ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 484/2020
Αναίρεση Εισαγγελέα - Απάτη - Προδικαστικά ζητήματα
αστικής φύσης - Τεκμήριο αθωότητας - Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία -.
Στοιχειοθέτηση εγκλήματος
απάτης. Παρεμπίπτουσα εξέταση από το ποινικό δικαστήριο ζητημάτων που έχουν
σχέση με την ποινική δίκη ακόμη και όταν υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Η
κρίση του επί των προδικαστικών αυτών ζητημάτων αστικής φύσης δεν δημιουργεί
δεδικασμένο και δεν το δεσμεύει και η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, την
οποία εκτιμά ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Δεδικασμένο στις ποινικές
υποθέσεις πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για τη βασιμότητα της
κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου, έστω και αν δίδεται
κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη. Δεν παράγει
δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέως πλημμελειοδικών με την οποία κατ άρθρο 43
παρ. 3 αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς
αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Έλλειψη ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας υπάρχει όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση
πραγματικά περιστατικά είτε όταν δεν δικαιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και
πληρότητα. Δεν απαιτείται όμως για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία
της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σε αυτήν περιστατικά από τα
οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο
απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του
κατηγορουμένου. Αβάσιμος αναιρετικός λόγος περί έλλειψης ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τις αποδείξεις (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠοινΔ).
Απορρίπτει αναίρεση
Εισαγγελέα.
Αριθμός
484/2020
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ'
Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου,
Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Ιωάννη
Μαγγίνα, Μαρία Κουβίδου -
Εισηγήτρια, Χρυσούλα Φλώρου - Κοντοδήμου,
Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε
σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 9 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία
της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως
Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 162,201,259/2018 αποφάσεως του Εφετείου
Πειραιώς (Τριμελούς Κακουργημάτων). Με κατηγορούμενο τον
του
, κάτοικο
, ο
οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ηρειώτη και πολιτικώς ενάγοντες τους: 1.
και 4
., εκ των
οποίων οι 1η, 2ος και 3ος, παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους
Ιωάννη Ζαβαλιάννη και η 4η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο,
ως άνω, πληρεξούσιο δικηγόρο.
Το
Εφετείο Πειραιώς (Τριμελές Κακουργημάτων), με την ως άνω απόφαση του διέταξε
όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων
Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που
αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία ./24-6-2019 έκθεση αναιρέσεως, η
οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου
. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ./2019.
Αφού
άκουσε
Την
Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους
πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά
πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το
άρθρο πρώτο του ν.4620/2019 (ΦΕΚ Α'96/11-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Κώδικας
Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του
ανωτέρω νόμου και άρθρο 585 του νέου Κ.Ποιν.Δ.). Κατά
το άρθρο 589 παρ. 3 του νέου Κ.Ποιν.Δ, «Αποφάσεις και
βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται
στα ένδικα μέσα και τις διατυπώσεις άσκησης τους που προέβλεπε ο καταργούμενος
κώδικας ποινικής δικονομίας και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος κώδικα». Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 505 παρ.
2, 473 παρ. 3, 479, 483 παρ. 3 του Κ.Ποιν .Δ., όπως
ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους με τον ν. 4620/2019 και εφαρμόζονται στην
προκείμενη περίπτωση, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 589
παρ. 3 του νέου Κ.Ποιν.Δ, ως ορίζουσες το επιτρεπτό
του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και
τις διατυπώσεις άσκησης του, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις
9-3-2018, ήτοι πριν την 1-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 4620/2019,
προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται, προς το σκοπό
επανόρθωσης τυχόν σφαλμάτων της απόφασης, . να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε
αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης, που εκδίδεται από οποιοδήποτε Δικαστήριο,
με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα
από την καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο. Στην
προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 24-6-2019 (ημέρα Δευτέρα) και με
αριθμό έκθεσης ./2019 αίτηση αναίρεσης, που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου
Πάγου με δήλωση στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, ζητείται η αναίρεση της
με αριθμ. 162, 201, 259/2018 απόφασης του Τριμελούς
Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, με την οποία ο
κατηγορούμενος
του
κηρύχθηκε αθώος για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ'
εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, άνω των 15.000,των 30.000, των
73.000 και των 120.000 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και
εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός ενός μηνός από την καταχώριση της προσβαλλόμενης
απόφασης στο ειδικό βιβλίο, η οποία έλαβε χώρα στις 23-5-2019. Επομένως, πρέπει
να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της, που αφορά
στην έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα
(άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Δ' του Κ.Ποιν.Δ),αφού οι
δικαιούμενοι να υποβάλουν έγκληση για την παρούσα πράξη,
χήρα
και
ως
κληρονόμοι επ' ωφελεία απογραφής του
κληρονόμου της αρχικώς πολιτικώς ενάγουσας
μητέρας του
, με την από 26-9-2019 δήλωση τους, κατ' άρθρο 464 ΚΠΔ, δηλώνουν
ότι επιθυμούν την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του κατηγορουμένου.
Κατά τη
διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 ΠΚ, με βάση την
οποία διώχθηκε ο κατηγορούμενος, "Όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή
άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε
πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν
αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε
είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη
αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται
α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος
χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του
οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων του παρελθόντος ή του παρόντος
σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την
οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για
τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό
δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές
ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα νοούνται τα
πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που
πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές
υποχρεώσεις ή η μη τήρηση συμβατικών υποχρεώσεων. Έτσι, το έγκλημα της απάτης
τελεί αυτός που εμφανίζεται στον συμβολαιογράφο και πωλεί ξένο ακίνητο
παραπλανώντας, τόσο αυτόν, όσο και τον αγοραστή που καταβάλλει το σχετικό
τίμημα. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 Ν.2721/1999, που άρχισε να ισχύει από
3-6-1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με
κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή
κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των
5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των
25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1
Ν.4055/2012, του οποίου η ισχύς άρχισε, κατ' άρθρ. 113 αυτού, από 2-4-2012,
ήτοι πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 9-3-2018, το
προβλεπόμενο στις διατάξεις της περ. α' και β' της παρ.3 του άρθρου 386 Π.Κ.
ποσό των 15.000 και 73.000 ευρώ, αντίστοιχα, αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των
30.000 και 120.000 ευρώ, αντίστοιχα. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει
ότι, για να είναι η απάτη κακούργημα κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης
απόφασης, έπρεπε α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά
συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία του παθόντος να
υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η
ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό
των 120.000 ευρώ.
Περαιτέρω,
στη διάταξη του άρθρου 60 του νέου Κ.Ποιν.Δ.,
ταυτόσημη με την αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος
Κ.Ποιν.Δ., η οποία εφαρμόζεται στην προκείμενη
περίπτωση κατά το προπαρατεθέν άρθρο 589 παρ. 3
αυτού, ως αφορώσα την εκδίκαση της υπόθεσης, ορίζεται
«1. Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που
προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης. 2. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα
με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου». Από τη
διάταξη αυτή συνάγεται, ότι το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάζει
παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ακόμη και όταν υπάγεται
στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός εκείνων των περιπτώσεων, για τις οποίες ο νόμος,
προκειμένου να χωρήσει η ποινική δίκη, αξιώνει
υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο. Επειδή, κατά
την εξέταση των ανωτέρω προδικαστικών ζητημάτων, το ποινικό δικαστήριο κρίνει
και μορφώνει πεποίθηση επ' αυτών αλλά δεν λύνει αποφασιστικά αυτά, η κρίση του
επί των προδικαστικών αυτών ζητημάτων αστικής φύσης δεν δημιουργεί δεδικασμένο,
αφού άλλωστε δεν παράγει δεδικασμένο και δεν το δεσμεύει και η απόφαση του
πολιτικού δικαστηρίου που έχει σχέση με την ποινική δίκη, την οποία εκτιμά
ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις (άρθρο 62 Κ.Ποιν.
Δ). Επιπλέον, κατά το άρθρο 3 παρ. 4 του Ν. 3810/1957, "οι αποφάσεις της
Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και των Τμημάτων δεσμεύουν τα επιλαμβανόμενα της αυτής
υποθέσεως δικαστήρια ως προς τα υπ αυτών επιλυθέντα νομικά ζητήματα». Η
δέσμευση αυτή ισχύει και στην ποινική διαδικασία, όπου ενδεχόμενη παραβίαση του
δεδικασμένου επί επιλυθέντος νομικού ζητήματος στην ίδια υπόθεση μπορεί να
στοιχειοθετήσει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ λόγο
αναίρεσης της απόφασης για υπέρβαση εξουσίας. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου
57 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., δεδικασμένο, η παραβίαση του
οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ'
του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση, που
αποφαίνεται για τη βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ιδίου
κατηγορουμένου, έστω και αν δίδεται κατά τη νέα δίωξη διαφορετικός
χαρακτηρισμός στην πράξη. Αντιθέτως, δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του
Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, με την οποία, κατ άρθρο 43 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ, αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως
μη νόμιμη ή προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.
Στην περίπτωση αυτή, εφ1 όσον η απορριπτική διάταξη εγκριθεί από τον Εισαγγελέα
Εφετών, παρέχεται στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το δικαίωμα ν' απορρίψει, κατ
ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 του Κ.Ποιν.Δ, κάθε νέα
καταγγελία κατά του ιδίου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά
περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών, με συνέπεια την
δημιουργία περιορισμένου «οιονεί δεδικασμένου», που ισχύει κατά το στάδιο, που
προηγείται της άσκησης της ποινικής δίωξης. Εξάλλου, προκειμένου για αθωωτική
απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη
του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974), έλλειψη της απαιτούμενης από
τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ.
ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.
