ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ.Ολ 6/2022
Συμβάσεις μίσθωσης έργου απασχολουμένων στα ΚΕΠ -
Απαγόρευση ανανέωσης συμβάσεων - Εξαίρεση - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ.
6 άρθρου 20 ν. 3801/2009 -.
Η
παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 3801/2009, που εξαιρεί τις συμβάσεις έργου των
απασχολουμένων στα Κ.Ε.Π. από την απαγόρευση ανανέωσης ή παράτασής τους,
αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 8 Συντ. και είναι για το λόγο αυτό ανίσχυρη. Και
για τις μισθώσεις έργου που συνάπτονται για τις ανάγκες των Κ.Ε.Π. πρέπει να
εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 6 ν. 2527/1997, όπως εκάστοτε
ισχύει, όπως συμβαίνει και για τις λοιπές συμβάσεις μίσθωσης έργου, που
συνάπτονται για την κάλυψη των αναγκών των λοιπών φορέων του δημόσιου τομέα.
Αριθμός 6/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
ΣΕ A' ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές της Α' Τακτικής Ολομέλειας: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου,
Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου,
Νικόλαο Πιπιλίγκα, Λουκά Μόρφη και Μαρία Βασδέκη,
Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Μαρία
Κουβίδου, Θεόδωρο Μαντούβαλο,
Μαρία Μουλιανιτάκη, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου,
Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη,
Δήμητρα Ζώη, Ασημίνα Υφαντή, Ελένη Κατσούλη - Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Μαρία Βάρκα, Δημήτριο Τράγκα,
Κωστούλα Πρίγγουρη, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά,
Αθανάσιο Τσουλό, Αγάπη Τζουλιαδάκη,
Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Μαρία Σιμιτσή -
Βετούλα, Κωνσταντίνα Νάκου, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο,
Μαρία Χασιρτζόγλου και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες,
(κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του
Αρείου Πάγου Ζαχαρία Κοκκινάκη και του Γραμματέα
Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την εξής υπόθεση
μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος
- καλούντος: ..., κατοίκου ..., ο οποίος
εκπροσωπήθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Δημήτριο Βασιλείου και
Μελίνα Τσιούμα, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου
- καθού η κλήση: Καλλικρατικού
Δήμου .., ως καθολικού διαδόχου του τέως "Δήμου .." που εδρεύει στην
δημοτική κοινότητα ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχό του.
Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Νικολακόπουλο, ο οποίος
κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με
την από 31/5/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που
κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
793/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 4669/2013 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων
με την από 20/1/2015 αίτησή του, επί της οποίας, κατόπιν ματαιώσεως, εκδόθηκε η
1500/2018 απόφαση του Β2' Πολιτικού Τμήματος, με την οποία παραπέμφθηκε στην
Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη της
διάταξης του άρθρου 20 παρ. 6 του Ν. 3801/2009, κατά το μέρος και μόνο που αναφέρεται
στο σκεπτικό και τον αντίστοιχο μοναδικό λόγο αναίρεσης. Κατόπιν αυτής της
απόφασης η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου
Πάγου με την από 6/4/2021 κλήση του καλούντος. Κατά
τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος, αφού έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο
ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου
την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική
δαπάνη του.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την
Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ο παραπεμφθείς λόγος στην Α' Τακτική Ολομέλεια
μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Κατά την 25η Mαΐου 2022, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο
προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απούσα η Αντιπρόεδρος
του Αρείου Πάγου Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου και οι Αρεοπαγίτες Ελένη Φραγκάκη,
Μαρία Κουβίδου, Θεόδωρος Μαντούβαλος,
Δήμητρα Ζώη, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παναγιώτης Βενιζελέας, Ελευθέριος Σισμανίδης, Σπυρίδωνας Κουτσοχρήστος, Μαρία Χασιρτζόγλου
και Σωκράτης Πλαστήρας, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα,
παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των δέκα πέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23
παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν.
3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την 1500/2018 απόφαση του
Β2 Πολιτικού Τμήματος παραπέμφθηκε, κατά πλειοψηφία, ενώπιον της Τακτικής
Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ.5 του
Συντάγματος και 563 παρ.2 εδ.γ' του ΚΠολΔ, ο μοναδικός λόγος της από 20-1-2015 αίτησης για
αναίρεση της 4669/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να
αποφανθεί για τη συνταγματικότητα ή μη της διάταξης του άρθρου 20 παρ.6 του
Ν.3801/2009, κατά το μέρος που εξαιρεί τις συμβάσεις μίσθωσης έργου των
απασχολουμένων στα Κ.Ε.Π από την εφαρμογή της πρώην παραγράφου 3 και ήδη
παραγράφου 6 εδ.1 του άρθρου 6 του Ν.2527/1997, που απαγορεύει την ανανέωση,
παράταση των συμβάσεων αυτών, κατά το μέρος και μόνο που αναφέρεται στο
σκεπτικό και στον αντίστοιχο μοναδικό λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ.
Κατά τις διατάξεις του
άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν.2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν.4558/1920, άρθρο 11 α.ν.547/1937)
"είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον,
πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι
διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με
ορισμένη χρονικήν διάρκειαν,
αν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της
συμβάσεως, αλλ'ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της
υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Από τις διατάξεις
αυτές, με τις οποίες από τότε επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε
βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,
προκύπτει, ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης
διάρκειας, αν ο καθαρισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από την φύση ή
το είδος ή τον σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που
ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως αλλά έχει
τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας
των αορίστου χρόνου συμβάσεων (άρθρ. 1, 2, 3 του Ν.2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον
καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι τότε
καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η
απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως.
