ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΕφΑθ 1255/2019
Ασφαλιστικά μέτρα - Ανακοπή κατʼ άρθρο 92 ΠτΚ - Σύμβαση ασφάλισης ζωής - Ασπίς Πρόνοια - Ασφαλιστική εταιρία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση - Εκπρόθεσμη αναγγελία απαιτήσεων - Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση Ζωής -.
Μετά και την οριστική αποτυχία μεταβίβασης σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται λυμένες και όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής και μάλιστα από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της τελευταίας και από τούδε και στο εξής εφαρμόζονται και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής οι διατάξεις της αναγκαστικής εκκαθάρισης, με αυτόθροη συνέπεια, την υποχρέωση των τελευταίων για αναγγελία των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή με σκοπό την επαλήθευσή τους και την προνομιακή τους ικανοποίηση από την ασφαλιστική τοποθέτηση, μετά από σχετική πρόσκληση από τον τελευταίο, κατʼ ανάλογη εφαρμογή των όσων προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 για τους δικαιούχους ασφαλίσματος. Αυτή η διαδικασία της αναγγελίας των απαιτήσεων ακολουθείται και για τους δικαιούχους ασφαλίσματος και συνεπώς το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής, αφού δεν συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετώπισης αυτών στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και της προνομιακής ικανοποίησης αμφοτέρων από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο ασφάλισης ζωής που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 αλλά η ανακοπή της διάταξης του άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Με την εκκαλουμένη απόφαση η ανακοπή απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, διότι ασκήθηκε μετά την παρέλευση των 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση την 4.12.2015 της ανακοίνωσης καταχώρισης στην αρμόδια εποπτική αρχή - Τράπεζα της Ελλάδος της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής. Δεδομένου ότι η ανακοπή κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν υπόκειτο στην προθεσμία αυτή σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή. Δεκτή η ανακοπή ως ουσία βάσιμη.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός απόφασης 1255/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 14°
Συγκροτούμενο από το Δικαστή Γαβριήλ Μαλλή, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 8η Νοεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων: 1). του , κατοίκου Μοσχάτου Αττικής, οδός αρ. , με ΑΦΜ ΔΟΥ Μοσχάτου, 2). του , κατοίκου Μοσχάτου Αττικής, οδός αρ. , με ΑΦΜ ΔΟΥ Μοσχάτου και 3). του , κατοίκου Μοσχάτου Αττικής, οδός αρ. , με ΑΦΜ ΔΟΥ Μοσχάτου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Κρανιώτη δυνάμει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» η οποία τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση δυνάμει της υπʼ αρ. 156/16/21.9.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) (ΦΕΚ 11292/21.9.2009, τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ και ΦΕΚ 2028/21.9.2009 τεύχος Β') εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Όθωνος αρ. 4, με ΑΦΜ 094006538 (ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών), εκπροσωπείται νόμιμα από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή αυτής την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΡΝΣΤ & ΓΙΑΝΓΚ (ΕΛΛΑΣ) Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές ΑΕ» και παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ελευθερίου Βλαχογιάννη.
Οι εκκαλούντες - ανακόπτοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 18.7.2017 υπʼ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 564160/8907/2017 ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπʼ αριθ. 8759/2017 απόφαση διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία η ανακοπή απορρίφθηκε.
Την απόφαση αυτή εκκαλούν οι ανακόπτοντες με την από 14.2.2018 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 14897/974/15.2.2018 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί με την υπʼ αριθ. 1670/1389/15.2.2018 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου για την παραπάνω αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων δεν παραστάθηκε και προκατέθεσε προτάσεις κατʼ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση κατά της υπʼ αριθ. 8759/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε την 15.2.2018 νομότυπα και εμπρόθεσμα κατʼ άρθρα 495, 511, 513 § 1 περ. β, 516 § 1, 517 ΚΠολΔ, εντός της προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ των δύο ετών από την δημοσίευση της απόφασης που έλαβε χώρα την 18.12.2017. Δεδομένου ότι για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί το υπʼ αρ. e παράβολο των ευρώ 100 που προβλέπεται στο άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Οι εκκαλούντες - ανακόπτοντες με την υπό κρίση ανακοπή τους εκθέτουν ότι ο πρώτος εξ αυτών κατάρτισε με την καθʼ ης την υπʼ αριθ. ασφαλιστική σύμβαση ζωής, με τον ίδιο ασφαλισμένο, διάρκειας 28 ετών, με έναρξη ισχύος την 1.4.1988 και λήξη την 1.4.2016, ότι η δεύτερη εξ αυτών κατάρτισε με την καθʼ ης την υπʼ αρ. ασφαλιστική σύμβαση ζωής, με την ίδια ασφαλισμένη, ισόβιας διάρκειας με έναρξη ισχύος την 12.7.1994 καθώς και την υπʼ αρ. ασφαλιστική σύμβαση ζωής, με την ίδια ασφαλισμένη, διάρκειας 20 ετών, με ημερομηνία έναρξης την 20.7.2001 και λήξης την 20.7.2022 και ότι η τρίτη εξ αυτών κατάρτισε με την καθʼ ης (διά του ασκούντος τη γονική μέριμνα αυτής πατέρα της πρώτου ανακόπτοντος λόγω του ότι τότε ήταν ανήλικη) την υπʼ αρ. ασφαλιστική σύμβαση ζωής, με την ίδια ασφαλισμένη, διάρκειας 25 ετών, με ημερομηνία έναρξης την 25.9.1995 και λήξης την 25.9.2020. Ότι καθʼ όλο το χρονικό διάστημα που ίσχυαν οι ως άνω ασφαλίσεις κατέβαλαν κανονικά τα ασφάλιστρα. Ότι δυνάμει της με αριθμό 156 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 2028/21.9.2009 (τεύχος Β') ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της καθʼ ης ασφαλιστικής εταιρίας, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Ότι οι ίδιοι δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους ώστε να συμμετάσχουν στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, γιʼ αυτό ζητούν με την ανακοπή τους, αναγνωριζομένης της απαίτησής τους ύψους 5.402,53 ευρώ ως προς το υπʼ αρ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, 400,14 ευρώ ως προς το υπʼ αρ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, 597,41 ευρώ ως προς το υπʼ αρ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής και 2.551,93 ευρώ ως προς το υπʼ αρ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, να επαληθευθούν και να συμπεριληφθούν στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής που καταχωρήθηκε στην αρμόδια Εποπτική Αρχή της Τράπεζας της Ελλάδος στις 18.11.2015. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπʼ αριθ. 8759/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία η ανακοπή απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Κατά της απόφασης αυτής, στρέφονται οι ανακόπτοντες, παραπονούμενοι για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανακοπή τους.
