ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 1011/2022

 

Καθ΄ύλην αρμόδιο δικαστήριο επί αγωγής αναπροσαρμογής μισθώματος -.

 

Όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες από μίσθωση πράγματος εκδικάζονται ανάλογα με την αξία του συμφωνημένου μισθώματος από το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο. Στην αγωγή περί αναπροσαρμογής του μισθώματος βάσει των άρθρων 388, 288 ΑΚ, η αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα που καταβάλλεται κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής και όχι με βάση το αιτούμενο με την αγωγή αναπροσαρμογής μηνιαίο μίσθωμα. Παραπομπή αγωγής αναπροσαρμογής μισθώματος από το Μονομελές Πρωτοδικείο στο Ειρηνοδικείο. Η διάταξη του άρθρου 47 του ΚΠολΔ λειτουργεί μόνο ex post. Δεν επιτρέπεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο να παραβεί τις διατάξεις που καθορίζουν την αρμοδιότητά του και να επιληφθεί υποθέσεων αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, ήτοι δεν επιτρέπεται να δικάσει υπόθεση υπαγόμενη σε κατώτερο Δικαστήριο. Η αγωγή αναπροσαρμογής μισθώματος αφορά σε αστική διαφορά που υπόκειται σε εξουσία ελεύθερης διαθέσεως των μερών, επομένως υπόκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 διαδικασία ενημέρωσης του ενάγοντος για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης. Η αγωγή απαραδέκτως εισήχθη προς συζήτηση, με δεδομένο ότι δεν προσκομίστηκε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι έλαβε μία τέτοια ενημέρωση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος. Η παράλειψη αυτή δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των τυπικών παραλείψεων που δύνανται να αναπληρωθούν μέσω της διαδικασίας του άρθρου 227 ΚΠολΔ.     

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Διονύση Θ. Μπαράτη, Δικηγόρου - Μεταπτυχιακού Διπλωματούχου Αστικού Δικαίου)

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: 1011/2022

ΑΡΙΘΜ. ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΑΓΩΓΗΣ: . (Γ.Α.Κ.) / . (Ε.Α.Κ.) / 01-10-2021

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Τριανταφυλλιά Φαγκρίδα, Πρόεδρο Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Μαρία Χορού.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 3α Φεβρουαρίου 2022, για να δικάσει την υπ' αριθμ. καταθέσεως . (Γ.Α.Κ.) / . (Ε.Α.Κ.) / 01-10-2021 αγωγή, μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ., κατοίκου Αθηνών (οδ. .) (Α.Φ.Μ. .), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου Δ.Σ. Αθηνών Κωνσταντίνου Φωκα (A.M. Δ.Σ.Α. 17181), που κατέθεσε στο ακροατήριο έγγραφες προτάσεις με σχετικά έγγραφα καθώς και το υπ' αριθμ. Π./08-02-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων Δ.Σ.Α.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ., κατοίκου Αρτέμιδος Αττικής (οδ. .) (Α.Φ.Μ. . - Δ.Ο.Υ. .), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου Δ.Σ. Αθηνών Διονυσίου Μπαράτη (A.M. Δ.Σ.Α. 25979), που κατέθεσε στο ακροατήριο έγγραφες προτάσεις με σχετικά έγγραφα καθώς και το υπ' αριθμ. Π./02-02-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων Δ.Σ.Α.

 

Η ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΓΩΓΗ, με ημερομηνία 20/09/2021 και κατατεθείσα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμ. καταθέσεως . (Γ.Α.Κ.) / . (Ε.Α.Κ.) / 01-10-2021, προσδιορίστηκε για να εκδικασθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο 03/02/2022.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω σημειώνεται και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 388 Α.Κ. (βλ. και άρθρ. 7§4 του Π.Δ/τος 34/1995 για μισθώσεις υπαγόμενες στο εν λόγω Νομοθέτημα), οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και τη λύση ολόκληρης της συμβάσεως εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: (α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, (β) η μεταβολή πρέπει να είναι μεταγενέστερη της καταρτίσεως της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, (γ) από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά κατά την έννοια της άνω διατάξεως είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. Η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικώς δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δυνάμεως των καταναλωτών και συνακόλουθα της εμπορικής κινήσεως των καταστημάτων δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην Ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της Διεθνούς οικονομίας. Κατά συνέπεια, για το ορισμένο της αγωγής αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση το άρθρο 388 Α.Κ., πρέπει να αναφέρονται όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες στήριξαν οι συμβαλλόμενοι τη σύναψη της συμβάσεως μισθώσεως, από λόγους απρόβλεπτους, από την οποία μεταβολή επήλθε μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, αν την αναπροσαρμογή ζητεί ο μισθωτής, σε τέτοιο ποσό, ώστε η εμμονή του αντισυμβαλλομένου εκμισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών (ΜΠρΣυρ 7/2013 ΕλλΔ/νη 2013/230). Ήτοι, στο εισαγωγικό της δίκης αγωγικό δικόγραφο, πρέπει να προσδιορίζεται το καταβαλλόμενο μίσθωμα και να αναφέρεται ότι αυτό είναι ανώτερο από εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 388 Α.Κ., οπότε και έχει συμφέρον ο ενάγων - μισθωτής στη μείωση του καταβαλλόμενου μισθώματος ή του ποσοστού της συγκεκριμένης αναπροσαρμογής. Επίσης, οφείλει ο ενάγων να εκθέσει στην αγωγή ποιες είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες (οικονομικές, νομισματικές κ.λπ.), που μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, τη μείωση του μισθώματος ή του ποσοστού της συμφωνημένης αναπροσαρμογής (ΜΠρΣπαρτ 12/2013 ΤΝΠ Νόμος).