Επακολούθησε ο Ν.2190/1994, το άρθρο 21 του οποίου ορίζει τα ακόλουθα: "Οι
δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του
παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν το προσωπικό με σύμβαση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων
περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των
επόμενων παραγράφων (παρ.1). Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της
παρ.1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο
δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά
τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή
κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις
(4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό
ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες
(παρ.2)". Στη συνέχεια στις παραγράφους 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται
ότι τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές του
προσωπικού που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης, άλλως
καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος ότι οι
προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων
παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ' άρθρο 259 του Π.Κ. Σύμφωνα δε
με την παρ.1 του άρθρου 14 του ίδιου Ν.2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το
άρθρο 1 του Ν.2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι
φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με
τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.6 του Ν.1256/1982 και τις μεταγενέστερες
συμπληρώσεις του, ανάμεσα στους οποίους (φορείς) περιλαμβάνονται και τα νομικά
πρόσωπα του δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, η σύναψη και λειτουργία των συμβάσεων
μίσθωσης έργου μεταξύ φυσικών προσώπων και των υπηρεσιών και των νομικών
προσώπων του δημόσιου τομέα, ρυθμίζονται από το άρθρο 6 παρ. 1, 2, 3 το
Ν.2527/1997 "τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Ν.2190/1994 και
άλλες διατάξεις" με το οποίο ορίζονται τα εξής: "1. Για τη σύναψη
σύμβασης μίσθωσης έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα με
φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 κ.ε
του Αστικού Κώδικα ή με άλλες ειδικές διατάξεις, απαιτείται η προηγούμενη
έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, με την οποία
καθορίζονται ο αριθμός των προσώπων που θα απασχοληθούν, το συγκεκριμένο έργο
που θα εκτελέσουν, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολική ή τμηματική
παράδοση του έργου, το συνολικό ποσό της αμοιβής του αναδόχου, ο τόπος
εκτέλεσης του έργου καθώς και ότι το έργο δεν ανάγετε στον κύκλο των συνήθων
καθηκόντων των υπάλληλων του οικείου φορέα και αιτιολογεί για τους λόγους που
δεν μπορεί να εκτελεστεί από τους υπαλλήλους του ... Σύμβαση μίσθωσης έργου που
καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν
άκυρη. 2 Για την έκδοση της κατά την προηγούμενη παράγραφο απόφασης καθώς και
για την προηγούμενη έγκριση, όπου αυτή προβλέπεται, κατά τις ισχύουσες
διατάξεις, για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου, απαιτείται βεβαίωση της
νομικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου της οικείας υπηρεσίας, ή νομικού προσώπου
του δημόσιου τομέα, ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση έργου και δεν υποκρύπτει
εξαρτημένη εργασία. 3. Ανανέωση ή παράταση της μίσθωσης έργου απαγορεύεται και
είναι αυτοδικαίως άκυρη...". Το ως άνω άρθρο 6 τροποποιήθηκε με το άρθρο
10 του Ν.3812/2009 "Αναμόρφωση συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και
άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α' 234/28-12-2009", με το οποίο αντικαταστάθηκε ή
παράγραφος 2 αυτού και προστέθηκαν επιπλέον παράγραφοι, οι οποίες συμπληρώθηκαν
στη συνέχεια με το άρθρο 29 παρ. 5 του Ν.3838/2010, αναδρομικά από την έναρξη
ισχύος του Ν.3812/2009 και με την παράγραφο 4 του άρθρου 40 του Ν.4024/2011, ως
εξής: <"2. Δεν επιτρέπεται η σύναψη σύμβασης έργου: α) για κάλυψη
διοικητικών αναγκών ή γραμματειακής εξυπηρέτησης του φορέα, β) εφόσον από τις
διατάξεις του οικείου οργανισμού ή κανονισμού ή οργανισμού εσωτερικής υπηρεσίας
των ΟΤΑ πρώτου βαθμού προβλέπονται οργανικές θέσεις ειδικότητας αντίστοιχης με
αυτές για τις οποίες προτείνεται η κατάρτιση σύμβασης μίσθωσης έργου με φυσικά
πρόσωπα. 3. Η επιλογή των προσώπων που θα εκτελέσουν το έργο με αντίστοιχη σύμβαση
γίνεται από την οικεία υπηρεσία ή τον φορέα με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων
που ορίζουν τα κριτήρια επιλογής του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού
δικαίου ορισμένου χρόνου του άρθρου 21 του ν.2190/1994, όπως ισχύουν. Επίσης,
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 21 το ν.2190/1994, όπως ισχύουν,
ως προς τη διαδικασία που ακολουθείται για τις προσλήψεις με το άρθρο αυτό με
έλεγχο από το ΑΣΕΠ. Η διάταξη αυτή ισχύει από την ισχύ του ν.3812/2009. ... 5.
