ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΕιρΑλεξανδρούπολης 46/2019

 

Έμμισθοι δικηγόροι ΟΤΑ - Επιδόματα (δώρα) εορτών - Τόκος -.

 

Η σχέση της έμμισθης εντολής που συνδέει τους δικηγόρους με τον εντολέα τους, ακόμη και στην περίπτωση που αυτός είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ διέπεται βασικά από τον Κώδικα περί Δικηγόρων. Οι δικηγόροι είναι δημόσιοι λειτουργοί και όχι υπάλληλοι. Αποδοχές έμμισθου δικηγόρου σε ΟΤΑ. Ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών. Σχέσεις παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αμοιβή, οι οποίες ρυθμίζονται από τον Κώδικα Δικηγόρων και συμπληρωματικώς από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμούς του ΑΚ και τους περί εντολής κανόνες αυτού. Ο χαρακτήρας των συμβάσεων αυτών ως έμμισθης εντολής δεν μεταβάλλεται όταν ο δικηγόρος συμβάλλεται με ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ. Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων. Με τις διατάξεις του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων ρυθμίσθηκε εξ υπαρχής και πλήρως το ζήτημα του καθορισμού των αμοιβών των έμμισθων δικηγόρων στους ΟΤΑ, οι οποίοι δεν συνδέονται με σχέση εξηρτημένης εργασίας ή με υπαλληλική σχέση, ούτε εντάσσονται στο «διοικητικό προσωπικό» του Δήμου στον οποίο υπηρετούν. Εν όψει τούτου και της παραγρ. 1 του άρθρου 166 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), περί ειδικότητας των διατάξεών του έναντι πάσης άλλης διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταργήθηκαν για τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού και στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, δυνάμει σχέσεως εμμίσθου εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αμειβόμενοι με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή, οι νομοθετικές διατάξεις και η κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσα ΚΥΑ, οι οποίες προέβλεπαν αρχικά την περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας στα ποσά των 500, 250 και 250 ευρώ αντίστοιχα, και ακολούθως την κατάργηση αυτών, ενώ ακόμη δεν έχει εκδοθεί η απαιτούμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία θα καθορίσει εκ νέου τις αποδοχές των εμμίσθων δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους ΟΤΑ. Συνεπώς ο ενάγων έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να λάβει επιδόματα εορτών και αδείας. Νόμιμος τόκος και τόκος υπερημερίας οφειλών του Δημοσίου, αλλά και των Δήμων. Ορίζεται σε 6% ετησίως. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στην ΕΣΔΑ και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής. Η έναρξη υπολογισμού του τόκου αρχίζει από την επίδοση της αγωγής.

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 46/2019

 

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών

 

 

            ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ  από την Ειρηνοδίκη Αλεξανδρούπολης Ευαγγελία Κοντογεώργου που ορίστηκε με πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης και  το  Γραμματέα  Νικηφόρο Φακετόπουλο.

 

            ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ  δημόσια στο ακροατήριο του την 16η  Οκτωβρίου 2018,  για να δικάσει την  παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

 

            ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., δικηγόρου κατοίκου Αλεξανδρούπολης επί της ..., ΑΦΜ .., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.

 

        ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Του ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΔΗΜΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη επί της  Λεωφόρου Δημοκρατίας 306 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον δήμαρχο αυτού, ο οποίος παραστάθηκε δια του  πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημοσθένη Παπατζελίδη (ΔΣ Αλεξανδρούπολης), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

Ο ενάγων με την από 14.12.2017 αγωγή του που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Για τη συζήτηση της παραπάνω αγωγής, ορίσθηκε δικάσιμος με την υπ αριθ. ΕΙΔ ./14.02.2017 πράξη η 15η.05.2018 οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.    

