ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 765/2021

 

Τελεσιδικία ερήμην οριστικής απόφασης Εφετείου - Πίνακας κατάταξης - Απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας - Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης - Δικαστική απόφαση ως απόδειξη -.

 

Η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου καθίσταται τελεσίδικη και υπόκειται πλέον σε αναίρεση μόνον αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, είτε διότι ο διάδικος παραιτήθηκε του δικαιώματος ασκήσεώς της. Κατάταξη απαιτήσεων από παροχή εξαρτημένης εργασίας εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Όταν προσκομίζεται δικαστική απόφαση για την απόδειξη της ύπαρξης της έννομης σχέσης, ως εκ της οποίας παρέχεται στο διάδικο, υπέρ του οποίου βεβαιώθηκε με την απόφαση η ύπαρξη της σχέσης αυτής, δικαίωμα να προβεί σε εκτέλεση κατ' εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η βεβαίωση αυτή, σε δίκη που αφορά την εκτέλεση, αποδεικνύει πλήρως τη βεβαιούμενη απαίτηση για την οποία η εκτέλεση, όχι μόνο έναντι του οφειλέτη, αλλά και έναντι των συμμετεχόντων στην δίκη αυτή τρίτων, όπως επί πλειστηριασμού των αναγγελθέντων σ' αυτόν δανειστών, για τους οποίους δεν γεννάται ζήτημα επεκτάσεως του απορρέοντος από την απόφαση αυτή δεδικασμένου, αφού δεν πρόκειται για εκτέλεσή της κατ' αυτών, αλλά κατά του οφειλέτη του επισπεύδοντος ή άλλου συνδανειστή τους, και οι οποίοι μπορούν ν' ανατρέψουν την άνω αποδεικτική δύναμη της απόφασης μόνο από το τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης στην οποία εκδόθηκε ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής.

 

 

Αριθμός 765/2021

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2 Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο - Εισηγητή, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Φεβρουαρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Ιωάννη Μπακόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

 

