ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΠατρών 380/2020
Διεκδικητική
αγωγή - Αναγνωριστική αγωγή - Αρνητική αγωγή -Πώληση ξένου ακινήτου -.
Μόνη η
έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης.
Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας
του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται αυτός που μεταβιβάζει
να είναι κύριος. Εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά
την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο. Ο αληθής κύριος
προστατεύεται με την διεκδικητική αγωγή, την οποία μπορεί να στρέψει μόνον κατά
του αγοραστή, όχι κατά του πωλητή. Κατά του τελευταίου, εφόσον και αυτός
αμφισβητεί το εμπράγματο αυτό δικαίωμά του, μπορεί να ασκήσει την αναγνωριστική
της κυριότητας αγωγή. Δυνατότητα σώρευσης αγωγής ακυρότητας του συμβολαίου.
Αναγνωριστική αγωγή με την αρνητική της μορφή, της αναγνώρισης της ανυπαρξίας
δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο ακίνητο.
(Η
απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών
Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).
Αριθμός
απόφασης 380/2020
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο
από τον Δικαστή Παναγιώτη Κατσικερό, Εφέτη, τον οποίο
όρισε ο Πρόεδρος Εφετών και την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριο του στις 16-1-2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
των
εκκαλούντων [1]
,
κατοίκου Μελβούρνης
Αυστραλίας (.) και
[2]
, κατοίκου Μελβούρνης
Αυστραλίας (.), ως εκ διαθήκης
κληρονόμου του αποβιώσαντος την
19-12-2011, αρχικώς δεύτερου ενάγοντος,
(κατοίκου εν ζωή Μελβούρνης
Αυστραλίας), οι οποίες παραστάθηκαν
διά του πληρεξουσίου δικηγόρου
τους, Γεράσιμου
Θεοδωράτου (Δ.Σ. Κεφαλληνίας),
με δήλωση
του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά
των
εφεσίβλητων [1]
κατοίκου Τ.Κ. Κιονίου
Δήμου Ιθάκης για τον εαυτό της ατομικά και ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμου του
αποβιώσαντος την 3-12-2017, αρχικώς πρώτου εναγόμενου,
(κατοίκου
εν ζωή Τ.Κ. Κιονίου Δήμου
Ιθάκης) και
[2]
, κατοίκου Τ.Κ. Κιονίου Δήμου
Ιθάκης ως εξ' αδιαθέτου
κληρονόμου του αρχικώς πρώτου εναγόμενου,
οι οποίοι
παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου
δικηγόρου τους Σπυρίδωνος Μπουρμπούλη (Δ.Σ. Κεφαλληνίας).
Οι
1)
και 2)
άσκησαν ενώπιον
του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας
την από
31-3-2011 (αρ. κατ. ./1-4-2011) αγωγή τους κατά των 1)
και 2)
Το
Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας με την υπ. αρ. 94/2018 οριστική απόφαση
(τακτικής διαδικασίας) απέρριψε την αγωγή.
Την
απόφαση αυτή προσβάλλουν η 1η ενάγουσα και η
(ως κληρονόμος του αποβιώσαντος 2ου ενάγοντος) με την από 23-7-2018 (αρ. κατάθεσης
./23-7-2018) έφεση τους κατά των 2ης εναγόμενης (ατομικά και ως κληρονόμου του
αποβιώσαντος 1ου εναγόμενου) και
(ως κληρονόμου
του 1ου εναγόμενου), ενώπιον
του παρόντος
Δικαστηρίου, που προσδιορίστηκε για την παρούσα
δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται
στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η
κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά της υπ. αρ. 94/2018 απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (τακτικής διαδικασίας), με την οποία απορρίφθηκε η από
31-3-2011 (αρ. κατ. ./1-4-2011) διεκδικητική κυριότητας ακινήτου αγωγή, που
άσκησαν οι 1)
και 2)
ενώπιον
του παραπάνω
Δικαστηρίου κατά των 1)
και 2)
.
Μετά την άσκηση της αγωγής επήλθε
διακοπή της δίκης κατ' άρθρο 286 περ. α' Κ.Πολ.Δ.,
λόγω θανάτου
στις 19-12-2011 του 2ου ενάγοντος
(βλ. το υπ. αρ.
