ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜονΕφΑθ 4583/2020
Ανάκληση άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής
εταιρείας με την επωνυμία "COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΙΑ" και θέση αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση -.
Για τον
δικαιούχο ασφάλισης ζωής που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή
δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως δεν χωρεί η ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν.Δ.
400/1970, αλλά η ανακοπή του άρθρου 92 του ΠτΚ,
συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής
εκκαθάρισης. Λόγω του χρόνου άσκησής της, η ανακοπή υπόκειται στην εφαρμογή της
διάταξης του άρθρου 92 του ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν την
τροποποίησή της παρ. 2 του άρθρου αυτού με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 4446/2016.
Επομένως, η ανακοπή μπορούσε να ασκηθεί μέχρι την τελευταία διανομή και
όχι εντός εξαμήνου από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας. Συμβαλλόμενη σε
ασφαλιστήριο συμβόλαιο με εκ γενετής αυτιστικά χαρακτηριστικά, η οποία δεν
ανήγγειλε δικαιολογημένα την απαίτησή της από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Το
ανώτατο όριο των 30.000 ευρώ, που προβλέπει η Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών
και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση 12/Θέμα
3/13-7-2011) αφορά αποκλειστικά την καταβαλλόμενη από το Εγγυητικό Κεφάλαιο
αποζημίωση και όχι την επαλήθευση της απαίτησης της ασφαλισμένης. Η αξία
εξαγοράς ανταποκρίνεται σε αυτό που ο λήπτης της ασφάλισης έχει καταβάλει, αφαιρουμένης της αντιπαροχής που έχει ήδη λάβει από τον
ασφαλιστή.
(Η
απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Διονύση Θ. Μπαράτη, Μεταπτυχιακού Διπλωματούχου Αστικού
Δικαίου)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός
Απόφασης 4583/2020
ΤΟ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 14ο
Συγκροτήθηκε
από το Δικαστή Κωνσταντίνο Ασημακόπουλο, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο
Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και τη Γραμματέα Καλλιόπη Παπαζαφείρη.
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριο του την 21 Μαρτίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
ΤΗΣ
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της τελούσας σε ασφαλιστική
εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «COMMERCIAL VALUE
ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται
νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της
Ειρήνη-Φωτεινή Δραπέτη-Λυσικάτου (ΑΜΔΣΠειραιά 3713),
η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΗΣ
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ:
, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, η οποία
εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Μπαράτη (ΑΜΔΣΑ 25979), δυνάμει της από 20-3-2019 δήλωσης
του άρθρου 242 παρ,2 ΚΠολΔ, που κατέθεσε έγγραφες
προτάσεις.
Η
ανακόπτουσα με την από 18-1-2017 (αριθμ. έκθ. κατάθ. ./18-1-2017) ανακοπή
της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται
σ' αυτήν.
Το
παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ αριθ. 3438/2017 οριστική απόφαση του, με
την οποία δέχθηκε κατά ένα μέρος την ανακοπή. Η ανωτέρω απόφαση διορθώθηκε με
την υπ' αριθ. 4527/2017 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου.
Τις
αποφάσεις αυτές προσέβαλαν α) η καθ' ης η ανακοπή με την από 17-7-2017 (αριθμ. έκθ. κατάθ.
./26-4-2018) έφεση της και β) η ανακόπτουσα με την από 11-7-2018 (αριθμ. έκθ. κατάθ.
./11-7-2018) έφεση της. Για τις εφέσεις ορίστηκε (αριθ. έκθ.
προσδ. ./27-4-2018 και ./11-7-2018 αντίστοιχα) δικάσιμος η αναφερόμενη στην
αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του
οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν
εμπρόθεσμα.
ΑΦΟΥ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται
προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό 1) η από 17-7-2017 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης ./2018 έφεση και 2) η από 11-7-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2018
έφεση κατά της με αριθμό 3438/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών
μέτρων, όπως αυτή διορθώθηκε με την συνεκκαλούμενη
υπ' αριθ. 4527/2017 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, οι οποίες πρέπει να
ενωθούν και να συνεκδικαστούν, κατά τις διατάξεις των
άρθρων 246 και 524 ΚΠολΔ, ως συναφείς, διότι κατά τον
τρόπο αυτό διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.
Αυτές δε έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495 παρ.1,2, 498,
499, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1 και 517 ΚΠολΔ), εντός
της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ
όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 3 του ν.4335/2015, προθεσμίας
των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης 3 43 8/2-5-2017 απόφασης του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού τα δικόγραφα αυτών κατατέθηκαν στη Γραμματεία
του άνω Δικαστηρίου την 26-4-2018 και την 11-7-2018 αντίστοιχα και οι διάδικοι δεν
προσκομίζουν με επίκληση αποδεικτικά επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης.
Επομένως, οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, για το
παραδεκτό των οποίων καταβλήθηκε το νόμιμο, κατ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, παράβολο (βλ. σχετ. το υπ'
αριθ. ./2018 -παράβολο για την πρώτη έφεση και το υπ' αριθ. ./2018 e-παράβολο
για τη δεύτερη έφεση) πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν, περαιτέρω,
κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους
(άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την
από 18-1-2017 και με αριθμό κατάθεσης
/2 017 ανακοπή της, όπως το περιεχόμενο της
εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ... ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη της πρώτης
έφεσης και εγκαλούσα της δεύτερης έφεσης, εξέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο
ότι είναι ασφαλισμένη του κλάδου ζωής από την υπό ασφαλιστική εκκαθάριση
τελούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», καθ' ης η
ανακοπή και ήδη εκκαλούσα της πρώτης έφεσης και εφεσίβλητη της δεύτερης έφεσης,
με έγκυρο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου η καθ' ης η ανακοπή ανέλαβε την
υποχρέωση να καταβάλει στην ανακόπτουσα, κατά τη λήξη της ασφάλισης, το
συμφωνημένο εγγυημένο κεφάλαιο, η
δε ανακόπτουσα κατέβαλε ανελλιπώς το προβλεπόμενο μηνιαίο ασφάλιστρο. Ότι με
την υπ' αριθ. 176/25-2-2010 απόφαση του Δ..Σ. της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής
Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της καθ' ης η
ανακοπή και αυτή τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Ότι αν και η ίδια η
ανακόπτουσα τυγχάνει, όπως ήδη αναφέρθηκε, λήπτης ασφάλισης και δικαιούχος
απαίτησης, που αντιστοιχεί στην αξία εξαγοράς της άνω σύμβασης ασφάλισης ζωής,
κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της καθ' ης, δεν περιλήφθηκε
αυτή στην κατάσταση δικαιούχων ασφαλίσματος, που συνέταξαν οι νόμιμοι
εκπρόσωποι της καθ' ης και δημοσίευσαν νόμιμα, για την άνω απαίτηση της, την
οποία η ανακόπτουσα παρέλειψε να αναγγείλει από εύλογη αιτία δεδομένου ότι η
ίδια ως άτομο με αυτιστικά χαρακτηριστικά αδυνατούσε να γνωρίζει για την
αναγκαιότητα εμπρόθεσμης αναγγελίας της απαίτησης της. Κατόπιν τούτων, η
ανακόπτουσα ζήτησε να μεταρρυθμιστεί η από 20-11-2015 κατάσταση δικαιούχων
απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής ώστε να αναγνωρισθεί η επίδικη απαίτηση της, να
επαληθευτεί αυτή στο ποσό των 46.184,54 ευρώ και να συμπεριληφθεί (η απαίτηση)
στην παραπάνω κατάσταση, που καταχωρήθηκε στην αρμόδια εποπτική αρχή της
Τράπεζας της Ελλάδος, με σκοπό να καταβληθεί σ' αυτήν το άνω ποσό σε
μεταγενέστερη διανομή του προϊόντος της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της καθ' ης.
Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ' αριθ. 3438/2017 απόφαση με
την οποία η ένδικη ανακοπή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και
αναγνωρίστηκε η ανακόπτουσα δικαιούχος ασφάλισης ζωής για το ποσό των 30.000
ευρώ, κατά το άρθρο 7 παρ. 7 ν. 2496/1997, όπως συμπληρώθηκε με το ν.3377/2005
και το άρθρο 29 παρ.4 εδ.γ' ν.2496/1997, δυνάμει του
υπ' αριθ. ./12-10-1999 συμβολαίου ζωής. Η εν λόγω απόφαση διορθώθηκε με την υπ'
αριθ. 4527/2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς το επώνυμο της
ανακόπτουσας και το επώνυμο του αποβιώσαντος πατέρα της.
Κατά της
απόφασης αυτής, όπως αυτή διορθώθηκε νόμιμα, παραπονούνται οι διάδικοι με τις
κρινόμενες εφέσεις τους, για τους περιεχόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται
σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και σε κακή εκτίμηση
των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της, προκειμένου να απορριφθεί η
ανακοπή στο σύνολο της όσον αφορά την πρώτη έφεση και να γίνει δεκτή η ανακοπή
στο σύνολο της όσον αφορά τη δεύτερη έφεση.
