ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 258/2019
Εκτέλεση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής -
Ανακοπή - Επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση - Δεδικασμένο -.
Διαδικασία
εκτέλεσης πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής. Επί ακυρώσεως της αναγκαστικής
εκτέλεσης δεν υφίσταται δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από την
εκτέλεση κατάσταση ευθέως αλλά μόνο κατά τους όρους των διατάξεων του
ουσιαστικού δικαίου. Ανακοπή για την ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση
πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, της έκθεσης βίαιης αποβολής του ανακόπτοντος
και εγκαταστάσεως. Αοριστία λόγων ανακοπής.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ (ΑΝΑΚΟΠΕΣ)
Αριθμός Αποφάσεως 258/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη
Δικαστή Ουρανία Φλεριανού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την
οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και
από τη Γραμματέα Αναστασία Μπαμπαλούκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριο του στην Αθήνα την 12-2-2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ανακόπτοντος: ...,
κατοίκου Αθηνών (οδός ...), με Α.Φ.Μ. ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο
Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Δημήτριο Χριστόπουλο.
Του καθ' ού η ανακοπή: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α' Βαθμού με
την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Λιοσίων αρ. 22),
έχει Α.Φ.Μ. ... και νόμιμα εκπροσωπείται από το Δήμαρχο αυτού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε
στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Στέλιο Μπεζαντέ.
Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει
δεκτή η από 2-2-2018 υπ' αριθμ. κατ δικογράφου ./2018
ανακοπή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά του καθ' ου η ανακοπή, που
προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο-που αναφέρεται στην αρχή της
παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς
τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες
προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Πριν από κάθε αναγκαστική
εκτέλεση, πρέπει να προηγηθεί επίδοση προς τον οφειλέτη του εκτελεστού τίτλου
(αντίγραφο του απογράφου) με επιταγή προς εκτέλεση. Επιταγή είναι η πρόσκληση
του δανειστή προς τον οφειλέτη για εκούσια εκπλήρωση των υποχρεώσεων του. Η
επιταγή αναγράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου, συνιστά δε την πρώτη
πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας και την προδικασία αυτής. Η επίδοση της
επιταγής είναι όρος απαραίτητος για την έναρξη τόσο της άμεσης όσο και της
έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης ανεξάρτητα από το είδος της εκτέλεσης ή το μέσο
που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρ. 924 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται στη διοικητική εκτέλεση (Π. Γέσιου - Φαλτσή «ΔΙΚΑΙΟ
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ» Γενικό Μέρος, εκδ. Β, παρ.
29, σ. 489), καθόσον, βασικό χαρακτηριστικό της διοικητικής πράξης είναι η εκτελεστότητα, η οποία εξασφαλίζεται με τις κυρώσεις που
απειλούνται σε περίπτωση που δεν τηρηθεί η επιβαλλόμενη από αυτές συμπεριφορά
και οι οποίες μπορεί να είναι ποινικές, πειθαρχικές, διοικητικές ή αστικές
(καταναγκασμός με την ευρεία έννοια του όρου). Συνακόλουθα, προσήκον σύστημα
αναγκαστικής εκτέλεσης για το πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής αποτελεί η
διοικητική εκτέλεση προς απόδοση από τον αυθαίρετο καταληψία της κατοχής του
επίδικου δημοσίου κτήματος και, ελλείψει σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης για την
επιβολή διοικητικής κύρωσης, αυτό (το πρωτόκολλο) σε περίπτωση μη εκούσιας
συμμόρφωσης εκτελείται αμέσως από τη διοικητική αρχή που το εξέδωσε, η οποία,
με τη συνδρομή της Αστυνομικής Αρχής, προβαίνει με υλικές εκτελεστικές
μονομερείς ενέργειες στη βίαιη έξωση του αυθαίρετου κατόχου. Ωστόσο, με τη
διάταξη του άρθρ. 33 παρ. 2 του Ν. 1473/1984 προστέθηκε στο άρθρο 2 Α.Ν.