./2012 πιστοποιητικό θανάτου του Ληξιαρχείου της Πολιτείας Βικτώρια
της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας επίσημα μεταφρασμένο στην ελληνική
γλώσσα), νομίμως δε, κατ' άρθρα 287 και 290 Κ.Πολ.Δ.,
γνωστοποιήθηκε ο λόγος διακοπής και επαναλαμβάνεται εκουσίως η δίκη από τη
μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο του αποβιώσαντος και ήδη 2η εκκαλούσα,
(βλ. την από
1-6-1989 διαθήκη του
,
που επικυρώθηκε
στις 23-10-2012 από το Ανώτατο Δικαστήριο
της Πολιτείας
Βικτώρια της Κοινοπολιτείας Αυστραλίας,
επίσημα μεταφρασμένη
στην ελληνική
γλώσσα), με τις προτάσεις
της και με δήλωση
του πληρεξούσιου
δικηγόρου της, που καταχωρίστηκε
στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου
Δικαστηρίου. Επίσης, μετά την συζήτηση της αγωγής και πριν την άσκηση της
έφεσης επήλθε εκ νέου διακοπή της δίκης κατ' άρθρο 286 περ. α' Κ.Πολ.Δ., λόγω θανάτου στις 3-12-2017 του 1ου εναγόμενου,
(βλ. απόσπασμα της υπ. αρ.
./1/3-12-2017 ληξιαρχικής
πράξης θανάτου
του Ληξιαρχείου
Ιθάκης), οι μοναδικοί δε εξ' αδιαθέτου
κληρονόμοι του αποβιώσαντος και ήδη εφεσίβλητοι,
2η εναγόμενη,
θυγατέρα του και
,
σύζυγος του (βλ. τα υπ. αρ../16-1-2010
και ./16-1-2010 πιστοποιητικά Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Σαμαίων
και το υπ. αρ. πρωτ. ./23-4-2018 πιστοποιητικό
εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Ιθάκης), με επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης
νομίμως κατ' άρθρο 287 Κ.Πολ.Δ. γνωστοποίησαν στους εκκαλούντες
τον ως άνω λόγο διακοπής της δίκης η οποία επαναλήφθηκε αυτοδικαίως κατ' άρθρο
291 Κ.Πολ.Δ. με την επίδοση από τους εκκαλούντες
στους εφεσίβλητους της έφεσης και την πάροδο 30 ημερών από αυτήν. Περαιτέρω, η
έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ' άρθρα 495 παρ. 1-2, 498 παρ. 1 και
518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ήτοι εντός 30 ημερών από την
επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον κατ' άρθρα 96 παρ. 1 και 147 παρ. 1 Κ,Πολ.Δ. αντίκλητο δικηγόρο των εναγουσών (βλ. την υπ. αρ.
.Γ/27-6-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών .)
και εισάγεται αρμοδίως στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.)
κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.),
ενώ έχει καταβληθεί από τις εκκαλούσες το απαιτούμενο κατ' άρθρο 495 παρ. 1 εδ. στ Κ.Πολ.Δ. παράβολο Δημοσίου υπ. αρ.
ποσού
100 ευρώ. Επομένως η έφεση πρέπει
να γίνει
τυπικώς δεκτή
και να ερευνηθεί το παραδεκτό και το βάσιμο
των λόγων
της (άρθρο
533 παρ. 1
Κ.Πολ.Δ.).
Από
τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ., 1033 και 1191
Α.Κ., προκύπτει ότι η πώληση ξένου ακινήτου, είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η
έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης.
Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας
του ακινήτου, καθόσον για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται αυτός που μεταβιβάζει
να είναι κύριος (άρθρο 1033 Α.Κ.)· Συνεπώς εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε
ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο. Ο
αληθής κύριος στην περίπτωση μεταβίβασης του ακινήτου του, με συμβολαιογραφικό
έγγραφο, προστατεύεται με την διεκδικητική αγωγή (άρθρο 1094 Α.Κ.), την οποία
όμως, εφόσον αυτό το νέμεται ή το κατέχει αποκλειστικά ο αγοραστής, μπορεί να
την στρέψει μόνο κατ' αυτού και όχι κατά του πωλητή. Κατά του τελευταίου, εφόσον
και αυτός αμφισβητεί το εμπράγματο αυτό δικαίωμα του, μπορεί να ασκήσει την
αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή (άρθρα 1094 Α.Κ. και 70 του ΚΠολΔ). Παράλληλα, έχει τη δυνατότητα να σωρεύσει και την
αγωγή «ακυρότητας του συμβολαίου», με την οποία βεβαίως δεν μπορεί, σύμφωνα με
τα όσα προαναφέρθηκαν, να ζητηθεί η ακυρότητα της σύμβασης πώλησης του
ακινήτου, λόγω έλλειψης κυριότητας του πωλητή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτή
είναι έγκυρη, αλλά μπορεί να ζητηθεί να αναγνωριστεί ότι ο μεν πωλητής δεν ήταν
κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε, ο δε αγοραστής, λόγω της έλλειψης αυτής
του πωλητή, δεν έγινε κύριος αυτού. Πρόκειται δηλαδή για αναγνωριστική αγωγή
(άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ.), με την αρνητική της μορφή, της
αναγνώρισης της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο
(βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', ημίτομος Α', έκδοση 2007, άρθρο 1033, σελ. 404 -405, παρ.