Η
διαδικασία της θέσης μίας ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση,
ρυθμιζόταν από τις διατάξεις των άρθρων του ν.δ.
400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» (Φ.Ε.Κ. Α' 237/17.01.1970).
Ωστόσο, .με την ψήφιση του Ν.4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας
στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25.11.2009 κτλ.» (Φ.Ε.Κ. Α'
13.05.02.2016), καταργήθηκε το ως άνω ν.δ. 400/1970.
Οι διατάξεις του νέου ως άνω νόμου, κατ άρθρο 284 αυτού, ισχύουν από 1.1.2016,
εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144, 221 έως και 24 8 και 272, που ισχύουν
από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ήτοι από 5.2.2016 και ως εκ τούτου,
συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, η διαδικασία των οποίων έχει
εκκινήσει πριν την 5.2.2016, διέπονται από τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 και όχι του νέου νόμου. Με τη διάταξη του
άρθρου 12α παρ.1 εδ.α' του ν.δ.
400/1970, ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας
ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης
του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η
ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής
εκκαθάρισης». Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, όπως περιγράφεται
ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ.
400/1970, προσομοιάζει προς τον θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο
εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και
για την επίτευξη του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες (ΕφΑΘ
6286/2011, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ-584603, ΕφΠειρ 279/2001,
δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τούτο δε, ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ (Ν.3588/2007), σύμφωνα με την οποία: «Οι διατάξεις του
κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης
πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δε
ρυθμίζονται ειδικά». Μάλιστα, ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι
ειδικότερος από αυτόν της πτώχευσης, του οποίου και προηγείται, αφού, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ.1 του ν.δ. 400/1970,
η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ.13 του Ν.2496/1970, κατά το στάδιο της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωση αυτής, η ασφαλιστική επιχείρηση
δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση (Εφ Αθ 6286/2011 ο.π.). Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του Ν.2496/1997
«Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.», όπως ίσχυε πριν
την αντικατάσταση του από 1.1.2016 με το άρθρο 278 παρ.7 του Ν.4364/2016,
προκύπτει ότι «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία
καταβάλλεται, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να
εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση».
Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης κατά
την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση, η
ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του
συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λπ., σύμφωνα με τους ειδικότερους
όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά
περιοριστικά στη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για
καταβολή της συμφωνημένης παροχής που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική
εταιρία, εφόσον φυσικοί είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν
επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις, από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην
ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής. Αντιθέτως, ο όρος «απαίτηση
από ασφάλιση» έχει ευρύτερο περιεχόμενο και η έννοια του προκύπτει από το άρθρο
2α περ.λδ' του ν.δ.
400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη «απαίτηση από
ασφάλιση» για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης θεωρείται κάθε ποσό που
οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων
συμβολαίων, δικαιούχους ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης
ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την
ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανόμενων των ποσών που αποθεματοποιούνται
για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα
στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση
λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης
απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης». Από τα
παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη από
την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων
από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος
για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι. Περαιτέρω, με τη διάταξη του "άρθρου
10 του ν.δ. 400/1 970 στην παρ.1εδ. α' και β'
ορίζεται ότι «Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και
ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που
προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο εκτός από το προνόμιο της
παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος. Το προνόμιο αυτό ασκείται
αποκλειστικά από τους δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους
ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και από τους
δικαιούχους των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών στα περιουσιακά στοιχεία που
έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμία από τις
ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει και μετά τη λύση της ασφαλιστικής
επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου ως άνω άρθρου προβλέπεται ότι
«Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο,
κατά το άρθρο 12 του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε
δέκα ημέρες από τον διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση
που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε
ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον
εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις
απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από
την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής
ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων
ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των
απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις
ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο
χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα
ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή)
απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο
επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση
των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας
υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν
επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής,
β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής
ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της
ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της
ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία.
Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, γίνεται χωριστή
μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο
εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο
δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες,
κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση
καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της
καταχώρισης της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες
εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της
επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις
κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της
έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση
και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της
απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο, κατά τη διαδικασία
των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο
μέσο». Με τη διάταξη δε του άρθρου 12α παρ.5 του ν.δ.
400/1970 ορίζεται ότι «Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση
βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε εκτέλεση σε βάρος της και
σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το
οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό
διάστημα, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά
της ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε, την παράγραφο 10 εδ.
β του άρθρου 12α του ν.δ.400/1970 ορίζεται ότι «Μετά τη λήξη της εκκαθάρισης,
η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις
διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης
(κοινή εκκαθάριση)». Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης
της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η
αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης και οι δικαιούχοι
του ασφαλίσματος και οποιασδήποτε άλλης απαίτησης κατ αυτής υποχρεούνται να
υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεων τους,
προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (ΕφΘεσσ 103 8/2009, ΕΕμπΔ
2009,730). Για δε την αναγγελία των ασφαλισμένων ισχύουν, όσα προβλέπονται και
στο πτωχευτικό δίκαιο, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 179 Πτ.Κ., οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και
επί εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται
ειδικά. Ήτοι, η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης
παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την
ύπαρξη της απαίτησης του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος
και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλόμενου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα
πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, τα αποδεικτικά της απαίτησης
έγγραφα, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης
και του προνομιακού της χαρακτήρα. Η αναγγελία των απαιτήσεων των ασφαλισμένων
στα όργανα της εκκαθάρισης προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 του
ν.δ.400/1970 και αποτελεί σαφώς αντίβαρο στην αναστολή των ατομικών διώξεων που
προβλέπεται στο άρθρο 12α παρ.5 του ιδίου ως άνω νομοθετικού διατάγματος,
προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά, υπό το πρίσμα της αρχής της
καθολικότητας, η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εκκαθάριση (ΑΠ
234/2016, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ-676857). Εκ πρώτης όψεως, η αναγγελία έχει
περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970, καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσματος όχι
όμως και οι ασφαλισμένοι ζωής, ως προς τους οποίους, κατά τις ανωτέρω γενόμενες
αναλυτικές διακρίσεις, δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ωστόσο, από το
παραπάνω γεγονός δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται σε
αναγγελία της απαίτησης τους. Ειδικότερα, πράγματι το άρθρο 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970 ορίζει ακολούθως ότι υποβάλλεται στην
εποπτική αρχή κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων (Κ. Δ. Α.), η οποία περιλαμβάνει
τους δικαιούχους ασφαλίσματος ζωής, ενώ, επίσης, χωριστά αναφέρεται ότι
περιλαμβάνει και όσους αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία, ήτοι την
ταχθείσα προθεσμία αναγγελίας, πράγμα όμως που αφορά και πάλι στους δικαιούχους
ασφαλίσματος, διότι αυτοί έχουν μόνο κληθεί. Επομένως, η ως άνω διάταξη, όσον
αφορά στους δικαιούχους ασφαλίσματος, είναι σαφής ως προς το ότι αυτοί έχουν
υποχρέωση να αναγγείλουν την αξίωση τους στον εκκαθαριστή, ώστε, μετά την
επαλήθευση τους να συμπεριληφθούν . στη δια5ικασία της ασφαλιστικής
εκκαθάρισης. Από την άλλη πλευρά, από το άρθρο 10 παρ.3 του ν.δ.
400/1970 δεν προκύπτει ότι η αναγγελία αφορά ή ότι η συνακόλουθη κατάσταση
δικαιούχων απαιτήσεων περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφάλισης. Ωστόσο, πρέπει
στο σημείο αυτό να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: Καταρχήν, με τη διάταξη του
άρθρου 3 παρ.6 εδ.α του ν.δ.
400/1970 προβλέπεται ότι «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας
λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι
ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα
στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση
άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της
χαρτοφυλακίου». Από την παραπάνω ρύθμιση συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές
συμβάσεις ζωής δε λήγουν με την ανάκληση της άδειας αλλά παραμένουν σε ισχύ.
Έτσι, ενώ η πρόωρη λύση αυτών των συμβάσεων θα οδηγούσε σε αξίωση των
ασφαλισμένων στην αξία εξαγοράς κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.4 εδ. γ του Ν.2496/1997, η συνέχιση τους σημαίνει αντίθετα
ότι οι ασφαλισμένοι δεν αποκτούν με μόνη την ανάκληση της άδειας λειτουργίας
της ασφαλιστικής επιχείρησης αξίωση κατ αυτής. Αυτός είναι κι ο λόγος που η
αναγγελία και η ακόλουθη κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνουν, κατά τη διάταξη
του άρθρου 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970, μόνον τους
δικαιούχους ασφαλίσματος και όχι και τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής. Ήτοι,
κατά την αντίληψη του νομοθέτη του ν.δ.400/1970, οι ασφαλιστικές συμβάσεις
ζωής, στις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση κατά τον χρόνο της
ανάκλησης της άδειας, δεν λήγουν, αλλά διατηρούνται σε ισχύ, με αποτέλεσμα να
μην υπάρχει γεννημένη αξίωση του ασφαλισμένου, η οποία θα είχε λόγο αναγγελίας.