Της αναιρεσιβλήτου: Ε. χήρας Χ. Ν., το γένος Δ. Τ., κατοίκου …, ως μοναδικής εκ διαθήκης κληρονόμου του θανόντος Χ. Ν. του Ι., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-4-2011 ανακοπή του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και την από 2-5-2011 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 153/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 237/2015 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 30-6-2017 αίτησή του.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ʼρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως από το αναιρεσείον υπ' αριθμ. 4437γ/3-12-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου Κ. Σ., προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης, με την επ' αυτής πράξη ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικασίμου (8-2-2021) και κλήση προς συζήτηση κατά την δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος που επισπεύδει την συζήτηση, νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη (άρθρο 568 παρ. 2, 3 και 4 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, εφόσον η τελευταία δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση χωρίς την παρουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 34, 35 ΑΚ και 62, 73, 313 παρ. 1 περ. δ`, 556, 558 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 286 επ. του ιδίου Κώδικα που, κατ` άρθρο 573 παρ. 1 αυτού, εφαρμόζονται και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι, σε περίπτωση θανάτου κάποιου διαδίκου πριν από την αμετάκλητη περάτωση της δίκης, εάν ο θάνατός του επήλθε μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, οπότε δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας ούτε στάδιο για διακοπή και επανάληψη της δίκης, το ένδικο μέσο της αναίρεσης που ασκείται κατά της απόφασης αυτής από τον αντίδικο του θανόντος πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ, ν' απευθύνεται κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του θανόντος, οι οποίοι και μόνο νομιμοποιούνται παθητικά στην αναιρετική δίκη, διαφορετικά απορρίπτεται αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη (ΑΠ 170/2019, ΑΠ 518/2017, ΑΠ 178/2016). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 553 παρ. 1 και 554 του Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται ότι η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου καθίσταται τελεσίδικη και υπόκειται πλέον σε αναίρεση μόνον αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, είτε διότι ο διάδικος παραιτήθηκε του δικαιώματος ασκήσεώς της. Η απόδειξη της τελεσιδικίας της Εφετειακής αποφάσεως γίνεται με την προσκομιδή των σχετικών εκθέσεων επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ή με την βεβαίωσή του στο δικόγραφο που επιδόθηκε ότι έγινε επίδοση της αποφάσεως (ΑΠ 60/2017, ΑΠ 1127/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η από 30-6-2017 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 237/2015 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία παραδεκτά στρέφεται κατά της αναιρεσίβλητης Ε. χήρας Χ. Ν., ως μοναδικής κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 3-7-2016, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αρχικού διαδίκου (καθού η ανακοπή και μετέπειτα εφεσιβλήτου), Χ. Ι. Ν. (βλ. το από 29-9-2016 απόσπασμα της …/1/2016 ληξιαρχικής πράξης του Δήμου ʼργους - Μυκηνών), δυνάμει της από 10-10-2010 ιδιόγραφης διαθήκης αυτού, που δημοσιεύτηκε με το 150/2016 πρακτικό και κηρύχθηκε κυρία με την 7/2016 πράξη του Ειρηνοδικείου ʼργους (βλ. και τα υπ' αριθμ. 483/6-6-2017 και 83/16-6-2017 πιστοποιητικά περί μη δημοσίευσης άλλης διαθήκης και περί μη αποποίησης της κληρονομίας του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου ʼργους). Εξάλλου, από την προκομιζόμενη μετ' επικλήσεως υπ' αριθμ. 