Εξάλλου, στην περίπτωση που δεν συντρέχει η προϋπόθεση της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών ή οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 388 Α.Κ., επιτρέπεται αναπροσαρμογή του μισθώματος με βάση το άρθρο 288 Α.Κ., εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλλΔ/νη 1997/767, ΟλΑΠ 927/1982 ΝοΒ 1983/214). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ., κατά την οποία "ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη", εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το Νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 Α.Κ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο Δικαστήριο τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως (ΟλΑΠ 9/1997). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 7 (§§ 1 έως και 3) του Π.Δ/τος 34/1995 "Κωδικοποίηση διατάξεων Νόμων περί εμπορικών μισθώσεων", προκύπτει, εκτός άλλων, ότι επί των εμπορικών και γενικά των προστατευομένων από το Νόμο αυτό μισθώσεων, το μίσθωμα καθορίζεται ελεύθερα κατά την σύναψη της μισθώσεως από τους συμβαλλόμενους, αναπροσαρμόζεται δε κατά τα χρονικά διαστήματα και το ύψος που προβλέπεται στη σύμβαση. Ορος για ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος, που συνομολογείται μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1994, ισχύει και για χρόνο (συμβατικό ή με αναγκαστική παράταση), για τον οποίο δεν έχει προβλεφθεί σταδιακή αναπροσαρμογή, εφόσον τα μέρη δεν έχουν αποκλείσει την ισχύ του για χρόνο που δεν προβλέπεται από τη σύμβαση. Αν δεν υπάρχει συμφωνία αναπροσαρμογής ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρμογή γίνεται μετά διετία από την έναρξη της συμβάσεως, χωρίς δικαστική μεσολάβηση, στα ποσοστά που αναφέρονται στην §2 του ως άνω άρθρου. Στη συνέχεια χωρεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με μόνη προϋπόθεση την πάροδο έτους από την προηγούμενη, ανέρχεται δε η αναπροσαρμογή αυτή σε ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), όπως αυτή υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος. Επίσης, με την §4 του αυτού άρθρου ορίστηκε ότι "σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα". Εξάλλου, η αναφορά στο Νόμο μόνο του τελευταίου άρθρου δεν υποδηλώνει βούληση αποκλεισμού αναπροσαρμογής του μισθώματος υπό τις προϋποθέσεις της εφαρμοστέας, όπως προαναφέρθηκε, σε κάθε οφειλή διατάξεως του άρθρου 288 του Α.Κ. (ΟλΑΠ 9/1997). Ο εκμισθωτής, επομένως, δεν αποκλείεται, ενόψει και του άρθρου 44 του ως άνω Π.Δ/τος, που ορίζει ότι οι μισθώσεις του εν λόγω Διατάγματος, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο σ' αυτό, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, να ζητήσει κατά το άρθρο 288 Α.Κ. αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσον ουσιώδης αύξηση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του μισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παρά την ανάγκη διασφαλίσεως των σκοπών του ως άνω Νόμου και κατοχυρώσεως της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΟλΑΠ 9/1997). Ειδικότερα δε, το έργο του Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, ήτοι του καταβαλλομένου μισθώματος και του "ελευθέρου" - για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας - το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσεως του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει περαιτέρω το Δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε κατά τις αρχές της καλής πίστεως να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη δε αναπροσαρμογής κατά τις αρχές της καλής πίστεως υπάρχει όταν λόγω ουσιώδους αυξήσεως της μισθωτικής αξίας του μισθίου επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή, με τη μορφή απώλειας κέρδους, η οποία υπερβαίνει κατά τα συναλλακτικά ήθη τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη δικαστική αύξηση του μισθώματος, επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση που επέρχεται ζημία στο μισθωτή, η οποία περιορίζεται με την ανάλογη μείωση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα ορισθεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Περαιτέρω, το δικαίωμα αναπροσαρμογής κατά τη διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ. είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Αν, λοιπόν, πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή με δικαστική απόφαση, λόγω ακριβώς του διαπλαστικού της χαρακτήρα, του λοιπού ο περί του μισθώματος συμβατικός όρος (ήτοι η συμφωνία περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος) καταλύεται και δεν ισχύει για το μέλλον, αφού κρίνεται ότι είναι απρόσφορος πλέον να ρυθμίσει το ζήτημα του ύψους του μισθώματος. Μετά από αυτή (δικαστική αναπροσαρμογή και κατάλυση του περί του μισθώματος συμβατικού όρου), το μόνο που μπορεί να ισχύσει για το μέλλον είναι η νόμιμη αναπροσαρμογή που ρυθμίζεται με το άρθρο 7§3 του ως άνω Π.