3, όπου περαιτέρω παραπομπές σε βιβλιογραφία και νομολογία).
Με
βάση τα προλεχθέντα, το αίτημα της κρινόμενης αγωγής
περί αναγνώρισης της ακυρότητας του υπ. αρ. ./2005 συμβολαίου γονικής παροχής
του συμβολαιογράφου Ιθάκης
,
ορθώς απορρίφθηκε
ως νομικά
αβάσιμο με την εκκαλουμένη
απόφαση, διότι,
σε περίπτωση
έλλειψης της κυριότητας ακινήτου στον
μεταβιβάζοντα, όπως εν προκειμένω ιστορείται στην αγωγή, η ενοχική σύμβαση της
πώλησης είναι έγκυρη, η δε εκποιητική, λόγω της
ιστορούμενης έλλειψης δεν μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου, χωρίς ωστόσο
για το λόγο αυτό να είναι άκυρη, ενώ μπορεί να ζητηθεί από τον αληθή κύριο η
αναγνώριση της ανυπαρξίας της κυριότητας του αγοραστή. Επομένως πρέπει να
απορριφθεί ως μη νόμιμος ο λόγος έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής
του νόμου, όσον αφορά την απόρριψη ως νομικά αβάσιμου του προαναφερόμενου
αιτήματος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Από
τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρα των εναγουσών,
εξετασθέντος δια διερμηνέως (ο οποίος διορίσθηκε
νομίμως από τον δικάζοντα
Δικαστή, παρότι
δεν συμπεριλαμβάνεται σε κατάλογο διερμηνέων
του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού τέτοια δέσμευση δεν προβλέπεται από το άρθρο
252 Κ.Πολ.Δ., απορριπτόμενης ως μη νόμιμης της
αντίθετης ένστασης των εναγόμενων, οι οποίοι εξάλλου δεν αντέλεξαν
ορισμένως ως προς την ακρίβεια της διερμηνείας) και του μάρτυρα των εναγόμενων,
, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη
απόφαση πρακτικά
συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,
τις υπ. αρ. ./30-3-2016, ./30-3-2016, ./30-3-2016 και ./30-3-2016 ένορκες βεβαιώσεις
των
αντιστοίχως ενώπιων
της Γενικού
Προξένου της Ελλάδος στη Μελβούρνη Αυστραλίας,
και την υπ. αρ.
./23-3-2016 ένορκη
βεβαίωση του
ενώπιον
του Συμβολαιογράφου Ιθάκης
, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες - εκκαλούντες
(όλες ληφθείσες
μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση
των εναγόμενων, κατ' άρθρα 421 και 422 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.)
και τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ
των οποίων συμπεριλαμβάνονται [α] οι προσκομιζόμενες από αμφότερα τα διάδικα μέρη φωτογραφίες του επιδίκου ακινήτου και της γύρωθεν περιοχής (η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε
και επομένως αποτελούν πλήρη απόδειξη, κατ' άρθρα 444 παρ. 1 γ', 448 παρ. 2 και
457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) και [β] οι προσκομιζόμενες από
τους εναγόμενους υπ. αρ. ./1-4-2011 και ./4-4-2011 ένορκες βεβαιώσεις των
ενώπιον
του Συμβολαιογράφου Ιθάκης
, που δόθηκαν σε άλλη προηγούμενη
δίκη και λαμβάνονται υπόψη
ως δικαστικά
τεκμήρια (βλ. σχετ. Α.Π. 1471/2014 και Α.Π. 554/2012 δημ. «ΝΟΜΟΣ»
- Βαθρακοκοίλης, Κωδ.Πολ.Δικ.,
άρθρο 336 αρ.
68 και 85
- Τεντές σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Νομολ.Κ.Πολ.Δ., άρθρο 339 αρ. 11), αποδεικνύονται τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο στη
θέση «Ρ » εντός οικισμού Κιονίου Ιθάκης, εμβαδού
135,31 τ.μ., εντός του οποίου υφίσταται παλαιό πέτρινο κτίσμα, σε ημιτελή
κατάσταση, δηλαδή χωρίς στέγη και κουφώματα σε πόρτες και παράθυρα (βλ.
