ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 5/2022

 

Ομαδική ασφάλιση προσωπικού επιχειρήσεως - Μη εκπλήρωση υποχρεώσεων από τον εργοδότη - Πλασματική πλήρωση αίρεσης -.

 

Ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη. Πότε έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής. Ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής σε γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρίας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή, περιορίζεται εξ αιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη-εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή της αντίστοιχης αποζημίωσης. Αξίωση αποζημίωσης. Γεννιέται από τότε που η ασφαλιστική σύμβαση, κατά το διάστημα που προηγείται της επέλευσης κινδύνου, λύθηκε λόγω καταγγελίας του υποσχεθέντος ασφαλιστή μετά από την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής που οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντισυμβαλλόμενου εργοδότη.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αριθμός αποφάσεως 5/2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Παναγιώτη Καρακωνσταντή, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών και από τη Γραμματέα Αναστασία Χρυσικού.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα στις 20 Μαΐου 2021, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ., κατοίκου . Πατρών, με ΑΦΜ ., 2) ., κατοίκου Διακοπτού (οδός .), με ΑΦΜ . και 3) ., που κατοικεί στην περιοχή Πλατάνι Πατρών (οδός .), με ΑΦΜ ., οι οποίοι παραστάθηκαν ο 1ος και 3ος δια και ο 2ος μετά της πληρεξούσιας τους δικηγόρου Χρυσούλας Καπάτου (ΔΣ Πατρών).

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Ανώνυμη Βιομηχανική & Εμπορική Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ, που εδρεύει στην Αθήνα (δήμος Δάφνης - Υμηττού επί της οδού Ηλιουπόλεως αριθμ. 111) και διατηρεί στο Αίγιο εργοστάσιο παραγωγής και γραφεία διοίκησης και εκπροσωπείται νόμιμα, με την κατά τον νόμο ιδιότητα της ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Ανώνυμη Βιομηχανική & Εμπορική Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ, που έδρευε ομοίως στον Υμηττό Αττικής (οδός .) και εκπροσωπείτο νομίμως, κατόπιν της διασπάσεως της δικαιοπάροχου με σύσταση δύο νέων ανωνύμων εταιρειών κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 του ν. 4237/2014 σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ./16-9-2014 συμβολαιογραφική πράξη διασπάσεως της συμβολαιογράφου Αθηνών ., με ΑΦΜ ., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Παναγιώτη Ηλιόπουλου (ΔΣ Πατρών).

 

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου σε βάρος της εφεσίβλητης, την από 17-11-2017 αγωγή που κατατέθηκε με αριθμό ./17-11-2017, με την οποία ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 92/2020 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι εκκαλούντες με την από 19-1-2021 έφεση, που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αιγίου με αριθμό ./21-1-2021 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί, δυνάμει της υπ' αριθμ. ./25-1 -2021 πράξεως της Γραμματέως του Εφετείου Πατρών, κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η υπό κρίση από 19-1-2021 έφεση των εκκαλούντων κατά της υπ' αριθμ. 92/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα όό3 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης και από την δημοσίευση της (30-4-2020) έως την άσκηση της εφέσεως (21-1-2021) δεν παρήλθε η νόμιμη προθεσμία (βλ. άρθρα 495επ., 511,513§1 εδαφ.β' 516, 517, 518§2 και 520του ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία (άρθρο 533§ 1 του ΚΠολΔ).

 