Για την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, καθώς και για την
προηγούμενη έγκριση, όπου αυτή προβλέπεται, κατά τις κείμενες διατάξεις, για τη
σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου απαιτείται βεβαίωση του ΑΣΕΠ ότι πρόκειται για
γνήσια σύμβαση έργου που δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία και δεν καλύπτονται
με αυτή πάγιες και διαρκείς ανάγκες. 6. Ανανέωση ή παράταση της σύμβασης
μίσθωσης έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη...". Με τις ως άνω
διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.2527/1997 καθορίζονται οι προϋποθέσεις και οι
περιορισμοί υπό τους οποίους επιτρέπεται στο σύνολο των υπηρεσιών του δημόσιου
τομέα, και μεταξύ αυτών και στους δήμους, να συνάπτουν συμβάσεις μίσθωσης έργου
με φυσικά πρόσωπα, καθώς επίσης και η διαδικασία για τη σύναψή τους. Σκοπός των
ρυθμίσεων αυτών είναι, σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις του άρθρου 103 του
Συντάγματος, να αποτραπεί η καταστρατήγηση του κανόνα της στελέχωσης των
δημόσιων υπηρεσιών με μόνιμους υπαλλήλους, που προσλαμβάνονται μετά από
αντικειμενικές και αδιάβλητες διαδικασίες διαγωνισμού ή επιλογής, με τη χρήση
της μεθόδου της σύναψης συμβάσεων μίσθωσης έργου, που στην πραγματικότητα,
υποκρύπτουν πρόσληψη προσωπικού (βλ. εισηγητική έκθεση ν.2527/1997). Για το
λόγο αυτό, άλλωστε, με την τροποποίηση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου,
αυξήθηκαν οι περιορισμοί και έγιναν αυστηρότερες οι προϋποθέσεις που
απαιτούνται για τη σύναψη των συμβάσεων αυτών και ειδικότερα απαγορεύτηκε η
σύναψη συμβάσεων μίσθωσης έργου για την κάλυψη ορισμένων κατηγοριών αναγκών,
επιβλήθηκε η εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων για την επιλογή των προσώπων με
τα οποία θα συμβληθούν οι φορείς του δημόσιου τομέα και τέλος θεσπίστηκε η
μεσολάβηση του Α.Σ.Ε.Π για τον έλεγχο της διαδικασίας (βλ. εισηγητική έκθεση
Ν.3812/2009). Ταυτόχρονα, είχε ήδη τεθεί εξαρχής ως πρόσθετος περιορισμός και εξακολουθεί
να ισχύει μετά την τροποποίηση του προαναφερόμενου άρθρου 6 του Ν.2527/1997, η
απόλυτη απαγόρευση ανανέωσης των συμβάσεων μίσθωσης έργου ή η παράτασή τους, οι
οποίες, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, είναι αυτοδικαίως άκυρες. Εξάλλου, οι
διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλουν την
νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών
αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ.,
ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική
θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό
νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που
προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου (παρ.2).
Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να
πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος
ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις, τις
οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται (παρ.3)". Με την αναθεώρηση
του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση
των αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας
κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο
άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων
στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά,
γίνεται με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά
κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο
(103) προστέθηκε παράγραφος 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους
και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και
τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη
είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο
πρώτο εδάφιο της παρ.3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών
κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ.2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί
να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο
μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της
παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολούμενους με σύμβαση
έργου". Έτσι με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ'
Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους
σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του
Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους
οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του
Ν.2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται,
ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7
και. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το
Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με
υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση
εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις
παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (Ολ.ΑΠ
7/2011). Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι απλώς
αυτών που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που
πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Και τούτο για να αποτρέψει τη
συνέχιση αποδοκιμαστικής πρακτικής του παρελθόντος, ο αναθεωρητής νομοθέτης
πρόσθεσε την ως άνω διάταξη του εδαφ. γ' της
παραγράφου 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως
απαγορεύει από τον νόμο ακόμα τη μονιμοποίηση προσωπικού, κατά παρέλκυση των ρηθεισών διατάξεων ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή
καταλαμβάνει και την περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου
απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του
δημόσιου τομέα. Ακόμα, από τις διατάξεις 189 παρ. 3 και ήδη 249 παρ. 1 και 3
της Ενοποιημένης απόδοσης της συνθήκης της Ε.Ο.Κ προκύπτει ότι οι οδηγίες
αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της
κοινότητας στα οποία απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα,
αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών
αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκην, όχι απευθείας προς τους ιδιώτες ,
θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, με
τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το
κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να
πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό εντός της τασσόμενης προθεσμίας, με μέσα,
όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και
ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια
εκλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα,
συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους-μέλους
που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του
κράτους- μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και
των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών
σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτή
ολοκληρώνεται μ όνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει
την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου. Στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα των ευρωπαϊκών κοινοτήτων η οδηγία 1999/70/ΕΚ του συμβουλίου της
28-6-1999, ύστερα από την συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999
οι διαεπαγγελματικές οργανώσεις του γενικού χαρακτήρα
CES, UNICH και CEEP στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη- μέλη
παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις
10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως 10-7-2002, της
οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκανε χρήση. Στο προοίμιο της Οδηγίας αυτής
αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι
οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή
εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις
ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο
των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω οδηγία,
μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους
ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από
τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους
(ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από την
χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα
κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και ο
κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την
πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις
ανάγκες ειδικών τομέων και ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από
τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν: α) αντικειμενικούς λόγους που
να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη
μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου
χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.
Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή
και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις
οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται
"διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου
(ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού
δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική
έννομη τάξη, δηλαδή η οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής
από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας προϋποθέτει
συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος
καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις
ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηριστούν ως
αορίστου χρόνου. Τα κράτη - μέλη δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής
μεταξύ περισσοτέρων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των
διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε
περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων
αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν
χρειάζεται").
Συνεπώς, δεν αποκλείεται η
πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε
βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, όπως είναι
η ακυρότητα των συναπτομένων συμβάσεων, με παράλληλη
εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και
αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις,
πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου
χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται από την παρ.
