ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 22/2020

 

Έμμισθοι δικηγόροι ΟΤΑ - Μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών - Κατάταξη σε μισθολογικά κλιμάκια - Νόμιμος τόκος και τόκος υπερημερίας οφειλών ΟΤΑ - Παραγραφή πενταετής -.

 

Οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής σε ΟΤΑ, εφόσον κατέχουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης, συναφείς με το αντικείμενο της απασχόλησής τους, που έχουν χορηγηθεί μετά τη λήψη του πτυχίου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, προωθούνται κατά δύο μισθολογικά κλιμάκια έναντι αυτών που θα κατατάσσονταν, εφόσον δεν είχαν λάβει το ως άνω μεταπτυχιακό δίπλωμα. Ο νόμιμος καθώς και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή του Δημοσίου, αλλά και των Δήμων, ορίζεται σε 6% ετησίως. Ισχύς και στους ΟΤΑ. Η έναρξη υπολογισμού του νόμιμου τόκου και του τόκου υπερημερίας αρχίζει από την επίδοση της αγωγής και όχι από την τυχόν εξώδικη όχληση τους. Στην ειδική πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 11 ΑΚ, υπόκεινται και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για παγία περιοδική αμοιβή από την προσφορά νομικών υπηρεσιών τους σε ΝΠΔΔ.

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΜΟΙΒΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 22/2020

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παναγιώτα Πετροπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σοφία Τσαγκαροπούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ... 9) ..., κατοίκων απάντων, ως εκ της ιδιότητάς τους ως έμμισθων δικηγόρων…., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την τέταρτη ενάγουσα, η οποία παραστάθηκε, επιπλέον, αυτοπροσώπως για τον εαυτό της.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) - Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Λιοσίων αρ. 22 και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ….

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22.7.2019 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης ./2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ./2019, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ημερομηνία συνεδρίασης του Δικαστηρίου και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό Μ-..

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτό τα όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν επί της έδρας του Δικαστηρίου.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 εδ’ και ιη’ του Ν. 4354/2015 (ΦEΚ A 176/16.12.2015) «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων”, στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς, και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου:.... δ) των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, … ιη) οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος. Ενώ το άρθρο 9 προβλέπει τα εξής: «Μισθολογικά κλιμάκια και κατάταξη των υπαλλήλων. 1. Τα μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) των υπάλληλων των κατηγοριών: - Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Π.Ε.) με πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιοτημίου ημεδαπής ή ισότιμο Σχολών αλλοδαπής, -Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Τ.Ε.) με πτυχίο ή δίπλωμα Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) της ημεδαπής ή ισότιμο Σχολών ημεδαπής ή αλλοδαπής, - Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) και -Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (Υ.Ε.) ορίζονται ως εξής: Σε δεκαεννέα (19) για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Τ.Ε. και Π.Ε. και σε δεκατρία (13) για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε.. Οι υπάλληλοι των κατηγοριών Τ.Ε. και Π.Ε. εξελίσσονται σε αυτά με εισαγωγικό το Μ.Κ. 1 και καταληκτικό το Μ.Κ. 19, ενώ των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε. με εισαγωγικό το Μ.Κ. 1 και καταληκτικό το Μ.Κ. 13. ... 3. α.. Kάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης, για τίτλους που έχουν χορηγηθεί μετά τη λήψη του πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προωθούνται κατά δύο (2) Μ.Κ. στην κατηγορία που ανήκουν, ενώ οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος κατά έξι (6) Μ.Κ.. β. Η κατάταξη στα Μ.Κ. της προηγούμενης περίπτωσης πραγματοποιείται μόνο όταν το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση ή την περιγραφή της θέσης εργασίας από τον οργανισμό της Υπηρεσίας. Για τη συνδρομή ή όχι της προϋπόθεσης αυτής αποφαίνεται το αρμόδιο, για την αναγνώριση των τίτλων αυτών, όργανο. Οι ενστάσεις που υποβάλλονται κατά των αποφάσεων που απορρίπτουν τη συνάφεια των μεταπτυχιακών τίτλων εξετάζονται από ειδική τριμελή επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης για τριετή θητεία και αποτελείται από μέλη του Α.Σ.Ε.Π. που προτείνονται από τον Πρόεδρό του. Με όμοια απόφαση ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη λειτουργία της Επιτροπής. Η νέα κατάταξη και τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών...10. Οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, κατατάσσονται ως εξής: α. Οι δικηγόροι στο Πρωτοδικείο στο Μ.Κ. 3 της Π.Ε. κατηγορίας, β. οι δικηγόροι στο Εφετείο στο Μ.Κ. 10 της Π.Ε. κατηγορίας και γ. οι δικηγόροι στον Άρειο πάγο στο Μ.Κ. 15 της Π.E. κατηγορίας. Για τους ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 11». Από το σαφές γράμμα των παραπάνω διατάξεων προκύπτει με ευκρίνεια ότι οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εφόσον κατέχουν μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης, συναφείς με το αντικείμενο της απασχόλησής τους, που έχουν χορηγηθεί μετά τη λήψη του πτυχίου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, προωθούνται κατά δύο (2) μισθολογικά κλιμάκια έναντι αυτών που θα κατατάσσονταν, εφόσον δεν είχαν λάβει το ως άνω μεταπτυχιακό δίπλωμα. Αντίθετη ερμηνεία περί αποκλεισμού τους από την ως άνω μισθολογική προαγωγή δεν προκύπτει από τις διατάξεις του νόμου, καθώς όπου ο νομοθέτης θέλησε την εξαίρεση κατηγοριών υπαλλήλων από τις γενικές ρυθμίσεις της ένταξης σε μισθολογικά κλιμάκια το προέβλεψε ρητά, όπως ρητά ορίζεται για την μη υπαγωγή των δικηγόρων στις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4354/2015 περί μισθολογικής εξέλιξης από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο με κριτήριο τα χρόνια υπηρεσίας.