14-6-2017 έκθεση επιδόσεως του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 237/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου (δημοσιευθείσας την 8-7-2015), η οποία εκδόθηκε ερήμην του αρχικού διαδίκου Χ. Ν., επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη, ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο αυτού, στις 14-6-2017 και, συνεπώς, η απόφαση αυτή είχε τελεσιδικήσει κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως στις 30-6-2017, εφόσον είχε παρέλθει η οριζόμενη στο άρθρο 503 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. δεκαπενθήμερη προθεσμία από της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Επομένως, υπό τα ως άνω εκτιθέμενα, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, εφόσον κατά τα λοιπά ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558,564, 566 § 1 Κ.Πολ.Δ), είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 975 παρ 3 ΚΠολΔ, στην τρίτη τάξη της προβλεπόμενης απ` αυτήν προνομιακής κατάταξης, κατατάσσονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού. Ως τέτοιες απαιτήσεις νοούνται οποιεσδήποτε απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης και των νομικών διατάξεων επί των οποίων στηρίζονται αυτές, αρκεί μόνο να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος με την παροχή της εξαρτημένης εργασίας (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 711/2016). Ως ημερομηνία του πρώτου πλειστηριασμού νοείται εκείνη που αρχικά ορίστηκε, μετά την επιβολή της κατάσχεσης, έστω και αν η διενέργεια του πλειστηριασμού ματαιώθηκε από αδράνεια αυτού που επέβαλε την κατάσχεση ή επακολούθησε δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού εκ μέρους άλλου δανειστή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 973 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 370/2014, ΑΠ 1625/2008). Έτσι, η αρχική ημερομηνία του πλειστηριασμού αποτελεί την αφετηρία αναδρομικού υπολογισμού της διετίας. Αν συνεπώς ο πλειστηριασμός έγινε αργότερα, λόγω αναβολής, αναστολής ή ματαίωσής του κατά την ημερομηνία που είχε αρχικά ορισθεί, το ανωτέρω προνόμιο απολαμβάνουν μόνο οι εν λόγω απαιτήσεις, που προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημέρα που είχε αρχικά ορισθεί για τον πλειστηριασμό (ΑΠ 1046/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933, 979 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι, αν ο λόγος ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής προς τον σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατάταξης αυτού, συνίσταται σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθού η ανακοπή που έχει καταταγεί και του προνομιακού της χαρακτήρα, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής αρκεί μόνο η εν λόγω άρνηση, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, ο καθού η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το μέγεθος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως για την οποία έχει καταταγεί. Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο καθού η ανακοπή βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή και αν δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 903/2019, ΑΠ 273/2016, ΑΠ 370/2014, ΑΠ 1052/2005, ΑΠ 404/2003, ΑΠ 183/2002, ΑΠ 1316/1997). Η αμφισβήτηση της ύπαρξης της απαίτησης του καθού η ανακοπή, επιτρέπεται ακόμα και αν αποδεικνύεται έναντι του καθού η εκτέλεση με έγγραφα, αφού η αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών δεν δεσμεύει και τους αναγγελθέντες δανειστές (ΑΠ 100/2017), οι οποίοι, μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα κατάταξης, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης κατόπιν ανακοπής του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθού η εκτέλεση και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και του οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο, που απορρέει από τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει στον καταταγέντα απαίτηση σε βάρος του καθού η εκτέλεση ή αναγνωρίζει υπέρ αυτού προνόμιο. Επομένως, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του καθού η ανακοπή και του καθού η εκτέλεση (ΑΠ 100/2017, ΑΠ 1907/2011, ΑΠ 1311/2009). Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 312 ΚΠολΔικ, η δικαστική απόφαση αποτελεί, έναντι πάντων, πλήρη απόδειξη για την κρίση που εξέφερε σ' αυτήν το δικαστήριο για την ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης που αποτέλεσε το αντικείμενο της δίκης.

