ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΕφΠειρ 711/2022
Σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης
(συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων), ο οφειλέτης ευθύνεται και για
τα τυχερά με την στενή έννοια (άρα
αντικειμενική ευθύνη), για τα οποία
δεν ευθύνεται κατά τον Α.Κ. και απαλλάσσεται μόνο σε περιπτώσεις
ανωτέρας βίας.
Αριθμός 711/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Β' ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία - Αλεξάνδρα
Ζήκου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Σκούρτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις
2-6-2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρίας με την επωνυμία
…………….ΕΠΕ, έδρα στην Αθήνα, ……….., με ΑΦΜ …………….ΔΟΥ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται
νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ευφροσύνη Εικοσιπεντίδη (AM 19498 ΔΣ Αθηνών) με δήλωση κατ’ άρθρο 242
§ 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Αλλοδαπής εταιρίας με την
επωνυμία ………..και έδρα στην Ολλανδία, ……….. όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την
οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ……………………… Η ενάγουσα - εκκαλούσα
άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική
διαδικασία, την από 19-5-2015 αγωγή της, κατά της εναγόμενης - εφεσίβλητης. Επί
της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό ……/2018
οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η
ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα - ενάγουσα άσκησε την από
9-7-2020 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 13-7-2020, στη Γραμματεία του
Πρωτοδικείου Πειραιά, με ΓΑΚ και
ΕΑΚ /2020, αντίγραφο δε αυτής
κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, στις 13-7-2020, με ΓΑΚ και ΕΑΚ /2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο
της ….. 2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην
αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή
εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια
δικηγόρο της με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, και
ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις, που είχε προκαταθέσει, και η εφεσίβλητη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
της, ο οποίος, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες
προτάσεις, που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 9-7-2020 έφεση, που κατατέθηκε, στη
Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ …13-7-2020, αντίγραφο
δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ
…2020, κατά της με αριθμό ……../16-7-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της
από 19-5-2015 αγωγής της εκκαλούσας εναντίον της εφεσίβλητης, μετά από συζήτηση
αντιμωλία των διαδίκων στις 10-5-2017, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από
την ηττηθείσα ενάγουσα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα
στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στην
εκκαλούσα και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 16-7-2018, μέχρι
την κατάθεση της έφεσης, στις 13-7-2020, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου
Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β, 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ.
Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό
…………. παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (άρθρο 495 § 3 Α περ.
β' ΚΠολΔ), η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά
δεκτή και να ερευνηθεί από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το
άρθρο 19 ΚΠολΔ, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για
να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
I. Στις περιπτώσεις διεθνών πωλήσεων που
εκτελούνται με την αποστολή από τον πωλητή των εμπορευμάτων και την παραλαβή
αυτών από τον αντισυμβαλλόμενό του σε άλλη χώρα, δηλαδή, συνδέονται με
περισσότερες έννομες τάξεις, το δίκαιο, που θα διέπει τις συμβάσεις αυτές
προσδιορίζεται καταρχήν από τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τις εκ των
συμβάσεων αυτών έννομες σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών ρυθμίζει η «Σύμβαση των
Ηνωμένων Εθνών για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων», που
υπογράφηκε στη Βιέννη, στις 11-4-1980, τέθηκε σε ισχύ την 1-1-1988 και έχει
καταστεί εσωτερικό δίκαιο σε 58 χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο και την
Πορτογαλία. Η σύμβαση αυτή, η οποία περιέχει τους σχετικούς άμεσα εφαρμοστέους
κανόνες ουσιαστικού δικαίου, έχει κυρωθεί τόσο από την Ελλάδα όσο και από την
Ολλανδία. Στην Ελλάδα, η παραπάνω σύμβαση κυρώθηκε με το ν. 2532/1997 και
τέθηκε σε ισχύ από 1-2-1999. Η ως άνω Σύμβαση ανήκει στην κατηγορία των αμέσως
εκτελεστών συμβάσεων, αφού, κατ' άρθρο 4 αυτής «Η παρούσα Σύμβαση διέπει
αποκλειστικά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης και τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις του πωλητή και του αγοραστή που απορρέουν από αυτήν». Η Σύμβαση δεν
περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αλλά αμέσως εφαρμοστέους κανόνες
ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της Σύμβασης,
υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρο 28 παρ. 1 του
Συντάγματος). Με το άρθρο 6 της Σύμβασης επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της
ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπεται, δηλαδή, στα μέρη να συμφωνήσουν ρυθμίσεις,
που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της εφαρμογής της, με ρητή ή και σιωπηρή
συμφωνία τους. Η Σύμβαση της Βιέννης εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης ή
προμήθειας κινητών πραγμάτων, είτε έτοιμων είτε μελλόντων να κατασκευαστούν,
μεταξύ μερών, που έχουν, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, την εγκατάστασή
τους (ή τη συνήθη διαμονή τους, κατ’ άρθρο 10 περ. β), σε διαφορετικά κράτη,
εφόσον αυτά είναι «συμβαλλόμενα κράτη» (ΑΠ 159/2020, ΤΝΠ Νόμος). Με το άρθρο 11
της Σύμβασης καθιερώνεται το άτυπο των συμβάσεων πώλησης για την κατάρτιση και
τις τροποποιήσεις της, ενώ για τους σκοπούς της Σύμβασης εξομοιώνονται με τα
έγγραφα και οι μηχανικές αποτυπώσεις που το 1980 ήταν γνωστές (τηλετύπημα,
τηλεγράφημα) στις οποίες κατά την ορθότερη γνώμη εντάσσονται και τα ηλεκτρονικά
μηνύματα (άρθρο 13) (Κορνηλάκης, ΕιδΕνοχΔ
1,2012, σελ. 118). Εξάλλου, η Σύμβαση εφαρμόζεται, όταν οι κανόνες του
ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οδηγούν στην εφαρμογή του δικαίου ενός συμβαλλόμενου
κράτους (άρθρο 1). Η εν λόγω Σύμβαση, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει
στην ουσία την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των
μερών και τις συνέπειες της αθέτησής της. Έτσι, ο πωλητής, τόσο στην πώληση
γένους όσο και στην πώληση είδους, έχει, ως κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να
παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την επ’ αυτών κυριότητα και γ)
να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30). Ο αγοραστής έχει ως κύρια
συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα και μάλιστα στην κατοικία του πωλητή
(κομίσιμο χρέος, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 περ. α και β).
