ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 150/2019

 

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας σε καζίνο - Δελτίο καταλληλόλητας - Απόρριψη ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος -.

 

Συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας σε καζίνο. Αγωγές για καταβολή αποδοχών υπερημερίας επειδή η εναγόμενη εργοδότρια αρνήθηκε να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερθείσες υπηρεσίες των εναγόντων. Δελτία καταλληλόλητας των εναγόντων. Απόρριψη ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου,  εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αριθμός 150/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Εφετών και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7.2.2019 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

 

Της εκκαλούσας : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία . INC με έδρα το Σικάγο ΗΠΑ και με υποκατάστημα στο Ρίο Πατρών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε δια δηλώσεως ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αναστάσιος Ταρπινίδης.

 

Των εφεσίβλητων : 1) ..., κατοίκου Ρίου Πατρών, 2) ..., κατοίκου Πατρών, και 3) ..., κατοίκου Ρίου Πατρών, τους οποίους εκπροσώπησε (1ος και 3ος μετά και 2ος δια) ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ανδρέας Γούναρης.

 

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν την με αρ. κατ. ./2017 αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, το οποίο με την με αριθμό 503/2018 οριστική του απόφαση την έκανε εν μέρει δεκτή.

 

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε η εκκαλούσα με την με αρ. κατ. ./2018 έφεση της προς το Δικαστήριο τούτο.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ' αρ. 503/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δίκασε κατά την εργατική διαδικασία, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού αυτό δεν αμφισβητείται από τους εφεσίβλητους και από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει το αντίθετο, γι' αυτό και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους.

 