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ο Κώδικας περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) όριζε μεταξύ άλλων ότι: «ʼρθρον 1: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος…, ʼρθρον 38: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός ʼρθρον 62: 1. Αποβάλλει αυτοδικαίως την ιδιότητα του Δικηγόρου ο διατελών εις πάσαν έμμισθον υπηρεσίαν Δημοσίαν (Πολιτικήν ή Στρατιωτικήν), Δημοτικήν ή Κοινοτικήν ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου… 2. , ʼρθρον 63: 1. ... 2. 3. Είναι ασυμβίβαστος προς το Δικηγορικόν Λειτούργημα πάσα έμμισθος υπηρεσία παρά φυσικώ ή νομικώ προσώπω. 4. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται εις τον Δικηγόρον α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αμοιβή παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως Δικαστικού ή Νομικού Συμβούλου είτε ως Δικηγόρου, ʼρθρο 63Α [προστεθέν με το άρθρο 1 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270)]: 1. Απαγορεύεται στο δικηγόρο να παρέχει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς, είτε αυτοί ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α΄), είτε ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης απαγορεύεται στο δικηγόρο στον οποίο ανατίθενται αποκλειστικά ή συστηματικά υποθέσεις από εντολέα του δημοσίου τομέα ή που λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή απ αυτόν να αναλαμβάνει υποθέσεις και από άλλο εντολέα του τομέα αυτού…, ʼρθρο 92: 1. 2. Εν περιπτώσει συμφωνίας όπως ο Δικηγόρος διά τας παρεχομένας υπηρεσίας αμείβεται μόνον διά παγίας περιοδικής αμοιβής (άρθρ. 63 παρ. 4 εδαφ. α΄), το ελάχιστον όριον αυτής καθορίζεται εκάστοτε δι αποφάσεως του υπουργού της Δικαιοσύνης δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου αναλόγως α) της κατηγορίας εις ην ανήκει ο δεχόμενος τας υπηρεσίας του Δικηγόρου, β) του δικαστηρίου παρ ω ασκεί ο Δικηγόρος το λειτούργημα αυτού και γ) του χρόνου της δικηγορικής εν συνόλω υπηρεσίας και του χρόνου της παροχής των νομικών υπηρεσιών εις το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον.…». Ακολούθως, με το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270), προστέθηκε στον Κώδικα περί Δικηγόρων νέο άρθρο 92Α, με το οποίο το κατώτατο όριο αμοιβής των έμμισθων δικηγόρων συνδέθηκε, το πρώτον, με τον βασικό μισθό των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε πριν τον ν. 4093/2012, όρισε τα εξής: «1. Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως: α) Διά δικηγόρον παρά Πρωτοδίκαις, ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 7ω βαθμώ. β) Διά δικηγόρον παρ Εφέταις ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 5ω βαθμώ. γ) Διά δικηγόρον παρ’ Αρείω Πάγω ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 3ω βαθμώ», προβλέφθηκε δε, περαιτέρω, ότι τα όρια αυτά προσαυξάνονται «διά των εις τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους καταβαλλομένων επιδομάτων κατά τας οικείας περί τούτων διατάξεις» (παρ. 2). Η επελθούσα από το 2009 οικονομική κρίση στην Ελλάδα, προκάλεσε έκτακτες ρυθμίσεις και δράσεις των θεσμικών οργάνων αυτής και αντίστοιχες νομικές ρυθμίσεις. Ειδικότερα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 3845/2010, τα επιδόματα εορτών και αδείας για τους μόνιμους και δόκιμοι πολιτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), μεταξύ άλλων, του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) καθώς επίσης και για ορισμένες άλλες κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών περικόπηκαν και καθορίστηκαν στα ποσά των 500, 250 και 250 ευρώ αντίστοιχα, με αναδρομική ισχύ από 01.06.2010, ενώ με το άρθρο  16 του Ν. 4024/2011 με ισχύ από 01.11.2011 επανακαθορίστηκαν στα ίδια ποσά. Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε ο ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπροθέσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226). Στην παρ. 1 του άρθρου 4 ορίζεται ότι στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), μεταξύ άλλων, του Δημοσίου (περίπτ. α), των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού (περίπτ. β) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) (περίπτ. γ), καθώς επίσης και ορισμένες άλλες κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών (υπό α έως ζ), κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του συγκεκριμένου. Με το νόμο αυτό μεταξύ άλλων καταργήθηκε η αυτόματη βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων σε ενιαίες οργανικές θέσεις όλων των βαθμών, με μόνο ουσιαστικό κριτήριο την συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας και καθιερώθηκε σύστημα βαθμολογικής προαγωγής κατόπιν αξιολογήσεως. Προβλέφθηκε ενιαίος εισαγωγικός μηνιαίος βασικός μισθός των υπαλλήλων ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ, ΠΕ (άρθρο 12). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 15 έως 20 καθορίστηκαν τα επιδόματα και οι προϋποθέσεις χορήγησής τους, μεταξύ των οποίων στο άρθρο 16 τα επιδόματα εορτών και αδείας [τα οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 με το άρθρο πρώτο του ν. 4093/2012 (Α' 222/12.11.2012)], στο άρθρο 17 η οικογενειακή παροχή, στο άρθρο 18 το επίδομα θέσης ευθύνης και στο άρθρο 20 η πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Εξ άλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ως άνω νόμου (ν. 4024/2011), ορίζεται, ειδικότερα, ότι: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου».  