ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

 

ΜονΕφΑθ 2438/2019

 

Εγγυητική επιστολή - ΕΦΚΑ - Δικαστική δαπάνη -.

 

Σε περίπτωση εγγυητικής επιστολής για ορισμένο χρόνο, ανάλογη εφαρμογή έχει και το άρθρο 866 Α.Κ. Δεν ελευθερώνεται ο εγγυητής, εάν ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του εντός μηνός από τη λήξη της, όταν ήδη αυτός έχει τίτλο εκτελεστό της απαίτησης κατά το άρθρο 904 παρ. 2 ΚΠολΔ. ΕΦΚΑ επιδίκαση συνολικής δικαστικής δαπάνης καθόσον η νομική του υπηρεσία δεν διεξάγεται από το ΝΣΚ.

 

 

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός Απόφασης 2438/2019

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜEΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(1° Τμήμα Δημόσιο)

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Απόστολο Ζαβιτσάνο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα, Βασιλική Ανδριοπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

Της εκκαλoύσας, ενάγουσας, ανώνυμης τραπεζιτικής εταιρείας, με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ« και το διακριτικό τίτλο ((ALPHA ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα (Σταδίου αρ. 40), με Α.Φ.Μ. . Φ.Α.Ε. Αθηνών, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο, Αρτεμη Κυριαζή.

 

Του εφεσίβλητου, εναγομένου, Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (Ε.Φ.Κ. Α.), ως καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ» (Ε.Τ.Α.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα, (Μάρνης αρ. 22), και εκπροσωπείται νόμιμα, καθολικού διαδόχου του πρώην Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία «Ταμείο Νομικών», το οποίο εκπροσωπήθηκε, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο, Ανδρέα Κουτσολάμπρο.

 

Το ενάγον, με την από 20-5-2013 (αριθ. εκθ. κατ. ./22-5-2013) αγωγή του, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείου Αθηνών, που με την υπ' αριθ. 282/2017 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, παραπέμφθηκε η υπόθεσή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε τα όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της αγωγής αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 12367/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έκαμε δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή, προσέβαλε η εκκαλούσα, εναγομένη, με την 18-12-2018 έφεσή της. κατά του εφεσίβλητου, καθολικού διαδόχου του ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 19-12-2018 (αριθ. εκθ. κατ. ./19-12-2018), και με την υπ' αριθ. ./19-12-2018 Πράξη του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε για την παραπάνω δικάσιμο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που εκφωνήθηκε κανονικά στη σειρά τής από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν, με δήλωση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν, και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η ένδικη, από 18-12-2018, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ./1901202918, και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ./19-12-2018, έφεση της ηττηθείσας πρωτόδικος εναγομένης, ήδη εκκαλούσας τράπεζας ALPHA BANK, κατά του εναγομένου, πρώην Ν.Π.Δ.Δ.. Ε.Τ.Α.Α., ως καθολικού διαδόχου του πρώην Ν.Π.Δ.Δ.. του Ταμείου Νομικών, στη θέση των οποίων έχει υποκατασταθεί νόμιμα, με καθολική διαδοχή, το ήδη εφεσίβλητο, Ν.Π.Δ.Δ., του Ε.Φ.Κ.Α., νομίμως εκπροσωπούμενο, και της εκκαλουμένης, υπ' αριθ. 12367/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 20-5-2013 (αριθ. εκθ. κατ. ./22-5-2013) αγωγής, που παραπέμφθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου ως άνω Δικαστηρίου, με την υπ' αριθ. 282/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα, και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1 εδ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως αυτό ισχύει από 1-1-2016, μετά την τροποποίηση του με το Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α' 87/23-7-2015), 520 παρ. 1, και 524 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), εντός της διετούς προθεσμίας, από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, στις 8-11-2018, προ πάσης επιδόσεως, αφού η ένδικη έφεση, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. 119364/8454/19-12-2018 έκθεση άσκησής της, ασκήθηκε στις 19-12-2018, και από τη μελέτη της δικογραφίας της ένδικης έφεσης, δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ή άλλος λόγος απαραδέκτου, και από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, στις 8-11-2018, έως την άσκηση της ένδικης έφεσης, στις   19-12-2018, δεν παρήλθε διετία, και έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το παράβολο, που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 44 του Ν. 4446/2016 (βλ. το υπ' αριθ. ./2018, μετ' επικλήσεως από την εκκαλούσα προσκομιζόμενο ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού 100 ευρώ). Επομένως, η υπό κρίση έφεση, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Εφετείου τούτου (άρθρα 498 και 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν. 3994/2011), είναι παραδεκτή, και πρέπει, με την ίδια τακτική διαδικασία, να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό, και βάσιμο των λόγων της, που ανάγονται, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

