ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΑθ 823/2019
Ασφαλιστικά μέτρα - Ανακοπή κατʼ
άρθρο 92 ΠτΚ - Σύμβαση ασφάλισης ζωής - Commercial Value - Ασφαλιστική εταιρία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση - Εκπρόθεσμη αναγγελία απαιτήσεων - Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση Ζωής -.
Μετά
και την οριστική αποτυχία μεταβίβασης σε ανάδοχη
ασφαλιστική εταιρία του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση
ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται λυμένες και όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις
ζωής και μάλιστα από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της
τελευταίας και εφεξής εφαρμόζονται και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής οι
διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με αυτόθροη
συνέπεια, την υποχρέωση των τελευταίων για αναγγελία των απαιτήσεών τους στον
εκκαθαριστή, με σκοπό την επαλήθευσή τους και την προνομιακή τους ικανοποίηση
από την ασφαλιστική τοποθέτηση, μετά από σχετική πρόσκληση από τον τελευταίο, κατʼ ανάλογη εφαρμογή των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος
400/1970, για τους δικαιούχους ασφαλίσματος. Αυτή η διαδικασία
της αναγγελίας των απαιτήσεων ακολουθείται και για τους δικαιούχους
ασφαλίσματος και συνεπώς το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους δικαιούχους
ασφάλισης ζωής, αφού δεν συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετώπισης αυτών στα
πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και της προνομιακής ικανοποίησης αμφοτέρων
από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι σαφές ότι
για το δικαιούχο ασφάλισης ζωής, που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή
ή δεν την ανήγγειλε εμπρόθεσμα, δεν χωρεί η ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970 αλλά η ανακοπή
της διάταξης του άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικά
εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης (αρθρ. 179 ΠτΚ). Η επίκληση από τους ανακόπτοντες του άρθρου 10 παρ. 3
του ν.δ/τος 400/1970, κατά
το χαρακτηρισμό της ένδικης ανακοπής τους, δεν δεσμεύει το δικαστήριο, ως προς
το νομικό χαρακτηρισμό αυτής, το οποίο εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο,
προσδίδει στα επικαλούμενα προς θεμελίωση του οικείου ισχυρισμού περιστατικά
τον - κατά την κρίση του - προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον
ισχυρισμό στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση
και το υποβαλλόμενο αίτημα. Ως εκ τούτου ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο
εκτίμησε την ανακοπή ως παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στην παραπάνω διάταξη
του άρθρου 92 ΠτΚ, απορριπτομένων
ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της εκκαλούσας.
Αριθμός 823/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
14ο ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τη
Δικαστή Νίκη Κατσιαούνη-Εφέτη, και από τη Γραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του, στις 13 Δεκεμβρίου 2018, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση
μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: τελούσας
σε ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Commercial Value Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία»,
δυνάμει της υπ' αριθμ. 176/25-2-2010 απόφασης της
Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) (ΦΕΚ 2682/21-4-2010 Τεύχος
ΑΕ & ΕΠΕ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον
Εκκαθαριστή αυτής,
, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την
πληρεξούσια δικηγόρο της Σταυρούλα Δασκαρόλη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:
του
, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από την
πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Κάβουρα.
Η ανακόπτουσα και ήδη
εφεσίβλητη, με την από 21-4-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου
528669/4770/21-4-2017 ανακοπή της που απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο
Αθηνών, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας
αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε τη με αριθμό 5834/2017 οριστική του απόφαση, με
την οποία έκανε δεκτή εν μέρει την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε
η καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα με την από
2-10-2017 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη
Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό ./2-10-2017 (αριθμός Εφετείου
./2-10- 2017), επί της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της
παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από
τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις
έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν στο ακροατήριο και ζήτησαν να γίνουν
δεκτά όσα αναφέρονται σʼ αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση η
υπό κρίση, από 2-10-2017 (αριθμ. εκθ.
καταθ. ./2-10-2017), έφεση κατά της υπ' αριθμ. ./2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων, επί της από 21-4-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./21-4-2017
ανακοπής της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά της καθής
η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας και τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης
ασφαλιστικής εταιρίας. Η έφεση αυτή, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου (αρθ.19 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί
σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας
δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως,
αυτή δε δημοσιεύτηκε την 1-8-2017 και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 2-10-2017 (αρθ. 495
παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το νόμο
4335/2015, λόγω του χρόνου άσκησης της έφεσης). Περαιτέρω, για το παραδεκτό της
έφεσης κατατέθηκε από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της, το οριζόμενο από τη
διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ, παράβολο του
Δημοσίου και συγκεκριμένα κατατέθηκαν τα υπ' αριθμ. .
και . παράβολα του Δημοσίου σειράς Α' με το αντίστοιχο τούτων υπ' αριθμ. 242232 σειράς Α' παράβολο του ΤαχΔικ,
συνολικού ποσού 100 ευρώ, όπως βεβαιώνεται στην έκθεση κατάθεσής της από τον
Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή
η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το
παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Με την, ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 21-4-2017 (αρ. εκθ.
καταθ. ./2017) ανακοπή της η ανακόπτουσα και (ήδη
εφεσίβλητη) ισχυρίστηκε ότι με την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία
«Nordstem
Colonia Hellas Ανώνυμη Εταιρία Ασφαλίσεων Ζωής» κατήρτισε
το υπ' αριθμ.
