ΤΡΑΠΕΖΑ
ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΕφΑθ 2814/2020
Ασφαλιστήριο
ζωής - Πρόσθετη κάλυψη απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση
Διαρκούς Ολικής Ανικανότητας ή Σοβαρής Ασθένειας, όπως ο καρκίνος (ΑΠΑ3) -.
Σε περίπτωση είτε άρσεως της διαρκούς ανικανότητος είτε ιάσεως της «σοβαρής ασθένειας» γεγονός,
το οποίο ο ασφαλισμένος υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστή,
ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική
εκδοχή, υπό την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος (ασφαλιστική εταιρία) βαρύνεται
εν πάση περιπτώσει, δηλαδή ακόμη και σε περίπτωση ιάσεως της «σοβαρής
ασθενείας» με την εκπλήρωση της παροχής του ήτοι την παροχή ασφαλιστικής
καλύψεως και το έτερο μέρος απαλλάσσεται εις
το διηνεκές από την υποχρέωση εκπληρώσεως της αντιπαροχής του ήτοι την
καταβολή του προβλεπομένου ασφαλίστρου, δικαιούμενο σε λήψη όλων των
οφειλομένων συμβατικών παροχών του αντισυμβαλλομένου μέρους, αντίκειται στο
σκοπό της συμβάσεως, καθ' όσον άγει σε πλήρη ανατροπή του δικαιοπρακτικού
θεμελίου και εν της λειτουργίας αυτής. Υποχρέωση του ασφαλισμένου να
προσκομίζει κατ'
έτος στην ασφαλιστική εταιρεία ιατρικά δικαιολογητικά από τα οποία θα προκύπτει η κατάσταση της υγείας του.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός
Απόφασης 2814/2020
ΤΟ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα
15°
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ
από τις Δικαστές Αικατερίνη Ρίτσα, Πρόεδρο Εφετών,
Παγώνα Παναγιώτου, Εφέτη, Χριστίνα Ζαπάρτα, Εφέτη - Εισηγήτρια και από τον Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ
δημόσια στο ακροατήριο του, την 5η Δεκεμβρίου 2019, για να δικάσει
την κάτωθι υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ», που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ. Συγγρού αρ. 103-105) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ
..., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ των πληρεξουσίων της δικηγόρων Αθηνών Βασιλικής
Μπερσίμη (Α Μ. Δ.Σ.Α. 11583) και Δέσποινας Γρυσμπολάκη
(A.M. Δ.Σ.Α. 19893), που κατέθεσαν προτάσεις
ΤΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ..., κατοίκου ... (οδός ...) ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο
με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ του
πληρεξουσίου της δικηγόρου Αθηνών Ελευθερίου Λεβέντη (Α.Μ. ΔΣΑ 21040), που
κατέθεσε προτάσεις.
Ο
εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την οπό 3-5-2014
και με αριθμό κατάθεσης ./2014 αγωγή ταυ κατά της ήδη εκκαλούσας, με την οποία
ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα σε αυτήν. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε,
αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμό 4317/2018 οριστική απόφαση του άνω
Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, που δέχθηκε εν μέρει αυτήν.
Κατά
της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την από 14-1-2019 έφεση της, που
κατατέθηκε στη Γραμματεία του παραπάνω Πρωτοδικείου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
ενδίκου μέσου ./16-1-2019 και προσδιορίστηκε στο Εφετείο Αθηνών με αριθμό
κατάθεσης δικογράφου ./2019, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε αυτή
που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά
τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά
της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων της δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά οι μεν
πληρεξούσιοι δικηγόροι της εκκαλούσας κατέθεσαν κοινή τους δήλωση του αρθ. 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ
κατέθεσαν νομότυπα κοινές προτάσεις.
ΑΦΟΥ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η
από 14-1-2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ./16-1-2019 στο
Πρωτοδικείο Αθηνών και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2019 έφεση της εν μέρει
ηττηθείσας πρωτοδίκως εκκαλούσας, η οποία στρέφεται κατά της υπ' αριθ.
4317/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας
αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον εισάγεται προς συζήτηση στο Δραστήριο
αυτό (άρθρα 498 και 19 ΚΠολΔ).
Ασκήθηκε
δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης,
σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 499, 511, 513
παρ. 1 περ. α', 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δοθέντος ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται αλλά ούτε
από τα έγγραφο που προσκομίζουν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της
εκκαλουμένης, ώστε να αρχίσει η οριζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1
του ΚΠολΔ για την άσκηση της έφεσης προθεσμία των
τριάντα (30) ημερών, ούτε και παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της εν λόγω
απόφασης, εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 30-10-2018 και η έφεση
κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16-1-2019, ενώ έχει
κατατεθεί κατά την άσκηση της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495
παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (σχετ.
το υπ' αριθ. ./2019 ηλεκτρονικό παράβολα, η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται
στην από 16-1-2019 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Αθηνών).