Συνεπώς, ο λόγος που η ως άνω διάταξη (άρθρο 10 παρ.3 του ν.δ.
400/1970) δεν προβλέπει αναγγελία όσων δεν έχουν γεννημένη απαίτηση σε
ασφάλισμα κατά την ανάκληση της άδειας, δεν είναι ότι αυτοί μετέχουν, άνευ
άλλου τινός, στην εκκαθάριση, αλλά ότι ο τότε νομοθέτης είχε υπόψη του ότι
αυτές οι συμβάσεις συνεχίζονται. Η παραπάνω άποψη κρίση ενισχύεται ιδίως από το
ότι στην παράγραφο 4α του άρθρου 10 του ν.δ.
400/1970, που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και
όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του
ν.3867/2010, οριζόταν ότι «Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας
ασφαλιστικής επιχείρησης, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν
πρότασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, αφού λάβει υπόψη του και τη συστημική
σπουδαιότητα των τυχόν χαρτοφυλακίων ζωής, που διαχειριζόταν η υπό εκκαθάριση
επιχείρηση, να ορίζει επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος είναι πρόσωπο άλλο
από τον επόπτη εκκαθάρισης (...) και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνος για την
αναδιοργάνωση των χαρτοφυλακίων αυτών, που δεν τίθενται σε εκκαθάριση. Μερική ή
ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής επιτρέπεται με επιμέλεια του ως
άνω επόπτη, διενεργείται δε, μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και
Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κατόπιν πρότασης
της ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 3 παρ. 6 και 59 του
παρόντος διατάγματος...». Βάσει της διάταξης, εκδόθηκε η Υπουργική Απόφαση με
αριθμό Β.2574/16.02.2009 «Θέματα εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970» (Φ.Ε.Κ.Β 2509/1 S. 12.2009), με την οποία
εξειδικεύθηκαν οι αρμοδιότητες και ενέργειες του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής για
την αναδιοργάνωση και εν γένει τη λειτουργία των χαρτοφυλακίων Ζωής των
εταιριών που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας τους. Μεταξύ δε των αρμοδιοτήτων
του Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής, ήταν, κατ1 άρθρο 4 της ως- άνω Υ.Α., η διενέργεια
απογραφής των ασφαλισμένων και των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τα έντυπα και τα
ηλεκτρονικά αρχεία της επιχείρησης (παρ. στη συνέχεια, εντός δέκα (10) ημερών
από την ολοκλήρωση της απογραφής έπρεπε να αναρτηθεί κατάλογος ασφαλισμένων
στην ιστοσελίδα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και να δημοσιευθεί το γεγονός της ανάρτησης μία
φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας
κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της
επιχείρησης και μια είναι οικονομική. Πρόσωπο, που έχει ασφαλισθεί και δεν
είναι καταχωρημένο στον ως άνω κατάλογο, προσκομίζει το ασφαλιστήριο ή την
αίτηση ασφάλισης πλέον της απόδειξης (προ) καταβολής του ασφαλίσματος στον
Επόπτη, προκειμένου για την καταγραφή του μετά από σχετική επαλήθευση (παρ.2).
Επίσης, κατά την παρ.3 του άρθρου 4 της ως άνω Υ.Α., εντός δέκα (10) ημερών από
την ολοκλήρωση της απογραφής, ο Επόπτης του Χαρτοφυλακίου Ζωής καταρτίζει το
«Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής», στο οποίο περιέχονται ανά κλάδο: «α) Το σύνολο
των Ασφαλισμένων κατά την ημερομηνία θέσης της Επιχείρησης σε εκκαθάριση.
Ασφαλισμένος, ο οποίος έχει προσκομίσει ασφαλιστήριο ή αίτηση ασφάλισης πλέον
απόδειξης (προ)καταβολής ασφαλίσματος, δεν καταγράφεται όμως στα αρχεία της
Επιχείρησης καταχωρείται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής, σύμφωνα με τα
διαλαμβανόμενα στα προσκομισθέντα στον Επόπτη έγγραφα, εφόσον επαληθευθεί από
αυτόν, β) Το σύνολο των Παροχών της Επιχείρησης έναντι κάθε Ασφαλισμένου κατά
την ημερομηνία κατάρτισης του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής. Η καταγραφή κάθε
Παροχής γίνεται με ευθύνη του Επόπτη αφού ληφθεί υπόψη η αποτίμηση της σύμφωνα
αφενός με τους όρους του ασφαλιστηρίου, αφετέρου της αίτησης ασφάλισης και εκ
τρίτου των διαλαμβανόμενων στα αρχεία της Επιχείρησης και των για την
συγκεκριμένη σύμβαση διαλαμβανόμενων στο Βιβλίο Τεχνικών Σημειωμάτων και
Γενικών και Ειδικών Όρων των Ασφαλίσεων Ζωής της Επιχείρησης. Οι λοιπές τιμές
της Παροχής απλώς αναφέρονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής». Από τα παραπάνω
συνάγεται ότι στο προσωρινό χαρτοφυλάκιο ζωής περιλαμβάνεται το σύνολο των
ασφαλισμένων στους κλάδους ζωής με τα ειδικότερα ασφαλιστικά προγράμματα που οι
ασφαλισμένοι κατείχαν και προσδιορίζεται το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρίας
για κάθε ασφαλιζόμενο ξεχωριστά ανά ασφαλιστήριο ζωής με ημερομηνία υπολογισμού
της ως άνω υποχρέωσης την ημερομηνία,
κατά την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εταιρίας, αφού από την
ημερομηνία αυτή αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρίας για είσπραξη ασφαλίστρων
και η υποχρέωση ικανοποίησης απαιτήσεων από τον ασφαλιστή, κατ' άρθρο 2 παρ.ιγ του ν.3867/2010. Τα παραπάνω στοιχεία που
περιλαμβάνονται στο προσωρινό χαρτοφυλάκιο ζωής, συγκεντρώνονται, κατά κανόνα
κατόπιν απογραφής του συνόλου των ασφαλισμένων (άρθρο 4 παρ.3 της Υ.Α.) και όχι
βάσει αναγγελιών, καθώς η περίπτωση της αναγγελίας προβλέπεται μόνο ως «θεραπεία»
τυχόν σφαλμάτων κατά τη σύνταξη του προσωρινού χαρτοφυλακίου ζωής, εξαιτίας των
οποίων υπήρξε παράλειψη καταχώρισης ασφαλισμένων σε αυτό. Επίσης, το προσωρινό
χαρτοφυλάκιο ζωής προσδιορίζει το μαθηματικό απόθεμα που όφειλε να διαθέτει η
εταιρία κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της για έκαστο
ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του Ν. 3867/2010 (Φ.Ε.Κ.
ΑΊ28/03.08.2010) καταργήθηκε η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και μεταφέρθηκαν όλες οι αρμοδιότητες
της στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με το άρθρο 2 του ίδιου ως άνω νόμου, όπως προεκτέθηκε, καταργήθηκε η παρ.4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 και προβλέφθηκε ειδικώς ότι στις εκκρεμείς
διαδικασίες που αφορούσαν ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων, κατά την ημέρα
δημοσίευσης αυτού του νόμου, έχει ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας και έχει
οριστεί επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής, θα εξακολουθούσαν να διέπονται από τις
διατάξεις που καταργούνταν, όπως αυτές τροποποιούνται και συμπληρώνονται.
Επίσης, στα άρθρο 2 παρ.5 του 10 του Ν. 3867/2010 ορίζεται ότι «Αν παρέλθει ένα
έτος από τη δημοσίευση αυτού χωρίς να εκδοθεί εγκριτική απόφαση της Τράπεζας
της Ελλάδος, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και για το χαρτοφυλάκιο ζωής
εφαρμόζονται οι διατάξεις της ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν.δ.