 

Συνεπώς, όταν αυτή προσκομίζεται για την απόδειξη της ύπαρξης της έννομης σχέσης, ως εκ της οποίας παρέχεται στο διάδικο, υπέρ του οποίου βεβαιώθηκε με την απόφαση η ύπαρξη της σχέσης αυτής, δικαίωμα να προβεί σε εκτέλεση κατ' εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η βεβαίωση αυτή, σε δίκη που αφορά την εκτέλεση, αποδεικνύει πλήρως τη βεβαιούμενη απαίτηση για την οποία η εκτέλεση, όχι μόνο έναντι του οφειλέτη, αλλά και έναντι των συμμετεχόντων στην δίκη αυτή τρίτων, όπως επί πλειστηριασμού των αναγγελθέντων σ' αυτόν δανειστών, για τους οποίους δεν γεννάται ζήτημα επεκτάσεως του απορρέοντος από την απόφαση αυτή δεδικασμένου, αφού δεν πρόκειται για εκτέλεσή της κατ' αυτών, αλλά κατά του οφειλέτη του επισπεύδοντος ή άλλου συνδανειστή τους, και οι οποίοι μπορούν ν' ανατρέψουν την άνω αποδεικτική δύναμη της απόφασης μόνο από το τυχόν αντίθετο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης στην οποία εκδόθηκε (ως αντίθετο, ως προς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση της αποφάσεως) ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής (ΑΠ 1837/2013, ΑΠ 650/2011). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, δικάζοντας επί εφέσεως, μεταξύ άλλων, και του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή του, καθό μέρος στρεφόταν κατά του τετάρτου των καθών Χ. Ν. (δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης), δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: "Με βάση την με αριθμό …/….1.2011 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού που συνέταξε η συμβολαιογράφος Ναυπλίου ., εκπλειστηριάστηκε με επίσπευση της Κ. Σ. και σε εκτέλεση της με αριθμό 98/2008 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ένα ακίνητο κείμενο στη ..., κυριότητας του οφειλέτη Μ. Κ., αντί συνολικού πλειστηριάσματος 120.000 ευρώ. Στην ως άνω υπάλληλο του πλειστηριασμού ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους οι ακόλουθοι πιστωτές: α) η Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου για ποσό 77.496,10 ευρώ, β) το υποκατάστημα Ναυπλίου του Ι.Κ.Α. για ποσό 79.171,53 ευρώ, γ) η "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ A.E." για ποσό 25.872,03 ευρώ, δ) η "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." για ποσό 63.362,23 ευρώ, ε) η Κ. Σ. του Ν. για ποσό 27.787,83 ευρώ και στ) ο Χ. Ν. του Ι. για ποσό 11.979,27 ευρώ. Στη συνέχεια, η υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού αφαίρεσε από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα ποσό 18.281,60 ευρώ για έξοδα εκτέλεσης, κατέταξε τις απαιτήσεις του εργαζομένου Χ. Ν. που ήταν εξοπλισμένες με το προνόμιο του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ ποσού 8.464,23 ευρώ και, καθώς το εναπομείναν πλειστηρίασμα των 93.254,17 ευρώ δεν αρκούσε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, συνέταξε το με αριθμό …/….4.2011 πίνακα, στον οποίο κατά σειρά κατέταξε: α) τη "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." οριστικά και τυχαία για ποσό 25.872,03 ευρώ ως δανείστρια με προσημείωση υποθήκης Α' τάξης επί του εκπλειστηριασθέντος, με την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της (και επικουρικά για το ως άνω ποσό το Ελληνικό Δημόσιο), β) την "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." οριστικά σε μερική εξόφληση της απαίτησης της για ποσό 26.350 ευρώ, ως δανείστρια με υποθήκη Β' τάξης επί του εκπλειστηριασθέντος, γ) το Ελληνικό Δημόσιο οριστικά σε μερική εξόφληση της απαίτησής του για ποσό 9.947,41 ευρώ, ως δανειστή με υποθήκη Γ' και Δ' τάξης επί του εκπλειστηριασθέντος, δ) το Ελληνικό Δημόσιο οριστικά σε μερική εξόφληση της απαίτησής του για ποσό 31.084,72 ευρώ, ως δανειστή διαθέτοντα γενικό προνόμιο κατ' άρθρο 975 περ. 5 (πρώην 6) ΚΠολΔ... Όπως προκύπτει από την με αριθμ. …/….7.2008 έκθεση κατάσχεσης, το ανωτέρω εκπλειστηριασθέν ακίνητο κατασχέθηκε αναγκαστικά από τον Χρ Ν. του Ι., με την υπ' αριθμ. …/2008 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του Δικ. Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ναυπλίου Γ. Λ., η οποία εγγράφηκε στα βιβλία κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Ναυπλίου στις 07.07.2008,... δυνάμει του υπ' αριθμ. 117/2008 Α' απογράφου εκτελεστού της υπ' αριθμ. 431/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, για ποσόν συνολικά (5.447,00) ευρώ. Περαιτέρω, με επίσπευση του Χ. Ν. και δυνάμει της υπ' αριθμ. …/….07.2008 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας του Ιδίου ως άνω Δικ. Επιμελητή, ορίσθηκε ημερομηνία δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού του ακινήτου, η 15.10.2008 κατά την οποία ο πλειστηριασμός ανεστάλη λόγω μερικής καταβολής,... Όμως και αυτός ο πλειστηριασμός ανεστάλη και εκδόθηκε η υπ' αριθμ. …/2010 ΣΤ' επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ιδίου ως άνω δικ. Επιμελητή, με την οποία ορίστηκε ημερομηνία του νέου πλειστηριασμού η 26.01.2011.

 