/9-10-1999 ασφαλιστήριο ζωής, με
λήπτη ασφάλισης την ίδια, ασφαλισμένη τη γεννηθείσα την 1-10-1999 εγγονή της,
με ασφαλισμένο κεφάλαιο ποσού 31.439,61 ευρώ, διαρκείας είκοσι ετών, με έναρξη
στις 4-10-1999 και λήξη στις 4-10-2009, έναντι συμφωνημένων ασφαλίστρων
καταβαλλομένων κατά ειδικότερα αναφερόμενα στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, τα οποία
κατέβαλε κανονικά καθόλη τη διάρκεια ισχύος της
ασφαλιστικής συμβάσεως. Ότι η ανωτέρω αντισυμβαλλομένη της ασφαλιστική εταιρία
συγχωνεύτηκε με απορρόφηση από την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «ΓΚΟΤΑ
ΙΝΤΕΡΝΑΣΙΟΝΑΛ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ», η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε
σε «Commercial
Value
Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρία», την καθής η ανακοπή
(ήδη εκκαλούσα). Ότι ακολούθως με την υπ' αριθμ. 176/25-2-2010
απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α), που
δημοσιεύτηκε νόμιμα, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της καθής ασφαλιστικής εταιρίας, χαρακτηρίστηκε ως ασφαλιστική
τοποθέτηση και δεσμεύτηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων και τέθηκε
αυτή σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Ότι κατά το χρόνο ανακλήσεως της άδειας της καθής είχε απαίτηση σε βάρος της ποσού 9.079,54 ευρώ
καθόσον στο ποσό αυτό ανερχόταν η αξία πρόωρης εξαγοράς του άνω ασφαλιστηρίου
ζωής, το οποίο δεν περιελήφθη σε χαρτοφυλάκιο ζωής άλλης ασφαλιστικής εταιρίας,
την απαίτησή της δε αυτή δεν ανήγγειλε ώστε να συμμετάσχει στη διαδικασία της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης και δεν περιλήφθηκε στην κατάσταση δικαιούχων
απαιτήσεων. Κατόπιν τούτων η ανακόπτουσα ζήτησε, κατ' εκτίμηση, αναγνωριζόμενης
της άνω απαιτήσεώς της, ποσού 9.079,54 ευρώ επαληθευθεί αυτή, προκειμένου να
συμπεριληφθεί η ίδια στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής.
Επί της ανακοπής αυτής
εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 5834/2017 οριστική απόφαση του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η εκκαλουμένη, με οποία, αφού κρίθηκε νόμιμη η
ανακοπή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων κατ' αναλογική εφαρμογή, 92
παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενης κατ' άρθρο
179 ΠτΚ και 10 παρ. 3 του ν.δ
400/1970 αναλογικώς εφαρμοζόμενης, έγινε αυτή δεκτή εν μέρει κατ' ουσίαν και αναγνωρίστηκε, επαληθευομένη,
απαίτηση της ανακόπτουσας κατά της καθής η ανακοπή εκ
του επιδίκου ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, ποσού 8.44,42 ευρώ. Κατά της
απόφασης αυτής παραπονείται η καθής η ανακοπή και ήδη
εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του
νόμου, επικαλούμενη ότι η ένδικη ανακοπή δεν επιστηρίζεται
στις προαναφερόμενες διατάξεις και είναι απαράδεκτη και μη νόμιμη, και ζητεί
την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, με σκοπό να γίνει απορριφθεί η
ανακοπή της αντιδίκου της στο σύνολό της.
Η διαδικασία της θέσης
μίας ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ρυθμιζόταν από τις
διατάξεις των άρθρων του ν.δ/τος
400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» (ΦΕΚ A 237/17-01-1970). Ωστόσο, με την ψήφιση του
ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/13 8/ΕΚ και
του Συμβουλίου της 25-11-2009 κτλ» (ΦΕΚ A 13/05-2-2016), καταργήθηκε το ως άνω ν.δ/γμα, 400/1970. Οι διατάξεις
του νέου ως άνω νόμου, κατʼ άρθρο 284 αυτού, ισχύουν από 1-1-2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144, 221 έως και 248 και 272, που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ήτοι από 5-2-2016 και ως εκ τούτου, συνάγεται, ότι οι ασφαλιστικές
εκκαθαρίσεις, η διαδικασία των οποίων έχει εκκινήσει πριν τις 5-2-2016,
διέπονται από τις διατάξεις του ν.δ/τος 400/1970 και όχι του νέου νόμου. Περαιτέρω, με τη
διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 εδ. α του ν.δ/τος 400/1970, ορίζεται ότι,
σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για
παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου
ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση
περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ο
θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, όπως περιγράφεται ειδικότερα στις
διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ/τος 400/1970, προσ-ομοιάζει προς
το θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη
σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξή του προβλέπονται
ανάλογες διαδικασίες (ΕΑ 6286/2011, ΕφΠειρ 279/2001,
δημοσίευση «Νόμος»). Τούτο δε, ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ (ν. 3588/2007), σύμφωνα με την οποία, οι διατάξεις του
κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης
πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δε
ρυθμίζονται ειδικά. Μάλιστα, ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι
ειδικότερος από αυτόν της πτώχευσης, του οποίου και προηγείται, αφού, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 του ν.δ/τος 400/1970, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ. 13 του
ν. 2496/1970, κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και μέχρι την
περάτωση αυτής, η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση (ΕφΑΘ 6286/2011 οπ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1
παρ. 1 του ν. 2496/1997, «Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής
ασφάλισης κλπ», όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του, από 1-1-2016, με το
άρθρο 278 παρ. 7 του ν. 4364/2016, προκύπτει ότι, «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε
χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται, όταν επέλθει το περιστατικό, από το
οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη
«ασφαλιστική περίπτωση». Στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά την
οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση, η
ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του
συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κλπ, σύμφωνα με τους ειδικότερους
όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά
περιοριστικά τη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για καταβολή
της συμφωνημένης παροχής, την οποία καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική
εταιρία, εφόσον φυσικά βρίσκεται σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση, ότι έχουν
επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις, από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην
ασφαλιστική σύμβαση, η καταβολή της παροχής αυτής. Αντίθετα, ο όρος «απαίτηση
από ασφάλιση», έχει ευρύτερο περιεχόμενο και η έννοια του προκύπτει από το
άρθρο 2α περ. λδ του ν.δ/τος
400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη, «Απαίτηση από
ασφάλιση» για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που
οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων
συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης
ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την
ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανόμενων των ποσών που αποθεματοποιούνται
για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα
στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση,
λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστικών συμβάσεων, θεωρούνται επίσης
απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης. Από τα
παραπάνω συνάγεται ότι, η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη
από την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των
απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται
λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος), είτε όχι. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του
άρθρου 10 παρ. 1 εδ. α και β του ν.δ/τος 400/1970, ορίζεται ότι, οι δικαιούχοι απαιτήσεων από
ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική
τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο, εκτός από το
προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος. Το προνόμιο αυτό
ασκείται αποκλειστικά από τους δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής, από τους
δικαιούχους ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και από
τους δικαιούχους των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών στα περιουσιακά στοιχεία που
έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμία από τις
ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει και μετά τη λύση της ασφαλιστικής
επιχείρησης, ενώ με την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, προβλέπεται ότι,
"σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής
επιχείρησης ο, κατά το άρθρο «12α» του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή
πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από το διορισμό του, τους δικαιούχους
ασφαλίσματος, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις
συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από
τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια
οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά
τους στοιχεία, μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται
οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς
και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει η
ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω
όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω
προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές
οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί
με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου.
Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος
υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε
δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση
αυτή περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι
ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά
ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που
έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η
δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα
στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή
εξώδικα, γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο
επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και
το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται
και οι τυχόν διαφωνίες, κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή
συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων
και η ανακοίνωση της καταχώρισής της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας
κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται
στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες.
Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές
πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την
τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο
εφετείο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν
υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο". Με τη διάταξη δε του άρθρου 12α παρ. 5
του ν.δ/τος 400/1970
ορίζεται ότι, "Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση
βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε εκτέλεση σε βάρος της και
σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το
οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα,
αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της
ασφαλιστικής επιχείρησης", ενώ με την παρ. 10 εδ.
β του άρθρου 12α του ν.δ/τος
400/ 1970 ορίζεται ότι, "μετά τη λήξη της εκκαθάρισης, η εκκαθάριση
δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται, κατά τις διατάξεις που
διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή
εκκαθάριση)". Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ/τος 400/1970, σαφώς
συνάγεται, ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής
επιχείρησης ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο
αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της
ασφαλιστικής επιχείρησης και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιασδήποτε
άλλης απαίτησης κατʼ αυτής, υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (ΕφΘεσσ 1038/2009, ΕΕμπΔ 2009. 730, ΕφΠειρ 279/2001, δημοσίευση «Νόμος»). Για δε, την αναγγελία των ασφαλισμένων
ισχύουν, όσα προβλέπονται και στο πτωχευτικό δίκαιο, καθόσον κατά τη διάταξη
του άρθρου 179 ΠτΚ, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται
συμπληρωματικά και επί εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που
δεν ρυθμίζονται ειδικά. Η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή
«ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον
εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησής του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να
αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλόμενου, καθώς και το
ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, τα
αποδεικτικά της απαίτησης έγγραφα, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην
επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα. Η αναγγελία των
απαιτήσεων των ασφαλισμένων στα όργανα της εκκαθάρισης, προβλέπεται στη διάταξη
του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος
400/1970 και αποτελεί σαφώς αντίβαρο στην αναστολή των ατομικών διώξεων που
προβλέπεται στο άρθρο 12α παρ. 5 του ίδιου ως άνω νομοθετικού διατάγματος,
προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά, υπό το πρίσμα της αρχής της
καθολικότητας, η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εκκαθάριση (ΑΠ
336/2016, ΑΠ 234/2016, ΑΠ 2196/2014, δημοσίευση «Νόμος»). Εκ πρώτης όψεως, η
αναγγελία έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου
10 παρ. 3 του ν.δ/τος
400/1970, καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσματος όχι, όμως, και οι ασφαλισμένοι
ζωής, ως προς τους οποίους, κατά τις ανωτέρω γενόμενες αναλυτικές διακρίσεις,
δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ωστόσο, από το παραπάνω γεγονός δεν
μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται σε
αναγγελία της απαίτησής τους. Ειδικότερα, πράγματι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970 προβλέπει, ότι
υποβάλλεται στην εποπτική αρχή κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων (Κ.Δ.Α.), η
οποία περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφαλίσματος ζωής, ενώ, επίσης, χωριστά
αναφέρεται ότι περιλαμβάνει και όσους «αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω
προθεσμία», ήτοι την ταχθείσα προθεσμία αναγγελίας, πράγμα όμως, που αφορά και
πάλι στους δικαιούχους ασφαλίσματος, διότι αυτοί έχουν μόνο κληθεί. Επομένως, η
ως άνω διάταξη, όσον αφορά στους δικαιούχους ασφαλίσματος, είναι σαφής ως προς
το ότι αυτοί έχουν υποχρέωση να αναγγείλουν την αξίωσή τους στον εκκαθαριστή,
ώστε, μετά την επαλήθευσή τους, να συμπεριληφθούν στη διαδικασία της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Από την άλλη πλευρά, από το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970 δεν προκύπτει,
ότι η αναγγελία αφορά ή ότι η συνακόλουθη κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων περιλαμβάνει
τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής. Ωστόσο, από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. α του ν.δ/τος
400/1970, που ορίζει ότι, "τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της
άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες
οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα
στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση
άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης, περί αναδοχής του ασφαλιστικού της
χαρτοφυλακίου", συνάγεται, ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής δε λήγουν με
την ανάκληση της άδειας, αλλά παραμένουν σε ισχύ. Έτσι, ενώ η πρόωρη λύση αυτών
των συμβάσεων θα οδηγούσε σε αξίωση των ασφαλισμένων στην αξία εξαγοράς κατά τη
διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 εδ. γ του ν. 2496/1997,
η συνέχιση τους σημαίνει, αντίθετα, ότι οι ασφαλισμένοι δεν αποκτούν με μόνη
την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης αξίωση κατʼ αυτής. Αυτός είναι και ο λόγος που η αναγγελία και η ακόλουθη κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970, μόνον τους
δικαιούχους ασφαλίσματος και όχι και τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής.