400/1970, όπως ισχύουν». Η προθεσμία αυτή είχε αρχικά παραταθεί διαδοχικά με το
άρθρο 17 παρ.1 του Ν.4002/2011 έως 3 1.03.2012 και με το άρθρο τέταρτο παρ. 3 εδ.δ' του Ν. 4063/2012 έως 3 1.05.2012. Από τις ως άνω
διατάξεις, αλλά και τα όσα ήδη εκτέθηκαν, προκύπτει ότι, μετά την ανάκληση της
άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, δίνεται ένα ιδιαίτερο βάρος στις
περιπτώσεις των ασφαλειών ζωής, για τις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική
περίπτωση, ώστε όλες αυτές οι περιπτώσεις, καλούμενες ως «Χαρτοφυλάκιο Ζωής»,
να διασωθούν κατά κάποιον τρόπο, παραμένοντας σε ισχύ, αφού γι' αυτές ειδικά
προβλέπεται ότι δε λύνονται αυτοδίκαια μετά την οριστική ανάκληση της άδειας
της ασφαλιστικής επιχείρησης, με σκοπό να μεταβιβασθούν, αν τούτο καταστεί
δυνατό, σε άλλη ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται
σαφές ότι μετά και την οριστική αποτυχία μεταβίβασης σε ανάδοχη ασφαλιστική
εταιρία του χαρτοφυλακίου ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής
επιχείρησης, θεωρούνται λυμένες και όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής και
μάλιστα από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της τελευταίας και
από τούδε και στο εξής εφαρμόζονται και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής οι
διατάξεις της αναγκαστικής εκκαθάρισης, με αυτόθροη
συνέπεια, την υποχρέωση των τελευταίων για αναγγελία των απαιτήσεων τους στον
εκκαθαριστή με σκοπό την επαλήθευση τους και την προνομιακή τους ικανοποίηση
από την ασφαλιστική τοποθέτηση, μετά από σχετική πρόσκληση από τον τελευταίο,
κατ' ανάλογη εφαρμογή των όσων προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 του
ν.δ. 400/1970 για τους δικαιούχους ασφαλίσματος. Ο
μόνος δε λόγος που δεν προβλέφθηκε και αυτό στην ως άνω διάταξη είναι διότι ο
νομοθέτης του ν.δ. 400/1970, θεωρούσε ότι οι ασφαλίσεις
ζωής δεν έχουν λυθεί αυτοδίκαια με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της
ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα. Αλλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε,
αυτή η διαδικασία της αναγγελίας των απαιτήσεων ακολουθείται και για τους δικαιούχους
ασφαλίσματος και συνεπώς το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους δικαιούχους
ασφάλισης ζωής, αφού δεν συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετώπισης αυτών στα
πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και της προνομιακής ικανοποίησης αμφοτέρων
από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Απλά η όλη διαδικασία για τους τελευταίους
ξεκινά σε ένα μεταγενέστερο στάδιο σε σχέση με τη διαδικασία που ισχύει για
τους δικαιούχους ασφαλίσματος, καθώς θα πρέπει πρώτα να αποβεί οριστικά άκαρπη
η προσπάθεια μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία.
Όσον αφορά δε, στο θέμα του αν η κατάρτιση του προσωρινού χαρτοφυλακίου ζωής
και η καταγραφή σε αυτό των δικαιούχων ασφάλισης, μπορεί να υποκαταστήσει την
ως άνω υποχρέωση των δικαιούχων ασφάλισης ζωής για αναγγελία, αυτό δεν είναι
δυνατό. Τούτο διότι καταρχήν το ίδιο το ως άνω νομοθετικό πλαίσιο δεν δίνει
τέτοια σημασία στο προσωρινό χαρτοφυλάκιο. ’λλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε, η κατάρτιση του προσωρινού χαρτοφυλακίου ζωής
γίνεται στα πλαίσια της «αναδιοργάνωσης του χαρτοφυλακίου», κατ' άρθρο 10
παρ.4α του ν.δ.400/1970, με σκοπό τη μεταβίβαση αυτού σε ανάδοχη ασφαλιστική
εταιρία. Μετά δε την αποτυχία του ως άνω στόχου, η έννοια και η σημασία αυτού
παύει να υφίσταται. Αντίθετα, μάλιστα, στο άρθρο 2 παρ.4 και 5 του Ν.3867/2010
η μεταβίβαση σε ανάδοχο και η ασφαλιστική εκκαθάριση αντιμετωπίζονται ως δύο
αυτοτελείς και αλληλοαποκλειόμενες ταυτοχρόνως
διαδικασίες, αφού μόνο η λήξη της προσπάθειας για την πρώτη οδηγεί στη δεύτερη.
Επίσης, ο διορισθείς επόπτης χαρτοφυλακίου ζωής, ο οποίος ήταν αρμόδιος για την
αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου, είχε λειτουργία συνδεόμενη μόνο με αυτή τη διαδικασία
και δεν είναι όργανο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Συνεπώς, όπως σε κάθε λογική
διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών, η προηγούμενη αναγγελία των ασφαλισμένων
προς τον εκκαθαριστή, είτε έχουν αξίωση σε ασφάλισμα είτε σε αξία εξαγοράς
είναι αναγκαία, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην κατάσταση δικαιούχων. Κάθε
άλλη αντίθετη προσέγγιση, βάσει της οποίας θα υποχρεώνονταν σε αναγγελία αποκλειστικά
και μόνο μία κατηγορία ασφαλισμένων, όπως λ.χ. οι δικαιούχοι ασφαλίσματος και
όχι οι δικαιούχοι αξίας εξαγοράς ή το αντίστροφο, θα συνεπαγόταν κατάφωρη
παραβίαση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών, η οποία διατρέχει
ως θεμελιώδης και κατευθυντήρια βασική αρχή το πτωχευτικό δίκαιο και εν γένει
τις συλλογικές διαδικασίες ικανοποίησης των πιστωτών (βλ. τις προσκομιζόμενες
με επίκληση από την εκκαλούσα από 12.4.2016 γνωμοδότηση του Καθηγητή Νομικής
στο Δ.Π.Θ Γ. Τριανταφυλλάκη και από 25.04.2016 γνωμοδότηση του Καθηγητή
Εμπορικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου
).
Περαιτέρω, σε περίπτωση που κάποιος ασφαλισμένος από εκείνους που
ικανοποιούνται προνομιακά από την ασφαλιστική τοποθέτηση, δεν αναγγείλει
εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του, τότε προκύπτει το ζήτημα της δυνατότητας ένταξης
των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν
προκειμένω, της ένταξης τους στην κατάσταση δικαιούχων ασφαλισμένων. Σύμφωνα με
το άρθρο 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970 «Αντιρρήσεις κατά
της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της
έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση
και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων...». Μολονότι η
δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ
πρώτης όψεος, να θεωρηθεί ως ένα είδος αντίρρησης της
ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970,
εντούτοις η συγκεκριμένη προσέγγιση αφενός προσκρούει στη γραμματική διατύπωση
του -άρθρου, αφετέρου δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό
περιεχόμενο των αντιρρήσεων και την εν γένει συστηματική της ρύθμιση.
Ειδικότερα, στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν.δ.
400/1970 ορίζεται ότι στην κατάσταση δικαιούχων, επί της οποίας ασκούνται οι
αντιρρήσεις, περιλαμβάνονται όσοι αναφέρονται στα υπό στοιχεία α-γ στοιχεία,
εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους. Επομένως, οι όποιες αντιρρήσεις
προβάλλονται με την ως άνω ανακοπή αφορούν στην επαλήθευση. Πλην όμως, η
επαλήθευση ακολουθεί την αναγγελία και συνεπώς, αν δεν έχει χωρέσει πρώτα
αναγγελία δεν μπορεί να έχει λάβει χώρα επαλήθευση. Επιπλέον, για τους σκοπούς
της συγκεκριμένης διάταξης, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι
παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απόρριψης ή της εν μέρει παραδοχής της
απαίτησης τους ή παράπονο οποιουδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής
απαίτησης ασφαλισμένου. Τούτο σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος
περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρου 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970, δεν θα αφορούσε εν προκειμένω σε επαλήθευση
(σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων,
αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη
αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση. Τα ανωτέρω δε, ενισχύονται και
από το γεγονός ότι στο Πτωχευτικό Δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου όπως ήδη προεκτέθηκε, κατ' άρθρο 179 Πτ.Κ.,
εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ρυθμίζεται
αντίστοιχα στη διαδικασία της πτώχευσης το θέμα της προβολής αντιρρήσεων, κατά
τη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 Πτ.Κ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ήτοι στην
έννοια των «αντιρρήσεων» δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης
αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γι αυτήν την
περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92
παρ.1 Πτ.Κ. προβλέπεται ότι «Πιστωτές που δεν
ανήγγειλαν την απαίτηση τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην
επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευση
της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει,
κατά τη διαδικασία του άρθρου 54». Επομένως, και στο πτωχευτικό δίκαιο
διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά της επαλήθευσης των
απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των
παραπάνω, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο ασφάλισης ζωής που δεν ανήγγειλε
την απαίτηση του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δε χωρεί η
ως άνω ανακοπή του άρθρου 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970.
Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διάταξης του αμέσως παραπάνω αναφερόμενου άρθρου 92 Πτ.Κ., συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, καταρχήν τούτο είναι δογματικά ορθό,
καθώς δε δύναται σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε·,
κάποια σημεία τους, όμοιους σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική
εκκαθάριση, στη μεν πρώτη να παρέχεται η δυνατότητα στον πιστωτή που δεν
ανήγγειλε εμπρόθεσμα, την απαίτηση του, να την αναγγείλει, ώστε να συμμετάσχει
στην πτωχευτική διαδικασία, στη δε δεύτερη να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα
για τον ασφαλισμένο που δεν ανήγγειλε την απαίτηση του, με αποτέλεσμα αυτός να
βρίσκεται τελικά σε δυσμενέστερη θέση, όντας αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να
χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης, αν παρέλθει η προθεσμία που του τάχθηκε στο
πλαίσιο μίας διαδικασίας που κινήθηκε λόγω της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του.
Μία τέτοια διάκριση μεταξύ των δύο διαδικασιών δεν στηρίζεσαι σε κανέναν
απολύτως λόγο. Ωστόσο, για τη συμπληρωματική εφαρμογή της ως άνω διάταξης του
άρθρου 92 παρ.1 Πτ.Κ και στην περίπτωση της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το όλο νομοθετικό πλαίσιο
που ισχύει για την ασφαλιστική εκκαθάριση, ώστε η άσκηση μίας τέτοιας ανακοπής
να μην αποτελέσει τροχοπέδη ιδίως για τις ταχύτατες διαδικασίες που
προβλέπονται για την περαίωση της. Συγκεκριμένα, η ανακοπή του άρθρου 92 Πτ.Κ. δικάζεται κατ' άρθρο 54 Πτ.Κ.,
κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ.
Κ.Πολ.Δ.), από το πτωχευτικό δικαστήριο, που κατ'
άρθρο 53 Πτ.Κ., είναι το πολυμελές πρωτοδικείο που
κήρυξε την πτώχευση. Εντούτοις, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, αυτή
αποτελεί στάδιο που επέρχεται αναγκαστικά, όπως ήδη προεκτέθηκε,
μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση
νόμου, καθώς και σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής
επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων
(άρθρο 12α παρ.1 ν.δ.400/1970). Η δε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της
ασφαλιστικής επιχείρησης δεν διατάσσεται από κάποιο δικαστήριο, αλλά λαμβάνει
χώρα μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας
Ιδιωτικής Ασφάλισης. Συνεπώς, εν προκειμένω, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης,
δεν υπάρχει αντίστοιχη έννοια με αυτή του πτωχευτικού δικαστηρίου. Ωστόσο, από
τις διατάξεις των άρθρων του ν.δ. 400/1970, μπορούν
να συναχθούν τα ακόλουθα: α) με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ..6 ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Με τη θέση της επιχείρησης σε
ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των
ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη
εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη πτώχευσης και του συνδίκου εκκρεμείς
διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε
νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης
ανεξάρτητα από το ποσό» και β) με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω
κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της
επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και
εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Από τις παραπάνω
διατάξεις προκύπτει ότι για τις δίκες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, ο νομοθέτης θέλησε να
υπάρχει γι αυτές αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της επιχείρησης
και προέβλεψε την εκδίκαση τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως,
κατά 'τεκμήριο, ταχεία διαδικασία, προκειμένου να περατωθεί γρήγορα η
διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και να ικανοποιηθούν οι προνομιακώς ασφαλισμένοι από την ασφαλιστική τοποθέτηση.
Συνεπώς, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους που δεν
ανήγγειλαν εμπροθέσμως τις απαιτήσεις τους, να θεωρηθεί ως ανακοπή της διάταξης
του άρθρου 92 παρ.1 Πτ.Κ., συμπληρωματικώς
εφαρμοζόμενης, λόγω μη ύπαρξης παρόμοιας ρύθμισης στο ν.δ.
400/1970, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο του
τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, με τη διαδικασία
των ασφαλιστικών μέτρων επίσης. Περαιτέρω, επειδή η εφαρμογή της παραγράφου 2
του άρθρου 92 του Πτ.Κ., ως προς την τεθείσα
προθεσμία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, δηλαδή μέχρι την τελευταία διανομή,
καθώς η εκπρόθεσμη άσκηση της ανακοπής, εκτός της προθεσμίας των 45 ημερών του
ν.δ.400/1970, για το σύνολο ή μεγάλο μέρος ασφαλισμένων εκτός Κ.Δ.Α., βάσει των
προβλέψεων για την ανακοπή του άρθρου 92 Πτ.Κ., θα
έθετε κάθε διανομή εκτός προϋπολογισμού, ενώ πιθανότατα θα την καθιστούσε και
de facto αδύναμη, δεδομένου ότι η άσκηση του άρθρου 92 Πτ.Κ.
μέχρι την τελευταία διανομή θα μετέβαλε άρδην τους συσχετισμούς της Κ.Δ.Α., ως
προς την αξία των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν, υπό το πρίσμα αυτό,
σκόπιμη κρίνεται καταρχάς η δυνατότητα εφαρμογής της ανακοπής του άρθρου 92 Πτ.Κ. και στις περιπτώσεις των μη αναγγελθέντων
ασφαλισμένων, με προσαρμογή όμως της διάταξης αυτής στις ειδικότερες
προϋποθέσεις που θέτει η ασφαλιστική νομοθεσία του ν.δ.400/1970 και με τον
περιορισμό ότι ισχύει μόνο για το μέλλον και δεν θίγει ότι ήδη έγινε. Κατά την
αντίληψη που εκφράζεται στο άρθρο 92 ΠτΚ, ο δανειστής
που δεν αναγγέλλει εμπρόθεσμα την απαίτηση του δεν αποκλείεται πλήρως από τη
συλλογική διαδικασία, αλλά μπορεί να εισέλθει σε αυτήν με ανακοπή κατά τη
διάταξη αυτήν, χωρίς όμως να θίγονται οι ήδη γενόμενες διανομές, με την
επισήμανση ότι ο δανειστής μπορεί να ζητήσει στις επόμενες διανομές να του
καταβληθεί και ότι θα του αναλογούσε στις προηγούμενες (Ε. Περάκη,
ΠτωχΔ, 2η έκδ., 2012,
σελ.358). Η παροχή αυτής της δυνατότητας και στον ασφαλισμένο, που δεν
αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα στην ασφαλιστική εκκαθάριση, είναι συστηματικώς συνεπής,
διότι θα ήταν ανεξήγητο να βρίσκεται ειδικά ο ασφαλισμένος (σε σύγκριση με τους
δανειστές σε όλες τις άλλες συλλογικές διαδικασίες) σε δυσμενέστερη θέση, ήτοι
αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης, αν παρέλθει η
προθεσμία που του τάσσεται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που κινήθηκε λόγω της
αφερεγγυότητας του οφειλέτη του. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι, επειδή η
ανακοπή κατ άρθρο 92 ΠτΚ αφορά μόνο τις μεταγενέστερες
αυτής διανομές, μπορεί να στηρίξει την (σαφώς διακρινόμενη από αυτήν και
στηριζόμενη στο άρθρο 161 ΠτΚ) ανακοπή κατά πίνακα
διανομής, και αντίστοιχα την ανακοπή κατά της κατάστασης δικαιούχων που
προβλέπεται στο άρθρο 10 παρ. 3 ν.δ. 400/70, μόνο
όταν αυτή η ανακοπή του άρθρου 161 Πτ.Κ. ή του άρθρου
10 παρ. 3 ν.δ. 400/70 προβάλλεται εμπρόθεσμα. Μια
ανακοπή κατά πίνακα διανομής ή κατάστασης δικαιούχων από ασφαλισμένο, που δεν
είχε προηγουμένως αναγγελθεί, μπορεί μεν σε κάθε περίπτωση να γίνει αντιληπτή,
κατ' εκτίμηση του δικογράφου, και ως ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ,
αν βέβαια ανταποκρίνεται στους όρους αυτής της διάταξης, διότι πάντως ο
ασφαλισμένος προβάλλει την αξίωση του έναντι του εκκαθαριστή, και με τον
περιορισμό ότι ισχύει μόνο για το μέλλον και δεν θίγει ότι ήδη έγινε (ΕφΑΘ 162/2018, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ-745184). Από τις παραπάνω
διατάξεις προκύπτει ότι κατά το χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της
ασφαλιστικής επιχείρησης, αναφορικά με τις ασφάλειες ζωής για τις οποίες δεν
έχει επέλθει μέχρι τότε η ασφαλιστική περίπτωση, εκείνο που καταβάλλεται από
τον ασφαλιστή είναι όχι το ασφάλισμα, αφού δεν έχει γεννηθεί τέτοια αξίωση,
αλλά η αξία εξαγοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται - αποκρυσταλλώνεται κατά τον
χρόνο ανάκλησης της άδειας, ως το κομβικό χρονικό σημείο στη διαδικασία της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθόσον από τότε αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρίας
για είσπραξη ασφαλίστρων και η υποχρέωση ικανοποίησης απαιτήσεων από τον
ασφαλιστή, κατ' άρθρ. 2 παρ. 1 γ ν. 3867/2010 όπως ήδη προεκτέθηκε.