 

Με την από 20-5-2013 (αριθ. εκθ. κατ. ./22-5-2013) αγωγή, η υπόθεση της οποίας παραπέμφθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθ. 282/2017 οριστική-παραπεμπτική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Αθηνών, που κηρύχθηκε καθ' ύλην αναρμόδιο εκδίκασής της, το ενάγων, πρώην Ν.Π.Δ.Δ., του Ε.Τ.Α.Α., ως καθολικό διάδοχο του πρώην Ν.Π.Δ.Δ. του Ταμείου Νομικών, στη θέση των οποίων έχει υποκατασταθεί νόμιμα, ως καθολικό διάδοχο το ήδη εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ., του Ε.Φ.Κ.Α., ισχυρίσθηκε ότι, με το από 28-11-1960 συμφωνητικό μίσθωσης, όπως τροποποιήθηκε με τα από 10-3-1961, 8-11-1993, 3-7-2002, και 30-9-2009 διαδοχικά συμφωνητικά, το «ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ», είχε εκμισθώσει στη μισθώτρια ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΏΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ» ένα μίσθιο ακίνητο, με τους ειδικότερους αναλυτικά εκτιθέμενους στο συμφωνητικό όρους. Ότι, για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της σύμβασης μίσθωσης, η μισθώτρια προσκόμισε στο «ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ» αρχικώς τη με στοιχεία GR ./30-9-2008 εγγυητική επιστολή της ήδη εκκαλούσας, εναγομένης, ποσού 217.000 ευρώ, και εν συνεχεία, μετά τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος της ως άνω εγγυητικής επιστολής, τη με στοιχεία GR. εγγυητική επιστολή ποσού 220.586,36 ευρώ, με ισχύ έως 30-9-2010. Ότι, λόγω δυστροπίας της μισθώτριας, ως προς την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, εκδόθηκε, κατόπιν άσκησης σχετικής αγωγής, η υπ' αριθ. 1497/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε η μισθώτρια στην απόδοση του μισθίου και στην καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων συνολικού ποσού 673.092,82 ευρώ. Ότι, η ανωτέρω απόφαση δημοσιεύθηκε, στις 3-8-2010, και αντίγραφο απογράφου της, με επιταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου και καταβολή του επιδικασθέντος ποσού στο «Ε.Τ.Α.Α.» επιδόθηκε στη μισθώτρια, και συντάχθηκε η υπ' αριθ. ./24-9-2010 έκθεση επιδόσεως του αρμοδίου Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... Ότι, με το υπ' αριθ. πρωτ. ./6-10-2010 έγγραφο του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του εφεσίβλητου, ενάγοντος, προς την εκκαλούσα, εναγομένη, ζητήθηκε η κατάπτωση υπέρ του εφεσίβλητου, ενάγοντος, της ένδικης εγγυητικής επιστολής. Ότι, η εκκαλούσα, εναγομένη, με το υπ' αριθ. πρωτ. ./8-10-2010 έγγραφο της αρνήθηκε την ικανοποίηση του αιτήματος του εφεσίβλητου, ενάγοντος, με την αιτίαση ότι η εγγυητική επιστολή είχε λήξει στις 30-9-2010. Με αυτό το ιστορικό, το εφεσίβλητο, ενάγον, ζήτησε να υποχρεωθεί η εκκαλούσα, εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει ποσό 220.586,36 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 7-10-2010, και επικουρικά, από την επίδοση της αγωγής, και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, εναγομένη, στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτά τα αιτήματα και περιεχόμενο, η ως άνω αγωγή, κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραδεκτή, ορισμένη, και νόμιμη, και περαιτέρω εξετασθείσα στην ουσία της, αφού απορρίφθηκε ως αβάσιμο το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας της εκκαλουμένης απόφασης, έγινε η ως άνω αγωγή δεκτή, ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η ήδη εκκαλούσα, εναγομένη, να καταβάλει στο ενάγον, και ήδη εφεσίβλητο το π.δ. των 220.586.36 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την επομένη ημέρα, που ζητήθηκε η κατάπτωση και πληρωμή του ποσού της επίμαχης εγγυητικής επιστολής της εκκαλούσας, εναγομένης, δηλαδή από τις 7-10-2010, και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως του εφεσίβλητου, ενάγοντος, και καταδικάστηκε η ήδη εκκαλούσα, εναγομένη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, ενάγοντος, της δίκης του πρώτου βαθμού, ποσού 350 ευρώ, υπολογισθέντα μειωμένα, κατ' άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, και με τους λόγους της ένδικης έφεσης, οι οποίοι ανάγονται, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή, στο σύνολο της, και να καταδικασθεί το ήδη εφεσίβλητο, εναγόμενο, στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 

