1425).
Εξάλλου, το εύλογο ή μη της αξιούμενης αμοιβής θα
αποτελέσει προδικαστικό ζήτημα της εκδικαζόμενης κατά την τακτική διαδικασία
αγωγής, καθώς το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τον μονομερή μέσω της κατάρτισης
αμοιβολογίου καθορισμό του ύψους της (βλ. σκέψη 8α΄).
Η υιοθέτηση της αντίθετης άποψης περί της εκδίκασης όλων των αγωγών ως προς την
καταβολή της εύλογης αμοιβής κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών
διαφορών συνιστά contra legem ερμηνεία, αφού απογυμνώνει στην πράξη το
ρυθμιστικό περιεχόμενο τόσο της διάταξης του άρθρου 22 § 7 ν. 4481/2017 (ο όρος
«διαφωνία … ως προς το ύψος της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 του ν. 2121/1993
και τους όρους πληρωμής της» είτε αγνοείται, είτε διευρύνεται, ώστε να
καταλαμβάνει κάθε διαφορά ΟΣΔ και χρήστη σχετικά με την εύλογη αμοιβή), αλλά
και εκείνο της διάταξης του άρθρου 49 § 1 εδ. γ΄ ν.
2121/1993 (η διαπραγμάτευση δεν θεωρείται υποχρεωτική, βλ. π.χ. ΜΕφΙωαν 56/2022 ό.π., ΜΕφΠειρ 351/2021 ό.π.), ενώ δεν
συμβιβάζεται με την ενεργητική νομιμοποίηση του χρήστη των αντικειμένων
προστασίας προς υποβολή αίτησης ή αγωγής καθορισμού της εύλογης αμοιβής.
Πράγματι, δυσχερώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο χρήστης, ο οποίος έχει οχληθεί για την καταβολή εύλογης αμοιβής από οργανισμό
συλλογικής διαχείρισης, καίτοι δεν χρησιμοποιεί το ρεπερτόριο του τελευταίου,
δύναται να προσφύγει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και να αιτηθεί τόσο τον
προσωρινό (με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων) όσο και τον οριστικό
καθορισμό της εύλογης αμοιβής σε μηδενικό επίπεδο (πρόκειται κατ’ ουσία για
αίτημα αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, η οποία αποτελεί αντικείμενο τακτικής
διαγνωστικής δίκης, βλ. σχετικά ΜΠρΤρικ 578/2002 ΕπισκΕΔ 2002.601). Επιπροσθέτως, η υπαγωγή της
προαναφερόμενης πολυσύνθετης διαφοράς στην ειδική διαδικασία δυσχερώς συνάδει
με την εκδίκαση της – απλούστερης σε νομικό και ουσιαστικό επίπεδο – διαφοράς
περί μη καταβολής της συμφωνηθείσας εύλογης αμοιβής κατά την τακτική διαδικασία
ενώπιον του αρμόδιου κατά τις γενικές διατάξεις δικαστηρίου. Τέλος,
επισημαίνεται ότι με τον προπαρατιθέμενο διαχωρισμό
των αντικειμένων δίκης ουδείς των ενδιαφερομένων (ΟΣΔ και χρήστης) στερείται
της αποτελεσματικής παροχής δικαστικής προστασίας, παράλληλα δε αποτρέπεται ο
τεχνητός διπλασιασμός των δικών με αντικείμενο την εύλογη αμοιβή, αλλά και η
συνεπαγόμενη οικονομική επιβάρυνση των χρηστών (δαπάνες διεξαγωγής πολλαπλών
δικών, επιδίκαση δικαστικών εξόδων).
11. Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7 §
1 εδ. β΄ και γ΄ ν. 4481/2017, εάν την αξίωση λήψης
της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993 ασκεί ο μόνος οργανισμός
συλλογικής διαχείρισης του περιουσιακού δικαιώματος της συγκεκριμένης
κατηγορίας δικαιούχων, που λειτουργεί με νόμιμη άδεια (π.χ. των παραγωγών
φωνογραφημάτων), ή – σε περίπτωση που λειτουργούν με νόμιμη άδεια περισσότεροι
οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης για την συγκεκριμένη κατηγορία δικαιούχων -
όλοι οι αρμόδιοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης από κοινού, τότε τεκμαίρεται
ότι όλοι ανεξαιρέτως οι δικαιούχοι (της συγκεκριμένης κατηγορίας), ημεδαποί και
αλλοδαποί, και όλα ανεξαιρέτως τα «αντικείμενα προστασίας», εκπροσωπούνται από
τον μόνο οργανισμό ή τους περισσότερους που δρουν από κοινού. Εάν την αξίωση
λήψης της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993 ασκεί ενιαίος
οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, ο οποίος έχει λάβει νόμιμη άδεια
λειτουργίας, τότε απολαμβάνει του ως άνω τεκμηρίου για συγκεκριμένη ή για όλες
τις κατηγορίες των δικαιούχων, στο μέτρο που το τεκμήριο ετύγχανε εφαρμογής και
για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, οι οποίοι συνέστησαν αυτόν (βλ.
τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 5 § 2 και 7 § 1 εδ.
β΄ και γ΄ ν. 4481/2017). Σε μία τέτοια περίπτωση αρκεί για τη νομιμοποίησή του
ο ισχυρισμός ότι είναι ενιαίος ΟΣΔ, ο οποίος έχει συσταθεί με σκοπό την
είσπραξη της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993 και λειτουργεί με
άδεια του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού. Δηλαδή, δεν είναι αναγκαία η
προσφυγή στο προβλεπόμενο στο άρθρο 7 § 1 εδ. α΄ ν.
4481/2017 δικονομικό τεκμήριο, το οποίο αφορά την άσκηση δικαιωμάτων ή αξιώσεων
επί ρεπερτορίου, που δεν υπάγεται σε υποχρεωτική συλλογική διαχείριση (βλ. σχετ. Σ. Σταυρίδου, ό.π., σελ.
248 – 249).
12. Το ρυθμιστικό πεδίο της δικονομικής διευκόλυνσης του
άρθρου 7 § 2 ν. 4481/2017 καταλαμβάνει τις περιπτώσεις, όπου ο ΟΣΔ ζητεί την
επιδίκαση είτε της εύλογης αμοιβής για χρήση που έλαβε χώρα χωρίς να έχει
προηγηθεί ο συμβατικός καθορισμός της αμοιβής (βλ,
σκέψη 8στ΄), είτε της συμβατικώς ορισθείσας (για το
μέλλον) εύλογης αμοιβής (βλ. σκέψεις 8γ΄ και 9). Αντίθετα, δεν απαιτείται οποιαδήποτε
δειγματοληπτική αναφορά, όταν πρόκειται για αγωγή του άρθρου 22 § 7 ν.
4481/2017, αφενός μεν επειδή αυτή ενδέχεται να έχει ασκηθεί πριν από
οποιαδήποτε χρήση, αφετέρου δε επειδή η άσκησή της προϋποθέτει την εξώδικη
συνομολόγηση της υποχρέωσης εκ μέρους του χρήστη στο πλαίσιο των
διαπραγματεύσεων που έχουν προηγηθεί (βλ. σκέψη 10). Ομοίως, δεν απαιτείται
τέτοια αναφορά, όταν η αγωγή έχει ως ιστορική της βάση την κατάρτιση σύμβασης
αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, αφού, ως προελέχθη, η
αναγνωριζόμενη οφειλή αρκεί να προσδιορίζεται τόσο, ώστε να μην γεννιέται
αμφιβολία για αυτήν (βλ. σκέψη 1). Δηλαδή, στην τελευταία περίπτωση αρκεί η
αγωγή να διαλαμβάνει τον ισχυρισμό ότι ο εναγόμενος αντισυμβαλλόμενος προέβη το
επίδικο χρονικό διάστημα στην μετάδοση ραδιοτηλεοπτικώς υλικών φορέων ήχου
(χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση).
13. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα εκθέτει με την
υπό κρίση αγωγή της ότι είναι ενιαίος οργανισμός συλλογικής διαχείρισης με
σκοπό την είσπραξη της εύλογης και ενιαίας αμοιβής του άρθρου 49 § 1 ν.
2121/1993. Ότι, ειδικότερα, συνεστήθη το έτος 2011
από: α) τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των δικαιωμάτων των
παραγωγών υλικών φορέων ήχου ή ήχου και εικόνας με τον διακριτικό τίτλο «...»,
β) τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων των τραγουδιστών -
ερμηνευτών με τον διακριτικό τίτλο «...», και γ) τον οργανισμό συλλογικής
διαχείρισης των δικαιωμάτων των μουσικών με τον διακριτικό τίτλο «...», το ίδιο
δε έτος έλαβε άδεια λειτουργίας από τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού. Ότι
οι προαναφερόμενοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης λειτουργούν, ομοίως, με
άδεια του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού και κατά την σύστασή της ήταν οι
μόνοι αρμόδιοι οργανισμοί για την διαχείριση και είσπραξη της εύλογης αμοιβής του
άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993. Ότι το έτος 2016 και το πρώτο εξάμηνο του έτους
2017 η εναγόμενη εταιρία, εκμεταλλεύτρια του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού με τον
διακριτικό τίτλο «...» ή «...» (ήδη «...»), μετέδιδε ραδιοτηλεοπτικώς υλικούς
φορείς ήχου. Ότι στις 27.11.2017 ζήτησε από την εναγομένη
με ηλεκτρονική επιστολή την αποστολή των απαραίτητων οικονομικών στοιχείων για
τις παραπάνω περιόδους, προκειμένου να υπολογισθεί η οφειλόμενη εύλογη αμοιβή
για την χρήση του ρεπερτορίου της. Ότι με βάση τα αποσταλέντα από την εναγομένη οικονομικά στοιχεία προσδιόρισε το ύψος της
εύλογης αμοιβής στο ποσό των 84.451,81 € πλέον Φ.Π.Α. για την χρήση του έτους
2016 και στο ποσό των 46.384,79 € πλέον Φ.Π.Α. για την χρήση του πρώτου
εξαμήνου του έτους 2017. Ότι πρότεινε στην εναγομένη
να προβεί στην τιμολόγηση των άνω ποσών τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017, η δε
τελευταία να καταβάλει το ποσό του Φ.Π.Α. έως και την 30.1.2018, το δε κεφάλαιο
σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Ότι την 1.12.2017 η εναγομένη
απάντησε θετικά, αιτούμενη την άμεση τιμολόγηση και αποστολή των τιμολογίων με
ηλεκτρονική επιστολή. Ότι η ενάγουσα απέστειλε αυθημερόν τα με αριθ. ΤΠΥΠΒ
00030 και 00031/1.12.2017 τιμολόγια, ποσού 104.720,27 (84.451,81 + ΦΠΑ) και
57.517,14 (46.384,79 + ΦΠΑ) ευρώ, αντιστοίχως. Ότι η εναγομένη
έως και τις 22.5.2018 είχε καταβάλει μόνο το συνολικό ποσό των 31.400 €. Ότι
στις 14.6.2018 η εναγομένη πρότεινε στην ενάγουσα την
εξόφληση του υπόλοιπου ποσού των 130.836,66 ευρώ σε δέκα μηνιαίες δόσεις ως
εξής: α) το ποσό των 13.083,63 ευρώ καταβλητέο εντός του μηνός Ιουλίου του
έτους 2018 και β) το ποσό των 13.083,67 ευρώ καταβλητέο εντός εκάστου εκ των
επόμενων εννέα μηνών (από τον μήνα Αύγουστο του έτους 2018 έως και τον μήνα
Απρίλιο του έτους 2019). Ότι, καίτοι η πρόταση έγινε αποδεκτή από την ενάγουσα,
η εναγομένη δεν τήρησε τον διακανονισμό της οφειλής,
αλλά κατέβαλε μόνο το συνολικό ποσό των 37.167,26 ευρώ. Ότι η εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει το ποσό των 47.284,61 ευρώ
από το με αριθ. ΤΠΥΠΒ ./1.12.2017 τιμολόγιο, καθώς και το σύνολο του κεφαλαίου
του με αριθ. ΤΠΥΠΒ ./1.12.2017 τιμολογίου.