Η διαδικασία της θέσης μίας ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ρυθμιζόταν από τις διατάξεις των άρθρων του ν.δ. 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» (ΦΕΚ Α' 237/17.01.1970). Ωστόσο, με την ψήφιση του ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25.11.2009 κτλ», καταργήθηκε το ως άνω ν.δ. 400/1970. Οι διατάξεις του νέου ως άνω νόμου, κατʼ άρθρο 284 αυτού, ισχύουν από 01.01.2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144, 221 έως και 248 και 272 που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (05.02.2016).
Με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 εδ. α' του ν.δ. 400/1970, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης». Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, όπως περιγράφεται ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970, προσομοιάζει προς τον θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξή του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες (ΕφΑΘ 6286/2011, ΕφΠειρ 279/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τούτο δε ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ (ν. 3588/2007) σύμφωνα με την οποία «Οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά». Μάλιστα, ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι ειδικότερος από αυτόν της πτώχευσης, του οποίου και προηγείται, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 του ν.δ. 400/1970, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ. 13 του ν. 2496/1970, κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωση αυτής, η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση (ΕφΑΘ 6286/2011, ΜΠΠειρ 1383/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λ.π.», ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από 01.01.2016 με το άρθρο 278 παρ. 7 του ν. 4364/2016, προκύπτει ότι «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγάμενη «ασφαλιστική περίπτωση». Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση, η ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λ.π., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά περιοριστικά τη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για καταβολή της συμφωνημένης παροχής που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία, εφόσον φυσικά είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής. Αντιθέτως, ο όρος «απαίτηση από ασφάλιση» έχει ευρύτερο περιεχόμενο και η έννοια του προκύπτει από το άρθρο 2α περ. λδ' του ν.δ. 400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη «ʼʼΑπαίτηση από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη από την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 στην παρ. 1 εδ. αʼ και β' ορίζεται ότι «Οι δικαιούχοι, απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος. Το προνόμιο αυτό ασκείται αποκλειστικά από τους δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και από τους δικαιούχους των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμία από τις ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει και μετά τη λύση της ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου ως άνω άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο "12α" του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. II επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισής της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο». Με τη διάταξη δε του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά τη ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 10 εδ. β' του άρθρου 12α του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Μετά τη λήξη της εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση)». Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιασδήποτε άλλης απαίτησης κατʼ αυτής υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (ΕφΘεσ 1038/2009 ΕπΕμπΔ 2009. 730, ΕφΠειρ 279/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ). Για δε την αναγγελία των ασφαλισμένων ισχύουν, όσα προβλέπονται και στο πτωχευτικό δίκαιο, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά. Ήτοι η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησής του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλόμενου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, τα αποδεικτικά της απαίτησης έγγραφα, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα. Η αναγγελία των απαιτήσεων των ασφαλισμένων στα όργανα της εκκαθάρισης προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 και αποτελεί σαφώς αντίβαρο στην αναστολή των ατομικών διώξεων που προβλέπεται στο άρθρο 12α παρ. 5 του ιδίου ως άνω νομοθετικού διατάγματος, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά, υπό το πρίσμα της αρχής της καθολικότητας, η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εκκαθάριση (ΑΠ 234/2016 αδημ.). Εκ πρώτης όψης, η αναγγελία έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσματος όχι όμως και οι ασφαλισμένοι ζωής, ως προς τους οποίους, κατά τις ανωτέρω γενόμενες αναλυτικές διακρίσεις, δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ωστόσο, από το παραπάνω γεγονός δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται σε αναγγελία της απαίτησής τους. Ειδικότερα, πράγματι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 ορίζει ακολούθως ότι υποβάλλεται στην εποπτική αρχή κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων (στο εξής ΚΔΑ), η οποία περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφαλίσματος ζωής, ενώ, επίσης, χωριστά αναφέρεται ότι περιλαμβάνει και όσους «αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία», ήτοι