ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΠατρών
17/2020
Παράνομη
προσβολή προσωπικότητας - Αδικοπραξία - Συκοφαντική δυσφήμιση - Ψευδορκία
μάρτυρος - Ηθική βλάβη - Παραγραφή εν επιδικία -.
Προβολή ισχυρισμών στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ο
εναγόμενος ως εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει στην κατ έφεση δίκη οποιαδήποτε
ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος που κρίθηκε με την
προσβαλλόμενη απόφαση. Παραγραφή εν επιδικία. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
εφαρμόζει κατ αρχήν τον νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της
πρωτόδικης απόφασης. Εισάγεται εξαίρεση όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι
αυτός εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν
παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα και υπό την προϋπόθεση
ότι δεν έχει παραγραφεί εν επιδικία η ένδικη αξίωση. Η απόρριψη του αιτήματος
για αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό
έφεσης. Παράνομη προσβολή προσωπικότητας που συνίσταται σε συκοφαντική
δυσφήμιση. Ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις. Αδικοπρακτική ευθύνη. Κρίθηκε ότι τα
πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούσαν το πραγματικό της διάταξης περί
προσβολής της προσωπικότητας δεν επαρκούσαν για την επιδίκαση χρηματικής
ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία, η
οποία προϋποθέτει σαφή προσβολή της τιμής και της υπόληψης του παθόντος. Η
διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ δεν εφαρμόζεται όταν η προσβολή της προσωπικότητας
του ενάγοντος οφείλεται σε παράνομη πράξη του εναγομένου που περιέχει τα
συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμισης.
(Η
απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΠΑΤΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός
Απόφασης 17/2020
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ
από την Εφέτη Πατρών Βασιλική Καρβέλα, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών
Πατρών και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ
δημόσια στο ακροατήριο του στην Πάτρα στις 8 Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : ..., κατοίκου Φισκάρδου Κεφαλληνίας, που παραστάθηκε
δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ευτυχίας Αναστασιάδη (Δ.Σ. Κεφαλληνίας), η
οποία υπέβαλε την προβλεπόμενη στο άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ δήλωση.
ΤΗΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : ... η οποία παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Μιχαήλ - Διονυσίου Μοσχονά (Δ.Σ. Κεφαλληνίας).
Η
εκκαλούσα, με την από 19-11-2007 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./20-11-2007)
αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, η οποία στρεφόταν
κατά 1) της ... και 2) της ήδη εφεσίβλητης, ζητούσε να γίνουν δεκτά όσα
αναφέρονται σε αυτήν. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθ.
8/28-02-2011 εν μέρει οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο, αφού
δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, ως προς μεν την πρώτη εναγομένη απέρριψε την
αγωγή ως έχουσα υποκύψει σε παραγραφή, ως προς δε τη δεύτερη εναγομένη και ήδη
εφεσίβλητη, ανέβαλε τη συζήτηση για τον αναφερόμενο στο διατακτικό αυτής λόγο
και στη συνέχεια η υπ' αριθ. 75/05-10-2015 οριστική απόφαση του ιδίου
Δικαστηρίου, το οποίο, δικάζοντας και πάλι αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την
αγωγή και ως προς τη δεύτερη εναγομένη. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε η
ανωτέρω ενάγουσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 14-11-2016 (με
αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας
50/14-11-2016) έφεση της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε στο παρόν
Δικαστήριο, με την υπ' αριθ. ./20-03-2017 πράξη της Γραμματέως του, για τη
δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (με αριθμό πινακίου 13) και
ζήτησε να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο της και να
εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει καθ' ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή
της.
Η υπόθεση
εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της
εφεσίβλητης παραστάθηκε όπως ανωτέρω μνημονεύεται, κατέθεσε έγγραφες προτάσεις,
στις οποίες αναφέρθηκε και ζήτησε όσα σε αυτές εκτίθενται, η δε πληρεξούσια
δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία είχε υποβάλει την προβλεπόμενη στο άρθρο 242
§ 2 ΚΠολΔ δήλωση, δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΑΦΟΥ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.
Από τη διάταξη του άρθρου 513 § 2 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται, ότι με την άσκηση
έφεσης κατά της οριστικής απόφασης θεωρούνται ως συνεκκληθείσες και όλες οι
προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις, ακόμη και αν η έφεση δεν απευθύνεται
ρητώς κατ' αυτών. Αν όμως η προεκδοθείσα απόφαση περιέχει και οριστικές
διατάξεις, όπως η απόρριψη αιτήματος για παροχή έννομης προστασίας, κυρίου ή
παρεπομένου, δεν θεωρείται ως συνεκκληθείσα και η προεκδοθείσα εν μέρει
οριστική απόφαση, εκτός αν η έφεση ρητώς απευθύνεται και κατά της εν μέρει
οριστικής απόφασης και προβάλλονται λόγοι έφεσης που αφορούν και τις οριστικές
αυτής διατάξεις (ΑΠ 1823/2008, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 708/2003, δημοσιευμένες στην
Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΕφΑΘ 1961/2008 ΕλλΔικ 50/1101), από δε το συνδυασμό
της ανωτέρω διάταξης με εκείνες των άρθρων 308, 309, 321, 539 και 553 §§ 1 περ.
β και 2 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι οριστική απόφαση, είτε του πρωτοβαθμίου
είτε του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, είναι εκείνη με την οποία περατώνεται η
δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής και απεκδύεται το Δικαστήριο
της εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα, αποτέλεσμα το οποίο διατυπώνεται
κατά κανόνα στο διατακτικό της απόφασης, χωρίς όμως να αποκλείεται και η
αναδρομή στο αιτιολογικό της, αν το αποτέλεσμα της δικανικής κρίσης δεν
αποδίδεται στο διατακτικό (Εφ-Πατρ 322/2011 ΑχαΝομ 2012/186, ΕφΠατρ 181/2007
ΑχΝομ 2008/340).
II.
Η κρινόμενη από 14-11-2016 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας κατά της
υπ' αριθ. 75/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, η
οποία εκδόθηκε αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως
φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ άρθρο 19 περ. α
ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν 3994/2011, αφού
κατατέθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας στη Γραμματεία του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, όπως προκύπτει από την παρά πόδας του εφετηρίου
δικογράφου υπ' αριθ. 50/2016 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου του
Γραμματέως του άνω Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως
σύμφωνα με τα άρθρα 511, 513 §§ 1 περ. β εδ. α, 516 § 1, 517 εδ. α' και 518 § 2
ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 144 επ. και 520 § 1 ΚΠολΔ και, συνεπώς,
παραδεκτώς κατ' άρθρο 532 ΚΠολΔ, αφού α) δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης
απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
στις 14-11-2016, δηλαδή εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ (όπως η
δεύτερη παράγραφος αυτού ίσχυε πριν την αντικατάσταση της από το άρθρο 1 άρθρο
τρίτο του Ν 4335/2015) των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης
υπ' αριθ. 75/2015 οριστικής απόφασης που περάτωσε τη δίκη, η οποία έλαβε χώρα
στις 05-10-2015, ήτοι πριν την 01η-01-2016 (άρθρο 24 § 1 εδ. α ΕισΝ-ΚΠολΔ) και
β) κατατέθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας στη Γραμματεία του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 495 § 3 εδ. α
περ. α ΚΠολΔ (όπως η τρίτη παράγραφος του άρθρου αυτού Ισχυε πριν την
αντικατάσταση της με το άρθρο 35 § 2 του Ν 4446/2016, το οποίο, κατ' άρθρο 45
αυτού, ισχύει από 23 Ιανουαρίου 2017) υπ' αριθ. . και . (Σειρά Α) παράβολα του
ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, ποσού εκάστου αυτών εξήντα (60) ευρώ, ήτοι αμφοτέρων εκατόν είκοσι
(120) ευρώ και τα υπ' αριθ.
(Σειρά Α) παράβολα του Δημοσίου, ύψους εκάστου
των τριών πρώτων δέκα (10) ευρώ και του τετάρτου πενήντα (50) ευρώ, ήτοι
συνολικής αξίας όλων των παραπάνω παραβόλων διακοσίων (200,00) ευρώ. Σημειωτέον
εδώ ότι, κατά τα εκτεθέντα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η ένδικη έφεση βάλλει 1)
κατά της υπ' αριθ. 75/2015 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, αλλά και
2) κατά της μη οριστικής διάταξης της υπ' αριθ. 8/2011 απόφασης του ιδίου
Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την
δεύτερη εναγομένη, παρά το γεγονός ότι η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς και κατ'
αυτής της απόφασης, 3) όχι όμως κατά της οριστικής διάταξης της τελευταίας
απόφασης (υπ' αριθ. 8/2011), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως παραγεγραμμένη
για την πρώτη εναγομένη, αφού η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς και κατά της
οριστικής διάταξης της εν λόγω εν μέρει οριστικής απόφασης, ούτε στρέφεται και
κατά της πρώτης εναγομένης, ούτε προβάλλονται με αυτήν λόγοι έφεσης που αφορούν
την ανωτέρω οριστική αυτής διάταξη. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει
τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την εφαρμοσθείσα και πρωτοδίκως
τακτική διαδικασία και κατ' ουσίαν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των
λόγων της (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).
III.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και
υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη
με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει
ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και για
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία,
είναι α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας
της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την
αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις
συναλλαγές (άρθρο 330 εδ. 2 Α. Κ.), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος
αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του αποτελέσματος,
δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914
Α.Κ., είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα
δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του
ζημιωθέντος, ο δε χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς
προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που
παραλείφθηκε (ΑΠ 864/2014 ΔΕΕ 2014/1079, ΑΠ 137/2005 ΕλλΔικ 47/429). Τέτοια
νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει είτε από δικαιοπραξία, οπότε μπορεί να
συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη
νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που
απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 Α.Κ., που είναι η συναλλακτική ευθύτητα,
την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (ΑΠ 292/2015
Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59
Α.Κ., προστατεύεται η προσωπικότητα και, κατ' επέκταση, η αξία του ανθρώπου ως
ατομικό δικαίωμα, κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009
Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που
συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του.
Τα αγαθά αυτά, δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις -
εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, πλην όμως η
προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές
συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια
προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου,
είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την
ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσης του με τις νομικές και ηθικές
υποχρεώσεις του, ενώ υπόληψη είναι η αντίστοιχη εκτίμηση που απολαμβάνει το
άτομο με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του
για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών έργων του ή του επαγγέλματος του,
απαιτείται δε να συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις για να τύχει
προστασίας η προσωπικότητα, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια
προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται
και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 του Α.Κ. [ΕφΠατρ (Μον)
236/2019 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"]. Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν και
πράξεις που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής
προσωπικότητας του ατόμου, ακόμη και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο ότι
μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ή άλλων
εκφάνσεων της ζωής του [ΕφΘεσσαλ (Μον) 1220/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"].
Παράνομη, εξάλλου, προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά
κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην
υπόληψη του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή, πολύ
περισσότερο, συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361 - 363 Π.Κ. (ΑΠ
726/2015, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 1230/2014, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 882/2013, όλες
δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 271/2012 ΝοΒ 2012/864, ΑΠ
121/2012 ΝοΒ 2012/861). Κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει όποιος
προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ,
όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον
άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το
έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το
ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός,
κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή
αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται
στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά
απόδειξης. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης
αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός αν τα παραπάνω σχετίζονται και
συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο,
έτσι ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητα του,
πράγμα που δεν συμβαίνει όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα
με τον τρόπο αυτό (ΑΠ 611/2019, ΑΠ 1735/2009, δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π.
"ΝΟΜΟΣ"). Συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό
ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση
της γνώμης άλλου, ενώ διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της
σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της
υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του
δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο από αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι
πρόσφορο και κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή
του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον
γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος
της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, γνώση του δράστη ότι το
γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος
του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι' αυτό, δεν
στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου,
παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ' άρθρο 362 Π.Κ., η οποία
προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη
τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε
απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται
ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο, γεγονότα που θίγουν την τιμή ή
την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την
προσωπικότητα του, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και
την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο
367 § 1 Π.Κ. περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο
ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 - 367
Π.Κ. εφαρμόζονται αναλογικά, για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του
ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 343/2016 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Περαιτέρω, στην
έννοια του τρίτου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε (πλην
του δράστη και του παθόντος) φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο Γραμματέας, ο Δικαστικός
Επιμελητής, οι Δικαστές, οι Εισαγγελείς κ.λπ., που έλαβαν γνώση του
δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης (ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 1264/2016,
δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 611/2015 Ποιν/Δνη 2016/583).
Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος
γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου ενώπιον του Δικαστή και του Γραμματέα του
Δικαστηρίου και γενικά ενώπιον προσώπων, τα οποία είναι θεσμικώς αρμόδια, ήτοι
ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια
δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, δεν
στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής ή απλής δυσφήμησης, διότι τα
πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του τρίτου, δεν δικαιολογείται
ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362 - 362 Π.Κ., αφού, κατά το νόημα
της λέξης, "τρίτος" είναι οποιοσδήποτε που δεν μετέχει στη σχέση που
υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων και, συνεπώς, αυτή καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και
τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, ενώ, ούτε από την τελολογική ερμηνεία
των εν λόγω διατάξεων δικαιολογείται η συσταλτική ερμηνεία του όρου
"τρίτος", αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει, ως άνθρωπος, να
γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί,
χωρίς, μάλιστα, να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική
βασιμότητα αυτών, είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής,
εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κ.λπ.), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά
από το αντικείμενο της έρευνας του, όπως συμβαίνει όταν στο απευθυνόμενο σε
αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνωμένου αντικειμένου και άσχετοι
προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, με συνέπεια, ο θεσμικός
ρόλος των δικαστικών προσώπων να μην αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού
του φορέα του προστατευομένου έννομου αγαθού, ενώ, τέλος, δεν αποκλείεται ο
δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει
επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει κάποιον,
να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με
δυσφημιστικά γεγονότα μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με
πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη
Δικαιοσύνη (ΑΠ 789/2019 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα
και από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 362 και 366 §§ 1 και 3 του Π.Κ.
προκύπτει ότι, αν το δυσφημιστικό γεγονός είναι αληθές, δεν στοιχειοθετείται
ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 § 1 Π.Κ.), αλλά είναι δυνατό να
στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 Π.Κ. προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης,
αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, ήτοι όταν, από τον τρόπο που
εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει
σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, ο οποίος υπάρχει όταν ο συγκεκριμένος
τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε για να
προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου [ΑΠ 611/2019, ΑΠ (Ποιν) 395/2013, ΑΠ
(Ποιν) 2680/2008, όλες δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"]. Ο
ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος
του, που αίρει, κατά το άρθρο 367 § 1 Π.Κ., τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού
για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του
αγωγής, με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από
την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του με το δυσφημιστικό σε
βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν
αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησης του από τον εναγόμενο,
επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισης του (ΑΠ 169/2019 Η.Τ.Ν.Π.
"ΝΟΜΟΣ"). Εξάλλου, κατά το άρθρο 224 § 2 Π.Κ., όπως αυτό ίσχυε πριν
την τροποποίηση του από το Ν 4619/2019, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους
τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να
ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει
εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή
προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος
απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για
την ένορκη εξέταση του, πραγματικά περιστατικά και όχι κρίσεις (ΑΠ 1257/2016
Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"), τα οποία να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος
δόλος, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι όσα κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει
γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει (ΑΠ
1222/2016 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"), είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε
ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή. Κατά τα
λοιπά, από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων
147 - 149 του ιδίου Κώδικα και 386 Π.Κ. προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης
σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η
οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο
ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της
οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία
υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για
τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η
τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσαση να αναφέρεται σε
μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη
των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε και των
οποίων η αποκάλυψη, σε αυτόν που τα αγνοούσε, επιβαλλόταν εκ μέρους του εξαπατήσαντος
από το καθήκον διαφώτισης του εξαπατηθέντος με βάση την καλή πίστη ή την
υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού (εξαπατήσαντος) και εκείνου προς τον
οποίον απηύθυνε τη δήλωση του, κατά δε την έννοια της ως άνω διάταξης του
άρθρου 386 Π.Κ., ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 Π.Κ., δόλος συντρέχει
όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν
την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας
ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς
του. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις εξάγεται ότι η απάτη αντιμετωπίζεται στο
δίκαιο υπό δύο έννοιες, ήτοι α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση
του απατηθέντος, εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της
δήλωσης του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά
σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 Α.Κ., χωρίς μάλιστα να
ενδιαφέρει εάν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή
μη, ουσιώδης ή επουσιώδης ή εάν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της
βουλήσεως αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δήλωσης της βούλησης
του απατηθέντος (ΑΠ 1269/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 745/2017 Αρμ
2018/341). Κατά τα λοιπά, από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., σε συνδυασμό με
τις διατάξεις των άρθρων 216 § 1 εδ. α ΚΠολΔ, 330 Α.Κ. και 15 Π.Κ., συνάγεται
ότι, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή και
χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως
στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη, είναι η
ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλομένης σε υπαιτιότητα του δράστη, η
πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης) και η αιτιώδης
συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης
και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Για τον παράνομο χαρακτήρα της
συμπεριφοράς ισχύουν όσα εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας μείζονος σκέψης.
Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική
μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την
αδικοπραξία, ενώ πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς
του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά
το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη
πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη
συγκεκριμένη ζημία ή, αναλόγως, την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη.
Περαιτέρω, από το άρθρο 932 Α.Κ. προκύπτει ότι σκοπός της συγκεκριμένης
διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος
για την ηθική βλάβη (ή την ψυχική οδύνη) που υπέστη λόγω αδικοπραξίας, ώστε
αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το
άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να
επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για την ηθική βλάβη ή την ψυχική
οδύνη, το οποίο δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό
αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του
"ευλόγου", εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα
για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως
το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και
προσωπική κατάσταση των μερών και, κυρίως, του παθόντος, η βαρύτητα του
πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η
βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος και όλες οι ειδικότερες
συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το
Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του Α.Κ. εύλογη κρίση του, όχι κατά
τις υποκειμενικές και ανέλεγκτες αντιλήψεις του, αλλά κατ' εφαρμογή του
αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον
κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση, συνάγεται δε το
αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 Α.Κ. και, μέσω
αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης
λόγω αδικοπραξίας του Αστικού Κώδικα. Η κρίση του Δικαστηρίου ουσίας, όσον
αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ' αρχήν
αναιρετικώς ανέλεγκτα) με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που
θέτουν στη διάθεση του οι διάδικοι, επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να
τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζομένου ποσού, η καθιερώνουσα την αρχή
της αναλογικότητας διάταξη του άρθρου 25 § 1 του Συντάγματος, η οποία, έστω και
αν ρητά δεν αναφέρεται σε αυτήν, απευθύνεται και στο Δικαστή όσον αφορά τις
σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας την, ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, αποτελεί
δε η αρχή της αναλογικότητας την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της
κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια
που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός
σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας,
πρόκειται για δυσαναλογία του μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα
έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, συνακόλουθα, η
άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που
αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων,
έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική
αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως
δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική
νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου
κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από
δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς
το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται
από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε
ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των
Δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού Δικαστηρίου πρέπει να μην
παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της
διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο
ελέγχου της κρίσης του, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας,
άλλως, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 25 § 1 Σ αρχής
της αναλογικότητας, αλλά και υπέρβαση, από το Δικαστήριο της ουσίας, των
ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται αναιρετικά οι σχετικές
κρίσεις του ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 9/2015
ΧΡΙΔ 2015/575). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ (όπως αυτό
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015 και εφαρμόζεται για
τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από τις 01-01-2016), είναι απαράδεκτη η προβολή
στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη
δίκη, εκτός εάν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στους
αριθμούς 1 έως και 6 αυτού (ΑΠ 274/2018 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Έτσι, κατά
τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου αυτού, παρέχεται στον εφεσίβλητο, ανεξαρτήτως
της ιδιότητας που είχε στον πρώτο βαθμό (δηλαδή του ενάγοντος, του εναγομένου ή
του παρεμβαίνοντος), η πρόσθετη δικονομική δυνατότητα της πρότασης απεριορίστως
νέων πραγματικών ισχυρισμών, προς υπεράσπιση κατά της έφεσης, υπό την
προϋπόθεση ότι με αυτούς δεν επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΑΠ
1162/2017 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης,
ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνον όσοι τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή
κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και όχι οι ισχυρισμοί που
αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία
αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν
επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων [ΑΠ 284/2008, ΕφΔωδ
(Μον) 203/2018, αμφότερες δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"].
Ειδικότερα, ο εναγόμενος, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει στην κατ' έφεση
δίκη οποιαδήποτε ένσταση καταλυτική ή διακωλυτική του δικαιώματος που κρίθηκε
με την προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, μπορεί να προτείνει για πρώτη φορά στο
δεύτεροβάθμιο Δικαστήριο την ένσταση απαραδέκτου της αγωγής ή την ένσταση
παραγραφής της επίδικης αξίωσης, αλλά και ισχυρισμούς που προτάθηκαν
απαραδέκτως στο πρωτόδικο Δικαστήριο ή απερρίφθησαν ως αόριστοι (ΑΠ 1043/2010
ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2011/13, πρβλ. επίσης ΑΠ 127/2016, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 84/2015, όλες
δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"), ο δε διάδικος που προβάλλει με
καθυστέρηση αυτοτελή ισχυρισμό για πρώτη φορά στο Εφετείο πρέπει να επικαλείται
τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου που
δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτόν, πρέπει να βεβαιώνει το παραδεκτό της
καθυστερημένης προβολής του ισχυρισμού και να δέχεται ότι συντρέχει μία
τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την καθυστερημένη προβολή του
(ΑΠ 442/2019 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 234/2014 ΕπισκΕΔ 2014/316, ΑΠ
585/2011 ΔΕΕ 2012/1054). Κατά τα λοιπά, η παραγραφή είναι ο θεσμός του δικαίου,
εξαιτίας του οποίου μία αξίωση παραλύει επειδή ο δικαιούχος της παρέλειψε να
την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο. Με
τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής η αξίωση δεν αποσβήνεται, αλλά
εξακολουθεί να εκδηλώνει σημεία ζωής, υπάρχουσα ως φυσική ή ατελής ενοχή.
Εξάλλου, η παραγραφή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνο κατόπιν
πρότασης της από τον οφειλέτη, ο οποίος, λόγω της συμπλήρωσης της, μπορεί να
αρνηθεί να εκπληρώσει την παροχή (άρθρο 272 § 1 Α.Κ.). Ο θεσμός της "εν
επιδικία" παραγραφής συνιστά ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της
παραγραφής. Η διακοπή της παραγραφής επερχόταν αρχικά με την "έγερση"
της αγωγής, χωρίς αυτή να επιφέρει αντίστοιχη αναστολή κατά τη διάρκεια της
δίκης. Όριζε λοιπόν το άρθρο 261 Α.Κ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση
του από το άρθρο 101 § 1 του Ν 4139/-20-03-2013, επί λέξει ότι (αποτελώντας
μεταφορά του άρθρου 2 του Ν ΓΧΞ-/1910) "Την παραγραφή διακόπτει η έγερση
της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από
την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου". Από την
τελευταία αυτή διάταξη συναγόταν ότι αν η παραγραφή διεκόπτετο με την άσκηση
της αγωγής, η ίδια παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη με αυτήν που είχε διακοπεί,
άρχιζε σε κάθε περίπτωση - και ανεξαρτήτως από το είδος αυτής ως βραχυπρόθεσμης
ή συνήθους - ευθύς μετά την έγερση της αγωγής και διακοπτόταν μετά από κάθε
διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Έτσι, επί αξιώσεως που είχε
καταστεί επίδικη, η παραγραφή στην οποία υπέκειτο μπορούσε να συμπληρωθεί κατά
τη διάρκεια της επιδικίας. Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπαγόταν, κατά την
ως άνω διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ., τη διακοπή της παραγραφής, εθεωρείτο κάθε
πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της
δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν
αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης, περιλαμβανομένης σε
αυτές και της έκδοσης ή δημοσίευσης της απόφασης. Αν ανάμεσα σε δύο
διαδικαστικές πράξεις παρερχόταν ολόκληρος ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης,
επερχόταν παραγραφή κατά τη διάρκεια της επιδικίας (ΑΠ 1277/2003 ΧΡΙΔ 2004-215)
και μόνο στην περίπτωση που η αξίωση βεβαιωνόταν με τελεσίδικη απόφαση ή με
δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, χωρούσε η εικοσαετής παραγραφή και αν ακόμη η αξίωση
καθ' εαυτή υπέκειτο σε βραχύτερη παραγραφή, εξαιρουμένης εκείνης που αφορά σε
παροχές αξιώσεων που επαναλαμβάνονταν περιοδικά, οι οποίες υπέκειντο σε
βραχύτερη παραγραφή και μετά τη βεβαίωση τους με τελεσίδικη απόφαση ή με
δημόσιο έγγραφο εκτελεστό (άρθρο 268 Α.Κ.). Έτσι, και μετά την έκδοση της
οριστικής απόφασης μπορούσε να συμπληρωθεί η παραγραφή της αξίωσης σε επιδικία,
όταν οι διάδικοι είχαν αδρανήσει και το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείτο μετά την
παρέλευση του χρόνου παραγραφής της αξίωσης και τούτο διότι η παραγραφή δεν
διακοπτόταν, ούτε αναστελλόταν από τη λήξη της επιδικίας (που επερχόταν με τη
δημοσίευση της οριστικής απόφασης) μέχρι την αναβίωση της με την άσκηση του
ενδίκου μέσου, αφού και ο νόμος (άρθρο 261 Α.Κ.) δεν έθετε ως προϋπόθεση για
την εφαρμογή της διάταξης αυτής την ύπαρξη επιδικίας (ΟλΑΠ 1143/1983 ΝοΒ
32/673, ΑΠ 1773/2011 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΑΠ 612/2009 ΧΡΙΔ 2010/201, ΑΠ
1134/2005 ΔΕΕ 2006/54, ΕφΑΘ 182/2009 ΕΦΑΔ 2009/580, ΕφΛαρ 524/2004 Αρμ
2006/891, Σημαντήρα, "Γενικές Αρχές", τόμος Β1, § 53, αριθ. 1073,
σελ. 706). Σύμφωνα με το σκοπό της ίδιας διάταξης, για να άρχιζε εκ νέου η
παραγραφή που είχε διακοπεί από την τελευταία διαδικαστική πράξη του
Δικαστηρίου, θα έπρεπε να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης με
πράξεις των διαδίκων, διότι ο θεσμός της παραγραφής της αξίωσης (άρθρα 247 επ.