14. Με αυτό το περιεχόμενο η ενάγουσα ζητεί: α) να
υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό
ποσό των 93.669,40 ευρώ (το ορθό ύψος του συνολικού αιτήματος προκύπτει από την
προσθήκη της υπολειπόμενης καθαρής αξίας έκαστου
τιμολογίου, βλ. σελ. 11 της αγωγής), με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2018, άλλως
από την επίδοση της αγωγής, β) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και
γ) να καταδικασθεί η εναγομένη στην δικαστική της
δαπάνη.
15. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του
Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 9, 14 § 2, 25 § 2 ΚΠολΔ, 3 § 26α ν. 2479/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο
2.Β.ΙΙΙ του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, που
δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Β΄ 366/17.2.2016), απορριπτομένου
του αρνητικού περί αοριστίας ισχυρισμού της εναγομένης,
διότι η αγωγή, η οποία ως ιστορική βάση της έχει την κατάρτιση σύμβασης
αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την θεμελίωσή της
γεγονότα, ιδίως εκείνα που αφορούν την αναγνωριζόμενη ενοχή, ήτοι ότι η
ενάγουσα είναι ενιαίος ΟΣΔ, που έχει συσταθεί με σκοπό την είσπραξη της εύλογης
αμοιβής του άρθρου 49 § 1 ν. 2121/1993 και λειτουργεί με άδεια του Υπουργού
Πολιτισμού και Αθλητισμού, καθώς και ότι διατηρεί αξίωση εύλογης αμοιβής σε
βάρος της εναγομένης λόγω της ραδιοτηλεοπτικής
μετάδοσης υλικών φορέων ήχου το έτος 2016 και το πρώτο εξάμηνο του έτους 2017,
ώστε να μην γεννιέται αμφιβολία για αυτήν (βλ. σκέψη 1). Παρέπεται
ότι, δεν ήταν αναγκαία η δειγματοληπτική αναφορά των έργων που έγιναν
αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς την καταβολή εύλογης αμοιβής (βλ. σκέψη 12),
ούτε η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 § 1 εδ. α΄ ν.