Δ/τος 34/1995, η δε απαιτούμενη από το Νόμο για την πραγματοποίηση αυτής ετήσια προθεσμία αρχίζει από το χρόνο που συντελείται η αναπροσαρμογή με την απόφαση του Δικαστηρίου, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, με τη δικαστική απόφαση αναπροσαρμογής μεταβάλλονται τα περιστατικά, πάνω στα οποία οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη συμφωνία για σταδιακή αναπροσαρμογή, και έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για τήρηση των συμφωνηθέντων. Αυτή δε η ίδια η προσφυγή στο Δικαστήριο εκ μέρους του ενός των συμβληθέντων μερών (ή και αμφοτέρων) υποδηλώνει με σαφήνεια τη θέληση του ενός (ή και αμφοτέρων) για μη τήρηση των συμφωνηθέντων. Η άποψη κατά την οποία, μετά τη δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, που γίνεται σε ορισμένο στάδιο, δεν καταργείται η συμφωνία σταδιακής αναπροσαρμογής, αφού αυτή ισχύει μόνο για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται και επομένως διατηρείται για τα επόμενα στάδια, με δυνατότητα αντιμετωπίσεως με νέα δικαστική παρέμβαση, κατ' εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, μελλοντικής νέας διαταράξεως της ισορροπίας χρήσεως του μισθίου και του μισθώματος, δεν είναι προκριτέα ενόψει ιδίως (α) του ότι τα στάδια αναπροσαρμογής βρίσκονται μεταξύ τους σε λογική αλληλουχία και κάθε ένα στηρίζεται στο προηγούμενο, ώστε αν διασπασθεί η αλληλουχία αυτή δεν μπορούν τα επόμενα στάδια να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους και να γίνει νέα (ερειδόμενη στη σύμβαση) αναπροσαρμογή, (β) είναι δυνατό να ζητείται δικαστική  αναπροσαρμογή για κάθε περαιτέρω  στάδιο, με αποτέλεσμα το μεν να είναι δυνατή η εντός ενός και του ιδίου σταδίου διπλή αναπροσαρμογή (συμβατική και δικαστική), το δε να δημιουργούνται περισσότερες δίκες που θα βρίσκονται σε εξέλιξη και που κάθε μία θα εξαρτάται από την προηγούμενη, ώστε η σύμβαση θα βρίσκεται σε αποσταθεροποίηση και τα συμβληθέντα μέρη σε αβεβαιότητα και (γ) τίθεται ζήτημα περί του πρακτέου, στην περίπτωση κατά την οποία η σταδιακή αναπροσαρμογή έχει συμφωνηθεί σε ποσό (συγκεκριμένο μίσθωμα) και όχι σε ποσοστό, το δε κατ' αναπροσαρμογή ορισθέν από το Δικαστήριο μίσθωμα κατ' άρθρο 288 Α.Κ. είναι κατά ποσό υπέρτερο του μισθώματος του επομένου ή των επομένων σταδίων, οπότε εκ του πράγματος θα επέλθει αδράνεια του σταδίου ή των σταδίων αυτών της συμβάσεως, εφόσον η δικαστική αναπροσαρμογή θα υπερκαλύπτει τη συμβατική τοιαύτη. Εν κατακλείδι, με την αναπροσαρμογή του μισθώματος από το Δικαστήριο και την συνακόλουθη κατάργηση της συμφωνίας σταδιακής αναπροσαρμογής, επιτυγχάνεται η σε βάθος χρόνου ομαλοποίηση της διαταραχθείσας συμβατικής σχέσεως και ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος μελλοντικών δικαστικών διενέξεων από την ίδια συμβατική σχέση και για την ίδια αιτία (ΟλΑΠ 3/2014 ΧρΙΔ 2014/358). Πάντως, το σχετικό δικαίωμα, που απορρέει από την άνω διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ., για αναπροσαρμογή του μισθώματος, είναι διαπλαστικής φύσεως, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της μισθωτικής συμβάσεως, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα να είναι διαπλαστικές. Αποτέλεσμα του ανωτέρω χαρακτηρισμού είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικώς, χωρίς αναδρομικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η μίσθωση είναι έγκυρη και ενεργή (ΜονΕφΠειρ 87/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 101/2013 Δικογραφία 2013/307, ΜΠρΘεσσ 6594/2013 Αρμ 2013/1241, ΜΠρΑθ 1699/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΓιαννιτσών 562/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΡοδ 77/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΣυρ 7/2013 ΕλλΔ/νη 2013/230, ΜΠρΑθ 432/2012 Αρμ 2012/1392, ΜΠρΡεθ 71/2004 De Lege 2005/88). Πάντως, αναπροσαρμογή κατ’ άρθρο 288 Α.