Επομένως,
πρέπει η άνω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το
παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),
κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία:
Με
την από 8-5-2014 και με αριθμό κατάθεσης .../2014 αγωγή του, απευθυνόμενη στο
Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ο ενάγων αυτής και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι
κατήρτισε μετά την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία σύμβαση ασφάλισης ισόβιας
σύνταξης με επιστροφή ασφαλίστρων και με συμμετοχή στα κέρδη, καθώς και σύμβαση
ασφάλισης ζωής με ισόβιο διάρκεια των καλύψεων της, για τις οποίες εκδόθηκαν
αντίστοιχα τα υπ' αριθ. ... και ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ότι με πρόσθετη πράξη
των άνω συμβολαίων και συγκεκριμένα στο Παράρτημα Β' αυτών προβλεπόταν η
πρόσθετη κάλυψη της απαλλαγής του ενάγοντος από την πληρωμή των ασφαλίστρων σε
περίπτωση α) διαρκούς ολικής ανικανότητας από ασθένεια ή ατύχημα ή β) σε
περίπτωση προσβολής του από μια εκ των περιοριστικώς
αναφερομένων στο Παράρτημα σοβαρών ασθενειών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η
ασθένεια του καρκίνου. Ότι την 2-7-2010 υποβλήθηκα σε χειρουργική επέμβαση
ρομποτικής προστατεκτομής, καθώς διαπιστώθηκε ότι
πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Ότι ακολούθως, αιτήθηκε προς την εναγομένη την
ενεργοποίηση του ως άνω Παραρτήματος των ασφαλιστήριων συμβολαίων του, δηλαδή
την απαλλαγή του από την πληρωμή των ασφαλίστρων, υποβάλλοντας όλα τα αναγκαία
προς τούτο ιατρικά πιστοποιητικά και δικαιολογητικά. Ότι η εναγομένη σε
απάντηση της ως άνω αίτησης του και σε εφαρμογή των όρων του προαναφερομένου
Παραρτήματος τον απάλλαξε από την καταβολή των ασφαλίστρων αμφοτέρων των
συμβάσεων για το χρονικό διάστημα από 17-5-2010 και εντεύθεν για το πρώτο
ασφαλιστήριο και από 29-10-2010 και εντεύθεν για το δεύτερο ασφαλιστήριο. Ότι,
περαιτέρω, την 1-4-2013 και την 25-9-2D13 η εναγομένη όλως αιφνιδίως και αντισυμβατικώς του κοινοποίησε επιστολές της, με τις οποίες
ζητούσε την προσκομιδή δικαιολογητικών σχετικά με τη διαρκή ολική ανικανότητα
του προς εργασία. Ότι με την από 24-5-2013 απαντητική επιστολή του επισήμανε
στην εναγομένη ότι ο ίδιος υπάγεται στην ασφαλιστική περίπτωση της απαλλαγής
από την καταβολή ασφαλίστρων λόγω σοβαρής ασθενείας (καρκίνου του προστάτη),
για την οποία του είχε γνωστοποιήσει ήδη από 17-5-2010 με σειρά εγγράφων, και
όχι λόγω μονίμου διαρκούς ανικονότητος προς εργασία,
ως εκ περισσού δε, της προσκόμισε σχετική ιατρική γνωμάτευση στην οποία
περιγραφόταν το ιατρικό ιστορικό του και η ανάγκη τακτικής παρακολούθησης του
λόγω της φύσης και του νέου της ηλικίας του Ότι παρόλα αυτά η εναγομένη επέμενε
πως ο ενάγων όφειλε να της προσκομίσει πρόσφατες εξετάσεις και ιατρικές
εκθέσεις σχετικά με την ανικανότητα του προς εργασία, και ότι σε περίπτωση
αποκατάστασης της υγείας του, υποχρεούταν να καταβάλει εφεξής το συμφωνηθέν
ποσό ασφαλίστρων. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος άμεσο έννομο
συμφέρον και δη την άρνηση από την εναγομένη της απαλλαγής του την πληρωμή των
συμφωνηθέντων ασφαλίστρων των άνω συμβάσεων, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι, λόγω
της πρόσθετης ασφάλισης απαλλαγής από την πληρωμή των ασφαλίστρων, που
αποτέλεσε όρο των επίδικων ασφαλιστήριων συμβολαίων, ο ίδιος δεν υποχρεούται σε
περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων μέχρι τη λήξη εκάστης ασφαλιστικής σύμβασης,
άλλως να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να τον
απαλλάξει από την καταβολή ασφαλίστρων από την άσκηση της αγωγής και μέχρι τη
λήξη των άνω συμβολαίων, ήτοι μέχρι την 17-5-2022 και την 29-10-2021 αντίστοιχα
και να καταδικασθεί η τελευταία στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της
δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθ. 4317/2018
οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την τακτική
διαδικασία, με την οποία, αφού απέρρεε ως μη νόμιμο το αίτημα περί κήρυξης της
απόφασης προσωρινά εκτελεστής, την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσίσ βάσιμη κατά το κύριο αίτημα της, αναγνωρίζοντας ότι ο
ενάγων δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων για το υπ' αριθ. ...-10-2001
ασφαλιστήριο συμβόλαιο εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της
ενάγουσας, ποσού 300,00 ευρώ. Ήδη με την υπό κρίση έφεση της η εναγομένη και
ήδη εκκαλούσα παραπονείται κατά της εκκαλούμενης απόφασης για εσφαλμένη
εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την
εξαφάνιση της, προκειμένου να απορριφθεί εν όλω η
εναντίον της αγωγή του εφεσίβλητου, άλλως τη μεταρρύθμισή της και να
καταδικασθεί αυτός στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων αμφοτέρων των βαθμών
δικαιοδοσίας.