φωτογραφίες αυτού που προσκομίζουν οι διάδικοι), που ανεγέρθηκε το έτος 1918
(όπως συνομολογούν οι διάδικοι) και έχει διαστάσεις 10,70 μ. χ 6,86 μ. χ 11,08
μ. χ 7,53 μ., ήτοι εμβαδόν περίπου 80 τ.μ., συνορεύει δε το εν λόγω οικόπεδο
βόρεια σε μήκος 6,59 μ. με ιδιοκτησία
,
βορειοανατολικά σε μήκος 7,53 μ. με κοινή
δίοδο πλάτους
1,10 μ. (η οποία
εξυπηρετεί το επίδικο ακίνητο
και την ως άνω όμορη ιδιοκτησία
), νοτιοανατολικά, σε μήκος 13,30 μ. με
κοινοτικό δρόμο, νοτιοδυτικά σε μήκος 6,85 τ.μ. με ιδιοκτησία
και δυτικά σε μήκος 13,06 μ. με συνιδιοκτησία κληρονόμων
, όπως τα επίδικα
ακίνητο και κτίσμα εμφαίνονται
στα από Νοεμβρίου 2005, Μαΐου 2009 και Αυγούστου 2009 τοπογραφικά διαγράμματα του
πολιτικού μηχανικού
,
που συντάχθηκαν
τα μεν πρώτο και τρίτο για λογαριασμό του πρώτου εναγόμενου,
το δε δεύτερο για λογαριασμό των αρχικώς εναγόντων.
Το επίδικο
ακίνητο (οικόπεδο
και κτίσμα)
νεμόταν, δηλαδή
ασκούσε τη
φυσική εξουσίαση (κατοχή) του με διάνοια κυρίου, ο
πρώτος εναγόμενος τα έτη 1965 - 2005 και συγκεκριμένα χρησιμοποιούσε το
ημιτελές κτίσμα, κατασκευάζοντας στο εσωτερικό του α) σε επαφή με τον βόρειο
τοίχο, μία πρόχειρη αποθήκη, με λιθοδομή και στέγη από λαμαρίνα, όπου αποθήκευε
ελαιόλαδο, ζωοτροφές και λιπάσματα και β) σε επαφή με τη νότια πλευρά, ένα
στέγαστρο, με λαμαρίνες και ξύλινη πόρτα, όπου στάβλιζε τον γάιδαρο του, τον δε
υπόλοιπο ακάλυπτο εσωτερικό χώρο του κτίσματος χρησιμοποιούσε ως υπαίθρια ψησταριά,
πωλώντας ψητά σε κατοίκους και επισκέπτες του οικισμού τη δεκαετία 1970 - 1980,
ενώ επίσης τοποθέτησε ξύλινη πόρτα στην βόρεια είσοδο του κτίσματος (προς την
κοινή δίοδο) και έκλεισε με λαμαρίνες τις δύο πόρτες και τα δύο παράθυρα της
ανατολικής πλευράς του κτίσματος (προς το κοινοτικό δρόμο). Επομένως το επίδικο
ακίνητο, μετά από 20ετή νομή, περιήλθε στην πλήρη κυριότητα του πρώτου
εναγόμενου ήδη από το έτος 1985 με έκτακτη χρησικτησία, κατ' άρθρα 974 και 1045
Α.Κ.. Ακολούθως, ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε το ανωτέρω ακίνητο κατά πλήρη
κυριότητα στην δεύτερη εναγόμενη, θυγατέρα του, δυνάμει του υπ. αρ.