Στο σημείο δε αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, εξαιτίας των ανωτέρω, η άσκηση
δικαιώματος εξαγοράς μετά την ανάκληση της άδειας, δεν επηρεάζει ουδόλως την
αξία εξαγοράς, αφού ως ασκηθείσα μετά τον κρίσιμο χρόνο (ανάκληση άδειας) είναι
άνευ αντικειμένου. Για τον ίδιο δε λόγο δεν ασκεί καμία επιρροή και η τυχόν
επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης μετά την ανάκληση της άδειας της εταιρίας.
Σχετικά δε με τον τρόπο υπολογισμού της αξίας εξαγοράς και σύμφωνα με το άρθρ.
4 περ. γ της απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων με θέμα
«Καταβολή αποζημίωσης σε δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής ασφαλιστικής επιχείρησης της
οποίος έχει ανακληθεί η, άδεια» (Συνεδρίαση 12/Θέμα 3/13.7.2011), ρητά ορίζεται
ότι για τις ασφαλίσεις που δεν είχαν λήξει κατά την ημερομηνία ανάκλησης της
άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, καταβάλλεται από το Εγγυητικό Κεφάλαιο ως
αποζημίωση η αξία εξαγοράς που η ασφάλιση ζωής είχε κατά την ημερομηνία
ανάκλησης, με ανώτατο όριο τα 30.000 ευρώ, εφόσον κατά το χρόνο αυτό ο
ασφαλισμένος είχε δικαίωμα εξαγοράς κατά την παρ. 3 του άρθρ. 29 ν. 2496/1997.
Η αξία εξαγοράς στην ως άνω περίπτωση ανταποκρίνεται σε αυτό που ο λήπτης της ασφάλισης
έχει καταβάλει, αφαιρούμενης της αντιπαροχής που έχει ήδη λάβει από τον
ασφαλιστή (ΕφΑΘ 1040/2019, Δνη
2019.803).
Στην
προκείμενη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του
έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, που αφορά την
προβολή για πρώτη φορά απαίτησης από σύμβαση ασφάλισης και όχι αντιρρήσεων για
την επαλήθευση ήδη αναγγελθείσας τέτοιας απαίτησης, παραδεκτά ασκήθηκε κατά την
ως άνω διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατ' εφαρμογή της διάταξης του
άρθρου 92 ΠτΚ, που συμπληρωματικά εφαρμόζεται κατ'
άρθρο 179 ΠτΚ και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι, σύμφωνα
με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, η τελευταία μπορεί να ασκηθεί
μέχρι την τελευταία διανομή του προϊόντος της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και
συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να ασκηθεί, με ποινή απαραδέκτου, εντός της
περιοριστικής προθεσμίας των 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση της
ανακοίνωσης της καταχώρησης της σχετικής κατάστασης δικαιούχων από ασφάλιση, που
προβλέπει η διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 του ν.δ.
400/1970, η οποία στην προκείμενη περίπτωση παρήλθε την 18-1-2016. Συνεπώς,
σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη
απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, απορριπτόμενων ως
αβασίμων όσων αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με το πρώτο σκέλος του πρώτου
λόγου και τα πρώτο και δεύτερο σκέλη του δεύτερου λόγου της συνεκδικαζόμενης
πρώτης έφεσης. Εξάλλου, η ένδικη ανακοπή με το προαναφερόμενο περιεχόμενο
υπόκειται, λόγω του χρόνου άσκησης της (άρθρο 13 παρ.2 περ. β ν.4446/2016),
στην εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 92 ΠτΚ, όπως
ίσχυε πριν την τροποποίηση της παρ.2 του άρθρου αυτού με το άρθρο 4 παρ.1
ν.4446/2016, ήτοι δεν απαιτείται να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από το
πέρας της προθεσμίας αναγγελίας και θεωρείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, ως
εμπροθέσμως ασκηθείσα, αφού δεν έλαβε χώρα ακόμα η τελευταία διανομή. Επομένως,
το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στο
ίδιο ως άνω αποτέλεσμα, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία νομότυπα
συμπληρώνεται με την παρούσα απόφαση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω
διατάξεις, απορριπτόμενων ως αβασίμων όσων αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με
το τρίτο·σκέλος του δεύτερου λόγου της συνεκδικαζόμενης πρώτης έφεσης.
Περαιτέρω,
με βάση τα προαναφερόμενα και με όσα εκτίθενται αναλυτικά στο δικόγραφο της
ένδικης ανακοπής, τα οποία δεν συμπληρώθηκαν ή μεταβλήθηκαν με το έγγραφο
σημείωμα της ανακόπτουσας, που αυτή κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή με
προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου
κατά τη συζήτηση της ένδικης ανακοπής, προκύπτει ότι η ανακόπτουσα και ήδη
εφεσίβλητη της πρώτης έφεσης άσκησε με την κύρια βάση της ανακοπής το δικαίωμα
της εκπρόθεσμης αναγγελίας της επίδικης απαίτησης της και επικουρικά, σε
περίπτωση απόρριψης της κύριας ως άνω αίτησης, τις αντιρρήσεις του άρθρου 10
παρ.3 νδ 400/1970 κατά της επίμαχης κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από
ασφάλιση ζωής, ώστε να μην υπάρχει αντίφαση ή να μην γεννάται η οποιαδήποτε
αμφιβολία για το υποβληθέν από την ανακόπτουσα αίτημα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στο ίδιο ως άνω
αποτέλεσμα., έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία νομότυπα συμπληρώνεται
με την παρούσα απόφαση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις,
καθώς και αυτές των άρθρων 216, 218 παρ.1 και 224 ΚΠολΔ,
απορριπτόμενων ως αβασίμων όσων αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τα δεύτερο
και τρίτο σκέλη του πρώτου λόγου της συνεκδικαζόμενης
πρώτης έφεσης. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τη διάταξη του
άρθρου 92 ΠτΚ, που ορίζει ότι τα έξοδα της άσκησης
της ένδικης ανακοπής φέρει ο ίδιος ο ανακόπτων και συνεπώς σε περίπτωση
αποδοχής της ανακοπής του δεν επιβάλλονται αυτά σε βάρος του καθ' ου η ανακοπή,
ορθά δεν επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-καθ' ης η ανακοπή σε βάρος
της ανακόπτουσας, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη του ότι, κατ' εφαρμογή της
γενικής διάταξης του άρθρου 176 ΚΠολΔ, η ανακόπτουσα
δεν υποχρεούνταν σε τέτοια δικαστικά έξοδα λόγω μη ήττας της στην προκείμενη
περίπτωση. Συνεπώς, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το τέταρτο σκέλος του πρώτου
λόγου της συνεκδικαζόμενης πρώτης έφεσης κρίνονται
απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς
έρευνα, πρέπει η συνεκδικαζόμενη πρώτη έφεση να
απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επιπλέον, το κατατεθέν από την εκκαλούσα
παράβολο για την άσκηση της έφεσης αυτής πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο
λόγω της απόρριψης της (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από όλα
τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση, μεταξύ των οποίων
περιλαμβάνονται και τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την εφεσίβλητη της
δεύτερης έφεσης για πρώτη φορά παραδεκτά, κατ' άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προκειμένου να
χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων, καθώς και από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εκκαλούσα της
δεύτερης έφεσης υπ' αριθ.
/30-3-2017 και
/30-3-2017 ένορκες βεβαιώσεις των
μαρτύρων
αντίστοιχα, που συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, ύστερα
από νομότυπη κλήτευση της εφεσίβλητης της δεύτερης έφεσης (βλ. σχετ. την υπ' αριθ.
/18-1-2017 έκθεση επίδοσης της
δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το
Πρωτοδικείο Αθηνών
), πιθανολογούνται, σε σχέση με το μοναδικό λόγο της
δεύτερης έφεσης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ' ης η ανακοπή και
ήδη εφεσίβλητη της δεύτερης έφεσης ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία
«COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» ιδρύθηκε ως ανώνυμη ασφαλιστική
εταιρία δυνάμει της υπ' αριθ. 67883/30-9-1975 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου
(ΦΕΚ Δελτίο ΑΕ και ΕΠΕ 2199/9-10-1975) και δραστηριοποιούνταν στον
επιχειρηματικό τομέα όλων των κλάδων ασφάλισης ζημιών και ζωής, μέχρι και το
έτος 2010, οπότε ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της με την υπ' αριθ.
