ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 248/2021

 

Ακύρωση  αναγκαστικής εκτέλεσης (επιταγής προς εκτέλεση και κατασχετηρίου εις χείρας Τραπεζικών Ιδρυμάτων ως Τρίτων), που επισπεύδεται από διαχειρίστρια εταιρεία για λογαριασμό αποκτώσας αλλοδαπής εταιρείας (fund) -.

 

Ο ειδικός διάδοχος  που απέκτησε την απαίτηση  από Τράπεζα ή η εταιρεία διαχείρισης από δάνεια και πιστώσεις, που λειτουργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, εκπροσωπώντας την αποκτώσα εταιρεία, πρέπει για να συνεχίσει την εκτέλεση, να συγκοινοποιήσει (αρ. 925 ΚΠολΔ),   με την επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιητικά του έγγραφα, μεταξύ των οποίων και το παράρτημα ως συνημμένο στη σύμβαση μεταβίβασης, από το οποίο θα πρέπει να προκύπτουν τα προσδιοριστικά στοιχεία της σύμβασης που εκχωρήθηκε. Ο κατάλογος των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων μίας σύμβασης μεταβίβασης, καταχωρίζεται στο στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και εξαχθέν ακριβές αντίγραφο ενσωματώνεται στη σύμβαση ως παράρτημα και συγκοινοποιείται και αυτό. Στο παράρτημα αυτό, σύμφωνα με όρο της σύμβασης μεταβίβασης, θα έπρεπε να αναγράφονται τα οφειλόμενα κεφάλαια ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές απαιτήσεις. Πλην όμως από το συγκοινοποιούμενο αντίγραφο της σελίδας του οικείου παραρτήματος στην ένδικη περίπτωση, δεν προκύπτει εάν η επίδικη απαίτηση μεταβιβάστηκε στην αλλοδαπή εταιρεία, καθόσον σε αυτή δεν αναγράφονται εκείνα τα στοιχεία με τα οποία το Δικαστήριο θα μπορούσε να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης, δεδομένου ότι η μοναδική αναφερόμενη στο έγγραφο πληροφορία που έχει κάποια ομοιότητα με την προκειμένη απαίτηση είναι το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που αφορούν στην πιστούχο, δεν ταυτίζονται με την επίδικη απαίτηση από την ως άνω σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, δεδομένου ότι στη στήλη με τίτλο «ημερομηνία σύμβασης» δεν αναγράφεται οποιαδήποτε ημερομηνία, στη στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» αναγράφονται τρεις λογαριασμοί, οι οποίοι ουδόλως ταυτίζονται με τους λογαριασμούς που τηρήθηκαν από την Τράπεζα για την εξυπηρέτηση της σύμβασης, στα «ονοματεπώνυμα» δε των εγγυητών, ουδέν ονοματεπώνυμο αναγράφεται, ενώ σε κανένα σημείο της σελίδας του εν λόγω παραρτήματος, δεν αναγράφεται ο αριθμός της σύμβασης, το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά τιτλοποιούμενη απαίτηση, ούτε άλλωστε οποιοδήποτε ποσό. Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της διαχειρίστριας εταιρείας να επισπεύσει την εκτέλεση. Δεκτή η ανακοπή, ακυρώνεται η επιταγή και το κατασχετήριο.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 248/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία Γρηγοροπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα Γεωργία ΚΑΡΑΤΣΑΛΟΥ.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 09.02.2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Toυ ανακόπτοντος: , με ΑΦΜ , ο οποίος κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεωργίου Κάλτσα

 

Της καθ' ης η ανακοπή: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία και το διακριτικό τίτλο που εδρεύει στην Αθήνα , με ΑΦΜ όπως εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία , η οποία εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, με αριθμ. μητρώου , όπως εκπροσωπείται νόμιμα, της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία , η οποία, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της

 

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει 6εκτή η από 14.12.2020 ανακοπή του, η

οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης  (Γ.Α.Κ.)  _____,____   και  ειδικό  αριθμό  κατάθεσης  (Ε.Α.Κ.) και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη  δικάσιμο  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο ..