Ακολούθως, η Σύμβαση εισάγει έναν ενιαίο και γενικό λόγο ευθύνης, τη «συμβατική
παράβαση». Ο όρος αυτός υποδηλώνει κάθε μορφής και βαρύτητας παράβαση
οποιασδήποτε κύριας ή παρεπόμενης υποχρέωσης του πωλητή ή αγοραστή, δηλαδή,
κάθε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του ενός
ή του άλλου. Ο όρος αυτός υποδηλώνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις που, στο
πλαίσιο του Αστικού Κώδικα, είτε θα χαρακτηρίζονταν ως αδυναμία παροχής, υπερημερία
οφειλέτη ή πλημμελής εκπλήρωση είτε θα επέσυραν την εφαρμογή των διατάξεων του
ειδικού ενοχικού δικαίου του Α.Κ. Η ευθύνη για τις «συμβατικές παραβάσεις»,
κατά τη Σύμβαση της Βιέννης, γεννάται ανεξαρτήτως υπαιτιότητας αυτού που
αθετεί, με την επιφύλαξη, βέβαια, της τυχόν συνδρομής των ειδικών λόγων
απαλλαγής που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1. Ειδικότερα, η
αξίωση αποζημίωσης ρυθμίζεται στις διατάξεις των άρθρων 74-79 της Σύμβασης
αυτής. Περίπτωση απαλλαγής του οφειλέτη- αντισυμβαλλομένου καθορίζεται στο
άρθρο 79 αυτής, το οποίο ορίζει ότι «ένας συμβαλλόμενος δεν έχει ευθύνη για τη
μη εκπλήρωση μιας από τις υποχρεώσεις του, αν αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση
οφειλόταν σε εμπόδιο κείμενο πέρα από το πεδίο επιρροής του και ότι δεν
μπορούσε ευλόγως να αναμένεται από αυτόν να έχει λάβει υπόψιν του το εμπόδιο ή
να έχει αποφύγει ή υπερβεί αυτό ή τις συνέπειές του». Η ρύθμιση αυτή διαφέρει
από τη ρύθμιση του Αστικού Κώδικα, κατά το ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της
Συμβάσεως της Βιέννης, ο οφειλέτης ευθύνεται και για τα τυχερά με τη στενή
έννοια (άρα είναι αντικειμενική), για τα οποία δεν ευθύνεται κατά τον Α.Κ. και
απαλλάσσεται μόνο σε περιπτώσεις ανώτερης βίας. Η αποζημίωση, που προβλέπεται
με τη Σύμβαση της Βιέννης, είναι πάντα χρηματική, αποτελείται από το θετικό
διαφέρον, ό,τι, δηλαδή, θα είχε το μέρος που ζημιώθηκε, αν η σύμβαση είχε
εκπληρωθεί και περιλαμβάνει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος (άρθρο 74
παρ. 1). Η έκταση της αποζημίωσης προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 74
παρ. 2, που ορίζει ότι «η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τη ζημία, την
οποία το μέρος που παρέβη τη σύμβαση προέβλεψε ή
όφειλε να είχε προβλέψει ως δυνατή συνέπεια της αθέτησης της σύμβασης κατά το
χρόνο κατάρτισής της ενόψει των γεγονότων και των συνθηκών που τότε γνώριζε ή
όφειλε να γνωρίζει». Κριτήριο, δηλαδή, είναι η αντικειμενική, εκ των προτέρων, προβλεψιμότητα, όπως γίνεται δεκτό και στο ελληνικό δίκαιο,
στο πλαίσιο της θεωρίας της πρόσφορης αιτίας, για την έκταση της αιτιωδώς
συνδεόμενης με την πράξη ζημίας, μόνον που αποκαταστατέα
δεν είναι απλώς κάθε πιθανή ζημία, όπως δέχεται η θεωρία της πρόσφορης αιτίας,
αλλά κάθε δυνατή ζημία, ως συνέπεια της πράξης, αυξάνοντας την ευρύτητα της αποκαταστατέας ζημίας, σε σχέση με τον Α.Κ. Κατά τα λοιπά,
ο υπολογισμός της ζημίας είναι συγκεκριμένος, όπως στον Α.Κ., ενώ το μέρος, που
επικαλείται την αθέτηση της σχετικής σύμβασης, πρέπει να λάβει όλα τα, κατά τις
περιστάσεις, πρόσφορα μέτρα, για να περιορίσει τη ζημία, που προκύπτει από την
αθέτηση της σύμβασης. Αν παραλείψει να λάβει τέτοια μέτρα, το μέρος, που παρέβη τη σύμβαση, μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της
σχετικής αποζημίωσης, κατά το μέρος που μπορούσε να περιοριστεί (άρθρο 77 της
Σύμβασης της Βιέννης - άρθρο 300 του Α.Κ.). Σε ό,τι αφορά στη ρύθμιση των
συνεπειών των συμβατικών παραβάσεων, αυτές ρυθμίζονται με τρόπο, κατά βάση,
ομοιόμορφο, τόσο για τον πωλητή όσον και για τον αγοραστή. Έτσι: 1) ο
αντισυμβαλλόμενος του αθετούντος δικαιούται, καταρχήν, να αξιώσει την αυτούσια
και προσήκουσα εκπλήρωση της αθετούμενης υποχρέωσης
(άρθρα 46 παρ. 1 και 62), εφόσον βέβαια αυτή είναι φυσικώς και νομικώς δυνατή.