Κ. μπορεί να ζητηθεί σε κάθε μισθωτική σύμβαση, όπως στις μισθώσεις που διέπονται από τον Αστικό Κώδικα, στις εμπορικές μισθώσεις που υπάγονται στο Π.Δ. 34/1995, στις μισθώσεις του Δημοσίου και σε όσες συνάπτονται κατόπιν πλειοδοτικού διαγωνισμού (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλλΔ/νη 1997/767, ΜονΕφΘεσσ 12/2014 Αρμ 2015/21, ΜονΕφΠειρ 87/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΑθ 1251/2015 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 73 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 62 έως 72 ΚΠολΔ. Με την άνω διάταξη καθιερώνεται η αυτεπάγγελτη από το Δικαστήριο έρευνα των διαδικαστικών προϋποθέσεων, δηλαδή των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση αποφάσεως. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, δεν είναι μόνον οι μνημονευόμενες στη διάταξη, δηλαδή αυτές των άρθρων 62-72 αλλά όλες οι οποίες αναφέρονται στο Δικαστήριο (δικαιοδοσία, αρμοδιότητα), στους διαδίκους και στο αντικείμενο της δίκης (αγωγή, έλλειψη εκκρεμοδικίας, δεδικασμένο κ.ά.).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14§1β' ΚΠολΔ, «στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται: ... (β) όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες, από σύμβαση μίσθωσης, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 601 του Αστικού Κώδικα, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις αυτές το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα εξακόσια (600) ευρώ...». Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14§1β', 16 αριθ. 1, 46 και 614 επ. ΚΠολΔ, προκύπτει ότι όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες, από μίσθωση πράγματος εκδικάζονται με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών λ μισθωτικών διαφορών και ανάλογα με την αξία του συμφωνημένου μισθώματος από το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο, στα οποία αντίστοιχα πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, σε περίπτωση υλικής αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου (ΠΠρΑΘ 2273/2008 ΕΠολΔ 2008/892, ΠΠρΡοδ 226/2005), ενώ το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των εμπορικών μισθώσεων (άρθρο 48§1 Π.Δ. 34/1995, ΕφΑΘ 7185/2009 ΕλλΔ/νη 2010/515, ΕφΑΘ 1325/2008 ΕΔΠολ 2010/159), ως προς τις- οποίες γίνεται αναφορά σε «καταβαλλόμενο μίσθωμα», με αποτέλεσμα για τη διάγνωση της υλικής αρμοδιότητας- να λαμβάνεται υπόψη το συμφωνημένο μίσθωμα (ΠΠρΑΘ 6188/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΘεσ 2734/1994 Αρμ. 1994/555). Αν το μίσθωμα έχει οριστεί όχι μηνιαίο αλλά σε μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, πρέπει να εξευρεθεί το μηνιαίο βάσει σχετικού υπολογισμού. Η δε υπαγωγή των ανωτέρω διαφορών στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή του Ειρηνοδικείου γίνεται με βάση τις διακρίσεις των άρθρων 14§1 εδ. β' και 16 αρ. 1 ΚΠολΔ, ανάλογα με το ποσό του μισθώματος που καταβάλλεται κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής (άρθρ. 10, 215 ΚΠολΔ), καθ' όσον η κατάθεση αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 221§1 εδ.β' επιφέρει το αμετάβλητο της αρμοδιότητας (ΕφΘεσ 168/2012 ΕΠολΔ 2012/371, ΕφΝαυπλ 262/1988 ΑρχΝ 1989/443, ΕφΑθ 10600/1986 ΑρχΝ 38/94, ΜΠρΚω 44/1989 ΕΔΠολ 1989/384, ΜΠρΝαυπλ 58/1989 ΕλλΔ/νη 1990/1627, ΕιρΡοδ-ειδική 34/2016 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικώς στην αγωγή περί αναπροσαρμογής του μισθώματος εμπορικής μισθώσεως, βάσει των άρθρων 388, 288 Α.Κ., η αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα, που καταβάλλεται κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταθέσεως του δικογράφου της αγωγής (ΑΠ 613/1988 ΕλλΔ/νη 1989/754, ΜΠρΙωανν-ειδ. 414/2012, ΜΠρΘεσ 9309/1998 Αρμ 1998/1201). Η δε δικαστική απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα ανατρέχει μεν στο χρόνο επιδόσεως της αγωγής, πλην όμως δεν αναπτύσσει τις ενέργειες της προ της τελεσιδικίας της, στο ενδιάμεσο δε διάστημα από την έκδοση της αποφάσεως μέχρι την τελεσιδικία της, κάθε διαφορά που προκύπτει από τη σύμβαση της μισθώσεως θα κριθεί από το καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο με βάση το καταβαλλόμενο παλαιό μίσθωμα (ΠΠρΑθ 679/1990 Δίκη 1990/816). Από δε τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋποθέσεως της καθ' ύλην αρμοδιότητας και, σε περίπτωση που κριθεί αναρμόδιο, προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση (ΕιρΡοδ-μισθ. 19/2014 ΤΝΠ Νόμος).