Η εγγύηση που παρέχει τράπεζα με τον τύπο της εγγυητικής επιστολής, „με την οποία υπόσχεται, να καταβάλει το αναγραφόμενο σε αυτή χρηματικό ποσό στο δανειστή, στην περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης του τελευταίου δεν εκπληρώσει την προς αυτόν οφειλή του, προσομοιάζει κατά τα κύρια χαρακτηριστικά της, δηλαδή τον πυρήνα της, προς τη σύμβαση της εγγύησης, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. του Α.Κ. Ως εκ του ότι δε, η εγγυητική επιστολή δεν ρυθμίζεται ειδικώς, ούτε από τις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου, ούτε άλλου νόμου, ανάλογη εφαρμογή γι' αυτήν έχουν οι διατάξεις των άρθρων 847 επ. του Α.Κ. Συνεπώς, όταν με την εγγυητική επιστολή η τράπεζα εγγυήθηκε για ορισμένο χρόνο, ανάλογη εφαρμογή έχει και το άρθρο 866 του Α.Κ., οι διατάξεις του οποίου δεν αντίκεινται στο χαρακτήρα και τη λειτουργία της εγγυητικής αυτής επιστολής. Εξάλλου, από το άρθρο 866 του Α.Κ., που ορίζει ότι: «Εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο μόνο χρόνο, ελευθερώνεται από την εγγύηση, αν ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικώς την απαίτηση του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο αυτού του χρόνου και δεν συνεχίσει τη σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση», προκύπτει ότι, όταν η εγγύηση δόθηκε για ορισμένο χρόνο, ο δανειστής δεν έχει υποχρέωση να επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση του κατά του πρωτοφειλέτη, ή αν ο εγγυητής έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων δίζησης και διαίρεσης, είτε κατά του πρωτοφειλέτη, είτε κατά του εγγυητή, όταν εναντίον του πρωτοφειλέτη έχει νόμιμο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ή, αν ο δανειστής είναι το Δημόσιο, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. Δ/τος 356/1974 (K.E.Δ.E.) τίτλο, γιατί, στην περίπτωση αυτή, δεν συντρέχει ο από τη διάταξη αυτή λόγος προστασίας του εγγυητή, που περιορίζεται στην παρεχόμενη από το άρθρο 862 του Α.Κ. προστασία του (βλ. ΑΠ 1093/2015, ΑΠ 884/2013, ΑΠ 48/1996, ΑΠ 210/1993, ΕφΑΘ 11349/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καυκά. «Ενοχικόν Δίκαιον». Ειδικό Μέρος, Τ εκδ. 1993, τ. Β, υπό άρθρο 866, σελ. 519, Απ. Γεωργιάδη «Ενοχικό Δίκαιο». Ειδικό Μέρος, εκδ. 2007, τ. II, σελ. 528, Καραγκουνίδης. σε Απ. Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, τ. I, εκδ. 2010, 866 αρ. 17).