Με την αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, ισχυρίσθηκαν ότι προσελήφθηκαν κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά σημεία στην εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΒΕΕ» της οποίας καθολική διάδοχος λόγω συγχωνεύσεως είναι πλέον η εφεσίβλητη, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ότι κατά την διάρκεια της απασχόλησης τους στην αρχική εργοδότρια, η τελευταία αποφάσισε, ως πρόσθετη παροχή στο προσωπικό της, την σύναψη συμβάσεων ομαδικής ασφάλισης με την Εθνική Ασφαλιστική υπέρ αυτών και καταρτίσθηκε το αναφερόμενο στην αγωγή ομαδικό ασφαλιστήριο. Ότι με βάση το ασφαλιστήριο αυτό, θα καταβαλλόταν σε κάθε έναν εργαζόμενο κατά την αποχώρηση του από την εργασία λόγω συνταξιοδότησης, απόλυσης, μετάταξης, ή παραίτησης του, ένα εφάπαξ ποσόν ίσο με τους μέσους μηνιαίους μισθούς του τελευταίου πριν την αποχώρηση τους 12μήνου, πολλαπλασιαζόμενο με τα έτη υπηρεσίας του, με πλαφόν της εφ' άπαξ καταβολής του ασφαλίσματος τους 35 μισθούς. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη επί σειρά ετών δεν κατέβαλλε στην ασφαλιστική εταιρεία τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα να υπάρξει τελικά έλλειμα στον λογαριασμό κατάθεσης ασφαλίστρων και τελικά, με την από 30-4-2013 εξώδικη δήλωση της, η τελευταία να καταγγείλει την σύμβαση ομαδικής ασφάλισης, ματαιώνοντας το δικαίωμα τους να λάβουν τις εφ' άπαξ παροχές που δικαιούνταν βάσει του ως άνω ομαδικού ασφαλιστικού προγράμματος. Ότι σε κάθε περίπτωση, από το έτος 1983 οπότε η δικαιοπάροχος της εναγόμενης προέβη για πρώτη φορά στην χορήγηση της πιο πάνω παροχής στους εργαζομένους της, μέχρι και τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης ομαδικής ασφάλισης, εξ αιτίας της ομοιόμορφης, μακροχρόνιας και ανεπιφύλακτης εκ μέρους της αρχικής εργοδότριας δικαιοπαρόχου συμπεριφοράς, δημιουργήθηκε στο πρόσωπο τους η εύλογη εντύπωση ότι η εργοδότρια τους έχει δεσμευθεί για την καταβολή του ασφαλίσματος κατά τον χρόνο αποχώρησης του καθενός από την υπηρεσία. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσαν α) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη εταιρεία οφείλει να καταβάλει σε κάθε έναν εξ αυτών τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή ποσά και β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει σε κάθε έναν εξ αυτών το ποσόν των 20.000. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δίκασε κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες-εκκαλούντες με την ένδικη έφεση τους για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολο της.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ'αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε. Όμως, στην περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως του προσωπικού μιας επιχειρήσεως από τον εργοδότη, ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά, το ασφάλιστρο, η ασφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο της μεταξύ αυτού και των μισθωτών του εργασιακής συμβάσεως, έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίωμα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος ωσότου πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφαλίσεως για την είσπραξη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού (βλ. ΑΠ 74/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 2190/2019, ΕφΘεσ 271/2016, Ιωάν. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, 2017, σελ. 706, 724). Στην περίπτωση δε, ανώμαλης εξελίξεως της ενοχής στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, μπορεί ο τρίτος, κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, να στραφεί κατά του δέκτη της υποσχέσεως (εργοδότη), όταν με τη συμπεριφορά του ο τελευταίος ματαιώνει την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, δηλαδή τον ασφαλιστή, και να αξιώσει αποζημίωση. Τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας και λήξεως εντεύθεν της ασφαλιστικής συμβάσεως, ή εκείνη κατά την οποία το εφάπαξ χρηματικό ποσό, που θα εισέπραττε ο τρίτος (εργαζόμενος) από τον ασφαλιστή, περιορίζεται εξ αιτίας συμπεριφοράς του εργοδότη, με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η καταβολή της πρόσθετης αυτής παροχής προς τον μισθωτό από υπαιτιότητα του οφειλέτη - εργοδότη, οπότε ο τρίτος (μισθωτός) δικαιούται να αξιώσει την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 382, 335, 336 και 338 ΑΚ. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαιούχος τρίτος, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση αποκτά άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να αξιώσει την υποσχεθείσα παροχή ή αποζημίωση, σε περίπτωση πλημμελούς εκπληρώσεως απευθείας από τον υποσχεθέντα, στρεφόμενος κατ' αυτού με αγωγή κατ' άρθρο 411 (βλ. ΑΠ 1301/2013, ΑΠ 364/2013, ΑΠ 1681/2010). Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 382 του ΑΚ προκύπτει ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, άρα και στη σύμβαση εργασίας (άρθρο 648 ΑΚ), αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο ο ίδιος έχει ευθύνη (άρθρα 330-334 ΑΚ) ο αντισυμβαλλόμενος, που έχει ήδη εκπληρώσει τη δική του παροχή, δικαιούται να απαιτήσει, κατ' επιλογή του, αποζημίωση, ήτοι το πλήρες διαφέρον για τη μη εκπλήρωση της παροχής. Η αποζημίωση των εργαζομένων συνίσταται στο ποσό που θα δικαιούνταν να εισπράξουν, αν δεν είχε καταγγελθεί η ασφαλιστική σύμβαση και το οποίο υπολογίζεται με βάση τους προβλεπόμενους σε αυτήν όρους. Η αξίωση αποζημίωσης γεννιέται από τότε που η ασφαλιστική σύμβαση, κατά το διάστημα που προηγείται της επέλευσης κινδύνου, λύθηκε λόγω καταγγελίας του υποσχεθέντος ασφαλιστή, μετά από την ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής, η οποία οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντισυμβαλλόμενου εργοδότη. Μπορεί όμως να ασκηθεί μόνο μετά την πλήρωση της αίρεσης, διότι τότε μόνο γίνεται βέβαιο ότι επήλθε η ζημία, δηλαδή μπορεί να ασκηθεί μόνο μετά τη συμπλήρωση των τασσόμενων από το ομαδικό ασφαλιστήριο προϋποθέσεων (βλ. ΑΠ 843/2004, ΕφΑΘ 2190/2019, Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις Γ', έκδ. 2015, σελ. 628). Επομένως, για την άσκηση αξίωση αποζημίωσης η αίρεση Θα πρέπει να έχει πληρωθεί. Προς πραγματική πλήρωση της αίρεσης εξομοιώνεται και η κατ' άρθρο 207 παρ. 1 ΑΚ πλασματική πλήρωση αυτής (βλ. ΑΠ 36/2010, ΕφΑΘ 2190/2019). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 207 ΑΚ, η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε αν την πλήρωση της εμπόδισε, αντίθετα προς την καλή πίστη, εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωση της (ΑΠ 36/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως, ως χρόνος πλασματικής πλήρωσης της αίρεσης θεωρείται το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα πληρωνόταν η αίρεση αν δεν είχε μεσολαβήσει η παρακώλυση. Αν ματαιωθεί η αίρεση, ήτοι η επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου, δεν τίθεται θέμα αποζημίωσης (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΑΚ, άρθρο 204 αρ. 2).

