ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρ (Ασφ.Μ.) Αθ 43/2023

 

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά ν. 3869/2010 - Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Οφειλές σε ελβετικό φράγκο - Αίτηση αναστολής εκτέλεσης επί έφεσης κατά απόφασης ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένου δανειολήπτη κατά Ν. 3869/2010 -.

 

Απαιτούμενα σωρευτικά στοιχεία για την βασιμότητα της όπως η πιθανολόγηση ευδοκίμησης της έφεσης και πρόκλησης ουσιώδους βλάβης στον αιτούντα επί εκτέλεσης της απόφασης. Η αίτηση του άρθρου 6 παρ. 5 N. 3869/2010 στρέφεται μόνο κατά των πιστωτών, που έχουν ξεκινήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, συνεπώς δεν νομιμοποιούνται παθητικά άλλοι πιστωτές, που δεν έχουν θέσει σε κίνηση την αναγκαστική εκτέλεση. Ωστόσο, η απαγόρευση διάθεσης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 5 N. 3869/2010 σε περίπτωση χορήγησης αναστολής, ισχύει erga omnes. Κάθε διάθεση μετά την απόφαση αναστολής είναι άκυρη σύμφωνα με το άρθρο 175 Α.Κ. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη, ακόμη και κατά του καλόπιστου τρίτου, καθ` ότι επέρχεται ex Iege, ακόμη και αν δεν αναφέρει κάτι σχετικό η απόφαση. Συνεπώς, δεν επιβάλλεται η υποβολή του οφειλέτη σε συνεχείς διαδικασίες αναστολής αναγκαστικών εκτελέσεων κατά την έκδοση μιας θετικής απόφασης κατά το άρθρο 6 παρ. 5. Δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών. Το δικαστήριο ερευνά αυτήν, όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά κατά πρόταση πιστωτή. Περιεχόμενο σχετικής ενστάσεως. Αοριστία αυτής, εφόσον δεν διαλαμβάνει το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, την μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει και τα έξοδα διαβιώσεώς του. Πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης, δεκτή η αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 43/2023

(αριθμός έκθεσης κατάθεσης αίτησης ./2022)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παρασκευή Στεφανίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε κατόπιν κλήρωσης, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του. την 29η Ιουνίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΙΏΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) ... και 2) .... με Α.Φ.Μ. ... κατοίκων  αμφοτέρων ... οι οποίοι παραστάθηκαν η μεν πρώτη δια και ο δεύτερος μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Γεωργίου Καλτσά (Α.Μ.Δ.Σ.Λ. 3231).

 

ΤΏΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 2) Της τελούσας υπό εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφόρος ...) και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστριά της ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ... η οποία δεν παραστάθηκε, 3) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 4) Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία .... που εδρεύει στην Αθήνα … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου  δικηγόρου  του ..... (Α.Μ.Δ.Σ.Α. ...), 5) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία που εδρεύει στην Αθήνα (...) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 6) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην Αθήνα (...) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 7) Ανώνυμης εταιρίας παροχής πιστώσεων με την επωνυμία ... που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε και 8) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ... και τον διακριτικό τίτλο … Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π., που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία ... με έδρα το ... (οδός ...) όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία … κατόπιν μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του.

 

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τις υπ' αριθμ. ... και ... εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., τις οποίες προσκομίζουν οι αιτούντες, προκύπτει ότι ακριβές, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη, δεύτερη, τρίτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη των καθ’ ων η αίτηση. Οι τελευταίες όμως, δεν παραστάθηκαν κατά την παρούσα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου εκθέματος. Συνεπώς, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να γίνει ερήμην τους. Το Δικαστήριο, όμως, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (ΕφΑΘ 2543/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2225/2009 ΕλλΔνη 2010.496, ΚΡΑΝΗΣ. Δ., σε ΚΕΡΑΜΕΑ/ΚΟΝΔΥΛΗ/ΝΙΚΑ Ερμηνεία ΚΠολΔ. έκδ. 2020, άρθρ. 690, αριθμ.3, ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ. Μ.. ΕρμΚΠολΔ II. εκδ. 2012. 686 αριθμ. 13).