4481/2017 δήλωση για την ενεργοποίηση του οικείου δικονομικού τεκμηρίου, που,
ούτως ή άλλως, δεν τυγχάνει εφαρμογής επί υποχρεωτικής συλλογικής διαχείρισης
(βλ. σκέψη 11). Ομοίως, δεν ήταν αναγκαία η εξειδίκευση του τρόπου υπολογισμού
της οφειλόμενης εύλογης αμοιβής, ιδίως δε η αναφορά στα προερχόμενα από την
εκμετάλλευση του ρεπερτορίου της ενάγουσας ακαθάριστα έσοδα της εναγομένης, επειδή κρίσιμο - με βάση το επίδικο αντικείμενο
δίκης - είναι το ύψος της οφειλής, που αναγνωρίσθηκε με την μεταξύ των διαδίκων
σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, ενώ δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών
στο ύψος της οφειλής (βλ. σκέψη 1). Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη,
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 287, 341, 345, 346, 361 AK σε συνδυασμό
με το άρθρο 49 § 1 εδ. α΄ ν. 2121/1993 και τις από
1.12.2017 και 14.6.2018 συμβάσεις, 176, 907 και 908 § 1 περ. γ΄ ΚΠολΔ, με την σημείωση ότι το κύριο περί τοκογονίας αίτημα είναι νόμιμο μόνο από την παρέλευση της
δήλης ημέρας για έκαστη μηνιαία δόση, ήτοι της
τελευταίας ημέρας κάθε μήνα (βλ. Κουμάνη, σε
Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 341 αρ. 2), όπως προκύπτει από την
από 14.6.2018 μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, η οποία τροποποίησε την συμφωνηθείσα
με την από 1.12.2017 σύμβαση δήλη ημέρα εκπλήρωσης της παροχής. Επομένως, η
αγωγή πρέπει, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος
δικαστικού ενσήμου με το ανάλογο επ’ αυτού ποσοστό προσαυξήσεως υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ
(βλ. το με κωδικό αριθμό 313756270950 0217 0085 ηλεκτρονικό παράβολο με την από
18.12.2019 εκτύπωση από την ιστοσελίδα της τράπεζας με τον διακριτικό τίτλο
«Alpha Bank» περί επιτυχούς εκτέλεσης της πληρωμής του).
16. Από την εκτίμηση της με αριθμό ...../17.12.2019
ένορκης βεβαιώσεως της μάρτυρος, ...., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που
νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας
λήφθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ
κλήτευση της εναγομένης (βλ. την με αριθμό
.Γ΄/12.12.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του
Εφετείου Αθηνών, ...), και των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι
διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
17. Το έτος 2011 ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης και
προστασίας των δικαιωμάτων των παραγωγών υλικών φορέων ήχου ή ήχου και εικόνας
με τον διακριτικό τίτλο «....», ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης των
δικαιωμάτων των τραγουδιστών - ερμηνευτών με τον διακριτικό τίτλο «...» και ο
οργανισμός συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων των μουσικών με τον
διακριτικό τίτλο «...», οι οποίοι λειτουργούν με άδεια του Υπουργού Πολιτισμού,
αξιοποίησαν την πρόβλεψη της προϊσχύουσας διάταξης
του άρθρου 49 § 6 ν. 2121/1993 (ήδη καταργηθείσα με
το άρθρο 54 § 6γ ν. 4481/2017) και συνέστησαν την ενάγουσα ως ενιαίο οργανισμό
συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων με τον διακριτικό τίτλο «...» και
με σκοπό την είσπραξη της εύλογης και ενιαίας αμοιβής που προβλέπεται στο άρθρο
49 § 1 ν. 2121/1993. Με την με αριθμό ΥΠΠΟΤ/ΓΔΣΠ/ΔΙΓΡΑΜ/686/124043/9.12.2011
(ΦΕΚ Β΄ 3245/30.12.2011) απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού ενεκρίθη η άδεια λειτουργίας της ενάγουσας. Παρέπεται ότι, η τελευταία είναι αρμόδια να
διαπραγματεύεται, συμφωνεί το ύψος της ενιαίας και εύλογης αμοιβής του άρθρου
49 § 1 ν. 2121/1993, προβάλλει τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή,
προβαίνει σε κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια, εισπράττει την σχετική αμοιβή
από τους χρήστες και την διανέμει στους αντίστοιχους οργανισμούς συλλογικής
διαχείρισης.