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την κρινόμενη ανακοπή του, ο ανακόπτων ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει, να ακυρωθούν η από 16.10.2020 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του α' απογράφου εκτελεστού της υπ αριθμ. /2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και το από 02.11.2020 κατασχετήριο της καθ' ης κατά του ιδίου εις χείρας των ανώνυμων τραπεζικών εταιριών που αναφέρει, ως τρίτων, που η καθ’ ης επέβαλε για το συνολικά ποσό των 729,181,93 ευρώ, πλέον τάκων και εξόδων, προς ικανοποίηση της απαίτησης της σε βάρος του, απορρέουσας από την υπ' αριθμ. 1291/04.07.1997 σύμβαση πίστωσης μ£ ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Επίσης, ζητεί να καταδικαστεί η καθ ης στα δικαστικά του έξοδα.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, οι παραδεκτώς σωρευόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολΔ (κατ' άρθρον 937 παρ. 3 ΚΠολΔ), παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγονται για να συζητηθούν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή τους (άρθρο 933 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρα 614 επ., και 937 παρ.3 ΚΠολΔ), όπως οι σχετικές διατάξεις που ρυθμίζουν την ως άνω ανακοπή ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 (άρθρο 9 παρ. 3 του άρθρου πρώτου του Ν. 4335/2015), δεδομένου ότι η εκτελεστική διαδικασία άρχισε μετά την 1η.1.2016, με την επίδοση στις 22.10.2020 της ανακοπτόμενης από 16.10.2020 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ένδικης με αριθμ. /2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στον ανακόπτοντα (σημειώνεται ότι προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 28.09.2009 η καθ' ης είχε επιδώσει στον ανακόπτοντα την από 22.09.2009 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής, πλην όμως λόγω της παρέλευσης έντεκα ετών περίπου από την επίδοση αυτή, η τελευταία επιταγή προς πληρωμή δεν μπορεί να στηρίξει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως ορίζει το άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ, για αυτό δε το λόγο η καθ' ης επέδωσε εκ νέου στον ανακόπτοντα στις 22.10,2020, την από 16.10.2020 προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, με την οποία και άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση). Προσέτι, η υπό κρίση ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 18.12.2020 και επιδόθηκε στην καθ' ης στις 22.12,2020 (βλ. την υπ' αριθ. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας ταυ Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ),  δηλαδή  εντός της οριζόμενης, κατ άρθρον 934 παρ.1 περ. α' ΚΠολΔ, προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης, ήτοι της επίδοσης του εγγράφου του άρθρου 983 παρ.1 ΚΠολΔ στις τράπεζες ως τρίτες και σε εκείνους κατά των οποίων στρέφεται η εκτέλεση, που έλαβε χώρα στις 03.11.2020 και 06.11.2020 αντίστοιχα (βλ. τις υπ' αριθ. ./03.11.2020, .Γ/03.11.2020, ./03.11.2020, ./03.11.2020 και ./03.11.2020   εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, προς τις εταιρείες «HSBC FRANCE», «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», "ATTICA BANK Α.Ε.», «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK Α.Ε.» και «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», καθώς και την υπ' αριθ. ./06.11.2020 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή προς τον καθ' ον η εκτέλεση - ανακόπτοντα). Ως εκ τούτου, πρέπει η ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτά και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων εκθέτει ότι με την από 16.10.2020 επιταγή προς πληρωμή, συνταχθείσα κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμ. 13608/2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή, με την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία , δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 Ν. 3156/2003,   στην   οποία (αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού) μεταβιβάστηκαν διάφορες απαιτήσεις εκ μέρους της καθ ης, δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, το ποσό των 729.181,93 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τράπεζας με την επωνυμία από την υπ' αριθμ. ./04.07.1997 σύμβαση πίστωσης. Ότι από τα έγγραφα που συγκοινοποιήθηκαν στον ίδιο και ειδικότερα από ίο απόσπασμα του συνημμένου παραρτήματος στη με αριθμό πρωτοκόλλου περίληψη της σύμβασης εκχώρησης μεταβίβασης απαιτήσεων από την (καθ’ης) στην αποκτώσα εταιρεία με την επωνυμία , καθώς και από το απόσπασμα του συνημμένου παραρτήματος στη με αριθμό πρωτοκόλλου) περίληψη της σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων από την αποκτώσα εταιρεία με την επωνυμία στην καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία , δεν αποδεικνύεται άτι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την αρχική πιστώτρια τράπεζα προς την αποκτώσα εταιρεία   τη διαχείριση των οποίων εν συνεχεία ανέλαβε η καθ' ής η ανακοπή ήταν και η απαίτηση που πηγάζει από την επίδικη δανειακή σύμβαση, καθόσον στα προαναφερόμενα έγγραφα δεν αναγράφονται ούτε το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ούτε η επίδικη σύμβαση, ούτε τα ονοματεπώνυμα των οφειλετών και των εγγυητών. Ότι εξ αυτού του λόγου η καθ' ης η ανακοπή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά υπό την προεκτεθείσα ιδιότητα της στη διαχείριση και είσπραξη της επίμαχης απαίτησης και άρα και στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του και συνακόλουθα τυγχάνουν ακυρωτέες οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης. Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός και νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων στις διατάξεις του άρθρου 174 ΑΚ, καθώς και των άρθρων του Ν. 3156/2003, Ν. 4354/2015 και πρέπει να ερευνηθεί στη συνέχεια για την ουσιαστική βασιμότητα του.