Συνεπώς, ο πλειστηριασμός, που διενεργήθηκε 26.1.2011 και ολοκληρώθηκε με την κατακύρωση και επίτευξη πλειστηριάσματος 120.000 ευρώ..., βρισκόταν κατά την έναρξη της ισχύος του Ν. 3863/2010 σε εξέλιξη..., καθόσον,... είχε ξεκινήσει ήδη στις 7.7.2008 με την υπ' αριθμ. …/….7.2008 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου, ανεξαρτήτως του ότι μεσολάβησαν ματαιώσεις, χωρίς η εντολή για τη διενέργεια νέου κάθε φορά πλειστηριασμού να μπορεί να θεωρηθεί για την εφαρμογή του ν. 3863/2010 ότι οδηγεί κάθε φορά σε αυτοτελή πλειστηριασμό..... Ο Χ. Ν. προσλήφθηκε από τον οφειλέτη, Μ. Κ., με σύμβαση εξαρτημένης εργασία αορίστου χρόνου προκειμένου να προσφέρει στον τελευταίο τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση ψητοπωλείου που διατηρούσε ο τελευταίος στην …, ως ψήστης. Η ως άνω σύμβαση εργασίας όμως δεν εξελίχθηκε ομαλά, με αποτέλεσμα να εκδοθεί η υπ' αριθμ. 408/2009 τελεσίδικη απόφαση (δεν προκύπτει το αμετάκλητο αυτής) του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία ο καθού η εκτέλεση εργοδότης- οφειλέτης, Μ. Κ., υποχρεώθηκε να καταβάλει στον Χ. Ν. (τέταρτο των καθών της υπό στοιχείο B ανακοπής) ως εργατικές απαιτήσεις, το συνολικό ποσό των 8.704,49, με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους ποσό κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας. Προς αποτροπή πραγματοποίησης του σε βάρος του πλειστηριασμού ο οφειλέτης κατέβαλε στον Χ. Ν.: α) στις 10.10.2008 ποσό 2.000 ευρώ, β) στις 14.10.2008 ποσό 1.000 ευρώ, γ) στις 28.4.2009 ποσό 2.000 ευρώ, δ) στις 11.7.2009 ποσό 1.500 ευρώ και ε) στις 22.10.2009 ποσό 648,78 ευρώ (συνολικά 7.148,78 ευρώ), τα οποία ο δανειστής καταλόγισε κατ' άρθρο 423 ΑΚ ως ακολούθως: i) 447 ευρώ προς εξόφληση τελών απογράφου, αντιγράφου ενσήμων, επίδοσης, δικαιωμάτων δικαστικού επιμελητή και σύνταξης της από 30.6.2008 επιταγής που συντάχθηκε παρά πόδας αντιγράφου από το απόγραφο της με αριθμό 431/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, ii) 600 ευρώ προς εξόφληση σύνταξης εντολών για την επιβολή κατάσχεσης και έκδοσης επαναληπτικών περιλήψεων, iii) 4.455 ευρώ προς εξόφληση εξόδων και αμοιβών δικαστικού επιμελητή για την κατάσχεση και την έκδοση των επαναληπτικών περιλήψεων και ίν) 1.646,78 ευρώ έναντι τόκων και επιδικασθέντων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα η τελεσίδικα κριθείσα απαίτηση του να διαμορφώνεται στις 10.10.2008 ως ακολούθως: 1) 3.514,60 ευρώ λόγω δεδουλευμένων τακτικών αποδοχών, αμοιβής για εργασία αναπληρωματικής ανάπαυσης Κυριακών και νυκτερινής εργασίας από 1.1.2007 μέχρι 30.3.2007, 2) 493,09 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίων (από 8.8.2007), 3) 160,35 ευρώ λόγω δώρου Πάσχα 2006, 4) 33,77 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίου, 5) 856,69 ευρώ λόγω δώρου Χριστουγέννων 2006, 6) 180,42 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίου, 7) 1.644,86 ευρώ λόγω αποδοχών αδείας 2006, 8) 346,40 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίου, 9) 411,21 ευρώ λόγω αποδοχών επιδόματος άδειας 2006, 10) 86,60 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίου, 11) 441,18 ευρώ λόγω δώρου Πάσχα 2008, 12) 61,90 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίου, 13) 872,51 ευρώ λόγω αποδοχών αδείας 2007, 14) 122,41 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίου, 15) 436 ευρώ λόγω επιδόματος αδείας 2007, 16) 61,17 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίου 1703 367,09 ευρώ λόγω επιδόματος ασθενείας, 18) 51,50 ευρώ λόγω τόκων υπερημερίας ανωτέρω κεφαλαίου, ήτοι συνολικά 8.704,49 ευρώ κεφάλαιο και 1.437,26 ευρώ για τόκους υπερημερίας κεφαλαίου. Με την καταβολή από τον οφειλέτη στον ως άνω δανειστή ποσού 1.646,78 ευρώ στις 10.10.2008 εξοφλήθηκαν οι τόκοι υπερημερίας μέχρι την ημερομηνία αυτή, ενώ κατεβλήθη και ποσό (1.646,78 - 1.437,26 =) 209,52 ευρώ έναντι κεφαλαίου, με συνέπεια ήδη η απαίτηση του να