την ταχθείσα προθεσμία αναγγελίας, πράγμα όμως που αφορά και πάλι τους δικαιούχους ασφαλίσματος, διότι αυτοί έχουν μόνο κληθεί. Επομένως, η ως άνω διάταξη, όσον αφορά στους δικαιούχους ασφαλίσματος, είναι σαφής ως προς το ότι αυτοί έχουν υποχρέωση να αναγγείλουν την αξίωσή τους στον εκκαθαριστή, ώστε, μετά την επαλήθευσή τους, να συμπεριληφθούν στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Από την άλλη πλευρά, από το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 δεν προκύπτει ότι η αναγγελία αφορά ή ότι η συνακόλουθη ΚΔΑ περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφάλισης. Ωστόσο, πρέπει στο σημείο αυτό να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: Καταρχήν με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. α' του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται ότι «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου». Από την παραπάνω ρύθμιση συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής δεν λήγουν με την ανάκληση της άδειας, αλλά παραμένουν σε ισχύ. Έτσι, ενώ η πρόωρη λύση αυτών των συμβάσεων θα οδηγούσε σε αξίωση των ασφαλισμένων στην αξία εξαγοράς κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 εδ. γ' του ν. 2496/1997, η συνέχισή τους σημαίνει, αντίθετα, ότι οι ασφαλισμένοι δεν αποκτούν με μόνη την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης αξίωση κατʼ αυτής. Αυτός είναι κι ο λόγος που η αναγγελία και η ακόλουθη κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος και όχι και του δικαιούχους ασφάλισης ζωής. Ήτοι κατά την αντίληψη του νομοθέτη του ν.δ. 400/1970, οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής, στις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας, δεν λήγουν αλλά διατηρούνται σε ισχύ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει γεννημένη αξίωση του ασφαλισμένου, η οποία θα είχε λόγο αναγγελίας. Συνεπώς, ο λόγος που η ως άνω διάταξη (άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970) δεν προβλέπει αναγγελία όσων δεν έχουν γεννημένη απαίτηση σε ασφάλισμα κατά την ανάκληση της άδειας, δεν είναι ότι αυτοί μετέχουν, άνευ άλλου τινός, στην εκκαθάριση, αλλά ότι ο τότε νομοθέτης είχε την υπόψη του ότι αυτές οι συμβάσεις συνεχίζονται. Η παραπάνω άποψη - κρίση ενισχύεται ιδίως από το ότι στην παράγραφο 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3867/2010 οριζόταν ότι «Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν πρότασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, αφού λάβει υπόψη του και τη συστημική σπουδαιότητα των τυχόν χαρτοφυλακίων ζωής, που διαχειριζόταν η υπό εκκαθάριση επιχείρηση, να ορίζει επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος είναι πρόσωπο άλλο από τον επόπτη εκκαθάρισης ... και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση των χαρτοφυλακίων αυτών, που δεν τίθενται σε εκκαθάριση. Μερική ή ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής επιτρέπεται με επιμέλεια του ως άνω επόπτη, διενεργείται δε, μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κατόπιν πρότασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 3 παρ. 6 και 59 του παρόντος διατάγματος...». Βάσει της ως άνω διάταξης εκδόθηκε η Υπουργική Απόφαση με αριθμό Β.2574/16.02.2009 «Θέματα εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970» (ΦΕΚ Β' 2509/18.12.2009), που υπογράφηκε από τον Υφυπουργό Οικονομικών, με την οποία εξειδικεύθηκαν οι αρμοδιότητες και ενέργειες του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής για την αναδιοργάνωση και εν γένει τη λειτουργία των χαρτοφυλακίων Ζωής των εταιριών που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας τους. Μεταξύ δε των αρμοδιοτήτων του Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής, ήταν, κατʼ άρθρο 4 της ως άνω Υ.Α., η διενέργεια απογραφής των ασφαλισμένων και των απαιτήσεών τους σύμφωνα με τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά αρχεία της επιχείρησης (παρ. 1), στη συνέχεια, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής έπρεπε να αναρτηθεί «κατάλογος ασφαλισμένων» στην ιστοσελίδα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και να δημοσιευθεί το γεγονός της ανάρτησης μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια είναι οικονομική. Πρόσωπο, που έχει ασφαλισθεί και δεν είναι καταχωρημένος στον ως άνω κατάλογο, προσκομίζει το ασφαλιστήριο ή την αίτηση ασφάλισης πλέον της απόδειξης (προ) καταβολής του ασφαλίσματος στον Επόπτη προκειμένου για την καταγραφή του μετά από σχετική επαλήθευση (παρ. 2). Επίσης, κατά την παρ. 3 του άρθρου 4 της ως άνω Υ.Α., εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής, ο Επόπτης του Χαρτοφυλακίου Ζωής καταρτίζει το «Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής», στο οποίο περιέχονται ανά κλάδο: «α) Το σύνολο των Ασφαλισμένων κατά την ημερομηνία θέσης της Επιχείρησης σε εκκαθάριση. Ασφαλισμένος, ο οποίος έχει προσκομίσει ασφαλιστήριο ή αίτηση ασφάλισης πλέον απόδειξης (προ)καταβολής ασφαλίσματος, δεν καταγράφεται όμως στα αρχεία της Επιχείρησης καταχωρείται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στα προσκομισθέντα στον Επόπτη έγγραφα, εφόσον επαληθευθεί από αυτόν, β) Το σύνολο των Παροχών της Επιχείρησης έναντι κάθε Ασφαλισμένου κατά την ημερομηνία κατάρτισης του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής. Η καταγραφή κάθε Παροχής γίνεται με ευθύνη του Επόπτη αφού ληφθεί υπόψη η αποτίμηση της σύμφωνα αφενός με τους όρους του ασφαλιστηρίου, αφετέρου της αίτησης ασφάλισης και εκ τρίτου των διαλαμβανομένων στα αρχεία της Επιχείρησης και των για την συγκεκριμένη