./22-12-2005 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Ιθάκης
, που μεταγράφηκε στον τόμο . και αριθμό . των βιβλίων μεταγραφών
του Υποθηκοφυλακείου
Ιθάκης επομένως η τελευταία κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με τον
προαναφερόμενο παράγωγο τρόπο, διότι απέκτησε από αληθινό κύριο. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι οι
και
ασκούσαν
προ του έτους 1906 τη σύννομη του ακινήτου, έκαστος
κατά ποσοστό
1/2 εξ' αδιαιρέτου, ενώ ακολούθως α) ο
το έτος
1939 παρέδωσε άτυπα ποσοστό
1/2 εξ' αδιαιρέτου της σύννομης στον αρχικώς δεύτερο
ενάγοντα
,
ο οποίος
κατέστη συγκύριος
με έκτακτη
χρησικτησία το έτος 1959 και β) ο
το Μάιο έτους
1941 παρέδωσε άτυπα το έτερο ποσοστό 1/2 εξ' αδιαιρέτου της
σύννομης στον
,
εκείνος το έτος 1958 παρέδωσε
ότυπα
το εν λόγω ποσοστό
σύννομης στην αδελφή του
, η οποία κατέστη
συγκυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ' αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία,
απεβίωσε δε στις 6-5-1990, καταλείποντας το εν λόγω ποσοστό συγκυριότητας με την
υπ. αρ. ./5-7-1985 δημόσια διαθήκη της ενώπιον του συμβολαιογράφου Ιθάκης
, που δημοσιεύθηκε με το υπ. αρ. ./9-10-1990 πρακτικό συνεδρίασης
του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας
στη μοναδική
κληρονόμο αυτής
πρώτη ενάγουσα. Πλην όμως οι παραπάνω
ισχυρισμοί της αγωγής ακόμη και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν ασκούν καμία έννομη
επιρροή, επειδή ο πρώτος εναγόμενος καταλαμβάνοντας από το έτος 1965 το επίδικο
ακίνητο, έστω και αυθαίρετα (δηλαδή χωρίς δικαίωμα κυριότητας με παράγωγο
τρόπο, λ.χ. συμβολαιογραφική μεταβίβαση ή κληρονομική διαδοχή), απέκτησε την
κυριότητα αυτού με έκτακτη χρησικτησία το έτος 1985, οπότε αποσβέσθηκαν τα
όποια προγενέστερα δικαιώματα συγκυριότητας τόσο της
(που φέρεται να απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία
το Μάιο έτους 1961 με προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της και σε
κάθε περίπτωση το έτος 1978), επομένως η τελευταία δεν κατείχε ποσοστό
συγκυριότητας το έτος 1990, ώστε να το αφήσει με διαθήκη στην πρώτη ενάγουσα,
όσο και του αρχικώς δεύτερου ενάγοντα
(που φέρεται
να απέκτησε
το έτος
1959 με έκτακτη χρησικτησία),
πέραν του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκε
η άσκηση
πράξεων νομής
εκ μέρους
τούτων (όπως θα λεχθεί
κατωτέρω). Για τον ίδιο ως άνω λόγο, οι ισχυρισμοί των εναγουσών α) ότι το
υπ. αρ. ./30-4-1936 συμβόλαιο υποθηκοδανείου μεταξύ
και
, που συντάχθηκε από τον συμβολαιογράφο Ιθάκης
, σύμφωνα
δε με τις ενάγουσες
αφορά το επίδικο ακίνητο
(χωρίς όμως να αποδεικνύεται τούτο,
καθώς είναι
ανέφικτη η ταυτοποίηση των περιγραφόμενων στο εν
λόγω συμβόλαιο συνοριτών του ακινήτου - ήτοι με «κτήματα κληρονομιάς
,
και με δρόμον» - με τους συνορίτες
του επιδίκου
ακινήτου στα συμβόλαια και τοπογραφικά διαγράμματα
που συντάχθηκαν
μετά από 70
και πλέον
έτη), αναφέρει
τον
ως συνορίτη
και όχι ιδιοκτήτη του μεταβιβασθέντος ακινήτου (όπως
επικαλούνται οι εναγόμενοι, υποστηρίζοντας ότι αυτός ανήγειρε το επίδικο
πέτρινο κτίσμα στις αρχές του 20ου αιώνα, πλην όμως μετανάστευσε στη Ρουμανία
και το εγκατέλειψε, χωρίς να ενδιαφερθούν οι όποιοι κληρονόμοι του), β) ότι στο
υπ. αρ. ./28-9-1913 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Ιθάκης
αναφέρεται
ότι ο
μεταβιβάζει
στον
ακίνητο στην θέση «Ρ.» Κιονίου Ιθάκης
με συνορίτη
(και όχι ιδιοκτήτη) τον
και γ) ότι στο βιβλίο
υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Ιθάκης εγγράφηκε στις 11-2-1957 υποθήκη
επί του ακινήτου της
,
μητέρας της πρώτης ενάγουσας
όπου περιγράφεται
τούτο να συνορεύει με ακίνητο
(δηλαδή το επίδικο ακίνητο
κατά τις ενάγουσες), είναι
αλυσιτελείς και δεν ασκούν
έννομη επιρροή,
καθώς σε μεταγενέστερο χρόνο από την κατάρτιση των
παραπάνω συμβολαίων και εγγραφής υποθήκης ήτοι τα έτη 1965 - 2005, τη νομή του
επίδικου ασκούσε ο εναγόμενος και απέκτησε την κυριότητα του με έκτακτη