 

Περαιτέρω, ο Νόμος 4640/2019 (Φ.Ε.Κ. Α' 190/30-11-2019) αποτελεί την τρίτη προσπάθεια του Νομοθέτη, έπειτα από τους Νόμους 3898/2010 και 4512/2018, να εισάγει στο Ελληνικό Δίκαιο τη διαδικασία της διαμεσολαβήσεως στις ιδιωτικού Δικαίου διαφορές, επιδιώκοντας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην Αιτιολογική του Έκθεση, τη διευθέτηση τους με την εξεύρεση λύσεων από τα ίδια τα μέρη, σε σύντομο χρόνο και με μικρότερο οικονομικό κόστος, στοχεύοντας παράλληλα στην απλούστευση και βελτίωση της προσβάσεως στη Δικαιοσύνη, λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι η επίτευξη της διευθετήσεως μιας ιδιωτικής διαφοράς, εκτός του συνηθισμένου μοντέλου της διαδικασίας, που περατώνεται με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση του αριθμού των διαφορών που εισάγονται στα Δικαστήρια και τη βελτίωση του χρόνου απονομής Δικαιοσύνης σε εκείνες τις υποθέσεις, όπου η έκδοση δικαστικής αποφάσεως αποτελεί τον ενδεδειγμένο και μόνο τρόπο για την αυθεντική επίλυση τους (για τη γενικότερη συμβολή που μπορεί να έχει η διαμεσολάβηση στην επίλυση των ιδιωτικών διαφορών. Προκειμένου να επιτύχει την παραπάνω στόχευση, ο Νομοθέτης, ο οποίος δύναται να καθορίσει ρυθμιστικά δικονομικούς όρους, διατυπώσεις, προϋποθέσεις, δαπάνες ή και προθεσμίες ενέργειας για την παραδεκτή άσκηση των αιτήσεων δικαστικής προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί αποσκοπούν σε σκοπό συναρτώμενο προς τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, που προστατεύεται από τις διατάξεις των άρθρων 20§1 του Συντάγματος, 6§1 της, κυρωθείσας με το Ν.Δ. 53/1974, Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και παραμένουν ανάλογοι προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (πρβλ. ΑΕΔ 27/2004 Δ 2005/541, ΑΠ 1236/2019 ΤΝΠ Νόμος), ενέταξε τη διαμεσολάβηση στην προδικασία της πολιτικής δίκης καθιερώνοντας, για συγκεκριμένες διαφορές ιδιωτικού Δικαίου, μία σειρά νομοθετημένων δικονομικών ενεργειών πριν την προσφυγή στο Δικαστήριο επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως του ενδίκου βοηθήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, αφού όρισε ότι η διαδικασία διαμεσολαβήσεως αφορά σε αστικές και εμπορικές διαφορές, Εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού Δικαίου (άρθρο 3§1 Ν. 4640/2019), ακολούθως, αφενός μεν προέβλεψε την υποχρέωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου εκείνου που αιτείται δικαστική προστασία να ενημερώσει εγγράφως τον εντολέα του, σε χρόνο πριν την εκκρεμοδικία, για τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς μέσω διαμεσολαβήσεως και για την τυχόν υποχρέωση προσφυγής στην αρχική συνεδρία διαμεσολαβήσεως και τη διαδικασία αυτής (άρθρο 3§2 Ν. 4640/2019) και, αφετέρου, καθιέρωσε τη διενέργεια, σε χρόνο πριν από τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος, μίας υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολαβήσεως για μια σειρά διαφορών. Συγκεκριμένα, και σε συνάρτηση με την υποχρέωση ενημερώσεως, το άρθρο 352 Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 (Φ.Ε.Κ. Α' 204/16-12-2019), ορίζει ότι «Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30-11-2019 έως σήμερα». Σύμφωνα δε με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4640/2019, με την ως άνω διάταξη «προωθείται η εξοικείωση των πολιτών με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ενημέρωση τους σχετικά με αυτήν και τα οφέλη της, ως εναλλακτική οδό επίλυσης των διαφορών και όχι ως υποκατάστατο της προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Σκοπός είναι να άγεται μία διαφορά στη Δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης», επιδιώκοντας την καλλιέργεια θετικής στάσεως ως προς την εξωδικαστική επίλυση των ιδιωτικού Δικαίου διαφορών, η οποία, με τη σειρά της, θα συμβάλλει στην αποσυμφόρηση των πινακίων των πολιτικών Δικαστηρίων της Χώρας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η άνω ρύθμιση του άρθρου 3§2 Ν. 4640/2019 επιτελεί νόμιμο σκοπό, που συνέχεται με την ενίσχυση της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης, χωρίς να αποτελεί ένα δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ενόψει του ότι η πραγματοποίηση της ενημερώσεως για τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς μέσω διαμεσολαβήσεως και για την τυχόν υποχρέωση προσφυγής στην αρχική συνεδρία διαμεσολαβήσεως δεν συνεπάγεται κάποια δαπάνη για τον αιτούμενο δικαστική προστασία, ενώ η κύρωση του απαραδέκτου της συζητήσεως του ενδίκου βοηθήματος που αυτός έχει ασκήσει -και όχι αυτού καθ' εαυτού του ενδίκου βοηθήματος (όπως προέβλεπε η αρχική ρύθμιση του άρθρου 3§2 Ν. 4640/2019, πριν την τροποποίηση της με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019)- η οποία απειλείται για την περίπτωση που αυτή η ενημέρωση παραλειφθεί, δεν οδηγεί στη ματαίωση της προσβάσεως του στη Δικαιοσύνη, αλλά διασφαλίζει τη δυνατότητα επανόδου στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, και μάλιστα με το ίδιο δικόγραφο, που δύναται να επαναφερθεί προς συζήτηση με κλήση, προκειμένου να προσκομιστεί το απαιτούμενο ενημερωτικό έγγραφο. Μάλιστα, σε μία τέτοια περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό πως, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 3§2 Ν. 4640/2019, το ενημερωτικό έγγραφο θα πρέπει να φέρει ημερομηνία ενημερώσεως προγενέστερη της καταθέσεως της κλήσεως, ώστε να διασφαλιστεί ότι ο αιτούμενος δικαστική προστασία ενημερώθηκε για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθετήσεως της διαφοράς προτού καταθέσει την κλήση, επιλέγοντας τελικά να μην την αξιοποιήσει αλλά να επιδιώξει την εκφορά δικαστικής κρίσεως επί της διαφοράς, με την προώθηση της ήδη εκκρεμούς δίκης. Κατά τα λοιπά, η υποχρέωση προσκομιδής του ως άνω εγγράφου συντρέχει στο σύνολο των ιδιωτικών διαφορών, δηλαδή σε κάθε αστική ή εμπορική διαφορά που αφορά αμφισβήτηση για την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα ιδιωτικού δικαιώματος, εφόσον ο εντολέας έχει εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της και ανεξάρτητα από το αν αυτή καταλαμβάνεται από το πεδίο εφαρμογής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολαβήσεως. Η δε ρητή επίκληση εκ μέρους του Νόμου στην προσκομιδή του ενημερωτικού εγγράφου εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, με απώτατο όριο το χρόνο της συζητήσεως του ενδίκου βοηθήματος, καθιστά σαφές ότι η μη προσκομιδή του δεν αποτελεί τυπική παράλειψη, η οποία να δύναται να αναπληρωθεί με την εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η δικονομική κύρωση που ο Νομοθέτης απείλησε ακριβώς προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ενημέρωση του αιτούμενου δικαστική προστασία θα λάβει χώρα πριν από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος του, ώστε να επιλέξει εκ των προτέρων την οδό της διαμεσολαβήσεως, θα αδρανοποιούταν εκ των υστέρων, καθιστώντας εντέλει την πραγματοποίηση της ενημερώσεως μία περιττή τυπολατρία και οδηγώντας στη ματαίωση του σκοπού θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 3§2 Ν. 4640/2019, όπως αυτός εκτέθηκε ανωτέρω (ΠΠρΘεσ 1878/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΘεσ 1045/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΡοδ 105/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΠατρ 194/2021 ΤΝΠ Νόμος). Το δε άρθρο 227 ΚΠολΔ θα μπορούσε να εργαλειοποιηθεί για συμπλήρωση ελλείψεων ή παραλείψεων στο περιεχόμενο ήδη προσκομισθέντος εγγράφου ενημερώσεως.

Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτώς διορθώθηκε (με δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου Δικηγόρου του ενάγοντος και με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του) και κατ' εκτίμηση του εν λόγω εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ο ενάγων εκθέτει -μεταξύ άλλων- και τα εξής: Ότι, στην Αθήνα, την 15/07/2020, απεβίωσε η μητέρα του, ..., κάτοικος εν ζωή Αρτέμιδος Αττικής (επί της οδού ...), που ήταν ψιλή κυρία κατά ποσοστό 100% της εκεί κείμενης διώροφης κατοικίας, της οποίας επικαρπωτής είναι ο σύζυγος της, ... (πατριός του ενάγοντος). Ότι η αποβιώσασα κατέλειπε την από 15/05/2020 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με απόφαση του Ειρηνοδικείου Κρωπίας και με την οποία εγκατέστησε τον ενάγοντα ως μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας της. Ότι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που ο ενάγων κληρονόμησε από τη μητέρα του είναι η ως άνω διώροφη κατοικία, αποτελούμενη από ισόγειο όροφο επιφάνειας κύριων χώρων 62,95 τ.μ. και βοηθητικών χώρων 26,67 τ.μ., πρώτο όροφο επιφάνειας 68,30 τ.μ., ήτοι συνολικής επιφάνειας 157,92 τ.μ., επί οικοπέδου εμβαδού 456 τ.μ. στην Αρτέμιδα Αττικής και δη στη θέση "Β" και επί της οδού ... Ότι πλέον ο μεν ενάγων κατέστη ψιλός κύριος κατά ποσοστό 7/8 εξ αδιαιρέτου και ο πατριός του είναι επικαρπωτής και ψιλός κύριος κατά ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου λόγω νόμιμης μοίρας. Ότι, με το από 01/05/2021 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, ο πατριός του ενάγοντος εκμίσθωσε στον εναγόμενο την ως άνω διώροφη κατοικία 157,92 τ.μ. μετά του οικοπέδου 456 τ.μ., για χρονικό διάστημα 10 ετών (ήτοι από 01/05/2021 έως 01/05/2030), αντί μηνιαίου μισθώματος 200,00 ευρώ για όλη τη δεκαετή μισθωτική διάρκεια, χωρίς πρόβλεψη αναπροσαρμογής, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία του ιδίου του εναγόμενου και της οικογένειας του. Ότι, κατά το χρόνο συνάψεως του μισθωτηρίου, ο πατριός του ενάγοντος ήταν υπέργηρος και έπασχε από 6 διαφορετικές ασθένειες, που οδήγησαν στο θάνατο του στις 18/05/2021, ήτοι μόλις 18 ημέρες μετά την υπογραφή του εν λόγω μισθωτηρίου. Ότι ο εναγόμενος κοινοποίησε στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση, με την οποία του γνωστοποιούσε τη μίσθωση και ότι του κληροδοτήθηκε το ιδανικό μερίδιο κυριότητας, επί του άνω ακινήτου δυνάμει δημόσιας διαθήκης. Ότι η πραγματική μισθωτική αξία του ακινήτου είναι πολύ μεγαλύτερη της συμφωνηθείσας, σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία λοιπών ακινήτων στην ίδια περιοχή με παρόμοια χαρακτηριστικά και ότι βάσει της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών το μηνιαίο μίσθωμα πρέπει να ανέρχεται στο ποσό των (10,00€ ανά τ.μ. Χ 157,92 τ.μ. =) 1.570,92 ευρώ μηνιαίως. Με βάση το ως άνω ιστορικό και κατ' επίκληση του άρθρου 288 Α.Κ., ο ενάγων ζητεί να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει περίπτωση αναπροσαρμογής του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό των 1.570,92 ευρώ μηνιαίως, επίσης να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλλει το αντίστοιχο ποσό που αναλογεί στον ενάγοντα κατά ποσοστό 7/8 εξ αδιαιρέτου και δη αναδρομικώς από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και νομιμοτόκως μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, επίσης να διαταχθεί ετήσια αναπροσαρμογή (αύξηση) επί του καταβαλλόμενου μισθώματος κατά ποσοστό 3%, από το δεύτερο μισθωτικό έτος (ήτοι από 01/05/2022) και εφεξής για τα επόμενα μισθωτικά έτη, επίσης να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση ως προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος σε καταβολή των εν γένει δικαστικών εξόδων.

