ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρ (Ασφ.Μ.) Αθ 2555/2021

 

Αυτοδίκαιη άρση ισχύος απόφασης ασφαλιστικών μέτρων -

Αντικείμενο δίκης -.

 

Επί του αιτήματος ανάκλησης δικαστικής απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από τον πατέρα για την ανάθεση της προσωρινής επιμέλειας και την επιδίκαση διατροφής εξ αιτίας της αυτοδίκαιης ανάκλησης, άλλως της άρσης της ισχύος της απόφασης επειδή δεν ασκήθηκε εντός της προθεσμίας των 30 ημερών που όρισε η δικαστική απόφαση από την δημοσίευσή της, τακτική αγωγή άλλως την μεταρρύθμιση της δικαστικής απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ρυθμίζει προσωρινά μία κατάσταση μεταξύ των διαδίκων, είναι εκτελεστή και αποτελεί πρόκριμα για το Δικαστήριο της ουσίας και η ισχύς της αποδυναμώνεται μεταξύ των άλλων και παύει να ισχύει με την απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας, πλην της περιπτώσεως της αυτοδίκαιης άρση της ισχύος των αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων η οποία επέρχεται στην έννομη τάξη δίχως να απαιτείται δικαστική απόφαση από την στιγμή που δεν ασκείται το τακτικό μέσο της αγωγής που ορίζει ο Δικαστής στο διατακτικό του. Κατ΄ επέκταση η αποδυνάμωση της δικαστικής αποφάσεως και η άρση της ισχύος της, η οποία έως την αυτοδίκαιη ανάκλησή της περιβάλλεται με τον μανδύα της νομιμότητας, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί με απόφαση Δικαστηρίου καθ΄οσον για την έννομη τάξη αφού έχει χάσει την ισχύ της και έχει αυτοδικαίως ανακληθεί, δεν ισχύει. Στο Δικαστήριο που εξέδωσε απόφαση που αυτοδικαίως έχει ανακληθεί μπορεί να προσβληθούν με ανακοπή και να ζητηθεί η ακύρωση μόνο των πράξεων εκτελέσεως που στηρίζονται στην απόφαση και όχι η ίδια απόφαση καθόσον δεν υφίσταται ως τίτλος.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 2555/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Σταματίνα Λαού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κλήρωσης χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 28 Ιουνίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αιτούντος : . κατοίκου Βουλγαρίας, πόλη Μπλαγκόεβραγκραντ, οδός ., ενεργούντος ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων του ..., ο οποίος εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο και παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Καραχάλιου.

 

Της καθ' ης η αίτηση : ... κατοίκου Αθηνών, οδός ..., ενεργούσας ατομικώς και ως έχουσας προσωρινά την επιμέλεια των δύο ανηλίκων τέκνων της ..., την οποία εκπροσώπησε η πληρεξουσία δικηγόρος της Δήμητρα Φλώρου.

 