Με την με αρ. κατ. ./2017 αγωγή τους οι ενάγοντες εργαζόμενοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ζήτησαν, κατόπιν μερικού περιορισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη εργοδότρια τους να καταβάλει σε καθέναν τους αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 1.1.2015, επειδή αυτή αρνήθηκε να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερθείσες υπηρεσίες τους, μετά τις τελεσίδικα δικαστικά κριθείσες άκυρες από 2.6.2006 καταγγελίες εκ μέρους της των συμβάσεων τους. Η εναγόμενη αρνήθηκε την αγωγή και ισχυρίστηκε παραδεκτώς κατ' ένσταση ότι : α) δεν κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών τους γιατί οι συμβάσεις εργασίας τους ήταν άκυρες επειδή αυτοί δεν ήταν εφοδιασμένοι με το δελτίο καταλληλότητας της διάταξης του αρ. 4 παρ. 3 του Ν. 2206/1994, β) η ένδικη αξίωση ασκείται καταχρηστικά ι) λόγω μακρόχρονης αδράνειας των εναγόντων η οποία σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις που ανέφερε, δημιούργησε σ' αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν την αξίωση τους και ιι) λόγω δόλιας αδράνειας τους για εξεύρεση άλλης εργασίας στο μετά των καταγγελιών αγωγικό χρονικό διάστημα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη, δέχθηκε κατ' ουσίαν την αγωγή. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα - εναγόμενη με την υπό κρίση έφεση της α) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή δέχθηκε ότι οι συμβάσεις εργασίες των εναγόντων ήταν έγκυρες παρά την ως άνω έλλειψη του δελτίου καταλληλότητας και β) για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επειδή απέρριψε την ένσταση περί καταχρηστικής εκ μέρους των εναγόντων άσκησης του δικαιώματος τους λόγω μακρόχρονης αδράνειας και δόλιας αποφυγής τους για εξεύρεση άλλης εργασίας στο επίμαχο αγωγικό διάστημα που της δημιούργησε εύλογη πεποίθηση περί μη άσκησης του δικαιώματος αλλά και ενόψει της δεινής οικονομικής κατάστασης της εκκαλούσας λόγω του μεγάλου παθητικού του ισολογισμού της, ενόψει των μεγάλων χρεών της προς το δημόσιο και τους φορείς ασφάλισης και λοιπούς πιστωτές μεταξύ αυτών και εργαζόμενους της και της πτώσης των εσόδων της λόγω της οικονομικής ύφεσης, που ήδη οδήγησε αυτήν στο άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και στην επίτευξη σχετικής συμφωνίας με τους πιστωτές της. Ζητεί δε την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής τους. Σχετικά δε με τον τελευταίο λόγο (β) της έφεσης, ο οποίος συμπληρώθηκε με τον ισχυρισμό περί δεινής οικονομικής κατάστασης, που αν και δεν προτάθηκε προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, παραδεκτώς όμως προτείνεται με την έφεση; κατ' άρθρο 527 αρ. 6 ΚΠολΔ, αφού προσκομίζονται μετ' επικλήσεως από την εκκαλούσα σχετικά έγγραφα που αποδεικνύουν τη δεινή οικονομική κατάσταση (δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις, λογιστική κατάσταση, πίνακες χρεών της επιχείρησης ./2013 απόφαση του ΠολΠρωτΠατρών περί ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης τις από 4.3.2014 και 28.4.2017 συμφωνίες εξυγίανσης) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, που νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Οι ενάγοντες, με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθησαν στο Ρίο Πατρών, προσελήφθησαν από την εναγόμενη, ο πρώτος ενάγων στις 31.5.1996, ο δεύτερος στις 6.6.1996 και ο τρίτος στις 1.12.1998, απασχολούμενοι έκτοτε σε αυτήν και ειδικότερα στο υποκατάστημα στο Ρίο Πατρών, που αποτελεί το φορέα διαχείρισης και εκμετάλλευσης του καζίνο Ρίου, οι πρώτος και δεύτερος με την ειδικότητα του συντηρητή τεχνικών μέσων και υλικών τυχερών παιχνιδιών και ο τρίτος με την ειδικότητα του χειριστή συστήματος εσωτερικής παρακολούθησης. Όλοι τους κατά το χρόνο της πρόσληψης τους διέθεταν το δελτίο καταλληλότητας της διάταξης του αρ. 4 παρ. 3 του Ν. 2206/1994. Καθ' όλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης οι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους κατά το προσήκοντα τρόπο, με συνέπεια και επαγγελματισμό, γεγονός που δικαιολογεί εξάλλου τη μακρόχρονη απασχόληση τους στην εναγόμενη εταιρία, που διήρκησε χωρίς προβλήματα ως τις 2.6.2008, όταν η εναγόμενη κοινοποίησε σ' αυτούς τις από 2-6-2006 έγγραφες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους. Εναντίον αυτών των καταγγελιών οι ενάγοντες, με την υπ' αρ. κατάθεσης δικογράφου ./2006 αγωγή τους, προσέφυγαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, αιτούμενοι να αναγνωριστεί η ακυρότητα τους λόγω καταχρηστικότητας, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, καθώς και να τους καταβάλει τα εκεί αναφερόμενα ποσά, που αντιστοιχούσαν σε αποδοχές υπερημερίας. Επί της αγωγής τους, εκδόθηκε η υπ' αρ. 97/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), που επικυρώθηκε τελεσίδικα με