Κατ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 1 άρθρου 22 του ν. 4024/2011 εκδόθηκε η οικ.2/17132/0022/28.2.2012 κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226)» (Β΄ 498), στην οποία ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011, καταβάλλεται βασικός μισθός ως εξής: α) Στους δικηγόρους στο Πρωτοδικείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Ε΄ βαθμού, β) Στους δικηγόρους στο Εφετείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Γ΄ βαθμού, και γ) Στους δικηγόρους στον ʼρειο Πάγο, ο μισθός του Β΄ βαθμού. Επιπλέον, καταβάλλεται χρονοεπίδομα 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα Μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. 2. Στους ανωτέρω δικηγόρους χορηγούνται επιδόματα εορτών και αδείας καθώς και οικογενειακή παροχή, εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του ν. 4024/2011. 3. Δικηγόροι οι οποίοι ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, , λαμβάνουν επίδομα θέσης ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 4024/2011. 4. 5. Η παρούσα απόφαση ισχύει από 1.11.2011…». Ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012. Με την παράγρ. ΙΓ΄, υποπαρ. ΙΓ.1, περ. 8.β του ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε το άρθρο 92Α του ν.δ. 3026/1954 (Κώδικα περί Δικηγόρων) ως εξής: «1. Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγια μηνιαία αμοιβή που καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του. Η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων δεν μπορεί να είναι κατώτερη του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου νόμιμου μισθού υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα. 2. Οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) καθορίζονται όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 4024/2011» (περ. 8.β). Επιπλέον, με το άρθρο 1 της υποπαραγράφου Γ, της παραγράφου Γ του ιδίου ως άνω (ν. 4093/2012), καταργήθηκαν  τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που ελάμβαναν δυνάμει  της υπ΄αρθ. 2/17132/0022/28.02.2012 ΚΥΑ «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011» σύμφωνα με την οποία τα επιδόματα εορτών και αδείας χορηγούνται και στους  με έμμισθη εντολή δικηγόρους, κατ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του Ν. 4024/2011. Στη συνέχεια, δημοσιεύθηκε ο νέος Κώδικας Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208/27.9.2013), με το άρθρο 166 παρ. 2 του οποίου καταργήθηκε ο προϊσχύων Κώδικας (ν.δ. 3026/1954). Στο άρθρο 44 του νέου Κώδικα με τίτλο «Αποδοχές έμμισθου δικηγόρου» ορίζονται τα εξής: «1. Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγιες μηνιαίες αποδοχές που καθορίζονται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του και οι οποίες δεν μπορούν να είναι κατώτερες των εκάστοτε ισχυουσών κατώτατων νόμιμων αποδοχών υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα ανάλογων επιστημονικών προσόντων. 2. Οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού και στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις». Τέλος, στην παράγρ. 1 του άρθρου 166 αυτού ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης....». Εριζόμενο είναι το ζήτημα  εάν η λέξη «ειδικές» που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στο άρθρο 166 του νέου Κώδικα περί δικηγόρων έχει την έννοια ότι οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές ως προς τα θέματα τα οποία ρυθμίζουν και αφορούν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος  ή ως προς θέματα που ρυθμίζονται με άλλες διατάξεις, όπως εν προκειμένω της ΚΥΑ 21/17132/0022/28.02.2012 που είχε εκδοθεί κατ εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 1 άρθρου 22 του ν. 4024/2011. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου με τις διατάξεις του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων ρυθμίσθηκε εξ υπαρχής και πλήρως το ζήτημα του καθορισμού των αμοιβών των έμμισθων δικηγόρων, αποσυνδεόμενο από τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, με την δε παράγρ. 2 παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για τον καθορισμό με κοινή υπουργική απόφαση μόνο των αποδοχών των έμμισθων δικηγόρων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. κατ αποκλεισμό δηλαδή ακόμη και των έμμισθων δικηγόρων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή οι έμμισθοι δικηγόροι της παρ. 2 του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, αντιμετωπίζονται πλέον μισθολογικά κατά τρόπο διάφορο σε σχέση με τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους της υπηρεσίας, στην οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους  ενισχύεται από τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 4194/13 (Κώδικας Δικηγόρων), «Η φύση της δικηγορίας 1.Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημα του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου». Ακόμη σύμφωνα με το άρθρο  7 παρ.1 γ΄του Ν. 4194/13 (Κώδικας Δικηγόρων), αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος εκείνος που διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή υπηρεσία δημόσια (πολιτική ή στρατιωτική), δικαστική, δημοτική ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης επιφυλασσομένης της διάταξης του άρθρου 31 του Κώδικα. Επίσης κατά το άρθρο 42 του ίδιου Κώδικα, έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο.  Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 165 Ν. 3584/2007 (Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων): «Στους Δήμους, τα ιδρύματα τους και τα νομικά τους πρόσωπα δημοσίου δικαίου, μπορεί να συνιστώνται, με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής. Εφόσον υπάρχει νομική υπηρεσία σύμφωνα με τον οικείο Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας είναι δυνατή η σύσταση θέσεων δικηγόρων-νομικών συμβούλων με την ίδια σχέση.". Η πρόσληψη ενεργείται με απόφαση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου του Ο.