 

I. Σύμφωνα με το άρθρο 763 §3 εδ. α' ΚΠολΔ «Αν ασκηθεί έφεση, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρος του μπορούν κατά την κρίση τους, με αίτηση κάποιου από εκείνους που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, να αναστείλουν την ισχύ και την εκτέλεση της μέχρι να εκδοθεί απόφαση στην έφεση...». Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρ. 14 §2 ν. 4161/2013 προστέθηκε πέμπτη παράγραφος στο άρθρ. 6 του ν. 3869/2010. σύμφωνα με την οποία: «Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής συνεπάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη». Για τη χορήγηση της αναστολής, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, προϋποτίθεται άσκηση εμπρόθεσμα από τον οφειλέτη έφεσης κατά της απορριπτικής απόφασης. Προσθέτως, απαιτείται πιθανολόγηση ότι από την εκτέλεση δύναται να προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του οφειλέτη και ότι θα ευδοκιμήσει η έφεση που θα οδηγήσει στην παραδοχή της αίτησης του οφειλέτη. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο νόμος ανάλογες με τις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν τάσσει προκειμένου να χορηγήσει την αναστολή τόσο στο πλαίσιο του άρθρ. 5 § 2 όσο και στο πλαίσιο του άρθρ. 6 § 1 ν. 3869/2010. Η διαφοροποίηση πρέπει να εξηγηθεί από την ανάγκη εναρμόνισης με τη ρύθμιση του άρθρ. 763 ΚΠολΔ, παρότι μεταξύ τους υφίσταται διαφορά που έγκειται στο ότι ενώ με την τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζεται η αναστολή εκτέλεσης της προσβληθείσας με έφεση απόφασης, αντιθέτως με το άρθρ. 6 § 5 του ν. 3869/2010 ρυθμίζεται η αναστολή της κατά του οφειλέτη αναγκαστικής εκτέλεσης που επιχειρείται δυνάμει άλλου εκτελεστού τίτλου. Στην περίπτωση του άρθρ. 6 §5 του ν. 3869/2010 εξάλλου, μετά την απόρριψη της αίτησης του οφειλέτη του άρθρ. 4 § I του ίδιου νόμου, δεν υπάρχει πλέον εμπόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του οφειλέτη βάσει κάποιου τίτλου, αφού απορρίπτεται η αίτηση του οφειλέτη και τυχόν χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης 0α έχει ως χρονικό όριο την έκδοση οριστικής απόφασης. Εύλογο επομένως είναι, η χορήγηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, μετά την απορριφθείσα αίτηση του τελευταίου, να έχει ως προϋπόθεση την εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά της απορριπτικής απόφασης και την πιθανολόγηση πρόκλησης στον οφειλέτη ουσιώδους βλάβης από την εκτέλεση καθώς και την ευδοκίμηση της έφεσης. Ενόσω χορηγήθηκε αναστολή και νια όσο διάστημα αυτή ισχύει υπάρχει εκ του νόμου απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (βλ. ΚΡΗΤΙΚΟ. Α., Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδ. 2016. άρθρ. 6 σελ. 253 επ). Ως προς το δικαστήριο δε που είναι αρμόδιο να δικάσει την ως άνω αναστολή, ο νόμος δεν προβλέπει ειδική ρύθμιση, γι' αυτό θα πρέπει να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρ. 763 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, που ορίζει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρος του είναι αρμόδια να αποφασίσουν για την τύχη της άνω αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει εις βάρος του οφειλέτη (ΜΠρΠατρ 98/2022, MΠρΗρ 1261/2019 ΝΟΜΟΣ).