1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο
αναίρεσης, υπάρχει είτε, όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά
περιστατικά είτε, όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο, με σαφήνεια και πληρότητα,
γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα,
που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη για το σχηματισμό της
κρίσης του (Ολ. ΑΠ 2/2017, Ολ.
ΑΠ 3/2010). Δεν απαιτείται, όμως, για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία
της αθωωτικής απόφασης, να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτήν περιστατικά, από τα
οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο
απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του
κατηγορουμένου. Ειδικά, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, για να είναι η
δικαστική απόφαση αιτιολογημένη πρέπει να προκύπτει από αυτήν, ότι το
δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο
μερικά από αυτά κατ επιλογή, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του (Ολ. ΑΠ 1/2018,Ολ. Α.Π. 3/2012). Πιο συγκεκριμένα, για την
πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί ο κατ' είδος ή
κατά κατηγορίες προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου κ.λπ.),
χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεση τους ούτε μνεία του
τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική
συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών
καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε
περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να
διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν
δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν
υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης,
γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Έτσι, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη
εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση
των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και
αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των
αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση
της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του
Δικαστηρίου της ουσίας.
Στην
προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, που δίκασε ως
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με αριθμ.
162, 201, 259/2018 απόφαση του κήρυξε τον κατηγορούμενο
. του
αθώο, και
συγκεκριμένα για το ότι: «Στον Πειραιάς την 8η Σεπτεμβρίου 2000, την 31η
Δεκεμβρίου 2002, την 29η Σεπτεμβρίου 2004 και την 29η Δεκεμβρίου 2004, με
περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, της
απάτης, εκ της οποίας το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντιστοίχως επενεχθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και
ήδη 120.000 ευρώ, ενώ είναι άτομο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά
συνήθεια, τέλεσε τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: α) την 8η Σεπτεμβρίου 2000,
με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη
περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση σε αυτόν
ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα έβλαψε την περιουσία της
χας
και της
, που ήταν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, κατά το
ένα δεύτερο (1/2) η κάθε μία, στην κληρονομιά της αποβιώσασας την 13η Αυγούστου
1999 αδελφής τους ... χας
ή
ως πλησιέστεροι
συγγενείς της, καθώς παρουσίασε ψευδώς στη Συμβολαιογράφο Πειραιώς
,
αναπληρώτρια της τότε συζύγου του Συμβολαιογράφου Πειραιά
, ότι δήθεν ήταν
υιοθετημένο τέκνο της
. χας
ή
, δυνάμει της
υπ'αριθμ.343/11.7.1988 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και
μοναδικός κληρονόμος αυτής, με αποτέλεσμα να πείσει την παραπάνω Συμβολαιογράφο
να συντάξει το υπ αριθμ. ./8.9.2000 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών
του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, στον τόμο ., με αριθμό ., με το οποίο, ως δήθεν
κύριος, από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή της ανωτέρω αποβιώσασας, της υπό
στοιχεία ’λφα τρία (Α-3) διηρημένης, αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας
ιδιοκτησίας - κατοικίας (διαμερίσματος) του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου
πολυκατοικίας επί της συμβολής της
αριθμός
και της οδού
αριθμός
στον
Πειραιά και η οποία (κατοικία) επιφάνειας 72 τετραγωνικών μέτρων αποτελείται
από προχώλ, χωλ, λίβινγκ-ρουμ με εξώστη, δύο κοιτώνες με εξώστη, διάδρομο, κουζίνα
και λουτροαποχωρητήριο, πώλησε αυτήν στους
και
σύζυγο
, αντί εμφανούς τιμήματος 35.000.000 δραχμών, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί
παράνομα το παραπάνω ποσό και να προκαλέσει ισόποση ζημία στις παραπάνω δύο
αδελφές και πραγματικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους της
χας
ή
, οι οποίες απώλεσαν τη νομή του παραπάνω διαμερίσματος, γεγονός που δεν
θα συνέβαινε εάν η ανωτέρω Συμβολαιογράφος γνώριζε ότι δεν ήταν κύριος του
διαμερίσματος, οπότε δεν θα συνέτασσε το σχετικό συμβόλαιο, β) την 31η
Δεκεμβρίου 2002, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε
ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση σε
αυτόν ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα έβλαψε την περιουσία της
χας
, που ήταν εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά το ένα δεύτερο
(1/2) στην κληρονομιά της αποβιώσασας την 13.8.1999 αδελφής της
χας
ή
και κληρονόμησε στη συνέχεια και την αποβιώσασα την
1.9.2001 αδελφή τους, κληρονόμο στο υπόλοιπο ένα δεύτερο (1/2) στην παραπάνω
κληρονομιά της
χας
ή
ως πλησιέστερη συγγενής, καθώς
παρουσίασε ψευδώς στο Συμβολαιογράφο Πειραιώς
, ότι δήθεν ήταν υιοθετημένο
τέκνο της
χας
ή
, δυνάμει της υπ' αριθμ. 343/11.7.1998 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Πειραιά και μοναδικός κληρονόμος αυτής, με αποτέλεσμα να πείσει τον παραπάνω
Συμβολαιογράφο να συντάξει το υπ' αριθμ. ./31.12.2002
αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε στα βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, στον τόμο ., με αριθμό ., με το οποίο
ως δήθεν κύριος από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή της ανωτέρω αποβιώσασας
χας
ή
, της υπό στοιχεία ’λφα τέσσερα (Α-4) διηρημένης, αυτοτελούς
και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας - κατοικίας (διαμερίσματος) του πρώτου
υπέρ το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού
αριθμός
(πρώην
και
πρότερον
) στον Πειραιά και η οποία (κατοικία) επιφάνειας 51 τετραγωνικών
μέτρων αποτελείται από χωλ, λίβινγκ-ρουμ, κοιτώνα, διάδρομο, κουζίνα και λουτρό, πώλησε αυτή
στην
, αντί εμφανούς τιμήματος 31.426,20 ευρώ, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί
παράνομα το παραπάνω ποσό και να προκαλέσει ισόποση ζημία στη
μηνύτρια χα
και
πραγματική εξ αδιαθέτου κληρονόμο και των δύο αδελφών της
χας
ή
και που απώλεσε έτσι τη νομή του παραπάνω διαμερίσματος, γεγονός το οποίο
δεν θα συνέβαινε εάν ο ανωτέρω Συμβολαιογράφος γνώριζε ότι δεν ήταν κύριος του
διαμερίσματος, οπότε δεν θα συνέτασσε το σχετικό συμβόλαιο, γ) την 29η
Σεπτεμβρίου 2004, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος,
έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση
σε αυτόν ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα έβλαψε την περιουσία
της
χας
που ήταν εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά τα
ένα δεύτερο (1/2) στην κληρονομιά της αποβιώσασας την 13.8.1999 αδελφής της
χας
ή
και κληρονόμησε στη συνέχεια και την αποβιώσασα την
1.9.2001 αδελφή τους
, κληρονόμο στο υπόλοιπο ένα δεύτερο (1/2) στην παραπάνω
κληρονομιά της
χας
ή
, ως πλησιέστερη συγγενής,
καθώς παρουσίασε ψευδώς στο Συμβολαιογράφο Πειραιώς
ότι δήθεν ήταν υιοθετημένο
τέκνο της
χας
ή
, δυνάμει της υπ' αριθμ. 343/11.7.1988 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Πειραιά και μοναδικός κληρονόμος αυτής, με αποτέλεσμα να πείσει τον παραπάνω
Συμβολαιογράφο να συντάξει το υπ' αριθμ. ./29-9-2004
αγορά πωλητήριο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του
Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, στον τόμο ., με αριθμό ., με το οποίο ως δήθεν κύριος
από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή της ανωτέρω αποβιώσασας
, χας
ή
της υπό στοιχεία ’λφα τέσσερα (Α-4) διηρημένης,
αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας κατοικίας (διαμερίσματος) του
πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας επί της
αριθμός
(πρώην
και
πρότερον
) στον Πειραιά και η οποία (κατοικία) επιφάνειας 58 τετραγωνικών
μέτρων αποτελείται από χωλ, λίβινγκ-ρουμ, κοιτώνα, διάδρομο, κουζίνα και λουτρό, πώλησε αυτή
στον ι, αντί εμφανούς τιμήματος 40.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί παράνομα
το παραπάνω ποσό και να προκαλέσει ισόποση ζημία απώλεσε έτσι τη νομή του
παραπάνω διαμερίσματος, γεγονός που δεν θα συνέβαινε εάν ο ανωτέρω
Συμβολαιογράφος γνώριζε ότι δεν ήταν κύριος του διαμερίσματος, οπότε δεν θα
συνέτασσε το σχετικό συμβόλαιο και 6) την 29η Δεκεμβρίου 2004, με σκοπό να
αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία,
πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση σε αυτόν ψευδών
γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα έβλαψε την περιουσία της
χας
, που ήταν εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά το ένα δεύτερο
(1/2) στην κληρονομιά της αποβιώσασας στις 13.8.1999 αδελφής της
χας
ή
και κληρονόμησε στη συνέχεια και την αποβιώσασα την
1.9.2001 αδελφή τους
, κληρονόμο στο υπόλοιπο ένα δεύτερο (1/2) στην παραπάνω
κληρονομιά της
χας
ή
ως πλησιέστερη συγγενής,
καθώς παρουσίασε στη Συμβολαιογράφο Αθηνών
, ότι δήθεν ήταν υιοθετημένο τέκνο
της
χας
ή
., δυνάμει της υπ' αριθμ.
343/11.7.1988 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και μοναδικός
κληρονόμος αυτής, με αποτέλεσμα να πείσει την παραπάνω Συμβολαιογράφο να
συντάξει το υπ' αριθμ.