Κατά
το άρθρο 70 ΚΠολΔ, οποίος έχει έννομο συμφέρον να
αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει
σχετική αγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διαδικαστικές
προϋποθέσεις για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής είναι δύο, αφενός μεν η
ύπαρξη έννομης σχέσης και αφετέρου η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ως έννομη
σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής
αγωγής και της επ' αυτής εκδοθησόμενης απόφασης,
νοείται η με στενή έννοια έννομη σχέση, η οποία ταυτίζεται με την έννοια του
δικαιώματος ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ως έννομες συνέπειες
απορρέουν από αυτή, είναι δε η νομικά ρυθμιζόμενη σχέση ενός προσώπου προς άλλο
πρόσωπο ή πράγμα (ΑΠ 1154/2010, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 503/2013, ΑΠ 941/1997). Δεν
αποτελούν έννομη σχέση, υπό την άνω έννοια, τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα
αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεση τους με έννομη σχέση της οποίας
ζητείται δια της αγωγής η προστασία (ΑΠ 941/1997). Επίσης δεν αποτελεί έννομη
σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομέων καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν
μνημονεύεται κανόνας ή η νομική αρχή στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά ή
έχουν νομική σημασία για τις έννομες σχέσεις των προσώπων (βλ. Νίκα ΝΜ
Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β' έκδ. § 37, σελ.
233, Απαλαγάκη Χ., ΚΠολΔ,
Ερμηνεία κατ' Αρθρο, Τομ. I, άρθρο 70, σελ. 233, ΑΠ
134/2015, ΑΠ 1158/2014, ΑΠ 503/2013 ΤΝΠ Νόμος). Από την ως άνω διάταξη
συνάγεται ακόμη ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να
έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή
δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία
της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ'
αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με
δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικά την
έννομη σχέση αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα δεν είναι
ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω
μεμονωμένων στοιχείων γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την
οριστική απόφαση επί της όλης έννομης, σχέσης (ΑΠ 941/1997). Μεμονωμένα δηλαδή
στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να
καταστούν τ αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα,
Ερμηνεία ΚΠολΔ, Έκδ 2000,
άρθρο 70, τομ. Ι, σελ. 152, Χ. Απαλαγάκη,
ό.π,. σελ. 234. ΑΠ 1154/2019, ΑΠ 134/2015, ΕφΠειρ 304/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια, δηλαδή, αγωγή δεν
δίδεται για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας, απλού πραγματικού
γεγονότος που αποτελεί μεμονωμένο στοιχείο της έννομης σχέσης ή καθαρής νομικής
κατάστασης ή προς επίλυση αφηρημένων νομικών αιτημάτων γιατί τα πολιτικά
δικαστήρια (άρθρο 1·ΚΠολΔ) ιδρύθηκαν για την επίλυση ιδιωτικού δικαίου
διαφορών, στερούμενα γνωμοδοτικής εξουσίας (βλ. ΑΠ 134/2015, ΑΠ 1314/2014, ΑΠ
941/1997 ό.π. Δεληκωστόπουλου
- Σινανιώτη, Γνωμοδότηση, Δ 11, σελ. 184). Με το
δεύτερο λόγο της έφεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, η εκκαλούσα
παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και δεν απέρριψε ως
μη νόμιμη την αγωγή, εφόσον στο αίτημα της να αναγνωρισθεί ότι ο ενάγων δεν
υποχρεούται σε περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων μέχρι τη λήξη εκάστης
ασφαλιστικής σύμβασης, άλλως να υποχρεωθεί η εναγομένη να τον απαλλάξει από την
καταβολή ασφαλίστρων από την άσκηση της αγωγής, περικλείεται αίτημα καταδίκης
της σε μη δήλωση βούλησης και συγκεκριμένα, μη καταγγελίας της εκάστοτε
σύμβασης ασφάλισης αν αυτός δεν καταβάλλει ασφάλιστρα, στην οποία δεν μπορεί να
την υποχρεώσει το Δικαστήριο, διότι η δήλωση ή μη βούλησης της, αποτελεί φυσική
ευχέρεια της, δηλαδή εκδήλωση της (νομικής) προσωπικότητας της, η οποία
προστατεύεται από το άρθρο § παρ. 1 του Συντάγματος και εφόσον δεν υφίσταται
νομική ή συμβατική υποχρέωση της είναι ανεξέλεγκτη δικαστικά, έστω και αν
ασκείται καταχρηστικά. Ωστόσο, αίτημα της ένδικης αγωγής, που είναι νόμιμο,
σύμφωνα με διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, είναι η αναγνώριση της
ανυπαρξίας της υποχρέωσης του ενάγοντος για την καταβολή ασφαλίστρων, η οποία
απορρέει από την έννομη σχέση της κάθε σύμβασης ασφάλισης και αμφισβητείται από
την εναγομένη - εκκαλούσα, και όχι η καταδίκη της εναγομένης σε μη δήλωση
βούλησης, ήτοι μη καταγγελίας της σύμβασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο
που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε την αγωγή ως νόμω
βάσιμη, δεν έσφαλε και ο ως άνω λόγος της έφεσης πρέπει ν' απορριφθεί ως
αβάσιμος.
Από
την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου
αποδεικτικών μέσων και τα παραδεκτώς προσκομιζόμενα
το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.
1 ΚΠσλΔ όμοια και ειδικότερα, από τις ένορκες
καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων και αντίστοιχα, οι οποίες διαλαμβάνονται
στα ταυτάριθμα με την εγκαλούμενη πρακτικά συζήτηση και από όλα ανεξαιρέτως τα
νομίμως προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, είτε ως αυτοτελή
αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και από τα διδάγματα
της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθ.