ανέρχεται στα εξής ποσά: 1) 3.305,08 ευρώ λόγω δεδουλευμένων τακτικών αποδοχών, αμοιβής για εργασία αναπληρωματικής ανάπαυσης Κυριακών και νυκτερινής εργασίας από 1.1.2007 μέχρι 30.3.2007, 2) 160,35 ευρώ λόγω δώρου Πάσχα 2006, 3) 856,69 ευρώ λόγω δώρου Χριστουγέννων 2006, 4) 1.644,86 ευρώ λόγω αποδοχών αδείας 2006, 5) 411,21 ευρώ λόγω αποδοχών επιδόματος άδειας 2006, 6) 441,18 ευρώ λόγω δώρου Πάσχα 2008, 7) 872,51 ευρώ λόγω αποδοχών αδείας 2007, 8) 436 ευρώ λόγω επιδόματος αδείας 2007, 9) 367,09 ευρώ λόγω επιδόματος ασθενείας, 10) 1.210,53 ευρώ λόγω επιδικασμένων τόκων υπερημερίας παραπάνω κεφαλαίων από 11.10.2008 μέχρι και 22.4.2010, 11) 1.000 ευρώ λόγω επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, 12) 302,93 ευρώ λόγω τελών απογράφου, απογράφου, αντιγράφου ενσήμων αυτού και αντιγραφικών, επίδοσης της από 23.4.2010 επιταγής προς πληρωμή και δικαιωμάτων δικαστικού επιμελητή και 13) 300 ευρώ λόγω σύνταξης της από 23.4.2010 επιταγής, ορθά κατατάχθηκε προνομιακά, κατ' άρθρο 975 περ. 3 Κ.Πολ.Δ., για τα με αριθμό 1-9 ως άνω κονδύλια της απαίτησής του, συνολικού ύψους 8.464,97 ευρώ, απορριπτομένου του σχετικού λόγου ανακοπών (και των δύο) και κοινού λόγου και των δύο κρινόμενων εφέσεων ως ουσιαστικά αβάσιμου. Σημειώνεται ότι, το δεδικασμένο της πιο πάνω απόφασης δεσμεύει μόνο τους διαδίκους της εργατικής διαφοράς για την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 408/2009 τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς να δεσμεύει τους λοιπούς διαδίκους της παρούσας δίκης, πλην όμως δεσμεύει την τη συμ/φο που συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, η οποία όφειλε να την λάβει υπόψη της, όπως και έκανε". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, καθό μέρος στρεφόταν κατά του αρχικού διαδίκου Χ. Ν. (τετάρτου των καθών η ανακοπή) και κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως και είχε απορρίψει την ανακοπή κατ' αυτού, με την οποία το αναιρεσείον είχε προβάλει άρνηση του ύπαρξης, του μεγέθους και του προνομιακού χαρακτήρα των απαιτήσεων του ως άνω αρχικού διαδίκου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεχόμενο σχετικά με την κατάταξη του δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης στην τρίτη σειρά προνομίων, ότι ο τελευταίος επικαλέστηκε και απέδειξε τα παραγωγικά γεγονότα της απαιτήσεώς του και τον προνομιακό χαρακτήρα αυτής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, χωρίς να αρκεσθεί σε λιγότερα στοιχεία από όσα η διάταξη αυτή απαιτεί για την εφαρμογή της, καθόσον, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η απαίτηση του ανωτέρω δανειστή είχε ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας και προέκυψε μέσα στην τελευταία διετία πριν από την αρχική ημερομηνία του πλειστηριασμού και, συνεπώς, ήσαν προνομιακή. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, καθό μέρος προσάπτεται με αυτόν στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της πιο πάνω διάταξης, είναι αβάσιμος. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, πάρα το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ.ΑΠ 2/2001, ΑΠ 2001/2009) ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου 559 αρ. 1 .Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1518/2008, ΑΠ 558/2008). Μέσω του παραπάνω από το αρθρ. 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., λόγου ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό άσκησης ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων έφεσης καθώς και το παραδεκτό των ανακοπών (αρθρ. 583 επ. 632, 933, 979 ΚΠολΔ) και των (κυρίων και προσθέτων) λόγων αυτών (ΑΠ 1090/2018). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 12 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο αποδεικτική δύναμη μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά γι' αυτό (δικαστήριο), καθορίζει ο νόμος (ΚΠολΔ 352, 438 - 440, 447), προβλέποντας ιδίως, ότι ορισμένο αποδεικτικό μέσο παράγει πλήρη απόδειξη χωρίς ή με δυνατότητα ανταποδείξεως, όχι όμως και στην περίπτωση κατά την οποία, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως, κατ' αρχήν, έχει δικαίωμα από το νόμο (Κ.