Στο πλαίσιο αυτό και σε περίπτωση παράδοσης πράγματος, που δεν ανταποκρίνεται
στις απαιτήσεις της σύμβασης, ο αγοραστής δικαιούται να αξιώσει τη διόρθωση ή
την άρση του ελαττώματος (άρθρο 46 παρ. 3) ή την αντικατάσταση του πράγματος
(άρθρο 46 παρ. 2), εφόσον βέβαια, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για
πώληση γένους. Αλλά και ο πωλητής έχει με ορισμένους όρους το ίδιο δικαίωμα
(άρθρο 49). 2) Το δεύτερο δικαίωμα που παρέχεται στο δανειστή είναι να αξιώσει
αποζημίωση (άρθρο 45 παρ. 1 περ. β, 61 παρ. 1 β, 74-77) και μάλιστα σωρευτικώς με άλλα ένδικα βοηθήματα που τυχόν έχει ασκήσει
(άρθρο 45 παρ. 2, 61 παρ. 2). 3) Τέλος, ο δανειστής δικαιούται να υπαναχωρήσει
από τη σύμβαση (άρθρο 49), δικαίωμα, στο οποίο συγχωνεύεται η αναστροφή και
εντάσσεται και το ειδικά ρυθμιζόμενο δικαίωμα για μείωση του τιμήματος, κατά το
άρθρο 50. Κατά το άρθρο 35 παρ.1, εξάλλου, της ως άνω Σύμβασης «ο πωλητής
υποχρεούται να παραδώσει κινητά πράγματα που κατά ποσότητα, ποιότητα και είδος,
καθώς και ως προς τον τρόπο, κατά τον οποίο τοποθετούνται προς αποστολή ή
συσκευάζονται, ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύμβασης». Ως διαφυγόν
κέρδος (αποθετική ζημία) λογίζεται το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη
συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα
προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Για την πληρότητα της αγωγής (άρθρο
216 του Κ.Πολ.Δ.), με την οποία επιδιώκεται η
επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, που συνίσταται στην απώλεια εσόδων, λόγω
διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και
αρκεί, να εκτίθενται στο δικόγραφό της, σαφώς, όλα εκείνα τα κρίσιμα
περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε, με πιθανότητα,
από την επαγγελματική δραστηριότητα, το αιτηθέν ποσό κέρδους, δηλαδή, τα
περιστατικά, που προσιδιάζουν στην προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν
αρκεί, δηλαδή, να αναφέρονται αφηρημένα οι σχετικές με τον προσδιορισμό του
διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά, απαιτείται η εξειδικευμένη και
λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το
κέρδος, ως προς τα επιμέρους κονδύλια καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των
κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 22/1995, ΟλΑΠ
20/1992, ΑΠ 1048/2020, ΑΠ 698/2020, ΑΠ 206/2020, ΑΠ 2/2020), (ΑΠ 27/2022,
Ιστοσελίδα ΑΠ).
ΙΙ. Εξάλλου η έλλειψη της επίδοσης, παρά το ότι
συνιστά έλλειψη όρου του υποστατού της αγωγής, της παρέμβασης κ.λπ., δεν
λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προτείνεται και συνεπάγεται
ακυρότητα τότε μόνο, αν κατά την κρίση του δικαστηρίου, επέφερε στον προτείνοντα διάδικο βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί
διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (άρθρα 159 περ, γ και 160
παρ. 1 ΟλΑΠ 1/1996, ΑΠ 1343/2015) (ΑΠ 159/2020, ΤΝΠ
Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, και ήδη
εκκαλούσα, με την από 19-5-2015 αγωγή της ιστορεί ότι στις 29-1-2015 εκδόθηκε
σε βάρος της η με αριθμό …./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εναγομένη το ποσό των 112.664,86 ευρώ με το νόμιμο τόκο από
3-12-2013 μέχρι την εξόφληση, και το ποσό των 2.000 ευρώ για τη δικαστική
δαπάνη αυτής, της οποίας πρώτο αντίγραφο εξ απογράφου με επιταγή προς πληρωμή,
της κοινοποιήθηκε στις 10-2-2015· κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, δε, έχει
ασκήσει ανακοπή που εκκρεμεί ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, με λόγους νομικούς
αλλά και για ουσιαστικό λόγο, που αναφέρεται στην κρινόμενη αγωγή. Περαιτέρω, η
ενάγουσα, δραστηριοποιούμενη από το έτος 1984 στο εμπόριο κατεψυγμένων
προϊόντων αλιείας, εκθέτει ότι με την εναγόμενη, προμηθεύτρια ειδών αλιείας,
συνεργάζεται από το έτος 2008 μέχρι το έτος 2013, οπότε ατόνησε εξαιτίας
διαφωνιών για την ποιότητα των εμπορευμάτων, την τιμή τους και την αδυναμία
μεταπώλησής τους· συγκεκριμένα, εκθέτει ότι το ανωτέρω επιδικασθέν με τη
διαταγή πληρωμής ποσό φέρεται ότι οφείλεται από αυτή (ενάγουσα) στην εναγομένη από τιμολόγιο πώλησης των αναφερομένων με
λεπτομέρεια στην αγωγή κατεψυγμένων προϊόντων αλιείας, προέλευσης Μαυριτανίας,
τα οποία προορίζονταν αρχικά για άλλο πελάτη της εναγομένης,
ο οποίος όμως υπαναχώρησε για λόγους άγνωστους στην ίδια, και αφίχθησαν στο λιμάνι του Πειραιά στις 13-9-2013 με το
εμπορευματοκιβώτιο με αριθμό …………, μέσω της μεταφορικής εταιρίας ………., και για
τα οποία, τέλη Οκτωβρίου 2013, μετά από πληροφορίες του αντιπροσώπου της εναγομένης στην Ελλάδα, ενδιαφέρθηκε η ενάγουσα και
συμφώνησε για την παραλαβή τους μετά τον εκτελωνισμό τους, ο οποίος
πραγματοποιήθηκε στις 11-11-2013, ενώ το τιμολόγιο στο όνομά της έφερε
ημερομηνία 18-9-2013, αλλά μόλις τα παρέλαβε διαπίστωσε ότι δεν ανταποκρίνονταν
στις υποσχέσεις του εκπροσώπου της εναγομένης και
στις περιγραφές του σχετικού τιμολογίου, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή,
ήταν κακής ποιότητας, αφυδατωμένα και αποχυμένα.