 

II. Με την διάταξη του άρθρ. 1 §1 ν. 3869/2010. όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρ. 1 §1 ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρ. 2 ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94 Α 14.08.2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρ. 2 §5 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρ. 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι «Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο. σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στην διάταξη του άρθρ. 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσης του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσίόπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, τον δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρ. 27 §1 ΠΚ, που ορίζει ότι «Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει τον δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό. προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και. παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει αυτήν. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος, που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το «αποδέχεται». Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Με δόλο, κατά συνέπεια, πράττει ο δράστης στην περίπτωση κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης ή γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσης του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματα του. Η ακριβής έκταση της ζημίας. Οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ανάγονται από τον νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά, την περίπτωση του ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από την διατύπωση του άρθρ. 1 §1 εδ. α' ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην «περιέλευση» του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών, επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά τον χρόνο μετά την ανάληψη αυτής. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση του άρθρ. 1 §1 ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωση του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως, είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτηση τους. είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017 ΝΟΜΟΣ). Η τελευταία περίπτωση συντρέχει και όταν ο οφειλέτης, εν γνώσει του, χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημα του και τη γενικότερη θέση του και συγκεκριμένα όταν δεν φροντίζει για τη διατήρηση του ενεργητικού της περιουσίας του και τη σωστή διαχείριση του ή όταν προβαίνει σε κατασπατάληση του εισοδήματος του ή των περιουσιακών του στοιχείων, με αποτέλεσμα να μειώνει τη δυνητική ροή ρευστότητας που διαθέτει. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να συνδέεται με την πρόκληση της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας να εξοφλήσει τα χρέη του, δηλαδή η πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πρέπει να οφείλεται σε δόλο του. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την πρόβλεψη του άρθρ. 1 §1 εδ. β' ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι' αυτό παραλείφθηκε στον νόμο. κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (άρθρ. 262 §1 ΚΠολΔ) και να τον αποδείξει. Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και, επομένως, παραδεκτή, κατά το άρθρ. 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο. με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών του και παρά ταύτα αποδέχθηκε, το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) τον χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 166/2022, ΑΠ 59/2021, ΑΠ 1174/2019, ΑΠ 515/2018 ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκείμενη περίπτωση με την υπό κρίση αίτηση τους οι αιτούντες εκθέτουν ότι κατόπιν αιτήσεων τους για την υπαγωγή τους στον ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένοι φυσικών προσώπων, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, με την οποία οι αιτήσεις τους απορρίφθηκαν. Ότι κατά της ως άνω απόφασης άσκησαν Εμπρόθεσμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση, την οποία ενσωματώνουν στο προς κρίση δικόγραφο, με την οποία παραπονούνται για την ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης για τους λόγους που εκεί παραθέτουν. Ότι ήδη η όγδοη των καθ' ων έχει εκκινήσει σε βάρος της πρώτης από αυτούς (αιτούντες) διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, με την επίδοση της από 11.09.2020 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμ. ./2020 διαταγής πληρωμής, ενώ στη συνέχεια δυνάμει της υπ' αριθμ. ./29.09.2020 έκθεσης προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση του περιγραφόμενου εκεί ακινήτου της. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι αμφότεροι επείγουσα περίπτωση, λόγω του επικείμενου κινδύνου αναγκαστικής εκποίησης του ακινήτου της πρώτης από αυτούς, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία αμφοτέρων, καθώς και πρόκληση ουσιώδους βλάβης στα συμφέροντα τους από την ως άνω εκποίηση και ισχυριζόμενοι επιπλέον ότι η έφεση τους θα ευδοκιμήσει, ζητούν, κατ' ορθή εκτίμηση των αιτημάτων τους: α) να ανασταλεί η αρξάμενη σε βάρος της πρώτης από αυτούς διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται δυνάμει της ανωτέρα) διαταγής πληρωμής και β) να διαταχθεί η διατήρηση της υπάρχουσας νομικής και πραγματικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους και η απαγόρευση αλλοίωσης ή μείωσης αυτής, με την απαγόρευση κάθε πράξης εκτέλεσης κατά αυτής.