18. Η εναγομένη εταιρία τα έτη
2016 και 2017 εκμεταλλευόταν τον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό εθνικής εμβέλειας με
τον διακριτικό τίτλο «...» ή «...» (ήδη «...») και μετέδιδε ραδιοτηλεοπτικώς
υλικούς φορείς ήχου. Συνεπώς, υποχρεούταν να καταβάλει στην ενάγουσα την
προβλεπόμενη στο άρθρο 49 § 1 ν. 2121/1993 εύλογη και ενιαία αμοιβή. Μάλιστα, η
αντίστοιχη ενοχική αξίωση της ενάγουσας συνυπάρχει παράλληλα και ισότιμα με την
ερειδόμενη στο άρθρο 3 § 1 περ. ζ΄ ν. 2121/1993
περιουσιακή εξουσία των δημιουργών (μουσικών συνθετών και στιχουργών) να
επιτρέπουν ή απαγορεύουν την μετάδοση ή αναμετάδοση των έργων τους στο κοινό με
τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, με ηλεκτρομαγνητικά κύματα ή με καλώδια ή με
άλλους υλικούς αγωγούς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παραλλήλως προς την
επιφάνεια της γης ή μέσω δορυφόρων. Έτσι, η έκδοση της με αριθμό 3012/2018 απόφασης
του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η εναγομένη
υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση στην ΑΕΠΙ λόγω της άνευ άδειας χρήσης έργων
του ρεπερτορίου εκείνης το έτος 2015, δεν απαλλάσσει εκείνη από την επίδικη
ενοχική υποχρέωσή της (βλ. σκέψη 6), ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται
την αποστέρηση της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, όπως αβάσιμα
ισχυρίζεται η εναγομένη (βλ. σελ. 7 – 8 των προτάσεών
της· βλ. επίσης για τα στάδια έρευνας της νομιμοποίησης ΑΠ 752/2020 ΕΕμπΔ 2021.336, ΑΠ 46/2020 ΝΟΜΟΣ).
19. Η ενάγουσα στις 27.11.2017 απέστειλε ηλεκτρονική
επιστολή στην εναγομένη, με την οποία αιτήθηκε την
αποστολή των απαραίτητων οικονομικών στοιχείων για τις περιόδους των ετών 2016
και 2017, προκειμένου να υπολογισθεί η οφειλόμενη εύλογη αμοιβή για την χρήση
του ρεπερτορίου της, και συγκεκριμένα τον δημοσιευμένο ισολογισμό του έτους
2016 και το αναλυτικό ισοζύγιο της ομάδας 7 αμφότερων των ετών. Η εναγομένη απάντησε αυθημερόν, με ηλεκτρονική ομοίως
επιστολή, ότι τα στοιχεία για την χρήση του έτους 2016 και της πρώτης περιόδου
του έτους 2017 πρόκειται να αποσταλούν την αμέσως επόμενη ημέρα, ζήτησε δε
άμεση ενημέρωση ως προς το οφειλόμενο για κάθε χρήση ποσό. Η ενάγουσα με βάση
τα αποσταλέντα από την εναγομένη στις 28.11.2017
οικονομικά στοιχεία υπολόγισε το ύψος της εύλογης αμοιβής στο ποσό των
84.451,81 € πλέον Φ.Π.Α. για την χρήση του έτους 2016 και στο ποσό των
46.384,79 € πλέον Φ.Π.Α. για την χρήση του πρώτου εξαμήνου του έτους 2017.
Ακολούθως, ενημέρωσε στις 29.11.2017 την εναγομένη με
ηλεκτρονική επιστολή για το ύψος της εύλογης αμοιβής, καθώς και ότι τον μήνα
Δεκέμβριο του έτους 2017 πρόκειται να προβεί στην τιμολόγηση των άνω ποσών, εκ
των οποίων το ποσό του Φ.Π.Α. θα έπρεπε να καταβληθεί έως και την 30.1.2018, το
δε κεφάλαιο σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις με πρώτη δόση τον Φεβρουάριο του
έτους 2018. Την 1.12.2017 η εναγομένη με ηλεκτρονική
επιστολή της ζήτησε την άμεση τιμολόγηση και αποστολή ηλεκτρονικώς των
τιμολογίων, διότι η συγκεκριμένη οφειλή συνδιαμόρφωνε
το τίμημα πώλησης της επιχείρησης και την μετάβαση στη νέα διοίκηση.