Επομένως, κατά την
αντίληψη του νομοθέτη του ν.δ/ τος
400/1970, οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής, στις οποίες δεν έχει επέλθει η
ασφαλιστική περίπτωση κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας, δεν λήγουν, αλλά
διατηρούνται σε ισχύ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει γεννημένη αξίωση του
ασφαλισμένου, η οποία θα είχε λόγο αναγγελίας. Συνεπώς, ο λόγος που η ως άνω
διάταξη (άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ/τος
400/1970) δεν προβλέπει αναγγελία όσων δεν έχουν γεννημένη απαίτηση σε
ασφάλισμα κατά την ανάκληση της άδειας, δεν είναι ότι αυτοί μετέχουν, άνευ
άλλου τινός, στην εκκαθάριση, αλλά ότι ο τότε νομοθέτης είχε υπόψη του ότι
αυτές οι συμβάσεις συνεχίζονται. Η παραπάνω άποψη ενισχύεται ιδίως από το ότι
στην παράγραφο 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970,
που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή
ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3867/2010
οριζόταν ότι, "Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής
επιχείρησης, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν πρότασης της
ΕΠΕ.Ι.Α. δύναται, αφού λάβει υπόψη του και τη συστημική σπουδαιότητα των τυχόν
χαρτοφυλακίων ζωής, που διαχειριζόταν η υπό εκκαθάριση επιχείρηση, να ορίζει
επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος είναι πρόσωπο άλλο από τον επόπτη
εκκαθάρισης
και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση των
χαρτοφυλακίων αυτών, που δεν τίθενται σε εκκαθάριση. Μερική ή ολική μεταβίβαση
των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής επιτρέπεται με επιμέλεια του ως άνω επόπτη,
διενεργείται δε, μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κατόπιν πρότασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά
παρέκκλιση των οριζόμενων στο άρθρο 3 παρ. 6 και 59 του παρόντος
διατάγματος...". Βάσει της ως άνω διάταξης, εκδόθηκε η με αριθμό Β.
2574/16-2-2009 Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, "Θέματα εφαρμογής του
άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ/τος
400/1970" (Φ.Ε.Κ Β 2509/18-12-2009), με την οποία εξειδικεύθηκαν οι
αρμοδιότητες και ενέργειες του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής για την αναδιοργάνωση
και εν γένει τη λειτουργία των Χαρτοφυλακίων Ζωής των εταιριών που ανακαλείται
η άδεια λειτουργίας τους. Στις αρμοδιότητες του Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής,
περιλαμβανόταν, κατʼ άρθρο 4 της ως άνω Υ.Α, η διενέργεια απογραφής των ασφαλισμένων και των απαιτήσεών τους, σύμφωνα με τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά αρχεία της επιχείρησης (παρ. 1), στη συνέχεια, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής έπρεπε να αναρτηθεί
«Κατάλογος Ασφαλισμένων» στην ιστοσελίδα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και να δημοσιευθεί το
γεγονός της ανάρτησης μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε
πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια
τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια είναι οικονομική.
Πρόσωπο, το οποίο έχει ασφαλισθεί και δεν είναι καταχωρημένο στον ως άνω
κατάλογο, προσκομίζει το ασφαλιστήριο ή την αίτηση ασφάλισης πλέον της
απόδειξης (προ) καταβολής του ασφαλίσματος στον Επόπτη, προκειμένου να γίνει
καταγραφή του μετά από σχετική επαλήθευση (παρ. 2). Επίσης, κατά την παρ. 3 του
άρθρου 4 της ως άνω Υ.Α., εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της
απογραφής, ο Επόπτης του Χαρτοφυλακίου Ζωής καταρτίζει το «Προσωρινό
Χαρτοφυλάκιο Ζωής», στο οποίο περιέχονται ανά κλάδο: α) το σύνολο των
Ασφαλισμένων κατά την ημερομηνία θέσης της Επιχείρησης σε εκκαθάριση.
Ασφαλισμένος, ο οποίος έχει προσκομίσει ασφαλιστήριο ή αίτηση ασφάλισης πλέον
απόδειξης (προ)καταβολής ασφαλίσματος, δεν καταγράφεται, όμως, στα αρχεία της
Επιχείρησης, καταχωρείται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής, σύμφωνα με τα
διαλαμβανόμενα στα προσκομισθέντα στον Επόπτη έγγραφα, εφόσον επαληθευθεί από
αυτόν, β) το σύνολο των Παροχών της Επιχείρησης έναντι κάθε Ασφαλισμένου κατά
την ημερομηνία κατάρτισης του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής. Η καταγραφή κάθε
Παροχής γίνεται με ευθύνη του Επόπτη αφού ληφθεί υπόψη η αποτίμησή της σύμφωνα
αφενός με :ους όρους του ασφαλιστηρίου, αφετέρου της αίτησης ασφάλισης και εκ
τρίτου των διαλαμβανόμενων στα αρχεία της Επιχείρησης και των για την
συγκεκριμένη σύμβαση διαλαμβανόμενων στο Βιβλίο Τεχνικών Σημειωμάτων και
Γενικών και Ειδικών Όρων των Ασφαλίσεων Ζωής της Επιχείρησης. Οι λοιπές τιμές
της Παροχής απλώς αναφέρονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής. Από τα παραπάνω
συνάγεται, ότι στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής περιλαμβάνεται το σύνολο των
ασφαλισμένων στους Κλάδους Ζωής, με τα ειδικότερα ασφαλιστικά προγράμματα, τα
οποία κατείχαν οι ασφαλισμένοι και προσδιορίζεται το σύνολο των υποχρεώσεων της
εταιρίας για κάθε ασφαλιζόμενο ξεχωριστά ανά ασφαλιστήριο ζωής με ημερομηνία
υπολογισμού της ως άνω υποχρέωσης την ημερομηνία, κατά την οποία ανακλήθηκε η
άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, αφού από την ημερομηνία αυτή
αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρίας για είσπραξη ασφαλίστρων και η υποχρέωση
ικανοποίησης απαιτήσεων από τον ασφαλιστή, κατʼ
άρθρο 2 παρ. 1 γ του ν. 3867/2010. Τα παραπάνω δε στοιχεία, που περιλαμβάνονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής, συγκεντρώνονται, κατά κανόνα, κατόπιν απογραφής του
συνόλου των ασφαλισμένων (άρθρο 4 παρ. 3 της Υ.Α.) και όχι βάσει αναγγελιών,
καθώς η περίπτωση της αναγγελίας προβλέπεται μόνο ως «θεραπεία» τυχόν σφαλμάτων
κατά τη σύνταξη του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής, εξαιτίας των οποίων υπήρξε
παράλειψη καταχώρισης ασφαλισμένων σε αυτό. Επίσης, το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο
Ζωής προσδιορίζει το μαθηματικό απόθεμα, το οποίο όφειλε να διαθέτει η εταιρία
κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της για έκαστο ασφαλιστήριο
συμβόλαιο (ΕφΑΘ 6588/2013, αδημ.).
Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του ν. 3867/2010 (ΦΕΚ A 128/3-08-2010) καταργήθηκε η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και
μεταφέρθηκαν όλες οι αρμοδιότητές της στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με το άρθρο 2
του ίδιου ως άνω νόμου, όπως προεκτέθηκε, καταργήθηκε
η παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ/τος
400/1970 και προβλέφθηκε ειδικά ότι στις εκκρεμείς διαδικασίες που αφορούσαν
ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων, κατά την ημέρα δημοσίευσης αυτού του
νόμου (3-8-2010), έχει ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας και έχει οριστεί
Επόπτης Χαρτοφυλακίων Ζωής, θα εξακολουθούσαν να διέπονται από τις διατάξεις
που καταργούνταν, όπως αυτές τροποποιούνται και συμπληρώνονται. Επίσης, στο
άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 ορίζεται ότι, "Αν παρέλθει ένα έτος από τη
δημοσίευση αυτού του νόμου χωρίς να εκδοθεί εγκριτική απόφαση της Τράπεζας της
Ελλάδος, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και για το χαρτοφυλάκιο ζωής
εφαρμόζονται οι διατάξεις της ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν.δ/τος 400/1970, όπως ισχύουν". Η προθεσμία αυτή είχε
παραταθεί διαδοχικά με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 4002/2011 έως 31-3-2012 και με
το άρθρο τέταρτο παρ. 3 εδ. δ του ν. 4063/2012, έως
31-5-2012. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, αλλά και τα όσα ήδη εκτέθηκαν,
συνάγεται ότι, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής
επιχείρησης, δίνεται ένα ιδιαίτερο βάρος στις περιπτώσεις των ασφαλειών ζωής,
για τις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ώστε όλες αυτές οι
περιπτώσεις, καλούμενες ως «Χαρτοφυλάκιο Ζωής», να «διασωθούν» κατά κάποιο τρόπο,
παραμένοντας σε ισχύ, αφού γιʼ αυτές ειδικά προβλέπεται ότι δε λύνονται αυτοδίκαια μετά την οριστική ανάκληση της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης, με σκοπό να μεταβιβασθούν, αν τούτο καταστεί δυνατό, σε άλλη ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές, ότι μετά και την
οριστική αποτυχία μεταβίβασης σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία του Χαρτοφυλακίου
Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται
λυμένες και όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής και μάλιστα από την ημερομηνία ανάκλησης
της άδειας λειτουργίας της τελευταίας και εφεξής εφαρμόζονται και για τους
δικαιούχους ασφάλισης ζωής οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με αυτόθροη συνέπεια, την υποχρέωση των τελευταίων για
αναγγελία των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή, με σκοπό την επαλήθευσή τους
και την προνομιακή τους ικανοποίηση από την ασφαλιστική τοποθέτηση, μετά από
σχετική πρόσκληση από τον τελευταίο, κατʼ
ανάλογη εφαρμογή των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970, για τους δικαιούχους ασφαλίσματος. Ο
μόνος δε, λόγος, για τον οποίο η τελευταία διάταξη δεν περιέλαβε ρητή ρύθμιση
και για του δικαιούχους ασφάλισης ζωής, είναι διότι ο νομοθέτης του ν.δ/τος 400/1970, θεωρούσε ότι οι
ασφαλίσεις ζωής δεν έχουν λυθεί αυτοδίκαια με την ανάκληση της άδειας
λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά
αναφερόμενα. ’λλωστε, όπως ήδη εκτέθηκε, αυτή η διαδικασία της αναγγελίας των
απαιτήσεων ακολουθείται και για τους δικαιούχους ασφαλίσματος και συνεπώς το
ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής, αφού δεν
συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετώπισης αυτών στα πλαίσια της ασφαλιστικής
εκκαθάρισης και της προνομιακής ικανοποίησης αμφοτέρων από την ασφαλιστική
τοποθέτηση. Απλά η όλη διαδικασία για τους τελευταίους ξεκινά σε ένα
μεταγενέστερο στάδιο σε σχέση με τη διαδικασία που ισχύει για τους δικαιούχους
ασφαλίσματος, καθώς θα πρέπει πρώτα να αποβεί οριστικά άκαρπη η προσπάθεια
μεταβίβασης του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Όσον αφορά
δε, στο θέμα του αν η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής και η
καταγραφή σε αυτό των δικαιούχων ασφάλισης, μπορεί να υποκαταστήσει την ως άνω
υποχρέωση των δικαιούχων ασφάλισης ζωής για αναγγελία, αυτό δεν είναι δυνατό.