Α.Κ.) αποτελεί τη νομοθετικά προβλεπόμενη κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να
επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσης του και, επομένως, δεν ήταν νοητή η
παραγραφή της αξίωσης όταν αυτός είχε ενεργήσει ό,τι ήταν αναγκαίο στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μη χρειάζεται να επιχειρήσει κάτι ιδιαίτερο,
για το λόγο δε αυτό ο νόμος αναγνώριζε σοβαρούς λόγους, συνεπεία των οποίων η
πάροδος του χρόνου δεν είχε δυσμενείς συνέπειες για το δανειστή, τέτοιοι δε
λόγοι αναστολής της παραγραφής ήταν και είναι, κατ' άρθρο 255 Α.Κ., το
δικαιοστάσιο, η ανωτέρα βία και ο δόλος του υπόχρεου. Η παραπάνω διάταξη του
άρθρου 261 Α.Κ., όπως προαναφέρθηκε, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 § 1 του Ν
4139/20-03-2013. Σύμφωνα με τη νέα διάταξη και τις παραγράφους 1 και 3 αυτής,
που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, "1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση
αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την
έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ' άλλον τρόπο περάτωση της δίκης
3. Η
παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει
εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση". Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 δεν διαφέρει
από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου
"έγερση" από τον σύγχρονο όρο "άσκηση" της αγωγής. Οι
συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό
σημείο της έγκυρης επίδοσης της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε
γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα
διάταξη του εν λόγω άρθρου εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου
του, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της
παραγραφής μέχρι το χρονικό σημείο έκδοσης τελεσίδικης απόφασης ή περάτωσης της
δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" εννοεί την επερχόμενη
με οποιονδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως π.χ. οριστική απόφαση που καθίσταται
τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων
μέσων, παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης τους, αποδοχής της απόφασης, αποδοχής
της αγωγής κ.λπ. Εκτός από την τελεσιδικία της απόφασης, προβλέπεται περαιτέρω
ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι όταν η δίκη περατωθεί με άλλον τρόπο, ήτοι
λόγω κατάργησης της δίκης με δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 293 ΚΠολΔ) ή λόγω
παραίτησης από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (άρθρα 294 -297 ΚΠολΔ),
εφαρμοζόμενης, επί παραιτήσεως από το δικόγραφο, της διάταξης του άρθρου 263
ΑΚ., από δε το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 Α.Κ. και του άρθρου 270 του ιδίου
Κώδικα, που παρέμεινε αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει
την επομένη της τελεσιδικίας της απόφασης ή της περάτωσης της δίκης με άλλο
τρόπο, μόνο δε αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 2
(αδράνεια διαδίκου να επισπεύσει την πρόοδο της δίκης πέραν των έξι μηνών και
μη ύπαρξη άλλης προθεσμίας για τη διενέργεια της απαραίτητης διαδικαστικής
πράξης εκ μέρους του) είναι δυνατόν να προκαλέσουν την επανεκκίνηση του χρόνου
της παραγραφής έξι μήνες από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή
του Δικαστηρίου [ΑΠ (Ποιν) 1023/2019 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"]. Ως προεκτέθηκε,
η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 Α.Κ. ορίζει ότι "Η παρούσα
διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί
τελεσίδικη απόφαση". Εξ ετέρου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 533 § 2 ΚΠολΔ, το
δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζει κατ' αρχήν το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο
δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος έφεσης
εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής, εξαίρεση όμως
εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι αυτός εφαρμόζεται στις
εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται
συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι
δεν έχει παραγραφεί εν επιδικία η ένδικη αξίωση κατά την δημοσίευση του Ν
4139/2013, ήτοι στις 20-03-2013 (ΑΠ 361/2019, ΕφΠειρ 422/2015, αμφότερες
δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ") και τούτο διότι, από τις
ρυθμίζουσες τα ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 18
ΕισΝΑΚ (οι οποίες εφαρμόζονται, κατ' ανάλογη εφαρμογή, όχι μόνον μεταξύ των
περί παραγραφής διατάξεων του Α.Κ. και του προϊσχύσαντος τούτου δικαίου, αλλά
και σε κάθε άλλη διάταξη νεότερου νόμου που ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής από
εκείνον του προϊσχύσαντος δικαίου) συνάγεται ότι, όταν οι διατάξεις του νεότερου
νόμου καθιερώνουν μακρότερη παραγραφή από την καθιερούμενη στο προϊσχύσαν
δίκαιο, εφαρμογή έχει ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί
πριν από την εφαρμογή του, αλλά δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους κατ'
αυτήν και ότι στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται και ο χρόνος που διανύθηκε κατά
το προϊσχύσαν δίκαιο. Δεν εφαρμόζεται δε η, περί της υπαγωγής στην επιφέρουσα
την ταχύτερη συμπλήρωση της παραγραφής διάταξη, δεύτερη παράγραφος του
προαναφερθέντος άρθρου 18 ΕισΝΑΚ, διότι η παράγραφος αυτή προϋποθέτει, για την
εφαρμογή της, την καθιέρωση στο νεότερο νόμο βραχύτερης παραγραφής (ΑΠ
1063/2013 ΕΕμπΔ 2013/896, ΑΠ 258/2002 ΕλλΔικ 44/187, ΕφΑΘ 479/2012 ΕλλΔικ
54/200, ΕφΑΘ 3703/2010 ΕλλΔικ 52/843, ΕφΑΘ 182/2009 ΕφΑΔ 2009/580, ΕφΠειρ
559/2009 ΕλλΔικ 51/1056, βλ. σχετ. ΑΠ 42/2005 ΕλλΔικ 46/1438, ΑΠ 1051/2002 ΝοΒ
2003/253, ΑΠ 1061/2001 ΕλλΔικ 44/496, Κρητικού, 2008, "Αποζημίωση από
αυτοκινητικά ατυχήματα", §§ 29, 164, 190 επ., Κλάππα, "Ζητήματα
παραγραφής των αξιώσεων αποζημίωσης από τροχαία ατυχήματα" ΠειρΝομ
2008/220).
IV.
Στην από 19-11-2007 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./20-11-2007) αγωγή της, η ήδη
εκκαλούσα εξέθετε ότι, στα πλαίσια της δίκης που διεξήχθη ενώπιον του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας κατά τη συζήτηση της από 22-08-2000 αγωγής,
που είχε η ίδια ασκήσει κατά της πρώτης εναγομένης, ζητώντας την ακύρωση του
αναφερομένου σε αυτήν συμβολαίου πώλησης, η μεν πρώτη εναγόμενη κατέθεσε τις
από 12-11-2001 έγγραφες προτάσεις της, στις οποίες συμπεριέλαβε τους
αναφερομένους στο αγωγικό δικόγραφο ψευδείς ισχυρισμούς, που αφορούσαν το
πρόσωπο της ενάγουσας, τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους, η δε δεύτερη
εναγόμενη, εξεταζόμενη ενόρκως στο στάδιο της διεξαγωγής των αποδείξεων ενώπιον
του Εισηγητή Δικαστή του παραπάνω Δικαστηρίου στις 13-05-2004 και στις
15-07-2004, κατέθεσε γι' αυτήν (ενάγουσα), κατόπιν προτροπής της πρώτης
εναγομένης, τα αναφερόμενα στο αυτό δικόγραφο, ομοίως ψευδή, περιστατικά, αν
και τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους, αμφότερες δε οι εναγόμενες ενήργησαν
έτσι με σκοπό να σπιλώσουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, να την
ταπεινώσουν, να τη δυσφημήσουν και να τη διασύρουν, καθώς έγιναν κοινωνοί των
εν λόγω ισχυρισμών και καταθέσεων οι γραμματείς των Δικαστηρίων, οι δικηγόροι
αμφοτέρων των διαδίκων μερών και οι βοηθοί τους, αλλά και πλήθος άλλων
προσώπων, στα οποία αυτές τα μετέφεραν, ζητούσε δε 1) να υποχρεωθούν οι
εναγόμενες, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλουν, εκάστη εις
ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που
υπέστη συνεπεία της κατά τα άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, την οποία
εκτίμησε στο ποσό των 30.050 ευρώ, το ποσό των 30.000 ευρώ, αφαιρώντας το ποσό
των 50 ευρώ, το οποίο η ενάγουσα επιφυλάχθηκε να διεκδικήσει στην ποινική δίκη
που θα διεξαχθεί σε βάρος των εναγόμενων, κατά την δήλωση παράστασης της ως
πολιτικώς ενάγουσας για την ίδια αιτία και 2) να καταδικαστούν αυτές στην
καταβολή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης.
V.
Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθ. 8/28-02-2011 εν μέρει οριστική
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, το οποίο, αφού δίκασε
αντιμωλία των διαδίκων, έκρινε την αγωγή παραγεγραμμένη ως προς την πρώτη
εναγομένη, αποδεχόμενο ως και κατ' ουσίαν βάσιμη τη σχετική ένσταση που είχαν
προβάλει οι εναγόμενες, κατά τα λοιπά δε ανέβαλε, κατ' άρθρο 250 ΚΠολΔ, τη
συζήτηση της αγωγής ως προς τη δευτέρα εναγομένη, κατ' αυτεπάγγελτη αυτού
ενέργεια, προκειμένου να εκδοθεί, από το αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο, αμετάκλητη
απόφαση σχετικά με την, ήδη εκκρεμούσα σε βάρος της τελευταίας, κατηγορία της
ψευδορκίας μάρτυρος σε πολιτική δίκη, για την οποία είχε παραπεμφθεί να
δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κεφαλληνίας, αφού η εν λόγω
ψευδορκία αφορούσε την, φερόμενη στην από 22-08-2000 αγωγή της ενάγουσας ως
ψευδή, ένορκη κατάθεση της δευτέρας εναγομένης ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που είχε επιληφθεί της εκδίκασης της
ανωτέρω αγωγής. Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. 13/2011 και 2212/2011
αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κεφαλληνίας και του Τριμελούς
Εφετείου Πατρών αντίστοιχα, με τις οποίες καταδικάσθηκαν, κατ' επιτρεπτή
μεταβολή της κατηγορίας, η μεν δεύτερη εναγόμενη ως φυσικός αυτουργός απόπειρας
ψευδορκίας μάρτυρος, την οποία τέλεσε ενώπιον του προαναφερθέντος Εισηγητή
Δικαστή στις 13-05-2004 και στις 15-07-2004, η δε πρώτη εναγόμενη ως ηθικός
αυτουργός της απόπειρας ψευδορκίας που τέλεσε η δεύτερη εναγόμενη-μητέρα της,
επιβλήθηκε δε σε εκάστη αυτών, με την απόφαση του δευτοβαθμίου ποινικού
Δικαστηρίου, ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών [αντί των έξι (6) μηνών που
τους είχε επιβληθεί πρωτοδίκως], χωρίς όμως να έχει καταστεί η υπ' αριθ.