χρησικτησία. Το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος ασκούσε τις προαναφερόμενες
πράξεις νομής (και όχι οι αρχικώς ενάγοντες ούτε οι επικαλούμενοι στην αγωγή
δικαιοπάροχοι αυτών) και μάλιστα για δικό του λογαριασμό (και όχι με παραχώρηση
χρήσης από τους ενάγοντες ή τους δικαιοπαρόχους αυτών) επιβεβαιώνεται α) από
παλαιές και νεώτερες φωτογραφίες του εσωτερικού του ημιτελούς κτίσματος που
προσκομίζουν οι διάδικοι, όπου εμφαίνονται οι ανωτέρω χώροι αποθήκευσης και σταβλισμού, τα καλυμμένα με λαμαρίνες παράθυρα και η
τοποθετημένη ξύλινα πόρτα, ενώ σε άλλες φωτογραφίες που προσκομίζουν οι
εναγόμενοι απεικονίζεται ο πρώτος εξ' αυτών να ψήνει κρέατα στον ακάλυπτο χώρο
εντός του κτίσματος β) από την ένορκη βεβαίωση της
, ότι ο σύζυγος
της από το έτος
1966 μέχρι τον θάνατο
του στις
14-1-1978 και ακολούθως η ίδια μέχρι
το έτος
2002, εκτελώντας
μεταφορές με ιδιόκτητο Δ.Χ. τρίκυκλο εντός της νήσου Ιθάκης είχαν μεταφέρει
πολλές φορές ελαιόλαδο από το ελαιοτριβείο, ζωοτροφές και λιπάσματα στο επίδικο
ακίνητο για λογαριασμό του πρώτου εναγόμενου, γ) από την ένορκη βεβαίωση του
, συγγενούς
των αρχικώς εναγόντων και δ) από την ένορκη
κατάθεση του μάρτυρα των εναγόμενων,
,
οι οποίοι
καταθέτουν από προσωπική αντίληψη
ως κάτοικοι
Κιονίου Ιθάκης
από γεννήσεως
τους τα έτη 1923 και
1959 αντιστοίχως ότι ο πρώτος εναγόμενος
ασκούσε τις προαναφερόμενες πράξεις νομής επί του επιδίκου ακινήτου
από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μέχρι το έτος 2005. Αντιθέτως οι
ενάγουσες και οι δικαιοπάροχοι τους δεν άσκησαν αυτοπροσώπως ουδεμία πράξη
νομής επί του επίδικου ακινήτου, οι δε περί τούτου ένορκη κατάθεση του μάρτυρα
του ενάγοντος
και οι δοθείσες με επιμέλεια αυτού
ένορκες βεβαιώσεις
των
κρίνονται ως μη πειστικές,
καθώς άπαντες
οι ανωτέρω
- πλην του τελευταίου -είναι
κάτοικοι Αυστραλίας
και επομένως
δεν δύνανται
να έχουν
άμεση αντίληψη
για το εν λόγω εξεταζόμενο ζήτημα, ενώ ο
είχε ήδη προσωπικές
διαφορές με τη δεύτερη
εναγόμενη σε χρόνο προγενέστερο
της λήψης
της ένορκης
βεβαίωσης του στις 23-3-2016 (βλ. το από 29-3-2016 αντίγραφο βιβλίου
αδικημάτων - συμβάντων
Α.Τ. Ιθάκης ενώπιων
του οποίου
προσήλθε η δεύτερη εναγόμενη και εξέφρασε παράπονα κατά
του
για εξύβριση
και απειλή
στις 24-12-2015). Η ανωτέρω
κρίση, περί μη άσκησης
της νομής
του επίδικου
ακινήτου από τις ενάγουσες
και τους δικαιοπαρόχους αυτών,
ενισχύεται και από τα εξής γεγονότα
: [α] το επίδικο
ακίνητο δεν συμπεριλαμβάνεται στην υπ. αρ. ./5-7-1985 δημόσια διαθήκη της
ενώπιον
του συμβολαιογράφου Ιθάκης
, ούτε στην υπ. αρ. ./27-1-1998 πράξη αποδοχής
κληρονομιάς της πρώτης ενάγουσας
ενώπιων του συμβολαιογράφου Ιθάκης
, που μεταγράφηκε στον τόμο . και αριθμό . των βιβλίων μεταγραφών
του Υποθηκοφυλακείου Ιθάκης μόλις δε με την υπ. αρ. ./9-6-2009 διορθωτική και
συμπληρωματική πράξη αποδοχής κληρονομιάς ενώπιων του συμβολαιογράφου Ιθάκης
, η πρώτη ενάγουσα
αποδέχθηκε ως μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας
το ένδικο ακίνητο, δηλαδή αφενός μετά την παρέλευση 19 ετών από το θάνατο της
δικαιοπαρόχου της ενώ ήδη το ένδικο ακίνητο είχε μεταβιβαστεί από τον πρώτο
εναγόμενο στη δεύτερη εναγόμενη (η οποία συνέχιζε, ως δικαιοδόχος του πρώτου
εναγόμενου, να νέμεται ανενόχλητη το επίδικο ακίνητο, ήτοι προέβη από 29/8/2006
σε σύνδεση αυτού με το δίκτυο ύδρευσης και έλαβε στις 24/9/2009 άδεια εργασιών
μικρής κλίμακας για την περιτοίχιση του ακινήτου με λιθοδομή - βλ. αντίστοιχα
την υπ. αρ. πρωτ. ./4.4.2011 βεβαίωση του Δήμου
Ιθάκης και την από 24/9/2009 έγκριση του Πολεοδομικού Γραφείου Ιθάκης επί της
υπ. αρ. πρωτ. ./18-9-2009 αίτησης της δεύτερης
εναγόμενης), αφετέρου λίγο δε πριν την άσκηση εκ μέρους των αρχικώς εναγόντων
των υπ. αρ. κατ. ./21-8-2009 και ./4-9-2009 διεκδικητικών αγωγών επί του ιδίου
ακινήτου, από τις οποίες παραιτήθηκαν με την υπό κρίση αγωγή, [β] μετά από
καταγγελία που υπέβαλε στις 17-6-2009 η δεύτερη εναγόμενη ενώπιων του Α.Τ.