3 του προοιμίου της συμφωνίας - πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι: "η
παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις
σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις
λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία
των συγκεκριμένων εθνικών, ταμειακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και
από την υπ' αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα
συμφωνία παραπέμπει σε κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον
καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων
απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος -
μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων
συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ήδη ο εθνικός
νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα ΠΔ 84/2003 και 164/2004, η
ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
(2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα), το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους
εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, στον
οποίο περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 2 παρ. 1
και 3 γ' του π.δ. 164/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο
51 παρ.1 περ. β' του Ν. 1892/1990, όπως αυτό είχε συμπληρωθεί με την παρ. 9 του
άρθρου 18 του Ν.2198/1994 και αντικαταστάθηκε με την παρ. 6του άρθρου 3 του
Ν.3229/2004). Η επιλογή των μέτρων που προβλέπονται από το Π.Δ. 164/2004 έγινε
με γνώμονα την ιδιαιτερότητα του δημόσιου τομέα και τις συνταγματικές επιταγές
για τη διαδικασία εκλογής του μόνιμου προσωπικού στο Δημόσιο και τον ευρύτερο
δημόσιο τομέα. Στο εν λόγω ΠΔ, αφού με το άρθρο 5 οριοθετούνται
οι απαγορεύσεις της μεταβολής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε
συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και προβλέπονται εξαιρέσεις, με
τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11, οι οποίες ως εκ του μεταβατικού
χαρακτήρα τακτοποίησης εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και φορέων του
δημοσίου τομέα κρίθηκαν συνταγματικά ανεκτές (Ολ. ΑΠ
16/2017), ορίσθηκε ότι διαδοχικές συμβάσεις κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5
του παρόντος (δηλαδή διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται
μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με την ίδια ή παρεμφερή
ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας), εφόσον μεταξύ των
συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών, που
έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του και είναι ενεργές έως την έναρξη της
ισχύος αυτού, ή έχουν λήξει εντός του πριν την έναρξη ισχύος του ΠΔ/τος
τριμήνου, συνιστούν εφεξής σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον
συντρέχουν, αθροιστικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια
διαδοχικών συμβάσεων, τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, έως την έναρξη
της ισχύος του Προεδρικού Διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων
ή τρεις (3) τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής συμβάσεως, κατά την παρ. 1
του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης
δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24)
μηνών από την αρχική σύμβαση και τηρηθούν οι διαλαμβανόμενες στη διάταξη αυτή
διαδικασίες. Η με το παραπάνω ΠΔ επιλογή από την Ελληνική Πολιτεία των
προαναφερθέντων μέτρων για την επίτευξη των στόχων της ρήτρας 5 της ανωτέρω
Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, έγινε, αφού λήφθηκαν υπόψη οι
ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι, πλην άλλων, ο ευρύτερος δημόσιος τομέας,
που δικαιολογεί διάφορες ρυθμίσεις από τον ιδιωτικό τομέα, εφόσον υφίστανται
διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού
περιβάλλοντος και των διαδικασιών στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα (Ολ. ΑΠ 19, 20/2007). Σημειώνεται ότι τα μέτρα του ΠΔ
164/2004 κρίθηκαν συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο (ΔΕΚ
C-212/2004, ΔΕΚ C-378 έως C-380/2007/ Α. κτλ.). Ειδικότερα με την τελευταία ως
άνω απόφαση κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι τροποποιήσεις που έφερε το ΠΔ
164/2004 με την προστασία που παρεχόταν υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς
της εφαρμογής του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και στις διαδοχικές
συμβάσεις ορισμένου χρόνου απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα δεν συνιστούν
υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εν λόγω εργαζομένων, κατά την
έννοια της ρήτρας 8 σημείο 3 της Οδηγίας, εφόσον αφορούν περιορισμένη κατηγορία
εργαζομένων που έχουν συνάψει συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή μπορούν να
αντισταθμίζονται με την έκδοση μέτρων για την πρόληψη της καταχρηστικής
χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. σκέψεις 122 επ., ιδίας σκέψη 146 της C-378 έως C-380/2007) περίπτωση
που συντρέχει εν προκειμένω κατά τα κατωτέρω διαλαμβανόμενα. Η δε προσθήκη από
τον Αναθεωρητικό Νομοθέτη των πιο πάνω διατάξεων των παρ. 7 και 8 στο άρθρο 103
του Συντάγματος κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταφοράς της 1999/70
Οδηγίας στην Ελληνική έννομη τάξη δεν έλαβε χώρα προκειμένου να τεθεί σε σοβαρό
κίνδυνο η επίτευξη του επιδιωκόμενου με την οδηγία αποτελέσματος, αλλά για την
εξυπηρέτηση των σκοπών αναγομένων στις ιδιαιτερότητες του δημόσιου τομέα, πολλώ μάλλον που αφενός μεν η οδηγία δεν επιβάλλει, σε
περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, τον χαρακτηρισμό αυτών ως συμβάσεων
αορίστου χρόνου, καθόσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό, αφετέρου οι προπαρατεθείσες εφαρμοστικές
διατάξεις του ΠΔ 164/2004, σε συμφωνία με την συνταγματική απαγόρευση
αποκλείουν τον χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου
των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα με έγκυρη ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου
χρόνου συνιστούν το προσήκον αντιστάθμισμα που αποτρέπει την καταχρηστική
χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα.