2212/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών αμετάκλητη, αφού, λόγω της
επιβληθείσας ποινής, έτυχε εφαρμογής ο Ν 4043/2012, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1
του οποίου, ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις
που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού (13-02-2012), εφόσον δεν
έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε
τρόπο μέχρι την κατά τα άνω δημοσίευση του, παραγράφονται και δεν εκτελούνται,
υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη
δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα
καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη
των έξι μηνών, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου του άνω νόμου, οι μη
εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του
αρμοδίου Εισαγγελέα ή Δημοσίου Κατηγόρου, επομένως δεν ήταν δυνατή η κατ' αυτής
άσκηση αναίρεσης, η τυχόν δε ασκηθείσα θα απορριπτόταν ως απαράδεκτη (πρβλ. ΑΠ
637/2019, ΑΠ 918/2019, αμφότερες δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"
και πάγια νομολογία). Κατόπιν αυτού, η ενάγουσα επανέφερε, με την από 16-11-2011
(με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 206/24-11-2011) κλήση της, την αγωγή προς
περαιτέρω συζήτηση, εκδόθηκε δε η υπ' αριθ. 75/05-10-2015 οριστική απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, το οποίο απέρριψε την αγωγή και ως προς τη
δεύτερη εναγομένη, δεχόμενο ότι τα περιλαμβανόμενα στην αγωγή πραγματικά
περιστατικά που αφορούν τις από 13-05-2004 και 15-07-2004 ένορκες καταθέσεις
της τελευταίας κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων ενώπιον της Εισηγήτριας του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, στοιχειοθετούν μεν το πραγματικό της
διάταξης περί προσβολής της προσωπικότητας του άρθρου 57 Α.Κ., πλην όμως δεν
αρκούν για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης με βάση τις διατάξεις
για την αδικοπραξία, η οποία προϋποθέτει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 932 Α.Κ.,
σαφή προσβολή της τιμής και υπόληψης της ενάγουσας, η οποία, όπως έκρινε το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν προέκυψε στην προκειμένη περίπτωση, ούτε προέκυψαν
τα ανωτέρω στοιχεία από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην κρινόμενη
αγωγή, ενώ τα ίδια στοιχεία της τιμής και της υπόληψης αποτελούν την
αντικειμενική υπόσταση των διατάξεων 362 - 363 Π.Κ., για τις οποίες, με το αυτό
αποδεικτικό υλικό, δεν ασκήθηκε ούτε καν ποινική δίωξη σε βάρος της δεύτερης
εναγομένης, η οποία διώχθηκε και καταδικάστηκε μόνο για το αδίκημα της
ψευδορκίας μάρτυρος και ότι, σε κάθε περίπτωση, τα επίδικα αποσπάσματα των
ανωτέρω καταθέσεων της τελευταίας, δεν συνιστούν ισχυρισμό πρόσφορο να βλάψει
την τιμή ή την υπόληψη άλλου, ούτε περιέχουν κάποια υβριστική λέξη ή φράση,
ούτε ο τρόπος έκφρασης της δεύτερης εναγομένης υποδηλώνει καταφρόνηση της
ενάγουσας, κρίνοντας αντιθέτως ότι τα εν λόγω αποσπάσματα ειπώθηκαν στα πλαίσια
της αντίκρουσης των ισχυρισμών της. Την τελευταία αυτή απόφαση, καθώς και, κατά
τα εκτεθέντα στο υπό στοιχείο II της παρούσας κεφάλαιο, την μη οριστική διάταξη
της υπ' αριθ. 8/2011 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι η
έφεση δεν απευθύνεται ρητώς και κατ' αυτής της απόφασης, προσέβαλε η ενάγουσα
ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 14-11-2016 (με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας 50/14-11-2016)
έφεση της και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή για τους δύο λόγους που αναφέρονται
στο δικόγραφο της και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει καθ'
ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της.
Ενόψει του πρώτου λόγου έφεσης, που συνίσταται
σε εσφαλμένη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμηση των ενώπιον του
προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων, η οποία το οδήγησε στο προρρηθέν εσφαλμένο
πόρισμα και διατακτικό, ο οποίος είναι επαρκώς ορισμένος και νόμιμος, το παρόν
Δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522
ΚΠολΔ), θα επανεκτιμήσει εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και θα κρίνει την
ορθότητα του διατακτικού της (ΑΠ 19/2018, ΑΠ 20/2018, αμφότερες δημοσιευμένες
στην Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"), αφού προηγουμένως εξετάσει το παραδεκτό και
το νόμιμο του δευτέρου λόγου έφεσης, σύμφωνα με τον οποίον, εσφαλμένως το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το, υποβληθέν από τις εναγόμενες, αίτημα αναστολής
της δίκης στον πρώτο βαθμό μέχρι να εκδοθεί η απόφαση επί της έφεσης που είχε
ασκήσει η ενάγουσα (και είχε ήδη συζητηθεί στις 13-11-2014, αναμενόταν δε η
έκδοση απόφασης) κατά της υπ' αριθ. 80/2007 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, με την οποία απορρίφθηκε η από 22-08-2000 (με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης 218/-2000) αγωγή της περί ακύρωσης λόγω απάτης του υπ' αριθ.
./03-03-1995 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., δυνάμει του οποίου η
ενάγουσα είχε μεταβιβάσει λόγω πώλησης στην πρώτη εναγομένη το 1/2 εξ
αδιαιρέτου του εκεί αναφερομένου οικοπέδου της, επικαλούμενες ότι με την
απόφαση του Εφετείου θα κρινόταν το γεγονός της καταβολής ή μη τιμήματος για
την εν λόγω αγοραπωλησία, το οποίο η ενάγουσα επικαλείται ως ψευδές, απαιτώντας
για το λόγο αυτό την σε αυτήν επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής
βλάβης που υπέστη από τα ψεύδη των εναγομένων. Ως προς το λόγο αυτό, λεκτέα τα
ακόλουθα : Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί με
ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να
αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, τα οποία αναφέρονται είτε
σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του
Δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων,
εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των
αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (ΕφΑΘ 2575/2009 ΕΔικΠολυκ 2010/27,
ΕφΔωδ 70/2008 Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για
αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 250 ΚΠολΔ δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό
έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου (ΕφΛαρ 292/2015
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016/75, ΕφΛαρ 457/2011 Αρμ 2011/1022), ούτε θεμελιώνει λόγο έφεσης
η απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 249 του ιδίου
Κώδικα, αφού το Δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική
ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα αναβολής, δεν υποπίπτει στο σφάλμα
της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί
να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του
αιτήματος αυτού [ΕφΠατρ (Μον) 144/2018, ΕφΔωδ (Μον) 204/2017, αμφότερες σε
Η.Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ", ΕφΛαρ 292/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016/75 και πάγια
νομολογία], ακόμη και όταν, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας, η
διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται από τη διάγνωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας μιας
έννομης σχέσης που κρίνεται από άλλο πολιτικό Δικαστήριο (ΑΠ 194/2017 Η.Τ.Ν.Π.
"ΝΟΜΟΣ"). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει
να απορριφθεί ως μη νόμιμος.
VI.
Από την εκτίμηση της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκης κατάθεσης του
μάρτυρος της ενάγουσας (οι εναγόμενες δεν επιμελήθηκαν της εξέτασης μάρτυρος),
η οποία περιέχεται στα προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως υπ' αριθ. 8/2011 πρακτικά
δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και όλων των εγγράφων που οι
διάδικοι προσκομίζουν με νόμιμη επίκληση, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως
αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων (άρθρα 395 και 524 § 1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα της
ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε κατόπιν της υποβολής της από 02-11-2007
μήνυσης της ενάγουσας κατά των εναγομένων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τη
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 22/2018, ΑΠ 438/2018, Η.Τ.Ν.Π.
"ΝΟΜΟΣ" και πάγια νομολογία), μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδική
αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την κατ' ουσίαν
διάγνωση της διαφοράς, σε συνδυασμό με τη συναγόμενη από την παράλειψη των
διαδίκων να αμφισβητήσουν ειδικά την αλήθεια των προβληθέντων από τον αντίδικο
τους ισχυρισμών ομολογία τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα, ..., άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, κατά της πρώτης εναγομένης, ..., την από 22-08-2000
(με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./23-08-2000) αγωγή της, με την οποία ζητούσε να
ακυρωθεί το υπ' αριθ. ./03-03-1995 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., με
το οποίο μεταβίβασε λόγω πώλησης στην πρώτη εναγομένη το 1/2 εξ αδιαιρέτου του
εκεί περιγραφομένου ακινήτου, που ανήκε στην αποκλειστική αυτής κυριότητα,
επικαλούμενη ότι προέβη στη συγκεκριμένη δήλωση βούλησης διότι εξαπατήθηκε από
την αντίδικο της, η οποία της πρότεινε την εν λόγω μεταβίβαση προκειμένου να
αξιοποιήσουν τουριστικώς και από κοινού το ανωτέρω ακίνητο, μέσω της σε αυτό
ανέγερσης ξενοδοχείου, την κατασκευή του οποίου θα ανελάμβανε η εναγόμενη, υπό
την ιδιότητα της ως Αρχιτέκτονος και με χρηματοδότηση από γνωστούς της
επιχειρηματίες, μεταξύ των οποίων και κάποιος Σαουδάραβας πελάτης της, η μόνη
δε συνεισφορά της ενάγουσας θα ήταν η σε αυτήν μεταβίβαση της ανωτέρω ιδανικής
μερίδας του ακινήτου, μετά την οποία όμως η εναγόμενη εξαφανίσθηκε, αφού
προηγουμένως η ενάγουσα προέβη με δικές της δαπάνες, κατόπιν προτροπής της
τελευταίας, στην ηλεκτροδότηση και τον καθαρισμό ολοκλήρου του ακινήτου και στη
διάνοιξη δρόμου προς αυτό, προκειμένου να αρχίσει η ανοικοδόμηση του. Στα πλαίσια
της δίκης που ανοίχθηκε με αφορμή την άσκηση της ανωτέρω αγωγής η - εδώ πρώτη
και εκεί μοναδική - εναγόμενη κατέθεσε, στις 13-11-2001, στο ακροατήριο του
δικάζοντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, τις από 12-11-2001 έγγραφες
προτάσεις της, με τις οποίες αρνήθηκε αιτιολογημένα την ανωτέρω αγωγή,
διατεινόμενη ότι το έτος 1995 αναζητούσε στην περιοχή του Φισκάρδου Κεφαλληνίας
ακίνητο, όχι για την εντός αυτού ανέγερση κατοικίας ή ξενοδοχείου, αλλά για
επένδυση στο όνομα και για λογαριασμό του ανηλίκου τότε υιού της ..., επιθυμία
της που εκμυστηρεύθηκε στην ενάγουσα, η οποία της πρότεινε να της πωλήσει το
1/2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου, αντί του συνολικού τιμήματος των
8.500.000 δραχμών, από το οποίο η ενάγουσα είχε ήδη εισπράξει το ποσό των
5.000.000 δραχμών κατά τα έτη 1993 και 1994, με διαδοχικές καταβολές της πρώτης
εναγομένης και της μητέρας της ... (εδώ δεύτερης εναγομένης), ως δάνειο, ενόψει
του ότι στην πραγματικότητα η οικογένεια της εναγομένης είχε αναλάβει την
επαγγελματική και οικογενειακή αποκατάσταση της ενάγουσας, τη μόρφωση της και
τη διατροφή της, ενόψει δε της άνω αγοράς, δόθηκε η δυνατότητα να προβούν σε
συμψηφισμό του ανωτέρω ποσού του δανείου με το συμφωνημένο τίμημα της
αγοραπωλησίας, καθώς και ότι, παράλληλα, ενόψει της σύναψης του πωλητηρίου
συμβολαίου, κατεβλήθη στη ενάγουσα, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, το
υπολειπόμενο ποσό του τιμήματος, ύψους 3.500.000 δραχμών. Συνεχίζοντας δε η
πρώτη εναγόμενη και προς επίρρωση των υπ' αυτής προεκτεθέντων, προσέθεσε στις
προρρηθείσες προτάσεις της ότι η ενάγουσα στην πραγματικότητα είχε εκδιωχθεί
από την Κεφαλονιά και από το οικογενειακό της περιβάλλον, η δε οικογένεια της
εναγομένης περί το έτος 1973 - 1974 και ενώ η τελευταία ήταν μόλις 6 - 7 ετών,
την ανέλαβε ως παιδί της στην Αθήνα, την στέγασε, τη διέθρεψε, την ενέγραψε με
έξοδα της στη σχολή κομμωτικής "Α" για να μπορέσει να αποκτήσει
επαγγελματική κατάρτιση, ότι ακολούθως της εξασφάλισε εργασία στα πλέον γνωστά
καταστήματα κομμωτικής κατ' εκείνη την περίοδο στην Αθήνα (κομμωτήριο
"G"), ότι, παράλληλα, όταν η ενάγουσα παντρεύτηκε, ομοίως με δαπάνες
της οικογενείας της εναγομένης εξασφαλίστηκε ο πλήρης οικιακός εξοπλισμός της
και ότι έτσι η οικογένεια της εναγομένης προέβη για την ίδια την ενάγουσα σε
δαπάνες εκατομμυρίων, γεγονός που ήταν γνωστό σε ολόκληρη την περιοχή της
Ερύσου Κεφαλληνίας και το οποίο καθιστούσε την εναντίον της αγωγή εντελώς άδικη
και ηθικά απαράδεκτη, σημειωτέου και του ότι η ενάγουσα αποκαλούσε την μητέρα
της εναγομένης (ήδη δευτέρα εναγομένη) "μάνα", τον πατέρα της
"πατέρα", ενώ και ο υιός της αποκαλούσε την εναγομένη
"μάνα". Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθ. 26/-2002
προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, με την οποία
αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και υποχρεώθηκαν οι διάδικοι να
αποδείξουν με κάθε αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες τους ισχυρισμούς τους. Κατά
τη διεξαγωγή των αποδείξεων που τάχθηκαν με την ανωτέρω προδικαστική απόφαση,
εξετάσθηκε ως μάρτυρας ενώπιον της Εισηγητρίας Δικαστού, με επιμέλεια της πρώτης
εναγομένης, η μητέρα της
(δεύτερη εναγόμενη στην υπό κρίση αγωγή), η οποία,
αφού ορκίσθηκε κατ' άρθρο 408 ΚΠολΔ, κατέθεσε ενώπιον της άνω Δικαστού στις
13-05-2004 και στις 15-07-2004, χωρίς όμως να ολοκληρωθεί η κατάθεση της, όπως
προκύπτει από την μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ' αριθ.