 

Από την εκτίμηση του έγγραφου αποδεικτικού υλικού της πρωτοβάθμιας δίκης, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη, είτε άμεσα, ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν έμμεσα, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα, για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης της ένδικης έφεσης, με βάση, τις ομολογίες, που περιέχονται στις προτάσεις των διαδίκων, και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 εδ. Α του Κ.Πολ.Δ.) κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα, ουσιώδη, πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 28-11-1960 μισθωτηρίου συμβολαίου, το τότε Ν.Π.Δ.Δ., με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟΝ ΝΟΜΙΚΏΝ», στη θέση του οποίου έχει νόμιμα υποκατασταθεί με καθολική διαδοχή, μετά το ενάγον, πρώην Ν.Π.Δ.Δ. του Ε.Τ.Α.Α., το εφεσίβλητο, Ν.Π.Δ.Δ. του Ε.Φ.Κ.Α., είχε εκμισθώσει στην ανώνυμη εταιρεία «Λ.Ε. ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ» για το χρονικό διάστημα και με τους όρους και συμφωνίες, που αναγράφονται σε αυτό, ένα ακίνητο του, και συγκεκριμένα, πολυώροφο κτήριο, επί της συμβολής των οδών ... και ... των Αθηνών, για να χρησιμοποιηθεί από τη μισθώτρια, ως ξενοδοχείο Α' κατηγορίας, με τον τίτλο «Λ.Ε. ΕΣΠΕΡΙΑ ΠΑΛΛΑΣ» (ESPERΙA PALACE HOTEL). Το συμφωνητικό αυτό τροποποιήθηκε από τους συμβαλλομένους, με τα από 10-3-1961, 8-11-1993, 3-7-2002, και 30-9-2008, ιδιωτικά συμφωνητικά. Με το τελευταίο, από 30/9/2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, παρατάσεως μισθώσεως, και ρύθμισης οφειλών συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι: 1) η μίσθωση παρατάθηκε για δώδεκα (12) έτη από της λήξεως της προηγούμενης παρατάσεως αρχής γενομένης από 1-11-2005, λήγουσα στις 31-10-2017, 2) το μίσθωμα αναπροσαρμόσθηκε και ορίσθηκε για τη χρονική περίοδο α) από 1-11-2005 έως τις 31-1-2006 ετησίως στο ποσό των 1.817,229 ευρώ, το δε μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 151.435 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου, β) από 1-1-2007 έως 31-12-2008 ετησίως στο ποσό των 1.300.119,40 ευρώ, το δε μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 108.343€, πλέον χαρτοσήμου, γ) από 1-1-2009 έως 31-12-2009 ορίστηκε το μίσθωμα να αυξάνεται κατά ποσοστό ίσο με ολόκληρο το δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου δωδεκαμήνου και όχι με το 75% αυτού, δ) από 1-1-2010 έως 31-12-2010 ορίστηκε το μίσθωμα να αναπροσαρμόζεται κατά ποσοστό ίσο με ολόκληρο το δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου δωδεκαμήνου προσαυξημένου κατά μία μονάδα, ε) από 1-1-2011 και εφεξής μέχρι λήξεως της παράτασης της μίσθωσης στις 31-10-2017 ορίστηκε το μίσθωμα να αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά ποσοστό ίσο με ολόκληρο το δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου δωδεκαμήνου προσαυξημένου κατά 2 μονάδες, 3) όλες οι διαφορές μισθωμάτων από το μήνα Νοέμβριο 2005 έως τις 30-9-2008, και οι επιδικασθείσες δαπάνες, με τις υπ' αριθ. 3084/2007 και 3085/2007, αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ανερχόμενες στο ποσό των 2.597.500, συμφωνήθηκε να καταβληθούν σε 48 μηνιαίας συνεχείς ισόποσες δόσεις, ποσού εκάστης 54.114,58 ευρώ, αρχής γενομένης από τις 30-9-2008, μέχρι εξοφλήσεως. Οι μηνιαίες δόσεις ορίστηκαν καταβλητέες εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο του 2008. Η καθυστέρηση πληρωμής δύο (2) συνεχών, ή μη, δόσεων ορίστηκε να έχει ως συνέπεια οφειλομένου ποσού, το οποίο καθίσταται ολόκληρο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, με τον τόκο υπερημερίας, αφετέρου δε, ο εκμισθωτής να δικαιούται να επιδιώξει την αποβολή της μισθώτριας από το μίσθιο, διά εκτελέσεως της υπ' αριθ. 3085/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Για την ακριβή δε τήρηση των όρων της μισθώσεως η μισθώτρια, «Α.