Ο αιτών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28-5-2021 αίτηση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2021 και ./2021 αντίστοιχα και προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων μερών ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων έχει κατά το άρθρο 695 ΚΠολΔ προσωρινή ισχύ και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση, δηλαδή τα ασφαλιστικά μέτρα, ως μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των εριζόμενων δικαιωμάτων των διαδίκων μέχρι την οριστική κρίση της διαφοράς τους ή τη ρύθμιση μέχρι τότε μιας κατάστασης προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ή λόγω συνδρομής επείγουσας περίπτωσης (άρθρο 682 ΚΠολΔ), έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα και συνδέονται τελολογικά με την κύρια διαγνωστική δίκη και κατ' επέκταση με το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα. Ωστόσο, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί γνήσια εκδήλωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, αφού η κρίση της είναι αυθεντική και συνεπώς δεσμευτική για το αντικείμενο της δίκης, δηλαδή ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία, δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας και αναλόγως ως προς τα ληπτέα ασφαλιστικά μέτρα, με τα οποία διαπλάσσονται προσωρινά οι ουσιαστικές σχέσεις των διαδίκων. Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων είναι διαπλαστική, ακόμα και όταν υποχρεώνει σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, αφού η αντίστοιχη υποχρέωση είναι και πάλι αποτέλεσμα διάπλασης, καθώς δεν στηρίζεται σε αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση, το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα δεν είναι αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά απλό προδικαστικό ζήτημα, που εξετάζεται παρεμπιπτόντως'για να θεμελιωθεί στη συνέχεια με τις προϋποθέσεις του άρθρου 682 ΚΠολΔ το συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος). Η απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα έχει προσωρινή ισχύ με την έννοια ότι δεσμεύει και μπορεί να εκτελεστεί ενόσω δεν έχει καταλυθεί, όμως και μετά την κατάλυση της καλύπτει μόνιμα με τον μανδύα της μονιμότητας τη διάπλαση που πραγματοποιήθηκε σε συμμόρφωση μ' αυτή, αφού κατά την κρατούσα γνώμη η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, επειδή ακριβώς δεν είναι αποτέλεσμα ενδίκου μέσου (παρά μόνο στην περίπτωση του άρθρου 734 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν θίγει την αρχική νομιμότητα των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά τη νομιμότητα της διατήρησης τους και συνεπώς δεν οδηγεί σε αναδρομική άρση των συνεπειών τους, προπάντων αν πρόκειται να θιγεί η ασφάλεια του δικαίου. Έτσι, η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατ' εξαίρεση έχει αναδρομικά αποτελέσματα, δηλαδή αν αφορά προσημείωση υποθήκης (άρθρο 1277 σε συνδυασμό με άρθρο 1331 και 1280 εδ. β'ΑΚ) ή στην περίπτωση του άρθρου 730 παρ. 1 ΚΠολΔ και βέβαια όταν πρόκειται για απόφαση προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής που εξαφανίσθηκε ύστερα από έφεση. Αντίστοιχα, δεν ανατρέπεται αναδρομικά, αλλά μόνο για το μέλλον και το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και καλύπτει αυθεντικά το αντικείμενο της σχετικής δίκης. Με την ειδικότερη αυτή έννοια η προσωρινής ισχύς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων χαρακτηρίζει ως προσωρινό και το δεδικασμένο της, το οποίο πάντως κάμπτεται έμμεσα όταν εκτοπισθεί από το δεδικασμένο της απόφασης για την κύρια δίκη. Ως κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νοούνται συστηματικά οι περιπτώσεις της αυτοδίκαιης αποδυνάμωσης της κατά τα άρθρα 693 παρ. 2, 694 παρ. 2, 715 παρ. 5, 727, 729 παρ. 5, 730 ΚΠολΔ, της ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της με δικαστική απόφαση κατά τα άρθρα 696 - 698, 702 παρ. 2 εδ. β'ΚΠολΔ, όπως επίσης και η εξαφάνιση ειδικά της απόφασης προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής ύστερα από έφεση κατά το άρθρο 734 παρ. 3 ΚΠολΔ, ενώ υπό ευρεία έννοια κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων συνιστά και η ανάλωση της κατά το περιεχόμενο της με εκούσια προς αυτήν συμμόρφωση ή αναγκαστική εκτέλεση της. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 693 ΚΠολΔ, αν το ασφαλιστικό μέτρο διατάχθηκε πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, εκείνος που το διατάζει μπορεί να ορίσει, κατά την κρίση του, προθεσμία για την άσκηση της, όχι όμως μικρότερη από τριάντα ημέρες, αν δε η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο, εκτός αν ο αιτών πέτυχε μέσα στην προθεσμία αυτή την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου σημαίνει ότι αυτό παύει πλέον να ισχύει για το μέλλον είτε έχει ήδη εκτελεσθεί είτε όχι, ενώ συγχρόνως αποδυναμώνεται ως εκτελεστός τίτλος και η απόφαση που το διέταξε, με εξαίρεση τη διάταξη της για τα δικαστικά έξοδα. Η συνέπεια αυτή δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο, είναι όμως αυτονόητη, αφού δεν είναι δυνατόν να αίρεται το ασφαλιστικό μέτρο και παράλληλα η απόφαση που το διέταξε να διατηρεί την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος. Η αποδυνάμωση της απόφασης επέρχεται αυτόματα και δεν απαιτεί τη δικαστική βεβαίωση της, δεν αποκλείεται όμως να ερευνηθεί στο πλαίσιο διαφοράς κατά το άρθρο 702 ΚΠολΔ, αν επιχειρηθεί η εκτέλεση της αποδυναμωμένης απόφασης ή υπάρχει γενικώς αμφισβήτηση ως προς την ισχύ της. Αντίστοιχα δεν υπάρχει έννομο συμφέρον για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποδυναμωμένης ήδη απόφασης (ΜΠΘεσ/κης 319/2019 - Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 700 παρ. 1 και 702 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τις οποίες η μεν πρώτη ορίζει ότι η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικό μέτρο εκτελείται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης και η δεύτερη ορίζει ότι διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί ολικά ή εν μέρει απόφαση γι'αυτό, δικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η ανακοπή (άλλως αντιρρήσεις) κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, όπως είναι μεταξύ άλλων και η απόφαση περί προσωρινής επιδίκασης απαίτησης (άρθρο 728 ΚΠολΔ) και άρα και η επιδίκαση προσωρινής διατροφής, δικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εφαρμοζομένων συμπληρωματικά και των διατάξεων των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, εφόσον συμβιβάζονται προς τη φύση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Αντικείμενο της δίκης της ανακοπής του άρθρου 702 ΚΠολΔ κατά της εκτέλεσης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να είναι μόνο ακυρότητες ή αταξίες της εκτέλεσης και όχι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης, συνακόλουθα δε αίτημα αυτής μπορεί να είναι μόνο η ακύρωση των πράξεων εκτέλεσης και όχι η εξαφάνιση της διατάζουσας τα ασφαλιστικά μέτρα απόφασης. Επομένως, σαφώς εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης δεν δύνανται να αντιμάχονται προς το προσωρινό δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση, καθόσον παράπονα κατ'αυτής μόνο με αίτηση ανάκλησης είναι δυνατό να προβληθούν, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ ή και του άρθρου 936 ΚΠολΔ κατά της εκτέλεσης ασφαλιστικών μέτρων θεμελιώνουν κάθε είδους ακυρότητες της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Ανάλογα αν πρόκειται για αυτοδίκαιη ή μη ακυρότητα δικαιολογείται και η άσκηση αναγνωριστικής ή διαπλαστικής- ανακοπής. Ακυρωτική (διαπλαστική) ανακοπή της απόφασης δικαιολογεί και η επίσπευση εκτέλεσης με βάση απόφαση ασφαλιστικών μέτρων που έχουν αποδυναμωθεί, εξαφανισθεί (π.