 

Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση εισάγεται αρμοδίως κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 682. 686 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατ' αναλογική εφαρμογή του άρθρ. 763 §3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη της παρούσας. Αναφορικά με το υπό στοιχείο α' αίτημα της, πρέπει ωστόσο να απορριφθεί λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης ως προς τον δεύτερο των αιτούντων, αφού κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση, δεν επισπεύδεται σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση βάσει της αναφερόμενης εκεί διαταγής πληρωμής ή άλλου έστω εκτελεστού τίτλου, με την επίδοση σ' αυτόν αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο με επιταγή προς εκτέλεση, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 924 ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 5706/2020 αδημ.), με αποτέλεσμα η αίτηση να είναι απαράδεκτη ως προς αυτόν. Αντίστοιχα, για τον ίδιο λόγο, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση ως προς το υπό στοιχείο α' αίτημα της και κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος της πρώτης έως και έβδομης των καθ' ων, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης τους, δεδομένου ότι η αίτηση του άρθρ. 6 §5 ν. 3869/2010 στρέφεται μόνο κατά των πιστωτών που έχουν ξεκινήσει την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση κατ' άρθρ. 924 ΚΠολΔ (ΜΠρΘεσ 4610/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 6976/2018 αδημ.), πλην όμως στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην κρινόμενη αίτηση, σε έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προέβη μόνο η όγδοη των καθ' ων. Σημειωτέον ότι, όπως γίνεται δεκτό, η απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που προβλέπεται στο άρθρ. 6 § 5 εδ. γ' ν. 3869/2010 σε περίπτωση χορήγησης αναστολής, ισχύει erga omnes. Κάθε διάθεση επομένως μετά την απόφαση της αναστολής είναι αυτοδικαίως άκυρη κατ' άρθρ. 175 ΑΚ, η δε ακυρότητα είναι απόλυτη ακόμη και κατά των καλόπιστων τρίτων, καθότι επέρχεται εκ του νόμου, έστω και αν δεν αναφέρεται κάτι σχετικό στην απόφαση που διατάσσει την αναστολή. Ως εκ τούτου δεν επιβάλλεται η εκ μέρους του οφειλέτη άσκηση συνεχών αιτήσεων αναστολών κάθε νέας αρξάμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την έκδοση μίας θετικής απόφασης κατά το άρθρ. 6 §5 ν. 3869/2010 (ΜΠρΑΘ 6976/2018 αδημ.). Με βάση τα ανωτέρω ως προς την πρώτη των αιτούντων και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της όγδοης των καθ' ων, η αίτηση είναι νόμιμη, ως προς το υπό στοιχείο α' αίτημα της, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρ. 6 § 5 ν. 3869 2010. Αντιθέτως είναι μη νόμιμη ως προς το υπό στοιχείο β' αίτημα της, και ειδικότερα, ως προς μεν το πρώτο σκέλος αυτού, περί διατήρησης της υπάρχουσας νομικής και πραγματικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας των αιτούντων και περί απαγόρευσης αλλοίωσης ή μείωσης της περιουσίας τους, διότι δεν στηρίζεται στον νόμο, ούτε βέβαια και στο άρθρ. 6 §2 ν. 3869/2010 που αφορά τη λήψη μέτρων κατά του οφειλέτη (και όχι υπέρ αυτού), ώστε να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της (ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΑΘ.. Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν. 3869/2010 όπως ισχύει μετά τις επελθούσες νομοθετικές μεταβολές, έκδ. 4η, σελ. 273), ως προς δε το δεύτερο σκέλος αυτού, περί απαγόρευσης κάθε μελλοντικής πράξης εκτέλεσης κατά της περιουσίας τους. διότι για τη θεμελίωση του αιτήματος αναστολής, η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να έχει ξεκινήσει, ενώ το επικείμενο της εκτέλεσης δεν αρκεί. Κατόπιν τούτων η αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

 

Από τη χωρίς όρκο εξέταση του δεύτερου των αιτούντων που εξετάσθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και άλλα ως δικαστικά τεκμήρια, από όλα όσα ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και με τα έγγραφα σημειώματα τους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα και ο σύζυγος της με τις υπ' αρ. ... αιτήσεις τους,

ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, επικαλούμενοι ότι είναι φυσικά πρόσωπα χωρίς εμπορική ιδιότητα και ότι έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των προς τις εκεί καθ' ων η αίτηση ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους, ζήτησαν να επικυρωθεί το προτεινόμενο από αυτούς σχέδιο διευθέτησης οφειλών, άλλως να γίνει ρύθμιση από το δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 8 του ν. 3869/2010 και να εξαιρεθεί από τη ρευστοποίηση η κύρια κατοικία της αιτούσας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 9 § 2 του ίδιου νόμου, ώστε με την τήρηση της ρύθμισης να επέλθει απαλλαγή τους από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. ... απόφαση του, αφού συνεκδίκασε τις δύο παραπάνω αιτήσεις, τις απέρριψε ως αβάσιμες κατ' ουσίαν, δεχόμενο την προβληθείσα. από τους εκεί παριστάμενους, καθ' ων οι αιτήσεις και από την εκεί κυρίως παρεμβαίνουσα, ένσταση ότι οι αιτούντες δολίως είχαν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής η αιτούσα άσκησε την 01.07.2020 νομότυπα και εμπρόθεσμα έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί την 10.11.2023. Με τον τρίτο λόγο της ως άνω έφεσης της και με τον πρόσθετο λόγο αυτής, που εκτιμώνται ενιαία, η εν προκείμενο) αιτούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ορισμένη και παραδεκτή την ως άνω ένσταση δολιότητας. την οποία έπρεπε να είχε απορρίψει ως αόριστη. Αναφορικά με τον λόγο αυτόν της έφεσης πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Κατά τη συζήτηση της αίτησης της εν προκειμένω αιτούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας η εκεί πρώτη των καθ' ων ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «... Α.Ε.» με τις έγγραφες προτάσεις της, προς θεμελίωση της ένστασης δολιότητας. ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα εν προκείμενω κρίσιμα: «Από μια απλή επισκόπηση της κατάστασης των πιστωτών προκύπτει ότι οι οφειλές της αιτούσας των οποίων ζητά τη ρύθμιση προέρχονται από δάνεια και κάρτες και αγγίζουν το υπέρογκο ποσό των 900.000 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω κρίνουμε ότι είναι δύσκολο να αποκλεισθεί η συνδρομή δόλου στο πρόσωπο της οφειλέτριας. Ο δόλος συνίσταται στην από μέρους της ανάληψη της ευθύνης για αποπληρωμή συνολικού χρέους ύψους 889.347.08 ευρώ, χωρίς να έχει τη σχετική οικονομική δυνατότητα ήδη από τον χρόνο κατάρτισης των ως άνω πολυάριθμων συμβάσεων ... Επομένως η αιτούσα γνώριζε τις οικονομικές της δυνατότητες, εντούτοις προέβαινε αλόγιστα και χωρίς επιμέλεια σε συνεχή δανεισμό, αν και γνώριζε εκ των προτέρων την αδυναμία κάλυψης των υποχρεώσεων της, προκειμένου να εξασφαλίσει ανώτερο επίπεδο ζωής από αυτό που της επέτρεπε το εισόδημα της και πάντως υπερβαίνοντας το μέτρο του μέσου καταναλωτή... Με βάση τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα καθίσταται σαφές ότι η αιτούσα είχε περιάγει τον εαυτό της σε δόλια αδυναμία αποπληρωμής των χρεών της, πριν καν ανακύψει η σχετική ευθύνη της γι' αυτά, δηλαδή ήδη από τον χρόνο της λήψης των δανείων και των πιστωτικών καρτών. Υπό τα περιστατικά αυτά η υπαιτιότητα της αιτούσας είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον προέβλεψε το αποτέλεσμα της αδυναμίας πληρωμής των χρεών της ως πιθανό και το αποδέχθηκε ...» (σελ. 11-12 των προτάσεων της). Επιπρόσθετα η εκεί πρώτη των καθ' ων ανέφερε τη συνολική οφειλή της αιτούσας κατά τον χρόνο κατάθεσης των προτάσεων της, ανερχόμενη στο ποσό των 518.921.33 ευρώ από σύμβαση στεγαστικού δανείου, στο ποσό των 153.738.44 ευρώ από σύμβαση στεγαστικού δανείου και στο ποσό των 23.370.98 ευρώ από σύμβαση καταναλωτικού δανείου (σελ. 12 - 13 των προτάσεων της). Περαιτέρω, το εκεί έκτο των καθ' ων με τις έγγραφες προτάσεις του ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα εν προκειμένω κρίσιμα: «Η εν προκειμένω η αιτούσα είχε λάβει από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το 2008 ένα δάνειο ποσού 20.000 ευρώ για την εξυπηρέτηση του οποίου είχε αρχικά εκχωρήσει ποσό 231.30 ευρώ από τις μηνιαίες αποδοχές της. Η αιτούσα δηλαδή σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα χρέη που είχε στα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, όπως προκύπτει από την υπό κρίση αίτηση της, δημιούργησε ένα χρέος συνολικού ύψους 889.347.08 ευρώ, υπέρμετρο σε σχέση με το εισόδημα που είχε εκείνη την εποχή από τον μισθό της, υπερβαίνοντας το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή, μολονότι γνώριζε ότι ήδη κατά τον χρόνο ανάληψης του αλλά και στο μέλλον θα αδυνατούσε να το καλύψει ή τουλάχιστον αποδεχόμενη πλήρως ως πιθανό αποτέλεσμα την αδυναμία πληρωμής του και αψηφώντας για τις συνέπειες. Υπό τα περιστατικά αυτά η υπαιτιότητα της αιτούσας είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον προέβλεψε το αποτέλεσμα αυτό (της αδυναμίας πληρωμής των χρεών της) ως πιθανό και το αποδέχθηκε ...» (σελ. 7 των προτάσεων του). Τέλος κατά τη συζήτηση της αίτησης της αιτούσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου άσκησε κυρία παρέμβαση η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» η οποία με τις έγγραφες προτάσεις της. προς θεμελίωση της ένστασης δολιότητας, ισχυρίσθηκε ότι η εκεί αιτούσα «...είχε δημιουργήσει χρέη προς πιστωτικά ιδρύματα ανερχόμενα σε 889.347.08 ευρώ και συνιστάμενα κυρίως σε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, ορίζοντας ότι βάσει των εισοδημάτων της και της εν γένει περιουσιακής της κατάστασης ουδέποτε θα ήταν σε θέση να τα εξοφλήσει. Ειδικότερα, αν και γνώριζε ότι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει τις οφειλές της, εντούτοις συνέχιζε να χρεώνει τις πιστωτικές κάρτες που κατείχε ενώ ταυτόχρονα σύναψε και καταναλωτικά δάνεια αποδεχόμενη την ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων των οποίων η εξυπηρέτηση ήταν μελλοντικά επισφαλής, δεδομένου μάλιστα ότι δεν υφίστατο καμία αναγκαιότητα για τη λήψη τους ...» (σελ. 9 - 10 των προτάσεών της), ενώ επιπλέον ισχυρίσθηκε ότι «Η αιτούσα δημιούργησε τα ένδικα χρέη ... προβαίνοντας σε δυσανάλογο δανεισμό, αν και γνώριζε εξ αρχής και αποδεχόταν την αδυναμία κάλυψης του δανείου και εξυπηρέτησης του συνολικά, προκειμένου να εξασφαλίσει ανώτερο επίπεδο διαβίωσης από αυτό που της επέτρεπε το εισόδημα της υπερβαίνοντας το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή ... ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι τα εισοδήματα της υπέστησαν συντριπτική συρρίκνωση, αυτά επ' ουδενί επαρκούσαν ούτως ή άλλως για την κάλυψη των υπέρογκων δανειακών της υποχρεώσεων ... Συνεπώς η μόνιμη αδυναμία στην κρινόμενη υπόθεση υπήρξε από τον χρόνο λήψης των δανείων και των πιστωτικών καρτών ...» (σελ. 11 των προτάσεων της). Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως. η προβληθείσα ως άνω ένσταση πιθανολογείται πως θα κριθεί ως απαράδεκτη, λόγιο αοριστίας, διότι οι ως άνω πιστώτριες τράπεζες και το ως άνω ν.π.δ.δ. που είχαν κατά τον νόμο. το βάρος της επίκλησης και απόδειξης του δόλου της Οφειλέτη, παρέλειψαν, κατά την προβολή της ένστασης τους να αναφέρουν: α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που η αιτούσα οφειλέτης είχε συμφωνήσει να λάβει, β) τον χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα εισοδήματα της κατά τον χρόνο λήψης το>ν δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλλει. ε) τις οικονομικές δυνατότητες αυτής κατά τον χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές της δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός της θα την οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Ενόψει τούτων, πιθανολογείται ότι η ασκηθείσα έφεση της αιτούσας κατά της υπ' αριθμ. 