Ιθάκης κατά της
,
αδελφής της πρώτης ενάγουσας
και ιδιοκτήτριας
ακινήτου όμορου προς βορρά με το επίδικο
ακίνητο, ότι τοποθέτησε σιδερένιο πορτόνι στην κοινή
δίοδο των δύο ακινήτων, η ίδια δήλωσε ότι ήθελε να προφυλάξει τον κήπο της από
διερχόμενα ζώα (γιδοπρόβατα) και όχι να εμποδίσει την χρήση της διόδου από την
οικογένεια της δεύτερης εναγόμενης (βλ. την από 17-6-2009 έγγραφη αναφορά το Αρχ/κα
,
Αξιωματικού Υπηρεσίας
του Α.Τ. Ιθάκης),
αναγνωρίζοντας κατ' ουσίαν την τελευταία - και όχι την αδελφή της - ως ιδιοκτήτρια
του ακινήτου
και [γ] με την υπ. αρ.
./9-3-2005 πράξη
αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Ιθάκης
η πρώτη ενάγουσα
και η ανωτέρω αδελφή
της αποδέχθηκαν
την κληρονομιά
της μητέρας
τους
,
όπου συμπεριέλαβαν το προαναφερόμενο ακίνητο
της δεύτερης
εξ' αυτών,
αναφέροντας ότι συνορεύει νοτιοδυτικά
με ακίνητο
ιδιοκτησίας αγνώστου (με παραπομπή στο από Ιανουαρίου 2009 τοπογραφικό
διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού
,
ασχέτως του ότι σε αντίγραφο του τελευταίου, που προσκομίζουν οι ενάγουσες αναγράφονται
ως συνορίτες
αορίστως «κληρονόμοι
. και .») και όχι με ακίνητο
συνιδιοκτησίας των αρχικώς εναγόντων (το οποίο μεταγενέστερα συμπληρώθηκε με
την υπ. αρ. ./9-6-2005 διορθωτική δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του
συμβολαιογράφου Ιθάκης
και αναγράφηκε
στο από Απριλίου 2009 τοπογραφικό
διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού
). Περαιτέρω, οι ενάγουσες και οι απώτεροι
δικαιοπάροχοι τους ως μηδέποτε αποκτήσαντες τη νομή του επίδικου ακινήτου, δεν
είχαν παραχωρήσει περιστασιακά την χρήση αυτού στον πρώτο εναγόμενο (όπως αβασίμως αναφέρεται στην αγωγή), ούτε τον όχλησαν ποτέ να τους αποδώσει τη νομή του ακινήτου (παρά
μόνον στις 2-9-2008 για πρώτη φορά προέβαλαν δικαίωμα κυριότητας οι αρχικώς
ενάγοντες - βλ. το από 19/9/2008 βιβλίο αδικημάτων συμβάντων του Α.Τ. Ιθάκης).
Τα μοναδικά έγγραφα, που προσκομίζουν οι ενάγουσες προς υποστήριξη του εν λόγω
ισχυρισμού τους είναι α) η από 1-3-1987 απόδειξη πληρωμής αμοιβής 340.000
δραχμών για παροχή υπηρεσιών φροντίδας της
(θείας
της πρώτης
ενάγουσας) από την
(σύζυγο του πρώτου εναγόμενου
και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη)
με δήλωση
της ότι ουδεμία απαίτηση διατηρεί από την παραπάνω
αιτία, β) η από 14-3-1987 επιστολή του δικηγόρου
προς την πρώτη
ενάγουσα, που αναφέρεται στην ανωτέρω απόδειξη
πληρωμής με την επισήμανση
ότι «όσον
αφορά τη διαχείριση από το λάδι που μαζεύει
η κ.