/2005 σχετική
Εισηγητική Εκθεση. Ειδικότερα, η εδώ δεύτερη εναγόμενη, εξεταζόμενη ενόρκως ως
μάρτυρας ενώπιον της προρρηθείσας, αρμοδίας προς διενέργεια ένορκης εξέτασης,
Αρχής, κατέθεσε ψευδή γεγονότα και συγκεκριμένα κατέθεσε μεταξύ άλλων
(ακολουθεί αντιγραφή κατά λέξη, συντακτικό και στίξη, των υπ' όψιν περικοπών
των εν λόγω καταθέσεων) ότι : α) Στις 13-05-2004 : 'Ή συμφωνία ήταν στα
8.500.000 εκατ. δρχ. εκ των οποίων 5.000.000 είχαν καταβληθεί από εμένα την ίδια
στην
, προηγούμενα πριν τη σύνταξη του συμβολαίου ..." και "Θέλω
ακόμη να προσθέσω ότι η κ.
ερχόταν κάθε μήνα, μετά την πώληση και έπαιρνε από
εμένα 50 χιλιάδες δρχ. το μήνα, για την καταβολή όπως μου έλεγε, τους
φόρους" και β) στις 15-07-2004 : "Ερχόταν στο σπίτι μου η κ.
και
έπαιρνε χρήματα τα οποία σύνολο ήταν πέντε εκατομμύρια. Πήρε 2.500.000 δρχ.,
1.500.000 δρχ. και 1.000.000 δρχ. Όταν μου έπαιρνε η κ.
αυτά τα χρήματα σαν
δανεικά, τα έπαιρνε για ανάγκες δικές της όχι έναντι αγοράς του ακινήτου.
Χρονικά περίπου τα χρήματα αυτά της τα έδωσα μέσα σε 6-7 μήνες, δεν θυμάμαι
καλά το χρόνο, ήταν και πριν το 1995. Τα ανωτέρω όμως πραγματικά περιστατικά,
που περιέχονται στις προρρηθείσες μαρτυρικές καταθέσεις της δευτέρας εναγομένης
και σχετίζονταν ουσιαστικά με την εκεί εκδικαζομένη υπόθεση, αφού επιβεβαίωναν
τους προταθέντες με τις προτάσεις αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς της πρώτης
εναγομένης και τα οποία η δεύτερη εναγόμενη ισχυρίσθηκε, ήτοι ανακοίνωσε - και
μάλιστα βασιζόμενη, κατά τα λεγόμενα της, σε προσωπική της αντίληψη - ενώπιον
(τουλάχιστον) των προσώπων που παρίσταντο κατά τη διεξαγωγή της απόδειξης που
είχε διαταχθεί με την υπ' αριθ. 26/2002 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, ήτοι της Εισηγήτριας Δικαστού, της Γραμματέως του άνω
Δικαστηρίου και των πληρεξουσίων δικηγόρων αμφοτέρων των εκεί διαδίκων μερών,
τα οποία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο III. μείζονα σκέψη της
παρούσας, συνιστούν την έννοια του "τρίτου" κατά τις διατάξεις των
άρθρων 362 και 363 Π.Κ., ήταν ψευδή και η ίδια τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς
τους. Ειδικότερα, τα αληθή γεγονότα, τα οποία γνώριζε πολύ καλά η δεύτερη
εναγόμενη λόγω των στενών φιλικών σχέσεων που διατηρούσε με την ενάγουσα, ήταν
ότι ουδέποτε έλαβαν χώρα οι επικαλούμενες άτυπες (προφορικές) συμβάσεις δανείων
κατά τα έτη 1993, 1994 και 1995 και ότι ουδέν τίμημα καταβλήθηκε για την
πώληση, από την ενάγουσα προς την πρώτη εναγομένη, του 1/2 εξ αδιαιρέτου του,
αναφερομένου στο υπ' αριθ. ../03-03-1995 πωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου
Αθηνών .., ακινήτου, καθόσον οι εναγόμενες ούτε επικαλέσθηκαν, ούτε προσκόμισαν
παραστατικά ανάληψης, είτε από την πρώτη είτε από τη δεύτερη αυτών, οιουδήποτε
χρηματικού ποσού από πιστωτικό ίδρυμα ή κατάθεσης τέτοιου ποσού σε λογαριασμό
της ενάγουσας, κρίση του Δικαστηρίου που επιρρωνύεται έτι περαιτέρω από την
ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας
- αδελφού της, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το αναγραφόμενο στο ανωτέρω
συμβόλαιο ως συμφωνηθέν τίμημα των 900.000 δραχμών, πέραν του ότι ήταν
σημαντικότατα κατώτερο της προσωρινής αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, η
οποία ανερχόταν σε 13.520.000 δραχμές, κατεβλήθη από την αγοράστρια στην
πωλήτρια σε μετρητά, εκτός του γραφείου της Συμβολαιογράφου και χωρίς την
παρουσία της τελευταίας, "όπως οι συμβαλλόμενες της εδήλωσαν".
Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι η ενάγουσα δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα,
ώστε να έχει την ανάγκη λήψης δανείου, ουδόλως δε αποδείχθηκε ότι προέκυψε
κάποια έκτακτη ανάγκη, η οποία να καθιστούσε επιβεβλημένη τη λήψη αυτού, αφού,
αν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας,
αμφότερες οι εναγόμενες, λόγω της από αυτές επικαλούμενης στενής οικογενειακής
σχέσης τους με την ενάγουσα, θα το γνώριζαν και θα το επικαλούντο, επίκληση
στην οποία όμως ουδέποτε προέβησαν. Όσον αφορά ειδικότερα στην οικονομική
κατάσταση της ενάγουσας, αποδείχθηκε ότι αυτή το έτος 1982 τέλεσε γάμο με το
., ο οποίος εργαζόταν με ικανοποιητικές αποδοχές ως υπάλληλος στην Ολυμπιακή
Αεροπορία και συνταξιοδοτήθηκε το έτος 1995 λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων
εθελουσίας εξόδου, οι δε ετήσιες αποδοχές του από το μισθό και τη σύνταξη του,
τις οποίες και περιέλαβε στις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες δηλώσεις
φορολογίας εισοδήματος του, ανέρχονταν το έτος 1992 στο ποσό των 3.889.294
δραχμών, το έτος 1993 στο ποσό των 4.430.495 δραχμών, το έτος 1994 στο ποσό των
5.121.770 δραχμών, το έτος 1995, κατά το οποίο συνταξιοδοτήθηκε και
καταρτίστηκε το προαναφερθέν υπ' αριθ. ./03-03-1995 πωλητήριο συμβόλαιο, στο
ποσό των 1.647.295 δραχμών, το έτος 1996 στο ποσό των 5.213.813 δραχμών, το
έτος 1997 στο ποσό των 5.650.363 δραχμών και το έτος 1998 στο ποσό των
5.972.529 δραχμών (όπως προκύπτει από τις μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενες από
την ενάγουσα κοινές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του συζύγου της
και της
ιδίας των ετών 1993, 1994, 1995, 1996, 1997, 1998 και 1999), ενώ το 1995
εισέπραξε α) ως αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης το ποσό των 7.918.794 δραχμών
(όπως προκύπτει από την από 31-03-95 διαπιστωτική πράξη της Ανώνυμης Εταιρείας
με την επωνυμία "Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε.") και β) το ποσό των
1.597.320 δραχμών, που αντιστοιχούσε στις ασφαλιστικές του εισφορές όλου του
χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο εργάσθηκε στην "Ολυμπιακή Αεροπορία
Α.Ε." (όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. πρωτ. ../25-09-1995 απόφαση της
Διευθύντριας του Ι.Κ.Α. Νέου Κόσμου Αττικής). Περαιτέρω, η ενάγουσα ουδέποτε
εγκατέλειψε την οικογένεια της. Αυτή αρχικά ζούσε στο Φισκάρδο Κεφαλληνίας μαζί
με τους γονείς της και τον αδελφό της
. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, που
έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1968, ο ανωτέρω αδελφός της, που από το έτος 1964
ήταν ναυτικός, ανέλαβε τη συντήρηση της μητέρας του και της αδελφής του με τα
εισοδήματα που εισέπραττε από την παραπάνω εργασία του, ενώ έστελνε και χρήματα
για την ανέγερση οικίας στο Φισκάρδο, στην οποία κατοικεί με την οικογένεια του
από το έτος 1994, όταν σταμάτησε να εργάζεται ως ναυτικός, μαζί με τη σύζυγο
του, την οποία νυμφεύθηκε το έτος 1986 και το τέκνο τους. Εξάλλου, η ενάγουσα
το έτος 1973 εργάσθηκε στο υποκατάστημα του Ο.Τ.Ε. στο Φισκάρδο και τα έτη 1981
και 1982 ως υπάλληλος σε εταιρεία μελετών και επενδύσεων στην Αθήνα. Το έτος
1975 μετέβη στην Αθήνα σε μισθωμένο από τον αδελφό της διαμέρισμα που βρισκόταν
στο Κουκάκι Αττικής και γράφτηκε στη σχολή κομμωτικής "Α", τις δε
δαπάνες της διαμονής και διατροφής της, καθώς και τη δαπάνη των σπουδών της
στην ανωτέρω σχολή κομμωτικής, που ανήλθε σε 5.000 δραχμές, κάλυψε αποκλειστικά
ο αδελφός της με τα παραπάνω εισοδήματα του, ενώ η ίδια άνοιξε, επί της οδού
... στην Καλλιθέα Αττικής, δικό της κομμωτήριο, το οποίο λειτούργησε μόνο για
δύο μήνες, ήτοι τον Ιανουάριο του 1980 και έως τις 16 Φεβρουαρίου του ιδίου
έτους, όταν και διέκοψε τη λειτουργία του. Επίσης, ο αδελφός της ενάγουσας
κάλυψε όλα τα έξοδα του γάμου της με το
, αλλά και του οικιακού εξοπλισμού
της. Επί πλέον, η πραγματική πρόθεση της πρώτης εναγομένης ήταν να σφετεριστεί
το άνω, κείμενο στη θέση "Τ", εκτός των ορίων του Οικισμού Φισκάρδου
Ερύσσου Κεφαλληνίας, ακίνητο της ενάγουσας, μη καταβάλλοντος οποιοδήποτε τίμημα
για την αγορά του 1/2 εξ αδιαιρέτου αυτού (όπως και έγινε), προκειμένου δε η
ενάγουσα να δεχθεί τη χωρίς καταβολή τιμήματος αγοραπωλησία, η πρώτη εναγόμενη
την παρέπεισε ότι επρόκειτο να ανεγείρει εντός του ακινήτου ξενοδοχείο, το
οποίο θα εκμεταλλεύονταν από κοινού και ότι αυτή μεν θα εξασφάλιζε τη
χρηματοδότηση του έργου από γνωστούς της επενδυτές, η δε ενάγουσα θα συμμετείχε
με το παραπάνω ακίνητο, διατηρώντας την κυριότητα του 1/2 εξ αδιαιρέτου η ίδια
και μεταβιβάζοντας το υπόλοιπο στην πρώτη εναγομένη, η οποία, μάλιστα,
παρέστησε σε αυτήν ψευδώς ότι, λόγω του επαγγέλματος της, γνωρίζει κάποιο
Σαουδάραβα, ο οποίος συναινεί στο να χρηματοδοτήσει αυτή την επένδυση. Οι
ανωτέρω, όμως, παραστάσεις της πρώτης εναγομένης ήταν ψευδείς, ενώ το αληθές,
το οποίο η τελευταία γνώριζε, ήταν ότι αυτή δεν ενδιαφερόταν για την εντός του
ακινήτου εκμετάλλευση επιχείρησης ξενοδοχείου, ούτε υπήρχε χρηματοδότης γι'
αυτό, ενήργησε δε με δόλια προαίρεση, με σκοπό να πείσει την ενάγουσα να προβεί
στη μεταβίβαση του παραπάνω ιδανικού μεριδίου της επί του ακινήτου χωρίς
αντάλλαγμα, πράγμα το οποίο και πέτυχε, αφού τελικά η ενάγουσα προέβη στην
κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, στην οποία δεν θα προέβαινε αν γνώριζε την
αλήθεια, ισχυρότατη δε απόδειξη της απάτης που μεταχειρίσθηκε η πρώτη εναγόμενη
για να πείσει την ενάγουσα να της πωλήσει χωρίς αντάλλαγμα το 1/2 εξ αδιαιρέτου
του ακινήτου της, λέγοντας της ότι θα κτισθεί εντός αυτού ξενοδοχείο, είναι το
γεγονός ότι, ενώ στα πλαίσια της δίκης για την ακύρωση του υπ' αριθ.