336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα:
Δυνάμει του υπ' αριθ. ... ασφαλιστήριου συμβολαίου καταρτίσθηκε την 29-10-2001
μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφάλισης ζωής ισοβίου διαρκείας, η οποία διέπεται
από τους διαλαμβανόμενους σε αυτό όρους και συμφωνίες. Το εν λόγω ασφαλιστήριο
συμβόλαιο ζωής παρέχει στον εφεσίβλητο: α) βασική ασφάλιση ζωής, β) ασφάλιση
εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και γ) απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων λόγω
ανικανότητας σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας προς εργασία ή σε
περίπτωση σοβαρές ασθενείας. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι η καταβολή των ασφαλίστρων
θα γίνεται εφάπαξ ετησίως, ενώ το ετήσιο ασφάλιστρα ανέρχεται ήδη σήμερα στο ποσό
των 366,23 ευρώ. Στο Παράρτημα Β' του εν λόγω ασφαλιστηρίου συμβολαίου υπό τον
τίτλο «ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ» συμφωνήθηκε ότι
«Με αυτό το Παράρτημα, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ασφαλιστηρίου Ζωής, η
Ανώνυμη Ελληνική Εταιρία Γενικών Ασφαλειών "Η ΕΘΝΙΚΗ" δηλώνει τα
εξής: Δέχεται την αίτηση του ασφαλισμένου με το Ασφαλιστήριο Ζωής και
αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον απαλλάξει αττό
παραπέρα καταβολή ασφαλίστρων της βασικής ασφάλισης ζωής και των παραρτημάτων
της, πλην των παραρτημάτων Ζ' και Κ' σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος πάθει: α)
διαρκή ολική ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα ή β) μια εκ των σοβαρών
ασθενειών». Στο άρθρο 1 του εν λόγω Παραρτήματος και ειδικότερα στην παράγραφο
(I) που φέρει υπότιτλο «ΔΙΑΡΚΗΣ ΟΛΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ» ορίζεται ότι «Διαρκής Ολική
Ανικανότητα θεωρείται η για ένα (1) τουλάχιστον χρόνο από τότε που αναγγελθεί
εγγράφως στην Εταιρία διαρκής και ολοκληρωτική ανικανότητα του Ασφαλισμένου,
είτε από ασθένεια είτε από ατύχημα, να εκτελέσει την εργασία που έκανε πριν
πάθει την ανικανότητα ή κάθε άλλη εργασία για την οποία έχει την απαιτούμενη
μόρφωση, εκπαίδευση και πείρα με την προϋπόθεση όπ το
Ασφαλιστήριο Ζωής και το παρόν Παράρτημα θα βρίσκονται τότε σε πλήρη ισχύ». Στη
δε παράγραφο 91 του ίδιου άρθρου, η οποία φέρει υπότιλο
«ΣΟΒΑΡΕΣ AΣΘΕΝΕΙΕΣ» ορίζεται ότι ως τέτοιες συμφωνούνται οι εξής . «1. ΕΜΦΡΑΓΜΑ
ΜΥΟΚΑΡΔΙΟΥ ... 2. Η ΕΓΧΕΙΡΗΣΗ BY - PASS ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ . . 3.
ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ .. 4. ΚΑΡΚΙΝΟΣ. Ορίζεται κάθε ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και
επέκταση κακοηθών κυττάρων και διήθηση των ιστών που επιβεβαιώνεται από παθολογοανατομική εξέταση. Ο όρος καρκίνος περιλαμβάνει και
τη λευχαιμία, τα κακοήθη μελανώματα καθώς και τη νόσο του HODGKIN, 5. ΝΕΦΡΙΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ...» Κατά το άρθρο 2.Ι. του Παραρτήματος (υπό τον τίτλο «ΑΠΑΛΛΑΓΗ
ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ»), «Η Εταιρία απαλλάσσει τον Συμβαλλόμενο από παραπέρα
καταβολή Ασφαλίστρων, αν ο Ασφαλισμένος πάθει Διαρκή Ολική Ανικανότητα ή κάποια
από τις σοβαρές ασθένειες (άρθρο 1) και εφόσον η ασφάλεια βρίσκεται σε πλήρη
ισχύ. Τα ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν και αφορούσαν το διάστημα από την
ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας (άρθρο 3) μέχρι την ημερομηνία
αναγνώρισης επιστρέφονται. Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του
Ασφαλισμένου πρέπει να: επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη
περίπτωση εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι τον Ασφαλιστηρίου Ζωής. Τέλος, κατά τη
διάταξη του άρθρου 3 του Παραρτήματος (υπό τον τίτλο «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ») «Ο Ασφαλισμένος ή ο
Συμβαλλόμενος, έχει την υποχρέωση εντός οκτώ (Β) ημερών από τότε που έλαβε
γνώση της ασφαλιστικής περίπτωσης να ειδοποιήσει εγγράφως την Εταιρία. Υποχρεούται
επίσης να δίνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να υποβάλει στοιχεία και
έγγραφο που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του
κινδύνου που του ζητάει η Εταιρία. Επίσης είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει
βεβαίωση από εντεταλμένη αρχή βάσει της οποίας θα αποδεικνύεται το συμβάν. Προς
τούτο, ο ασφαλισμένος με το παρόν Παράρτημα, εξουσιοδοτεί την Εταιρία να
λαμβάνει γνώση κάθε ιατρικού εγγράφου που έχει σχέση με την υγεία του. Ο
Ασφαλισμένος οφείλει επίσης, δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της
αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την
ανικανότητα του. Επίσης, πριν την άνω σύμβαση ασφάλισης και δη την 22-5-1996
είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφάλισης ισόβιας σύμβασης με επιστροφή
ασφαλίστρων και μι συμμετοχή στα κέρδη, η οποία διέπεται από τους όρους και
συμφωνίες που διαλαμβάνονται στο υπ' αριθ. ... ασφαλιστήριο συμβόλαιο καθώς και
τα Β' και Δ' Παραρτήματα του, που αποτελούν αναπόπαστα
μέρη του, δυνάμει της οποίας η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία παρείχε στον
εφεσίβλητο, α) βασική ασφάλιση ζωής απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων λόγω διαρκούς
ολικής ανικανότητας από ασθένεια ή ατύχημα πριν συμπληρώσει τα 65 έτη ηλικίας
(Παράρτημα Β') και γ) ασφάλιση εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης (Παράρτημα Δ').
Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του Παραρτήματος Β' ταυ υπ αριθ. ασφαλιστήριου
συμβολαίου, που φέρει υπότιτλο «ΕΝΝΟΙΑ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ» και στο
άρθρο 2, που φέρει υπότιτλο «ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΝ ΣΟΒΑΡΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ TOY AFGPOY 1 § ΙΙ»
περιέχονται ίδιες διατάξεις και ορισμοί με αυτές του άρθρου 1 παρ. Ι και ΙΙ
αντίστοιχα του υπ' αριθ. ... ασφαλιστήριου συμβολαίου, ενώ στο άρθρο 4 που
φέρει υπότιτλο «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ» και στο άρθρο 5 που
φέρει υπότιτλο «ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ» επαναλαμβάνονται οι αντίστοιχες διατάξεις
των άρθρων 3 και 2 του Παραρτήματος Β' του υπ' αριθ. ... ασφαλιστηρίου και
ειδικότερα, «ότι ο Ασφαλισμένος οφείλει δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια
επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με
την ανικανότητα του και ότι σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του
Ασφαλισμένου πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη
περίπτωση εφαρμόζονται οι Γενικοί όροι του Ασφαλιστηρίου. Περαιτέρω,
αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος υποβλήθηκε την 9-7-2010 σε χειρουργική επέμβαση
ρομποτικής ριζικής προστατεκτομής, καθώς διαπιστώθηκε
ότι πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Κατόπιν εκδήλωσης της ασθενείας του
καρκίνου, η οποία περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις «σοβαρής ασθένειας», που
απαριθμούνται στον όρο 1.11 του ως άνω Παραρτήματος της ένδικης σύμβασης του
υπ' αριθμ. ... ασφαλιστήριου), ο εφεσίβλητος με
σχετικό αίτημα που υπέβαλε προς την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία ζήτησε την
ενεργοποίηση της συμβατικώς προβλεπομένης απαλλαγής από
την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, υποβάλλοντας προς έλεγχο και τα σχετικά
ιατρικά πιστοποιητικά. Η τελευταία, όπως υποχρεούταν από την ένδικη σύμβαση, με
την από 3-6-2010 έγγραφη δήλωση της αναγνώρισε τη «Διαρκή Ολική Ανικανότητα ή
τη Σοβαρή Ασθένεια από 29-10-2010», οπότε και απάλλαξε έκτοτε τον εφεσίβλητο
από την υποχρέωση πληρωμής ασφαλίστρου, το ίδιο δε έπραξε και για το έτερο, υπ'
αριθ. ... ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Μετά την πάροδο τριών ετών και δη την
24-9-2013, η εκκαλούσα με επιστολή της προς τον εφεσίβλητο ασφαλισμένο της
ζήτησε να της προσκομίσει, εντός προθεσμίας δυο μηνών από τη λήψη αυτής,
πιστοποιητικά και αποδεικτικά στοιχείο σχετικά με τη διαρκή ολική ανικανότητα
του, ήτοι εμπεριστατωμένη ιατρική έκθεση και πρόσφατες ιατρικές εξετάσεις, από
τις οποίες να προκύπτει ο βαθμός ανικανότητας του προς εργασία, ή και τυχόν
απόφαση συνταξιοδότησης του λόγω αναπηρίας και τυχόν γνωμάτευση του Κέντρου
Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.ΠΑ). Στη συνέχεια του απέστειλε την από 20-2-2014
επιστολή της, με την οποία του γνώριζε ότι εφόσον παρήλθε άπρακτο μεγάλο
χρονικό διάστημα χωρίς την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών, θα έπαυε
η απαλλαγή πληρωμές ασφαλίστρων και ότι από 29-10-2014 έπρεπε να καταβάλει εκ
νέου τα αναλογούντα στη σύμβαση ασφάλιστρα. Ο εφεσίβλητος δεν απάντησε στις άνω
επιστολές της αντιδίκου του, καθώς είχε προηγηθεί μεταξύ τους αλληλογραφία
σχετικά με το έτερο υπ αριθ. ..., ασφαλιστήριο συμβόλαιο: Συγκεκριμένα, η
εκκαλούσα του απέστειλε την από 1 -4-2013 επιστολή της, ζητώντας του να της
προσκομίσει για το συμβόλαιο εκείνο, εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη λήψη αυτής,
πιστοποιητικά, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη διαρκή ολική ανικανότητα του