263/1968 η παράγραφος 5, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η εκτέλεση του
πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής και από δικαστικό επιμελητή μετά από έγγραφη
εντολή του διοικητικού οργάνου που το εξέδωσε. Η συγκεκριμένη ρύθμιση τέθηκε
επικουρικά προς διευκόλυνση της
Διοίκησης στην εκτέλεση των πρωτοκόλλων, με την πρόβλεψη, παράλληλα με τη
διοικητική εκτέλεση, της δυνατότητας εκτέλεσης και από δικαστικό επιμελητή κατά
τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, διαδικασία που προσφέρει
ταχύτητα και απλότητα. Επίδοση επιταγής για εκτέλεση κατ' άρθρο 924 ΚΠολΔ δεν απαιτείται, καθότι η επίδοση του πρωτοκόλλου έχει
προηγηθεί ως συστατικό στοιχείο της διαδικασίας έκδοσης του. Η διαδικασία της
εκτέλεσης του πρωτοκόλλου κατά τον ΚΠολΔ ξεκινά με
την έγγραφη εντολή του εκδώσαντος διοικητικού οργάνου προς το δικαστικό
επιμελητή για εκτέλεση (άρθρ. 927 ΚΠολΔ). Στη
συνέχεια, ο δικαστικός επιμελητής προχωρεί στην εκτέλεση του πρωτοκόλλου κατ'
άρθρ. 943 ΚΠολΔ, αποβάλλοντας τον καθ' ού απευθύνεται και εγκαθιστώντας στο ακίνητο το Ελληνικό
Δημόσιο, συντάσσει δε προς τούτο σχετική έκθεση κατ' άρθρ. 931 ΚΠολΔ (ΕφΠατρ 220/2018 Νομ.
Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρ. 940 παρ. 3 ΚΠολΔ,
αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε
έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις
ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση υπό τις προϋποθέσεις των άρθρ. 914 ή 919
του αστικού κώδικα. Από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι επί ακύρωσης της
αναγκαστικής εκτέλεσης δεν υφίσταται δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην
πριν από την εκτέλεση κατάσταση ευθέως, αλλά μόνο κατά τους όρους των διατάξεων
του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή του άρθρ. 904 ΑΚ, του οποίου συντρέχουν οι όροι
εφαρμογής, αφού μετά την επικύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης εκλείπει η αιτία
της γενόμενης προς τον εκτελούντα περιουσιακής επίδοσης. Η συνδρομή των όρων
εφαρμογής της διάταξης αυτής του ουσιαστικού δικαίου μόνο στην περίπτωση
ακύρωσης της αναγκαστικής εκτέλεσης, όχι δε και στην περίπτωση της εξαφάνισης ή
μεταρρύθμισης της εκτελεσθείσας απόφασης, όπου δεν ακυρώνεται η εκτέλεση, που
αποτελεί την αιτία της περιουσιακής επίδοσης του καθ' ού,
αλλά ανατρέπεται η αποτελούσα τον τίτλο αυτής δικαστική απόφαση, δικαιολογεί
νομοθετικά τη διαφορετική ρύθμιση της παρ. 3 σε σχέση με τις παρ. 1 (που
αναφέρεται στις δυνατότητες του καθ' ού η εκτέλεση
από την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση προσωρινά εκτελεστής απόφασης) και 2 (που
αφορά στις συνέπειες από την εξαφάνιση, ύστερα από την άσκηση ενδίκου μέσου,
εκτελεσθείσας τελεσίδικης απόφασης) της ως άνω (αρθρ. 940 ΚΠολΔ)
διάταξης (βλ. ΑΠ 1329/2014 και ΑΠ 1119/2011 Τραπ.
Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»).
Εξάλλου, η διάταξη του
άρθρ. 914 ΚΠολΔ, κατά την οποία «Αν το δικαστήριο
δεχτεί την ανακοπή ερημοδικίας ή την έφεση οριστικά και κατ' ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την
ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που
προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε
η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν, πριν
εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται
είτε με τα δικόγραφα της ανακοπής ή της έφεσης και των προσθέτων λόγων είτε με
τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η
εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται.»,
εφαρμόζεται μόνον επί εξαφάνισης ή μεταρρύθμισης απόφασης και όχι επί ακύρωσης
της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. Γέσιου - Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, Β'
έκδοση, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα 2017, παρ. 16
αριθ. 81).
Με την υπό κρίση ανακοπή,
ο ανακόπτων ζητεί, κατ' εκτίμηση του δικογράφου του για τους λόγους που
αναφέρει, να ακυρωθούν α) η επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι του υπ' αριθμ. .../8-1-2018
πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του καθ' ού
οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, δυνάμει του οποίου ο ίδιος αποβλήθηκε από το
περιγραφόμενο στην ανακοπή ακίνητο και β) η υπ' αριθμ.