 

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1§§1 & 2, 9§1 και 27§1 του ν. 2496/1997, που έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33§4 και 34 του ίδιου νόμου, και επί ασφαλιστικών συμβάσεων, που προϋπήρχαν αυτού και είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του, προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού) είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου, ότι ο ασφαλιστής οφείλει το ασφάλισμα ακόμη και όταν ο υπόχρεος σε καταβολή του ασφαλίστρου καθυστερεί την καταβολή της ληξιπρόθεσμης δόσης του, εφ' όσον δεν καταγγείλει για το λόγο αυτό με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης την ασφαλιστική σύμβαση, με αποτέλεσμα τη λύση της, μετά την πάροδο μηνός από την καταγγελία, Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 7§7 του ίδιου ως άνω Ν. 2496/1997 αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση (βλ. ΑΠ 162/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου, ομαδική ασφάλιση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθρο 29 παρ. 3 του ν.2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια άτι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στον δικαιούχο του ασφαλίσματος (τρίτο). Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της σύμβασης (άρθρ. 201 επ. ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (και όχι από τον αντισυμβαλλόμενο - δέκτη της υπόσχεσης), το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πλήρωσης των όρων της σύμβασης. Πρόκειται περί γνήσιας ομαδικής ασφάλισης, η οποία λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ. 411 ΑΚ), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσας παροχής (βλ. ΑΠ 11/2006, ΑΠ 1895/2008). Τέλος, η διαχειριστική ασφάλιση είναι μια επενδυτικής φύσης εργασία, χωρίς να έχει σχέση με την κλασσική μορφή ομαδικής ασφάλισης με την έννοια της ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 13 κεφ. VII παρ. 2 α ΝΔ 400/1970 «Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως» επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να συμβάλλονται με άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού της. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού επιχείρησης ή και των μελών νομικού προσώπου (όπως συλλόγου), η ασφαλιστική επιχείρηση δημιουργεί Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, στον οποίο καταθέτει χρήματα η επιχείρηση ή ο σύλλογος (λήπτης της ασφάλισης), εκείνη δε, έναντι προμήθειας, την οποία λαμβάνει από το λογαριασμό, αναλαμβάνει την υποχρέωση, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί και ειδικότερα όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις της συνταξιοδότησης και οι συμφωνηθέντες, στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, μεταξύ των συμβαλλομένων όροι, να καταβάλλει στον οριζόμενο δικαιούχο (εργαζόμενο της επιχείρησης ή μέλος του συλλόγου) τη συνταξιοδοτική παροχή (ασφάλισμα), την οποία αφαιρεί από το Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, που έχει δημιουργηθεί από τις καταθέσεις του εργοδότη, χωρίς να μετέχει η ίδια (ασφαλιστική εταιρεία), αφού η συμμετοχή της περιορίζεται στη διαχείριση των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και υποχρεούται να προβεί στην καταβολή της συνταξιοδοτικής παροχής στο μέτρο της επάρκειας του λογαριασμού διαχείρισης κεφαλαίων. Υπό τις συνθήκες αυτές συνάπτεται γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 410, 411 επ. ΑΚ, δηλαδή υπέρ του ασφαλισμένου (εργαζομένου ή μέλος του συλλόγου), καθόσον το δικαίωμα επί του ασφαλίσματος