Ε. ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ», παρέδωσε, στις 30-9-2008, στο «ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ» την υπ' αριθ. GR./30-9-2008 εγγυητική επιστολή, της εκκαλούσας, εναγομένης, τράπεζας ((ALPHA ΒΑΝΚ» ποσού 217.000 ίσου μα δύο τρέχοντα τότε μισθώματα. Συμφωνήθηκε δε, ότι η ανωτέρω εγγυητική επιστολή θα αντικαθίσταται και θα αναπροσαρμόζεται κάθε χρόνο ταυτόχρονα με την αναπροσαρμογή του μισθώματος, ώστε να ισούται με δύο τρέχοντα μισθώματα. Η ανωτέρω εγγυητική επιστολή to επόμενο έτος αντικαταστάθηκε και από τη μισθώτρια ως άνω ανώνυμη εταιρεία, εν συνεχεία παραδόθηκε στο «ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ» η υπ' αριθ. GR./1-10-2009 εγγυητική επιστολή της εκκαλούσας, εναγομένης, τράπεζας ALPHA BANK, ποσού 220.586,36 ευρώ. Δυνάμει της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής, η εκκαλούσα, εναγομένη, εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα, παραιτούμενη από την ένσταση διζήσεως υπέρ της μισθώτριας, Α.Ε. ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ «ESPERIA PALACE HOTEL), την καταβολή οποιουδήποτε ποσού οφείλει αυτή στο «ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ» μέχρι του ανώτατου ποσού των 220.586,36 ευρώ, λόγω μη καταβολής οποιασδήποτε απαίτησης, που απορρέει από την ως άνω σύμβαση μισθώσεως. Το ποσό αυτό η εκκαλούσα, εναγομένη, με την ανωτέρω εγγυητική επιστολή της, δήλωσε ότι τηρεί στη διάθεση του ΤΑΜΕΙΟΥ ΝΟΜΙΚΩΝ, και ότι επρόκειτο να καταβληθεί εντός 3 εργασίμων ενός μεν την απώλεια από τη μισθώτρια της εν λόγω ρύθμισης εξόφλησης του ημερών από τη λήψη εγγράφου αιτήματος, για κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, το οποίο θα κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή. Ορίστηκε δε, ότι η ανωτέρω εγγυητική επιστολή, θα ισχύει έως τις 30-9-2010, μετά την πάροδο της οποίας, θα καθίσταται αυτοδικαίως άκυρη. Περαιτέρω, το τότε Ν.Π.Δ.Δ., του Ε.Τ.Α.Α., ως καθολικός διάδοχος του πρώην Ν.Π.Δ.Δ., «ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ», υπεισερχόμενο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ως άνω μίσθωσης, επειδή η μισθώτρια εταιρεία από δυστροπία αρνούνταν να του καταβάλει την τρίτη δόση της ρύθμισης, για τα μισθώματα Δεκεμβρίου 2008, έως Ιανουαρίου 2009, ποσού 74.190,54 ευρώ, και μισθώματα των μηνών Φεβρουαρίου έως και Ιουνίου 2009, ποσού 569.513,20 ευρώ, δυνάμει της από 15-6-2009, υπ' αριθ. εκθ. κατ. ./2009 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ζήτησε την απόδοση της χρήσης του μισθίου και την καταβολή από την μισθώτρια ανώνυμη εταιρεία του ποσού των 673.092,82. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1497/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [Τμήμα Μισθωτικών Διαφορών], που υποχρέωσε τη μισθώτρια ανώνυμη εταιρεία, να αποδώσει στο τότε ενάγον Ν.Π.Δ.Δ., Ε.Τ.Α.Α. (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), τη χρήση του μισθίου ακινήτου, και να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 673.092,82€, από την επομένη της δήλης ημέρας κατά την οποία έκαστο μηνιαίο μίσθωμα έπρεπε να καταβληθεί μέχρι την πλήρη εξόφληση. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύθηκε στις 3-8-2010, ενώ αντίγραφο του απογράφου της, με παρά πόδας επιταγή, προς πληρωμή και απόδοση του μισθίου επιδόθηκε στη μισθώτρια ανώνυμη εταιρεία από το τότε ενάγον στις 24 Σεπτεμβρίου 2010. Ακολούθως, το τότε ενάγον, δυνάμει του από 6-10-2010 με αριθ. πρωτ. . εγγράφου του, αιτήθηκε από την εκκαλούσα, εναγομένη, την κατάπτωση υπέρ αυτού της υπ' αριθ. GR./1-10-2009 εγγυητικής της επιστολής ποσού 220.586,36 ευρώ. Στο εν λόγω έγγραφο, που περιήλθε στην ήδη εκκαλούσα, εναγομένη, στις 6-10-2010, απάντησε αυτή, με το από 8-10-2010, υπ' αριθ. πρωτ. . έγγραφο της, αρνούμενη να ικανοποιήσει το αίτημα του ενάγοντος, στη θέση του οποίου έχει νόμιμα, όπως προαναφέρεται υποκατασταθεί, ως καθολικός διάδοχος, ήδη το εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. του Ε.Φ.Κ.Α., με την αιτιολογία ότι έχει λήξει η διάρκεια ισχύος της επίμαχης εγγυητικής επιστολής ήδη από τις 30-9-2010. Ωστόσο, το τότε ενάγον, όπως αναφέρεται παραπάνω, επεδίωξε δικαστικά την ικανοποίηση της απαίτησης του, ήδη πριν την λήξη της ισχύος της επίμαχης εγγυητικής επιστολής, στρεφόμενο κατά της πρωτοφειλέτριας μισθώτριας εταιρείας, επιδίδοντας της, στις 24-9-2010 και αντίγραφο απογράφου της υπ' αριθ. 1497/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [Τμήμα Μισθωτικών Διαφορών], με παρά πόδας επιταγή, προς πληρωμή και απόδοση του μισθίου ακινήτου. Το γεγονός, ότι η εκκαλούσα, εναγομένη, εγγυήτρια τράπεζα, είχε παραιτηθεί, από την ένσταση διζήσεως, δεν έχει το νόημα ότι το τότε ενάγον έπρεπε να στραφεί και κατά της εγγυήτριας τράπεζας, καθόσον, όπως αναφέρεται στην παραπάνω μείζονα νομική σκέψη, το τότε ενάγον δικαιούταν, κατ' επιλογή του, να στραφεί, είτε κατά της εγγυήτριας τράπεζας, .είτε κατά της πρωτοφειλέτριας ως άνω ανώνυμης εταιρείας. Εφόσον, δε, το τότε ενάγον, ήδη πριν την λήξη της ισχύος της επίμαχης εγγυητικής επιστολής είχε τίτλο εκτελεστό κατά της πρωτοφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας, δεν χρειαζόταν να προβεί μετά τη λήξη του ορισμένου χρόνου της εγγυητικής επιστολής σε περαιτέρω δικαστική ενάργεια, διότι η ύπαρξη του χρέους ήταν ήδη βεβαιωμένη. Με αποτέλεσμα, η εκκαλούσα, εναγόμενη, εγγυήτρια τράπεζα, να συνεχίσει να ευθύνεται, ακόμη και μετά την πάροδο του ορισμένου χρόνου της επίμαχης εγγύησης. Απορριπτέου, άρα, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του πρώτου λόγου της  ένδικης έφεσης, περί ελευθερώσεως της εκκαλούσας, εναγομένης, εγγυήτριας τράπεζας από τη συμβατική της δέσμευση, που απορρέει από την επίμαχη εγγυητική της επιστολή, μετά τη λήξη της, στις 30-9-2010, κατ' άρθρο 866 του Α.Κ. Περαιτέρω, ο δεύτερος, και τελευταίος λόγος, της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα, εναγομένη, ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα του τότε ενάγοντος, να εισπράξει το ποσό της επίμαχης εγγυητικής επιστολής, ασκείται εκκαλούσας εναγομένης, αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από τη λήξη της επίμαχης εγγυητικής επιστολής, χωρίς ποτέ μέχρι τότε να έχει οχληθεί η εκκαλούσα, εναγομένη, για την καταβολή του ποσού της επίμαχης εγγυητικής της επιστολής από το τότε ενάγον, και το καθολικό του διάδοχο, ήδη δε εφεσίβλητο, Ν.Π.Δ.Δ. του Ε.Φ.Κ.Α., με αποτέλεσμα, να έχει δημιουργηθεί στην εκκαλούσα, ενάγουσα, εγγυήτρια τράπεζα, η πεποίθηση ότι έχει απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της από την επίμαχη εγγυητική της επιστολή. Όμως, αυτός ο λόγος έφεσης, κατ' άρθρο 281 του Α.