.../12-1-2018 έκθεση βίαιης αποβολής του και εγκατάστασης του Δικαστικού
Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών
..., καθώς και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση
κατ' άρθρ. 914 ΚΠολΔ και να καταδικαστεί ο καθ' ού στη δικαστική δαπάνη του. Πρόκειται για εκδικαζόμενη
κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ. ΚΠολΔ) ανακοπή του άρθρ. 933 ΚΠολΔ, που εισάγεται παραδεκτά για να συζητηθεί ενώπιον του
παρόντος καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδίου
Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ)
κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει δε
ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ' άρθρ. 934 παρ. 1 περ. α' και β' ΚΠολΔ, αφού κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος
Δικαστηρίου την 6-2-2018 και επιδόθηκε στον καθ' ού,
όπως δεν αμφισβητείται από τον τελευταίο, εντός της οριζόμενης στις ως άνω
διατάξεις προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από τη σύνταξη της υπ' αριθμ. ./12-1-2018 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης,
που έλαβε χώρα παρουσία του ανακόπτοντος και δεν απαιτείται επίδοση αυτής
(άρθρ. 943 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ωστόσο, το αίτημα της
ανακοπής περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση τυγχάνει
απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, σύμφωνα και με τα
αναλυτικά εκτιθέμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθόσον τέτοιο δικαίωμα
δεν υφίσταται ευθέως επί ακύρωσης της αναγκαστικής εκτέλεσης, παρά μόνο κατά
τους όρους του ουσιαστικού δικαίου. Κατά τα λοιπά, η ανακοπή, κατά το μέρος που
κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη
νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρ.
927 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με
επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο οποίος παρέχει εκ του
εκτελεστού τίτλου σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή καθορίζει τον
τρόπο, κατά τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η εκτέλεση. Η ως άνω εντολή είναι
εξώδικη πράξη, αφού δεν απευθύνεται σε Δικαστήριο ούτε προκαλεί δίκη, δύναται
δε να υπογραφεί από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση διάδικο ή τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του, ο οποίος έχει το δικαίωμα χορήγησης εντολής προς εκτέλεση κατά
τις διατάξεις των άρθρ. 94 επ. ΚΠολΔ
(ΜΠΕδεσ 47/1989 Τραπ. Νομ.
Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής του, ο
ανακόπτων ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι ακυρωτέες, καθόσον
την εντολή στο διενεργούντα την εκτέλεση Δικαστικό Επιμελητή ... δεν χορήγησε ο
νόμιμος εκπρόσωπος του καθ' ού οργανισμού τοπικής
αυτοδιοίκησης, ήτοι ο Δήμαρχος Αθηναίων, αλλά ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του
Γεώργιος Γεωργακαράκος, σε κάθε δε περίπτωση, καθόσον
στην έκθεση βίαιης αποβολής δεν αναγράφεται ότι ο ως άνω Δικηγόρος είχε ειδική
εντολή και πληρεξουσιότητα από το Δήμαρχο να δώσει τη σχετική εντολή προς
εκτέλεση. Με αυτό το περιεχόμενο, ο πρώτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως
μη νόμιμος διότι, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρ. 927 σε συνδυασμό με
τις διατάξεις των άρθρ. 94 επ. ΚΠολΔ,
η εντολή προς εκτέλεση κάτωθι εκτελεστού τίτλου δύναται να χορηγηθεί από τον
επισπεύδοντα ή τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του ενώ, για την εγκυρότητα της
προσβαλλόμενης έκθεσης βίαιης αποβολής και εγκατάστασης, δεν απαιτείται κατά
νόμο να αναφέρεται σε αυτήν ότι ο παρέχων την εντολή εκτέλεσης Δικηγόρος είχε
σχετική εντολή και πληρεξουσιότητα από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση.
Κατά την έννοια των
διατάξεων των άρθρ. 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, η
τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και
να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση, από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η
απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο, ενώπιον
του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό
ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση
της απόφασης του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή,
λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι
απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη
του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό
ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή
ένσταση συμψηφισμού. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 585 παρ.
2, 933 και 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι
λόγοι ανακοπής κατά της εκτέλεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν
δε να αφορούν την τυπική ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου ή της εκτέλεσης, με
την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται για την
έκδοση έγκυρου εκτελεστού τίτλου ή την έγκυρη επίσπευση αναγκαστικής
εκτέλεσης,. Διαφορετικά, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως
αόριστοι, δοθέντος ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να κρίνει επί της νομικής και
ουσιαστικής βασιμότητας τους και ο καθ' ου δεν δύναται να αμυνθεί κατά αυτών.