20. Με βάση τις διεξαχθείσες από 27.11.2017
διαπραγματεύσεις των διαδίκων καθίσταται σαφές ότι η από 29.11.2017 ηλεκτρονική
επιστολή της ενάγουσας επείχε θέση πρότασης προς κατάρτιση σύμβασης αιτιώδους
αναγνώρισης χρέους, η οποία έγινε αποδεκτή με την από 1.12.2017 ηλεκτρονική
επιστολή της εναγομένης (πρβλ.
τα πραγματικά περιστατικά στην ΑΠ 533/2021 ό.π.).
Πράγματι, με την άνω σύμβαση δεν ομολογήθηκαν απλώς γεγονότα, ήτοι το χρέος της
εναγομένης στην ενάγουσα, αλλά ανελήφθη από την πρώτη
υποχρέωση για την εξόφλησή του. Μετά την κατάρτιση της σύμβασης και σύμφωνα με
την αρχή της μη επανόδου των μερών στην βασική σχέση η εναγομένη
όφειλε εφεξής στην ενάγουσα το αναγνωρισθέν ποσό (βλ. σκέψη 1). Επομένως, προβάλλονται
αλυσιτελώς οι συναπτόμενοι με το ύψος της εύλογης
αμοιβής ισχυρισμοί της εναγομένης, όπως ότι η
ενάγουσα προσδιόρισε το ύψος της εύλογης αμοιβής σε ποσοστό επί του συνόλου των
ακαθάριστων εσόδων («τζίρου») και όχι μόνο επί όσων προέρχονται από την
εκμετάλλευση των αντικειμένων προστασίας, χωρίς παράλληλα να λάβει υπόψη ότι ο
χαρακτήρας του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ήταν το επίδικο χρονικό διάστημα
ενημερωτικός και όχι ψυχαγωγικός.
21. Η ενάγουσα εξέδωσε το με αριθ. ΤΠΥΠΒ ./1.12.2017
τιμολόγιο, ποσού 104.720,27 ευρώ (καθαρής αξίας 84.451,83 € πλέον Φ.Π.Α. ποσού
20.268,44 €), για την χρήση του ρεπερτορίου της το έτος 2016, καθώς και το με
αριθ. ΤΠΥΠΒ ./1.12.2017 τιμολόγιο, ποσού 57.517,14 ευρώ (καθαρής αξίας
46.384,79 € πλέον Φ.Π.Α. ποσού 11.132,35 €), για την χρήση του ρεπερτορίου της
το πρώτο εξάμηνο του έτους 2017. Ακολούθως, απέστειλε τα τιμολόγια ηλεκτρονικά
στην εναγομένη, η οποία καταχώρισε αυτά στις
καταστάσεις πελατών – προμηθευτών του οικείου έτους (βλ. σχετικά την εκτύπωση
από τον τηρούμενο στην ΑΑΔΕ λογαριασμό της ενάγουσας, που επικαλείται και
προσκομίζει η τελευταία ως σχετικό με αριθμό 13· η οικεία καταχώριση
συμπεριλαμβάνει το με αριθμό ./28.4.2017 τιμολόγιο για την χρήση του
ρεπερτορίου το έτος 2015 καθαρής αξίας 86.848,18 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. αξίας
20.843,56 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 107.691,74 ευρώ).
22. Η εναγομένη κατέβαλε έναντι
της παραπάνω οφειλής στις 28.2.2018 το ποσό των 1.230,79 ευρώ (από το συνολικώς
καταβληθέν την ημέρα εκείνη συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ το ποσό των 8.769,21
ευρώ αφορούσε στην εξόφληση του ως άνω με αριθμό ./28.4.2017 τιμολογίου), στις
29.3.2018 το ποσό των 10.0000 ευρώ, στις 19.4.2018 το ποσό των 8.769,17 ευρώ
και στις 22.5.2018 το ποσό των 11.400,79 ευρώ, ήτοι συνολικώς το ποσό των
31.400,75 ευρώ.