 

Οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους εκθέτουν ότι συνδέονται με τον εναγόμενο Δήμο Αθηναίων, με σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους ως δικηγόροι - νομικοί σύμβουλοι. Ότι ως εκ της προαγωγής απάντων στον Άρειο Πάγο, κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες ημεροχρονολογίες για τον καθέναν, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4354/2015, κατατάχθηκαν διαδοχικά με την έκδοση της σχετικής πράξης του Διευθυντή του Ανθρώπινου Δυναμικού του εναγομένου, στο 15ο MX, παρά το γεγονός ότι άπαντες είναι κάτοχοι του διακρινόμενου από την αναφερόμενη ειδίκευση μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης σπουδών, οπότε θα έδει να έχουν προωθηθεί κατά δύο (2) Μ.Κ., ήτοι να έχουν καταταγεί στο 17° Μ.Κ.. Ότι η παράνομη κατάταξη Τους από τον εναγόμενο δήμο σε κατώτερο Μ.Κ. από εκείνο που δικαιούνται συνεπάγεται την ζημία τους που ισούται προς τη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο κλιμακίων και συνίσταται στο ποσό των (2.036-1.918=) 118,00 ευρώ για έκαστο εξ αυτών σε μηνιαία βάση. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, οι ενάγοντες, ζητούν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, κατ' άρθρο 223 ΚΠολΔ, αναφορικά με τον έκτο (6°) εξ αυτών με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης και αναπτύχθηκε περαιτέρω στις κατατεθείσες προτάσεις του, α) να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος δήμος έχει υποχρέωση να τους κατατάξει στο ορθό 17° Μ.Κ. της κατηγορίας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης όπου υπάγονται, λόγω της κατοχής συναφούς μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης και ειδικότερα τους μεν έκτο και ένατο εξ αυτών αναδρομικά από τις 21.3.2019 (ημερομηνία λήψης του μεταπτυχιακού του διπλώματος ειδίκευσης) και 14.9.2018 (ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων το πρώτον μετά την πρόσληψή του στις 15.6.2018), αντίστοιχα, για δε τους λοιπούς από την 1.1.2016 και εντεύθεν και β) να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος δήμος οφείλει να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς για την προεκτεθείσα αιτία τα αναφερόμενα ποσά του παρακρατηθέντος μισθού τους από τα προαναφερθέντα εναρκτήρια χρονικά σημεία και έως τον Ιούλιο του έτους 2019 και ειδικότερα στον έκτο το ποσό των 472,00 ευρώ, στον ένατο το ποσό των 1.180,00 ευρώ και σε έκαστο των λοιπών το ποσό των 4.956,00 ευρώ, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από τότε που η απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος ζητούν να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά τους έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, η κρισιολογούμενη αγωγή, αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρα 13, 15 αρ. 11, 16 αρ. 7, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 αρ. 5 ΚΠολΔ), αφού αφορά σε σχέσεις παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αμοιβή, οι οποίες ρυθμίζονται από τον Κώδικα Δικηγόρων και συμπληρωματικώς από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμούς του ΑΚ και τους περί εντολής κανόνες αυτού (ΟλΑΠ 25/2002 ΕλλΔνη 43.1019, ΕφΑΘ 1715/2004 ΕλλΔνη 2006.1105, ΕφΘεσ 1535/2006 Αρμ 2006.1352), ενώ ο χαρακτήρας των συμβάσεων αυτών, ως έμμισθης εντολής, δεν μεταβάλλεται στην περίπτωση που ο δικηγόρος συμβάλλεται με Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή ΟΤΑ και οι σχετικές αναφυόμενες διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας, αλλά υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος και·του άρθρου 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των διαφορών για τις αμοιβές από εργασία (ΟλΑΠ 11/2002 ΕλλΔνη 2002.689, ΑΠ 50/2000 ΑρΝ 2000.566, ΑΠ 85/1999 ΔΕΝ 