Τ.Α., με σχέση έμμισθης εντολής και με τη διαδικασία που καθορίζεται με το ν. 1649/1986 (ΦΕΚ 149 Α`), όπως ισχύει. Επίσης ρητά αναφέρεται στον Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, άρθρο 41 Ν.3584/07 ότι «Η ιδιότητα του υπαλλήλου Ο.Τ.Α. είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του δικηγόρου, εκτός αν ειδικές διατάξεις ορίζουν διαφορετικά.» Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των αρθρ. 648 επ., 713 επ. του ΑΚ, σαφώς συνάγεται, ότι η κατ' εξαίρεση επιτρεπόμενη  στο δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια αμοιβή, ρυθμίζεται από τον ως άνω κώδικα Δικηγόρων και συμπληρωματικώς από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμούς του ΑΚ και τους περί εντολής κανόνες αυτού, εφόσον δεν αντίκειται στο δημόσιο χαρακτήρα αυτής της σχέσεως. Δεν μπορεί δε, η παραπάνω παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθόσον η σχέση αυτή θεωρείται και είναι σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης, και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 25/2002 ΕλλΔνη 43, 1019-149/2006, ΕφΑΘ 1715/2004 ΕλλΔνη 2006.1105, ΕφΘεσ 1535/2006 Αρμ. 2006, 1352). Οι Δικηγόροι ασκούν ελευθέριο επάγγελμα ακόμη και όταν παρέχουν τις νομικές υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής και πάγια αντιμισθία (ΣτΕ 909/2011). Η σχέση της έμμισθης εντολής που συνδέει τους δικηγόρους με τον εντολέα τους, ακόμη και στην περίπτωση που αυτός είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α., διέπεται βασικά από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (έτσι ΓνΝΣΚ 98/14). Ο Νομοθέτης δηλαδή, προσδίδει στον δικηγόρο την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού και όχι του υπαλλήλου, δηλαδή του απασχολούμενου με σχέση εξαρτημένης εργασίας και αυτό για να διατηρεί την ανεξαρτησία της γνώμης του, μη υπαγόμενος σε κάποια υπαλληλική ιεραρχία.  Αντίκειται δε στην δια του Κώδικα Δικηγόρων επιδιωκόμενη και με πολλές διατάξεις περιφρουρούμενη αξιοπρέπεια και ιδιάζουσα ανεξαρτησία του δικηγορικού λειτουργήματος η επιβολή στον δικηγόρο και η αποδοχή από αυτόν υποχρεωτικού ωραρίου απασχόλησης και μάλιστα εκείνου που ισχύει για το υπαλληλικό προσωπικό του εντολέα, έστω και αν παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια ετήσια ή μηνιαία αντιμισθία (ΕφΑΘ 2402/1987 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 871/1970 Αρμεν. ΚΔ' 794 επ.). Μάλιστα, σε περίπτωση που αυτός συνδεθεί με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, αποβάλλει την δικηγορική ιδιότητα, δηλαδή δεν μπορεί να ασκεί του λειτούργημα του δικηγόρου. Ειδική μορφή άσκησης της δικηγορίας αποτελεί η έμμισθη εντολή, για τις υπηρεσίες δε που παρέχει κατά την εκτέλεση της εντολής αυτής ο δικηγόρος λαμβάνει αμοιβή και όχι μισθό, όπως λαμβάνουν οι υπάλληλοι. Συνεπώς η νομική υπόσταση του εμμίσθου δικηγόρου του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ, δεν μπορεί να νοηθεί ως διφυής, δηλαδή να αναγνωρίζεται κατά περίπτωση είτε ως δημόσιος υπάλληλος είτε ως δημόσιος λειτουργός (βλ. έτσι στον προϊσχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων {ν.δ. 3026/1954} ο οποίος όριζε στο άρθρο 1 ότι «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος…», στο δε άρθρο 38 ότι «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός…»). Πλέον, με το νέο Κώδικα Δικηγόρων, στο άρθρο 1 (του Ν. 4194/13), προβλέπεται το εξής: «Η φύση της δικηγορίας 1.Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός». Μάλιστα ήταν πρωταρχικό μέλημα του νομοθέτη «να αποσαφηνιστεί πλήρως η νομική φύση της δικηγορίας» (βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου), καθώς στον προϊσχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων γινόταν όπως προεκτέθηκε η χρήση και των δύο όρων, τόσο «Δημόσιος υπάλληλος», όσο και «Δημόσιος Λειτουργός». Με το νέο Κώδικα Δικηγόρων, ο νομοθέτης χαρακτηρίζει με ενάργεια και ανενδοίαστα το δικηγόρο ως δημόσιο λειτουργό και όχι ως υπάλληλο, θεωρώντας το λειτούργημά του ως θεμέλιο του κράτους δικαίου. Από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου  44 παρ. 2 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 166 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα περί ειδικότητας των διατάξεών του έναντι πάσης άλλης διατάξεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην παύση της εξομοίωσης της μισθολογικής αντιμετώπισης των εμμίσθων δικηγόρων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. με αυτή των υπαλλήλων, ορίζοντας ότι ο τρόπος της αμοιβής τους θα καθορισθεί ab initio με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μη εισέτι εκδοθείσα. Η επιλογή δε του νομοθέτη για εξ υπαρχής ρύθμιση του καθορισμού των αμοιβών των έμμισθων δικηγόρων, αποσυνδεόμενη πλέον από τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, συνάπτεται άρρηκτα με το γεγονός ότι ο δικηγόρος χαρακτηρίζεται πλέον ως «δημόσιος λειτουργός» και δη συλλειτουργός της δικαιοσύνης (άρθρο 2 παρ. 1). Αποτελεί το ένα μέρος του τρίπτυχου της Λειτουργίας και Απονομής της Δικαιοσύνης (Δικαστές - Δικηγόροι - Δικαστικοί Υπάλληλοι). Η δε άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ανάγεται στην οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης και στην εμπέδωση της έννομης τάξης, με παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το δικηγορικό λειτούργημα aliud ως προς την υπαλληλική ιδιότητα.