χ. κατά το άρθρο 734 ΚΠολΔ) ή ανακληθεί (άρθρα 696, 697 ΚΠολΔ), όχι όμως και απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα τα οποία αυτοδικαίως ήρθησαν (π.χ. κατά το άρθρο 693 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ δυνατή είναι και η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση. Επιτρεπτή η άσκηση ανακοπής κατά του κύρους της εκτέλεσης, αν στο μεταξύ αρθεί το ασφαλιστικό μέτρο είτε λόγω μη εμπρόθεσμης άσκησης της αγωγής για την κύρια υπόθεση είτε λόγω ανάκλησης της υπόθεσης. Αν η ανακοπή είναι απλώς αναγνωριστική, δεν υπόκειται σε προθεσμία, όπως και η ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, ενώ επί διαπλαστικής ανακοπής ισχύουν οι προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ (ΜΠΑ 1895/2017-Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, ΜΠΘεσ/κης 3626/2017 και 3628/2017-Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, ΜΠΡοδ 394/2018 και 349/2018- Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων, ΜΠΣερ 72/2017-Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 698 παρ. 1 ΚΠολΔ, η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικό μέτρο ανακαλείται ολικά ή εν μέρει : α) αν εκδοθεί απόφαση στη δίκη για την κύρια υπόθεση κατά εκείνου ο οποίος έχει ζητήσει το ασφαλιστικό μέτρο και γίνει τελεσίδικη, β) αν εκδοθεί οριστική απόφαση που τον ωφελεί και εκτελεστεί, γ) αν συμφωνηθεί συμβιβασμός για την κύρια υπόθεση και δ) αν περάσουν τριάντα ημέρες από την κατάργηση ή περάτωση της δίκης με άλλο τρόπο. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η ως άνω υποχρεωτική ολική ή μερική ανάκληση των ασφαλιστικών μέτρων, ανάλογα με την έκβαση της κύριας δίκης, είναι απόρροια του παρεπόμενου χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων ως προς την κύρια διαγνωστική δίκη (ΜΠΠειρ 1161/2018-Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, οι διατάξεις των άρθρων 696 - 698 ΚΠολΔ ρυθμίζουν την ανάκληση και τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων. Η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων έχει επανορθωτικό κυρίως στόχο, που υπαγορεύεται από την ανάγκη να περιορισθούν οι δυσμενείς συνέπειες από τα ασφαλιστικά μέτρα και να αποτραπεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων. Η ρύθμιση αυτή, όπως προδιαγράφεται από τα παραπάνω άρθρα, εμφανίζεται, μεταξύ άλλων, υπό : α) τη μορφή της αίτησης ανάκλησης (ή μεταρρύθμισης) από διάδικο που δεν κλητεύθηκε και δεν παρέστη στη δίκη (άρθρο 696 παρ. 1 ΚΠολΔ) και β) αίτηση ανάκλησης (ή μεταρρύθμισης) λόγω μεταβολής πραγμάτων (άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες εμφανίζουν το κοινό χαρακτηριστικό του ότι η ανάκληση δεν αφορά τη νομιμότητα του ασφαλιστικού μέτρου, αλλά τη νομιμότητα διατήρησης του, ενώ η ανακλητική απόφαση, η οποία είναι διαπλαστικής φύσης, συνεπάγεται την άρση του ασφαλιστικού μέτρου. Αίτηση ανάκλησης μπορεί να ασκήσει ο διάδικος, ο οποίος δεν κλητεύθηκε καθόλου ή νομότυπα ή εμπρόθεσμα στη συζήτηση της αίτησης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δεν έλαβε μέρος στη δίκη, με συνέπεια να στερηθεί το δικαίωμα ακρόασης. Δεν αρκεί όμως το γεγονός ότι ο καθ'ου το διαταχθέν μέτρο ισχυρίζεται και αποδεικνύει απλώς τη μη κλήτευση του, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να προβάλει και να πιθανολογήσει ότι το μέτρο τούτο δεν διατάχθηκε νόμιμα, λόγω μη συνδρομής των αναγκαίων προϋποθέσεων για την παροχή προσωρινής σε βάρος του δικαστικής προστασίας. Η πιο συνήθης περίπτωση ανάκλησης είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «Το δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα έως της συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση έχει δικαίωμα, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφαση του, εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της». Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε για να παρασχεθεί η δυνατότητα ανάκλησης του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου μόνο στον διάδικο κατά του οποίου ζητήθηκε η λήψη του, ο οποίος είτε κλητεύθηκε και δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της εναντίον του αίτησης, είτε εμφανίσθηκε και ηττήθηκε. Κατά την αντίστοιχη του όρου αυτού έννοια, νέα στοιχεία συνιστώντα μεταβολή πραγμάτων νοούνται καταρχήν τα μετά την έκδοση της ανακλητέας ή μεταρρυθμιστέας απόφασης πραγματικά περιστατικά, που έλαβαν χώρα και τα οποία δεν είχαν τεθεί υπό την κρίση του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου. Ανάκληση επιτρέπεται ακόμα και στην περίπτωση που ο αιτών προβάλλει πραγματικά γεγονότα, τα οποία προϋπήρχαν της υπό ανάκληση απόφασης, αλλά ήταν άγνωστα κατά τον χρόνο εκείνο στον καθ'ου και αποκαλύφθηκαν μεταγενέστερα ή ήταν μεν γνωστά, αλλά αυτός δεν είχε τη δυνατότητα προσαγωγής των υπαρχόντων προγενέστερων αποδεικτικών μέσων από δικαιολογημένη αιτία, είτε διότι υπήρξε άλλη συγγνωστή αδυναμία των διαδίκων και γενικότερη εύλογη αιτία. Μεταβολή πραγμάτων δεν συνιστά οποιοδήποτε νεώτερο πραγματικό γεγονός, που αναφέρεται «στον κύκλο των συναφών ενδιαφερόντων του αιτούντος», αλλά γεγονός που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το περιεχόμενο του κριθέντος δικαιώματος και σε συνάρτηση προς τα γεγονότα, στα οποία στηρίχθηκε η προηγούμενη απόφαση, ώστε να μορφώνεται αντίθετη ή διάφορη κρίση. Δεν θεωρούνται συνεπώς νέα στοιχεία, διότι δεν συνιστούν μεταβολή των πραγμάτων που να δικαιολογούν την ανάκληση της απόφασης : 1) οι πραγματικές πλημμέλειες αυτής, δηλαδή η κακή εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπόψη του, 2) η προσαγωγή κατά τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης το πρώτον νέων αποδεικτικών μέσων π.χ. μαρτύρων κ.λπ. για πραγματικά περιστατικά που προϋπήρχαν της ενώπιον του δικαστή εκδίκασης της αίτησης, εκτός της ως άνω περίπτωσης (γνώση πραγμάτων μετά την έκδοση της απόφασης και προσκομιδή από δικαιολογημένη αιτία), 3) οι νομικές πλημμέλειες της απόφασης, δηλαδή τα νομικά σφάλματα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων. Η ανάκληση προϋποθέτει οπωσδήποτε παύση οποιασδήποτε των προϋποθέσεων για τις οποίες διατάχθηκε το ασφαλιστικό μέτρο ή και όλων (ουσιαστική αξίωση και το επείγον της περίπτωσης ή το επικείμενο του κινδύνου). Τέλος, επί ανακλητικής αίτησης ο κίνδυνος ή η επείγουσα περίπτωση δεν συνιστούν στοιχείο του εννόμου συμφέροντος του παραδεκτού της αίτησης (ΜΠΣυρ 25/2019 - Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση του ο αιτών εκθέτει ότι με την υπ' αριθμ. 1313/24-2-2020 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανατέθηκε στην καθ'ης - πρώην σύζυγο του αιτούντος η προσωρινή επιμέλεια των δύο ανηλίκων τέκνων τους, διαταχθέντος του αιτούντος να παραδώσει στην καθ' ης τον ανήλικο υιό τους με απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, υποχρεώθηκε ο αιτών να καταβάλει στην καθ' ης ως προσωρινή διατροφή για έκαστο των ανηλίκων τέκνων τους το ποσό των 150 ευρώ και ορίστηκε χρόνος τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης για την άσκηση κύριας αγωγής ως προς την οριστική ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων των διαδίκων. Ότι, συνυπολογισθείσας και της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων κατά το χρονικό διάστημα από τις 13-3-2020 μέχρι και τις 30-6-2020 λόγω της πανδημίας COVID - 19, η ως άνω ταχθείσα προθεσμία για άσκηση της αγωγής παρήλθε άπρακτη στις 13-7-2020, καθόσον η καθ'ης δεν προέβη μέχρι τότε σε επίδοση προς τον αιτούντα αγωγής περί ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους, αλλά σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο και δη στις 24-7-2020. Ότι στο