1999.1508, ΕφΘεσ 1535/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, αναφορικά με τον έκτο και τον ένατο από τους ενάγοντες, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας του δικογράφου της, καθότι, αν και ούτοι μνημονεύονται ως κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο εξειδικευμένη μνεία του πραγματικού περιστατικού και της ημερομηνίας υποβολής της σχετικής αίτησης προς το αρμόδιο όργανο του εναγομένου για την αναγνώριση της συνάφειας του τίτλου τους με το αντικείμενο της απασχόλησης τους και την νέα κατάταξη τους στο διωκόμενο Μ. Κ., κατά τις επιταγές του άρθρου 9 παρ. 3 τελ. Εδαφ. του ν. 4354/2015, προϋπόθεση που τίθεται ως αναγκαία εκ του νόμου για τον αφετηριασμό των οικονομικών αποτελεσμάτων της κατάταξης σε υψηλότερο μισθολογικά κλιμάκιο. Αντιθέτως, οι αναφερόμενες ημεροχρονολογίες της χορήγησης του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (για τον έκτο ενάγοντα) και της ανάληψης υπηρεσιακών καθηκόντων (για τον ένατο ενάγοντα) δεν διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στο υπό διερεύνηση ζήτημα της προώθησης τους κατά δύο Μ.Κ., ως αιτούνται. Συμπερασματικά, η ένδικη αγωγή καθίσταται εξολοκλήρου απορριπτέα ως απαράδεκτη, ως προς τους έκτο και ένατο από τους ενάγοντες. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, κατ' άρθρο 179 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Κατά τα λοιπά (ήτοι αναφορικά με τους υπόλοιπους ενάγοντες) η υπό δίκην αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ., 713 ΑΚ, 7 παρ. 1 στοιχ. ιη και 9 παρ. 1, 3 και 10 του ν. 4354/2015 και 70, 176 ΚΠολΔ. Το αίτημα περί τοκοφορίας της διωκόμενης απαίτησης για χρονικό διάστημα που προηγείται της επίδοσης της αγωγής είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, κρινόμενου νομίμου κατ' άρθρο 346 ΑΚ για τον μετά της επίδοση της αγωγής χρόνο. Επ' αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1944 περί κωδικός των νόμων περί δικών του Δημοσίου «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Έξαλλου, στο άρθρο 276 του Ν. 3463/2006 ορίζεται, εκτός άλλων, και το εξής: «Οι Δήμοι και οι Κοινότητες... Επίσης έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο. Το παραπάνω άρθρο 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1994 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α. Κ., με το άρθρο 109 § 2 του ΕισΝΑΚ, στο οποίο ορίζεται ότι «Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» και ως ειδικό, κατισχύει των διατάξεων του ΑΚ (ΑΠ 728/1980, ΝοΒ 1981. 33). Επομένως, ο νόμιμος καθώς και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή του Δημοσίου, αλλά και των Δήμων, ορίζεται σε 6% ετησίως. Η ρύθμιση αυτή, θεσπισθείσα για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνδεόμενους με την εκπλήρωση των σκοπών του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και κατ' επέκταση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, το άρθρο 6 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4ης-11-1950 που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και τις διατάξεις του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης (πρβλ ΑΠ 157/2011, ΑΠ 363/2006, ΟλΑ.Π. 3/2006, ΕλλΔνη 2006, 412, ΑΠ 501/1997, ΕλλΔνη 1998, 130). Η έναρξη υπολογισμού του νόμιμου τόκου και του τόκου υπερημερίας αρχίζει από την επίδοση της αγωγής και όχι από την τυχόν εξώδικη όχληση τους (Δημοσίου - Δήμων) ή την παρέλευση της δήλης ημέρας εκπληρώσεως της χρηματικής οφειλής (ΕφΑΘ 1481/2001 ΕπισκΕμπΔ 2001.1087, ΕφΑΘ 8334/2000 ΕΔΠολ 2003.327, ΕφΠειρ 840/1996 ΕλλΔνη 1998.201, ΑΠ 779/1984 ΝοΒ 1985.608, ΑΠ 728/1980 ΝοΒ 1981.33). Μετά τα παραπάνω, η ένδικη αγωγή, καθ' ο μέρος κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί εάν είναι βάσιμη από ουσιαστική άποψη.