/29.12.2004 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε στα βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, στον τόμο ., με αριθμό ., με το οποίο
ως δήθεν κύριος από εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή της ανωτέρω αποβιώσασας
χας
ή
της υπό στοιχεία ’λφα δύο (Α-2) διηρημένης,
αυτοτελούς και ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας -κατοικίας (διαμερίσματος)
του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας επί της
συμβολής της
αριθμός
και της οδού
αριθμός
, στον Πειραιά και η οποία (κατοικία) επιφάνειας 93,1
τετραγωνικών μέτρων αποτελείται από χωλ, λίβινγκ-ρουμ, τραπεζαρία, δύο κοιτώνες με συνεχόμενο όλων αυτών
εξώστη, πλην του χωλ, διάδρομο, κουζίνα, λουτροαποχωρητήριο και δωμάτιο υπηρεσίας, πώλησε αυτή στον
,
αντί εμφανούς τιμήματος 113.552,21 ευρώ, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί παράνομα το
παραπάνω ποσό και να προκαλέσει ισόποση ζημία στη μηνύτρια
χα
, και πραγματική
εξ αδιαθέτου κληρονόμο και των δύο αδελφών της
χας
.
ή
και
, που απώλεσε έτσι τη νομή του παραπάνω διαμερίσματος, κάτι που δεν θα
συνέβαινε εάν η ανωτέρω Συμβολαιογράφος γνώριζε ότι δεν ήταν κύριος του
διαμερίσματος, οπότε δεν θα συνέτασσε το σχετικό συμβόλαιο. Τις πράξεις του δε
αυτές τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθώς έχει μετέλθει το έγκλημα
της απάτης κατ' επανάληψη και εξ αυτού συνάγεται ότι έχει αποκτήσει ροπή προς
το συγκεκριμένο αυτό έγκλημα της απάτης, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση του
εγκλήματος αυτού, από τον τρόπο και τις συνθήκες υπό τις οποίες έδρασε και από
την υποδομή που είχε διαμορφώσει, έχοντας καταστρώσει παλαιότερα με
εφευρετικότητα συγκεκριμένο σχέδιο εξαπατήσεως, τόσο της κληρονομούμενης όσο
και των Δικαστών, τους οποίους εξαπάτησε σε δύο περιπτώσεις σε δύο διαφορετικά
Δικαστήρια και συγκεκριμένα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, όπου εμφάνισε
τρίτο πρόσωπο ως την
ή
και πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμ.343/1988 απόφασης,
με την οποία κηρύχθηκε θετό τέκνο της τελευταίας και αργότερα την έκδοση της
υπ' αριθμ. 6596/1999 απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία διατάχθηκε η προς αυτόν χορήγηση αναληθούς κληρονομητηρίου, ως δήθεν μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου
της
, χας ή
και ότι το σχέδιο του, να αποκτήσει με
απάτες την κληρονομιαία περιουσία της παραπάνω
κληρονομούμενης, το ακολούθησε με συνέπεια, ψυχραιμία και μεθοδικότητα,
εκμεταλλευόμενος αθεμίτως την ιδιότητα του ως δικηγόρου και επιδεικνύοντας
οργάνωση και ετοιμότητα, προκειμένου να ποριστεί εισόδημα για βιοπορισμό και
επαύξηση της περιουσίας του, συναγομένου έτσι ότι ενήργησε κατ' επάγγελμα και
κατά συνήθεια.». Για να καταλήξει το Δικαστήριο, της ουσίας στην ανωτέρω
απαλλακτική του κρίση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης
απόφασης, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής, κατά πιστή αντιγραφή: «Επειδή από την
ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου μαρτύρων
κατηγορίας και υπερασπίσεως, όπως αυτές αναφέρονται στα πρακτικά, καθώς και από
όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, από
την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη την αποδεικτική διαδικασία
και συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η
ή
το γένος
γεννήθηκε στις 28.5.1913 στο της Πολιτείας των ΗΠΑ, όπου από το
έτος 1910 είχαν μεταναστεύσει οι γονείς της. Εκεί γεννήθηκαν και τα άλλα τρία αδέρφια
της, ήτοι η
το έτος 1919, η
το έτος 1925 και ο
το έτος 1928 και απέκτησαν
την υπηκοότητα των ΗΠΑ. Το έτος 1934 η
ήλθε στην Ελλάδα. Ο σύζυγος της
ή
, με τον οποίο είχε συνάψει γάμο το έτος 1947
και δεν είχαν αποκτήσει τέκνα, επί πολλά χρόνια εργαζόταν ως υπάλληλος σε
συμβολαιογραφεία της περιοχής Πειραιώς και από το έτος 1935, εργάστηκε στο
συμβολαιογραφείο του ήδη θανόντος Συμβολαιογράφου
, πατέρα του κατηγορουμένου,
με τον οποίο ανέπτυξε οικογενειακές σχέσεις, διότι ότι ο παππούς του τελευταίου
είχε στεφανώσει το ζεύγος
και αυτό (ζεύγος
είχε βαφτίσει τη θυγατέρα του
).
Ο
από του έτους 1947 είχε αποκτήσει μεγάλη παραθαλάσσια έκταση στο Ερμιονίδος
στην περιοχή
(κτήμα
), στην οποία υπήρχε εξοχική κατοικία του ζεύγους
,
όπου παραθέριζε τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο
ο οποίος δεν απέκτησε παιδιά, μεταβίβασε σε τρίτους αγοραστές
τμήματα της μείζονος αυτής εκτάσεως, μεταξύ των οποίων και στον πατέρα του
κατηγορουμένου , ο οποίος αγόρασε το έτος 1966 εδαφικό τμήμα, στο οποίο
κατασκεύασε μικρή εξοχική κατοικία. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος και της
γειτνίασης των θερινών κατοικιών τους, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και
των μακροχρόνιων επαγγελματικών και πνευματικών δεσμών υπήρχαν επαφές των δύο
οικογενειών. Ο
απεβίωσε την 7.9.1985 και με ιδιόγραφη διαθήκη κατέλιπε την περιουσία του, στοιχείο της οποίας ήταν έκταση
319 στρεμμάτων στη θέση «
», στη σύζυγο του
η οποία διέθετε επίσης μεγάλη
ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από διαμερίσματα και γραφεία στον Πειραιά, σε
ένα δε από αυτά και συγκεκριμένα σε διαμέρισμα τεσσάρων δωματίων του 4ου ορόφου
πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού
αρ.
, κατοικούσε και η ίδια. Σε
ιδιόκτητο επίσης διαμέρισμα δύο δωματίων του 3ου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας
κατοικούσε και η μια εκ των αδελφών της
, που αποβίωσε την 1-9-2001, η οποία
ήταν άγαμη και δεν είχε τέκνα. Για τη συντήρηση και περίθαλψη της
μεριμνούσε
κυρίως, πλην των δύο αδελφών της, ο ήδη θανών ανεψιός του συζύγου της καθηγητής
, ο οποίος, λόγω της κατοικίας του στον Πειραιά, διερχότανε καθημερινά από το
διαμέρισμα της και φρόντιζε για όλες τις ανάγκες αυτής. Από το έτος 1994, η
αντιμετώπιζε
κινητικά προβλήματα, συνεπεία κατάγματος και η επικοινωνία της με την
οικογένεια ήταν κυρίως τηλεφωνική, ωστόσο, αυτή συνέχισε να έχει δικηγόρο για
τις υποθέσεις της τον κατηγορούμενο και ως συμβολαιογράφο της τον πατέρα του
,
μετά δε τη συνταξιοδότηση τούτου, την
, σύζυγο τότε του κατηγορουμένου, η οποία
είχε αναλάβει το αρχείο του πεθερού της. Από το έτος 1987 έως το Φεβρουάριο του
1999 η για την κάλυψη των αναγκών της πώλησε διάφορα ακίνητα της περιουσίας
της, όπως τμήματα του προαναφερόμενου κτήματος της στο
, μεταξύ των οποίων το
έτος 1987 ένα τμήμα εκτάσεως 8,5 στρεμμάτων στην εδρεύουσα στη
της
Δημοκρατίας
της εταιρεία «
» και δύο τμήματα , εκτάσεως 4041,15 τ.μ. και
1012,15 τ.μ. (κατά ψιλή κυριότητα το πρώτο και πλήρη κυριότητα το δεύτερο) στον
κατηγορούμενο το έτος 1990, και δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες στον Πειραιά, επί
των οδών αρ.
και
αρ.
προς τους
του
και το γένος
κατά τα έτη 1989
και 1999 αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τα σχετικά συμβόλαια των
συμβολαιογράφων Πειραιά υπ' αριθμ.
/20.4.1989
και
./10.7.1990 ως αναπληρωτή του και ./18.2.1999, με αναγραφόμενο σε αυτά τίμημα
α) δρχ. 1.700.000, β) δρχ. 5.000.000, γ) δρχ. 1.800.000, δ) δρχ. 1.200.000, ε)
δρχ. 15.000.000 (Αντικειμενική δρχ. 20.894.205) αντίστοιχα.
Στις 14
Φεβρουάριου 1994, η
μετά από πτώση της στο διαμέρισμα της, υπέστη κάταγμα της
κεφαλής του μηριαίου οστού και εισήχθη στην Κλινική «
» του Παλαιού Φαλήρου,
όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και νοσηλεύτηκε μέχρι την 8 Μαρτίου του
ιδίου έτους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο ανωτέρω Θεραπευτήριο, την
επισκέφθηκε, κατόπιν σχετικής προσκλήσεως της, δύο φορές η
, που εν τω μεταξύ
είχε αναλάβει το αρχείο του
και συνέταξε κατ' εντολή της δύο πληρεξούσια και
ειδικότερα, τα υπ' αριθμ.