176/25-2-2010 απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφαλίσεως (ΕΠΕΙΑ), που
δημοσιεύθηκε στα υπ' αριθ. 1468/26-2-2010 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) και
2682/21-4-2010 ΦΕΚ (Τεύχος Β'), το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της
χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και τέθηκε υπό ασφαλιστική εκκαθάριση
κατά τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 «Περί ιδιωτικής
επιχειρήσεως ασφαλίσεως». Η εφεσίβλητη εταιρία προέκυψε στην τελική μορφή της
μετά τη συγχώνευση με απορρόφηση από την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία
«ΓΚΟΤΑ ΙΝΤΕΡΝ ΑΣΙΟΝ ΑΛ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» των εταιριών με τις
επωνυμίες «ΝΟΡΝΤΣΤΕΡΝ ΚΟΛΟΝΙΑ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΩΗΣ», «UNΙTED
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», «ΝΟΡΝΤΣΤΕΡΝ ΚΟΛΟΝΙΑ ΕΛΛΑΣ ΑΝΏΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ
ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» και «COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ΖΩΗΣ» ,και
τη μετονομασία της απορροφώσας σε «COMMERCIAL VALUE
(ΚΟΜΜΕΡΣΙΑΛ Β ΑΛΙΟΥ) ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ
171/10-1-2003). Πρώτος εκκαθαριστής ορίσθηκε δυνάμει της με αριθμό 1407/2010
απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών (διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας) ο
.
Με την υπ' αριθ. 13.2/7/24-3-2015 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και
Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΠΑΘ) ορίσθηκε επόπτης της
ασφαλιστικής εκκαθάρισης ο Σωτήριος Βασιλόπουλος, για το χρονικό διάστημα από
10-4-2015 μέχρι 31-12-2015, του οποίου η θητεία ανανεώθηκε μέχρι την 28-2-2016
δυνάμει της υπ' αριθ. 175/7/22-12-2015 απόφασης της ΕΠΑΘ, Κατ' εφαρμογή του
άρθρου 248 ν.4364/2016 παρατάθηκε η θητεία των ανωτέρω προσώπων μέχρι την
30-6-2016, ενώ με την υπ' αριθ. 190/16/29-6-2016 απόφαση της ΕΠΑΘ ορίσθηκε από
την 1-7-2016 ασφαλιστικός εκκαθαριστής της εταιρίας η
Τελικά, με την υπ'
αριθ. 285/1/28-9-2018 απόφαση της ΕΠΑΘ (ΦΕΚ 874/1-10-2018/τεύχος ΠΡΑΔΙΤ)
ορίστηκε ως ασφαλιστικός εκκαθαριστής της εφεσίβλητης η ανώνυμη εταιρία με την
επωνυμία «ΕΡΝΣΤ & ΓΙΑΝΚ (ΕΛΛΑΣ) Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ΑΕ», η οποία
διατηρεί την ιδιότητα αυτή μέχρι σήμερα. Περαιτέρω, προέκυψε ότι, κατ' εφαρμογή
των διατάξεων της παρ.4α του άρθρου 10 ν.δ. 400/1970,
το οποίο προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 17 Ν.3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε
προτού καταργηθεί με την παρ.1 του άρθρου 2 Ν.3867/2010, της ΥΑ υπ' αριθ.; Β
2574/16-02-2009 και της διάταξης του άρθρου 1 Ν.3867/2010, εκδόθηκε η με αριθμό
Β.355/3-03-2010 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία αποφασίστηκε ο
διορισμός του Ιωάννη Παντελίδη ως επόπτη χαρτοφυλακίου ζωής. Ο τελευταίος
ανέλαβε την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου ζωής της εφεσίβλητης ανώνυμης
ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία (αναδιοργάνωση) περιλαμβάνει την κατάρτιση
προσωρινού χαρτοφυλακίου ζωής, την αναμόρφωση των παροχών και τη διαρκή
αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του κλάδου ζωής, με σκοπό τη μερική ή
ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής σε ανάδοχο ανώνυμη ασφαλιστική
εταιρία (μία ή περισσότερες), κατά τις διατάξεις της παρ.4α του άρθρου 10 ν.δ. 400/1970. Την 15-9-2010 ο ως άνω διορισθείς επόπτης
χαρτοφυλακίου ζωής πραγματοποίησε την ' προβλεπόμενη εκ της προαναφερόμενης
υπουργικής ' απόφασης ανάρτηση του «καταλόγου ασφαλισμένων», αρχικά στην
ιστοσελίδα της ΕΠΕΙΑ και ακολούθως στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος,
ενώ το γεγονός της ανάρτησης δημοσιεύθηκε μία φορά την εβδομάδα επί τρεις
συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Στη
συνέχεια, ο ίδιος ως άνω επόπτης χαρτοφυλακίου ζωής κατάρτισε την 9-11-2011,
εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του, το προσωρινό χαρτοφυλάκιο ζωής των
ασφαλισμένων της εφεσίβλητης εταιρίας, με το οριζόμενο από την παρ.3 του άρθρου
4 της ΥΑ Β.257 4/16-02-2009 περιεχόμενο και ανήρτησε αυτόν στην ιστοσελίδα της
Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ το γεγονός της ανάρτησης δημοσιεύθηκε σε ημερήσιες
εφημερίδες. Παρά τις ως άνω ενέργειες του επόπτη, τελικώς δεν επιτεύχθηκε
μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής και η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά τις διατάξεις
του άρθρου 2 Ν. 3867/2010, απηύθυνε δημόσια πρόσκληση για την ανάδειξη αναδόχου
χαρτοφυλακίου ζωής της εφεσίβλητης εταιρίας. Η σχετική διαδικασία περατώθηκε
τελικά την 31-5-2012 χωρίς να εκδηλωθεί ενδιαφέρον από οποιαδήποτε άλλη
ασφαλιστική επιχείρηση για την αναδοχή του χαρτοφυλακίου ζωής. Κατόπιν τούτων,
με την με αριθμό 41/1-6-2012 διαπιστωτική πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος
διαπιστώθηκε ότι παρήλθε η προθεσμία της 31-5-2012, χωρίς να εγκριθεί σύμβαση
μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής της εφεσίβλητης εταιρίας, όπως προβλέπεται
στο άρθρο 2 παρ.5 του Ν.3867/2010 και επομένως έχουν επέλθει αυτοδικαίως οι
αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο έννομες συνέπειες, δηλαδή η περάτωση της
διαδικασίας του άρθρου 10 παρ. 4α του ΝΔ 400/1970 και της Β 2574/2009 Απόφασης
του Υπουργού Οικονομικών ως ισχύουν κατά το άρθρο 2 του Ν. 3867/2010,
εφαρμόζονται δε για το εν λόγω χαρτοφυλάκιο, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου
άρθρου του Ν. 3867/20 1 0, οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης τον ν.δ. 400/1970. Στη συνέχεια, ο επόπτης της ασφαλιστικής
εκκαθάρισης, εφαρμόζοντας τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ.3 ν.δ.
400/1970, κάλεσε αρχικά μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος της τελούσας σε
ασφαλιστική εκκαθάριση εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας να αναγγείλουν ενώπιον
του, τις απαιτήσεις τους το αργότερο έως την 4-10-2013. Η ανακοίνωση αυτή
δημοσιεύτηκε νόμιμα την 19-6-2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος
Τύπος», «Ημερησία», «Εξπρές» και «Αμαρυσία», την
26-6-2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερησία» και «Αμαρυσία» και την 3-7-2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή»,
«Ελεύθερος Τύπος», «Ημερησία», «Εξπρές» και «Αμαρυσία».
Στη συνέχεια, ο επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης κάλεσε και τους
δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής να αναγγείλουν ενώπιον του τις
σχετικές απαιτήσεις τους εντός τριών μηνών από της τελευταίας δημοσιεύσεως και
με καταληκτική ημερομηνία την 17-9-2015, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου
2 παρ.5 Ν.3867/2010 και τα εκεί οριζόμενα, για την περίπτωση της μη ευδοκίμησης της διαδικασίας μεταβίβασης του
χαρτοφυλακίου ζωής. Η εν λόγω ανακοίνωση δημοσιεύθηκε μια φορά την εβδομάδα επί
τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από
τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχειρήσεως και μια
οικονομική. Ειδικότερα, αυτή δημοσιεύθηκε την 3-6-2015 στις εφημερίδες «Η
Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερησία», «Η Αυγή» και «Ηχώ των
Δημοπρασιών», την 10-6-2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών»,
«Ελεύθερος Τύπος», «Ημερησία», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» και την
17-6-2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος»,
«Ημερησία», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών». Εντός δύο μηνών από την επομένη
της καταληκτικής ημερομηνίας των αναγγελιών, ήτοι την 18-11-2015, κατατέθηκε
στην Τράπεζα της Ελλάδος, που ήταν η αρμόδια εποπτική αρχή, η Κατάσταση
Δικαιούχων Απαιτήσεων (ΚΔΑ) από ασφάλιση ζωής και ακολούθως η ΚΔΑ καταχωρήθηκε
νόμιμα και αναρτήθηκε με επιμέλεια της άνω εποπτικής αρχή ς στην ιστοσελίδα της
την 20-11-2015. Ανακοίνωση της καταχώρισης αυτής δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες
«Ελεύθερος Τύπος» και «Η Εφημερίδα των Συντακτών», μια φορά την εβδομάδα επί
τρεις συνεχείς εβδομάδες και συγκεκριμένα την 20-11-2015, την 27-11-2015 και
την 4-12-2015, καταληκτική δε ημερομηνία ανακοπών προσδιορίστηκε η 18-1-2016
(εντός σαράντα πέντε ημερών από την τελευταία δημοσίευση).