γεννιέται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση απευθείας και αμέσως στο πρόσωπο του, χωρίς να απαιτείται να αποκτηθεί τούτο πρώτα από τον αντισυμβαλλόμενο, λήπτη της ασφάλισης και ύστερα να μεταβιβασθεί από αυτόν στον τρίτο ασφαλισμένο (βλ. ΑΠ 462/2018, 1131/2017, 162/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Και τούτο διότι σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αγωγή, από το υπ' αριθμ. ./6/9-10-1987 ομαδικό ασφαλιστήριο, τις πρόσθετες αυτού πράξεις και το άρθρο 10 της από 31-12-2004 επιχειρησιακή ΣΣΕ, προκύπτει ότι η εφ' άπαξ αποζημίωση, που θα δικαιούνται οι ενάγοντες, δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης, θα καταβάλλεται στον εργαζόμενο, εφ' όσον έχουν συμπληρωθεί τρία χρόνια εργασίας και λόγω α) συνταξιοδότησης από οποιαδήποτε αιτία, β) απόλυσης, γ) μετάταξης και δ) οικειοθελούς αποχώρησης, μετά τη συμπλήρωση δέκα ετών στην εναγομένη εργοδότρια. Επομένως, το δικαίωμα των εργαζομένων προς είσπραξη εφ' άπαξ ποσού αποζημίωσης από το ασφαλιστήριο τελεί υπό την αναβλητική αίρεση των υπό στοιχεία (α), (β), (γ) και (δ) γεγονότων, η οποία όμως (αίρεση) δεν έχει πληρωθεί για τους ενάγοντες της ένδικης αγωγής, καθώς οι ενάγοντες δεν αναφέρουν στην αγωγή τους ότι έχουν πάψει να εργάζονται στην εφεσίβλητη για κάποιον από τους προαναφερθέντες λόγους, ήτοι συνταξιοδότηση, απόλυση, μετάταξη ή οικειοθελή αποχώρηση, προϋπόθεση αναγκαία για την άσκηση της ένδικης αξίωσης τους. Αντίθετα, ισχυρίζονται ότι εξακολουθούν να εργάζονται στην εφεσίβλητη. Εφ' όσον λοιπόν δεν έχει πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και δεν μπορεί να ασκηθεί η αξίωση αποζημίωσης κατά της εναγομένης. Δεν μπορεί επίσης να ασκηθεί και για τον επί πλέον λόγο, ότι εάν οι ενάγοντες δεν έχουν αποχωρήσει από την εναγομένη, δεν είναι εφικτός ο υπολογισμός του «τελικού μέσου μισθού» καθ' ενός εξ αυτών, αφού αυτός (υπολογισμός) είναι συνάρτηση του μισθού που κάθε ένας λαμβάνει κατά τους δώδεκα μήνες πριν την αποχώρηση του και του συνολικού χρόνου που ο καθένας εργάστηκε στην εναγομένη. Δεν μπορεί δε, να ληφθεί υπόψη για τον ως άνω υπολογισμό ο χρόνος καταγγελίας της ομαδικής σύμβασης ασφάλισης εφ' όσον δεν προκύπτει τέτοιου είδους δυνατότητα, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε από τη σύμβαση ασφάλισης ούτε από το νόμο. Σημειώνεται τέλος ότι ο τρίτος εκκαλών (τέταρτος ενάγων) επικαλείται με τις πρωτόδικες προτάσεις του ότι αποχώρησε από την εργασία του στις 12-12-2017, προκειμένου να θεμελιώσει την έλευση του υπό στοιχείο (δ) γεγονότος, πλην όμως ακόμα και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός αυτός, έχει λάβει χώρα μετά την άσκηση της επίδικης αγωγής στις 23-11-2017, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. .Β/23-11-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το πρωτοδικείο Αιγίου .. Επομένως, η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λοιπόν, που με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους οι σχετικοί λόγοι της υπό κρίση από 19-1-2021 έφεσης, που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αιγίου με αριθμό ./21-1-2021, με τους οποίους παραπονούνται οι εκκαλούντες για την απόρριψη της αγωγής τους ως μη νόμιμης. Μετά από τα παραπάνω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 19-1-2021 έφεση (αριθμ. καταθέσεως ./21-1-2021) κατά της υπ' αριθμ. 92/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ' ουσίαν.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσόν των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα, στις 10 Ιανουαρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