./03-03-1995 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών . η πρώτη
εναγόμενη ισχυρίσθηκε ότι ήταν η ενάγουσα εκείνη που την προσέγγισε για να της
πωλήσει το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου της, το οποίο εκείνη δέχθηκε να αγοράσει
για να εξασφαλίσει οικονομικά το μέλλον του τότε ανηλίκου υιού της ..., επειδή
όμως απαιτείτο η άδεια του Δικαστηρίου για να προβεί η πρώτη εναγόμενη σε
γονική παροχή του ανωτέρω ιδανικού μεριδίου στον υιό της και η ενάγουσα δήθεν
επειγόταν για να εισπράξει το τίμημα, προέβη η πρώτη εναγόμενη, την ίδια ημέρα,
στην κατάρτιση του υπ' αριθ. ./1995 προσυμφώνου γονικής παροχής της αυτής
Συμβολαιογράφου, με το οποίο υποσχόταν να μεταβιβάσει στον άνω υιό της αυτό που
είχε αγοράσει από την ενάγουσα, οριζόταν δε σε αυτό ότι το οριστικό συμβόλαιο
της γονικής παροχής θα συντασσόταν μετά την ενηλικίωση του υιού της, μέχρι και
το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Μονομελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (03-03-2015), οπότε ο ... ήταν ήδη 33 ετών (η ίδια η
πρώτη εναγόμενη αναφέρει στις προρρηθείσες προτάσεις της ότι το 1995 ο υιός της
ήταν μόλις 13 ετών), δεν είχε καταρτισθεί το οριστικό συμβόλαιο της γονικής
προς αυτόν παροχής, ούτε οι εναγόμενες επικαλέσθηκαν την κατάρτιση του στις
ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις τους ή η δεύτερη εναγόμενη στις
προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ταυτοχρόνως δε, όπως
προεκτέθηκε, η ενάγουσα, τουλάχιστον κατά το έτος εκείνο (1995), αλλά και κατά
τα προγενέστερα και μεταγενέστερα αυτού έτη, είχε αρκετά μεγάλη οικονομική
άνεση λόγω του ύψους του μισθού και μετέπειτα της σύνταξης του συζύγου της, η
οποία δεν δικαιολογεί την δήθεν βιασύνη της να μεταβιβάσει σε οποιονδήποτε
τρίτο το 1/2 εξ αδιαιρέτου του μοναδικού ακίνητου περιουσιακού στοιχείου που
διέθετε στην Κεφαλονιά. Εξάλλου, για όσα κατέθεσε ενόρκως η δεύτερη εναγόμενη
ενώπιον της Εισηγήτριας Δικαστού στις 13-05-2004 και στις 15-07-2004, αλλά και
για όσα ισχυρίσθηκε η πρώτη εναγόμενη στις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Κεφαλληνίας από 12-11-2001 έγγραφες προτάσεις της, υποβλήθηκε από την ενάγουσα
η, επέχουσα θέση έγκλησης, από 02-11-2007 "μήνυση", η οποία
κατατέθηκε αυθημερόν στην Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κεφαλληνίας (Α.Β.Μ.
./02-11-2007), με αφορμή δε αυτήν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της δεύτερης
εναγομένης για ψευδορκία μάρτυρος σε πολιτική δίκη και σε βάρος της πρώτης
εναγομένης για ηθική αυτουργία στην απ' τη δευτέρα αυτών τελεσθείσα ως άνω
πράξη, αφού προηγουμένως η ανωτέρω Εισαγγελέας απέρριψε, δυνάμει της υπ' αριθ.
./16-11-2008 διάταξης της, ως νόμω αβάσιμο το μέρος της μήνυσης που αφορούσε
την αποδοθείσα στην πρώτη εναγομένη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, την
οποία φερόταν ότι τέλεσε σε βάρος της ενάγουσας μέσω των προαναφερθέντων
ισχυρισμών της στις ανωτέρω έγγραφες προτάσεις της, απόρριψη η οποία οφειλόταν
στο ότι μεταξύ της τέλεσης της ανωτέρω, πλημμεληματικού χαρακτήρα, αξιόποινης
πράξης των πρώτης εναγομένης (12-11-2001) και της κατάθεσης της έγκλησης
(02-11-2007) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, με
συνέπεια η πράξη αυτή να έχει υποπέσει, ήδη πριν την κατάθεση της έγκλησης, σε
παραγραφή, χωρίς να ελεγχθεί από την Εισαγγελέα η βασιμότητα της περί
συκοφαντικής δυσφήμησης της καταγγελίας της ενάγουσας, εσφαλμένη δε είναι κατά
τούτο η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι δεν ασκήθηκε σε βάρος της
δεύτερης εναγομένης ποινική δίωξη για τις πράξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ.,
παρά μόνο για το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρος, για το οποίο και
καταδικάσθηκε, στο βαθμό που χρησιμοποιήθηκε η κρίση αυτή ως επιχείρημα του
ανωτέρω Δικαστηρίου για το ότι τα άνω αποσπάσματα των καταθέσεων της δεύτερης
εναγομένης δεν περιέχουν ισχυρισμούς πρόσφορους να βλάψουν την τιμή ή την
υπόληψη της ενάγουσας, γενομένης δεκτής ως και ουσιαστικώς βάσιμης της σχετικής
έκφανσης του πρώτου λόγου έφεσης περί εσφαλμένης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο
εκτίμησης των ενώπιον του προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων. Τελικώς, με την υπ'
αριθ. 13/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κεφαλληνίας
καταδικάστηκαν, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, η μεν δεύτερη εναγόμενη
για απόπειρα ψευδορκίας μάρτυρος (της ψευδορκίας της συνισταμένης σε μία
αξιόποινη πράξη και όχι σε περισσότερες, γενομένου δεκτού ότι κατάθεση δεν
αποτελούν οι περισσότερες εξετάσεις του μάρτυρος, αλλά το σύνολο των δηλώσεων
του), η δε πρώτη εναγόμενη για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, σε φυλάκιση έξι
(6) μηνών εκάστη, ασκηθείσης δε εφέσεως κατά της απόφασης αυτής, εκδόθηκε η υπ'
αριθ. 2212/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία ομοίως
καταδικάστηκαν οι εναγόμενες για τις ίδιες πράξεις σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων
(4) μηνών εκάστη για όλα τα περιστατικά, για τα οποία είχαν και πρωτοδίκως
καταδικαστεί, καθόσον αμφότερα τα ανωτέρω ποινικά Δικαστήρια πείσθηκαν περί του
ψεύδους των, επιδίκων στην παρούσα δίκη, ενόρκων καταθέσεων της δευτέρας
εναγομένης και της γνώσης αυτής περί της εν λόγω αναληθείας, αλλά και περί του
ότι η πρώτη εναγόμενη προκάλεσε στη δεύτερη εναγομένη - μητέρα της την απόφαση
να τελέσει την πράξη αυτή της ψευδορκίας, εκτός από την περικοπή της από
13-05-2004 ένορκης κατάθεσης της δευτέρας εναγομένης, σύμφωνα με την οποία
"Θέλω ακόμη να προσθέσω ότι η κ.
ερχόταν κάθε μήνα, μετά την πώληση και
έπαιρνε από εμένα 50 χιλιάδες δρχ το μήνα, για την καταβολή όπως μου έλεγε, τους
φόρους" για την οποία οι εναγόμενες κρίθηκαν αθώες των αντιστοίχων πράξεων
από το δευτεροβάθμιο ποινικό Δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι τα περιεχόμενα
στην εν λόγω περικοπή πραγματικά περιστατικά "δεν αναφέρονται στο
αποδεικτέο θέμα, ούτε ... συνδέονται αναποσπάστως με αυτό". Πλην όμως και
το ανωτέρω απόσπασμα, για το οποίο οι εναγόμενες καταδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό
από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κεφαλληνίας, είναι ψευδές, αφού δεν συνέτρεχε
περίπτωση καταβολής του φόρου μεταβίβασης σε δόσεις επί μήνες, δεδομένου ότι ο
φόρος που αντιστοιχούσε στη δηλωθείσα εμπορική αξία του ακινήτου των 900.000
δραχμών, ύψους 46.350 δραχμών, είχε καταβληθεί περίπου ένα μήνα πριν την
υπογραφή του υπ' αριθ. .../03-03-1995 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου
Αθηνών ..., εκδοθέντος περί αυτού του υπ' αριθ. ./10-02-1995 διπλοτύπου
είσπραξης της Δ.ΟΎ ..., όπως είχε καταβληθεί και ο φόρος αυτομάτου
υπερτιμήματος, ύψους 4.500 δραχμών, εκδοθέντος περί αυτού του υπ' αριθ.
./10-02-1995 διπλοτύπου είσπραξης της αυτής ως Δ.Ο.Υ., γεγονότα που ρητώς
βεβαιώνονται στο ίδιο το συμβόλαιο, ταυτοχρόνως δε, ουδόλως αποδείχθηκε, ούτε
οι εναγόμενες επικαλούνται, ότι για τη μεταβίβαση του 1/2 εξ αδιαιρέτου του
ακινήτου της ενάγουσας στην πρώτη εναγομένη επιβλήθηκε οιοσδήποτε άλλος συγκεκριμένος
φόρος που έπρεπε να καταβληθεί μεταγενέστερα. Σημειωτέον ότι η δεύτερη
εναγόμενη τελούσε σε γνώση του ψεύδους και της ανωτέρω περικοπής της από
13-05-2004 ένορκης κατάθεσης της, λόγω της συγγενικής σχέσης της με την πρώτη
εναγομένη θυγατέρα της, της άμεσης γνώσης της για όσα συνέβησαν κατά την
κατάρτιση του υπ' αριθ. ./03-03-1995 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ...,
αφού, όπως προκύπτει από λοιπές περικοπές της παραπάνω κατάθεσης της, παρίστατο
και η ίδια, στις 03-03-1995, στην υπογραφή του άνω συμβολαίου στο γραφείο της
Συμβολαιογράφου, αλλά και της προρρηθείσας από πολλών ετών φιλικής σχέσης
αμφοτέρων των εναγομένων με την ενάγουσα. ’λλωστε και από τα μετ' επικλήσεως
προσκομιζόμενα κατωτέρω έγγραφα και δη από 1) την υπ' αριθ. ./02-02-1970 εντολή
αγοράς αδήλωτων ξένων τραπεζογραμματίων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, στο
όνομα της ενάγουσας, κατοίκου Φισκάρδου, ποσού 3.147,75 δραχμών, 2) το υπ'
αριθ. ./12-07-1972 ένταλμα της Αμέρικαν Εξπρές, ποσού 2.280,50 δραχμών (350,00
δολλάρια Η.Π.Α.) προς την ενάγουσα, κάτοικο Φισκάρδου, 3) την υπ' αριθ.