Περαιτέρω το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την C-760/18 της 21ης
Φεβρουαρίου 2021 απόφασή του έκρινε πρόσφατα επί προδικαστικού ερωτήματος του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου ότι "η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας
πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει
σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου
χρόνου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος
δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις
κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η
προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της
παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν
οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας νομοθεσίας που επιτρέπει την
μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου
μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοσθούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας,
μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια
μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα". Όμως η ως άνω ερμηνευτική
εκδοχή, αναγκαίως προϋποθέτει ότι κατά το εσωτερικό δίκαιο,
για την ερμηνεία του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν μόνο τα Ελληνικά
Δικαστήρια, υπάρχει πράγματι έδαφος εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3
του Ν. 2112/1920 στους απασχολούμενους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές
συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. και σκέψεις 63, 67 και 70 στην ως άνω
C -760/18 απόφαση). Τέτοιο έδαφος εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης στους
απασχολουμένους στο δημόσιο τομέα με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου
χρόνου δεν υφίσταται μετά την προαναφερθείσα Συνταγματική Αναθεώρηση, αφού
τούτο θα αντέβαινε ευθέως στη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος και
θα οδηγούσε αναγκαίως σε μία contra legem ερμηνεία
των συνταγματικών αυτών ρυθμίσεων. Στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου την πλήρη
αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν με την ως άνω με αριθ. 1999/70
Κοινοτική Οδηγία εξασφαλίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του Π.Δ.
164/2004, με τα οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5 σημείο 1
αυτής, οι οποίες προβλέπουν την αυτοδίκαιη ακυρότητα των συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου που συνάπτονται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ως άνω
Διατάγματος (με μοναδική εξαίρεση τις υπαγόμενες στη μεταβατικού χαρακτήρα
διάταξη του άρθρου 11 αυτού περιπτώσεις), την δυνατότητα του απασχοληθέντος ακύρως και για όσο
χρόνο διήρκεσε η άκυρη σύμβαση να λάβει ευθέως εκ του νόμου βάσει της άκυρης
σύμβασης (και όχι βάσει των περί αδικαιολογήτου
πλουτισμού διατάξεων) τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές, και την δυνατότητα
αυτού να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο θα λάμβανε ο αντίστοιχος
εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας αυτής
(εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της
αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες
συμβάσεις), ενώ παράλληλα προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για όσους παραβιάζουν
από δόλο ή από αμέλεια τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του Π.Δ.
Από τα πιο πάνω συνάγεται,
ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες
με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς
του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103
παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από 18-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν να
μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες
και διαρκείς ανάγκες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες ακόμα και αν αυτό
προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των
συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη
δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές
καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει βάσει
των πιο πάνω διατάξεων, ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου
χρόνου. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου
μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις αορίστου
χρόνου και μετά την ως άνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια τη
διαιώνιση ενός αποδοκιμασμένου από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου.
Συνεπώς, στις συμβάσεις
αυτές δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του
Ν.2112/1920 (Ολ ΑΠ 26/2007). Μάλιστα, στους κανόνες
αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω
διατάξεις του Ν.2190/1994 υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης
διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος τόσο το προσωπικό που
συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου
δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που
προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών
θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Αντίθετα, η
τελευταία αυτή διάταξη μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας
ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του δημόσιου τομέα πριν από την έναρξη
της ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος,
οπότε θα μπορούσαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω
συνταγματικών διατάξεων να έχουν προσλάβει το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας
αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (Ολ.
ΑΠ 7/2011). Έτσι, ενόψει αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και
αφετέρου της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ
του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές
καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ'
επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002
(ημερομηνία λήξης προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του ΠΔ