Τούτο διότι, καταρχήν, το ίδιο το ως άνω νομοθετικό πλαίσιο δεν δίνει τέτοια
σημασία στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο. ’λλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε,
η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής γίνεται στα πλαίσια της
«αναδιοργάνωσης του χαρτοφυλακίου», κατʼ
άρθρο 10 παρ. 4α του ν.δ/ τος 400/1970, με σκοπό τη μεταβίβαση αυτού σε ανάδοχη
ασφαλιστική εταιρία. Μετά δε την αποτυχία του ως άνω στόχου, η έννοια και η
σημασία αυτού παύει να υφίσταται. Αντίθετα, μάλιστα, στο άρθρο 2 παρ. 4 και 5
του ν. 3867/2010, η μεταβίβαση σε ανάδοχο και η ασφαλιστική εκκαθάριση
αντιμετωπίζονται ως δύο αυτοτελείς και αλληλοαποκλειόμενες
ταυτοχρόνως διαδικασίες, αφού μόνο η λήξη της προσπάθειας για την πρώτη οδηγεί
στη δεύτερη. Επίσης, ο διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, ο οποίος ήταν
αρμόδιος για την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου, είχε λειτουργία συνδεόμενη
μόνο με αυτή τη διαδικασία και δεν είναι όργανο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.
Συνεπώς, όπως σε κάθε συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών, η
προηγούμενη αναγγελία των ασφαλισμένων προς τον εκκαθαριστή, είτε έχουν αξίωση
σε ασφάλισμα, είτε σε αξία εξαγοράς, είναι αναγκαία, προκειμένου να
συμπεριληφθούν στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων. Κάθε άλλη αντίθετη
προσέγγιση, βάσει της οποίας θα υποχρεώνονταν σε αναγγελία αποκλειστικά και
μόνο μία κατηγορία ασφαλισμένων, όπως λχ. οι δικαιούχοι ασφαλίσματος και όχι οι
δικαιούχοι αξίας εξαγοράς αξίας ή το αντίστροφο, θα συνεπαγόταν κατάφωρη
παραβίαση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών, η οποία διατρέχει
ως θεμελιώδης και κατευθυντήρια βασική αρχή το πτωχευτικό δίκαιο και εν γένει
τις συλλογικές διαδικασίες ικανοποίησης των πιστωτών (βλ. την από 12-4-2016
γνωμοδότηση του Καθηγητή Νομικής στο Δ.Π.Θ, . και από 25-04-2016 γνωμοδότηση
του Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου του Παντείου
Πανεπιστημίου, .). Περαιτέρω, σε περίπτωση που κάποιος ασφαλισμένος από
εκείνους που ικανοποιούνται προνομιακά από την ασφαλιστική τοποθέτηση, δεν
αναγγείλει εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του, τότε ανακύπτει το ζήτημα της
δυνατότητας ένταξης των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής
εκκαθάρισης και εν προκειμένω, της ένταξής τους στην Κατάσταση Δικαιούχων
Ασφαλισμένων. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970 "Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης
ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα
σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
" Έτσι, μολονότι η δυνατότητα
προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να
θεωρηθεί ως ένα είδος αντίρρησης της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970, εντούτοις η
συγκεκριμένη προσέγγιση αφενός προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του άρθρου,
αφετέρου δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των
«αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμιση. Ειδικότερα, στη διάταξη
της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν.δ/τος 400/1970, ορίζεται ότι στην κατάσταση δικαιούχων, επί
της οποίας ασκούνται οι αντιρρήσεις, περιλαμβάνονται όσοι αναφέρονται στα
στοιχεία α-γ, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους. Επομένως, οι όποιες
αντιρρήσεις προβάλλονται με την ως άνω ανακοπή αφορούν στην επαλήθευση. Πλην
όμως, η επαλήθευση ακολουθεί την αναγγελία και συνεπώς, αν δεν έχει χωρήσει πρώτα αναγγελία δεν μπορεί να έχει λάβει χώρα
επαλήθευση. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, το
περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της
απόρριψης ή της εν μέρει παραδοχής της απαίτησής τους ή παράπονο οποιουδήποτε
ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής απαίτησης ασφαλισμένου. Τούτο σημαίνει, ότι η
αποδοχή της προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της
ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970, δεν θα αφορούσε εν προκειμένω σε επαλήθευση
(σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων,
αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη
αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το
ότι στο πτωχευτικό δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου, όπως προεκτέθηκε,
εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ρυθμίζεται
αντίστοιχα στη διαδικασία της πτώχευσης το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά
τη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ωστόσο, ήτοι στην έννοια
των αντιρρήσεων δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση εκπρόθεσμης αναγγελίας των
απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γιʼ
αυτήν την περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου
92 παρ. 1 του ΠτΚ προβλέπεται ότι, πιστωτές που δεν
ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία ώστε να μετάσχουν στην
επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή
της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54.