/23.2.1994 και
/8.3.1994
τοιαύτα, με τα οποία αυτή εξουσιοδότησε τον να αναλάβει από τραπεζικό
λογαριασμό που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος τα χρηματικά ποσά των
1.000.000 και των 3.000.000 δραχμών αντιστοίχως. Και κατά τις δύο ως άνω
μεταβάσεις της στην Κλινική, η συμβολαιογράφος συνοδευόταν από τον
κατηγορούμενο, τότε σύζυγο της, και τον πατέρα αυτού
, οι οποίοι έτσι είχαν
την ευκαιρία να επισκεφθούν την και να ενημερωθούν για την κατάσταση της υγείας
της. Μετά την έξοδο της από την Κλινική, η
μεταφέρθηκε στο διαμέρισμα της
στον Πειραιά, όπου καθηλώθηκε σε αναπηρική πολυθρόνα, αδυνατούσα να μετακινηθεί
μόνη της, ενώ σε αδυναμία μετακινήσεως περιήλθε λίγο αργότερα, καθηλωθείσα που αποβίωσε την 1.9.2001. Για την φροντίδα
τους είχαν προσληφθεί από τη
βοηθοί η
συζ.
και η αλβανικής καταγωγής
ως
νοσοκόμες - οικιακές η
συζ.
, οι οποίες εναλλάσσονταν κατά τη διάρκεια του
εικοσιτετραώρου. Η ..., κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Αυγούστου 1999
εισήχθη εσπευσμένα στην Εντατική Μονάδα του Τζανείου Νοσοκομείου Πειραιώς, λόγω
καρδιολογικού προβλήματος, όπου και αποβίωσε την 13η Αυγούστου 1999 από
αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια και στεφανιαία νόσο, ενώ την
επομένη ημέρα κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Αναστάσεως του Πειραιά. Καθ' όλο το
διάστημα που ήταν καθηλωμένη στην αναπηρική καρέκλα, με συνεχή επιδείνωση της
υγείας της, της συμπαραστέκονταν ο ως άνω ανεψιός της
κατά κύριο λόγο και ο
ανεψιός της
Η ακίνητη περιουσία που κατέλιπε η
κατά το θάνατο της, υπερέβαινε σε αξία το ποσό των 10.238.000.000 δρχ..
Συγκεκριμένα κατέλιπε : α) το τμήμα του παραθαλασσίου
αγροκτήματος στο
, που είχε απομείνει μετά από πωλήσεις, επιφανείας του
τμήματος αυτού 193.570 τετραγωνικών μέτρων, β) διαμέρισμα του 1ου ορόφου
πολυκατοικίας επί της
, αρ.
στον Πειραιά επιφανείας 93 τ. μέτρων, αξίας
42.000.000 δραχμών, γ) διαμέρισμα του 1ου ορόφου της ιδίας πολυκατοικίας
επιφανείας 71 τ.μ. αξίας 32.000.000 δραχμών, δ) διαμέρισμα 1ου ορόφου της ιδίας
πολυκατοικίας, επιφανείας 54 τ.μ. αξίας 22.000.000 δρχ. ε) διαμέρισμα 4ου
ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας εμβαδού 93 τετρ.
μέτρων αξίας 48.000.000 δρχ., στ) διαμέρισμα 4ου ορόφου της ιδίας
πολυκατοικίας, επιφανείας 72 τ.μ., αξίας 38.000.000 δρχ. ζ) διαμέρισμα 4ου
ορόφου της ιδίας πολυκατοικίας, επιφανείας 54 τ. μ. αξίας 28.000.αοοδρχ., η )
διαμέρισμα δύο δωματίων 1ου ορόφου επί της
, αριθμ.
πολυκατοικίας, εμβαδού 51 τ. μ. αξίας 10.000.000 δρχ., θ) διαμέρισμα 2ου ορόφου
της ιδίας πολυκατοικίας, 50 τ. μ. και αξίας 12.000.000 δραχμών και ι) ισόγειο
διαμέρισμα της επί οδού
αρ.
ευρισκόμενης πολυκατοικίας, επιφανείας 32 τ.μ.
αξίας 6.000.000 δρχ. Λίγο αργότερα, ήτοι την 23.9.1999 ο
συναντήθηκε με τον
κατηγορούμενο, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι δεν υπήρχε διαθήκη της θανούσας,
όπως πίστευαν, αλλά ότι ο ίδιος (κατηγορούμενος) είχε υιοθετηθεί από αυτήν. Το
γεγονός της υιοθεσίας γνωστοποίησε ο κατ/νος με τις από 28-9-1999 επιστολές του
προς τους μισθωτές ακινήτων της θανούσας. Ακολούθως, την 18 Οκτωβρίου 1999, ο
κατηγορούμενος υπέβαλε αίτηση και δικαιολογητικά για την εγγραφή του στην
οικογενειακή μερίδα της
, που ετηρείτο στο Δήμο Κρανιδίου
Αργολίδος, δημότης του οποίου ήταν η θανούσα και για την έκδοση πιστοποιητικού
πλησιέστερων συγγενών αυτής. Ειδικότερα υπέβαλε μαζί με την αίτηση: α)
επικυρωμένο από τον ίδιο αντίγραφο της υπ' αριθμ.
343/11.7.1988 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την κατόπιν
αιτήσεως της
, κηρυσσόταν θετό τέκνο αυτής, β) την αριθμ.
./14-9-1988 έκθεση παραιτήσεως εκ μέρους του αρμοδίου Εισαγγελέως Πρωτοδικών
Πειραιώς από τα ένδικα μέσα κατά της πιο πάνω δικαστικής αποφάσεως, γ) το αριθμ. πρωτ. ./15-9-1999
πιστοποιητικό του Δήμου Κηφισιάς περί εγγραφής του στο δημοτολόγιο, δ) την αριθμ. ./18-8-1999 ληξιαρχική πράξη γεννήσεως - βαπτίσεως
αυτού που εκδόθηκε από το Ληξίαρχο του Δήμου Αθηναίων, όπου είχε μεταδημοτεύσει, ε) αντίγραφα των ληξιαρχικών πράξεων
θανάτου της και του συζύγου της , στ) την από 19.10.1999 βεβαίωση του Δήμου
Πειραιώς, ότι η θανούσα δεν ήταν εγγεγραμμένη στα δημοτολόγια του εν λόγω
Δήμου, ζ) τις υπ' αριθμούς . και ./18-10-1999 ένορκες βεβαιώσεις περί των
πλησιέστερων συγγενών των εμφανισθέντων και ενώπιον των Ειρηνοδικών Αμαρουσίου
και Πειραιώς, αντιστοίχως.
Ακολούθως,
ο Δήμαρχος Κρανιδίου, εξέδωσε το με αριθμό ./19.10.1999 πιστοποιητικό, όπου
βεβαιωνόταν απ' αυτόν ότι η
του
και της
, που πέθανε στον Πειραιά στις
13.8.1999, κατά το χρόνο θανάτου της άφησε πλησιέστερους αυτής συγγενείς τους
κατωτέρω: 1) τον θετό υιό της
του
που γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1960
κάτοικο Κηφισιάς. Επίσης δεν άφησε άλλα παιδιά στη ζωή ούτε νόμιμα, ούτε θετά,
ούτε εξώγαμα, ούτε αναγνωρισμένα, ούτε υιοθετημένα, ούτε εγγόνια που πέθαναν οι
γονείς τους προηγούμενα, ούτε γενικά άλλους πλησιέστερους συγγενείς. Η
υπάλληλος του Δήμου Κρανιδίου μάρτυρας
επιβεβαίωσε αφενός την γνησιότητα και
ορθότητα του περιεχομένου του και απεδείχθη ότι τέτοιο πιστοποιητικό είχε
ζητηθεί το έτος 1988 και δεν είχε παραληφθεί. Ο κατηγορούμενος κατέθεσε ενώπιον
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19-10-1999 αίτηση περί χορηγήσεως
σ' αυτόν κληρονομητηρίου, επί της κληρονομιαίας
περιουσίας της Επί της εν λόγω αιτήσεως εκδόθηκε η αριθμ.
6596/15-12-1999 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία διέτασσε τη χορήγηση στον
αιτούντα πιστοποιητικού (κληρονομητηρίου), που να
πιστοποιεί ότι ήταν ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της
Σε
εκτέλεση της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου
Πειραιώς το αριθμ. ./10-1-2000 πιστοποιητικό με το
πιο πάνω περιεχόμενο. Εν τω μεταξύ οι αδελφές της θανούσας
και
και ο υιός
της τελευταίας,
αμφισβητώντας την υιοθεσία, προσέλαβαν τον ιδιωτικό
αστυνομικό
, για να ερευνήσει την υπόθεση. Έτσι ελέγχθηκε η διαδικασία εκδόσεως
της με αριθμό 343/1988 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την
οποία είχε κηρυχθεί ο κατηγορούμενος θετό τέκνο της , οπότε διαπιστώθηκε ότι
για την υιοθεσία είχε πράγματι υποβληθεί στο άνω Δικαστήριο η από
12-5-1988 αίτηση της, υπογεγραμμένη από
τον φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο της , δικηγόρο Πειραιώς, που συζητήθηκε
την 25η Μαΐου 1988. Σύμφωνα με τα ταυτάριθμα υπ' αριθμ.