 

Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι είναι δικηγόρος παρ Αρείω Πάγω του Δήμου Αλεξανδρούπολης, με πάγια μηνιαία αντιμισθία, δηλαδή με σύμβαση έμμισθης εντολής, αορίστου χρόνου και μισθοδοτείται κανονικά από τον  εναγόμενο από 23.2.1998. Ότι έχει προσληφθεί σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις και διαδικασίες που τίθενται από τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.1649/1986, περί προσλήψεων δικηγόρων στους Ο.Τ.Α. κ.λ.π. και μετά την απόφαση της οικείας πενταμελούς επιτροπής και σε εκτέλεση αυτής και της υπ αριθ. πρωτ ./2.1.1998 απόφασης του Δήμαρχου Αλεξανδρούπολης, περί πρόσληψής του στην μόνιμη οργανική θέση δικηγόρου με έμμισθη εντολή και έχει αναλάβει υπηρεσία και απασχολείται κανονικά στον εναγόμενο από την 23.2.1998 συνεχώς και μέχρι σήμερα, περιορίζοντας από τον χρόνο της προσληψής του και στη συνέχεια παύοντας να διατηρεί ιδιωτική πελατεία, απασχολούμενος κατ΄ αποκλειστικότητα και με καθημερινό ωράριο στο κατάστημα του εναγομένου, όπως άλλωστε ήταν και επιθυμία αυτού κατά την επιλογή των υποψηφίων για την θέση αυτή. Ότι ο εναγόμενος, προέκυψε από την συνένωση των πρώην Δήμων Αλεξανδρουπόλεως, Τραιανουπόλεως και Φερών, (οι οποίοι σήμερα λειτουργούν ως δημοτικές ενότητες του Δήμου Αλεξανδρούπολης), δυνάμει των άρθρων 1 και 283 Ν. 3852/10, ο ενάγων δε ως δικηγόρος με σχέση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και από τότε (23.2.1998) παρέχει τις υπηρεσίες του, αρχικώς στον πρώην Καποδιστριακό Δήμο Αλεξανδρούπολης και ήδη στον εναγόμενο Καλλικρατικό Δήμο Αλεξανδρούπολης  και στα Νομικά Πρόσωπα αυτού, κατέχοντας οργανική θέση, η οποία προεβλέπετο από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του πρώην Δήμου Αλεξανδρούπολης  και ήδη προβλέπεται από τον ΟΕΥ του εναγομένου, αμειβόμενος με πάγια περιοδική (μηνιαία) αμοιβή. Ότι ήδη παρέχει τις υπηρεσίες του στον εναγόμενο και διευρυμένο Καλλικρατικό Δήμο και στα Νομικά Πρόσωπα  αυτού, μετ  άλλου συναδέλφου του. Ότι ο εναγόμενος ΟΤΑ Α΄ βαθμού (Δήμος Αλεξανδρούπολης),  έπαυσε από την 01.01.2013 να καταβάλλει στον ενάγοντα επιδόματα εορτών και αδείας, θεωρώντας αυτόν «υπάλληλο», ενώ αυτός είναι  έμμισθος δικηγόρος του εναγομένου ΟΤΑ Α΄ βαθμού και δικαιούται επιδόματος αδείας, δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς ισχύουν για αυτόν οι ειδικές διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων, δεδομένου ότι οι δικηγόροι των Δήμων, δεν λαμβάνουν «αποδοχές», αλλά «αμοιβή», συνιστάμενη σε «πάγια αντιμισθία» και «επιδόματα», ως τέτοια δε, νοούνται μεταξύ άλλων τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων-Πάσχα, καθώς και αδείας. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζητά με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να καταβάλει, στον ενάγοντα, για τις στο ιστορικό, αναφερόμενες αιτίες, δηλαδή ως επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας, για τα έτη 2015, 2016, 2017, το συνολικό ποσό  των 19.454,88 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Δήμου να συνεχίσει την καταβολή των επιδομάτων και Δώρων στον ενάγοντα και μετά την 01.01.2018. Επικουρικά, ζητά να του καταβληθεί το ως άνω ποσό ως αποζημίωση, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις των οργάνων του  δημοσίου κατά την άσκηση  της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, εφόσον εξ υπαιτιότητας των οργάνων του εναγομένου, του περικόπηκε αυθαίρετα η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, προκαλώντας σε αυτόν ζημία ισόποση με την αιτούμενη αποζημίωση. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, αρμόδια καθ' ύλη και κατά τόπο εισάγεται να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 14 παρ. 1 α, 25 παρ.2) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614, παρ. 1, 615 επ. ΚΠολΔ), αφού αφορά σε σχέσεις παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αμοιβή, οι οποίες ρυθμίζονται από τον Κώδικα Δικηγόρων και συμπληρωματικώς από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμούς του ΑΚ και τους περί εντολής κανόνες αυτού (ΟλΑΠ 25/2002 ΕλλΔνη 43.1019, ΕφΑθ 1715/2004 ΕλλΔνη 2006.1105, ΕφΘεσ 1535/2006 Αρμ 2006.1352), ενώ ο χαρακτήρας των συμβάσεων αυτών, ως έμμισθης εντολής, δεν μεταβάλλεται στην περίπτωση που ο δικηγόρος  συμβάλλεται με Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή ΟΤΑ και οι σχετικές αναφυόμενες διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας, αλλά υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρου 1 εδ. α΄του ΚΠολΔ και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των διαφορών για τις αμοιβές από εργασία (ΟλΑΠ 11/2002 ΕλλΔνη 2002.689, ΑΠ 50/2000 ΑρΝ 2000.566, ΑΠ 85/1999 ΔΕΝ 1999.1508, ΕφΘεσ 1535/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πλην του αιτήματος να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Δήμου να εξακολουθεί και μετά την 01.01.2018 να του καταβάλει τα Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας, το οποίο αναρμόδια εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 7, 9 και 11 παρ. 7 του ΚΠολΔ). Είναι δε η αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις  προαναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 346, άρθρο 21 του Δ/τος της 26-6/10-7-1944 «περί κωδικός των νόμων περί δικών του Δημοσίου», η οποία κατ' άρθρο 109§2 ΕσΝΑΚ, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ και ισχύει και για τους Ο.Τ.Α. (άρθρο 3 του Ν.Δ. 31/1968 και άρθρο 276 παρ. 3 του Ν. 3463/2006) (ΑΠ 145/2006 ΔΣΑ, ΟλΑΠ 7/2000 ΔΕΝ 2002, σελ. 233, ΟλΑΠ 3/2006, Α.Π.1866/2008, ΕφΘεσ 1671/2007 ΔΣΑ), 361, 648, 653 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Αναφορικά με το αίτημα της τοκοφορίας της διωκόμενης απαίτησης από την επίδοση της αγωγής λεκτέα τα ακόλουθα: κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1944  περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Εξάλλου, στο άρθρο 276 του Ν. 3463/2006 ορίζεται, εκτός άλλων, και το εξής: «Οι Δήμοι και οι Κοινότητες... Επίσης έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο». Το παραπάνω άρθρο 21 του δ/τος της 26.6/10.7.1994 διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., με το άρθρο 109 § 2 του ΕισΝΑΚ, στο οποίο ορίζεται ότι «Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου» και ως ειδικό, κατισχύει των διατάξεων του ΑΚ (ΑΠ 728/1980, ΝοΒ 1981, 33). Επομένως, ο νόμιμος καθώς και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή του Δημοσίου, αλλά και των Δήμων, ορίζεται σε 6% ετησίως. Η ρύθμιση αυτή, θεσπισθείσα για λόγους δημόσιου συμφέροντος, συνδεόμενους με την εκπλήρωση των σκοπών του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και κατ' επέκταση των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, το άρθρο 6 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, της 4ης-11-1950 που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και τις διατάξεις του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης (πρβλ ΑΠ 157/2011, ΑΠ 363/2006, ΟλΑ.Π. 3/2006, ΕλλΔνη 2006, 412, ΑΠ 501/1997, ΕλλΔνη 1998, 130). Η έναρξη υπολογισμού του νόμιμου τόκου και του τόκου υπερημερίας αρχίζει από την επίδοση της αγωγής και όχι από την τυχόν εξώδικη όχλησή τους (Δημοσίου-Δήμων) ή την παρέλευση της δήλης ημέρας εκπληρώσεως της χρηματικής οφειλής (ΕφΑθ 1481/2001, ΕπισκΕμπΔ 2001, 1087, ΕφΑθ 8334/2000, ΕΔΠολ 2003, 327, ΕφΠειρ 840/1996, ΕλλΔνη 1998, 201, ΑΠ 779/1984, ΝοΒ 1985, 608, ΑΠ 728/1980 ΝοΒ 1981, 33). Περαιτέρω, στην επικουρική της βάση η αγωγή κρίνεται απορριπτέα, καθώς δεν προκύπτει υπαιτιότητα από τα όργανα του εναγόμενου, ώστε να γεννάται αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, καθότι για την περικοπή των αποδοχών του ενάγοντα δεν απαιτείται να εκδοθεί πράξη των οργάνων του εναγομένου, ούτε αναφέρεται πράξη και παράνομη ή παράλειψη των οργάνων αυτού (του εναγόμενου ΟΤΑ). Μη νόμιμο παρίσταται επίσης και το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή, διότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 909 αρ.1 ΚΠολΔ: προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί κατά του Δημοσίου, των Δήμων και των Κοινοτήτων, η οποία (διάταξη), δεν εθίγη από το μεταγενέστερο Ν.2462/1997 (ΦΕΚ. Α' 25/26-2-1997) «Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα κλπ» (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα 2001, άρθρο 909 αριθμ. 2, Στ. Σταματόπουλο, Αναγκαστική Εκτέλεση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, εκδ. 2000, σελ. 229 έως 258, Δίκη 31, σελ 169 έως 189). Πρέπει συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη, χωρίς να απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι στις εργατικές διαφορές αυτό οφείλεται μόνο για το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής του εργαζομένου που υπερβαίνει το ποσό της εκάστοτε υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΑΚ, άρθρο 6 παρ. 17 ν. 2497/1997 σε συνδ. με άρθρο 14 ΚΠολΔ όπως τροπ. με ΥΑ 125804/2003 και πλέον με το άρθρο 2 του ν. 3994/2011). 