Πολ.Δ 340), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα από τα άλλα αυτά αποδεικτικά μέσα. Επίσης, κατά το άρθρο 559 αρ.13 του ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Αυτός ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με το ρυθμιζόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ., βάρος της αποδείξεως, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα περί αποδείξεως απόφαση θα επιβάλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα, εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση, που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει, υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διατάξεως (AΠ 1437/2019, ΑΠ 1428/2019, ΑΠ 193/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον ίδιο ως άνω πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατ' εκτίμηση του όλου περιεχομένου του, προσάπτονται στο Εφετείο και οι εξής πλημμέλειες: α) ότι με το να δεχθεί ως ορισμένη την αμφισβητηθείσα με την ανακοπή του αναιρεσείοντος ένδικη απαίτηση του καθού η ανακοπή Χ. Ν. και τον προνομιακό της χαρακτήρα, καίτοι στις προτάσεις αυτού στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αναφέρονταν κατά τρόπο ορισμένο τα θεμελιωτικά αυτής (απαιτήσεως και προνομίου) πραγματικά περιστατικά, υπέπεσε στην από τον αρ. 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια και β) ότι με το να δεχθεί την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης απαίτησης του καθού η ανακοπή, χωρίς αυτός να έχει ανταποκριθεί στο αντικειμενικό βάρος της απόδειξής της, αφού το δεδικασμένο της επικληθείσας και προσκομισθείσας από αυτόν υπ' αριθμ. 408/2009 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία του επιδικάστηκε από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας συνολικό ποσό 8.704,49 ευρώ σε βάρος του καθού η εκτέλεση, δεν δεσμεύει το αναιρεσείον, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τους αρ. 13 και 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του, από τον αρ. 14, είναι προεχόντως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, αφού το αναιρεσείον αναφέρει στο αναιρετήριο μόνο το κατά την εκδοχή του περιεχόμενο των προτάσεων του καθού η ανακοπή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και όχι το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε με βάση αυτό να κριθεί αν ήταν ή όχι ορισμένη η καταταγείσα στον ένδικο πίνακα κατατάξεως αξίωση του καθού. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο λόγος είναι αβάσιμος, αφού από τη νόμιμη, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των πρωτοδίκων προτάσεων του καθού η ανακοπή (δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης), προκύπτει ότι αυτός ανταποκρίθηκε στο βάρος της επικλήσεως των προαναφερομένων στοιχείων, προσδιορίζοντας κατά τρόπο ορισμένο και ειδικώς το ύψος, το είδος και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του, κατά την αμέσως προηγούμενη διετία από τον ορισμό του πρώτου πλειστηριασμού (15-10-2006 έως 15-10-2008), καθόσον αναφέρονται σ' αυτές, με πληρότητα και σαφήνεια, όλες οι επί μέρους απαιτήσεις του, που έχουν ως βάση την καταρτισθείσα μεταξύ αυτού και του καθού η εκτέλεση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με μνεία της αιτίας και του ποσού για εκάστη εξ αυτών, ήτοι δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβή για εργασία αναπληρωματικής ανάπαυσης Κυριακών και νυκτερινής εργασίας, δώρα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας και επίδομα ασθενείας. Επομένως, το Εφετείο, κρίνοντας ορισμένη την απαίτηση του καθού η ανακοπή, όχι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο. Επίσης, ο ανωτέρω λόγος, και κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αρ. 