343/1988 πρακτικά συνεδριάσεως του άνω Δικαστηρίου, η αιτούσα
παραστάθηκε με
τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο της, επέδειξε το δελτίο αστυνομικής της
ταυτότητας με αριθμό
και δήλωσε ότι συναινεί στην υιοθεσία, τη συναίνεση του
δε να υιοθετηθεί δήλωσε και ο κατηγορούμενος. Ως μάρτυρας στο ακροατήριο
εξετάστηκε ενόρκως ο πατέρας του κατηγορουμένου. Από τους εγκαλούντες
αμφισβητήθηκε η γνησιότητα των πρακτικών και της άνω απόφασης που δημοσιεύθηκε
με το από 11-7-1988 πρακτικό δημοσιεύσεως. Στο θεωρημένο πρωτότυπο της
απόφασης, αναγράφεται ότι κρίθηκε και αποφασίστηκε την 4η Ιουλίου 1988 και
δημοσιεύτηκε την 11η του ιδίου μηνός, φέρει σφραγίδα θεωρήσεως και υπογραφή
κατά σελίδα του εισηγητή δικαστή, Πρωτόδικη και στο τέλος της, υπό την ένδειξη
"Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ", τη χειρόγραφη καταχώρηση «
και επειδή αυτός βρίσκεται
σε διακοπές, όπως και ο δεύτερος δικαστής της Σύνθεσης, ο Προϊστάμενος των
Υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Πειραιώς», κάτω δε από την καταχώριση αυτή έχει
τεθεί η υπογραφή και χειρογράφως το ονοματεπώνυμο του τότε Προϊσταμένου του
Πρωτοδικείου Πειραιώς Στο αιτιολογικό της αποφάσεως αναφέρεται, εκτός των
άλλων, ότι για την τήρηση της νόμιμης προδικασίας επιδόθηκε αντίγραφο της
δικασθείσας αιτήσεως στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς από την Δικαστική
Επιμελήτρια
, συνταχθείσης της αριθμ. ./16-5-88
σχετικής εκθέσεως της. Ζητήθηκε από τον άνω ιδιωτικό αστυνομικό, και του χορηγήθηκε
το με αριθμό 13/1988 πρακτικό συνεδριάσεως της Ολομελείας του Πρωτοδικείου
Πειραιώς, που καθόριζε τα Τμήματα Διακοπών του Πρωτοδικείου κατά τις δικαστικές
διακοπές του έτους 1988 και από το οποίο προέκυπτε ότι ο Πρόεδρος της Συνθέσεως
του Δικαστηρίου, που δίκασε την αίτηση για την υιοθεσία,
, υπηρετούσε κατά το
χρονικό διάστημα από 1 έως 13 Ιουλίου 1988 και ως εκ τούτου δεν ευρισκόταν σε
διακοπές την 11η Ιουλίου 1988 που φέρεται ότι δημοσιεύτηκε η απόφαση, καθώς και
ότι ο δεύτερος δικαστής της συνθέσεως υπηρέτησε στο τρίτο Τμήμα των θερινών
διακοπών από 21 Αυγούστου έως 15 Σεπτεμβρίου 1988. Τα ανωτέρω γεγονότα κίνησαν
υποψίες στους εγκαλούντες περί ανυπάρκτου αποφάσεως, πλην όμως ο επίτιμος
αρεοπαγίτης εξετασθείς ως μάρτυρας, στο πλαίσιο της ανακρίσεως εξέφρασε την
εκτίμηση ότι το κείμενο και η υπογραφή που υπάρχουν στο τέλος της αριθμ. 343/1988 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Πειραιώς κάτω από την ένδειξη «Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ», καθώς και οι μονογραφές στις λοιπές
σελίδες αυτής, έχουν τεθεί από τον ίδιο. Ακόμη «δικαιολόγησε» το γεγονός ότι ο
ίδιος υπέγραψε στην θέση υπογραφής του Προέδρου την απόφαση ως Προϊστάμενος
τότε των Υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πέραν των πιο πάνω καταθέσεων, η
έκδοση της περί ης ο λόγος αποφάσεως από το Δικαστήριο που φέρεται ότι την
εξέδωσε, προκύπτει αναμφίβολα από το ότι η υπογραφή του Εισηγητή δικαστή τότε
Πρωτοδίκη
ο οποίος ήδη έχει αποβιώσει, που ετέθη στο περιθώριο κάθε σελίδας
της αποφάσεως αυτής, πλην της πρώτης, είναι χωρίς επιφύλαξη γνήσια όπως
διαπιστώθηκε με γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, που παραγγέλθηκε από τον
Ανακριτή και διενεργήθηκε από το νομίμως διορισθέντα πραγματογνώμονα δικαστικό
γραφολόγο Όσον αφορά στην προδικασία, αυτή τηρήθηκε χωρίς πλημμέλειες, όπως
διαπιστώθηκε κατά το στάδιο της ανάκρισης για την εξακρίβωση των στοιχείων που
είχαν προσκομιστεί με πρωτοβουλία του ιδιωτικού αστυνομικού, οπότε και
διατάχθηκε η δικαστική πραγματογνωμοσύνη και κατέθεσαν ως μάρτυρες οι
δικαστικοί υπάλληλοι
υπάλληλος τότε του πολιτικού αρχείου,
Γραμματέας Έδρας
κατά την επίμαχη συνεδρίαση. Πρόκειται, συνεπώς, για νομίμως εκδοθείσα απόφαση
υιοθεσίας, η οποία μάλιστα έχει καταστεί αμετάκλητη, όπως αποδεικνύεται από το
σχετικό πιστοποιητικό, και έχει καταχωρηθεί στο βιβλίο υιοθεσιών των ετών από
1981 έως 1994 του Πρωτοδικείου Πειραιώς με α/α 29, ενώ ακολούθως μάλιστα
απορρίφθηκε και η ασκηθείσα από τις
και
από 12.2.2001 τριτανακοπή με την
υπ' αριθμόν 5.841/2001 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Τα
ανωτέρω γεγονότα έχουν αποδειχθεί πλήρως, έχουν δε γίνει δεκτά και από το
Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς με την 754/2013 κατά πλειοψηφία καταδικαστική
απόφαση του και επί πλέον επιβεβαιώνονται και από τη μάρτυρα - χήρα του .., ότι
εν τέλει η απόφαση της υιοθεσίας είχε εκδοθεί νόμιμα. Ειδικότερα, κατά του
κατηγορουμένου και κατά της τέως συζύγου του ,, του
(πατέρα του κατ/νου), του
, πληρεξουσίου δικηγόρου της
και παραστάντος κατά
την συζήτηση της αιτήσεως υιοθεσίας
, (αδελφής του κατ/νου),
, δικαστικής
επιμελήτριας κατόπιν μηνύσεως της
και της
που υπεβλήθη ενώπιον του
Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς δια του ιδιωτικού αστυνομικού
,
εξουσιοδοτηθέντος και πληρεξουσίου αυτών, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για το
αδίκημα της απάτης σε βαθμό κακουργήματος και επί πλέον κατά του κατηγορουμένου
για απάτη στο Δικαστήριο, πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν αθώοι, δυνάμει της
734/2006 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε
αίτηση αναίρεσης κατόπιν αιτήσεως της πολιτικώς εναγούσης
συζύγου μητέρας του
και η οποία έγινε δεκτή με την 1.204/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, λόγω
ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την αιτιολογία ότι δεν
αναφερόταν σε τι συνίστατο «η αμφιβολία περί μη τελέσεως εγκύρου υιοθεσίας».
Ακολούθως, η υπόθεση εκδικάστηκε μετ' αναίρεση από το παρόν Δικαστήριο, το
οποίο με την 723/12.7.2011 απόφαση του έκρινε ένοχο κατά πλειοψηφία τον
κατηγορούμενο, ομοίως δε και η ανωτέρω κατόπιν εφέσεως του κατηγορουμένου με
αριθμό 754/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με την ίδια απόφαση,
έγινε όμως δεκτό, κατά την κρατήσασα γνώμη της
πλειοψηφίας, ότι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη συζήτηση
της αιτήσεως περί υιοθεσίας εμφανίσθηκε άλλη γυναίκα και όχι η
και ότι η
υιοθεσία μεθοδεύτηκε και εκμαιεύτηκε χωρίς καν η φερόμενη σ' αυτήν ως
υιοθετούσα
κάτι τέτοιο και ότι ο κατηγορούμενος, εξαπατώντας το Δικαστήριο,
αιτήθηκε την χορήγηση σε αυτόν πιστοποιητικού κληρονομητηρίου.
Η κρίση του άνω Δικαστηρίου αφορά προδικαστικό ζήτημα αστικής φύσεως και δεν
δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, καθόσον στην περίπτωση αυτή το ποινικό δικαστήριο
ερευνά παρεμπιπτόντως τα αστικά ζητήματα, ήτοι μορφώνει πεποίθηση περί αυτών,
αλλά δεν λύνει αποφασιστικά αυτά (Μπουρόπουλος, ΕρμΚΠΔ άρθρο 60 σ. 107, ΑΠ 1933/2000 ΠοινΝμλΑΠ
2000, 519), η δε αντίθετη θέση της πολιτικής αγωγής αναφέρεται σε νομικά
ζητήματα η επίλυση των οποίων παράγει δέσμευση, και στην προκειμένη περίπτωση η
κρίση περί του αν εμφανίσθηκε ή όχι άλλη γυναίκα κατά την επίμαχη συνεδρίαση,
αποτελεί πραγματικό γεγονός και όχι νομικό ζήτημα, ενώ, περαιτέρω από την άνω
απόφαση δεν παράγεται δεδικασμένο, καθόσον η υπό έρευνα αξιόποινη πράξη δεν
ταυτίζεται ως προς τα πραγματικά περιστατικά της με αυτά που θεμελιώνουν την
ήδη κριθείσα πράξη της κακουργηματικής απάτης στο Δικαστήριο, καθόσον η νέα
κατηγορία συγκροτείται εν μέρει μεν εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά
περιστατικά από τα οποία αποτελείται και η κατηγορία, για την βασιμότητα ή μη
της οποίας έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, πλην όμως η ταυτότητα πράξεως
προκύπτει μόνο από το διατακτικό και όχι από τις αιτιολογίες της αμετάκλητης
δικαστικής αποφάσεως ποινικού να το γνωρίζει και φυσικά να συναινεί σε δικαστηρίου
ή βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου που καταδίκασε ή αθώωσε ή έπαυσε οριστικά
την ποινική δίωξη για το ίδιο πρόσωπο που διώκεται εκ νέου για όμοια, πράξη (ΑΠ
422/2012 ΠΧρ 2013, 40 επ.,
ΑΠ 125/011, ΑΠ 1091/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ). Εν σχέσει με το κατά πόσον ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου ο
κατηγορούμενος με τη συνδρομή του πατέρα του και πληρεξουσίου δικηγόρου της
αιτούσας την υιοθεσία
, εμφάνισε άλλη γυναίκα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Α) Η
επίμαχη συνεδρίαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έλαβε χώρα κατά τη
δημόσια συνεδρίαση την 25.5.1988. Ο πατέρας του κατηγορουμένου, που κατέθεσε ως
μάρτυρας, ήταν Συμβολαιογράφος, γνωστός στους δικηγόρους και εν γένει στην
κοινωνία του Πειραιά, γνωστή δε ήταν και η επί σειρά ετών συνεργασία του, αλλά
και οι πνευματικοί δεσμοί τους, όπως προεκτίθεται, με
το ζεύγος , αφού ο
από το έτος 1930 περίπου εργαζόταν στο συμβολαιογραφείο του
παππού του κατηγορουμένου και εν
συνεχεία στο συμβολαιογραφείο του πατέρα του. Η
, κατοικούσε στον Πειραιά σε
κεντρικό σημείο στην
αρ.