164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος (Ολ ΑΠ 20/2007). Περαιτέρω, με το άρθρο 31 του Ν.3013/2002
"Αναβάθμιση της πολιτικής προστασίας και λοιπές διατάξεις" (ΦΕΚ Α'
102) ορίστηκε ότι: "1. Στις Περιφέρειες ... τους Δήμους ... συνιστώνται
Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών. Αποστολή των Κέντρων αυτών είναι η παροχή
διοικητικών πληροφοριών και η διεκπεραίωση των υποθέσεων των πολιτών από την
υποβολή της αίτησης μέχρι την έκδοση της τελικής πράξης. 11 Για τις ανάγκες
λειτουργίας των Κ.Ε.Π. καθιερώνεται: α) Προαιρετική θητεία πτυχιούχων
Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης ετήσιας διάρκειας, β) Απασχόληση
Φοιτητών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ή αποφοίτων Ι.Ε.Κ., Τ.Ε.Ε. ή άλλων σχολών
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ειδικότητας προγραμματιστή ή χειριστή ηλεκτρονικών
υπολογιστών, γ) Απασχόληση σπουδαστών Τ.Ε.Ι". Η παράγραφος 11 του ως άνω
άρθρου του Ν.3013/2002 συμπληρώθηκε, από τότε που ίσχυσε, με την παρ.1 του
άρθρου 15 του Ν.3260/2004 "Ρυθμίσεις του συστήματος προσλήψεων και θεμάτων
δημόσιας διοίκησης" (ΦΕΚ Α' 151/6-8-2004), στην οποία ορίστηκε ότι:
"Για τις ανάγκες λειτουργίας των Κ.Ε.Π. επιτρέπεται η απασχόληση φυσικών
προσώπων με συμβάσεις μίσθωσης έργου. Για τις συμβάσεις αυτές ισχύουν οι
κείμενες διατάξεις". Στη συνέχεια όμως, με την παρ. 6 του άρθρου 20 του
Ν.3801/2009 "Ρυθμίσεις θεμάτων προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού
δικαίου αορίστου χρόνου και άλλες διατάξεις οργάνωσης και λειτουργίας της
Δημόσιας Διοίκησης" (ΦΕΚ Α' 163/4-9-2009), η οποία ισχύει αναδρομικά από
τη δημοσίευση του Ν.3260/2004 ορίστηκε ότι: "Οι συμβάσεις μίσθωσης έργου
που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 31 του Ν.3013/2002,
όπως συμπληρώθηκαν με αυτές της παρ.1 του άρθρου 15 του Ν.3260/2004, για τις
ανάγκες λειτουργίας των Κ.Ε.Π. δεν εμπίπτουν στους περιορισμούς των άρθρων 5
και 6 του π.δ 164/2004 (ΦΕΚ 134Α ) και των παραγράφων
1, 2 και του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 6 του Ν.2527/1997 (ΦΕΚ
206Α')". Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτράπηκε, ήδη από το
χρονικό σημείο δημιουργίας των Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.), η σύναψη
συμβάσεων μίσθωσης έργου με φυσικά πρόσωπα, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες
λειτουργίας τους. Οι συμβάσεις όμως αυτές εξαιρέθηκαν στη συνέχεια, και μάλιστα
αναδρομικά, από την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν.3260/2004, από κάθε περιορισμό
και προϋπόθεση που αφορούσε στη σύναψη γενικά των συμβάσεων μίσθωσης έργου
μεταξύ φυσικών προσώπων και φορέων του δημόσιου τομέα, αλλά επιπλέον και από
την απαγόρευση της ανανέωσης ή της παράτασης της ισχύος τους, με συνέπεια να επαφίεται
στην απόλυτη εξουσία των αρμοδίων κάθε φορά οργάνων τόσο η επιλογή των προσώπων
που θα απασχοληθούν στα Κ.Ε.Π., όσο και η διάρκεια της απασχόλησής τους.
Ειδικότερα, μέχρι την ισχύ του Ν.3812/2009 για τη σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων
δεν απαιτούνταν καμμία απολύτως προϋπόθεση, αφού
αυτές είχαν εξαιρεθεί από όλους τους περιορισμούς, τους οποίους το άρθρο 6 του
Ν.2527/1997, όπως τότε ίσχυε, επέβαλε στο σύνολο των συμβάσεων μίσθωσης έργου
των φορέων του δημόσιου τομέα. Οι ίδιες συμβάσεις μετά την ισχύ του Ν.3812/2009
και μέχρι τη σύσταση οργανικών θέσεων στα Κ.Ε.Π., εμπίπτουν μόνο στην υποχρέωση
εφαρμογής των κριτηρίων και της διαδικασίας του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994,
κατά την επιλογή των προσώπων που θα απασχοληθούν. Σε κάθε περίπτωση όμως και
ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψή τους, όλες οι συμβάσεις μίσθωσης έργου που
συνάπτονται με φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη των αναγκών των Κ.Ε.Π. εξαιρούνται
από την απαγόρευση της ανανέωσης ή παράτασης της ισχύος τους. Ενόψει της
τελευταίας αυτής εξαίρεσης οι ανωτέρω συμβάσεις μπορούν, κατά τη λήξη τους, να
ανανεώνονται και να παρατείνονται συνεχώς, χωρίς κανένα απολύτως αριθμητικό ή
χρονικό περιορισμό, χωρίς δηλαδή να τίθεται ανώτατο όριο ανανεώσεων ή συνολικής
διάρκειας της απασχόλησης, με συνέπεια να μπορούν να μετατραπούν έμμεσα και εκ
πλαγίου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Για το λόγο αυτό η ρύθμιση της παρ. 6 του
άρθρου 20 του Ν. 3801/2009, κατά το μέρος που εξαιρεί τις συμβάσεις μίσθωσης
έργου των απασχολουμένων στα Κ.Ε.Π. από την εφαρμογή της πρώην παρ. 3 και ήδη
παρ. 6 εδ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997, που
απαγορεύει την ανανέωση ή παράταση των συμβάσεων αυτών, δεν είναι σύμφωνη με τη
διάταξη του άρθρου 103 παρ· 8 του Συντάγματος, με την
οποία, όπως προεκτέθηκε, θεσπίζεται γενικός και
απόλυτος απαγορευτικός κανόνας μετατροπής των συμβάσεων του προσωπικού που
απασχολείται στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα με σύμβαση έργου, σε
συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, όμως, ειδικά για τις μισθώσεις
έργου που συνάπτονται για την κάλυψη των αναγκών των ΚΕΠ, ως ανανέωση νοείται
και κάθε νέα σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, με
αντικείμενο το ίδιο έργο με αυτό που είχε ανατεθεί με την προηγούμενη σύμβαση,
που μόλις έχει λήξει, και ουσιαστικό σκοπό τη συνέχιση της απασχόλησης συγκεκριμένου
προσώπου στη θέση στην οποία εργαζόταν. Ειδικότερα, για όσες τέτοιες συμβάσεις
είχαν συναφθεί πριν την τροποποίηση του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997 από το άρθρο
10 του Ν. 3812/2009, το συμπέρασμα αυτό είναι αυταπόδεικτο, αφού, ενόψει της
εφαρμογής του άρθρου 20 παρ. 6 του Ν. 3801/2009, οι συμβάσεις αυτές συνάπτονταν
χωρίς καμμία απολύτως προϋπόθεση, περιορισμό ή
διαδικασία, με συνέπεια να δίνεται η δυνατότητα στα αρμόδια όργανα να
συμβάλλονται για τις ανάγκες των Κ.Ε.Π., διαρκώς και επανειλημμένα, με τα ίδια
πρόσωπα, τα οποία επέλεγαν κατ' απόλυτη ελεύθερη κρίση, χωρίς προηγούμενη