 

Από όλα τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ' αριθμ. /04.07.1997 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις από 27.08.2002, 23.02.2005, 24.09.2008 και 01.10.2008 πρόσθετες πράξεις, χορηγήθηκε από την καθ' ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία προς την εταιρεία με την επωνυμία ήδη τελούσας σε κατάσταση πτώχευσης, πίστωση μέχρι του ποσού του 1.100.000,00 ευρώ. Την καλή εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης και την ολοσχερή εξόφληση κάθε υπολοίπου της σύμβασης αυτής εγγυήθηκε, μεταξύ άλλων, ο ανακόπτων, υπογράφοντας την εν λόγω σύμβαση. Στα πλαίσια της παραπάνω σύμβασης πίστωσης τηρήθηκαν και κινήθηκαν ο υπ αριθμ. αλληλόχρεος λογαριασμός, ο οποίος λόγω μετάπτωσης των μηχανογραφικών συστημάτων της τράπεζας έλαβε τον αριθμό και κατόπιν τον αριθμό , ο οποίας κινήθηκε έως την , εμφανίζοντας χρεωστικό υπόλοιπο 576.544.08 ευρώ, καθώς και ο υπ' αριθμ. , ο οποίος κινήθηκε έως την 11η.05.2011, εμφανίζοντας χρεωστικό υπόλοιπο 154.637,85 ευρώ. Εν συνεχεία, επειδή ο αλληλόχρεος λογαριασμός δεν εξυπηρετούνταν από την πιστούχο εταιρεία, στις 23.06.2009 η πιστώτρια τράπεζα κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση επιδίδοντας την από 18.06.2009 εξώδικη δήλωση - καταγγελία και πρόσκληση στους συμβληθέντες. Ακολούθως, με την υπ' αριθμ. /2009 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της από 1.09.2009 αίτησης της παραπάνω τραπεζικής εταιρείας, υποχρεώθηκαν οι συμβαλλόμενοι της προαναφερόμενης σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό μεταξύ των οποίων και ο ανακόπτων, με την ιδιότητα του ως εγγυητή, να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην άνω τράπεζα το ποσό των 729.181,93 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία επέδωσε στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία και στον εγγυητή ανακόπτοντα δύο φορές την παραπάνω διαταγή πληρωμής, χωρίς να ασκηθεί κατά αυτής ανακοπή. Προς είσπραξη της οφειλής της η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία επέδωσε στις 28.09.2009 στον ανακόπτοντα την από 22.09.2009 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του αντιγράφου του απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάσσεται να της καταβάλει το ποσό των 729.181,93 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων (βλ. την υπ' αριθμ. .Δ/28.09.2009 έκθεση   επίδοσης της δικαστικής  επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών με τη συνημμένη από 22.09.2009 επιταγή προς εκτέλεση).

 