και μέχρι την 21.2.1994, που χειρουργήθηκε, ήτοι
επί έξι (6) έτη περίπου, είχε την απόλυτη διαχείριση των βιοτικών της ζητημάτων
και των οικονομικών της υποθέσεων, καθόσον αυτή μέχρι το θάνατο της ευρίσκετο σε άριστη πνευματική κατάσταση και είχε κανονικές
κοινωνικές επαφές. Β) Ο κατηγορούμενος ήδη την 19.8.1988 προέβη σε δήλωση της
υιοθεσίας, που καταχωρήθηκε χειρόγραφα στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης
γεννήσεως του, όπου συγκεκριμένα αναφέρεται ότι: «..υιοθετήθηκε από την
χήρα
ή
( το γένος
Χ.Ο. Ελληνίδα κατ. Πειραιά, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 343/1.7.1988 απόφαση του Πολ. Πρ.
Πειραιά και που αντίγραφο μας έφερε ο υιοθετούμενος και ο οποίος εδήλωσε ότι επιθυμεί να διατηρήσει και το πριν την υιοθεσία
του επώνυμο σύμφωνα με το άρθρο 1582ΑΚ, ώστε στο εξής να φέρεται
». Γ) Οι
αδελφές της
και
. δεν άσκησαν εμπρόθεσμα τριτανακοπή, αλλά 15 μήνες μετά,
και αφού εν τω μεταξύ είχαν αναθέσει την υπόθεση στον ιδιωτικό αστυνομικό. Δ)
Οι πολιτικώς ενάγοντες μετά το θάνατο της
όταν εισήλθαν στην κατοικία της ανεύρον το αναγνωσθέν έγγραφο το κείμενο του οποίου έχει ως
εξής: «Προς τους συγκληρονόμους μου στην κληρονομιά της θετής μητέρας μου
θυγατέρας
Με την παρούσα σας γνωστοποιώ ότι είχα δηλώσει πολλές φορές στη θετή μου
μητέρα
ή
, το γένος
ότι προσωπικά δεν ενδιαφέρομαι για οποιαδήποτε
δικαιώματα από την κληρονομιά της και ότι συνεπώς αυτή έχει κάθε ελευθερία και
κάθε δικαίωμα να διαθέσει και να κατευθύνει την περιουσία της σε συγγενείς ή σε
Ιδρύματα ή οπουδήποτε αλλού θα ήθελε αυτή η ίδια. Συνεπής προς τις δηλώσεις μου
αυτές δηλώνω και τώρα με την παρούσα ότι εγώ αρκούμαι σε ό,τι αυτή μου άφησε με
διαθήκη της, ανεξαρτήτως αν αυτό είναι μικρότερο από τα δικαιώματα νομίμου
μοίρας μου και ότι παραιτούμαι ρητά από κάθε δικαίωμα να απαιτήσω ο,τιδήποτε άλλο από την κληρονομιά αυτή. Πειραιάς ...Ο
Δηλών (υπογραφή)
». Το έγγραφο αυτό βρισκόταν στην κατοχή της θανούσας και
είναι αυτονόητο ότι αυτή γνώριζε το περιεχόμενο του, ήτοι την ιδιότητα της
θετής μητέρας. Επί πλέον προσκομίστηκε και αναγνώσθηκε το ιδίου περιεχομένου
έγγραφο που είχε συνταχθεί ιδιοχείρως από τον πατέρα του κατηγορουμένου, το
κείμενο του οποίου καθαρογράφηκε (δακτυλογραφήθηκε)
ακολούθως, υπεγράφη από τον κατηγορούμενο και παραδόθηκε στην
, σκοπός δε της
δήλωσης, αυτής ήταν το ότι από λόγους ευπρέπειας ανεξάρτητα από την γενομένη
υιοθεσία, στην περίπτωση που εκείνη επιθυμούσε να συντάξει οποιαδήποτε διαθήκη
με τετιμημένους είτε τον κατηγορούμενο είτε άλλο
πρόσωπο, ως είχε δικαίωμα, ο κατηγορούμενος δεν θα είχε οποιαδήποτε αξίωση επί
της κληρονομιαίας περιουσίας, ακόμη και αν εβλάπτετο η νόμιμη μοίρα αυτού, η δε συμπλήρωση ημερομηνίας
θα γινόταν από την ίδια, όποτε εκείνη θα έκρινε σε σχέση με την τυχόν κατάρτιση
διαθήκης, αφού δεν είχε συνταχθεί ως τότε και ουδέποτε συνετάγη
εν τέλει από αυτήν οποιαδήποτε διαθήκη. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι επί του
χειρογράφου του πατέρα του κατηγορουμένου υπάρχει η επισημείωση «Αρ. Πάγου
824/1985 Νοβ 34 σ. 680», γεγονός που καταδεικνύει ότι
το περιεχόμενο του εγγράφου υπήρξε προϊόν συμφωνίας μεταξύ υιοθετούσης
και υιοθετουμένου, αφού ερευνήθηκε προηγουμένως η νομιμότητα της συμφωνίας αυτής
από τον πατέρα του κατηγορουμένου. Ε) Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς εξέδωσε
την με αριθμό 754/2013 ως άνω απόφαση του την 20.11.2013. Μετά την δια της ως
άνω αποφάσεως καταδίκη του κατηγορουμένου ο
. ενεχείρισε
στον κατηγορούμενο απόδειξη εισπράξεως 3.000 ευρώ, στην οποία αυτός αναγράφει
ιδιοχείρως ότι έλαβε από τον κατηγορούμενο «...σήμερα την 15ην Οκτωβρίου 2014
....το ως άνω ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ΕΥΡΩ έναντι της από το έτος 1983
υποχρεώσεως της θετής μητέρας του
χήρας
, το ακριβές ποσόν της οποίας θα καθορισθεί
μετά το πέρας των ήδη αρξαμένων διαβουλεύσεων. Παλαιό
Φάληρο, 15.10.2014 Ο Λαβών (υπογραφή)
. Η γνησιότητα της γραφής της απόδειξης
αυτής, που προσκομίστηκε στο παρόν Δικαστήριο, ερευνήθηκε με πρωτοβουλία του
κατηγορουμένου από τον Ειδικό Δικαστικό Γραφολόγο ο οποίος στην από 5.1.2018 γνωμοδότηση
του, που αναγνώσθηκε, αναφέρει ότι η γραφή του κειμένου της έχει χαραχτεί από
τον και είναι γνήσια γραφή του, συμπέρασμα, που διατυπώνεται με πιθανότητα που
αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας και αποτελεί την επιστημονικά ορθή διατύπωση
της απόλυτης βεβαιότητας, χωρίς περιθώρια αμφιβολίας ή αβεβαιότητας. Η απόδειξη
αυτή επεδείχθη κατά την ακροαματική διαδικασία στην μάρτυρα χήρα του ι, που δεν
αμφισβητήθηκε η γραφή του τελευταίου. Ο κατηγορούμενος διευκρίνισε ότι οι
αναφερόμενες στην άνω απόδειξη «διαβουλεύσεις» αφορούσαν παλαιές συναλλαγές
μεταξύ του και αυτού, ο οποίος είχε καταβάλει χρήματα για λογαριασμό του, όταν
θέλησε να δραστηριοποιηθεί σε κάποιες εταιρίες πλην όμως ο σκοπός του δεν
ευοδώθηκε με αποτέλεσμα να εκκρεμεί οφειλή του προς τον
ΣΤ) Ο
α)
εξεταζόμενος ενόρκως, κατέθεσε, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της ως άνω με αριθμό
734/2006 αποφάσεως ότι τη δεκαετία του
1990 η οικονομική του κατάσταση ήταν πολύ κακή, διότι η εταιρία «
» συμφερόντων
του πέρασε μια πτώχευση και β) ως πολιτικώς ενάγων, κατά την μετ' αναίρεση δίκη
ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατέθεσε κατά τη συνεδρίαση της 24.11.2011
αυτολεξεί : «επιβεβαιώνω ότι δεν έχω κανένα στοιχείο ότι εμφάνισαν άλλη
γυναίκα», (όπως αναφέρεται στα πρακτικά στη σελ. 45 της 723/2011 αποφάσεως),
εννοώντας στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά τη συζήτηση της αιτήσεως
υιοθεσίας. Επισημαίνεται, ότι το τελευταίο αυτό γεγονός κατέθεσε ο ανωτέρω ήδη
αποβιώσας κατ' επανάληψη ενώπιον των αρμοδίων αρχών και ως μάρτυρας, αλλά και
ακολούθως ως πολιτικώς ενάγων λόγω κληρονομικής διαδοχής, δώδεκα (12) περίπου
έτη μετά τον θάνατο της
και αφ' ότου πληροφορήθηκε την λαβούσα
χώρα υιοθεσία και ενώ καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα, εκείνος ερευνούσε την
υπό κρίση υπόθεση με τον ιδιωτικό αστυνομικό
, στον οποίον την είχε αναθέσει αντί
αμοιβής ανερχομένης σε ποσοστό 20% επί της κληρονομιαίας
περιουσίας, όπως ο τελευταίος έχει βεβαιώσει και σε κατάθεση του ενώπιον του
Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που περιλαμβάνεται στα με αριθμό 304/2014 οικεία
πρακτικά, σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, κατά του τελευταίου (
),
επειδή αυτός είχε εγκατασταθεί αυθαίρετα στο Δ2 διαμέρισμα της
στις
24.12.2013, ο κατηγορούμενος κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (νομής) και
κατά την εξέταση του ως διαδίκου -καθού ο
ισχυρίσθηκε
ότι είναι συγκληρονόμος κατά 20% μετά από εκχώρηση από τον
, ο οποίος,
εξετασθείς στην ίδια δίκη ως μάρτυρας κατέθεσε ότι το εκεί επίδικο διαμέρισμα
ανήκει στον κατηγορούμενο μέχρι τη λήξη της αντιδικίας, εννοώντας την άσκηση
αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία
δημοσιεύθηκε την 20.11.2013 και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την 13.10.2015.