σύμβαση διαλαμβανομένων στο Βιβλίο Τεχνικών Σημειωμάτων και Γενικών και Ειδικών Όρων των Ασφαλίσεων Ζωής της Επιχείρησης. Οι λοιπές τιμές της Παροχής απλώς αναφέρονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής περιλαμβάνεται το σύνολο των ασφαλισμένων στους κλάδους ζωής με τα ειδικότερα ασφαλιστικά προγράμματα που οι ασφαλισμένοι κατείχαν και προσδιορίζεται το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρίας για κάθε ασφαλιζόμενο ξεχωριστά ανά ασφαλιστήριο ζωής με ημερομηνία υπολογισμού της ως άνω υποχρέωσης την ημερομηνία κατά την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εταιρίας, αφού από την ημερομηνία αυτή αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρίας για είσπραξη ασφαλίστρων και η υποχρέωση ικανοποίησης απαιτήσεων από τον ασφαλιστή, κατʼ άρθρο 2 παρ. 1 γ του ν. 3867/2010. Τα παραπάνω δε στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής συγκεντρώνονται κατά κανόνα κατόπιν απογραφής του συνόλου των ασφαλισμένων (άρθρο 4 παρ. 3 της Υ.Α.) και όχι βάσει αναγγελιών, καθώς η περίπτωση της αναγγελίας προβλέπεται μόνο ως «θεραπεία» τυχόν σφαλμάτων κατά τη σύνταξη του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής, εξαιτίας των οποίων υπήρξε παράλειψη καταχώρισης ασφαλισμένων σε αυτό. Επίσης, το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής προσδιορίζει το μαθηματικό απόθεμα που όφειλε να διαθέτει η εταιρία κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της για έκαστο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (ΕφΑΘ 6588/2013 αδημ.). Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του ν. 3867/2010 (ΦΕΚ Α' 128/03.08.2010) καταργήθηκε η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και μεταφέρθηκαν όλες οι αρμοδιότητές της στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με το άρθρο 2 δε του ίδιου ως άνω νόμου, όπως προεκτέθηκε, καταργήθηκε η παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 και προβλέφθηκε ειδικώς ότι στις εκκρεμείς διαδικασίες που αφορούσαν ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων, κατά την ημέρα δημοσίευσης αυτού του νόμου, έχει ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας και έχει οριστεί επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής, θα εξακολουθούσαν να διέπονται από τις διατάξεις που καταργούνταν, όπως αυτές τροποποιούνται και συμπληρώνονται. Επίσης, στο άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 ορίζεται ότι «Αν παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση αυτού του νόμου χωρίς να εκδοθεί εγκριτική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και για το χαρτοφυλάκιο ζωής εφαρμόζονται οι διατάξεις της ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύουν». Η εν λόγω προθεσμία είχε αρχικά παραταθεί διαδοχικά με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 4002/2011 έως 31.03.2012 και με το άρθρο τέταρτο παρ. 3 εδ. δ' του ν. 4063/2012 έως 31.05.2012. Από τις ως άνω διατάξεις, αλλά και τα όσα ήδη εκτέθηκαν, προκύπτει ότι, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, δίνεται ένα ιδιαίτερο, αυξημένο θα έλεγε κάποιος, βάρος στις περιπτώσεις των ασφαλειών ζωής για τις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ώστε όλες αυτές οι περιπτώσεις, καλούμενες ως «Χαρτοφυλάκιο Ζωής», να «διασωθούν» κατά κάποιον τρόπο, παραμένοντας σε ισχύ -αφού γιʼ αυτές ειδικά προβλέπεται ότι δεν λύνονται αυτοδίκαια μετά την οριστική ανάκληση της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης-, με σκοπό να μεταβιβασθούν, αν τούτο καταστεί δυνατό, σε άλλη αναδοχή ασφαλιστική εταιρία. Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι μετά και την οριστική αποτυχία μεταβίβασης σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται λυμένες και όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής και μάλιστα από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της τελευταίας και από τούδε και στο εξής εφαρμόζονται και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής οι διατάξεις της αναγκαστικής εκκαθάρισης, με αυτόθροη συνέπεια, την υποχρέωση των τελευταίων για αναγγελία των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή με σκοπό την επαλήθευσή τους και την προνομιακή τους ικανοποίηση από την ασφαλιστική τοποθέτηση, μετά από σχετική πρόσκληση από τον τελευταίο, κατʼ ανάλογη εφαρμογή των όσων προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 για τους δικαιούχους ασφαλίσματος. Ο μόνος δε λόγος που δεν προβλέφθηκε και αυτό στην ως άνω διάταξη είναι διότι ο νομοθέτης του ν.δ. 400/1970, θεωρούσε ότι οι ασφαλίσεις ζωής δεν έχουν λυθεί αυτοδίκαια με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα. ’λλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε, αυτή η διαδικασία της αναγγελίας των απαιτήσεων ακολουθείται και για τους δικαιούχους ασφαλίσματος και συνεπώς το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής, αφού δεν συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετώπισης αυτών στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και της προνομιακής ικανοποίησης αμφοτέρων από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Απλά η όλη διαδικασία για τους τελευταίους ξεκινά σε ένα μεταγενέστερο στάδιο σε σχέση με τη διαδικασία που ισχύει για τους δικαιούχους ασφαλίσματος, καθώς θα πρέπει πρώτα να αποβεί οριστικά άκαρπη η προσπάθεια μεταβίβασης του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Όσον αφορά δε το θέμα του αν η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής και η καταγραφή σε αυτό των δικαιούχων ασφάλισης, μπορεί να υποκαταστήσει την ως άνω