Ο εφεσίβλητος της απάντησε με την από 24η-5-2013 επιστολή του, με την
οποία ισχυρίσθηκε ότι με τον όρο 1. ΙΙ. του ως Παραρτήματος της σύμβασης ρητά
προβλέπεται, δίκην σμάλτου τεκμηρίου, ότι, στις περιπτώσεις των παραγράφων I
και ΙΙ, η διαρκής ολική ανικανότητα αναγνωρίζεται αμέσως στις περιπτώσεις των απαριθμούμενων
εκεί-«σοβαρών ασθενειών», στις οποίες εμπίπτει και η ασθένεια του καρκίνου (του
προστάτη), για την οποία ήδη από 17-5-2010 έχει προσκομίσει τα σχετικό
αποδεικτικά στοιχεία και ότι αδυνατεί να αντιληφθεί το λόγο για τον οποίο του
ζητεί να προσκομίσει τέτοια στοιχεία εκ νέου, δοθέντος ότι έχει απαλλαγεί από
την πληρωμή ασφαλίστρων άπαξ και για όλη τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου,
κατ' εφαρμογή της παραγράφου ΙΙ του άρθρου 1 του άνω Παραρτήματος. Ακολούθησε η
από 24-5-2013 επιστολή της εκκαλούσας προς τον εφεσίβλητο, στην οποία γίνεται
ρητή αναφορά στις συμβατικές υποχρεώσεις, αυτού ως ασφαλισμένου, που απορρέουν
από τα άρθρα 3 («ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή
ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ») και 2 («ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ») του Παραρτήματος Β'
του άνω ασφαλιστηρίου, ότι δηλαδή ο Ασφαλισμένος οφείλει δύο (2) μήνες πριν από
κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική
έκθεση σχετική με την ανικανότητα του και ότι σε περίπτωση που έχει
αποκατασταθεί η ικανότητα του Ασφαλισμένου πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των
ασφαλίστρων, αντίστοιχα, επανέλαβε την προπαρατεθείσα
θέση της για την προσκόμιση των σχετικών δικαιολογητικών, που απαιτούνται για
να διαπιστωθεί η συνέχιση ή μη της Διαρκούς Ολικής Ανικανότητας του και τον
προειδοποίησε ότι, εάν δεν ανταποκριθεί στην ανωτέρω πρόσκληση, θα εφαρμοστούν
εκ νέοι οι γενικοί όροι του ασφαλιστηρίου όσον αφορά στην απαλλαγή της
υποχρέωσης καταβολής ασφαλίστρων. Στη συνέχεια, ο εφεσίβλητος προσκόμισε στην
εκκαλούσα μία ιατρική εξέταση, ήτοι την από 7-6-2013 εξέταση PSA (εξέταση για
την ανίχνευση καρκίνου του προστάτη) με μηδενικό δείκτη 0.02 (φυσιολογική τιμή
έως 3,5 για άτομα ηλικίας από 50 έως 59 ετών όπως ο εφεσίβλητος, που ήταν τότε
56 ετών) και την από 11-6-2013 βεβαίωση του θεράποντος ιατρού του,
, Διευθυντή
της Β' Ουρολογικής Κλινικής του νοσοκομείου
η οποία όμως αναφέρεται στην
επέμβαση που είχε υποβληθεί τον Ιούλιο του 2010, Συγκεκριμένα, σ' αυτή
βεβαιώνεται ότι το αδενοκαρκίνωμα έφτανε στα εγχειρητικά
όρια και διαγνώστηκε σε νεαρή ηλικία για άνδρα και ότι λόγω των παραπάνω
παραγόντων ο ασθενής χρήζει πολύ συχνής τακτικής παρακολούθησης, βεβαίωνε
δηλαδή την τότε κατάσταση της υγείας του και όχι την πορεία της, κατά τα έτη
2011-2013. Ο εφεσίβλητος τυγχάνει φαρμακοποιός, διατηρώντας δική του επιχείρηση
φαρμακείο στην περιοχή της
και όπως βεβαίωσε στην από 19-2-2014 έκθεση
έρευνας που πραγματοποίησε την 18-2-2014 κατόπιν εντολής της εκκαλούσας ασφαλιστικής
εταιρίας ο υπάλληλος της
., αυτός βρισκόταν στο φαρμακείο του μαζί με μία
υπάλληλο του και του είπε πως έχει επαγγελματική δραστηριότητα και δεν έχει
συνταξιοδοτηθεί. ʼλλωστε, και η εξετασθείσα
ως μάρτυρας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σύζυγος του εφεσίβλητου
κατέθεσε
ότι αυτός εξακολουθεί να απασχολείται στο φαρμακείο του, πλέον όμως με μειωμένο
ωράριο, κατόπιν σύστασης του θεράποντος ιατρού του να περιορίσει τις
επαγγελματικές του δραστηριότητες και να φροντίσει ώστε να μην κουράζεται. Όλα
τα άνω στοιχεία εκτιμήθηκαν από τους αρμόδιους ιατρούς της εκκαλούσας
ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία μετά και την αποστολή της προαναφερόμενης από 20-2-2014
επιστολής της, που αφορούσε το ένδικο στην παρούσα έκκλητη δίκη υπ' αριθ.
ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι θα έπαυε η απαλλαγή
πληρωμής ασφαλίστρων και ότι από 29-10-2014 έπρεπε να καταβάλει εκ νέου τα
αναλογούντα στη σύμβαση ασφάλιστρα, επανέφερε το άνω συμβόλαιο σε κατάσταση
πληρωμής από την άνω ημερομηνία. Μετά ταύτα, ο εφεσίβλητος καταβάλει έκτοτε
ανελλιπώς, όπως βεβαιώνει η εφεσίβλητη στις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις
της, προκειμένου να αποφύγει την εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης
ασφάλισης Εξάλλου, σύμφωνα και με την από 16-2-2016 ιατρική έκθεση της
συνεργαζόμενης με την εκκαλούσα ιατρού
και ελλείψει νεώτερων ιατρικών πιστοποιητικών εκ μέρους του εφεσίβλητου, από τα
στοιχεία του φακέλου του δεν προκύπτει ενεργής νόσος (μετάσταση ή υποτροπή)
ούτε ανικανότητα προς εργασία (πέραν του πρώτου μετεγχειρητικού τριμήνου το πολύ),
η εν λόγω πάθηση του αντιμετωπίστηκε επιτυχώς με ριζική επέμβαση, ενώ από την
πλευρά του τελευταίου δεν προσκομίζονται έτερες ιατρικές βεβαιώσεις που να
αντικρούουν το συμπέρασμα αυτό. Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι έχει επέλθει
ίαση της προαναφερομένης νόσου και εντεύθεν ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση
του εφεσίβλητου να καταβάλλει το οφειλόμενα ασφάλιστρα στην εκκαλούσα ασφαλιστική
εταιρία, σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 1, 2. ΙΙ. και 3 του Παραρτήματος Β' της
προκείμενης σύμβασης ασφάλισης ζωής). Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι η «διαρκής
ολική ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα» και η σοβαρή ασθένεια αποτελούν
διακριτούς και αυτοτελείς ασφαλιζόμενους κινδύνους, συμφωνά με το άρθρο 1 της
επίδικης σύμβασης και, συνεπώς, η επέλευση καθενός από αυτούς οδηγεί αυτοτελώς
σε ενεργοποίηση της απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων. Έτσι, από μόνη της η
επέλευση της «σοβαρής ασθένειας», όπως στην περίπτωση του ο καρκίνος,
ενεργοποίησε αυτοτελώς την απαλλαγή του από την πληρωμή ασφαλίστρων,
ανεξαρτήτως του αν η άνω ασθένεια επέφερε και διαρκή ανικανότητα του για
εργασία, η οποία μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε βλάβη της υγείας. Ότι,
παρόλα αυτά, στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα εξαρτούσε την άνω απαλλαγή
από την ύπαρξη της ικανότητας ταυ προς εργασία, συνδέοντας με αυτόν τον τρόπο
δύο διαφορετικές ασφαλιστικές περιπτώσεις, που όμως στο επίδικο συμβόλαιο προβλέπονται
διαζευκτικά για την ενεργοποίηση του όρου της απαλλαγής προβαίνοντας έτσι σε
βάρος του σε μονομερή επιβολή οικονομικών υποχρεώσεων που δεν προβλέπονται
συμβατικά. Ότι, άλλωστε, στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 2.1 του ανωτέρω
Παραρτήματος, στην οποία γίνεται λόγος για την υποχρέωση ενεργοποίησης και πάλι
της υποχρέωσης πληρωμής ασφαλίστρων, αναγράφεται ότι «Σε περίπτωση που έχει
αποκατασταθεί η ικανότητα του Ασφαλισμένου» και όχι σε περίπτωση που
αποκατασταθεί η υγεία του Ασφαλισμένου και δεν είναι ενεργής η σοβαρή νόσος. Ενώ,
αν η εκκαλούσα ήθελε να εξαρτήσει την ενεργοποίηση εκ νέου της υποχρέωσης
καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση ίασης της «σοβαρής ασθένειας», όφειλε να το
είχε ορίσει ρητώς στη σύμβαση. Ακόμη, ότι η υποχρέωση του για παροχή, δύο μήνες
πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης απαλλαγής, ιατρικής έκθεσης αφορά
στην ανικανότητα του όπως ρητώς αναγράφεται στην τελευταία παράγραφο του άρθρου
3 του άνω Παραρτήματος, και όχι για το αν η συγκεκριμένη ασθένεια εξακολουθεί
να υφίσταται ενεργός, ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, όφειλε να το προβλέψει ρητώς
στη σύμβαση. Μάλιστα, προς επίρρωση των άνω ισχυρισμών του επικαλείται την υπ
αριθ. πρωτ 15739/15-7-2014 έγγραφη σύσταση πόρισμα
της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Καταναλωτή προς την εγκαλούσα
ασφαλιστική εταιρία, που στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της προς το σκοπό
συναινετικής επίλυσης της διαφοράς που ανέκυψε με άλλον ασφαλισμένο της (εκκαλούσας)
σχετικά με την απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων λόγω «σοβαρής ασθένειας» (έμφραγμα
μυοκαρδίου) κατέληξε σε όμοιο με τις άνω αιτιάσεις του εφεσίβλητου συμπέρασμα.
Ωστόσο, από τους προαναφερόμενους όρους του Παραρτήματος, ερμηνευομένους
υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ήτοι χωρίς προσήλωση τις
λέξεις και όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών
ηθών - οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμοστέοι στην προκείμενη περίπτωση, καθώς ανακύπτει
κενό στη σύμβαση (ΑΠ 45/2019 ΧρΙΔ 2C19.676. ΑΠ
208/2019 ΔΕΕ 2019 1334, ΑΠ 60/2019 ΤΝΠ Νόμος), εφόσον δεν προβλέπεται ρητώς σ'
αυτήν εάν ενεργοποιείται εκ νέου για τον ασφαλισμένο η υποχρέωση πληρωμής
ασφαλίστρων σε περίπτωση ίασης της «σοβαρής ασθένειας», όπως τούτο προβλέπεται
σε περίπτωση αποκατάστασης της ικανότητας του ασφαλισμένου προς εργασία, με
αντίστοιχη υποχρέωση του για παροχή, δύο μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της
αναγνώρισης απαλλαγής, σχετικής ιατρικής έκθεσης - συνάγεται ότι α): η
εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να απαλλάσσει τον ασφαλισμένο (εν
προκειμένω τον εφεσίβλητο) από τη συμβατική υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε
περίπτωση επέλευσης είτε διαρκούς ολικής ανικανότητας είτε εκδήλωσης οιασδήποτε
διαλαμβανομένης στον κατάλογο του άρθρου 1 παρ. II του ως άνω Παραρτήματος
«σοβαρής ασθένειας», β) Σε περίπτωση, όμως, είτε άρσης της διαρκούς ολικής