 

Εξάλλου, ο ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού Ελέγχου των Δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», όσο ήταν σε ισχύ, καθώς και ο ισχύων πλέον Ν. 4270/2014 «Αρχές Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις» ορίζουν στη διάταξη του άρθρου 90 και 140, αντιστοίχως, ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, Πολιτικών ή Στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της», ενώ στη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' και 141, αντιστοίχως, ότι επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, αρχίδι από το τέλος του Οικονομικού Έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής-». Επισημαίνεται τέλος ότι οι διατάξεις των παραπάνω άρθρων εφαρμόζονται και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 2 εδ. α' του Ν. 3463/2006 περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κωδικός, για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Οργανισμών αυτών. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 250 αρ. 11 ΑΚ, σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων ..., για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους», η δε πενταετία αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα, ήτοι το έτος εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της (άρθρα 253, 251 ΑΚ). Ως ειδικότερη η διάταξη του άρθρου 250 ΑΚ, αφού αφορά συγκεκριμένη κατηγορία αξιώσεων, υπερισχύει των διατάξεων του άρθρου 90 του ν. 2362/1995. Στην ειδική πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 11 ΑΚ, υπόκεινται και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για παγία περιοδική αμοιβή από την προσφορά νομικών υπηρεσιών τους σε ΝΠΔΔ (βλ. για αντίστοιχη αντιμετώπιση υπό το προϊσχύον καθεστώς του άρθρου 190 του ν.δ. 3026/1954 του Κώδικα Δικηγόρων που προέβλεπε, ομοίως, ότι οι απαιτήσεις των δικηγόρων για τις αμοιβές και δαπάνες τους παραγράφονται μετά πενταετία, που αρχίζει, εάν μεν πρόκειται περί διοικητικών υποθέσεων ή εξώδικων εργασιών, από του τέλους του έτους μέσα στο οποίο ενεργήθηκε η σχετική πράξη, εάν δε πρόκειται περί δικών, από το τέλους του έτους μέσα στο οποίο ενεργήθηκε απ' αυτούς η τελευταία διαδικαστική πράξη, σε ΑΠ 314/1986 ΝοΒ 35-25, ΑΠ 672/91, ΜονΕφΑΘ 246/2018 και ΕφΑΘ 1049/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγομένου δήμου Αθηναίων, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, όπως αναπτύχθηκε περαιτέρω στις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, προβάλλει την ένσταση της διετούς παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων κατ' αυτού (η οποία μάλιστα παραγραφή εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ' όρθρο 94 εδ. δ' του Ν. 2362/1995 και ήδη 144 εδ. δ' του Ν. 4270/2014), καθώς από το χρόνο που γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικά επιδιώξιμες, ήτοι από την 1.1.2016 έως τις 5.6.2017, μέχρι το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, στις 5.9.2019, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον της διετίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην παραπάνω νομική σκέψη, ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον για τις αξιώσεις των εναγόντων είναι εφαρμοστέα η πενταετής παραγραφή του όρθρου 250 αρ. 11 ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση, οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων δεν έχουν υποκύψει σε παραγραφή, αφού από το τέλος των ετών 2016 και 2017, κατά τα οποία γεννήθηκαν, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής στις 5.9.2019 (οράτε την υπ' αριθμόν .Γ'/5.9.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), δεν πέρασε πενταετία.