Κ., κρίνεται απορριπτέος, ως μη νόμιμος, διότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά, που επικαλείται η ήδη εκκαλούσα, εναγομένη, προς στήριξη του σχετικού λόγου έφεσης της, και που πρωτοδίκως επικαλέσθηκε, προς στήριξη σχετικής ένστασης της (άρθρα 262 του Κ.Πολ.Δ., και 281 του Α.Κ.), καταλυτικής της ουσιαστικής βασιμότητας καταχρηστικά, κατ' άρθρο 281 του Α.Κ., καθώς η ως άνω σε βάρος της ήδη της εναντίον της ως άνω αγωγής, και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι αληθεύουν, δεν καθιστούν την άσκηση σε βάρος της εκκαλούσας, εναγομένης, της ως άνω αγωγής καταχρηστική, αφού η μη επιδίωξη της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος, τότε, και ήδη του εφεσίβλητου, καθολικού του διαδόχου, καθώς και η πάροδος του μνημονευόμενου πενταετούς χρονικού διαστήματος, κατά την κρίση τούτου του Δικαστηρίου, δεν κρίνονται ότι επαρκούν, προς θεμελίωση, όσον αφορά την άσκηση της εν λόγω αξίωσης της ως άνω αγωγής, κατά της εκκαλούσας, εναγομένης, προφανώς υπέρβασης των ορίων, που επιβάλλονται στην άσκηση της αξίωσης της ως άνω αγωγής, από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό, ή οικονομικό, σκοπό του δικαιώματος της σχετικής αξίωσης. Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, και, με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε, ως νομικά αβάσιμη, την ένσταση της εκκαλούσας, εναγομένης, για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος του τότε ενάγοντος, με την άσκηση της ως άνω αγωγής, κατά της εκκαλούσας, εναγομένης, και την ένσταση ελευθέρωσης της τελευταίας από την εγγυητικαί της επιστολή, και περαιτέρω, έκαμε δεκτή την ως άνω αγωγή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, υποχρεώνοντας την εκκαλούσα, εναγομένη, να καταβάλει στο ενάγον, που έχει πλέον υποκατασταθεί από το εφεσίβλητο, ποσό 220.586.36 €, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την επομένη ημέρα, που ζητήθηκε η κατάπτωση και πληρωμή του ποσού της επίμαχης εγγυητικής επιστολής (7-10-2010), και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως του εφεσίβλητου, καθολικού διαδόχου του τότε ενάγοντος, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως, απορριπτέων, ως αβάσιμων, των περί του αντιθέτου λόγων της ένδικης έφεσης. Μετά ταύτα, και επειδή, δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση, στο σύνολο της, να απορριφθεί, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο ταμείο, κατ' άρθρο 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., και ενόψει νομίμου αιτήματος του εφεσίβλητου, να καταδικαστεί η εκκαλούσα στα δικαστικά του έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 1 S3, και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), που υπολογίζονται συνολικά, καθώς η νομική υπηρεσία του εφεσίβλητου, δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Βλ. ΕφΑΘ 6359/2008 ΕλλΔνη 2009/209, Απαλαγάκη. «Κ.Πολ.Δ.» 5η εκδ. 2017, τ. 1, άρθρο 176, αρ. 3, σελ. 568, Μ. Μαργαρίτη. «Κ.Πολ.Δεκδ. 2012, τ. 1, άρθρο 176, αρ. 7, σελ. 320, Β. Βαθρακοκοίλη. «Κ.Πολ.Δεκδ. 1996, τ. Α', υπό άρθρο 176, αρ. 19), όπως, ειδικότερα, προσδιορίζονται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων.

 

Δέχεται τυπικά την έφεση, κατά της υπ' αριθ. 12367/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτικής Διαδικασίας), και

 

Απορρίπτει κατ' ουσίαν την έφεση.

 

Διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο της έφεσης στο Δημόσιο ταμείο.

 

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

 

 Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