υποχρέωση των δικαιούχων ασφάλισης ζωής για αναγγελία, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αυτό δεν είναι δυνατό. Τούτο διότι, καταρχήν, το ίδιο το ως άνω νομοθετικό πλαίσιο δεν δίνει τέτοια σημασία στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο. ’λλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε, η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής γίνεται στα πλαίσια της «αναδιοργάνωσης του χαρτοφυλακίου», κατʼ άρθρο 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970, με σκοπό τη μεταβίβαση αυτού σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Μετά δε την αποτυχία του ως άνω στόχου, η έννοια και η σημασία αυτού παύει να υφίσταται. Αντίθετα, μάλιστα, στο άρθρο 2 παρ. 4 και 5 του ν. 3867/2010 η μεταβίβαση σε ανάδοχο και η ασφαλιστική εκκαθάριση αντιμετωπίζονται ως δύο αυτοτελείς και αλληλοαποκλειόμενες ταυτοχρόνως διαδικασίες, αφού μόνο η λήξη της προσπάθειας για την πρώτη οδηγεί στη δεύτερη. Επίσης, ο διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, ο οποίος ήταν αρμόδιος για την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου, είχε λειτουργία συνδεόμενη μόνο με αυτή τη διαδικασία και δεν είναι όργανο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Προς επίρρωση δε της παραπάνω κρίσης του Δικαστηρίου πρέπει να αναφερθεί ότι και η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του επόπτη ασφαλιστικής εκκαθάρισης της συγκεκριμένης καθʼ ης η ανακοπή εν προκειμένω υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, ανέφερε ότι το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο δεν μπορεί να εκληφθεί ως «κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος». Συνεπώς, όπως σε κάθε συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών, η προηγούμενη αναγγελία των ασφαλισμένων προς τον εκκαθαριστή, είτε έχουν αξίωση σε ασφάλισμα είτε σε αξία εξαγοράς, είναι αναγκαία προκειμένου να συμπεριληφθούν στην κατάσταση δικαιούχων. Κάθε άλλη αντίθετη προσέγγιση βάση της οποίας θα υποχρεώνονταν σε αναγγελία αποκλειστικά και μόνο μία κατηγορία ασφαλισμένων, όπως λχ. οι δικαιούχοι ασφαλίσματος και όχι οι δικαιούχοι αξίας εξαγοράς ή το αντίστροφο, θα συνεπαγόταν κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών, η οποία διατρέχει ως θεμελιώδης και κατευθυντήρια βασική αρχή το πτωχευτικό δίκαιο και εν γένει τις συλλογικές διαδικασίες ικανοποίησης των πιστωτών. Περαιτέρω, σε περίπτωση που κάποιος ασφαλισμένος από εκείνους που ικανοποιούνται προνομιακά από την ασφαλιστική τοποθέτηση δεν αναγγείλει εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του, τότε προκύπτει το ζήτημα της δυνατότητας ένταξης των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω, της ένταξής τους στην Κατάσταση Δικαιούχων Ασφαλισμένων. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων...». Μολονότι η δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψης, να θεωρηθεί ως ένα είδος αντίρρησης της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, εντούτοις η συγκεκριμένη προσέγγιση αφενός προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του άρθρου, αφετέρου δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των «αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμιση. Ειδικότερα, στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι στην κατάσταση δικαιούχων, επί της οποίας ασκούνται οι αντιρρήσεις, περιλαμβάνονται όσοι αναφέρονται στα υπό στοιχεία α-γ στοιχεία, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους. Επομένως, οι όποιες αντιρρήσεις προβάλλονται με την ως άνω ανακοπή αφορούν στην επαλήθευση. Πλην όμως η επαλήθευση ακολουθεί την αναγγελία και συνεπώς, αν δεν έχει χωρήσει πρώτα αναγγελία δεν μπορεί να έχει λάβει χώρα επαλήθευση. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απόρριψης ή της εν μέρει παραδοχής της απαίτησής τους ή παράπονο οποιουδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής απαίτησης ασφαλισμένου (βλ, την παρόμοια θέση της νομολογίας για την προβολή αντιρρήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας ΠΠΘεσ 682/2013, ΠΠΞαν 16/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τούτο σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 δεν θα αφορούσε εν προκειμένω σε επαλήθευση (σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων, αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση (βλ. και την από 12.04.2016 Γνωμοδότηση του Γ. Δ. Τριανταφυλλάκη, Καθηγητή Νομικής στο Δ.Π.Θ. και την από 25.04.2016 Γνωμοδότηση του Αγγέλου Μπώλου, Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου, για όλα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν). Τα ανωτέρω δε ενισχύονται και από το γεγονός ότι στο Πτωχευτικό Δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου, όπως ήδη προεκτέθηκε, κατʼ άρθρο 179 ΠτΚ, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ρυθμίζεται αντίστοιχα στη διαδικασία της πτώχευσης το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά τη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ήτοι στην έννοια των «αντιρρήσεων» δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γιʼ αυτήν την περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ προβλέπεται ότι «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54». Επομένως, και στο Πτωχευτικό Δίκαιο διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά της επαλήθευσης των απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των παραπάνω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο ασφάλισης ζωής που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970. Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διάταξης του αμέσως παραπάνω αναφερόμενου άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, καταρχήν τούτο είναι δογματικά ορθό, καθώς δεν δύναται σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε κάποια σημεία τους όμοιους, σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική εκκαθάριση, στη μεν πρώτη να παρέχεται η δυνατότητα στον πιστωτή που δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτησή του να την αναγγείλει ώστε να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία, στη δε δεύτερη να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα για τον ασφαλισμένο που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του, με αποτέλεσμα αυτός να βρίσκεται τελικά σε δυσμενέστερη θέση, όντας αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης, αν παρέλθει η προθεσμία που του τάχθηκε στο πλαίσιο μίας διαδικασίας που κινήθηκε λόγω της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του. Μία τέτοια διάκριση μεταξύ των δύο διαδικασιών δεν στηρίζεται σε κανέναν απολύτως λόγο. Ωστόσο, για την συμπληρωματική εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ, και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το όλο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για την ασφαλιστική εκκαθάριση, ώστε η άσκηση μίας τέτοιας ανακοπής να μην αποτελέσει τροχοπέδη ιδίως για τις ταχύτατες διαδικασίες που προβλέπονται για την περαίωσή της. Συγκεκριμένα, η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ δικάζεται, κατʼ άρθρο 54 ΠτΚ, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ), από το πτωχευτικό δικαστήριο, που κατʼ άρθρο 53 ΠτΚ είναι το πολυμελές πρωτοδικείο που κήρυξε την πτώχευση. Εντούτοις στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, αυτή αποτελεί στάδιο που επέρχεται αναγκαστικά, όπως ήδη προεκτέθηκε, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 12α παρ. 1 ν.δ. 400/1970). Η δε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν διατάσσεται από κάποιο δικαστήριο, αλλά λαμβάνει χώρα μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης. Συνεπώς, εν προκειμένω, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεν υπάρχει αντίστοιχη έννοια με αυτή του «πτωχευτικού δικαστηρίου». Ωστόσο, από τις διατάξεις των άρθρων του ν.δ. 400/1970, μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα: α) με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 6 ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Με τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη πτώχευσης και του συνδίκου. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό» και β) με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τις δίκες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, ο νομοθέτης θέλησε να υπάρχει γιʼ αυτές αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της επιχείρησης και προέβλεψε την εκδίκασή τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως, κατά τεκμήριο, ταχεία διαδικασία, προκειμένου να περατωθεί γρήγορα η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και να ικανοποιηθούν οι προνομιακώς ασφαλισμένοι από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Συνεπώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους που δεν ανήγγειλαν εμπροθέσμως τις απαιτήσεις τους να θεωρηθεί ως ανακοπή της διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενη, λόγω μη ύπαρξης παρόμοιας ρύθμισης στο ν.δ. 400/1970, η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τον τρόπο αυτό επιλύεται ορθά το θέμα της σύγχυσης πολλών ασφαλισμένων περί της ύπαρξης υποχρέωσης ή μη αναγγελίας της απαίτησής τους, οι οποίοι είδαν την απαίτησή τους να συμπεριλαμβάνεται στο προσωρινό χαρτοφυλάκιο ζωής όχι όμως και στην συνταχθείσα στο επόμενο στάδιο κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής. Σημειώνεται άλλωστε ότι και ο ίδιος ο επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης βρέθηκε αρχικά σε δίλλημα, απευθύνοντας ερώτημα στη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, περί του αν το προσωρινό χαρτοφυλάκιο μπορούσε να εκληφθεί ως κατάσταση δικαιούχων ασφαλίσματος.
Ζήτημα ωστόσο γεννάται στις περιπτώσεις που η ανακοπή ασκείται πέραν της προθεσμίας των 45 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 10 παρ. 3 ΝΔ 400/1970. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ορθότερο φαίνεται ότι η ανακοπή αυτή, δεν υπόκειται σε προθεσμία, αφού δεν υπόκειται σε προθεσμία η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ που τυγχάνει συμπληρωματικής εφαρμογής. Βέβαια, η ανακοπή στις περιπτώσεις αυτές θα αφορά μόνο τις μελλοντικές διανομές και δεν θα θίγει ό,τι ήδη έγινε (βλ. ΕφΑΘ (Μον) 4310/2018 και μνημονευόμενες σʼ αυτήν ΕφΑΘ (Μον) 2667/2018, ΕφΑΘ (Μον) 397/2018 και ΕφΑΘ (Μον) 4321/2017 αδημ., Γνωμοδότηση του καθηγητή Τ.Δ Τριανταφυλλάκη που προσκομίζει η εφεσίβλητη).
Εν προκειμένω με την εκκαλουμένη απόφαση η ανακοπή απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, διότι ασκήθηκε μετά την παρέλευση των 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση την 4.12.2015 της ανακοίνωσης καταχώρισης στην αρμόδια εποπτική αρχή - Τράπεζα της Ελλάδος της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής. Δεδομένου ότι η ανακοπή κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν υπόκειτο στην προθεσμία αυτή σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή. Κατʼ ακολουθία πρέπει γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου έφεσης των εκκαλούντων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να ερευνηθεί η ανακοπή περαιτέρω κατʼ ουσία.