 

Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, για μερικά των οποίων θα γίνει ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και από τις επιμέρους ομολογίες του εναγομένου, που συνάγονται από τις προτάσεις και τους εν γένει ισχυρισμούς του (άρθρο 261 ΚΠολΔ), για τις οποίες θα γίνει ειδική μνεία, αποδεικνύονται πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες τυγχάνουν δικηγόροι παρ' Αρείω Πάγω, μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και από ετών υπηρετούν στη Νομική Διεύθυνση του εναγομένου δήμου, παρέχοντας τις δικηγορικές τους υπηρεσίες ως νομικοί σύμβουλοι, δυνάμει σχέσεως έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αμειβόμενοι με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή. Ο τρόπος αμοιβής τους καθοριζόταν από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (άρθρο 2Α του ν.δ. 3026/1954) και ήδη από το άρθρο 44 παρ. 2 του ισχύοντος νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), σε συνδυασμό με τους νόμους περί ενιαίου μισθολογίου (ν. 3205/2003, ν. 4024/2011 και ν. 4354/2015), καθώς και την ΚΥΑ υπ' αριθμ. 2/17132/0022/28-12-12 (ΦΕΚ Β'498) «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α’ 226)», η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 22 Ν. 4024/11 και με αναδρομική ισχύ από 1-11-2011. Ειδικότερα το ισχύον επαγγελματικό καθεστώς εκάστου ενάγοντος είναι το εξής: 1) Ο πρώτος ενάγων προσλήφθηκε το έτος 1990 και από το έτος 2007 είναι Προϊστάμενος της Νομικής Διεύθυνσης του εναγομένου, 2) ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε στις 24.1.2008 με την υπ' αριθμ. πρωτ. ./24.1.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων, 3) η τρίτη ενάγουσα προσλήφθηκε στις 13.10.2009 δυνάμει της υπ' αριθμόν πρωτ. ./13.10.2009 απόφασης του Δημάρχου Αθηναίων, 4) η τέταρτη ενάγουσα προσλήφθηκε στις 24.1.2008 με την υπ' αριθμόν πρωτ. ./24.1.2008 απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων, 5) ο πέμπτος ενάγων προσλήφθηκε στις 24.1.2008 δυνάμει της υπ' αριθμ. πρωτ. ./24.1.2008 απόφασης του Δημάρχου Αθηναίων, 6) η έβδομη ενάγουσα προσλήφθηκε στις 24.1.2008 δυνάμει της υπ' αριθμ. πρωτ. ./24.1.2008 απόφασης του Δημάρχου Αθηναίων και 7) η όγδοη ενάγουσα προσλήφθηκε στις 24.1.2008 δυνάμει της υπ' αριθμόν ./24.1.2008 απόφασης του Δημάρχου Αθηναίων. Οι αναφερόμενες ημεροχρονολογίες πρόσληψης και ανάληψης καθηκόντων εκάστου ενάγοντος για την παροχή των ειδικότερα αναφερομένων υπηρεσιών προς τον εναγόμενο δήμο δεν αμφισβητούνται από τον τελευταίο, συναγόμενης, σε συνδυασμό και με το σύνολο των ισχυρισμών του, δικαστικής ομολογίας του περί τούτου, παράγουσας πλήρους απόδειξης εναντίον του (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ). Ακόμη με την Α.Π. ./13.9.2019 διαπιστωτική πράξη κατάταξης δικηγόρων στα μισθολογικά κλιμάκια του Ν. 4354/2015 του Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού του Δήμου Αθηναίων, οι ενάγοντες κατατάχθηκαν αναδρομικά από 1.1.2016 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 4354/15) στο 15° Μισθολογικό Κλιμάκιο (Μ.