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, καθόσον από το ως άνω εκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένδικη απαίτηση του καθού η ανακοπή, επειδή θεωρήθηκαν επαρκείς οι αποδείξεις, τις οποίες αυτός προσεκόμισε, ως βαρυνόμενος με το σχετικό αποδεικτικό βάρος και όχι γιατί δεν αποδείχθηκαν οι αντίθετοι (αρνητικοί) ισχυρισμοί του ανακόπτοντος και ήδη αναιρεσείοντος, ώστε να τίθεται θέμα αναστροφής και παραβιάσεως του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως (πρβλ. ΑΠ 903/2019). Εξάλλου, με το να δεχθεί το Εφετείο, ότι η ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησης του καθού αποδεικνυόταν από την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση, η οποία είχε ισχύ δεδικασμένου έναντι του καθού η εκτέλεση και την οποία (κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης) δεν προσέβαλε το αναιρεσείον ως εκδοθείσα κατά συμπαιγνία των διαδίκων ή ότι ήταν πλαστή, όπως απαιτεί το άρθρο 312 του ΚΠολΔ, δεν δέχθηκε, παρά τον νόμο, ύπαρξη δεδικασμένου κατά του αναιρεσείοντος από τη δικαστική αυτή απόφαση, όπως ρητά, άλλωστε, διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου πρώτος, κατά το προαναφερόμενο σκέλος, από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Ομοίως, αβάσιμος είναι ο ανωτέρω λόγος, εφόσον ήθελε εκτιμηθεί ότι με αυτόν προβάλλεται και η από τον αρ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, αφού, ενόψει των ανωτέρω, η πιο πάνω τελεσίδικη απόφαση αποδεικνύει αμέσως και έναντι του αναιρεσείοντος την αμφισβητούμενη ύπαρξη της απαίτησης του καθού για την οποία αυτός κατατάχθηκε, και, ως εκ τούτου, μετά την επίκληση και προσκομιδή αυτής δεν ήταν υποχρεωμένο το Εφετείο να προσφύγει σε άλλες αποδείξεις, ενώ, όσον αφορά το προνόμιο του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ βάσει του οποίου κατετάγη ο καθού στον πίνακα κατάταξης, το Εφετείο δεν δέχθηκε ότι η ως άνω τελεσίδικη απόφαση παρείχε πλήρη απόδειξη και ως προς το εν λόγω προνόμιο, αλλά, ενόψει της αμφισβήτησης του αναιρεσείοντος και ως προς το πραγματικό αυτό γεγονός, κατέληξε στο πόρισμα αυτό, συνεκτιμώντας ελεύθερα την πιο πάνω απόφαση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και, συνεπώς, δεν προσέδωσε στην ανωτέρω δικαστική απόφαση αυξημένη δύναμη, που δεν είχε κατά το νόμο. Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νομίμου βάσεως της αποφάσεως συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς το ουσιώδες ζήτημα της προνομιακής κατατάξεως της απαίτησης του καθού η ανακοπή, διότι καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, το πραγματικό της ως άνω εφαρμοστέας ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 975 παρ. 3 ΚΠολΔ, το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της όλα τα αναγκαία περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό της πόρισμα και δη προσδιορίζει με σαφήνεια και πληρότητα το είδος και το ύψος της απαίτησης του καθού και το χρόνο στον οποίο αυτή ανάγεται, καθώς και την τελεσίδικη επιδίκαση αυτής, στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την προαναφερθείσα ορθή κατάταξή του καθού από την υπάλληλο του πλειστηριασμού.

 

Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο δεύτερος λόγος, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νομίμου βάσεως λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει η ένδικη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί. Εφόσον δε η αναιρεσίβλητη ερημοδικεί, δεν θα περιληφθεί στην απόφαση διάταξη για δικαστικά έξοδα υπέρ αυτής και σε βάρος του αναιρεσείοντος.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 30-6-2017 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 237/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαΐου 2021.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2021.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