Με το δεύτερο λόγο της
κρινόμενης ανακοπής του, ο ανακόπτων επιδιώκει την ακύρωση των προσβαλλόμενων
πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω ακυρότητας του εκτελεστού τίτλου, ήτοι του
υπ' αριθμ. .../8-1-2018 πρωτοκόλλου διοικητικής
αποβολής του καθ' ου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, κατά του οποίου έχει ήδη
ασκήσει νόμιμα και εμπρόθεσμα ανακοπή κατ' άρθρ. 2 Α.Ν. 63/1968, η εκδίκαση της
οποίας εκκρεμεί (σημειώνεται ότι επί της σχετικής ανακοπής του έχουν πλέον
εκδοθεί α) η υπ' αριθμ. 8358/2018 απόφαση του
παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ' ύλην
και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Αθηνών και β) η υπ' αριθμ. 1343/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που
απέρριψε την ανακοπή, ο δε ανακόπτων έχει ασκήσει κατά της απόφασης ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου την από 4-1-2019 έφεση του, η εκδίκαση της οποίας
εκκρεμεί.
Περαιτέρω, με το πρώτο
σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι, κατά
το χρόνο έκδοσης του ως άνω πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, ο ίδιος είχε
καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία (άρθρ. 1045 ΑΚ),
καθόσον ασκούσε διάνοια κυρίου επ' αυτού πράξεις νομής και κατοχής από το 1975
έως σήμερα (κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανακοπή), με αποτέλεσμα να μην
συντρέχουν σωρευτικά οι απαραίτητες κατά νόμο προϋποθέσεις για την έκδοση του
πρωτοκόλλου και, ειδικότερα, α) κυριότητα του Δημοσίου, β) αναμφισβήτητη κατοχή
του επιδίκου από το Δημόσιο και γ) αυτογνώμονη
κατάληψη του επιδίκου από τον ίδιο με σκοπό απόκτησης δικαιωμάτων. Με το ως άνω
περιεχόμενο, ο δεύτερος λόγος της ένδικης ανακοπής κατά το ανωτέρω πρώτο σκέλος
του προβάλλεται απαραδέκτως λόγω δεδικασμένου και
πρέπει να απορριφθεί προέχοντος προς τούτο, όπως βάσιμα επικαλείται ο καθ' ού ΟΤΑ.
Ειδικότερα, ο ως άνω
ισχυρισμός του ανακόπτοντος περί της εκ μέρους του κτήσης της κυριότητας του
επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία ενόψει της άσκησης επ' αυτού πράξεων
νομής διάνοια κυρίου από το έτος 1975 συνεχώς και αδιαλείπτως, λόγος για τον
οποίον δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του ένδικου
πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, όπως διαλαμβάνει, έχει αμετάκλητα απορριφθεί.
Και τούτο, καθόσον, της από 20-11-2008 διεκδικητικής αγωγής του κατά του καθ'
ου ΟΤΑ με όμοιο περιεχόμενο με τον προβαλλόμενο ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου ισχυρισμό του, έχουν εκδοθεί α) η υπ' αριθμ.
1237/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή του
απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, β) η υπ' αριθμ.
68/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από
9-1-2012 έφεση του ανακόπτοντος κατά της υπ' αριθμ.
1237/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και γ) η υπ' αριθμ. 596/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία
απορρίφθηκε η από 19-3-2014 αίτηση αναίρεσης του ανακόπτοντος και ο πρόσθετος
λόγος αυτής κατά της υπ' αριθμ. 68/2014 απόφασης του
Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να μην δύναται πλέον το παρόν
Δικαστήριο να ερευνήσει τη βασιμότητα του σχετικού ισχυρισμού του ανακόπτοντος.
Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής του, ο
ανακόπτων υποστηρίζει ότι το υπ' αριθμ. .../8-1-2018
πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του καθ' ου οργανισμού-τοπικής αυτοδιοίκησης
είναι άκυρο ως αόριστο. Συγκεκριμένα, ο ανακόπτων επικαλείται ότι, κατά την
περιγραφή του επίδικου ακινήτου στο πρωτόκολλο α) παραλείφθηκε η αναφορά της
αξίας του, β) υφίσταται σύγχυση περί της ταυτότητας του ως προς την έκταση, οριοθεσία και πλευρικές διαστάσεις αυτού, καθόσον ο καθ' ού του έχει επιδώσει την από 21-12-2017 αγωγή του περί
αναγνώρισης της κυριότητας του στο επίδικο, στην οποία περιγράφει το επίδικο
διαφορετικά από ότι στο πρωτόκολλο (οι δύο περιγραφές παρατίθενται στην
ανακοπή) και γ) το επίδικο περιγράφεται απλώς ως οικόπεδο, παραλειπόμενης της
αναφοράς των υφιστάμενων εντός αυτού μονόροφης οικίας
και λοιπών παλαιών κτισμάτων (από πρώην αγροτικές αποθήκες). Με αυτό το
περιεχόμενο, ο δεύτερος λόγος ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του είναι
απορριπτέος στο σύνολο του. Ειδικότερα, ουδόλως απαιτείται κατά νόμο η αναφορά
της αξίας του επιδίκου στο ένδικο πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, αφού αυτό
δεν αφορά σε καθορισμό αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση, ο δε περί του αντιθέτου
ισχυρισμός του ανακόπτοντος είναι νόμω αβάσιμος.
Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθούν αληθή τα εκτιθέμενα από τον ανακόπτοντα περί
διαφοροποίησης της περιγραφής του επιδίκου στο πρωτόκολλο και στην από
21-12-2017 αγωγή του καθ' ου, τούτο ουδόλως καθιστά το πρωτόκολλο αόριστο,
απορριπτόμενου ως μη νόμιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του. Εξάλλου, τα
όσα υποστηρίζει ο ανακόπτων περί πλημμελούς περιγραφής του επιδίκου στο
πρωτόκολλο ελλείψει μνείας των υφιστάμενων εντός αυτού μονόροφης
οικίας και λοιπών παλαιών κτισμάτων προβάλλονται αορίστως, αφού ο ανακόπτων δεν
παραθέτει στην ανακοπή του συγκεκριμένα προσδιοριστικά στοιχεία των κτισμάτων
αυτών (ακριβή θέση, διαστάσεις και γενική περιγραφή), προκειμένου να
διαπιστωθεί η ουσιαστική βασιμότητα του σχετικού ισχυρισμού του από τον παρόν
Δικαστήριο και να δοθεί δυνατότητα στον
καθ' ου να αμυνθεί. Τέλος, απορριπτέος ως ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης
τυγχάνει ο δεύτερος λόγος ανακοπής κατά το τρίτο και τελευταίο σκέλος του, με
το οποίο ο ανακόπτων διατείνεται ότι υφίσταται δεδικασμένο ως προς την έκδοση
του ένδικου πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής λόγω της αμετάκλητης ακύρωσης του
υπ' αριθμ. .../4-1-2008 πρωτοκόλλου διοικητικής
αποβολής, που ο καθ' ου είχε εκδώσει για το ίδιο ακίνητο, αφού πρόκειται για
δύο διαφορετικά πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής και ο ανακόπτων ουδόλως
ισχυρίζεται ότι το υπ' αριθμ. .../4-1-2008 πρωτόκολλο
ακυρώθηκε για πλημμέλειες που, παρά
ταύτα, επαναλαμβάνονται κατά την έκδοση του ένδικου πρωτοκόλλου διοικητικής
αποβολής. Περαιτέρω, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης ανακοπής
του, ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί η υπ' αριθμ.
.../12-1-2018 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του Δικαστικού Επιμελητή
..., επικαλούμενος ότι πάσχει αοριστίας λόγω σύγχυσης περί της ταυτότητας του
επιδίκου εξαιτίας της διαφοροποίησης της περιγραφής του με την αντίστοιχη
περιγραφή του στην από 21-12-2017 αγωγή του καθ' ου (ως προς την έκταση, οριοθεσία και πλευρικές διαστάσεις του), καθώς και εξαιτίας
της παράλειψης μνείας των υφιστάμενων εντός του επιδίκου μονόροφης
οικίας, λοιπών παλαιών κτισμάτων και κινητών πραγμάτων, ενώ στην έκθεση δεν
αναφέρεται η ημερομηνία της εντολής και της επιταγής προς εκτέλεση. Με αυτό το
περιεχόμενο, ο τρίτος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του,
καθόσον, πέραν του ότι η αναφορά της ημερομηνίας της εντολής και της επιταγής
προς εκτέλεση στην έκθεση βίαιης αποβολής δεν απαιτείται κατά νόμο επί ποινή
απαραδέκτου, ο ανακόπτων ουδόλως επικαλείται ότι υπέστη από την παράλειψη αυτή
συγκεκριμένη κατ' άρθρ. 159 παρ. 3 ΚΠολΔ δικονομική
βλάβη, ενώ για τους λοιπούς ισχυρισμούς του ισχύουν όσα αναφέρθηκαν κατά την
εξέταση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ανακοπής. Κατόπιν τούτων,
ελλείψει άλλου λόγου ανακοπής, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί στο
σύνολο της, η δε δικαστική δαπάνη πρέπει
να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς της ερμηνείας
των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρ. 179 ΚΠολΔ),
όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των
διαδίκων.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Συμψηφίζει τη δικαστική
δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και
δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την
26-2-2019 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους.