ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 45/2022

 

Απόρριψη κύριας παρέμβασης - Επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την αναίρεση κατάσταση - Νέα εκδίκαση έφεσης - Πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει αναιρεθείσας τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης -.

 

Ο κυρίως παρεμβαίνων, του οποίου η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε, αυτός δε δεν άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απορριπτικής απόφασης, δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην ασκούμενη αίτηση αναίρεσης του ηττηθέντος διαδίκου. Επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ίσχυε πριν από την αναίρεση. Η επίδοση της επιταγής και κάθε μετέπειτα πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, που έγιναν με βάση την αναιρεθείσα απόφαση, αλλά και η εκούσια συμμόρφωση τόσο σε επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, όσον και σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, η οποία αναιρέθηκε, καθίστανται άκυρες. Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης οι διάδικοι επανέρχονται στη θέση που ήταν πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η έφεση επανεξετάζεται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, αφού κατατεθούν προτάσεις και αφού παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης. Διαταγή με την αναιρετική απόφαση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Υποβολή σχετικής αίτησης από τον αναιρεσείοντα και μόνον. Σε περίπτωση που η αίτηση επαναφοράς δεν υποβληθεί στον Άρειο Πάγο, μπορεί ο νικήσας στην αναίρεση διάδικος να υποβάλει την αίτηση αυτή στο εφετείο, στο οποίο παραπέμφθηκε μετ' αναίρεση η υπόθεση.

 

 

 

Αριθμός 45/2022

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα - Εισηγήτρια, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα - Τζαβέλλα Δημαρά, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεώργιο Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της αρχικά εναγομένης Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Στέργιο Σπυρόπουλο και Κωνσταντίνο Ανδριόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. Ν. του Α., 2) Σ. Ν. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Ανδρέα Παπαρρηγόπουλου και Χαράλαμπου Πάλλα και κατέθεσαν προτάσεις, 3) Β. (Ε.) χήρας Σ. Ν., το γένος Κ. Θ., 4) Θ. Γ. Ν., συζύγου Α. Κ., 5) Ι. Π. του Δ., κατοίκων ..., 6) Α. Δ. Π., κατοίκου ..., 7) Χ. Π. του Δ., κατοίκου ..., 8) Α. Δ. Π., συζύγου Θ. Α., κατοίκου ..., 9) Ε. Κ. Ν., συζύγου Κ. Μ., κατοίκου ..., 10) Γ. Ν. του Κ., 11) Ε. Π. του Λ., ως νομίμου κληρονόμου του ήδη αποβιώσαντος Ε. Ν. του Κ., 12) Π. Ν. του Ε., 13) Κ. Ν. του Ε., ως νομίμου κληρονόμου του ήδη αποβιώσαντος Ε. Ν. του Κ., 14) Σ. Ν. του Ε., ως νομίμου κληρονόμου του ήδη αποβιώσαντος Ε. Ν. του Κ., 15) Λ. Ν. του Ε., ως νομίμου κληρονόμου του ήδη αποβιώσαντος Ε. Ν. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/10/2004 αγωγή των υπό στοιχεία 1 και 2 ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4629/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5233/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι υπό στοιχεία 1 και 2 αναιρεσίβλητοι με την από 26/5/2009 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1265/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την 5233/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

 

Εκδόθηκε η 4177/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13/1/2020 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την άσκηση της κατά το άρθρο 79 του Κ.Πολ.Δ. κύριας παρέμβασης, με την οποία ο παρεμβαίνων αντιποιείται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος το αντικείμενο της μεταξύ άλλων εκκρεμούς δίκης, αυτός καθίσταται κύριος διάδικος και αντίδικος των αρχικών διαδίκων και δεν συνδέεται μετ' αυτών με σχέση απλής ή αναγκαίας ομοδικίας. Παρέπεται, λοιπόν, ότι ο κυρίως παρεμβαίνων, του οποίου η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε, αυτός δε δεν άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απορριπτικής απόφασης, δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην ασκούμενη αίτηση αναίρεσης του ηττηθέντος διαδίκου, αφού, ως προς αυτόν, δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση, ακόμη και αν ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της (Α.Π. 682/2020, Α.Π. 40/2014, Α.Π. 1417/2010).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση ακολούθησε την κάτωθι διαδικαστική διαδρομή: Οι Β. Ν. του Α. και Σ. Ν. του Α., ήδη πρώτος και δεύτερος των αναιρεσιβλήτων, άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 11-10-2004 (8292/2004) αγωγή κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", με την οποία ζητούσαν, όπως το αίτημα αυτής περιορίστηκε σε αναγνωριστικό: α) να αναγνωριστούν συνδικαιούχοι του ποσού των 931.759,26 ευρώ, που αποτελεί το τίμημα επαναγοράς των αγορασθέντων άυλων τίτλων, κατά τη λήξη της συμβάσεως, που είχε καταρτίσει ο αποβιώσας Σ. Ν. με την ενάγουσα τράπεζα και β) να αναγνωριστεί ότι η τελευταία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει, σε καθένα εις ολόκληρον, το ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της επένδυσης, άλλως από την επομένη της έγγραφης όχλησής της (7-2-2004), άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την 4629/2006 απόφασή του, δέχθηκε κατ' ουσία την αγωγή των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, αναγνώρισε ότι αυτοί είναι συνδικαιούχοι του ως άνω ποσού και ότι η εναγομένη οφείλει να τους καταβάλει συμμέτρως το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 27ης-1-2004 μέχρις εξοφλήσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής, η εναγομένη τράπεζα άσκησε την από 27-10-2006 (8892/30-10-2006) έφεση. Ενώπιον του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, άσκησαν, το πρώτον, την από 27-10-2006 (77/15-1-2007) κύρια παρέμβαση οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Σ. Ν., ήτοι οι: 1) Β. (Ε.) χήρα Σ. Ν., 2) Θ. Ν. του Γ., 3) Ι. Π. του Δ., 4) Α. Π. του Δ., 5) Χ. Π. του Δ., 6) Α. Π. του Δ., συζ. Θ. Α., 7) Ε. Ν. του Κ., συζ. Κ. Μ., 8) Γ. Ν. του Κ. και 9) Ε. Ν. του Κ., ο οποίος απεβίωσε στις 28-2-2017 και στη θέση του υπεισήλθαν οι νόμιμοι κληρονόμοι του 1) Ε. Π. του Λ., 2) Π. Ν., 3) Κ. Ν., 4) Σ. Ν. και 5) Λ. Ν., με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστούν, υπό την ως άνω ιδιότητά τους, συνδικαιούχοι του ανωτέρω ποσού, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου. Το Εφετείο Αθηνών, με την 5233/26-7-2007 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την έφεση και την κύρια παρέμβαση, έκανε δεκτή κατ' ουσία την έφεση, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση και, αφού απέρριψε την αγωγή, έκανε δεκτή κατ' ουσία την κύρια παρέμβαση και αναγνώρισε ότι α) οι κυρίως παρεμβάντες είναι συνδικαιούχοι του ανωτέρω ποσού, κατά το ποσοστό της κληρονομικής μερίδας εκάστου και β) η εναγομένη οφείλει να τους το καταβάλει, κατά το ποσοστό της κληρονομικής μερίδας εκάστου. Η εναγομένη-εκκαλούσα τράπεζα, συμμορφούμενη εκουσίως με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση, κατέβαλε στους κυρίως παρεμβάντες, κατά την κληρονομική μερίδα εκάστου, το πιο πάνω ποσό, κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα. Πλην όμως, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι-καθ' ων η κύρια παρέμβαση, ήδη πρώτος και δεύτερος των αναιρεσιβλήτων, άσκησαν την από 26-5-2009 αίτηση για αναίρεση της προαναφερόμενης 5233/2007 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Το Α2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με τη 1265/2015 απόφασή του, έκρινε ότι το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι συνδικαιούχοι της αξίωσης του αποβιώσαντος Σ. Ν. κατά της τράπεζας είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι του, ήτοι οι κυρίως παρεμβάντες και όχι οι ενάγοντες, υπέπεσε στην εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια και, συνακόλουθα, αφού αναίρεσε εν όλω την προσβληθείσα εφετειακή απόφαση, παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών. Με την από 7-10-2016 (./7-10-2016) κλήση η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.", ως καθολική διάδοχος της αρχικής εναγομένης-εκκαλούσας-καθ' ης η κύρια παρέμβαση έφερε προς κρίση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου της παραπομπής την ως άνω έφεση κατά των εναγόντων-εφεσιβλήτων-καθ' ων η κύρια παρέμβαση, ήδη αναιρεσιβλήτων και κατά των κυρίως παρεμβάντων καθώς και τον δι' αυτοτελούς δικογράφου, το πρώτον ασκηθέντα, από 4-6-2018 (./5-6-2018) πρόσθετο λόγο έφεσης. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την 4177/2019 απόφασή του, ήδη αναιρεσιβαλλομένη, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής και επικύρωσε την 4629/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ήδη, με την υπό κρίση από 13-1-2020 (./29/13-1-2020) αίτηση της εναγομένης-εκκαλούσας-ασκούσας τον πρόσθετο λόγο κατά των εναγόντων-εφεσιβλήτων-καθ' ων ο πρόσθετος λόγος και κατά των κυρίως παρεμβάντων διώκεται η αναίρεση της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου της παραπομπής. Εφόσον, όμως, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η κυρία παρέμβαση, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης απαραδέκτως στρέφεται και κατά των κυρίως παρεμβάντων και, συνεπώς, πρέπει ν' απορριφθεί, κατ' αυτεπάγγελτη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 577 του Κ.Πολ.Δ., καθ' ο μέρος απευθύνεται κατ' αυτών, ήτοι των τρίτης έως και δέκατου πέμπτου των αναιρεσιβλήτων, ελλείψει έννομου συμφέροντός της, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει διάταξη επιβλαβή για την ίδια (αναιρεσείουσα), υπέρ, όμως, των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων. Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 3 Β' αριθμ. 4, 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατ' άρθρο 577 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα.

 

Κατά το άρθρο 579 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., "Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο, εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ` αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ` αυτήν", κατά δε το άρθρο 581 παρ.1 εδ. α` και 2 του ίδιου Κώδικα, "1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση .... 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ.1 εδ. β`". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της -περίπτωση, η οποία συντρέχει, όταν ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος όλης της απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης, σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της- αποβάλλει πλήρως και αναδρομικά την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο, εκτελεστότητα ή διαπλαστική ενέργεια καθώς και παρεπόμενες και αντανακλαστικές ενέργειες για οποιοδήποτε ζήτημα κρίθηκε με αυτή και οι διάδικοι, που μετείχαν, επανέρχονται στην πριν από την έκδοσή της κατάσταση. Συνακόλουθα, η επίδοση της επιταγής και κάθε μετέπειτα πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, που έγιναν με βάση την αναιρεθείσα απόφαση, αλλά και η εκούσια συμμόρφωση τόσο σε επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, όσον και σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, η οποία αναιρέθηκε, καθίστανται άκυρες. (Ολ.Α.Π. 27/2007, Α.Π. 14/2021, Α.Π. 248/2020), αφού, με την αναίρεση απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, ως προς την οποία θα αποφανθεί πλέον το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτοβάθμια απόφαση είτε θα απορρίψει την έφεση και θα επικυρώσει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κατά τη νέα εκδίκαση της έφεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στη θέση που ήταν πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση και η έφεση επανεξετάζεται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, αφού κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ, και αφού παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις (Α.Π. 84/2017).

 

Κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 579 του Κ.Πολ.Δ., αν αποδεικνύεται προαποδεικτικά εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, εφόσον υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, ο Άρειος Πάγος διατάσσει, με την αναιρετική απόφασή του, επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, ευχέρεια, η οποία παρασχέθηκε από το νομοθέτη προς αποφυγή νέων δικαστικών αγώνων για την αποκατάσταση της πριν από την αναίρεση κατάστασης. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβάλλεται αποκλειστικά και μόνον από τον αναιρεσείοντα, όχι δε από τον αναιρεσίβλητο ή τον προσθέτως παρεμβαίνοντα και να είναι σαφής και ορισμένη, εξετάζεται δε μόνον αν αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, εφόσον με την αίτηση ζητείται η επιστροφή χρημάτων, πρέπει να αναγράφεται σ' αυτήν το ακριβές ποσό που καταβλήθηκε από τον αιτούντα και του οποίου ζητείται η απόδοση, άλλως, απορρίπτεται ως αόριστη. Σε περίπτωση δε που η αίτηση επαναφοράς δεν υποβληθεί στον Άρειο Πάγο, μπορεί, κατ' άρθρο 581 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., ο νικήσας στην αναίρεση διάδικος να υποβάλει την αίτηση αυτή στο εφετείο, στο οποίο παραπέμφθηκε μετ' αναίρεση η υπόθεση.