./08-05-1972 εντολή αγοράς ξένων τραπεζογραμματίων, ποσού 45.845 δραχμών στο
όνομα της ενάγουσας, κατοίκου Φισκάρδου, 4) το υπ' αριθ. ./28-06-1973 έγγραφο
αγοράς ξένων τραπεζογραμματίων και επιταγών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος,
ποσού 31.165,50 δραχμών, στο όνομα της ενάγουσας, κατοίκου Φισκάρδου, 5) την
υπ' αριθ. ./03-01-1972 εντολή αγοράς αδήλωτων ξένων τραπεζογραμματίων της
Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, στην οποία αναγράφει συγκεκριμένα εντολή προς τον
ταμία, όπως παραλάβει από την ενάγουσα, κάτοικο Φισκάρδου, τα αναφερόμενα σε
αυτήν ξένα τραπεζογραμμάτια και, μετά από έλεγχο της γνησιότητας τους, της
καταβάλει το σε δραχμές αντίτιμο αυτών, συνολικού ύψους 31.947,70 δραχμών και
6) το υπ' αριθ. ./04-08-1975 δελτίο αγοράς αδήλωτου συναλλάγματος της Τράπεζας
της Ελλάδος, στο ονοματεπώνυμο του εκχωρητή ..., ποσού 49.144,40 δραχμών
προκύπτει ότι η ενάγουσα ουδέποτε διώχθηκε από το σπίτι της, τις δε ανάγκες
συντήρησης της κάλυπταν αρχικά ο αδελφός της και μετέπειτα ο σύζυγος της,
ανάγκη δε χορήγησης τόσων εκατομμυρίων ουδέποτε προέκυψε, ούτε σχετικά δάνεια
συνήφθησαν ποτέ μεταξύ αυτής και των εναγομένων, γεγονότα τα οποία άλλωστε
έγιναν δεκτά ως αληθή από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο, με την υπ' αριθ. 36/2016
οριστική απόφαση του, έκανε δεκτή την έφεση που άσκησε η ενάγουσα κατά της υπ'
αριθ. 80/2007 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, με
την οποία είχε απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η προρρηθείσα από 22-08-2000 (με
αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./23-08-2000) αγωγή της περί ακύρωσης του υπ' αριθ.
./03-03-1995 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ... και, αφού εξαφάνισε την
άνω εκκαλουμένη, δέχθηκε την αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και ακύρωσε το
παραπάνω συμβόλαιο, με το οποίο η ενάγουσα είχε μεταβιβάσει λόγω πώλησης στην
πρώτη εναγομένη το 1/2 εξ αδιαιρέτου του προαναφερθέντος ακινήτου της, δεχόμενο
ότι η πρώτη προέβη στη σχετική δήλωση βούλησης, παραπλανηθείσα από την απατηλή
συμπεριφορά της δεύτερης, η οποία ψευδώς της είχε παραστήσει ότι σκόπευε να
προχωρήσει στην εντός του άνω ακινήτου ανέγερση ξενοδοχείου, το οποίο δήθεν θα
εκμεταλλεύονταν από κοινού, έχοντας ως αποκλειστικό στόχο να επιτύχει την σε
αυτήν μεταβίβαση του 1/2 εξ αδιαιρέτου του υπόψιν ακινήτου χωρίς καταβολή
τιμήματος κατά τα προεκτεθέντα, ειδικότερη δε γίνεται από το Δικαστήριο αναφορά
στην επίσκεψη που έκαναν η ενάγουσα και η εδώ πρώτη εναγόμενη, στις 10-01-1998,
στο τεχνικό γραφείο της Αρχιτέκτονος ..., η οποία κατάγεται από την Κεφαλλονιά
και εξετάστηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου στις
19-11-2009, προκειμένου να ενημερωθούν δήθεν για τους όρους δόμησης της
περιοχής και ενώπιον της οποίας η άνω εναγόμενη ισχυρίσθηκε ότι δεν
ενδιαφερόταν να ενταχθεί στο αναπτυξιακό πρόγραμμα της περιοχής, που η τελευταία
τους πρότεινε, διατεινόμενη ότι έχει δικούς της χρηματοδότες, ενισχύοντας με
τον τρόπο αυτό την πεπλανημένη αντίληψη της ενάγουσας, η οποία, για την
επίτευξη του παραπάνω οικονομικού σκοπού, επιμελήθηκε της ηλεκτροδότησης του
ακινήτου και την άνοιξη του 1995 προέβη στον καθαρισμό αυτού, παρά δε τις
έκτοτε προσπάθειες της να έρθει σε επικοινωνία με την άνω εναγομένη, η
τελευταία εξαφανίσθηκε, οδηγώντας την ενάγουσα στη συνειδητοποίηση της απάτης
που η εναγόμενη είχε μετέλθει σε βάρος της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι, από τα
άνω περιλαμβανόμενα στην κρινόμενη αγωγή πραγματικά περιστατικά, που ήταν ψευδή
και εισφέρθηκαν στην δίκη της ακύρωσης του προαναφερθέντος συμβολαίου από τις
εναγόμενες, μέσω των, κατατεθεισών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας,
από 12-11-2001 εγγράφων προτάσεων της πρώτης αυτών και των από 13-05-2004 και
15-07-2004 ενόρκων καταθέσεων της δευτέρας αυτών, οι οποίες αμφότερες τελούσαν
σε γνώση του αντίστοιχου ψεύδους, τα ισχυρίσθηκαν δε ενώπιον τρίτων προσώπων
και δη, πλην και πέραν των προαναφερθέντων προσώπων που παρίσταντο κατά τη
διεξαγωγή της απόδειξης που είχε διαταχθεί με την υπ' αριθ. 26/2002
προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (ήτοι της
Εισηγήτριας Δικαστού, της Γραμματέως του άνω Δικαστηρίου και των πληρεξουσίων
δικηγόρων των εκεί διαδίκων μερών) και ενώπιον πολλών κατοίκων της Ερύσσου
Κεφαλληνίας [γεγονός το οποίο αποδεικνύεται αφενός από την ενώπιον του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ενάγουσας
, ο οποίος
κατέθεσε "Είναι μεγάλη συκοφαντία αυτό που λέει για την αδελφή μου. Την
μειώνει και έχει βάρος για την οικογένεια όλη. Αφού τα έχει πει και σ' όλη την
Έρυσο" και αφετέρου από το ότι η πρώτη των εδώ εναγομένων, στην αρχή της
διαδικασίας διεξαγωγής των αποδείξεων που είχαν διαταχθεί με την προαναφερθείσα
υπ' αριθ. 26/2002 προδικαστική απόφαση, γνωστοποίησε στην Εισηγήτρια Δικαστή
δέκα τρία (13) άτομα, ζητώντας την άδεια της για να εξετασθούν ενώπιον της ως
μάρτυρες, πέντε (5) εκ των οποίων μάλιστα είναι κάτοικοι Κεφαλληνίας, γεγονός
που καταδεικνύει, σύμφωνα με τα αυτεπαγγέλτως υπόψιν λαμβανόμενα διδάγματα της
κοινής πείρας, ότι είχε καταστήσει, αυτά τουλάχιστον τα άτομα, κοινωνούς των
ισχυρισμών της, ανεξαρτήτως του ότι τελικώς περιορίσθηκε στην εξέταση της
μητέρας της
- νυν δευτέρας εναγομένης, γεγονός που - και αυτό - καταδεικνύει
το ψευδές των εκεί ισχυρισμών της, στους οποίους θέλησε να προσδώσει
αληθοφάνεια η μητέρα της, μέσω των προεκτεθεισών ψευδών περικοπών των δύο
μαρτυρικών της καταθέσεων, αφού ουδέν των ανωτέρω γνωστοποιηθέντων ατόμων
προσήλθε για να εξετασθεί, η δε Εισηγήτρια Δικαστής προέβη στη ματαίωση της
εξέτασης των μαρτύρων στις 06-10-2005, λόγω μη εμφάνισης ενώπιον της, κατά τη
συγκεκριμένη προκαθορισμένη ημέρα, των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων
τους], εκείνα που περιέχονται στις ένορκες καταθέσεις της δευτέρας εναγομένης,
που είναι η μόνη εφεσίβλητη (με συνέπεια το παρόν Δικαστήριο να μην δύναται να
ερευνήσει την οριστική διάταξη της συνεκκαλουμένης υπ' αριθ. 8/2011 απόφασης
του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως
παραγεγραμμένη για την πρώτη εναγομένη για τους λόγους που λεπτομερώς
εκτίθενται στο υπό στοιχείο II της παρούσας κεφάλαιο), είναι ικανά να βλάψουν
την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, καθόσον πρόκειται για γεγονότα, ήτοι
περιστατικά του εξωτερικού κόσμου, που ανάγονται στο παρελθόν και υποπίπτουν
στις αισθήσεις, τα οποία προσδίδουν στην ενάγουσα μία αντίθετη προς την ηθική
και την ευπρέπεια συμπεριφορά και την εμφανίζουν ως άτομο αδίστακτο, στερούμενο
ηθικών αξιών και αναστολών, που δεν διστάζει να σύρει σε πολυετείς και
δαπανηρούς δικαστικούς αγώνες τις εναγόμενες, επιδιώκοντας την ακύρωση του
συμβολαίου πώλησης, προς την πρώτη εναγομένη, του 1/2 εξ αδιαιρέτου του
ακινήτου της, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι, λόγω του ότι πείσθηκε στις
προαναφερθείσες δήθεν ψευδείς παραστάσεις της τελευταίας, της το μεταβίβασε
άνευ ανταλλάγματος, ενώ στην πραγματικότητα, από το συμφωνηθέν τίμημα των
8.500.000 δραχμών είχε εισπράξει, από μόνη τη δευτέρα εναγομένη, το συνολικό
ποσό των 5.000.000 δραχμών, σε τρείς δόσεις των 2.500.000, 1.500.000 και
1.000.000 δραχμών, σε διάστημα από έξι έως επτά μήνες πριν και μετά την
κατάρτιση του συμβολαίου το έτος 1995 και το ποσό των 50.000 δραχμών κάθε μήνα
μετά την κατάρτιση του, ποσά τα οποία ουσιαστικώς, μέσω των αγωγικών ισχυρισμών
της (οι οποίοι βεβαίως ήταν γνωστοί τουλάχιστον στην Εισηγήτρια Δικαστή και στη
Γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, οι οποίες παρίσταντο κατά τη
διεξαγωγή των αποδείξεων, καθώς και στους λοιπούς παράγοντες της δίκης, ενόψει
και του διατακτικού της υπ' αριθ. 26/2002 προδικαστικής απόφασης του ανωτέρω
Δικαστηρίου, με βάση το οποίο διεξήχθησαν οι αποδείξεις), επεδίωξε να υφαρπάσει
από αυτήν, αρνούμενη ψευδώς ότι η πραγματική της βούληση ήταν να μεταβιβάσει
στην πρώτη εναγομένη την ανωτέρω ιδανική μερίδα του ακινήτου της, καταχρώμενη
την καλοσύνη και φιλευσπλαχνία της δευτέρας εναγομένης, η οποία της έδωσε τα
ανωτέρω ποσά μέσα στα πλαίσια ανάληψης, από την οικογένεια της, της φροντίδας,
ανατροφής, μόρφωσης και επαγγελματικής αποκατάστασης της ενάγουσας, με την
αναγκαία εδώ υπόμνηση ότι οι μαρτυρικές καταθέσεις της δευτέρας εναγομένης
δόθηκαν προκειμένου να ενισχυθούν οι αντίστοιχοι ψευδείς ισχυρισμοί της πρώτης
εναγομένης που περιέχονται στις, κατατεθείσες ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας κατά τη συζήτηση της αγωγής ακύρωσης του υπ' αριθ.