την υπ' αρ. 442/2014 απόφαση του Εφετείου Πατρών, που επιλήφθηκε της υπόθεσης κατόπιν ασκήσεως εφέσεως της εναγομένης και η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή τους, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα των επίδικων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους, για τους λόγους που αναφέρονται στο σκεπτικό της, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, διατάσσοντας κατά τα λοιπά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της. Με βάση τα ανωτέρω οι ενάγοντες πριν την άκυρη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους διέθεταν δελτίο καταλληλότητας. Αυτό, μέχρι τις 31.5.2014, που ίσχυε η ΥΑ 1036/1995, ήταν αόριστης διάρκειας (άρθρ. 2 παρ. 3 και 4 παρ. 1 της ως άνω ΥΑ) και έπαυε η ισχύ του μόνο με απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας της Λειτουργίας Καζίνο, ενώ η παράλειψη του κατόχου υποβολής της προβλεπόμενης στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΥΑ ετήσιας υπεύθυνης δήλωσης προς την ως άνω Επιτροπή δεν επέφερε αυτοδικαίως την ακύρωση ή την ανάκληση του δελτίου καταλληλότητας. Για δε το χρονικό διάστημα από 1.6.2014 που, σύμφωνα με την με αρ. 98/5/21.3.2014 απόφαση της ΕΕΕΠ τροποποιήθηκε εν μέρει η ως άνω ΥΑ και τέθηκε 33° άρθρο της ΥΑ Τ/6736/2003, τα δελτία καταλληλότητας έπρεπε να αντικατασταθούν με νέα έως την 31.12.2014, που έπαυσαν να ισχύουν, με μέριμνα του υπαλλήλου της εναγομένης, που είχε οριστεί γι αυτό το σκοπό, ο οποίος όφειλε να ζητεί για κάθε εργαζόμενο τα απαραίτητα δικαιολογητικά γι' αυτό. Διατηρήθηκε δε η υποχρέωση για ετήσια υποβολή υπεύθυνης δήλωσης των εργαζομένων προς την εναγόμενη με όμοιο περιεχόμενο με αυτό του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος. Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η σχετικές συμβάσεις εργασίας των εναγόντων ήταν άκυρες λόγω μη υποβολής της προβλεπόμενης ετήσιας υπεύθυνης δήλωσης ήταν μη νόμιμος για το μέχρι τις 31.12.2014 χρονικό διάστημα, αφού η παράλειψη της δεν επέφερε την αυτοδίκαιη ακύρωση ή ανάκληση του δελτίου καταλληλότητας, ενώ για το μετέπειτα χρονικό διάστημα κρίνεται αόριστος, αφού η εναγόμενη δεν επικαλέστηκε άρνηση των εναγόντων να προσκομίσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά και την υπεύθυνη δήλωση για την αντικατάσταση τους, ούτε ότι τους κάλεσε προς τούτο και ότι αυτοί αρνήθηκαν. Τα ίδια που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη δεν έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ορθώς ερμήνευσε αυτόν. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με το σχετικό (α) λόγο έφεσης κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και πριν την άσκηση έφεσης από την εναγόμενη, οι ενάγοντες ζήτησαν από την εναγόμενη να συμμορφωθεί εκουσίως στην ως άνω απόφαση και να συνεχίσει να τους απασχολεί στην ως άνω επιχείρηση της όπως πριν τις καταγγελίες. Η τελευταία δια των νομίμων εκπροσώπων της τους διαβεβαίωνε ότι πράγματι θα τους απασχολούσε στη επιχείρηση της, πλην όμως ήθελε χρόνο προκειμένου να ολοκληρώσει τις τυπικές διαδικασίες για την επαναπασχόλησής τους. Αυτοί πειθόμενοι στις διαβεβαιώσεις της, δεν ήθελαν να δημιουργήσουν κλίμα όξυνσης και ανέμεναν την επαναπασχόλησή τους. Όλως αιφνιδίως όμως η εναγόμενη άσκησε έφεση στις 21.1.2011, ήτοι πέντε ημέρες πριν την συμπλήρωση της τριετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης. Ενόψει αυτής της κατάστασης το δικαίωμα των εναγόντων τέθηκε σε αμφισβήτηση, αφού αναβίωσε η εκκρεμοδικία σχετικά με το έγκυρο ή όχι των καταγγελιών. Έπρεπε λοιπόν να τελεσιδίκως να κριθεί το ως άνω προδικαστικό ζήτημα τελεσίδικα, προτού οι ενάγοντες ασκήσουν δικαστικά πλέον την αξίωση τους και υποβληθούν σε επιπλέον έξοδα για την απαίτηση καταβολής μισθών υπερημερίας. ’λλωστε και στην περίπτωση που ασκούσαν τέτοια αγωγή, το πιθανότερο ήταν να ανασταλεί η εκδίκαση της μέχρι αμετακλήτου πέρατος της δίκης περί ακυρότητας ή όχι των επίμαχων καταγγελιών. Μετά δε την εκδίκαση της έφεσης και την επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οι ενάγοντες ζήτησαν από την εναγόμενη να τους απασχολήσει και να τους καταβάλει του μισθούς υπερημερίας, πλην όμως αυτή κώφευσε. Έτσι, οι ενάγοντες, με την από 20-1-2015 εξώδικη πρόσκληση-δήλωσή τους προς την αντίδικο, η οποία επιδόθηκε αυθημερόν, την κάλεσαν να αποδεχθεί τις υπηρεσίες τους που προσέφεραν προσηκόντως, απαιτώντας επιπλέον και την καταβολή των οφειλομένων αποδοχών υπερημερίας που τους είχαν επιδικασθεί δικαστικά. Η εναγόμενη, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους ενάγοντες, εν τέλει, κάλεσε αυτούς να επανέλθουν στην εργασία τους, κατά την ημερομηνία της 16ης Φεβρουαρίου 2015. Έτσι την προαναφερόμενη ημερομηνία οι ενάγοντες προσήλθαν εγκαίρως στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης, προκειμένου