 

Κατά τη διάταξη του αριθμού 1 εδαφ. α' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή, το δικαστήριο προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του είτε εφαρμόστηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόστηκε εσφαλμένα, ελέγχονται, δηλαδή, τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων. Ελέγχονται, επίσης, τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον προέβη στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης (Ολ.Α.Π. 27 και 28/1998, Α.Π. 192/2019), αποκλειστικώς και μόνο βάσει των πραγματικών παραδοχών της απόφασης (Ολ.Α.Π. 20/2005), ιδρύεται δε ο λόγος, αν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε ή εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν εφαρμόστηκε εσφαλμένα (Α.Π. 39/2021, Α.Π. 37/2021, Α.Π. 1373/2017). Από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο διέλαβε τα εξής: "Ο Σ. Ν. του Γ., θείος των εναγόντων..., διατηρούσε στη Γενική Τράπεζα-κατάστημα ...- από τις 31-8-2000 ατομικό λογαριασμό... Από τον πιο πάνω ατομικό λογαριασμό αναλάμβανε χρήματα και πραγματοποιούσε επενδύσεις σε άυλους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου με δικαίωμα επαναγοράς (repos). Στις 2-9-2003, ο Σ. Ν. έδωσε εντολή στην εναγομένη να μετατρέψει, όπως και μετέτρεψε, τον παραπάνω ατομικό λογαριασμό σε κοινό, με συνδικαιούχους τους ανεψιούς του-ενάγοντες. Στις 24-11-2003, ο καταθέτης του κοινού λογαριασμού Σ. Ν. κατήρτισε με την εναγόμενη τράπεζα τη με αριθμό ... σύμβαση εντολής πώλησης/επαναγοράς άυλων τίτλων (repos) ποσού 928.435 ευρώ, ποσό που ανέλαβε από τον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό. Η λήξη της επένδυσης ορίστηκε στις 24-1-2004. Με την ίδια σύμβαση, κατόπιν εντολής του καταθέτη Σ. Ν., εξουσιοδοτήθηκε η εναγόμενη τράπεζα να πιστώσει τον πιο πάνω κοινό λογαριασμό με το ποσό επαναγοράς των τίτλων που συμφωνήθηκε στο ποσό των 931.759,26 ευρώ, κατά τη λήξη της επένδυσης, δηλαδή στις 24-1-2004. Από το έγγραφο της επίδικης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή διέπεται από τις διατάξεις του ν. 5638/1932... Ακόμη ορίστηκε ότι σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε από τους επενδυτές - δικαιούχους η επένδυση και ο λογαριασμός περιέρχεται αυτοδίκαια στους επιζώντες μέχρι του τελευταίου. Ο καταθέτης Σ. Ν. απεβίωσε πριν από το χρόνο επαναγοράς των άυλων τίτλων, στις 12-1-2004. Η εναγομένη, στις 26-1-2004, χρόνο λήξης της επένδυσης, πίστωσε αρχικά τον κοινό λογαριασμό με το ποσό επαναγοράς των τίτλων ύψους 931.759,26 ευρώ, με δεδομένο ότι τέτοια εντολή είχε λάβει από τον καταθέτη-επενδυτή και επίσης με βάση το σχετικό όρο που είχε περιληφθεί στη σχετική σύμβαση, ότι σε περίπτωση θανάτου οποιουδήποτε από τους επενδυτές-δικαιούχους η επένδυση και ο λογαριασμός περιέρχεται αυτοδίκαια στους επιζώντες μέχρι του τελευταίου. Στη συνέχεια όμως, την ίδια ημέρα, ανέλαβε το ποσό από τον κοινό λογαριασμό και το δέσμευσε τηρώντας το έντοκο σε άλλο προσωρινό λογαριασμό και αρνείται να το αποδώσει στους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, ισχυριζόμενη ότι το ποσό αυτό ανήκει στην κληρονομιαία περιουσία του αποβιώσαντος, καθόσον η σύζυγος του θανόντος Β. Ν.... είχε γνωστοποιήσει σ' αυτήν (εναγομένη) το θάνατο αυτού. Η άρνηση της εναγόμενης τράπεζας να αποδώσει στους ενάγοντες το ποσό της επένδυσης των 931.759,26 ευρώ συνιστά μη νόμιμη αλλά και αντισυμβατική ενέργεια αυτής διότι: Με την εντολή και πληρεξουσιότητα που ο καταθέτης-επενδυτής Σ. Ν. παρείχε στην εναγομένη με τη... σύμβαση πώλησης/επαναγοράς άυλων τίτλων... και πίστωση του... κοινού λογαριασμού, στον οποίο είναι συνδικαιούχοι οι ενάγοντες, με το ποσό των 931.759,26 ευρώ, κατά τον πιο πάνω χρόνο της λήξης της, συντελέστηκε ιδιόμορφη γνήσια σύμβαση υπέρ αυτών ως τρίτων, στην οποία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ν. 5638/1932, αυτές της εις ολόκληρον ενοχής (άρθρο 489 ΑΚ) και της σύμβασης υπέρ τρίτου (άρθρο 411 ΑΚ).