Ακολούθως, στις 22.10.2020 η ως άνω τράπεζα επέδωσε στον ανακόπτοντα την από 16.10.2020 προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή συνταχθείσα κάτω από το α' απόγραφο εκτελεστό της υπ' αριθμ. ./2009 διαταγής πληρωμής, με την οποία τον επέταξε να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 729.181,93 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ενώ με το από 24.07.2018 κατασχετήριο έγγραφο επέβαλε κατά του ανακόπτοντος κατάσχεση εις χείρας των κάτωθι ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών, ως τρίτων, και συγκεκριμένα των ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών με τις επωνυμίες «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.». «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK Α.Ε.», «ATTICA BANK Α.Εκαι «HSBC FRANCE». Τόσο η ως άνω προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή όσο και το ανακοπτόμενο κατασχετήριο επιδόθηκαν από την καθ' ης ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία , όπως τούτο αναγράφεται ρητώς στις ανωτέρω προσβαλλόμενες εκτελεστικές πράξεις. Ειδικότερα αναφορικά με τον πρώτο λόγο ανακοπής, αποδείχθηκαν από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα τα εξής: Μετά την έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής και την επίδοση της από 22.09.2009 επιταγής προς εκτέλεση προς τον ανακόπτοντα, η ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία , δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης  επιχειρηματικών απαιτήσεων, πώλησε και μεταβίβασε επιχειρηματικές απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 8 και 14 του Ν. 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. ΑΚ, προς την αλλοδαπή εταιρεία   ειδικού   σκοπού   με  την   επωνυμία , που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και αποτελεί εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 ταυ Ν. 3156/2003, και η πώληση - μεταβίβαση αυτή καταχωρήθηκε και δημοσιεύτηκε την 30.04.2020 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου στον τόμο και με αριθμό (βλ. το προσκομιζόμενο με επίκληση από τους διαδίκους αντίγραφο της καταχώρησης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών), της εγγραφής αυτής λογιζόμενης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 9, 10 του Ν. 3156/2003, ως ανακοίνωσης της σύμβασης πώλησης των επιχειρηματικών απαιτήσεων και των παρεπομένων εμπράγματων και ενοχικών απαιτήσεων ως προς όλους τους οφειλέτες και εγγυητές, το όνομα των οποίων αναγράφεται στο παράρτημα 1 που είναι συνημμένο στη σύμβαση, ενώ από την καταχώριση στο άνω δημόσιο βιβλίο επήλθε η μεταβίβαση των εν λόγω απαιτήσεων προς την παραπάνω εταιρεία ειδικού σκοπού. Παράλληλα, κατά την παραπάνω ημεροχρονολογία (30.04.2020) καταρτίσθηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και της καθ' ης η ανακοπή σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε στην τελευταία την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν σε αυτή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 και 16 του Ν. 3156/2003, ενώ η εν λόγω σύμβαση διαχείρισης δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου στον τόμο .. με αριθμό (βλ. το αντίγραφο της καταχώρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι). Από δε την καταχώρηση στα ως άνω δημόσια βιβλία επήλθε η μεταβίβαση των απαιτήσεων στην ειδική διάδοχο της παραπάνω τράπεζας, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, η μεταβίβαση αυτή έχει αποτελέσματα εκχώρησης, κατά τα άρθρα 39 και 44 του Ν.Δ. 17.07-13.08/1923 (παρ. 12), ενώ η καταχώρηση της σύμβασης στα δημόσια βιβλία έχει αποτελέσματα αναγγελίας της εκχώρησης στον οφειλέτη (παρ. 10). Με τη σύμβαση διαχείρισης η καθ ης ανέλαβε τη διαχείριση και είσπραξη όλων των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν από την τράπεζα στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού. Όπως προεκτέθηκε, η καθ' ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία επέδωσε στις την προσβαλλόμενη από 16.10.2020 επιταγή προς πληρωμή προς τον ανακόπτοντα, με την οποία τον επέτασσε να καταβάλει σ’ αυτήν, με την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «GALAXY IV FUNDING DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», δυνάμει της προαναφερόμενης από 30.04.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, στην οποία, όπως αναγράφεται στην παραπάνω επιταγή προς εκτέλεση, μεταβιβάστηκε η επίδικη απαίτηση της τράπεζας εις βάρος του ανακόπτοντος εκ της επίμαχης υπ αριθμ. /04.07.1997 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δυνάμει της ως άνω από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Συγχρόνως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, κοινοποίησε στον ανακόπτοντα τα σχετικά με τη νομιμοποίηση της έγγραφα και συγκεκριμένα το με αριθμό πρωτ. έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών για την καταχώριση της παραπάνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, το με αριθμό πρωτ. έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών για την καταχώριση της παραπάνω σύμβασης διαχείρισης απαιτήσεων και αντίγραφο του καταλόγου των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων. Ωστόσο, από τα προαναφερόμενα έγγραφα, τα οποία συγκοινοποίθηκαν στον ανακόπτοντα κατ' εφαρμογή του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως και από τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας, που με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, δεν προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία προς την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία , τη διαχείριση των οποίων η τελευταία ανέθεσε στην καθ' ης, ήταν και η επίδικη απαίτηση, απορρέουσα από την υπ' αριθμ. /04.07.1997 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, την εξόφληση της οποίας εγγυήθηκε ο ανακόπτων. Τούτο διότι, από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους από 16.10.2020 ακριβές αντίγραφο εξαχθέν εκ ταυ υπ' αριθμ. πρωτ. και εκ του υπ' αριθμ. πρωτ. παραρτήματος των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, που αποτελεί τον κατάλογο των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και ενσωματώνεται στις ανωτέρω συμβάσεις ως παράρτημα, όπου σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω σύμβασης μεταβίβασης θα έπρεπε να αναγράφονται, μεταξύ άλλων, τα οφειλόμενα κεφάλαια ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες ή ενοχικές απαιτήσεις, και συγκεκριμένα από το μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο από τους διαδίκους αντίγραφο της σελίδας 35 του οικείου παραρτήματος δεν προκύπτει εάν η επίδικη απαίτηση εκχωρήθηκε στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία, καθόσον σ' αυτή τη σελίδα δεν αναγράφονται τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της επίδικης απαίτησης, δεδομένου ότι η μοναδική αναφερόμενη στο έγγραφο πληροφορία που έχει κάποια ομοιότητα με την προκείμενη απαίτηση είναι το ονοματεπώνυμο οφειλέτη - πιστούχου όπου αναγράφεται η ως άνω εταιρεία με την επωνυμία , όπου σχετικά φαίνεται να έχουν μεταβιβασθεί στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία τρεις συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού με συμβληθείσα την . Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία αφορούν την εν λόγω πιστούχο, δεν ταυτίζονται με την επίδικη απαίτηση από την ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δεδομένου ότι στην στήλη με την «ημερομηνία της σύμβασης» δεν αναγράφεται οποιαδήποτε ημερομηνία, στην στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» αναγράφονται τρεις λογαριασμοί, οι οποίοι, όμως, ουδόλως ταυτίζονται με τους προαναφερόμενους λογαριασμούς που τηρήθηκαν από την τράπεζα για την εξυπηρέτηση της σύμβασης και οι οποίοι προκύπτουν τόσο από την επίμαχη διαταγή πληρωμής όσο και από τα μνημονευόμενα στα δικόγραφα των διαδίκων, όπως επίσης στη στήλη με τα «ονοματεπώνυμα των εγγυητών» δεν αναγράφεται οποιοδήποτε ονοματεπώνυμο, ενώ σε κανένα σημείο της σελίδας του εν λόγω παραρτήματος δεν αναφέρεται ο αριθμός της σύμβασης και το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά τιτλοποιούμενη απαίτηση, ούτε άλλωστε οποιοδήποτε ποσό. Εξάλλου, η καθ' ης η ανακοπή δεν εισέφερε διευκρινήσεις στο δικόγραφο των προτάσεων της, που νομοτύπως κατέθεσε, ως προς την αναντιστοιχία των όσων αναγράφονται στην ως άνω σελίδα του παραρτήματος με τα στοιχεία της επίμαχης σύμβασης πίστωσης, ούτε κάποιο αντίθετα αποδεικτικό στοιχείο, έτσι ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Επομένως, εφόσον από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν στην ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία και των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε η καθ’ ης, ήταν και η επίδικη σύμβαση πίστωσης, η προσβαλλόμενη από 16.10.2020 επιταγή προς πληρωμή και το από 02.11.2020 κατασχετήριο εις χείρας των προαναφερόμενων εταιρειών, τυγχάνουν άκυρα, καθώς διενεργήθηκαν από την καθ' ης η ανακοπή με την ιδιότητα της, όμως, ως διαχειρίστριας αυτών των απαιτήσεων, με δικαιούχο τούτων την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία .., όπως ρητώς αναγράφεται στις ανωτέρω ανακοπτόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία (καθ' ης η ανακοπή, ενεργούσα με την προαναφερόμενη ιδιότητα) δεν νομιμοποιείται ενεργητικά προς τούτο (βλ. ΕφΠειρ 736/2019, ΜΠρΑΘ 58/2020 αδημοσίευτες στο νομικό τύπο και προσκομιζόμενες από τον ανακόπτοντα).