391/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, που βάλλει κατά της αιτιολογίας με την οποία η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ορισμένη και παραδεκτή την προβληθείσα ως άνω ένσταση περί δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση μόνιμης αδυναμία πληρωμής των δανειακών της υποχρεώσεων και στη συνέχεια την έκανε δεκτή κατ' ουσίαν, απορρίπτοντας για τον λόγο αυτόν την αίτηση, θα γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και θα υπαχθεί η αιτούσα στις διατάξεις του ν. 3869/2010, γενόμενης δεκτής της αίτησης της, δεδομένου ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της και οι λοιπές προϋποθέσεις υπαγωγής στον ν. 3869/2010. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι την 27.04.2020 εκδόθηκε, κατόπιν αίτησης της όγδοης των εν προκειμένω καθ' ων, σε βάρος της εν προκειμένω αιτούσας, η υπ' αριθμ. ./2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, αντίγραφο από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της οποίας με την από 11.09.2020 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στην αιτούσα την 15.09.2020. Ακολούθως δυνάμει της υπ' αριθμ. ./29.09.2020 κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο μοναδικό ακίνητο της αιτούσας που αποτελεί την κύρια κατοικία της και ορίσθηκε ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού η 12.05.2021 κατά την οποία όμως αυτός ανεστάλη και στη συνέχεια η 28.07.2021 κατά την οποία ανεστάλη εκ νέου. Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων λόγω της ήδη αρξαμένης αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία πιθανολογείται ότι θα προκαλέσει ουσιώδη βλάβη στα συμφέροντα της αιτούσας, καθώς σε περίπτωση που αυτή προχωρήσει και οδηγήσει σε πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας της. θα καταστεί χωρίς αντικείμενο η κρίση του δικάζοντος την έφεση Δικαστηρίου, ειδικώς ενόψει της εφαρμογής του άρθρ. 9 §2 του ν. 3869/2010. 0α πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ως προς αυτήν και να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται κατά τα ανωτέρω από την όγδοη των καθ΄ων σε βάρος της. μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσης έφεσης κατά της υπ' αριθμ. 391/2018 οριστικής απόφασης εκούσιας δικαιοδοσίας του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, που εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Παράβολο ερημοδικίας ως προς τις ερημοδικαζόμενες καθ' ων η αίτηση δεν πρέπει να οριστεί, αφού κατά της απόφασης αυτής δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 699 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης, δεύτερης, τρίτης, πέμπτης, έκτης και έβδομης των καθ' ων η αίτηση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς τον δεύτερο των αιτούντων και ως προς την πρώτη έως και έβδομη των καθ' ων, καθώς και ό,τι άλλο κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αίτηση ως προς την πρώτη των καθ' ων.

 

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από την όγδοη των καθ' ων σε βάρος της πρώτης των αιτούντων με την υπ' αριθμ. .../2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την παρά πόδα αυτής από 11.09.2020 επιταγή προς εκτέλεση και την υπ' αριθμ. .../29.09.2020 κατασχετήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση  επί  της από  30.06.2020  και  με αριθμό  έκθεσης  κατάθεσης έφεσης της κατά της υπ' αριθμ. ... απόφασης εκούσιας δικαιοδοσίας του Ειρηνοδικείου Κρωπίας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 3 Ιανουαρίου 2023 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με την παρουσία της Γραμματέα.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ   για τη δημοσίευση