Συνεπώς, όφειλε η εναγομένη, σύμφωνα με την πιο πάνω σύμβαση, μετά τη λήξη της επένδυσης στις 26-1-2004, να αποδώσει το προϊόν της επένδυσης των 931.759,26 ευρώ στους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, οι οποίοι είχαν ευθεία αξίωση για την απόδοσή του... ακόμη και στην περίπτωση θανάτου του καταθέτη-θείου τους, ως μοναδικοί επιζώντες συνδικαιούχοι του λογαριασμού. Εξάλλου, η εντολή αυτή από τη φύση της δεν λύθηκε με το θάνατο του επενδυτή, χωρίς μάλιστα οι κληρονόμοι του να έχουν δικαίωμα να ανακαλέσουν αυτήν, καθόσον αυτή αφορούσε και το συμφέρον τρίτων (εναγόντων) και είχε δοθεί ανέκκλητα, όπως συνάγεται από την επίδικη σύμβαση πώλησης/επαναγοράς άυλων τίτλων, στην οποία δεν υπήρχε όρος ότι ο επενδυτής θα μπορούσε, πριν τη λήξη της επένδυσης, να αναλάβει το χρηματικό ποσό που είχε επενδύσει, ενώ και η εντολοδόχος τράπεζα είχε την υποχρέωση να εκτελέσει την εντολή και να προβεί σε επαναγορά των τίτλων στον ήδη προκαθορισμένο χρόνο (στις 26-1-2004), με ταυτόχρονη πίστωση του κοινού λογαριασμού με το προϊόν της επένδυσης... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα-καθ' ης η κυρία παρέμβαση τράπεζα μετά την έκδοση της με αριθμό 5233/2007 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε η υποχρέωση αυτής να καταβάλει το ποσό των 931.759,26 ευρώ στους κυρίως παρεμβαίνοντες-νόμιμους κληρονόμους του θανόντος Σ. Ν., κατά την κληρονομική μερίδα καθενός, κατέβαλε σ' αυτούς το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα κατάθεσης αυτού στο δεσμευμένο λογαριασμό, στον οποίο το κατέθεσε, σύμφωνα με τη με αριθμό 7234/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία διέταξε την προσωρινή δέσμευση του πιο πάνω λογαριασμού και απαγόρευσε κάθε ανάληψη και απόδοση οποιουδήποτε χρηματικού ποσού σε οποιονδήποτε τρίτο, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αγωγής που θα ασκούσαν οι αιτούντες και ήδη ενάγοντες. Η εκκαλούσα με τον πρόσθετο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι με την καταβολή του πιο πάνω ποσού στους κληρονόμους του θανόντος, η οποία έγινε καλόπιστα, σε συμμόρφωση του διατακτικού της πιο πάνω τελεσίδικης απόφασης, αποσβέστηκε η υποχρέωσή της για απόδοση του ποσού στους δικαιούχους, καθόσον η καταβολή αυτή έγινε σ' αυτούς που 'επέτρεψε' το Δικαστήριο, οι οποίοι και δέχθηκαν την καταβολή. Όμως, η εκκαλούσα-καθ' ης η κύρια παρέμβαση τράπεζα κατέβαλε το επίδικο ποσό στους κυρίως παρεμβαίνοντες, μετά την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης, χωρίς να έχουν προβεί οι τελευταίοι στην έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της και ενόσω, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν πολύ πιθανή η άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης που αναφέρεται πιο πάνω, ενόψει του ιδιαίτερα μεγάλου αντικειμένου της δίκης για ιδιωτική διαφορά καθώς και της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων από το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Το ενδεχόμενο άσκηση αναίρεσης όφειλε να το προβλέψει η εκκαλούσα και ενόψει της κατάστασης αυτής, οι νομικοί της παραστάτες όφειλαν να πληροφορηθούν την πρόθεση των πληρεξουσίων των αντιδίκων τους εναγόντων για το ενδεχόμενο άσκησης αναίρεσης και μόνο σε αρνητική απάντηση αυτών να καταβάλουν το επίδικο ποσό στους κυρίως παρεμβαίνοντες, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι επρόκειτο για μη εκτελεστή απόφαση, διαφορετικά, όφειλαν να αναμένουν την απόφαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Συνεπώς, η ενέργεια της εκκαλούσας να καταβάλει στους κυρίως παρεμβαίνοντες χωρίς να υποχρεούται από καταψηφιστική δικαστική απόφαση, η οποία άλλωστε στη συνέχεια ανατράπηκε με την ευδοκίμηση της αναίρεσης, που άσκησαν οι ενάγοντες, οφείλεται σε αμέλειά της, δεν έγινε δηλαδή ανυπαίτια και καλόπιστα, έτσι ώστε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην τελευταία νομική σκέψη, κατ' εφαρμογή των κανόνων των άρθρων 281 και 288 Κ.