Κ.). Επιπλέον αποδείχτηκε ότι άπαντες οι ενάγοντες είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης, μετά τη λήψη του πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο κρίθηκε συναφές κατά περιεχόμενο με το αντικείμενο της απασχόλησης τους, όπως περί τούτου απεφάνθη θετικά το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, ακολούθως της κατάθεσης εκ μέρους τους του σχετικού τίτλου στο αρμόδιο όργανο για την αναγνώριση και τη συνάφεια του. Εξάλλου, πληρουμένων των ανωτέρω προϋποθέσεων, στους παραπάνω ενάγοντες χορηγήθηκε επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών ύψους 45,00 ευρώ, υπό την ισχύ του άρθρου 8 παρ. Α1 του ν. 3205/2003, με αναδρομή το χρόνο κατάθεσης του σχετικού τίτλου αρμοδίως κατά τα προεκτεθέντα. Πλέον συγκεκριμένα, ο πρώτος ενάγων είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου Βρυξελλών Βελγίου με τον τίτλο «Licence Speciale En Droit Europeen», που αναγνωρίστηκε με το υπ' αριθμ. ./26.3.93 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του εναγομένου, ο δεύτερος ενάγων είναι κάτοχος Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Αστικού Δικαίου του Ε.Κ.Π.Α. που αναγνωρίστηκε με το υπ' αριθμ. ./23.10.2008 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, η τρίτη ενάγουσα είναι κάτοχος Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου RUPRECHT - KARLS της Χαϊδελμβέργης με ειδίκευση στο «Βάρος απόδειξης στη δίκη περί αστικής ιατρικής ευθύνης» που αναγνωρίστηκε με το υπ' αριθμόν ./8.2.2010 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, η τέταρτη ενάγουσα είναι κάτοχος Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που αναγνωρίστηκε με το υπ' αριθμόν ./23.10.2008 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ο πέμπτος ενάγων είναι κάτοχος Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που αναγνωρίστηκε με το υπ' αριθμόν ./23.10.2008 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, η έβδομη ενάγουσα είναι κάτοχος του Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με ειδίκευση στη «Διοίκηση Υπηρεσιών» που αναγνωρίστηκε με το υπ’ αριθμόν ./23.10.2008 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και, τέλος, η όγδοη ενάγουσα είναι κάτοχος Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με ειδίκευση στο «Κράτος και Δημόσια Πολιτική» που αναγνωρίστηκε με το υπ’ αριθμόν ./23.10.2008 πρακτικό του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ενάγοντες είναι κάτοχοι τίτλου μεταπτυχιακών σπουδών τουλάχιστον ετήσιας φοίτησης, συναφούς αντικειμένου με την απασχόληση τους, τον οποίο έλαβαν μετά τις βασικές πανεπιστημιακές σπουδές τους και, συνεπώς συντρέχουν στο πρόσωπο τους οι νόμιμες προϋποθέσεις για την μισθολογική προαγωγή τους κατά δύο (2) μισθολογικό κλιμάκια, σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, ο εναγόμενος αρνείται την κατάταξη τους στο 17° Μ.Κ.. Συνεπακόλουθα, ο εναγόμενος οφείλει να κατατάξει τους ενάγοντες στο 17° Μ.Κ., τούτο δε αναδρομικά από την 1.1.2016, ήτοι από την έναρξη ισχύος του Ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α 176/16.12.2015, άρθρο 46). Δεδομένου δε ότι ο μηνιαίος μισθός που προβλέπεται από το 15° Μ.