Επομένως, και στο πτωχευτικό δίκαιο διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής
αντιρρήσεων κατά της επαλήθευσης των απαιτήσεων από αυτή της μη αναγγελίας των
απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των παραπάνω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου
είναι σαφές, ότι για το δικαιούχο ασφάλισης ζωής, που δεν ανήγγειλε την
απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπρόθεσμα, δεν χωρεί η ως
άνω ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970. Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διάταξης του
προαναφερθέντος άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικά
εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης (αρθρ. 179 ΠτΚ). Ειδικότερα, κατʼ
αρχήν τούτο είναι δογματικά ορθό, καθώς δεν είναι δυνατόν σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και σε
κάποια σημεία τους, όμοιους σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική
εκκαθάριση, στη μεν πρώτη να παρέχεται η δυνατότητα στον πιστωτή που δεν
ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτησή του, να την αναγγείλει, ώστε να συμμετάσχει
στην πτωχευτική διαδικασία, στη δε δεύτερη να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα
για τον ασφαλισμένο που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του, με αποτέλεσμα αυτός να
βρίσκεται τελικά σε δυσμενέστερη θέση, όντας αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να
χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης, αν παρέλθει η προθεσμία που του τάχθηκε στο
πλαίσιο μίας διαδικασίας που κινήθηκε, λόγω της αφερεγγυότητας του οφειλέτη
του. Μία τέτοια διάκριση μεταξύ των δύο διαδικασιών, δεν στηρίζεται σε κανέναν
απολύτως λόγο. Ωστόσο, για τη συμπληρωματική εφαρμογή της ως άνω διάταξης του
άρθρου 92 παρ. 1 Πτ.Κ, και στην περίπτωση της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το όλο νομοθετικό πλαίσιο
που ισχύει για την ασφαλιστική εκκαθάριση, ώστε η άσκηση μίας τέτοιας ανακοπής
να μην αποτελέσει τροχοπέδη ιδίως, για τις ταχύτατες διαδικασίες που
προβλέπονται για την περαίωσή της. Συγκεκριμένα, η ανακοπή του άρθρου 92 Πτ.Κ. δικάζεται, κατʼ
άρθρο 54 Πτ.Κ., κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ), από το πτωχευτικό δικαστήριο, που κατʼ
άρθρο 53 Πτ.Κ, είναι το πολύμελές πρωτοδικείο που κήρυξε την πτώχευση. Εντούτοις, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, αυτή αποτελεί στάδιο που επέρχεται αναγκαστικά, όπως ήδη προεκτέθηκε, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για
παράβαση νόμου, καθώς και σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής
επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών
στοιχείων (άρθρο 12α παρ. 1 ν.δ/τος
400/1970). Η δε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης
δεν διατάσσεται από κάποιο δικαστήριο, αλλά λαμβάνει χώρα μετά από απόφαση του
Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης. Συνεπώς, εν
προκειμένω, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεν υπάρχει αντίστοιχη
έννοια με αυτή του «πτωχευτικού δικαστηρίου». Ωστόσο, α) στη διάταξη του άρθρου
12α παρ. 6 ν.δ/τος 400/1970
ορίζεται ότι, με τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς
δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία
των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του
επόπτη πτώχευσης και του συνδίκου. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό
δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές
πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό, ενώ στη διάταξη
του άρθρου 10 παρ. 3 ν.δ/τος
400/1970 ορίζεται ότι, αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με
ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε
ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, για τις δίκες,
που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής
επιχείρησης, ο νομοθέτης θέλησε να υπάρχει γιʼ
αυτές αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της επιχείρησης και προέβλεψε την εκδίκασή τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως, κατά τεκμήριο, ταχεία διαδικασία, προκειμένου να περατωθεί γρήγορα η διαδικασία
της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και να ικανοποιηθούν οι προνομιακώς
ασφαλισμένοι από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Συνεπώς, κατά την κρίση του
παρόντος Δικαστηρίου, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους
που δεν ανήγγειλαν εμπροθέσμως τις απαιτήσεις τους, να θεωρηθεί ως ανακοπή της
διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 Πτ.Κ., συμπληρωματικώς
εφαρμοζόμενης, λόγω μη ύπαρξης παρόμοιας ρύθμισης στο ν.δ/γμα 400/1970, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται από το
μονομελές πρωτοδικείο του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση
επιχείρησης, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επίσης. Περαιτέρω, με τις
διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρου 29 του ν. 2496/1997 ορίζεται ότι, στην
ατομική ασφάλιση ο λήπτης της ασφάλισης έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον ασφαλιστή
την εξαγορά της ασφάλισης μετά πάροδο χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο
ασφαλιστήριο και το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο των τριών ετών. Στην
ομαδική ασφάλιση μπορεί να συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό (παρ. 3) και ότι, ο
ασφαλιστής αποδίδει στο λήπτη της ασφάλισης την αξία της εξαγοράς που
συμφωνήθηκε. Ως βάση υπολογισμού της αξίας εξαγοράς, λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα
του ασφαλιστή, που βαρύνουν τη συγκεκριμένη σύμβαση και τα καταβληθέντα
ασφάλιστρα αποταμίευσης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο ασφαλιστής και σε
περίπτωση λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης (παρ. 4). Από τις παραπάνω διατάξεις
προκύπτει ότι, κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της
ασφαλιστικής επιχείρησης, αναφορικά με τις ασφάλειες ζωής, για τις οποίες δεν
έχει επέλθει μέχρι τότε η ασφαλιστική περίπτωση, εκείνο που καταβάλλεται από
τον ασφαλιστή, είναι όχι το ασφάλισμα αφού δεν έχει γεννηθεί τέτοια αξίωση,
αλλά η αξίας εξαγοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται - αποκρυσταλλώνεται κατά το
χρόνο ανάκλησης της άδειας, ως κομβικό χρονικό σημείο στη διαδικασία της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Τούτο είναι σύμφωνο και με τη γενικότερη αρχή των
συλλογικών διαδικασιών, κατά την οποία οι απαιτήσεις των πιστωτών
αποκρυσταλλώνονται κατά την έναρξη της διαδικασίας και δεν μεταβάλλονται πλέον,
γεγονός που συμβάλλει στην ομοιόμορφη μεταχείριση των πιστωτών. Επομένως, η
τυχόν άσκηση δικαιώματος εξαγοράς μετά την ανάκληση της άδειας, δεν επηρεάζει
την αξία της εξαγοράς, αφού ως ασκηθείσα μετά τον κρίσιμο χρόνο (ανάκληση
άδειας) είναι άνευ αντικειμένου. Για τον ίδιο δε λόγο, δεν ασκεί επιρροή και η
τυχόν επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης μετά την ανάκληση της άδειας
λειτουργίας. Σχετικά δε με τον τρόπο υπολογισμού της αξίας εξαγοράς, με το
άρθρο 4 περ. γ της απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων
με θέμα, "Καταβολή αποζημίωσης σε δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής ασφαλιστικής
επιχείρησης της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια" (Συνεδρίαση 12/Θέμα
3/13-7-2011) ρητά ορίζεται ότι, για τις ασφαλίσεις που δεν είχαν λήξει κατά την
ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης καταβάλλεται από το
Εγγυητικό Κεφάλαιο, ως αποζημίωση η αξία εξαγοράς, που η ασφάλιση ζωής είχε
κατά την ημερομηνία ανάκλησης, με ανώτατο όριο τα 30.000 ευρώ, εφόσον κατά το
χρόνο αυτό ο ασφαλισμένος είχε δικαίωμα εξαγοράς, κατά την παρ. 3 του άρθρου 29
του ν. 2496/1997. Η αξία εξαγοράς στην ως άνω περίπτωση ανταποκρίνεται σʼ αυτό, που ο λήπτης της ασφάλισης έχει καταβάλει, αφαιρούμενης της αντιπαροχής, που έχει ήδη λάβει από τον ασφαλιστή. Συνοψίζοντας, η αξία
εξαγοράς ανέρχεται στην επενδυτική αξία της ασφάλισης ζωής, όσο πρόλαβε να
λειτουργήσει αφαιρουμένου του ασφαλίστρου κινδύνου, με κρίσιμο χρόνο γα τον
υπολογισμό, την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας.