αξιολόγηση και σύγκριση με άλλους υποψηφίους. Το ίδιο όμως πρέπει να γίνει
δεκτό και για όσες συμβάσεις συνάπτονται μετά την ισχύ του Ν. 3812/2009, αφού ο
μόνος περιορισμός που τίθεται για τις συμβάσεις μίσθωσης, έργου των
απασχολουμένων στα Κ.Ε.Π., μέχρι τη σύσταση των αντίστοιχων οργανικών θέσεων,
είναι η υποχρέωση εφαρμογής των κριτηρίων του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 για
την επιλογή του προσώπου που θα απασχοληθεί. Ενόψει όμως του ότι, και βάσει του
άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 2527/1997, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με
το Ν. 3812/2009, τα απαιτούμενα προσόντα των προσώπων που θα απασχοληθούν
καθορίζονται ελεύθερα από τον φορέα που θα συνάψει τη σύμβαση και η αντίστοιχη
εμπειρία συνιστά απαραίτητο προσόν για την απασχόληση στα Κ.Ε.Π., όπως ρητά
ορίζεται από το άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 3200/2003 για το διορισμό σε όμοιες
θέσεις μόνιμου προσωπικού, η απαίτηση από τον φορέα να συνάπτει τη σύμβαση
έργου, εμπειρίας συγκεκριμένης διάρκειας σε συνδυασμό με την απαραίτητη, κατά
το νόμο, εντοπιότητα, οδηγεί σε αναγκαστική επιλογή συγκεκριμένα κάθε φορά
προσώπου, που θα είναι το μοναδικό που θα πληροί αυτά τα προσόντα ή σε κάθε
περίπτωση θα υπερτερεί σαφώς των συνυποψήφιων του. Άλλωστε και η παρέμβαση του
ΑΣΕΠ στη διαδικασία που θεσμοθετήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3838/2010, στην
περίπτωση των συμβάσεων έργου για τις ανάγκες των Κ.Ε.Π. αναγκαστικά
περιορίζεται μόνο στον ορθό έλεγχο εφαρμογής των κριτηρίων από μέρους του φορέα
και ως εκ τούτου δεν διαφοροποιείται το αποτέλεσμα. Η επαναλαμβανόμενη όμως και
χωρίς διακοπές επιλογή του ίδιου προσώπου για την εκτέλεση του ίδιου έργου,
έστω και αν εμφανίζεται ως σύναψη νέας σύμβασης, θα καταλήγει στη διαρκή
απασχόλησή του στην ιδιά θέση με άσκηση των ίδιων καθηκόντων και ως εκ τούτου
στην έμμεση μετατροπή της σύμβασης έργου, που έχει συνάψει, σε σχέση εργασίας
αορίστου χρόνου, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος. Ενόψει
αυτών, η παρ. 6 του άρθρου 20 του Ν. 3801/2009, που εξαιρεί τις συμβάσεις έργου
των απασχολουμένων στα Κ.Ε.Π. από την απαγόρευση ανανέωσης ή παράτασής τους,
αντίκειται στο άρθρο 103 παρ.8 του Συντάγματος και είναι για το λόγο αυτό
ανίσχυρη. Κατά συνέπεια και για τις μισθώσεις έργου που συνάπτονται για τις ανάγκες
των Κ.Ε.Π. πρέπει να εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 6 Ν.
2527/1997, όπως εκάστοτε ισχύει, όπως συμβαίνει και για τις λοιπές συμβάσεις
μίσθωσης έργου, που συνάπτονται για την κάλυψη των αναγκών των λοιπών φορέων
του δημόσιου τομέα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.
1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας
του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες
των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ
συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί
ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η
δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή
με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται σφάλματα του δικαστηρίου,
κατά την εκτίμηση του νόμου βασίμου της αγωγής, ή των
ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της
ουσίας της διαφοράς (Ολ.ΑΠ 2/2019, Ολ.ΑΠ 6/2019, Ολ.ΑΠ 7/2006).
Στην προκείμενη περίπτωση με
την ένδικη από 31-5-2010 αγωγή ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων,
επικαλούμενος απασχόλησή του από τον Δήμο .., του οποίου ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος Καλλικρατικός
Δήμος .. είναι καθολικός διάδοχος, στο κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) του
Δήμου από 22-10-2007, ως υπάλληλος κατηγορίας εκπαίδευσης ΠΕ, με βάση
διαδοχικές συμβάσεις έργου, οι οποίες στην πραγματικότητα υπέκρυπταν μία ενιαία
σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθόσον κάλυπτε πάγιες και
διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, υπό τις εντολές και
οδηγίες των οργάνων του, που αποσκοπούσαν εποπτεία και έλεγχο και καθόριζαν τον
τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της εργασίας του, κατά πανομοιότυπο με τους
λοιπούς μόνιμους υπαλλήλους τρόπο, υποχρεούμενος να συμμορφώνεται με τις
εντολές και οδηγίες και να δέχεται τον έλεγχο, ως προς την τήρηση αυτών, και με
την επίκληση ότι ο χαρακτηρισμός των ένδικων συμβάσεων ως συμβάσεων έργου από
τον εναγόμενο, έναντι του οποίου ουδεμία διαπραγματευτική ισχύ είχε, έγινε με
πρόθεση καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και
δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος, το σκοπό της εργασίας και τις
συνθήκες λειτουργίας του Κ.Ε.Π., καθώς και, μεταξύ άλλων, ότι οι ρυθμίσεις του
ΠΔ 164/2004 παραβιάζουν την Οδηγία 1999/70/Ε.Κ., αφού μειώνουν δραστικά το
επίπεδο προστασίας των εργαζομένων που προϋπήρχε αυτής, ζήτησε να αναγνωριστεί
ότι συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου
και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες του στο μέλλον, με
την απειλή χρηματικής ποινής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 793/2012 οριστική
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμη την
αγωγή. Κατά της εν λόγω αποφάσεως ο ήδη αναιρεσείων
άσκησε την από 14-5-2012 έφεση και τον από 26-10-2012 πρόσθετο λόγο έφεσης
ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Επιπροσθέτως το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε
ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου την από 3-12-2012 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εναγομένου. Με την αναιρεσιβαλλόμενη
4669/2013 απόφαση του Εφετείου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η πρόσθετη παρέμβαση
και έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η
έφεση καθώς και ο πρόσθετος λόγος αυτής, δεχόμενο το Εφετείο τα εξής: "Με
τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι
εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων 103 του Συντάγματος, 8 παρ. 3 ν.