Ακολούθως, η ενάγουσα αναφέρει ότι αμέσως διαμαρτυρήθηκε στον αντιπρόσωπο της εναγομένης στην Ελλάδα επιχειρώντας να υπαναχωρήσει από την
παραπάνω σύμβαση πώλησης, πλην όμως ο τελευταίος, επικαλούμενος τη μακροχρόνια
συνεργασία των διαδίκων, της ζήτησε και συμφώνησε να κρατήσει η ίδια τα
εμπορεύματα καταβάλλοντας μέρος του τιμήματος, που θα αποκόμιζε από τη
μεταπώλησή τους, συνεχίζοντας να αποπληρώνει παλαιότερες οφειλές της στην
εναγόμενη· από τη μεταπώληση, δε, μέρους των εμπορευμάτων έλαβε η ενάγουσα το
ποσό των 9.260,30 ευρώ, όπως αναλύεται στην αγωγή, ενώ τα λοιπά εμπορεύματα
παρέμειναν αδιάθετα σε δικό της αποθηκευτικό χώρο. Επιπλέον, η ενάγουσα εκθέτει
ότι δεν οφείλει το αναγραφόμενο στο ως άνω τιμολόγιο τίμημα των 112.664,86
ευρώ, επειδή περιείχε διαφορετικά και χαμηλής ποιότητας προϊόντα, μέρος των
οποίων διέθεσε έναντι του ποσού των 9.260,20 ευρώ, ότι ζημιώθηκε κατά το
συνολικό ποσό των 21.280 ευρώ για έξοδα εκτελωνισμού, κατά το ποσό των 4.830,40
ευρώ για τη φύλαξη και τη συντήρησή τους στα ψυγεία της εταιρίας ………..ΑΑΕ, όπως
αναλύονται στην αγωγή, ενώ η εναγόμενη είχε υποσχεθεί ότι θα της καταβάλει
άμεσα και μετρητοίς τα δικαιώματα ΟΛΠ ποσού 2.177,53 ευρώ και τη ρευματοδότηση από την …….. ποσού 3.103,99 ευρώ, επειδή η
καθυστέρηση ανάληψης του φορτίου επί δύο μήνες οφειλόταν στην ίδια (εναγόμενη),
η οποία, όμως, δεν κατέβαλε τα παραπάνω ποσά. Επίσης, η ενάγουσα εκθέτει ότι
ζημιώθηκε κατά το προσδοκώμενο κέρδος, το οποίο υπολογίζει ειδικότερα στο ποσό
των 11.266 ευρώ, και κατά το απωλεσθέν εισόδημα
εξαιτίας της αναμονής για την παραλαβή άλλων εμπορευμάτων από τα
προαναφερόμενα, της υπολειτουργίας της, της μη ανανέωσης του εμπορεύματος της,
της μη ρευστότητάς της, της μη επανεπένδυσης σε νέα εμπορεύματα, της απώλειας πελατών,
το οποίο υπολογίζει στο ποσό των 5.500 ευρώ, 50% περίπου του κέρδους
μεταπώλησης. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα ζητούσε, κατ’
ορθή εκτίμηση του αιτήματος της, να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει το τίμημα των πωληθέντων εμπορευμάτων, όπως επιδικάσθηκε με τη με αριθμό
……/2015 διαταγή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ή επικουρικά ότι οφείλει μόνο το
ποσό των 9.260,20 ευρώ, που εισέπραξε από τη μεταπώληση μέρους αυτών, να
υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 42.876,40 ευρώ για την
αναφερόμενη στην αγωγή αιτία με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της
αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη
της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η προσβαλλόμενη με
αριθμό ………./2018 απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, η
αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη επιβάλλοντας σε βάρος της ενάγουσας τη
δικαστική δαπάνη της εναγόμενης ύψους 3.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής
παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεσή της για λόγους αναγόμενους σε εσφαλμένη
ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνιση αυτής με σκοπό να γίνει δεκτή η
αγωγή της και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αμφότερων
των βαθμών δικαιοδοσίας.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο η κρινόμενη αγωγή,
σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη, είναι επαρκώς
ορισμένη, εφόσον περιγράφονται αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά, που
οδήγησαν στη σύναψη της ένδικης συμφωνίας με τον εκπρόσωπο της εναγόμενης
αλλοδαπής εταιρίας, αναφέρονται αναλυτικά α) τα πωληθέντα
κατά το τιμολόγιο προϊόντα και τα στην πράξη παραληφθέντα από την ενάγουσα, β)
τα κατ’ ιδία ελαττώματα - έλλειψη ιδιοτήτων αυτών, γ) η αξία πώλησης μερικών
από τα προϊόντα αυτά, δ) οι περαιτέρω ζημίες της ενάγουσας από τα έξοδα
εκτελωνισμού, φύλαξης, συντήρησης και αποθήκευσης, καθώς και ε) η μείωση
εισοδήματος της από το αναμενόμενο κατά τη συνήθη πορεία κέρδος μεταπώλησης και
από την απώλεια πελατών εξαιτίας της δυσφήμισής της από τη χαμηλή ποιότητα των
διατεθέντων προϊόντων. Αντίθετα, δεν είναι αναγκαία η ιδιαίτερη αναφορά της
νομικής βάσης, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα αιτείται την αναγνώριση της μη
οφειλής του τιμήματος της επίδικης πώλησης, καθόσον, όπως προκύπτει από τις
συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 216 § 1, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1 και 8 ΚΠολΔ, ο δικαστής
εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα, βάσει αυτού,
χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής και προσδίδει, ενόψει του περιεχομένου
της, στην έννομη σχέση που προβάλλεται μ’ αυτήν την αρμόζουσα νομική έννοια,
χωρίς να δεσμεύεται από τις σχετικές απόψεις των διαδίκων (ΑΠ 493/2010,
Ιστοσελίδα ΑΠ). Επίσης, είναι νόμιμη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1,
4, 7, 8, 11, 14 § 1, 15 § 1, 23. 24, 25, 29, 30, 32 § 2, 35, 36, 38, 39, 40, 45
§§ 1 και 2, 50, 67 § 2, 69, 70, 74, 77, 78, 86, και 87 της Σύμβασης της
Βιέννης, που κυρώθηκε με το νόμο 2532/1997, εφόσον, κατά τα ιστορούμενα
πραγματικά περιστατικά, πρόκειται για διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων -
εμπορευμάτων μεταξύ δύο διαφορετικών χωρών - συμβαλλόμενων μερών στη σύμβαση
αυτή. Επομένως, εφόσον η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να
απορριφθούν όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη εταιρία. Επιπλέον, ο
ισχυρισμός της εναγόμενης για μη προσήκουσα
επίδοση της κρινόμενης αγωγής είναι μη νόμιμος και
πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως αναφέρεται στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική
σκέψη, η εναγόμενη παραστάθηκε κανονικά στην πρωτοβάθμια δίκη προβάλλοντας τους
ισχυρισμούς της, χωρίς να επικαλεστεί δικονομική βλάβη, ως αδυναμία ή δυσχέρειά
της για πλήρη υπεράσπιση κατά της σε βάρος της αγωγής. Πρέπει να σημειωθεί ότι
το Δικαστήριο αυτό δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και νόμιμο
της αγωγής, ακόμη και όταν ο εκκαλών με την έφεση παραπονείται γιατί η αγωγή
του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 489/2021, ΑΠ 91/2019, Ιστοσελίδα ΑΠ).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των
μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη
απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του
πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απόφαση, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι
διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων οι
φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 γ), 448 §
2, και 457 § 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 7/2021, ΤΝΠ Νόμος), τα οποία
λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών
τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς
όμως να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, και των
ομολογιών των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352
ΚΠολΔ), κατόπιν απόρριψης ως παντελώς αόριστου, και
σε κάθε περίπτωση, μη νόμιμου, κατά τη διάταξη του άρθρου 529 § 1 α ΚΠολΔ, του σχετικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης για
προσκόμιση από την εκκαλούσα απαραδέκτως νέων
αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1600/2017, Ιστοσελίδα ΑΠ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα
πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικες εταιρίες
δραστηριοποιούνται στην εμπορία κατεψυγμένων αλιευμάτων, η ενάγουσα με έδρα
στην Αθήνα, και η εναγόμενη με εγκατάσταση στην Ολλανδία και εκπροσώπους στην
ημεδαπή· στα πλαίσια της εμπορίας τους, δε, σύμφωνα με την αμετάφραστη καρτέλα
πελάτη της εναγόμενης, οι ανωτέρω συνεργάστηκαν, από 20-12-2012 μέχρι την
1-3-2014, με την τελευταία να προμηθεύει κατεψυγμένα αλιευτικά προϊόντα στην
ενάγουσα. Ωστόσο, η προσκομιζόμενη με επίκληση καρτέλα της εναγόμενης εταιρίας
δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη του χρονικού διαστήματος της συνεργασίας των
διάδικων μερών, αφενός διότι δεν βεβαιώνεται η πραγματική έναρξη της
συνεργασίας, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ο οποίος
αναφέρεται σε μακρόχρονη συνεργασία, αφετέρου, δε, εκκρεμεί η τελεσίδικη κρίση
επί της από 17-7-2017, με αριθμ. κατάθεσης ………/10-8-2017,
αγωγής της εναγόμενης κατά της ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών, που έπεται της κρινόμενης αγωγής, για τις πέντε από τις δώδεκα, στο ως
άνω χρονικό διάστημα, συναλλαγές τους, μεταξύ των οποίων και αυτή, για την
οποία εκδόθηκε το επίδικο τιμολόγιο (……/18-9-2013). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι
κατά τη διάρκεια της συνεργασίας των διάδικων εταιριών ο εκπρόσωπος της
ενάγουσας, ………… και ο αντιπρόσωπος της εναγόμενης στην Ελλάδα, ………
(……….Trading), ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις, όπως κατέθεσαν πρωτόδικα οι
μάρτυρες απόδειξης και ανταπόδειξης.
Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι στις 13-9-2013 αφίχθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, με
τη μεταφορική εταιρία ……….., το με στοιχεία ……….. κοντέινερ, με περιεχόμενο
κατεψυγμένα ψάρια βάρους 24.847 κιλών, με παραλήπτη την εναγόμενη εταιρία, την
οποία ειδοποίησε η μεταφορική εταιρία ……….., με σχετική βεβαίωση ναύλου και
άφιξης, για την παραλαβή του εμπορεύματος προσκομίζοντας την πρωτότυπη
φορτωτική και όποιο άλλο έγγραφο απαιτείται για τυχόν ναύλο, και για την καταβολή
σταλιών και λοιπών εξόδων, σε περίπτωση καθυστέρησης παραλαβής του. Μετά την
άφιξη, 13-9-2013, του κοντέινερ και την υπαναχώρηση του αρχικού αγοραστή των
εμπορευμάτων, ο αντιπρόσωπος της εναγόμενης, προσπαθώντας να διοχετεύσει το
περιεχόμενο του προαναφερόμενου κοντέινερ σε νέο αγοραστή εντός της ημεδαπής,
επικοινώνησε με τον εκπρόσωπο της ενάγουσας, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της εναγομένης στη δίκη της ανακοπής κατά της εκτέλεσης της με
αριθμό ………../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών, Σ.Σ. του Ν. (πρακτικά της …….2015 με αριθμό ………./2016), περίπου στα
τέλη του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2013, ενημερώνοντάς τον για τα εμπορεύματα
που περιείχε το κοντέινερ, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο ως άνω τιμολόγιο
χωρίς η ενάγουσα με εκπροσώπους της να δύναται να ελέγξει την ακρίβεια των
δηλώσεων του ……….., και συμφώνησαν τη σύναψη της αγοραπωλησίας. Ακολούθως,
αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα προέβη στον εκτελωνισμό του, στις 11-11-2013, μέσω
του εκτελωνιστικού γραφείου της εταιρίας με την επωνυμία «…………. ΟΕ»,
καταβάλλοντας το ποσό των 14.684,96 ευρώ για δασμούς, το ποσό των 2.177,53 ευρώ
για δικαιώματα ΟΛΠ, το ποσό των 3.103,99 ευρώ για ρευματοδότηση
………. και το ποσό των 1.313,52 ευρώ για λοιπά έξοδα εκτελωνισμού και αμοιβή,
όπως αποδεικνύεται από τα με αριθμούς . και ./11-11-2013 αποδεικτικά είσπραξης
και άδειες παράδοσης τελωνισμένων εμπορευμάτων του Τελωνείου Εισαγωγής, και από
το με αριθμό …../14-11-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ανωτέρω εταιρίας
εκτελωνισμού- το χρόνο εκτελωνισμού και παραλαβής των εμπορευμάτων, η εναγόμενη
συνομολογεί στις προτάσεις της επί της ανωτέρω ανακοπής, όπως αποδεικνύεται από
τη με αριθμό ………./2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της ίδιας
ανακοπής, ενώ σε αντίθετη κρίση δεν δύναται να καταλήξει το Δικαστήριο, καθώς
το από 16-1-2015 (λανθασμένα αναφέρεται ημερομηνία έκδοσης η 24η-10-2014)
έγγραφο της μεταφορικής εταιρίας ………. προς επιβεβαίωση της παραλαβής των
εμπορευμάτων της με στοιχεία …………050 φορτωτικής από την ενάγουσα, φέρει υπογραφή
μόνο της μεταφορικής εταιρίας και όχι των νόμιμων εκπροσώπων της ενάγουσας,
ώστε ως ιδιωτικό έγγραφο να αποδεικνύει σε βάρος της, ενώ αντικρούεται και από
τις καταθέσεις των μαρτύρων. Παρά την ανωτέρω εξέλιξη της συνεργασίας των
διαδίκων για την ένδικη αγοραπωλησία, πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγόμενη
εταιρία, προφανώς για λόγους διαδικαστικής τακτοποίησης του φορτίου σε σχέση με
την πραγματική άφιξή του, εξέδωσε το με αριθμό ………./18-9-2013 τιμολόγιο,
καθαρού συνολικού βάρους 24.588 κιλών - μικτού 25.847,30 κιλών, και συνολικής
αξίας 112.664,86 ευρώ, προγενέστερα της κατάρτισης της σύμβασης πώλησης και του
εκτελωνισμού του φορτίου από την ενάγουσα, με αναγραφόμενα ως πωλούμενα
προϊόντα α) 4.295 κιλά προς 5,50 ευρώ σφυρίδα μεγέθους Ρ+ (1-3 κιλά), αξίας 23.623,05
ευρώ, β) 1.156 κιλά προς 4,10 ευρώ συναγρίδα μεγέθους G+ (600/800 γραμμάρια),
αξίας 4.740,42 ευρώ, γ) 1.341 κιλά προς 3,30 ευρώ συναγρίδα μεγέθους Μ+
(400/600 γραμμάρια), αξίας 4.424,31 ευρώ, δ) 3.333 κιλά προς 3,20 ευρώ
συναγρίδα μεγέθους Ρ + (200/400 γραμμάρια), αξίας 10.666,56 ευρώ, ε) 1.907 κιλά
προς 5,05 ευρώ χταπόδι Μαυριτανίας «vulgaris»
μεγέθους 45000/up (ΤΙ), αξίας 9.632,37 ευρώ, στ) 2.890 κιλά προς 4,95 ευρώ χταπόδι Μαυριτανίας «vulgaris» μεγέθους 3000/4500(Τ2), αξίας 14.305,50 ευρώ, ζ)
8.583 κιλά προς 4,55 ευρώ χταπόδι Μαυριτανίας «vulgaris»
μεγέθους 2000/3000 (Τ3), αξίας 39.054,02 ευρώ, η) 1.082 κιλά προς 5,75 ευρώ,
βλάχος Μαυριτανίας μεγέθους G (3-5 κιλά) σφυρίδα, αξίας 6.218,63 ευρώ. Κατά την
παραλαβή του φορτίου, το μήνα Νοέμβριο του έτους 2013, η ενάγουσα διαπίστωσε
ότι το περιεχόμενό του δεν ανταποκρινόταν στα ανωτέρω προϊόντα του ένδικου
τιμολογίου, και συγκεκριμένα α) αντί για χταπόδια μεγέθους 3 και 4 κιλών
παρέλαβε χταπόδια αποχυμένα, μικρότερου μεγέθους και
υποδεέστερης ποιότητας από τις υποσχέσεις της εναγόμενης, β) αντί για σφυρίδες
μεγέθους 3 κιλών παρέλαβε μπούρους (conodon nobilis), που είναι
υποδεέστερης ποιότητας και χαμηλότερης αξίας στο εμπόριο, γ) αντί για τις
συναγρίδες — φαγκριά (οικογένεια σπαριδών) παρέλαβε τσαούσια (dantex gibbosus ίδιας οικογένειας) υποδεέστερης ποιότητας και μεταπωλητικής αξίας. Άμεσα ο εκπρόσωπος της ενάγουσας,
Κ.Π., διαμαρτυρήθηκε για τη διαφορετική
και κακή ποιότητα των εμπορευμάτων προφορικά στον αντιπρόσωπο της εναγόμενης
στην ημεδαπή, ……… ο οποίος διαπίστωσε ότι πράγματι τα προαναφερόμενα πωληθέντα προϊόντα αλιείας δεν ανταποκρίνονταν στις