Από την εκτίμηση της υπʼ αρ. ./1.11.2017 ένορκης βεβαίωσης του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, την οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι ανακόπτοντες, η οποία λήφθηκε νομότυπα μετά από κλήτευση της καθʼ ης η ανακοπή να παραστεί κατά τη δόση της (βλ. υπʼ αρ. ./19.10.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ) και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, στα οποία περιλαμβάνεται και η υπʼ αρ. ./28.3.2006 ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών συζύγου το γένος , που προσκομίζει και επικαλείται η καθʼ ης η αίτηση, η οποία δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και συνεκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο, πιθανολογούνται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εταιρία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» ιδρύθηκε το έτος 1944 και λειτούργησε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1920 και του ν.δ. 400/1970 μέχρι το έτος 2009, οπότε δυνάμει της υπʼ αριθ. ./21.9.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 11292/21.9.2009 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ και ΦΕΚ 2028/21.9.2009 τεύχος Β' ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της εταιρίας, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970. Ο πρώτος ανακόπτων είναι ασφαλισμένος δυνάμει της υπʼ αριθ. ασφαλιστικής σύμβασης ζωής, διάρκειας 27 ετών, με έναρξη ισχύος την 1.4.1988, η δεύτερη εξ αυτών κατάρτισε με την καθʼ ης την υπʼ αρ. ασφαλιστική σύμβαση ζωής, με την ίδια ασφαλισμένη, ισόβιας διάρκειας με έναρξη ισχύος την 12.7.1994 καθώς και την υπʼ αρ. ασφαλιστική σύμβαση ζωής, με την ίδια ασφαλισμένη, διάρκειας 20 ετών, με ημερομηνία έναρξης την 20.7.2001 και λήξης την 20.7.2022 και η τρίτη εξ αυτών είναι ασφαλισμένη δυνάμει την υπʼ αρ. ασφαλιστικής σύμβαση ζωής, διάρκειας 25 ετών, με ημερομηνία έναρξης την 21.9.1995. Καθʼ όλο το χρονικό διάστημα που ίσχυαν οι ως άνω ασφαλίσεις οι ανακόπτοντες κατέβαλαν κανονικά τα ασφάλιστρα. Δυνάμει της με αριθμό 1408/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία, διορίσθηκε ως εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εταιρίας, κατʼ άρθρο 12α παρ. 4 του ν.δ. 400/1970, ο του . Με τη με αριθμό 132/5/24.03.2015 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ.) της Τράπεζας της Ελλάδος ορίσθηκε ως Επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της εταιρίας, κατʼ άρθρο 12α παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, ο για το χρονικό διάστημα από 10.04.2015 έως 31.12.2015, του οποίου η θητεία ανανεώθηκε τελικά μέχρι 28.02.2016, ενώ με το άρθρο 248 του ν. 4364/2016 προβλέφθηκε ανανέωση θητείας μέχρι 30.06.2016. Δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο Ια του άρθρου 2 του ν. 3867/2010, της Υ.Α. με αριθμό Β.2574/16.02.2009 και της διάταξης του άρθρου 1 του ν. 3867/2010, εκδόθηκε η με αριθμό Β.77/15.1.2010 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία αποφασίσθηκε ο διορισμός του ως Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής. Ο τελευταίος ανέλαβε την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου ζωής που περιλαμβάνει την κατάρτιση Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής, την αναμόρφωση των παροχών και τη διαρκή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του κλάδου ζωής, με σκοπό τη μερική ή ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία, μία ή περισσότερες, κατά τις διατάξεις της παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970. Στις 15.09.2010 ο ως άνω διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, , πραγματοποίησε την προβλεπόμενη εκ της ως άνω Υ.Α. ανάρτηση του «καταλόγου των ασφαλισμένων» αρχικά στην ιστοσελίδα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και ακολούθως στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ το γεγονός της ανάρτησης δημοσιεύθηκε μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Εν συνεχεία, ο ως άνω Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων του, κατήρτισε στις 09.11.2011 το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής των ασφαλισμένων της εταιρίας - καθʼ ης η ανακοπή, με το περιεχόμενο που ορίζει η παρ. 3 του άρθρου 4 της Υ.Α. Β 2574/2009, και ανήρτισε αυτόν στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ το γεγονός της ανάρτησης δημοσιεύθηκε σε ημερήσιες εφημερίδες. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι, ενώ ο ως άνω διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής έπραξε όλα τα παραπάνω και κατήρτισε το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής, τελικά δεν επιτεύχθηκε μεταβίβαση του Χαρτοφυλακίου Ζωής και η Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3867/2010 απηύθυνε δημόσια πρόσκληση για την ανάδειξη αναδόχου Χαρτοφυλακίου Ζωής της εταιρίας. Η ως άνω διαδικασία περατώθηκε τελικά στις 31.05.2012 δίχως την εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης για την αναδοχή του Χαρτοφυλακίου Ζωής. Κατόπιν τούτων, με τη με αριθμό 41/01.06.2012 Διαπιστωτική Πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος διαπιστώθηκε «ότι παρήλθε η προθεσμία της 31ης Μαΐου 2012 χωρίς να εγκριθεί σύμβαση μεταβίβασης του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρίας, ως προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 και ότι επομένως έχουν επέλθει αυτοδικαίως οι αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο έννομες συνέπειες, δηλαδή η περάτωση της διαδικασίας του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970 και της Β 2574/2009 Υ.