 

Ο  ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού Ελέγχου των Δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», όσο ήταν σε ισχύ, καθώς και ο ισχύων πλέον Ν. 4270/2014 «Αρχές Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις» ορίζουν  στη διάταξη του άρθρου 90 και 140 αντιστοίχως ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής……. 3 Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, Πολιτικών ή Στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενεσεώς της», ενώ στη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α και 141 αντιστοίχως ότι επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, αρχίζει από το τέλος του Οικονομικού Έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής…….». Επισημαίνεται τέλος ότι οι διατάξεις των παραπάνω άρθρων εφαρμόζονται και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 2 εδ. α΄ του Ν. 3463/2006 περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Οργανισμών αυτών.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγόμενου Δήμου Αλεξανδρούπολης, προβάλλει την ένσταση της διετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος κατ' αυτού [η οποία μάλιστα (παραγραφή) εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 94 εδ. δ' του ιδίου νόμου)], καθώς από το χρόνο που οι τελευταίες κατέστησαν δικαστικά επιδιώξιμες,  μέχρι το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής έχει παρέλθει χρονικό διάστημα διετίας. Η γνήσια αυτή ένσταση παραδεκτά και ορισμένα προτείνεται κατά τα περιστατικά που τη συνιστούν (άρθρο 262 ΚπολΔ), είναι νόμιμη, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του Ν.2362/1995 και θα εξετασθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από  όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, για μερικά των οποίων θα γίνει ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσελήφθη στις 23-02-1998 από τον πρώην Δήμο Αλεξανδρούπολης, καθολικός διάδοχος του οποίου δυνάμει των άρθρων 1 και 283 Ν.3852/10 είναι ο εναγόμενος Δήμος, σε θέση προβλεπόμενη από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου  και από τότε μέχρι σήμερα παρέχει τις δικηγορικές του υπηρεσίες τόσον στον ίδιο τον εναγόμενο όσο και στα Νομικά Πρόσωπα αυτού, δυνάμει σχέσεως εμμίσθου εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αμειβόμενος με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή. Ο τρόπος αμοιβής του καθοριζόταν από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (άρθρο 2Α του ν.δ. 3026/1954) και ήδη από το άρθρο 44 παρ. 2 του ισχύοντος νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), σε συνδυασμό με τους νόμους περί ενιαίου μισθολογίου (ν. 3205/2003, ν. 4024/2011 και ν. 4354/2015), καθώς και την ΚΥΑ υπ' αριθμ. 2/17132/0022/28-12-12 (ΦΕΚ Β'498) «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α' 226)», η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 22 Ν.4024/11 και με αναδρομική ισχύ από 1-11-2011. Από τον χρόνο προσλήψεως του και έπειτα, έπαψε να διατηρεί προσωπικό γραφείο και ιδιωτική πελατεία παρέχοντας έκτοτε υπηρεσίες κατ' αποκλειστικότητα και καθημερινό ωράριο στο κατάστημα του εναγομένου και στα Νομικά Πρόσωπα αυτού. Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 3845/2010, τα επιδόματα εορτών και αδείας περικόπηκαν και καθορίστηκαν στα ποσά των 500, 250 και 250 ευρώ αντίστοιχα, με αναδρομική ισχύ από 01.06.2010, ενώ με το άρθρο  16 του Ν. 4024/2011 με ισχύ από 01.011.2011 επανακαθορίστηκαν στα ίδια ποσά. Ακολούθως, με το άρθρο 1 της υποπαραγράφου Γ, της παραγράφου Γ του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012», καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που ελάμβαναν δυνάμει της υπ΄αρθ. 21/17132/0022 ΚΥΑ «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011» σύμφωνα με την οποία τα επιδόματα εορτών και αδείας χορηγούνται και στους  με έμμισθη εντολή δικηγόρους, κατ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του Ν. 4024/2011. Ο εναγόμενος Δήμος Αλεξανδρούπολης, συμμορφούμενος προς τις ανωτέρω διατάξεις, προέβη στην κατάργηση των Δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας του ενάγοντος δικηγόρου ο οποίος παρέχει τις δικηγορικές του υπηρεσίες στον εναγόμενο δυνάμει σχέσεως εμμίσθου εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αμειβόμενος με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, με τις διατάξεις του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων ρυθμίσθηκε εξ υπαρχής και πλήρως το ζήτημα του καθορισμού των αμοιβών των έμμισθων δικηγόρων στους ΟΤΑ, οι οποίοι δεν συνδέονται, όπως προελέχθη με σχέση εξηρτημένης εργασίας ή με υπαλληλική σχέση, ούτε εντάσσονται στο «διοικητικό προσωπικό» του Δήμου στον οποίο υπηρετούν. Εν όψει τούτου και της παραγρ. 