Συνεκδοχικά, πρέπει ο πρώτος λόγος της ανακοπής να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, παρελκομένης της εξέτασης των υπόλοιπων λόγων, καθόσον επί ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αρκεί να γίνει  δεκτός  ένας λόγος που  επιφέρει την  ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας,  καθιστώντας την εξέταση των υπολοίπων λόγων άνευ αντικειμένου.

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι i) η από 16.10.2020 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του α απογράφου εκτελεστού της υπ' αριθμ. ./2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ii) το από 02.11.2020 κατασχετήριο της καθ' ης κατά του ιδίου εις χείρας των αναφερόμενων ανώνυμων τραπεζικών εταιριών, ως τρίτων. Τέλος, πρέπει η καθ' ης η ανακοπή, να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της [άρθρο 176 εδ.α ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτού και χωρίς κατάλογο, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την ανακοπή.

 

Ακυρώνει: i) την από 16.10.2020 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του α απογράφου εκτελεστού της υπ' αριθμ. /2009 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ii) το από 02.11.2020 κατασχετήριο της καθ’ ης κατά του ιδίου εις χείρας των κάτωθι ανώνυμων τραπεζικών εταιριών, ως τρίτων και συγκεκριμένα της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία , της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ..., της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία και της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία

 

Καταδικάζει την καθ' ης η ανακοπή στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ανακόπτοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στην Αθήνα στις 25.06.2021.

 

Η Δικαστής