Περαιτέρω, η
(αδελφή της - και μητέρα του
) ήδη αποβιώσασα είχε καταθέσει ως πολιτικώς
ενάγουσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου όταν εκδικάστηκε η υπόθεση και εκδόθηκε
η 734/2006 απόφαση του, και εν τέλει η 754/2013 απόφαση του Πενταμελούς
Εφετείου Πειραιώς, όπως προεκτίθεται, ότι οι σχέσεις
του κατηγορουμένου με την
πρέπει να ήταν καλές και ότι : «δεν θέλω να πάει
φυλακή ο κατηγορούμενος ....δεν θέλω τίποτα από τον κατηγορούμενο». Η
χήρα
του ανωτέρω κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι οι σχέσεις της
οικογένειας του κατηγορουμένου είχαν διαρραγεί, όταν απεβίωσε ο
, ήτοι το έτος
1985, ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει το ενδεχόμενο να εμφανίσθηκε άλλη γυναίκα.
Να σημειωθεί ότι το τελευταίο αυτό γεγονός, επεχείρησε να ανασκευάσει εκ των
υστέρων, όταν ζήτησε και έλαβε εκ νέου το λόγο, στην επομένη μετά διακοπή
συνεδρίαση του Δικαστηρίου.
Αποδείχθηκε,
συνεπώς, πλήρως από τα ανωτέρω ότι κατά τη διαδικασία της υιοθεσίας εμφανίσθηκε
η ίδια η
η οποία επέδειξε την αστυνομική της ταυτότητα όπως επιβάλλεται από
το Νόμο στον Πρόεδρο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τη δημόσια
συνεδρίαση, πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην φωτογραφία στην οποία εικονίζεται η
υιοθετούσα είναι ήδη περίπου 50 ετών, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι
τέτοια, ώστε ουδόλως θα μπορούσε να παραπλανηθεί το Δικαστήριο ή να επέλθει
σύγχυση με την εικόνα άλλης γυναίκας, απεδείχθη δε ότι η μη χρήση του ονόματος
«
» από τον κατηγορούμενο δικαιολογείται πλήρως στις επαγγελματικές συναλλαγές,
αφού αυτός ήταν ήδη δικηγόρος, είχε μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και
ήταν εφοδιασμένος μέχρι τότε με δημόσια έγγραφα (απολυτήριο λυκείου, πτυχία,
επαγγελματική και αστυνομική ταυτότητα, κλπ.) που απαιτούσαν χρονοβόρες και
περίπλοκες διαδικασίες συμπλήρωσης, και επί πλέον η θετή μητέρα του δεν
επιθυμούσε, όπως μετά λόγου γνώσης επιβεβαιώθηκε από τον μάρτυρα
, να γίνει
γνωστή στο συγγενικό της περιβάλλον η πράξη της υιοθεσίας, προκειμένου να
αποφύγει διενέξεις και ψυχολογικές πιέσεις, αφού εκείνη την περίοδο ο ανεψιός της
αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα που οδήγησαν την επιχείρηση του σε
πτώχευση, η δε περιουσία που προερχόταν από τα εισοδήματα του συζύγου της, δεν
ήθελε να καταλήξει εις χείρας των πιστωτών του ανωτέρω, αλλά αντίθετα να
περιέλθει σε άτομο που αγαπούσε, εκτιμούσε και ήθελε να τιμήσει με την πράξη
της αυτή. Να σημειωθεί ακόμη ότι κατά το διάστημα των ετών 1987 - 1988 η
τακτοποιούσε
τα περιουσιακά της ζητήματα, αφού πώλησε, όπως εκτίθεται ανωτέρω, το έτος 1987
τμήματα της περιουσίας της, οι δε αιτιάσεις των πολιτικώς εναγόντων ότι
μεταβιβάστηκαν στον κατηγορούμενο ακίνητα με συμβόλαια δωρεάς δεν αναιρούν την
ανωτέρω κρίση, καθόσον αυτό διευκόλυνε αμφότερες τις συμβαλλόμενες πλευρές,
λόγω του μειωμένου φόρου. Κατόπιν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι απεδείχθη ότι
η υιοθεσία πράγματι συντελέστηκε από την πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί
αθώος, σύμφωνα με το διατακτικό».
Με τις
παραδοχές αυτές, το δίκασαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη
απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ αξιούμενη ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και
χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά
την ανέλεγκτη κρίση του, αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία,
προσδιορίζει αναλυτικά, κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα τα οποία έλαβε υπόψη του
για το σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσης του και αιτιολογεί, με σαφήνεια
και πληρότητα, γιατί δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απάτης κατ'
εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, άνω των 15.000,των 30.000, των
73.000 και των 120.000 ευρώ, για το οποίο κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος.
Ειδικότερα, στις περιεχόμενες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης
αιτιολογίες, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται με όσα περιέχονται στο διατακτικό
της και αποτελούν ενιαίο σύνολο, εκτίθεται με επάρκεια γιατί το Δικαστήριο της
ουσίας δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου για την παραπάνω αξιόποινη
πράξη, αφού δέχθηκε ότι με την 343/11-7-1988 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς ο κατηγορούμενος νομότυπα είχε υιοθετηθεί από τη θανούσα
η
η οποία, εμφανισθείσα ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, δήλωσε τη
συναίνεση της για υιοθεσία του κατηγορουμένου από αυτήν, ως θετό δε τέκνο και
εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτής νόμιμα πώλησε τα αναφερόμενα τέσσερα(4) ακίνητα
που είχε κληρονομήσει, με συνέπεια να μη στοιχειοθετείται απάτη σε βάρος των εξ
αδιαθέτου κληρονόμων -αδελφών της ανωτέρω θανούσας. Σχετικά με τις αποδείξεις,
που λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της κρίσης του
Δικαστηρίου της ουσίας, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης
τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς
ενάγουσας, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που
εξετάστηκαν στο ακροατήριο, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία του
κατηγορούμενου), από τα οποία το εν λόγω ν Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά
που εκτιμήθηκαν και όπως προαναφέρθηκε, να εκτίθεται τί προέκυψε ξεχωριστά από
το καθένα και χωρίς να απαιτείται συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και
ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμηση τούτων ή προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας
εκάστου, ενώ από το όλο περιεχόμενο της απόφασης αυτής καθίσταται βέβαιο, ότι
λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους,
όπως αναφέρονται κατ' είδος στην αρχή του σκεπτικού της. Μεταξύ των
αποδεικτικών αυτών μέσων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της
προσβαλλόμενης απόφασης (σελίδα 43, αρ. 1,3), συγκαταλέγονται και τα
αναγνωσθέντα και επισημαινόμενα στο δικόγραφο της
αίτησης αναίρεσης έγγραφα, ήτοι :1) Η με αριθμό 754/2013 απόφαση του
Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ο κατηγορούμενος
του .. κηρύχθηκε
αθώος για άλλη πράξη απάτης και συγκεκριμένα του ότι :«Στον Πειραιά, την
1-12-1999, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε
με πρόθεση ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει
παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από το έγκλημα δε αυτό αποκόμισε
παρανόμως περιουσιακό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 120.000 ευρώ, προκαλώντας
αντίστοιχη περιουσιακή ζημία στους παθόντες, ενώ πρόκειται για άτομο που
διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερα, έχοντας
κατορθώσει, με τη σύμπραξη άλλων, να εκδοθεί η υπ' αριθμ.