1 του άρθρου 166 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), περί ειδικότητας των διατάξεών του έναντι πάσης άλλης διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταργήθηκαν για τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού και στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, δυνάμει σχέσεως εμμίσθου εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αμειβόμενοι με πάγια περιοδική μηνιαία αμοιβή οι προρρηθείσες νομοθετικές διατάξεις και η κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσα ΚΥΑ, οι οποίες προέβλεπαν αρχικά την περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας στα ποσά των 500, 250 και 250 ευρώ αντίστοιχα και ακολούθως την κατάργηση αυτών, ενώ ακόμη δεν έχει εκδοθεί η απαιτούμενη κοινή υπουργική απόφαση, η οποία θα καθορίσει εκ νέου τις αποδοχές των εμμίσθων δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους ΟΤΑ. Συνεπώς ο ενάγων έμμισθος δικηγόρος δικαιούται να λάβει επιδόματα εορτών και αδείας. Αναφορικά με την ένσταση διετούς παραγραφής που προέβαλε ο εναγόμενος Δήμος, λεκτέα τα ακόλουθα: οι  διατάξεις που επικαλείται ο εναγόμενος ο Δήμος, αφορούν απαιτήσεις δημοτικών υπαλλήλων και υπαλλήλων του Δημοσίου, όχι όμως και μη υπαλλήλων, ελευθέρων επαγγελματιών, δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση αυτή του ενάγοντος με τον εναγόμενο Δήμο. Κατά συνέπεια, οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος, ως απορρέουσες από σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια μηνιαία αντιμισθία και όχι από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπόκεινται, σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν, σε πενταετή παραγραφή, η προθεσμία της οποίας εκκινεί από το τέλος του Οικονομικού Έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δικαστικά επιδιώξιμη από τον ενάγοντα, ήτοι από την 01.01.2016. Η δε ένδικη αγωγή επιδόθηκε στις 18.12.2017 με την υπ' αριθμόν 1098Δ/18.12.2017 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Θράκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης ., δηλαδή πριν τη συμπλήρωση της πενταετούς παραγραφής, η οποία διακόπηκε με την έγερση της ένδικης από 14.12.2017 αγωγής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ενόψει των ανωτέρω, οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η παραδεκτά προβαλλόμενη από τον εναγόμενο σχετική ένσταση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατόπιν των παραπάνω θα πρέπει ο εναγόμενος Δήμος να υποχρεωθεί να καταβάλλει στον ενάγοντα τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας, για τα έτη  2015, 2016 και 2017. Ειδικότερα: Α.  Για το έτος 2015: Ο ενάγων ελάμβανε μηνιαία αμοιβή ύψους 3.259,98  ευρώ  (ΒΜ 2.097 ευρώ +χρονοεπίδομα 34% από 712,98 ευρώ +επίδομα τέκνου 50 ευρώ+ επίδομα ευθύνης 250 ευρώ + επίδομα παραμεθορίου 100 ευρώ). Επομένως ο εναγόμενος Δήμος του οφείλει: για δώρο Πάσχα : 1.629,99 ευρώ, για επίδομα αδείας: 1.629,99 ευρώ και για δώρο Χριστουγέννων: 3.259,98 ευρώ, ήτοι συνολικά 6.519,96 ευρώ. Β. Για  το  έτος 2016: Ο ενάγων ελάμβανε μηνιαία αμοιβή ύψους 3.259,98  ευρώ [από 1.1.2016 έως και 30.5.2016] και 3.199,98 ευρώ [από 1.6.2016 έως 31.12.2016 (ΒΜ 1.918 ευρώ + επίδομα ευθύνης 290 ευρώ + επίδομα παραμεθορίου 100 ευρώ + προσωπική διαφορά 891,98 ευρώ). Επομένως ο εναγόμενος Δήμος του οφείλει: για δώρο Πάσχα: 1.629,99  ευρώ, για επίδομα αδείας: 1.624,99 ευρώ και για δώρο Χριστουγέννων: 3.249,98 ευρώ, ήτοι συνολικά 6.504,96 ευρώ. Γ. Για  το έτος 2017: Ο ενάγων ελάμβανε μηνιαία αμοιβή ύψους 3.209,98 ευρώ [από 1.1.2017  έως 30.6.2017], 3.249,98 ευρώ [από 1.7.2016 μέχρι 30.8.2016] (ΒΜ 1.918 ευρώ+50 ευρώ τέκνου +290 ευρώ + επίδομα παραμεθορίου 100 ευρώ + προσωπική διαφορά 891,98 ευρώ) και 3.199,98 ευρώ  [από 1.9.2017 έως 31.12.2016]. Επομένως ο εναγόμενος Δήμος του οφείλει: για δώρο Πάσχα: 1604,99 ευρώ, για επίδομα αδείας: 1624,99 ευρώ και για δώρο Χριστουγέννων: 3199,98 ευρώ, ήτοι συνολικά 6.429,96 ευρώ.   

 

 Επομένως σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος Αλεξανδρούπολης να καταβάλει στον ενάγοντα, για τις στο ιστορικό αναφερόμενες αιτίες, δηλαδή ως επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας, για τα έτη 2015, 2016 και 2017, το συνολικό ποσό των δέκα εννιά χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (19.454,88), νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

         ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την αγωγή.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα εννιά χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (19.454,88 ευρώ),  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

 

Συμψηφίζει  στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αλεξανδρούπολη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την 4η Φεβρουαρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων αυτών.

 

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