Στην προκείμενη περίπτωση
η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε, ότι η διάταξη του
άρθρου 92 ΠτΚ εφαρμόζεται και στη διαδικασία της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης για δικαιούχους που δεν ανήγγειλαν τις απαιτήσεις
τους, όπως είναι η ανακόπτουσα-εφεσίβλητη, με αποτέλεσμα λόγω της εσφαλμένης
εφαρμογής του νόμου, να εκτιμήσει την υπό κρίση ανακοπή ως νόμιμη κατʼ άρθρο 92
του ΠτΚ, ενώ ορθά κρίνοντας, έπρεπε να δεχθεί ότι η ανακοπή είναι μη νόμιμη, αφού η εν λόγω διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ,
δεν εφαρμόζεται στην ασφαλιστική εκκαθάριση, καθόσον η δυνατότητα αυτή
αποκλείστηκε συνειδητά από το νομοθέτη, σκοπός του οποίου είναι η άμεση και
ταχεία επίλυση των σχετικών διαφορών. Ωστόσο, με βάση όσα εκτέθηκαν στη νομική
σκέψη που προηγήθηκε, η διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ,
εφαρμόζεται συμπληρωματικά και στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση
δέχθηκε τα ίδια, έστω και εν μέρει με διαφορετική αιτιολογία η οποία
συμπληρώνεται από την παρούσα (αρθρ. 534 ΚΠολΔ) δεν
έσφαλα, απορριπτομένων, ως αβάσιμων των άνω
ισχυρισμών της εκκαλούσας. Ακολούθως, η εκκαλούσα με τους διαλαμβανόμενους στον
ίδιο λόγο της έφεσής της, ισχυρισμούς, επικαλείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την υπό κρίση ανακοπή παραδεκτή
και νόμιμη, ενώ ορθά κρίνοντας έπρεπε να την απορρίψει, διότι το δικόγραφο
αυτής δεν περιείχε τα στοιχεία του άρθρου 92 ΠτΚ,
αλλά τα στοιχεία της ανακοπής κατά της Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων του
άρθρου 10 παρ. 3 του νδ/τος 400/1970 και σε κάθε περίπτωση, διότι απαραδέκτως στο δικόγραφο της ανακοπής σωρεύονται ανακοπή
από το άρθρο 10 παρ. 3 του νδ/τος 400/1970 και το άρθρο 92 του ΠτΚ, καθόσον πρόκειται για ξεχωριστά ένδικα βοηθήματα, που
δεν μπορούν να σωρευθούν στο ίδιο δικόγραφο, αφού η ιστορική και νομική βάση
του ενός αποκλείει παντελώς τη βάση του άλλου και αντίστροφα. Ωστόσο, με βάση
το περιεχόμενο της ένδικης ανακοπής, με την οποία, όπως ήδη εκτέθηκε, η
ανακόπτουσα ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν ανήγγειλε την απαίτησή της από
το αναφερόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ώστε να συμμετάσχει στη διαδικασία της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης και δεν περιλήφθηκε στην κατάσταση δικαιούχων
απαιτήσεων, καθώς και ότι αυτή πρέπει να επαληθευτεί, προκειμένου να
ικανοποιηθεί κατά τις διανομές που θα πραγματοποιηθούν από την περιουσία της
υπό εκκαθάριση εταιρίας, περιλαμβάνει όλα κατά απαιτούμενα στοιχεία της
ανακοπής του εφαρμοζομένης και εν προκειμένω
διατάξεως του άρθρου 92 ΠτΚ. Η επίκληση δε από τους
ανακόπτοντες του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ/τος 400/1970, κατά το χαρακτηρισμό της ένδικης ανακοπής
τους, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό αυτής, το
οποίο εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα επικαλούμενα προς
θεμελίωση του οικείου ισχυρισμού περιστατικά τον - κατά την κρίση του -
προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον ισχυρισμό στον προσήκοντα κανόνα
δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση και το υποβαλλόμενο αίτημα (ΑΠ
318/2017, ΑΠ 116/2014, ΑΠ 881/2010, δημοσίευση «Νόμος»). Ως εκ τούτου ορθά το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτίμησε την ανακοπή ως παραδεκτή και νόμιμη,
στηριζόμενη στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 92 ΠτΚ, απορριπτομένων ως αβάσιμων των παραπάνω αντίθετων
ισχυρισμών της εκκαλούσας. Κατόπιν τούτων και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος
έφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η έφεση κατ' ουσίαν
και λόγω της απόρριψης της έφεσης πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495
παρ. 4 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο
Ταμείο των προαναφερομένων παραβολών που κατατέθηκαν από την εκκαλούσα για την
έφεση. Περίπτωση καταδίκης της ηττηθείσας εκκαλούσας στα δικαστικά έξοδα της
εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, δεν συντρέχει, διότι στη δίκη
που ανοίγεται με την ανακοπή από τη διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ, τα δικαστικά έξοδα βαρύνουν αυτόν που δεν ανήγγειλε
εμπρόθεσμα την απαίτησή του, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η
ανακόπτουσα-εφεσίβλητη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των
διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και
απορρίπτει κατʼ ουσίαν την έφεση κατά της υπ' αριθμ. 5834/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων).
Διατάσσει την εισαγωγή στο
Δημόσιο Ταμείο, των αναφερόμενων στο σκεπτικό της παρούσας παραβολών, ποσού
εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκαν από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεση της
έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και
δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12-2-2019,
απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