343/11-7-1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικάζοντας κατά τη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία απόφαση κηρυσσόταν θετό
τέκνο της ατέκνου χήρας ή , κατόπιν υποβολής στο Δικαστήριο αιτήσεως φερομένης
ότι είχε υποβληθεί κατ' εντολή της ή
, που δήθεν ζητούσε να τον υιοθετήσει και
εμφάνισης στον ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως, άλλης αγνώστου
γυναίκας, που προσποιήθηκε ότι ήταν η αιτούσα (
) και δήλωσε τη συναίνεση της
για την υιοθεσία, ενώ, μετά το θάνατο της τελευταίας, που επήλθε στις
13-8-1999, είχε υποβάλει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 19-10-1999
και με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 10590/20-10-1999 αίτηση περί
χορηγήσεως σ' αυτόν κληρονομητηρίου επί της κληρονομιαίας περιουσίας της
, με την οποία αίτηση,
επικαλούμενος την πιο πάνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και την
ανυπαρξία διαθήκης της κληρονομουμένης, ισχυριζόταν ότι ήταν ο μοναδικός εξ
αδιαθέτου κληρονόμος της, κατά την εκδίκαση της αιτήσεως που έλαβε χώρα την
1-12-1999 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, παρέστησε ψευδώς
στο δικάσαντα αυτήν δικαστή, ότι ως θετό τέκνο της
ή
ήταν ο μοναδικός εξ
αδιαθέτου κληρονόμος της, επικαλούμενος και προσκομίζοντας στο Δικαστήριο,
μεταξύ των άλλων, επικυρωμένο από τον ίδιο αντίγραφο της πιο πάνω δικαστικής
αποφάσεως (με αριθμό 343/1988) και το εκδοθέν από το Δήμο Κρανιδίου με αριθμ. πρωτ. ./19-10-1999
πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών της
ή
στο οποίο, έχοντας εκδοθεί με τον
περιγραφόμενο στο σκεπτικό τρόπο, φερόταν ως θετό τέκνο και ως ο πλησιέστερος
εν ζωή συγγενής αυτής. Στις ψευδείς αυτές παραστάσεις προέβη, ενώ γνώριζε την
αναλήθειά τους και τη σχετική με αυτές αλήθεια, που συνίσταται στο ότι ουδέποτε
η
είχε εκφράσει τη βούληση να υιοθετήσει αυτόν ή οποιονδήποτε άλλον, ούτε
συνήνεσε στην υιοθεσία και είχε πλήρη άγνοια των σχετικών με την υιοθεσία του ενεργειών,
η δε πιο πάνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ήταν αυτοδικαίως
άκυρη και ο ίδιος δεν είχε καταστεί θετό τέκνο της
ή
ούτε είχε άλλη
συγγένεια με αυτήν, η οποία διέθετε άλλους συγγενείς. Με την απατηλή αυτή
συμπεριφορά του, με την οποία αποσκοπούσε να αποκομίσει παρανόμως περιουσιακό
όφελος, εξαπάτησε τον δικάσαντα την αίτηση Δικαστή σχετικά με την αλήθεια του
υποβληθέντος με αυτήν ισχυρισμού και τον έπεισε να εκδώσει την υπ' αριθμ. 6596/15-12-1999 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, η
οποία δεχόμενη το αίτημα, διέτασσε τη χορήγηση στον αιτούντα πιστοποιητικού (κληρονομητηρίου), που να πιστοποιεί ότι ήταν ο μοναδικός εξ
αδιαθέτου κληρονόμος της ή σε εκτέλεση δε της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε από τη
Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς το υπ' αριθμ. ./10-1-2000
πιστοποιητικό με το πιο πάνω περιεχόμενο και ακολούθησε η εκ μέρους του αποδοχή
της κληρονομιάς της , ή με το υπ' αριθμ. ../2000
συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς
το γένος
. Έτσι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι
της
ή
που ήταν οι εγκαλούσες αδελφές της
και
, υπέστησαν ζημία ίση με
την αξία της κληρονομιαίας περιουσίας, που υπερέβαινε
το ποσό των 29.000.000 ευρώ (και με την προϋφισταμενη
νομισματική μονάδα των 10.000.000.000 δρχ.), με αντίστοιχο ισόποσο περιουσιακό
όφελος του κατηγορουμένου
του
, ο οποίος, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στο
σκεπτικό της παρούσας, διαπράττει το κακούργημα αυτό της απάτης κατ' επάγγελμα
και κατά συνήθεια». 2) Η με αριθμό 2047/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου
του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε αναίρεση του κατηγορουμένου κατά της
ανωτέρω απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε,
μεταξύ άλλων, ότι το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς δεν υπερέβη την εξουσία του,
επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 60 του Κ.Ποιν.Δ, έκρινε
ζήτημα αστικής φύσης και συγκεκριμένα ότι η 343/1988 απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν είναι ισχυρή γιατί ποτέ η θανούσα
ή
δεν
εμφανίστηκε να συναινέσει στην υιοθεσία αλλά εμφανίστηκε άλλη άγνωστη γυναίκα
που συναίνεσε σε αυτή, καθώς επίσης ότι η απόφαση της υιοθεσίας παραμένει
ισχυρή, χωρίς να έχει κηρυχθεί ανίσχυρη με άλλη δικαστική απόφαση, πλην όμως
δεν δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο να κρίνει για την υιοθεσία, που αποτελεί πρόκριμα για την ποινική υπόθεση που εκδικάζει. Για τη
βεβαιότητα, ότι, παρά τα αντίθετα αβασίμως
υποστηριζόμενα στην αίτηση αναίρεσης, δεν αγνοήθηκαν τα συγκεκριμένα
αποδεικτικά μέσα που διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο
αρκεί, ότι αυτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,
αναφέρονται κατά το είδος και την κατηγορία τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερου
προσδιορισμού τους και μνείας του τί προέκυψε από αυτά, το δε γεγονός, ότι δεν
έγινε δεκτό το περιεχόμενο τους ή ότι το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε
μείζονα αποδεικτική βαρύτητα σε άλλα στοιχεία, που προέκυψαν από τις
αποδείξεις, δεν σημαίνει, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης
περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα και αγνόησε ή δεν
συνεκτίμησε τα υπόλοιπα, σαφώς δε συνάγεται ότι τα έλαβε υπόψη του στο σύνολο
τους, αφού δεν εξαίρεσε κανένα, καταλήγοντας κυριαρχικά στην απαλλακτική του
κρίση. Μάλιστα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται ρητή και
αναλυτική αναφορά στις παραδοχές της 754/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου
Πειραιώς που αφορούν και στο κρίσιμο ζήτημα της υιοθεσίας, οι οποίες
αντικρούονται, στο τέλος του σκεπτικού της (προσβαλλόμενης απόφασης) με τις υπό
στοιχεία Α- ΣΤ παραδοχές της και, επομένως, όσα αντίθετα υποστηρίζονται υπό τα
στοιχεία Δ και ΣΤ του μοναδικού λόγου της αίτησης αναίρεσης περί αναιτιολόγητης
παραδοχής των κοινών και στις δύο υποθέσεις ισχυρισμών του κατηγορουμένου περί
της ιδιότητας του ως θετού τέκνου της ανωτέρω θανούσας, οι οποίοι είχαν
αμετακλήτως απορριφθεί, κρίνονται απορριπτέα. Εξάλλου, η προαναφερόμενη κρίση
της με αριθμό 2407/2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς το εξετασθέν από το Δικαστήριο της ουσίας ως προδικαστικό-
νομικό ζήτημα της υιοθεσίας του κατηγορουμένου, ήταν δεσμευτική, κατά τις
διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 3810/1957, μόνο στα πλαίσια της ποινικής
δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη και όχι στα πλαίσια της
διαφορετικής δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω,
ορθώς αιτιολογείται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ότι το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο δεν δεσμεύεται
από την ανωτέρω αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, από την
οποία δεν παράγεται δεδικασμένο, αφού αφορά διαφορετική αξιόποινη πράξη, τέλος δε
ότι δεν δεσμεύεται από την κρίση της ανωτέρω απόφασης α) ως προς τη μη ύπαρξη
υιοθεσίας του κατηγορουμένου από την
ή
, για το λόγο ότι αφορά
παρεμπιπτόντως εξετασθέν προδικαστικό ζήτημα και β)
ως προς την εμφάνιση άλλης γυναίκας και όχι της
ή
ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Πειραιώς, για το λόγο ότι αποτελεί πραγματικό ζήτημα εξετασθέν στα πλαίσια άλλης αξιόποινης πράξης. Από την ίδια
ανωτέρω απόφαση δεν παράγεται ούτε οιονεί δεδικασμένο που, κατά τα αναφερόμενα
στη μείζονα σκέψη, ισχύει κατά το στάδιο, που προηγείται της άσκησης της
ποινικής δίωξης και δεσμεύει μόνο για πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται σε
αναφορά, έγκληση ή μήνυση που έχει αρχειοθετηθεί. Επομένως, όσα αντίθετα
υποστηρίζονται υπό τα στοιχεία Α, Β και Γ του μοναδικού λόγου της αίτησης
αναίρεσης περί μη λήψης υπόψη, αφενός της ανωτέρω απόφασης του παρόντος
Δικαστηρίου και αφετέρου του διατακτικού της ανωτέρω αμετάκλητης απόφασης του
Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που κατά την άποψη του αναιρεσείοντος
παράγει οιονεί δεδικασμένο, κρίνονται απορριπτέα. Συνεπώς, ο υποστηρίζων τα αντίθετα μοναδικός λόγος της υπό κρίση
αίτησης αναίρεσης, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως
προς τις αποδείξεις, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.
Δ' Κ. Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις,
που περιέχονται στο αναιρετήριο και αναφέρονται σε
διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, συνιστώσες αμφισβήτηση των
ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του
αποδεικτικού πορίσματος της, είναι απαράδεκτες, αφού, με την επίφαση της
έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα,
κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης
πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
τη με αριθμό ./24-6-2019 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση
της με αριθμ. 162,201,259/2018 απόφασης του Τριμελούς
Εφετείου Kακουργημάτων Πειραιώς.
Κρίθηκε
και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2020. Και
Δημοσιεύθηκε
στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 18 Μαρτίου 2020.
της.
Η
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