περιγραφές του ένδικου τιμολογίου, αφού ήταν διαφορετικού είδους και κατώτερης
ποιότητας, χαρακτηριστικά που καθιστούσαν προβληματική τη μεταπώλησή τους, ακολούθησαν,
δε, διαπραγματεύσεις, προφορικές και με ηλεκτρονικά μηνύματα, με την εναγόμενη
αλλοδαπή εταιρία για τη διευθέτηση της διαφοράς, που κατέληξαν στη μη
υπαναχώρηση της ενάγουσας από την ένδικη πώληση, στον επαναπροσδιορισμό του
τιμήματος της πώλησης των εμπορευμάτων του ως άνω με αριθμό …………/18-9-2013
τιμολόγιο, που δύναται να μεταπωληθούν, και στην επιστροφή των αδιάθετων
ποσοτήτων προϊόντων κακής ποιότητας, όπως κρίθηκε τελεσίδικα με την με αριθμό
………/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών επί της ανακοπής κατά της με αριθμό
…./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Επιπλέον, αποδείχθηκε από
την ίδια τελεσίδικη απόφαση ότι οι
διαπραγματεύσεις αυτές των διαδίκων διήρκεσαν κατά το χρονικό διάστημα από το
μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013 μέχρι το μήνα Μάιο του έτους 2015, κατά το οποίο
η ενάγουσα αναγκάστηκε να διατηρεί τα αδιάθετα προϊόντα στα ψυγεία της ανώνυμης
εταιρίας με την επωνυμία «Ψυγεία ……….. ΑΕΕ», καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των
4.830,40 ευρώ (1.249,64 + 487,94 + 370,67 + 362,47 + 315,74 + 234,68 + 164,48
+164,48 +164,48 +164,48 +164,48 +164,48 +164,48 +164,48 +164.48 +164,48 +164,48
αντίστοιχα για κάθε μήνα μέχρι τον …..2015), σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα από
την ενάγουσα σχετικά τιμολόγια της εταιρίας αυτής. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η
ενάγουσα πώλησε σε ποντοπόρα πλοία σε πολύ χαμηλή τιμή, ποσού 9.260,30 ευρώ,
ένα μέρος των προϊόντων του ένδικου τιμολογίου, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της
ενάγουσας, ενώ ποσότητα 4.830 κιλών φαγκριών Μαυριτανίας (παραγωγής Ιουλίου 2013
- λήξης Ιουλίου 2015) κατασχέθηκαν αναγκαστικά, στις 31-5-2015, από την
εναγόμενη στα ψυγεία της ανώνυμης εταιρίας «Ψυγεία ……… ΑΕΕ», κατά την εκτέλεση
της προαναφερόμενης (…./2015) διαταγής πληρωμής· το ανωτέρω εμπόρευμα
εκτιμήθηκε, δε, στο ποσό των 0,15 ευρώ ανά κιλό και συνολικά 657 ευρώ από το
δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Μ.Α. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι
μεταξύ των διάδικων εταιριών υπήρχε τέτοιου είδους ευέλικτη συνεργασία, κατά
την οποία η καταβολή των τιμημάτων των εμπορευμάτων δεν γινόταν εντός σύντομης
προθεσμίας, παρά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης εταιρίας για εξόφληση των εκδοθέντων τιμολογίων εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών από
την παράδοση των εμπορευμάτων συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι, ενώ η εναγόμενη
ισχυρίζεται ότι παρέδωσε τα προϊόντα του ένδικου τιμολογίου στις 18-9-2013 και
η εξόφληση του τιμήματος έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέχρι 2-12-2013, η πρώτη
ουσιαστική έγγραφη όχληση της εναγόμενης προς την ενάγουσα για την οφειλή της
έγινε μετά ένα έτος, στις 28-11-2014 με επίδοση της από 24-11 - 2013 εξώδικης
πρόσκλησης και διαμαρτυρίας, και ενώ, όπως προαναφέρθηκε, διαρκούσαν ακόμη οι
διαπραγματεύσεις για την τύχη του ελαττωματικού
εμπορεύματος του ένδικου τιμολογίου. Πρέπει να σημειωθεί, όπως αποδεικνύεται
από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα ηλεκτρονικά μηνύματα, ότι, ενώ η
τελευταία πώληση μεταξύ των διαδίκων πραγματοποιείται την 1η-3-2014 (τιμολόγιο
με αριθμό ………..), ήδη από 11-3-2014 παρατηρείται ένταση στις σχέσεις των
διάδικων εταιριών αλλά και του αντιπροσώπου στην ημεδαπή της εναγομένης, ………. με αφορμή διάθεση αποθέματος χταποδιού,
ιδιοκτησίας της εναγόμενης, που είχε αποθηκευθεί στα
ψυγεία της ενάγουσας· η διάθεση αυτή, δε, πραγματοποιήθηκε κατόπιν άδειας του
ανωτέρω αντιπροσώπου της εναγόμενης, χωρίς έγκριση της διοίκησης της
τελευταίας, προς την ενάγουσα, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν διαπραγματεύσεις
εντός του μηνός Ιουνίου του ίδιου έτους για τις ποσότητες που ήταν
αποθηκευμένες στα ψυγεία της ενάγουσας (stock) και
τις ποσότητες που ήταν για επιστροφή προς την εναγόμενη. Κατ’ ακολουθία των
ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ένδικη πώληση εξελίχθηκε ανώμαλα, προκαλώντας
ιδιαιτέρως δυσμενείς συνέπειες για την ενάγουσα, μεταξύ των οποίων η απώλεια
του προσδοκώ μενού με βεβαιότητα κέρδους μεταπώλησης, σύμφωνα και με
προγενέστερη σχετική εμπειρία της, όπως σαφώς κατέθεσε ο μάρτυράς της, κατά
ποσοστό 10 % επί του τιμήματος του προαναφερόμενου τιμολογίου (………/2013), το
οποίο ανέρχεται στο ποσό 11.266 ευρώ (= 112.664,86 X 10 %). Αντίθετα, δεν
αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα υπέστη περαιτέρω απώλεια εσόδων από την αναμονή
παραλαβής άλλων εμπορευμάτων ούτε ότι υπολειτουργούσε μη ανανεώνοντας το
εμπόρευμά της, καθόσον ούτε ο μάρτυράς της κατέθεσε σχετικά ούτε προσκομίστηκε
άλλο αποδεικτικό προς τούτο στοιχείο. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της εναγόμενης ότι
η ενάγουσα κατά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος επικαλείται ελαττώματα των