κανένας
φόβος δεν
υπάρχει να ισχυρισθεί, ούτε και μπορεί, ότι έχει την κυριότητα των ελαιοκτημάτων από μακρά κατοχή, αφού όλοι γνωρίζουν ότι κατ
εντολήν σας μαζεύει τις ελιές» και γ) η από 10-10-2002 έγγραφη δήλωση
των αρχικώς
εναγόμενων ότι «το σπίτι
της
στην περιοχή
Ράχη κοινότητας Κιονίου και του οποίου κληρονόμος
είναι η
και το οποίο μας έχει παραχωρήσει
τα τελευταία
χρόνια να εξυπηρετούμεθα (χρησιμοποίηση στέρνας
κατωγίου κ.λπ.) ουδεμία
πρόθεση υπάρχει
ή θα υπάρξει στο μέλλον να το οικειοποιηθούμε». Πλην όμως τα
μεν α' και β' έγγραφα αναφέρονται σε ελαιοκτήματα
(ενώ το επίδικο είναι οικόπεδο ανοικοδομηθέν χωρίς
ελαιόδεντρα), το δε γ' έγγραφο αναφέρεται σε ακίνητο που βρίσκεται ανατολικώς
της όμορης του επίδικου ακινήτου κοινοτικής οδού, ήτοι σε οικόπεδο έκτασης 646
τ.μ. με εντός αυτού ισόγεια οικοδομή εμβαδού 108,50 τ.μ. μετά υπογείου εμβαδού
87 τ.μ. και υδατοδεξαμενή 25 κ.μ.
ανεγερθείσες το έτος 1910 (βλ. την υπ. αρ. ./27-1-1998 πράξη αποδοχής
κληρονομιάς της πρώτης ενάγουσας ενώπιων του συμβολαιογράφου Ιθάκης
), ενώ το επίδικο ακίνητο δεν διαθέτει υδατοδεξαμενή και υπόγειο. Τουναντίον, οι αρχικώς ενάγοντες
και οι δικαιοπάροχοι τους σε περίπτωση δωρεάν παραχώρησης της χρήσης του
επίδικου ακινήτου, θα είχαν ζητήσει από τον πρώτο εναγόμενο, αν όχι τη
κατάρτιση ιδιωτικού συμφωνητικού, τουλάχιστον έγγραφη δήλωση παρόμοια με την
υπό στοιχείο γ' προαναφερόμενη, το οποίο όμως ουδόλως έπραξαν.
Επομένως
το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως κατ' ουσίαν
αβάσιμα τα αιτήματα της αγωγής περί αναγνώρισης του δικαιώματος συγκυριότητας
ποσοστού 1/2 εξ' αδιαιρέτου για εκάστη των εναγουσών στο επίδικο ακίνητο και
απόδοσης της νομής του σ' αυτές από τους εναγόμενους επιδικάζοντας δε κατ'
ακολουθίαν τα δικαστικά έξοδα των τελευταίων σε βάρος των εναγουσών, ορθώς
εκτίμησε τις αποδείξεις (ως προς το ζήτημα της κυριότητας), επίσης δε ορθώς
ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο (ως προς το ζήτημα της δικαστικής δαπάνης), ο
αντίθετος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμος. Μη
υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολο της κατ7 ουσίαν. Οι εκκαλούσες λόγω της ήττας τους πρέπει να
υποχρεωθούν να καταβάλουν την δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων για τον δεύτερο
βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος αυτών με τις προτάσεις
τους (άρθρα 106, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενώ
τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από
τις εκκαλούσες με την έφεση τους παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει
αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται
τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την έφεση.
Υποχρεώνει
τις εκκαλούσες να καταβάλουν τη δικαστική δαπάνη των εφεσίβλητων για τον
δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, ποσού πεντακοσίων ( 500 ) ευρώ.
Διατάσσει
την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από τις εκκαλούσες με την
έφεση τους παραβόλου.
Κρίθηκε,
αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του
στην Πάτρα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
τους στις 6 Νοεμβρίου 2020.
Ο
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και
τούτου μετατεθέντος
Η
Διευθύνουσα το Εφετείο Πατρών
Στεφάνια
Καρατζά
Πρόεδρος
Εφετών