23. Επακολούθησαν συνεννοήσεις τηλεφωνικώς ως προς τον
τρόπο εξόφλησης του υπολειπόμενου ποσού των 130.836,66 ευρώ, η δε εναγομένη στις 14.6.2018 απέστειλε στην ενάγουσα
ηλεκτρονική επιστολή με θέμα «Τρόπος αποπληρωμής υπολοίπου», με την οποία
πρότεινε στην ενάγουσα την εξόφληση σε δέκα μηνιαίες δόσεις ως εξής: α) το ποσό
των 13.083,63 ευρώ καταβλητέο εντός του μηνός Ιουλίου του έτους 2018 και β) το
ποσό των 13.083,67 ευρώ καταβλητέο εντός εκάστου εκ των επόμενων εννέα μηνών
(από τον μήνα Αύγουστο του έτους 2018 έως και τον μήνα Απρίλιο του έτους 2019).
Η ενάγουσα αποδέχθηκε αυθημερόν τον προτεινόμενο τρόπο αποπληρωμής με
ηλεκτρονική επιστολή της, που απέστειλε στην εναγομένη.
Με την σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε η προγενέστερη σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης
χρέους ως προς την δήλη ημέρα εκπλήρωσης της παροχής.
24. Η εναγομένη δεν τήρησε τον
παραπάνω διακανονισμό της οφειλής, αλλά μόνο κατέβαλε στις 13.9.2018 το ποσό
των 26.167,26 ευρώ και στις 9.1.2019 το ποσό των 11.000 ευρώ, ήτοι συνολικώς το
ποσό των 37.167,26 ευρώ. Δηλαδή, πληρώθηκαν εν όλω οι
δόσεις των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου του έτους 2018 και εν μέρει η δόση του
μηνός Σεπτεμβρίου 2018, από την οποία απομένει προς εξόφληση το ποσό των
2.083,71 ευρώ. Έκτοτε η εναγομένη ουδέν κατέβαλε.
25. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως
ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να
καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των ενενήντα τριών χιλιάδων εξακοσίων
εξήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (93.669,40) με το νόμιμο τόκο για το ποσό:
α) των 2.083,71 ευρώ από 1.10.2018, β) των 13.083,67 ευρώ από 1.11.2018, γ) των
13.083,67 ευρώ από 1.12.2018, δ) των 13.083,67 ευρώ από 1.1.2019, ε) των
13.083,67 ευρώ από 1.2.2019, στ) των 13.083,67 ευρώ
από 1.3.2019, ζ) των 13.083,67 ευρώ από 1.4.2019 και η) των 13.083,67 ευρώ από
1.5.2019.
26. Ως προς το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά
εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν
να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Γι’ αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να
γίνει δεκτό εν όλω.
27. Τέλος, πρέπει η εναγομένη
να καταδικασθεί, λόγω της ήττας της, στην δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατά
τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 176, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 58 § 4 περ. α΄, 63 § 1 i.α, 68 § 1 και 84 § 1 ν. 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να
καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ενενήντα τριών χιλιάδων εξακοσίων εξήντα
εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (93.669,40) με το νόμιμο τόκο για το ποσό: α) των
2.083,71 ευρώ από 1.10.2018, β) των 13.083,67 ευρώ από 1.11.2018, γ) των
13.083,67 ευρώ από 1.12.2018, δ) των 13.083,67 ευρώ από 1.1.2019, ε) των
13.083,67 ευρώ από 1.2.2019, στ) των 13.083,67 ευρώ
από 1.3.2019, ζ) των 13.083,67 ευρώ από 1.4.2019 και η) των 13.083,67 ευρώ από
1.5.2019.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης
τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των
τριών χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (3.400).
Κρίθηκε, κ.λπ.