εμπορευμάτων της ένδικης πώλησης καθυστερημένα, χωρίς έγγραφη απόδειξη
διαμαρτυρίας και τροποποίησης της σύμβασης πώλησης είναι ουσιαστικά αβάσιμοι,
καθώς α) θεμελιώνονται σε μη αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, όπως
αναλύονται ανωτέρω και αφορούν στον χρόνο παράδοσης των προϊόντων και στην
αντίδραση της ενάγουσας μετά την παραλαβή αυτών, και β) δεν είναι αναγκαία η
ύπαρξη έγγραφου τύπου κατά τη Σύμβαση της Βιέννης, η οποία καθιερώνει το άτυπο
της σύμβασης πώλησης και των τροποποιήσεών της, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω
νομική σκέψη. Συνεπώς, η εναγόμενη, πωλήτρια, καθώς δεν επικαλέστηκε περίπτωση
μη ευθύνης της, υπέχει ευθύνη για συμβατική παράβαση κατ’ άρθρο 79 της Σύμβασης
της Βιέννης, και δη πλημμελή εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή, πώληση και παράδοση
στην ενάγουσα - αγοράστρια, κατεψυγμένων προϊόντων αλιείας, που δεν είχαν τις
συμφωνημένες ιδιότητες και, ως εκ τούτου, υποχρεούται να αποζημιώσει την
τελευταία, δηλαδή να της καταβάλει τη θετική ζημία και το διαφυγόν κέρδος, που
υπέστη, τα οποία η εναγομένη μπορούσε και όφειλε να
προβλέψει, ως συνέπεια της πλημμελούς εκπλήρωσης, εφόσον, κατά την κατάρτιση
της επίδικης σύμβασης, τα πωληθέντα εμπορεύματα δεν
είχαν τα αναφερόμενα στο ένδικο τιμολόγιο χαρακτηριστικά και ιδιότητες, ώστε η
ενάγουσα να δύναται να μεταπωλήσει αυτά κατά τις απαιτήσεις της αγοράς των
σχετικών ειδών - αλιευμάτων με το ανάλογο κέρδος. Συγκεκριμένα, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα α) το ποσό των
21.280 ευρώ για έξοδα εκτελωνισμού του συνόλου των ανωτέρω ελαττωματικών
εμπορευμάτων, β) το ποσό των 4.830,40 ευρώ για τη διατήρηση των αδιάθετων
προϊόντων στα ψυγεία της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Ψυγεία …………ΑΕΕ»,
και γ) το ποσό των 11.266 ευρώ για την απώλεια του κέρδους μεταπώλησης των
εμπορευμάτων του ένδικου τιμολογίου, που θα αποκόμιζε με βεβαιότητα, εάν τα
εμπορεύματα είχαν τα συμφωνηθέντα χαρακτηριστικά και ιδιότητες, συνολικά, δε,
το ποσό των 37.376,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της
κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επιπλέον, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η
ενάγουσα οφείλει στην εναγόμενη το ποσό των 9.260,20 ευρώ ως τίμημα για τα
εμπορεύματα του ένδικου τιμολογίου (……./2013) κατόπιν της προπεριγραφόμενης
τροποποιητικής συμφωνίας της κρινόμενης πώλησης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε α) ότι απαιτείται
έγγραφος τύπος για τη σύναψη της ένδικης σύμβασης πώλησης και της τροποποίησής
της, και β) ότι δεν αποδείχθηκε η ελαττωματικότητα των εμπορευμάτων του ένδικου
τιμολογίου, και η άμεση άσκηση από την ενάγουσα των δικαιωμάτων της για την
τροποποίηση της συμφωνίας, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις
αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου ως άνω λόγους της
έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή
η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, αφού κρατηθεί, δε, η υπόθεση στο
Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί στην ουσία της, πρέπει, σύμφωνα με τα
προαναφερθέντα, να γίνει μερικά δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος,
εφόσον εξαφανίσθηκε η προσβαλλομένη απόφαση εξαφανίζεται και η διάταξη περί
δικαστικής δαπάνης, και πρέπει να καταδικαστεί η εφεσίβλητη σε μέρος των
δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογο
με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 176, 178 και 183 ΚΠολΔ),
ενώ αναφορικά με το παράβολο, ποσού 100 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής της, πρέπει να
διαταχθεί η απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ),
όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 9-7-2020, με
ΓΑΚ και ΕΑΚ…..2020, έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό …./2018 οριστική απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου (με κωδικό
αριθμό ……………0003, ποσού 100 ευρώ) της έφεσης στον καταθέσαντα για την άσκηση
της έφεσης.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την αγωγή (ΓΑΚ και ΑΚ ………../2015).
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ενάγουσα υποχρεούται να
καταβάλει στην εναγόμενη το ποσό των εννέα χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ και
τριάντα λεπτών (9.260,30).
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην
ενάγουσα το ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και
σαράντα λεπτών (37.376,40) με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της
κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εφεσίβλητη σε μέρος της δικαστικής
δαπάνης της εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει
στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, στον Πειραιά, στις
30-11-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των
πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στην 1-12-2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ’ αυτής λόγω μεταθέσεως
και αναχωρήσεως από την υπηρεσία
ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου
Δ/νσεως του Εφετείου
Πειραιώς
Ιωάννης Αποστολόπουλος
Πρόεδρος Εφετών