Κ. ανέρχεται στο ποσό των 1.918,00 ευρώ, ενώ ο μηνιαίος μισθός που προβλέπεται για το 17° Μ.Κ. ανέρχεται στο ποσό των 2.036,00 ευρώ μηνιαίως πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων τη διαφορά εξ ευρώ (2.036 -1918=) 118,00 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2016 έως και το μήνα Ιούλιο του 2019 (ημερομηνία άσκησης της αγωγής, ίδετε την υπ' αριθμ. ./5.9.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών .), δηλαδή επί 43 μήνες και συνολικά το ποσό των (43 χ 118=) 5.074,00 ευρώ, πλην όμως αναγνωριστέο είναι το έλασσον διεκδικούμενο ποσό των 4.956,00 ευρώ. Διευκρινίζεται ότι ο εναγόμενος δεν προτείνει αντιρρήσεις ως προς το ύψος της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ των δύο διαφορετικών μισθολογικών κλιμακίων που τέθηκαν υπό αμφισβήτηση στην ένδικη αγωγή, συναγόμενης ομολογίας του περί τούτου, ως προκύπτει από την συνεκτίμηση του συνόλου των ισχυρισμών που προέβαλε (άρθρο 261 και 352 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή αναφορικά με τους παραπάνω ενάγοντες, ως κατ' ουσίαν βάσιμη, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου Δήμου Αθηναίων να κατατάξει τους ενάγοντες στο 17° Μ·Κ. αναδρομικά από την 1.1.2016 και εντεύθεν και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να καταβάλει σε έκαστον εξ αυτών το συνολικό ποσό των 4.956,00 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, το σύνολο των δικαστικών εξόδων των νικησάντων εναγόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του ηττηθέντος εναγομένου, καθόσον το μέρος που απορρίφθηκε από την αγωγή τους ήταν ελάχιστο και δεν έδωσαν αφορμή για την αύξηση των εξόδων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 2, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Σημειούται ότι, το γεγονός ότι το ΝΠΔΔ που ηττάται απολαμβάνει όλων ανεξαιρέτως των προνομίων που παρέχονται στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 276 παρ. 1 Ν. 3463/2006) δεν συνεπάγεται τον κατ' άρθρο 22 § 1 του Ν. 3693/1957 περιορισμό του ύψους της σε βάρος του δικαστικής δαπάνης και τούτο διότι η νομική υπηρεσία αυτού δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 1617/1999 ΕλλΔνη 41. 368).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τους έκτο και ένατο των εναγόντων.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των ως άνω εναγόντων και του εναγομένου.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τα ως απορριπτέα στο σκεπτικό κριθέντα, αναφορικά με τους λοιπούς ενάγοντες.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να κατατάξει τον πρώτο, τον δεύτερο, την τρίτη, την τέταρτη, τον πέμπτο, την έβδομη και την όγδοη από τους ενάγοντες στο 17° μισθολογικό κλιμάκιο (Μ.Κ.) από την 1.1.2016.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει σε έκαστο των αμέσως παραπάνω εναγόντων το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα έξι (4.956,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα των παραπάνω εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 03-03-2020, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