 

Με το άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπ' αριθμ. καταθέσεως . (Γ.Α.Κ.) / .(Ε.Α.Κ.) / 01-10-2021 κρινόμενη αγωγή αναρμοδίως φέρεται, κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, στο Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ' ύλην αναρμόδιο, λαμβανομένου υπ' όψιν του ύψους του καταβαλλόμενου μισθώματος που ανέρχεται στο ποσό των 200,00 ευρώ μηνιαίως. Ήτοι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, κρίνεται αυτεπαγγέλτως ότι το παρόν Δικαστήριο τυγχάνει καθ' ύλην αναρμόδιο, γενομένης δεκτής της σχετικής ενστάσεως του εναγομένου (σύμφωνα με δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξουσίου Δικηγόρου του και σύμφωνα με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του) και απορριπτόμενων των αντίθετων ισχυρισμών του ενάγοντος διά της προσθήκης / αντικρούσεως του, καθ' ότι, ειδικώς σε αγωγή περί αναπροσαρμογής του μισθώματος, για τον προσδιορισμό της καθ' ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου λαμβάνεται υπ' όψιν το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα, που καταβάλλεται κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταθέσεως του δικογράφου της αγωγής (και όχι το αίτημα της αγωγής και την αξία του αντικειμένου της διαφοράς και των αιτούμενων παροχών), ήτοι, σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 14§1β' ΚΠολΔ, εν προκειμένω το ποσό των 200,00 ευρώ μηνιαίως υπολείπεται του ποσού των 600,00 ευρώ, οπότε θεμελιώνεται καθ' ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου.