Περαιτέρω,
πιθανολογήθηκε ότι η
, ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης,
σύνηψε, με προτροπή του αποβιώσαντος την 21-8-2010 πατέρα της
, με την ανώνυμη
ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «NORDSTERN COLONIA HELLAS Ανώνυμη Εταιρία
Ασφαλίσεων Ζωής», νόμιμη διάδοχος της οποία είναι η εφεσίβλητη ασφαλιστική
εταιρία, το υπ' αριθ. ./12-10-1998 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής (Capital Plus), με χρονική
διάρκεια ισχύος από την 6-10-1998 μέχρι την 6-10-2018, με μηνιαίο καταβαλλόμενο
ασφάλιστρο ύψους 52.816 δραχμών, ενώ το εισπραττόμενο από την εκκαλούσα ποσό θα
ανερχόταν είτε σε 202.508 δραχμές μηνιαία ως τελική εγγυημένη σύνταξη είτε σε
27.699.713 δραχμές ως εγγυημένο εφάπαξ κεφάλαιο. Με την υπ' αριθ. Π ./14-9-1999
πρόσθετη πράξη του ανωτέρω ασφαλιστηρίου συμβολαίου συμφωνήθηκε η αύξηση από
τον Οκτώβριο του έτους 1999 της μηνιαίας καταβολής των ασφαλίστρων σε 100.000
δραχμές, με ανάλογη αύξηση των αποδόσεων σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο στην άνω
πρόσθετη πράξη πίνακα. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η εκκαλούσα δεν ανάγγειλε
δικαιολογημένα την απαίτηση της από το παραπάνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο,
δεδομένου ότι δεν γνώριζε για την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της να
αναγγείλει την εν λόγω απαίτηση ούτε μπορούσε να αντιληφθεί αυτήν, διότι ως
άτομο με εκ γενετής αυτιστικά χαρακτηριστικά, αδυνατούσε να σκεφθεί με
συμβατικό τρόπο σκέψης,: έχει δυσκολία επικοινωνίας και εμφανίζει, σε βαθμό
προσκόλλησης, μονόπλευρο ενδιαφέρον μόνο για την ιατρική επιστήμη, ούσα
οφθαλμίατρος και εμφανίζει αδυναμία κατανόησης των οικονομικών θεμάτων και των
οικονομικών ; αποδόσεων λόγω δυσαριθμησίας και
συνεπώς ήταν αδύνατο η εκκαλούσα να αντιληφθεί επαρκώς τι έπρεπε να πράξει.
Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η αρμόδια εκκαθαριστής
, που επιλήφθηκε όλων των
ασφαλιστικών απαιτήσεων, επαλήθευσε την επίδικη απαίτηση της εκκαλούσας από το
επίμαχο συμβόλαιο ασφάλισης στο ποσό των 46:184,54 ευρώ, όπως αναφέρεται στο
από 30-3-2017 αναλυτικό σημείωμα της και αναγνωρίστηκε και από την ίδια την
εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία. Στο άνω σημείωμα αναφέρεταν
ότι η βασική κάλυψη του ασφαλιστηρίου είναι παραδοσιακού; τύπου, οι αξίες της
ασφάλισης ή του ασφαλίσματος προκύπτουν; από το τεχνικό σημείωμα και τους όρους
του ασφαλιστηρίου ανάλογα με το έτος ασφάλισης και αναφέρονται σε σχετικό
πίνακα που έχει επισυναφθεί στην έκδοση του ασφαλιστηρίου. Η αξία που προκύπτει
ανάμεσα σε δύο συνεχόμενα ασφαλιστικά έτη υπολογίζεται κατ' αναλογία με
γραμμική παρεμβολή, από την αρχική αξία της ασφάλισης ή του ασφαλίσματος.
Συνεπώς και στην περίπτωση της πρόωρης λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης πριν τη
συμπλήρωση του συμφωνηθέντος χρόνου εξαγοράς, ο λήπτης της ασφάλισης, στην
προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα, διατηρεί απαίτηση από ασφάλιση κατά της
εφεσίβλητης εταιρίας, που πρέπει να συμπεριληφθεί στην κατάσταση των δικαιούχων
ασφαλίσματος, που συνέταξαν ο εκκαθαριστής και ο επόπτης εκκαθάρισης κατά τη
διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να διαταχθεί ο
εκκαθαριστής της εφεσίβλητης υπό εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας να
συμπεριλάβει στην κατάσταση δικαιούχων από ασφάλιση ζωής την απαίτηση της
εκκαλούσας από σύμβαση ασφάλισης ζωής, ποσού 46.184,54 ευρώ, που απορρέει από
το με αριθ. ./12-10-1998 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής (Capital
Plus) και όπου λήπτρια της ασφάλισης είναι η ίδια η
εκκαλούσα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη
απόφαση του αναγνώρισε μεν την εκκαλούσα δικαιούχο της επίδικης απαίτησης αλλά
μόνο ως προς το ποσό των 30.000 ευρώ, κατ' άρθρο 7 παρ.7 ν.2496/1997, όπως
συμπληρώθηκε με το ν.3377/2005 και το άρθρο 29,παρ.4 εδ.
γ' ν.2496/1997, δεν εκτίμησε ορθά τις σχετικές αποδείξεις, δεδομένου ότι το προαναφερθέν
ανώτατο όριο αφορά αποκλειστικά την καταβαλλόμενη από το Εγγυητικό Κεφάλαιο
αποζημίωση, που ισούται με την αξία εξαγοράς που η ασφάλιση ζωής είχε κατά την
ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης και
όχι την επαλήθευση της απαίτησης της εκκαλούσας ασφαλισμένης, που πρέπει να
γίνει για ολόκληρο το ποσό της. Συνεπώς, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του
μοναδικού λόγου της συνεκδικαζόμενης δεύτερης έφεσης,
πρέπει η εν λόγω έφεση να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να
εξαφανισθεί η εκκαλούμενη υπ' αριθ. 3438/2017 απόφαση, όπως και η υπ' αριθ.
4527/2017 απόφαση του ίδιου ως άνω -Δικαστηρίου, με την οποία διορθώθηκε η πρώτη
απόφαση. Στη συνέχεια, πρέπει, αφού διακρατηθεί η
υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 53 5 παρ.1 ΚΠολΔ)
και δικαστεί εκ νέου στην ουσία της η ένδικη ανακοπή, πρέπει αυτή να γίνει
δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, τα
δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να
συμψηφισθούν στο σύνολο τους λόγω της ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των νομικών
διατάξεων, που εφαρμόσθηκαν στην προκείμενη περίπτωση (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα το
καταβληθέν από την ίδια παράβολο λόγω της νίκης της (άρθρο 49 5 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει
αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό εφέσεις.
Δέχεται
τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την από 17-7-2017 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης ./26-4-2018
έφεση.
Διατάσσει
την εισαγωγή του παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (βλ. σχετ.
το υπ' αριθ. ./2018 e-παράβολο).
Δέχεται
τυπικά και ουσιαστικά την από 11-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης ./11-7-2018
έφεση.
Εξαφανίζει
τις συνεκκαλούμενες με αριθμούς 3438/2017 και
4527/2017 αποφάσεις του: Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκαν
αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Κρατεί
την υπόθεση και δικάζει την από 18-1-2017 και με αριθμό κατάθεσης . ./18-1-2017
ανακοπή.
Δέχεται
την ανακοπή.
Διατάσσει
τον εκκαθαριστή της καθ' ης η ανακοπή υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης
εταιρίας με την επωνυμία «COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» να
συμπεριλάβει στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής, που
κατατέθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος την 18-11-2015 και αναρτήθηκε στην
ιστοσελίδα της τελευταίας την 20-11-2015, απαίτηση της ανακόπτουσας ποσού
σαράντα έξι χιλιάδων εκατόν ογδόντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών
(46.184,54), που απορρέει από το με αριθμό
/12-10-1998 .ασφαλιστήριο συμβόλαιο
ζωής (Capital Plus) και την
υπ' αριθ. Π ./14-9-1999 πρόσθετη πράξη αυτού, με λήπτρια ασφάλισης την ίδια την
ανακόπτουσα.
Διατάσσει
την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα (βλ. σχετ.
το υπ' αριθ.
/2018 e-παράβολο). '
Συμψηφίζει
τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας στο σύνολο τους μεταξύ των
διαδίκων.
Κρίθηκε,
αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις I3 Ιουλίου 2020, σε έκτακτη
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο
ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