2112/1920, 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, της κοινοτικής Οδηγίας
1999/70 ως και του ν. 3801/2009 (20 παρ. 6 και 8), η αγωγή του απορρίφθηκε ως
μη νόμιμη. 'Όμως, όπως διαλαμβάνεται και στη νομική σκέψη, εφόσον οι συμβάσεις
έργου, που συνήψε ο ενάγων με τον εναγόμενο ΟΤΑ, καταρτίστηκαν από το έτος 2004
και εφεξής, ήτοι μετά την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, δεν είναι
δυνατή, όχι μόνον η μετατροπή τους, αλλά ούτε και ο νομικός χαρακτηρισμός τους
ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο οποίος είναι πλέον
αλυσιτελής. Ενόψει δε του γεγονότος, ότι η κοινοτική οδηγία 1999/70, όπως ήδη
εκτέθηκε (και ανεξαρτήτως του ποία είναι τα
"ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα" που προβλέπει) δεν τυγχάνει άμεσης
εφαρμογής, ενώ δεν είναι εφαρμοστέα ούτε η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2112/20
μετά τη θέση σε ισχύ των αναθεωρημένων διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του
άρθρου 103 Σ, ούτε, τέλος, η εκ μέρους της Διοίκησης επίκληση ότι οι συναφθείσες
συμβάσεις του ενάγοντος που καταρτίστηκαν τυπικώς ως έργου είναι άκυρες ως
συμβάσεις εργασίες, δύναται να αποκρουσθεί ως καταχρηστική, όπως ανωτέρω
εκτέθηκε, η αγωγή του ενάγοντος είναι μη νόμιμη". Με το προεκτεθέν περιεχόμενο η αγωγή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις προηγηθείσες
νομικές σκέψεις, είναι μη νόμιμη. Και τούτο διότι στις ένδικες συμβάσεις, υπό
την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 21 του Ν. 2190/1994 και 103 παρ. 7 και 8 του
Συντάγματος δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν.
2112/1920, με τις οποίες, όπως προεκτέθηκε,
θεσπίζεται ο γενικός και απόλυτος απαγορευτικός κανόνας μετατροπής των
συμβάσεων του προσωπικού που απασχολείται στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο
τομέα με σύμβαση έργου, σε συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, δεν
είναι δυνατή ούτε η εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 20 του Ν.
3801/2009, με την οποία εξαιρούνται οι συμβάσεις μίσθωσης έργου των
απασχολουμένων στα Κ.Ε.Π. από την εφαρμογή των άρθρων 5 και 6 του ΠΔ 164/2004
και των παραγράφων 1, 2 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 6
του Ν. 2527/1997, που απαγορεύουν την ανανέωση ή παράταση των συμβάσεων αυτών,
καθόσον αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος και είναι για το λόγο
αυτό ανίσχυρη, και, κατά συνέπεια, και για τις μισθώσεις έργου που συνάπτονται
για τις ανάγκες των Κ.Ε.Π. πρέπει να εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων του
άρθρου 6 του Ν. 2527/1997, όπως εκάστοτε ισχύει, όπως συμβαίνει και για τις
λοιπές συμβάσεις μίσθωσης έργου, που συνάπτονται για την κάλυψη των αναγκών των
λοιπών φορέων του δημόσιου τομέα. Επομένως, με την κρίση του αυτή το Εφετείο,
απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την αγωγή, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου
διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 με τη μη εφαρμογή της, ούτε τις ουσιαστικού
δικαίου διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, και τις
διατάξεις του π.δ.164/2004, που ενσωμάτωσαν στην ελληνική έννομη τάξη την
Οδηγία 1999/70/ΕΚ με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ως και τη διάταξη του
άρθρου 20 παρ. 6 του Ν. 3801/2009 με τη μη εφαρμογή της, και, επομένως, είναι
αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η από 20-1-2015 αίτηση για αναίρεση της 4669/2013
απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών πρέπει να απορριφθεί, και να
συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η ερμηνεία των
κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής για τον ηττώμενο
διάδικο (άρθ. 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-1-2015
αίτηση για αναίρεση της 4669/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Συμψηφίζει τα δικαστικά
έξοδα των διαδίκων, στο σύνολό τους.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην
Αθήνα στις 25 Μαΐου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε
δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουλίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