 

 Σημειωτέον, επίσης, ότι η υπ' αριθμ. καταθέσεως . (Γ.Α.Κ.) / . (Ε.Α.Κ.) / 01-10-2021 ένδικη αγωγή, κατατεθείσα μετά την 30η/11/2019 και αφορώσα σε αστική διαφορά, που υπόκειται στην εξουσία ελεύθερης διαθέσεως των μερών της, απαραδέκτως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, εν προκειμένω δεν έχει τηρηθεί ούτε η, προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3§2 Ν. 4640/2019, διαδικασία ενημερώσεως του ενάγοντος για τη δυνατότητα επιλύσεως της επίδικης διαφοράς μέσω διαμεσολαβήσεως, με δεδομένο ότι δεν προσκομίστηκε μέχρι και την τυπική συζήτηση της αγωγής της (ούτε, άλλωστε, γίνεται σχετική επίκληση στις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις) κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι έλαβε μία τέτοια ενημέρωση από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του και μάλιστα σε χρόνο προγενέστερο από την κατάθεση της αγωγής όπως απαιτεί ο Νόμος (ΠΠρΘεσ 1045/2021), παράλειψη, η οποία, κατά τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των τυπικών παραλείψεων που δύνανται να αναπληρωθούν μέσω της διαδικασίας του άρθρου 227 ΚΠολΔ. Ωστόσο, αφενός επειδή κρίνεται ότι η έρευνα της αρμοδιότητας προέχει του απαραδέκτου της συζητήσεως και αφετέρου σε κάθε περίπτωση για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει πρωτίστως να κηρυχθεί το παρόν Δικαστήριο καθ' ύλην αναρμόδιο, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας, το δε επικαλούμενο από τον ενάγοντα άρθρο 47 ΚΠολΔ αφορά στα ένδικα μέσα και δεν επιτάσσει να κρατηθεί και να δικασθεί η υπόθεση από το παρόν καθ' ύλην αναρμόδιο Δικαστήριο, λαμβανομένου επιπλέον υπ' όψιν και του απαραδέκτου της συζητήσεως λόγω μη προσκομίσεως του κατ' άρθρο 3§2 Ν. 4640/2019 εγγράφου ενημερώσεως για τη δυνατότητα επιλύσεως της επίδικης διαφοράς μέσω διαμεσολαβήσεως. Δηλαδή η αληθινή έννοια της διατάξεως του άρθρου 47 ΚΠολΔ είναι ότι λειτουργεί μόνον ex post, οπότε σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα της υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο, να παραβεί τις διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν την αρμοδιότητα του και να επιληφθεί υποθέσεων αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, ήτοι δεν επιτρέπεται να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο Δικαστήριο (ΠΠρΘεσσαλ 6497/2016 ΤΝΠ Νόμος), αλλά, απλώς, απαγορεύεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεων του, χάριν της οικονομίας της δίκης και προκειμένου να αποτραπεί η ταλαιπωρία των διαδίκων, με το να επαναρχίσουν το δικαστικό αγώνα (ΕφΑιγ 11/2022 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑιγ 100/2020, ΕφΔυτΣτΕλ 17/2014, ΕφΑθ 6167/2009, ΠΠρΠειρ 3016/2018 ΕλλΔ/νη 2019/865). Συνεπώς, προ της έρευνας περί του ορισμένου και περί νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας -ή μη- της ένδικης αγωγής και παρελκούσης της έρευνας εκατέρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων, πρέπει αυτεπαγγέλτως να κηρυχθεί το παρόν Δικαστήριο ως καθ' ύλην αναρμόδιο και να παραπεμφθεί υποχρεωτικώς η κρινόμενη υπόθεση στο καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Ειρηνοδικείο (Κρωπίας), προκειμένου να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών, κατά τα ειδικώς οριζόμενα και στο διατακτικό. Περαιτέρω, όλα εν γένει τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, ενόψει ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των εν προκειμένω εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (ΚΠολΔ 179), κατά τα ειδικώς διαλαμβανόμενα και στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της υπ' αριθμ. καταθέσεως . (Γ.Α.Κ.) / . (Ε.Α.Κ.) / 01-10-2021 ένδικης αγωγής.

 

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την κρινόμενη υπόθεση προς εκδίκαση στο καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Ειρηνοδικείο (Κρωπίας), κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων όλα εν γένει τα δικαστικά έξοδα.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στην Αθήνα, στις 5/12/2022.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ   (και θεωρήθηκε αυθημερόν από τη Δικαστή)  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