./03-03-1995 συμβολαίου, από 12-11-2001 έγγραφες προτάσεις της (οι οποίες ήταν
ομοίως γνωστές στην Εισηγήτρια Δικαστή και στους λοιπούς παράγοντες της δίκης
για τον προαναφερθέντα λόγο), χωρίς ουδεμία εν προκειμένω έννομη να ασκεί
επιρροή η απόρριψη, με την οριστική διάταξη της υπ' αριθ. 8/2011 εν μέρει
οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, της ένδικης αγωγής ως
παραγεγραμμένης για την πρώτη εναγομένη, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα
άσκησε αυτήν μετά την παρέλευση πενταετίας από τότε που έλαβε γνώση του
περιεχομένου των ανωτέρω ισχυρισμών της τελευταίας, αφού εν προκειμένω κρίνεται
το εάν και κατά πόσον προκλήθηκε ηθική βλάβη στην ενάγουσα από τις μαρτυρικές
καταθέσεις της δευτέρας εναγομένης, οι οποίες πρέπει να εκτιμηθούν σε συνδυασμό
με το δικονομικό περιβάλλον, εντός του οποίου δόθηκαν. Με βάση τα προεκτεθέντα,
με όσα ισχυρίσθηκε η δευτέρα εναγομένη στις παραπάνω περικοπές των δύο μαρτυρικών
της καταθέσεων, τα οποία ήταν εν γνώσει της ψευδή και ήταν ικανά να προσβάλουν
την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας, προσβλήθηκε παρανόμως η προσωπικότητα
της τελευταίας, συντρέχουν επομένως όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις (άρθρα 57, 59
και 914 Α.Κ. και 361, 362 και 363 Π.Κ.) για να δικαιούται η ενάγουσα την
αιτούμενη χρηματική ικανοποίηση για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης που υπέστη
από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της δευτέρας εναγομένης. Η χρηματική αυτή
ικανοποίηση, ενόψει του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, της έκτασης της
βλάβης της τιμής της ενάγουσας, της υπαίτιας συμπεριφοράς της δευτέρας
εναγομένης και της βαρύτητας του δόλου της τελευταίας, σε συνδυασμό με την
οικονομική κατάσταση των μερών, ανέρχεται στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000)
ευρώ, η καταβολή του οποίου, αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του
καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής και της αξιοπρέπειας της ενάγουσας, είναι,
εντούτοις, σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που
προκάλεσε σε αυτήν η εν λόγω προσβολή, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο
απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη και ως προς τη δεύτερη εναγομένη, κρίνοντας
ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, στοιχειοθετούν μεν το πραγματικό
της διάταξης περί προσβολής της προσωπικότητας του άρθρου 57 Α.Κ., πλην όμως
ότι δεν αρκούν για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης με βάση τις
διατάξεις για την αδικοπραξία, η οποία προϋποθέτει σαφή προσβολή της τιμής και
υπόληψης του παθόντος, διότι τα ως άνω αποσπάσματα των καταθέσεων της δεύτερης
εναγόμενης κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων ενώπιον της Εισηγήτριας του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας στις 13-05-2004 και στις 15-07-2004, όπως
αναφέρονται στην ένδικη αγωγή, δεν συνιστούν ισχυρισμό πρόσφορο να βλάψει την
τιμή ή την υπόληψη της ενάγουσας, εσφαλμένως τις αποδείξεις εξετίμησε, κατ'
αποδοχή ως και ουσιαστικώς βασίμου του σχετικού πρώτου λόγου έφεσης και ως προς
τη συγκεκριμένη έκφανση του. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν
μέρει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί, αφενός η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο
της (αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη
αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υ-παρχής
ενιαία γι' αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εξαφάνισης της
απόφασης), αφετέρου η υπ' αριθ. 8/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
κατά τη μη οριστική αυτής διάταξη, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της
ένδικη αγωγής ως προς την δεύτερη εναγομένη και στη συνέχεια να κρατηθεί η
υπόθεση από αυτό το Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και, εκδικαζομένης αυτής
εκ νέου, ενόψει των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, να γίνει εν μέρει
δεκτή η από 19-11-2007 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./20-11-2007) αγωγή της
εκκαλούσας (η οποία είναι καθ' όλα ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα απαραίτητα
προς τούτο στοιχεία, όπως αυτά μνημονεύονται στην υπό στοιχείο III. μείζονα
σκέψη της παρούσας, ήτοι την παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, την
υπαιτιότητα τους, την εξ αυτής πρόκληση ηθικής βλάβης στην ενάγουσα και την αιτιώδη
συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης που
προκλήθηκε, απορριπτόμενης της περί του αντιθέτου ένστασης, την οποία η δεύτερη
εναγόμενη προέβαλε με τις προτάσεις της και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου)
και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα για την
ανωτέρω αιτία το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, όχι όμως με το νόμιμο
τόκο από την επίδοση της αγωγής, αφού δεν υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα (άρθρο 106
ΚΠολΔ), ενώ δεν θα διαταχθεί προσωπική κράτηση της δεύτερης εναγομένης ως μέσο
εκτέλεσης της απόφασης, ενόψει του ότι το επιδικασθέν ποσό δεν υπερβαίνει τα
τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ (άρθρο 1047 § 2 ΚΠολΔ), παρελκομένης της
εξέτασης της, παραδεκτώς κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη της
παρούσας προβληθείσας από τη δεύτερη εναγομένη το πρώτον ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου, ένστασης του άρθρου 367 § 1 περ. γ Π.Κ., σύμφωνα με την οποία
προέβη στις επίδικες ένορκες καταθέσεις της σε εκτέλεση του, απορρέοντος από το
άρθρο 398 § 2 ΚΠολΔ (πριν αυτό τροποποιηθεί από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2
του Ν 4335/2015 και νυν 398 § 1 ΚΠολΔ) καθήκοντος της, καθόσον κλήθηκε ως
μάρτυρας στη δίκη της ακύρωσης του συμβολαίου πώλησης για να καταθέσει για τα
πραγματικά γεγονότα που γνωρίζει, διότι, στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως
ισχύει αντιστοίχως και στο ποινικό δίκαιο, η διάταξη του άρθρου 367 Π.Κ. δεν
εφαρμόζεται όταν η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος οφείλεται σε
παράνομη πράξη του εναγομένου, η οποία περιέχει τα συστατικά στοιχεία της
πράξης του άρθρου 363 Π.Κ., ήτοι της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως αποδείχθηκε
ότι ισχύει εν προκειμένω. Απορριπτέα κρίνεται και η, για τους ίδιους ως άνω
λόγους παραδεκτώς προβληθείσα από τη δευτέρα εναγομένη το πρώτον ενώπιον του
παρόντος Δικαστηρίου, ένσταση παραγραφής εν επιδικία της ένδικης αξίωσης της
ενάγουσας και τούτο διότι, σύμφωνα με τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην υπό
στοιχείο III. της παρούσας μείζονα σκέψη, στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει
εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 §
1 του Ν 4139/20-03-2013.
Ειδικότερα,
με την έγκυρη επίδοση της από 19-11-2007 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
./20-11-2007) αγωγής της εκκαλούσας στις εφεσίβλητες, η οποία έλαβε χώρα εντός
του έτους 2007 (μνημονεύονται στις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
έγγραφες προτάσεις της ενάγουσας οι υπ' αριθ. ./2007 και ./2007 εκθέσεις
επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας ..., χωρίς ειδικότερη αναφορά στην
ημερομηνία σύνταξης τους, η οποία ταυτίζεται με την ημερομηνία επίδοσης), οπότε
θεωρείται ότι οι τελευταίες έλαβαν γνώση της αγωγής αυτής, διακόπηκε η
προβλεπόμενη στο άρθρο 937 Α. Κ. πενταετής παραγραφή της ένδικης αξίωσης της
ενάγουσας, ταυτοχρόνως δε έχει ανασταλεί η εν λόγω παραγραφή μέχρι την έκδοση
της παρούσας απόφασης επί της υπό κρίση από 14-11-2016 (με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας ./14-11-2016)
έφεσης της ενάγουσας και τούτο διότι η ανωτέρω αξίωση δεν είχε παραγραφεί εν
επιδικία μέχρι τις 20-03-2013, οπότε δημοσιεύθηκε ο Ν 4139/2013, αφού, κατά την
κατάθεση της ένδικης αγωγής στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις
20-11-2007, προσδιορίσθηκε η συζήτηση της για τις 24-06-2008 και γράφτηκε στο
πινάκιο, κατά τη δικάσιμο δε εκείνη αναβλήθηκε για τις 07-04-2009, οπότε και
ματαιώθηκε, επανεισήχθη δε προς συζήτηση, με την από 08-04-2009 (με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης ./2009) κλήση της ενάγουσας, για τις 02-02-2010 και γράφτηκε
στο πινάκιο, ενώ κατά την τελευταία δικάσιμο αναβλήθηκε για τις 26-10-2010,
οπότε και, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 8/28-02-2011 εν μέρει
οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η
αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και δη ως παραγεγραμμένη κατά το μέρος της που
στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, αναβλήθηκε η συζήτηση της κατά το μέρος
της που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης μέχρι να εκδοθεί από το αρμόδιο
ποινικό Δικαστήριο αμετάκλητη απόφαση για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας
μάρτυρος, που φερόταν ότι είχε τελεσθεί, από τη δεύτερη εναγόμενη σε βάρος της
ενάγουσας, στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας στις 13-05-2004 και στις 15-07-2004, στη
συνέχεια δε, με την από 16-11-2011 (και με αριθμό κατάθεσης 206/24-11-2011)
κλήση της ενάγουσας, επανεισήχθη η υπόθεση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της
05-03-2013 και γράφτηκε στο πινάκιο, κατά την δικάσιμο όμως αυτή αναβλήθηκε για
τις 07-01-2014, οπότε αναβλήθηκε εκ νέου για τις 03-03-2015, συζητήσεως δε
γενομένης τη δικάσιμο εκείνη, εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ' αριθ. 75/2015 απόφαση,
η οποία δημοσιεύθηκε στις 05-10-2015, επομένως ουδέποτε συμπληρώθηκε πενταετία
μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από εκάστη των ανωτέρω διαδικαστικών πράξεων των
διαδίκων και του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 261 § 2 ΚΠολΔ, όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 § 1 του Ν 4139/2013). Παρά την ανωτέρω αναφορά στην
υπό στοιχείο III. μείζονα σκέψη της παρούσας, διευκρινίζεται ότι οι παραπάνω
δύο ενστάσεις κρίνεται ότι παραδεκτώς προτάθηκαν από την εφεσίβλητη το πρώτον
ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον αφορούν ισχυρισμούς της προς υπεράσπιση
της κατά της έφεσης, χωρίς με αυτούς να μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Επίσης,
λόγω της εν μέρει νίκης της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σε
αυτήν των υπ' αριθ.
και
(Σειρά Α) παραβόλων του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, ποσού εκάστου
αυτών εξήντα (60) ευρώ, ήτοι αμφοτέρων εκατόν είκοσι (120) ευρώ και των υπ'
αριθ.
(Σειρά Α) παραβόλων του Δημοσίου, ύψους εκάστου των τριών πρώτων δέκα
(10) ευρώ και του τετάρτου πενήντα (50) ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας όλων των
παραπάνω παραβόλων διακοσίων (200,00) ευρώ, τα οποία κατατέθηκαν από την
πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
κατά την κατάθεση της έφεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων
των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει, κατά μερική αποδοχή των σχετικών αιτημάτων τους
(άρθρα 106 και 191 § 2 ΚΠολΔ), ενόψει της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας
τους, να κατανεμηθούν μεταξύ τους ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας
καθενός, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ, το οποίο, κατά το
άρθρο 183 του ιδίου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην περίπτωση των ενδίκων μέσων,
κατόπιν δε αυτού, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα να καταβάλει στην
εφεσίβλητη, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και η
εφεσίβλητη να καταβάλει στην εκκαλούσα, για την ίδια αιτία, το ποσό των εκατόν
εβδομήντα πέντε (175) ευρώ.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ
αντιμωλία των διαδίκων την από 14-11-2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη
Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας ./14-11-2016) έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ
τυπικά και εν μέρει κατ' ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ
την εκκαλουμένη υπ' αριθ. 75/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Κεφαλληνίας (τακτική διαδικασία) και την υπ' αριθ. 8/2011 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου
(τακτική διαδικασία) κατά τη μη οριστική αυτής διάταξη, με την οποία αναβλήθηκε
η συζήτηση της ένδικης αγωγής ως προς την δεύτερη εναγομένη.
ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ
την υπόθεση και δικάζει επί της από 19-11-2007 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη
Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας ./20-11-2007) αγωγής, κατά
το μέρος της που αφορά την δεύτερη εναγομένη.
ΔΕΧΕΤΑΙ
εν μέρει την αγωγή κατά το άνω αυτής μέρος.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ
την εφεσίβλητη να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ
την εκκαλούσα να καταβάλει στην εφεσίβλητη, ως δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων
των βαθμών δικαιοδοσίας, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και την εφεσίβλητη να
καταβάλει στην εκκαλούσα, για την ίδια αιτία, το ποσό των εκατόν εβδομήντα
πέντε (175) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ
να επιστραφούν στην εκκαλούσα τα υπ' αριθ.
(Σειρά Α) παράβολα του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ,
ποσού εκάστου αυτών εξήντα (60) ευρώ, ήτοι αμφοτέρων εκατόν είκοσι (120) ευρώ
και τα υπ' αριθ.
(Σειρά Α) παράβολα του Δημοσίου, ύψους εκάστου των τριών πρώτων
δέκα (10) ευρώ και του τετάρτου πενήντα (50) ευρώ, ήτοι συνολικής αξίας όλων
των παραπάνω παραβόλων διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ,
αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση
στην Πάτρα, στις 13-01-2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων
δικηγόρων τους.
Η
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