Α. του Υπουργού Οικονομικών ως ισχύουν κατά το άρθρο 2 του ν. 3867/2010, εφαρμόζονται δε για το εν λόγω χαρτοφυλάκιο, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου του ν. 3867/2010, οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης». Επομένως, μετά ταύτα, δεδομένης πλέον της ματαίωσης της διαδικασίας μεταβίβασης με αναδοχή του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε άλλη ασφαλιστική εταιρία, εφαρμόζονται και για τους ασφαλισμένους ζωής οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Κατʼ ακολουθία των ανωτέρω, ο επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, κάλεσε αρχικά μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, όπως αναγγείλουν ενώπιον του τις απαιτήσεις τους το αργότερο έως 04.10.2013. Η εν λόγω ανακοίνωση δημοσιεύθηκε, όπως ορίζει ο νόμος, στις 19.06.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερήσια», «Εξπρές» και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα 7-11 που προσκομίζει η καθʼ ης), στις 26.06.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερήσια» και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα 12-15 που προσκομίζει η καθʼ ης) και στις 03.07.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερήσια», «Κέδρος» και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα 16-20 που προσκομίζει η καθʼ ης). Στη συνέχεια, ο επόπτης εκκαθάρισης της εταιρίας κάλεσε και τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής να του αναγγείλουν τις σχετικές απαιτήσεις τους μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση και με καταληκτική ημερομηνία τις 17.09.2015, κατʼ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 και τα οριζόμενα εκεί για την περίπτωση που δεν ευδοκιμήσει η διαδικασία μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής. Η εν λόγω ανακοίνωση δημοσιεύθηκε μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μία οικονομική και δη δημοσιεύθηκε στις 03.06.2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερήσια», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα 21-25 που προσκομίζει η καθʼ ης), στις 10.06.2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερήσια», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα 26-30 που προσκομίζει η καθʼ ης) και στις 17.06.2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερήσια», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα 31-35 που προσκομίζει η καθʼ ης). Εντός δύο μηνών από την επομένη της καταληκτικής ημερομηνίας των αναγγελιών, ήτοι στις 18.11.2015, κατατέθηκε στην αρμόδια Εποπτική Αρχή, Τράπεζα της Ελλάδος, η Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων (ΚΔΑ) από ασφάλιση ζωής και ακολούθως η ΚΔΑ καταχωρήθηκε νομίμως και αναρτήθηκε με επιμέλεια της Εποπτικής Αρχής στην ιστοσελίδα της στις 20.11.2015. Ανακοίνωση της καταχώρησης αυτής δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «Ελεύθερος Τύπος» «Η Εφημερίδα των Συντακτών» και «Αμαρυσία», μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες και συγκεκριμένα στις 20.11.2015, 27.11.2015 και 04.12.2015 (βλ. σχετ. έγγραφα 36-44 που προσκομίζει η καθʼ ης), καταληκτική δε ημερομηνία ανακοπών προσδιορίσθηκε η 18.01.2016 (εντός 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση). Ωστόσο, οι ανακόπτοντες δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους από τα ως άνω ασφαλιστήρια ζωής, ώστε να επαληθευθεί και να συμπεριληφθεί στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων. Η απαίτηση αυτή ανέρχεται, για τον πρώτο ανακόπτοντα, στο ποσό των 5.402,53 ευρώ ως προς το υπʼ αρ. 289710 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, για τη δεύτερη ανακόπτουσα, στο ποσό των 400,14 ευρώ ως προς το υπʼ αρ. 265605 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής και στο ποσό των 597,41 ευρώ ως προς το υπʼ αρ. 476004 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής και για την τρίτη ανακόπτουσα στο ποσό των 2.551,93 ευρώ ως προς το υπʼ αρ. 297657 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της εκκαθαρίστριας , που αφορούν τα τρία πρώτα συμβόλαια, ενώ για το τέταρτο συμβόλαιο, δεν προσκομίζεται έγγραφο της άνω εκκαθαρίστριας.
Επομένως η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατʼ ουσία βάσιμη και να αναγνωριστούν οι ανακόπτοντες ως δικαιούχοι απαίτησης από ασφάλιση ζωής για το ως άνω ποσά δυνάμει των ανωτέρω συμβολαίων ζωής, ώστε να συμπεριληφθούν στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής που καταχωρήθηκε στην αρμόδια Εποπτική Αρχή της Τράπεζας της Ελλάδος στις 20.11.2015. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν εν όλω κατʼ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ. Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος απʼ αυτούς παραβόλου για την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς τους (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατʼ ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπʼ αριθ. 8759/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την από 18.7.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 564160/8907/2017 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τους ανακόπτοντες ως δικαιούχους απαίτησης από ασφάλιση ζωής και συγκεκριμένα τον πρώτο ανακόπτοντα, για το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων δύο ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (5.402,53) ως προς το υπʼ αρ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, τη δεύτερη ανακόπτουσα για το ποσό των τετρακοσίων ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (400,14) ως προς το υπʼ αρ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής και για το ποσό των πεντακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και σαράντα ενός λεπτού (597,41) ως προς το υπʼ αρ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής και την τρίτη ανακόπτουσα για το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (2.551,93) ως προς το υπʼ αρ. ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ εν όλω τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέβαλαν για την άσκηση της έφεσής τους.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 5.3.2019.
Ο Δικαστής Η Γραμματέας