να αναλάβουν υπηρεσία, αναμένοντας να τους υποδειχθούν τα καθήκοντα τους. Ωστόσο, καμία εργασία δεν τους ανατέθηκε κατά την προσέλευση τους ούτε και κατά τις επόμενες ημέρες που οι ενάγοντες μετέβαιναν καθημερινά, παραμένοντας άπραγοι. Αυτό γινόταν, γιατί η εναγόμενη πίεζε τους ενάγοντες να παραιτηθούν από τις διεκδικήσεις των αποδοχών υπερημερίας, τόσο από τις επιδικασθείσες τελεσιδίκως όσο και από αυτές που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν στο μέλλον για τον διαδραμόντα μετά από το χρόνο που τους επιδικάσθηκαν και εφεξής μέχρι την επαναπασχόλησή τους. Οι ενάγοντες όμως δεν υπέκυψαν στις πιέσεις της εναγομένης, απαιτώντας την  πραγματική απασχόληση τους  και τις επιδικασθείσες αποδοχές τους. Μάλιστα κατέστησαν σαφές στους εκπροσώπους της εναγομένης ότι θα διεκδικήσουν και τις αποδοχές υπερημερίας για τα μετέπειτα των επιδικασθεισών χρόνο. Έτσι, μετά από λίγες ημέρες, στις 24-2-2015, αιφνιδίως η εναγόμενη τους κοινοποίησε νέες έγγραφες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους από εμπάθεια. Επιπλέον δε, ήθελε να τους εξοντώσει οικονομικά, αφού πάλι οι ενάγοντες βρέθηκαν χωρίς εργασία, στερούμενοι άλλων πόρων διαβίωσης, εξωθώντας τους σε νέο δικαστικό αγώνα, ευελπιστώντας έτσι να κάμψει την αντίσταση τους στις απαιτήσεις της. Με βάση τα ανωτέρω δεν προέκυψε ότι οι ενάγοντες δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση στην εναγόμενη ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν το επίδικο δικαίωμα τους. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι κατά το επίδικο αγωγικό χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει εδώ, οι ενάγοντες μπορούσαν ευχερώς να εργαστούν σε άλλη παρόμοια εργασία και να λαμβάνουν τις ίδιες περίπου αποδοχές, που ελάμβαναν από την εναγομένη, ούτε αποδείχθηκε ότι, παρ’ όλα αυτά, δόλια και κακόβουλα απέφυγαν να εργαστούν, κατά το ως άνω διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξουν από αυτήν μισθούς εργασίας, χωρίς να έχουν εργαστεί. Μόνη δε η επίκληση και προσκομιδή σειράς αγγελιών που έχουν αναρτηθεί σε ιστοσελίδες εύρεσης εργασίας και μόνο όσων φαίνεται να έχουν αναρτηθεί κατά το επίδικο διάστημα, δεν αποδεικνύει κακόβουλη συμπεριφορά των εναγόντων, αφού αυτές δεν προέκυψε ότι ήταν σε γνώση των εναγόντων αλλά ούτε αποδείχθηκε ποια από τις θέσεις που περιείχαν οι αγγελίες θα μπορούσε να αντικαταστήσει εκείνη που αυτοί κατείχαν στην επιχείρηση της, χωρίς να δημιουργεί δυσμενέστερες συνθήκες στην προσφορά της εργασίας τους, ώστε η άρνηση τους να εκφράζει κακόβουλη διάθεση εκ μέρους τους. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες κατέβαλαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση άλλης εργασίας, δεν κατέστη όμως εφικτό να προσληφθούν σε εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχαν στην εναγομένη, ενόψει και του αυξημένου ήδη κατά το εν λόγω διάστημα ποσοστού της ανεργίας λόγω της οικονομικής κρίσης. Επομένως δεν αδράνησαν να ανεύρουν κατάλληλη θέση εργασίας, κατά το διάστημα που ακολούθησε την καταγγελία της σύμβασης και καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω η δεινή οικονομική κατάσταση της εναγομένης λόγω του μεγάλου παθητικού του ισολογισμού της, ενόψει των μεγάλων χρεών της προς το δημόσιο και τους φορείς ασφάλισης και λοιπούς πιστωτές μεταξύ αυτών και εργαζόμενους της και της πτώσης των εσόδων της λόγω της οικονομικής ύφεσης, που ήδη οδήγησε αυτήν στο άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης και στην επίτευξη σχετικής συμφωνίας με τους πιστωτές της, δεν καθιστά την επιδίωξη εκ μέρους των εναγόντων των επίδικων αποδοχών υπερημερίας καταχρηστική, υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που ορίζονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και το κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. ’λλωστε και στα από 4.3.2014 και 28.4.2017 συμφωνητικά εξυγίανσης που υπέγραψε η εναγόμενη με τους εκπροσωπούντες άνω του 60% πιστωτών της, υπάρχει πρόβλεψη για την εξόφληση των οφειλομένων σε εργαζόμενους της, ακόμη και για επίδικες ή αμφισβητούμενες, ώστε η άσκηση των επίδικων αξιώσεων εκ μέρους των εναγόντων να μη θέτουν σε κίνδυνο το σχέδιο εξυγίανσης, αφού έχουν ληφθεί  υπόψη και να μην την καθιστά καταχρηστική.  Ενόψει των προαναφερομένων ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος από τους ενάγοντες πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν και τα ίδια που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος (β) έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά ταύτα η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει την έφεση.

 

Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων, που καθορίζει σε 500 ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 18-3-2019 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