πλαίσιο αυτό, ο αιτών εξακολούθησε να ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου υιού των διαδίκων, που ασκούσε ήδη από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2019. Ότι στις 23-4-2021 η καθ'ης προσέγγισε στο σχολείο του τον υιό των διαδίκων και με τη βοήθεια τρίτου άγνωστου προσώπου τον επιβίβασε σε όχημα και τον εξαφάνισε, καθόσον ο αιτών έκτοτε αγνοεί πού βρίσκεται ο υιός του. Ότι η καθ'ης, που κατοικούσε στην Αθήνα με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, δεν επιτρέπει στον αιτούντα την επικοινωνία με την ανήλικη θυγατέρα τους. Ότι ο αιτών αγνοεί πού βρίσκονται αμφότερα τα τέκνα του, καθόσον η καθ'ης τα έχει εξαφανίσει, γεγονός που συνιστά κακή άσκηση εκ μέρους της του γονεϊκού της καθήκοντος και δικαιολογεί τη μεταρρύθμιση της ως άνω δικαστικής απόφασης κατά τρόπο ώστε να αποδοθεί στον αιτούντα η επιμέλεια άλλως η συνεπιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. Με βάση τα προεκτεθέντα, ο αιτών ζητεί, κατ'ορθή εκτίμηση του δικογράφου : α) να αναγνωρισθεί η αυτοδίκαιη άρση ισχύος της ανωτέρω υπ' αριθμ. 1313/24-2-2020 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού και να διαταχθεί για το λόγο αυτό, καθώς και σύμφωνα, όπως παραδεκτώς συμπλήρωσε με το σημείωμα του, και με τη διάταξη του 698 παρ. 1 περ. δ' ΚΠολΔ, η ανάκληση της, άλλως β) να μεταρρυθμισθεί η ως άνω δικαστική απόφαση και να ανατεθεί προσωρινά στον αιτούντα η επιμέλεια άλλως η συνεπιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. Με βάση το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η κρινόμενη αίτηση παραδεκτά και αρμοδίως καθ'ύλην και και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 702 παρ. 1 και 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη κατά την επικουρική της βάση περί μεταρρύθμισης της επίδικης δικαστικής απόφασης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1518, 1531, 1532, 1533 ΑΚ, 176, 683 επ., 696 παρ. 3, 697 ΚΠολΔ. Ωστόσο, τυγχάνει μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η αυτοδίκαιη άρση ισχύος της υπ' αριθμ. 1313/2020 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτεθέντα και στις αντίστοιχες νομικές σκέψεις της παρούσας, αν μεν το δικόγραφο εκτιμηθεί ως αίτηση, δεν απαιτείται δικαστική βεβαίωση του γεγονότος ότι η απόφαση έχει αποδυναμωθεί λόγω αυτοδίκαιης άρσης του ασφαλιστικού μέτρου, αν δε εκτιμηθεί ως ανακοπή του άρθρου 702 παρ. 1 ΚΠολΔ, αίτημα αυτής μπορεί να είναι μόνο η ακύρωση των πράξεων εκτέλεσης και όχι η εξαφάνιση της διατάζουσας τα ασφαλιστικά μέτρα απόφασης. Περαιτέρω, το αίτημα της κύριας βάσης να ανακληθεί η επίδικη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων τυγχάνει μη νόμιμο, αφενός μεν κατά το σκέλος του που επιχειρείται η θεμελίωση του στην αυτοδίκαιη άρση ισχύος της εν λόγω απόφασης, καθόσον, κατά τα εκτεθέντα και στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας, η ανάκληση προϋποθέτει μεταβολή γεγονότων που τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το περιεχόμενο του κριθέντος δικαιώματος και σε συνάρτηση προς τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε η ανακλητέα απόφαση, ως τέτοιου μη νοούμενου της αυτοδίκαιης άρσης ισχύος της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης της οποίας ζητείται η ανάκληση, αφετέρου δε κατά το σκέλος που επιχειρείται η θεμελίωση της στη διάταξη του άρθρου 698 παρ. 1 περ. δ' ΚΠολΔ, ήτοι διότι παρήλθαν τριάντα (30) ημέρες από την περάτωση ή κατάργηση της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον, σύμφωνα με την αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας, η προεκτεθείσα νομική διάταξη αναφέρεται στους τρόπους περάτωσης ή κατάργησης της κύριας δίκης και όχι της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ήτοι κατά την επικουρική της βάση περί μεταρρύθμισης της επίδικης δικαστικής απόφασης.