ανικανότητας είτε ίασης της ως άνω «σοβαρής ασθένειας» - γεγονός, το οποίο σ ασφαλισμένος
υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστή, κατά τα προεκτιθέμενα
ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική
εκδοχή, υπό την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος και εν προκειμένω η εκκαλούσα
ασφαλιστική εταιρία βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ακόμη και σε περίπτωση ίασης
της «σοβαρής ασθένειας», με την εκπλήρωση της παροχής του. ήτοι την παροχή
ασφαλιστικής κάλυψης, και το έτερο μέρος απαλλάσσεται εις το διηνεκές από την
υποχρέωση εκπλήρωσης της αντιπαροχής του, ήτοι την καταβολή του προβλεπομένου
ασφαλίστρου, δικαιούμενο σε λήψη όλων των οφειλομένων συμβατικών παροχών του αντισυμβαλλόμενου
μέρους, αντίκειται στο σκοπό της σύμβασης, καθ' όσον άγει σε πλήρη ανατροπή του
δικαιοπρακτικού θεμελίου (βλ. ομοίως ΕφΑΘ 4145/2019, ΕφΑΘ 1435/2019, ΕφΑΘ 3775/2017 ΤΝΠ
ΔΣΑ «Ισοκράτης). Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από το γεγονός ότι
στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 2.1 του ανωτέρω Παραρτήματος, όπου γίνεται
λόγος για την υποχρέωση ενεργοποίησης και πάλι της υποχρέωσης πλερωμής
ασφαλίστρων, αναγράφεται ότι «Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα
του Ασφαλισμένου» και όχι σε περίπτωση που αποκατασταθεί η υγεία ή η σοβαρή
νόσος, ούτε από το γεγονός ότι στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 3 - το οποίο,
σημειωτέον, τιτλοφορείται ως «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ
ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ» - προβλέπεται η υποχρέωση του Ασφαλισμένου για
παροχή, δύο μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης απαλλαγής,
ιατρικής έκθεσης σχετική με την ανικανότητα του και όχι για το αν η
συγκεκριμένη σοβαρή ασθένεια εξακολουθεί να υφίσταται ενεργός. Τούτο, διότι με
βάση την ερμηνεία που αποδίδει ο εφεσίβλητος στις εν λόγω διατάξεις, η
εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία θα έπρεπε να συνεχίσει να απαλλάσσει εσαεί από
την καταβολή ασφαλίστρων τους ασφαλισμένους της που ασθένησαν από κάποια από
τις αναφερόμενες στην ασφαλιστική σύμβαση σοβαρές ασθένειες, όπως για
παράδειγμα ο καρκίνος, που πολλές μορφές του είναι ιάσιμες ή μπορεί με βάση τις
εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης να καταστούν στο μέλλον ιάσιμες, χωρίς
προσκόμιση ιατρικής έκθεσης για τον έλεγχο της κατάστασης της υγείας τους, αν
και αυτοί μπορεί να καταστούν ελεύθεροι νόσου, ενώ αντίθετα στους ασφαλισμένους
που έχουν υποστεί διαρκή ολική ανικανότητα, που μπορεί ενίοτε να είναι πολύ
σοβαρή, να τους υποχρεώνει σε προσκόμιση κατ' έτος ιατρικής έκθεσης για τον έλεγχο
της κατάστασης της υγείας τους προκειμένου να ελεγχθεί η συνέχιση της
ανικανότητας τους προς εργασία, πράγμα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το
νόημα και τη ratio της σύμβασης. Με βάση τις άνω παραδοχές, το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του. έκρινε ότι δεν
έπαυσε από τις 29-10-2014 και μετέπειτα να συντρέχει περίπτωση ενεργοποίησης
του όρου του υπ' αριθ.
/29-10-2001 ασφαλιστηρίου συμβολαίου περί απαλλαγής,
του από την πληρωμή ασφαλίστρων, το οποίο εξακολουθεί να. είναι σε ισχύ, εφόσον
ο τελευταίος καταβάλλει ανελλιπώς τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, και ακολούθως
δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του, αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγουν και ήδη
εφεσίβλητος δεν υπέχει υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων για το άνω ασφαλιστήρια
συμβόλαια από τις 29-10-2014 και εφεξής, εσφαλμένα εκτίμησε τις προσαχθείσες
ενώπιον του αποδείξεις. Επομένως, πρέπει κατά παραδοχή των σχετικών λόγων της
έφεσης και ως κατ' ουσίαν βάσιμων, να εξαφανιστεί η
εκκαλούμενη απόφαση, να διαταχθεί η επιστροφή των κατατεθέντος υπ' αριθ.
/2019
ηλεκτρονικού παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ)
και, αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο τούτο η από 8-5-2014 και με
αριθμό κατάθεσης
/2014 αγωγή του εφεσίβλητου (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), θα πρέπει αυτή να απορριφθεί εν όλω
ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει ο τελευταίος, λόγω της ήττας του να
καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας αμφοτέρων των
βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ),
κατά τα ειδικότερα οριζόμενο στο διατακτικό.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ
κατ' αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ
τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση κατά της υπ' αριθμό
4317/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ
την άνω εκκαλούμενη απόφαση
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ
την επιστροφή του κατατεθέντος υπ' αριθμ. ./2019
ηλεκτρονικού παραβόλου στην εκκαλούσα.
ΚΡΑΤΕΙ
και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 6-5-2014 και με αριθμό κατάθεσης ./2014 αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ
αυτήν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ
τον εφεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας, αμφοτέρων των
βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ
και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 5η Μαρτίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο
του σε έκτακτο δημόσια συνεδρίαση την 29 Απριλίου 2020, χωρίς να παρίστανται οι
διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