 

Από την επ' ακροατηρίω ανωμοτί κατάθεση του αιτούντος, την υπ' αριθμ. ./1-7-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., που συντάχθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών με επιμέλεια του αιτούντος και την υπ'αριθμ. ./1-7-2021 έκθεση κατάθεσης της μάρτυρος ..., που συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου του Πρωτοδικείου Σούμεν . με επιμέλεια της καθ'ης η αίτηση, οι οποίες ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται υπόψη παρά το γεγονός ότι δεν κλήθηκαν κατά τη λήψη τους οι εκάστοτε αντίδικοι και δη στην μεν ληφθείσα με επιμέλεια του αιτούντος η καθ' ης, στη δε ληφθείσα με επιμέλεια της καθ' ης ο αιτών, καθόσον στην προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει η ελεύθερη απόδειξη (ΕΘεσ/κης 1905/2017, ΕΑιγ 39/2021 και ΜΠΘεσ/κης 7/2019 ΗΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν αμφότερα τα διάδικα μέρη, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, πιθανολογήθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά : με την υπ' αριθμ. 1313/24-2-2020 απόφαση του Μονομελούς Ασφαλιστικών Μέτρων έγινε δεκτή αίτηση της καθ'ης η αίτηση κατά του αιτούντος περί ανάθεσης προσωρινής επιμέλειας και καθορισμού προσωρινής διατροφής των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων και αποφασίσθηκαν τα εξής : α) ανατέθηκε προσωρινά στην καθ' ης η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, ήτοι του ., ηλικίας 9 ετών, γεννηθέντος στις 15-9-2011 και της ., ηλικίας 5 ετών, γεννηθείσας την 1-4-2015, β) υποχρεώθηκε ο αιτών να καταβάλει προσωρινά στην καθ' ης για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων . ως διατροφή το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της αίτησης και για λογαριασμό του ανηλίκου υιού των διαδίκων Μάρτιν το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα μετά την παράδοση του τέκνου στην καθ' ης από τον αιτούντα, καταβλητέων των ποσών εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, γ) διατάχθηκε ο αιτών να παραδώσει τον ανήλικο . στην καθ' ης, με την απαγγελία προσωπικής κράτησης τριών (3) μηνών και χρηματικής ποινής τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ υπέρ της καθ'ης για την περίπτωση μη συμμόρφωσης και δ) ορίστηκε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της απόφασης για την άσκηση της κύριας αγωγής ως προς την οριστική ανάθεση της επιμέλειας. Η ως άνω δε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δημοσιεύθηκε στις 24-2-2020, ωστόσο κατά το επακολουθήσαν χρονικό διάστημα και δη πριν την παρέλευση της ως άνω ταχθείσας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης επιβλήθηκε το μέτρο της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από τις 13-3-2020 μέχρι τις 31-5-2020 με βάση διαδοχικές ΚΥΑ, που εκδόθηκαν κατόπιν της κυρωθείσας με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 από 11-3-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID - 19 και της ανάγκης περιορισμού της διάδοσης του» (ΦΕΚ Α' 55/11-3-2020). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του ν. 4690/2020 «Κύρωση ΠΝΠ σχετικά με κορωνοϊό/Επαναλειτουργία Δικαστηρίων» ορίζει τα εξής : «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας (13/3/2020-31/5/2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο νομοθεσία. Ειδικότερα, οι προθεσμίες της παραγράφου 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ενδίκων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Αναφορικά δε με το θέμα της προεκτεθείσας αναστολής των προθεσμιών με την υπ' αριθμ. 11/2020 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κρίθηκαν τα εξής : η διατύπωση της προεκτεθείσας διάταξης του άρθρου 74 παρ. 1 του ν. 4690/2020 είναι ευρύτατη κατά τρόπο, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία, ότι καλύπτεται το σύνολο των δικονομικών και νόμιμων προθεσμιών. Υπό την ευρύτητα της διατύπωσης είναι προφανές ότι η εμβέλεια της ρύθμισης καταλαμβάνει προεχόντως τις δικονομικές προθεσμίες, ενώ στο μέτρο που ο νόμος δεν διακρίνει καταλαμβάνονται και όλες οι νόμιμες προθεσμίες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που τίθενται από κανόνες ουσιαστικού δικαίου, καθώς και οι καταχρηστικές προθεσμίες των ενδίκων μέσων της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης. Επομένως αφαιρείται από τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα ο χρόνος της αναστολής και δεν προσμετρώνται στη διαδρομή της προθεσμίας όσες ημέρες καταλαμβάνονται από την αναστολή. Η διαδρομή της προθεσμίας συνεχίζεται (χωρίς να αφετηριάζεται εκ νέου) από την άρση της αναστολής (1-6-2020) και μέχρι πέρατος της προθεσμίας, με την πρόσθεση και άλλων τριάντα (30) ημερών στις περιπτώσεις που ειδικά προβλέπονται από την ανωτέρω διάταξη. Η ρύθμιση της ανωτέρω διάταξης έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, οπότε το πεδίο εφαρμογής της καταλαμβάνει αποκλειστικά τις περιοριστικά αναφερόμενες σε αυτήν προθεσμίες, επομένως περιθώριο ανάλογης εφαρμογής της δεν καταλείπεται. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ως προς την ταχθείσα με την ως άνω υπ' αριθμ. 1313/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού προθεσμία των τριάντα (30.) ημερών για την άσκηση της τακτικής αγωγής αναφορικά με την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, ότι από την από 24-2-2020 δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης μέχρι και την επιβληθείσα στις 13-3-2020 προσωρινή αναστολή λειτουργίας των Δικαστηρίων παρήλθε χρονικό διάστημα δεκαεπτά (17) ημερών, ενώ το χρονικό διάστημα της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, ήτοι από τις 13-3-2020 μέχρι τις 31-5-2020, δεν υπολογίζεται στην ως άνω ταχθείσα με τη δικαστική απόφαση προθεσμία των τριάντα (30) ημερών. Ακολούθως και δεδομένου ότι η εν λόγω ταχθείσα προθεσμία των τριάντα (30) ημερών δεν υπάγεται στην εξαιρετική πρόβλεψη του εδαφίου γ'της παραγράφου 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 περί επέκτασης της προβλεπόμενης λήξης της κατά επιπλέον τριάντα (30) ημέρες, ληφθέντος υπόψη ότι η διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ αφορά ειδικά την επίδοση αγωγής στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ και όχι εν γένει κάθε επίδοση αγωγής, ούτε, σύμφωνα με την προεκτεθείσα γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δύναται να τύχει αναλογικής εφαρμογής η σχετική πρόβλεψη λόγω του εξαιρετικού της χαρακτήρα, η εν λόγω προθεσμία άρχισε να τρέχει εκ νέου μετά τη λήξη της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, ήτοι από την 1-6-2020. Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι υπολείπονταν προς συμπλήρωση της δεκατρείς (13) ημέρες, η εν λόγω προθεσμία συμπληρώθηκε στις 13-6-2020. Ωστόσο, όπως προέκυψε η σχετική από 8-6-2020 και με γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2020 αντίστοιχα αγωγή της καθ'ης κατά του αιτούντος περί οριστικής ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους επιδόθηκε στον αιτούντα στις 24-7-2020 (βλ. υπ'αριθμ. ./24-7-2020 σχετική έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφερείας του Εφετείου Αθηνών .), ήτοι μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών. Επομένως και δεδομένου ότι η ανωτέρω αγωγή επιδόθηκε μετά την παρέλευση της ταχθείσας προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας, η υπ' αριθμ. 1313/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού πιθανολογείται ότι έχει αποβάλει αυτοδίκαια την ισχύ της και η εν λόγω αποδυνάμωση της ισοδυναμεί, εφόσον η απόφαση κατέστη αυτοδικαίως ανενεργή, με έλλειψη εκτελεστού τίτλου. Συνακόλουθα δε και κατά τα εκτεθέντα στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας, αφού η επίδικη δικαστική απόφαση έχει απωλέσει αυτοδίκαια την ισχύ της, ο αιτών δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον να αιτείται τη μεταρρύθμιση της. Κατ' ακολουθία, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί κατά την επικουρική της βάση περί μεταρρύθμισης της ως άνω δικαστικής απόφασης ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Τέλος, λόγω της ήττας του αιτούντος και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος της καθ' ης, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα της καθ' ης για τη διεξαγωγή της παρούσας δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων μερών.

 

- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κρινόμενη αίτηση.

 

- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα της καθ' ης η αίτηση, που ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιες δικηγόροι τους, στις 27-7-21.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                             ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