Πολ.Δ., να θεωρηθεί η καταβολή που έγινε σε φαινόμενο δανειστή λειτούργησε αποσβεστικά ως προς την υποχρέωσή της για καταβολή στους κυρίως παρεμβαίνοντες, οι οποίοι ήταν μη νομιμοποιούμενοι τρίτοι, δεν ελευθερώθηκε από την υποχρέωσή της να καταβάλει στους πραγματικούς δικαιούχους, τους ενάγοντες...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή κατ' ουσία η αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Καθόσον αφορά στην έφεση, που είχε ασκήσει η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, ορθώς έκρινε, δεσμευόμενο από το επιλυθέν με την ως άνω αναιρετική απόφαση νομικό ζήτημα. Περαιτέρω, καθόσον αφορά στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την εκκαλούσα με τον πρόσθετο λόγο της έφεσής της και συγκεκριμένα ότι η εκούσια συμμόρφωσή της με το διατακτικό της τελεσίδικης 5233/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ήδη αναιρεθείσας επέφερε την απόσβεση της ενοχικής υποχρέωσής της, διώκοντας, εντεύθεν, την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης, επί τω τέλει όπως απορριφθεί η αγωγή των αναιρεσιβλήτων, προκειμένου αυτοί να στραφούν κατά των κυρίως παρεμβάντων και να διεκδικήσουν τα καταβληθέντα, άλλως να εξαρτηθεί η τυχόν καταδίκη της από την προηγούμενη απόδοση των ήδη καταβληθέντων, άλλως να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, είναι αβάσιμοι. Και τούτο διότι, με την εν όλω αναίρεσή της, η ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση (5233/2007) ακυρώθηκε και οι διάδικοι επανήλθαν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια, εντεύθεν, την ανατροπή του εξ αυτής δεδικασμένου. Ως εκ τούτου, η καταβολή των δι' αυτής (ανατραπείσας απόφασης) αναγνωρισθέντων ως οφειλομένων από την ήδη αναιρεσείουσα, η οποία συμμορφώθηκε εκουσίως με το διατακτικό της, θεωρείται ως εντελώς άκυρη, μη παράγουσα, πλέον, υπέρ αυτής έννομες συνέπειες, διατηρούσα τη δυνατότητα να αναζητήσει τα αδικαιολογήτως υπ' αυτής καταβληθέντα. Περαιτέρω, το επικουρικώς υποβληθέν αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι προεχόντως απαράδεκτο, κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι υποβλήθηκε από την ηττηθείσα αναιρεσίβλητη-εκκαλούσα. Ενόψει των ανωτέρω, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε μεν εσφαλμένη αιτιολογία και συγκεκριμένα ότι η εκκαλούσα-ασκούσα τον πρόσθετο λόγο και ήδη αναιρεσείουσα προέβη στην ως άνω καταβολή, ενεργώντας από αμέλεια, αφού δεν ανέμενε την έκδοση διαταγή πληρωμής εκ μέρους των κυρίως παρεμβάντων ούτε την άσκηση αίτησης αναίρεσης εκ μέρους των εναγόντων (ήδη αναιρεσιβλήτων), η οποία παρίστατο σφόδρα πιθανή, λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου αντικειμένου της δίκης και της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων από το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς, εν τέλει, έκρινε ότι η εκούσια συμμόρφωση της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας στην ανωτέρω αναγνωριστική απόφαση δεν επέφερε την απόσβεση της οφειλής της και, εντεύθεν, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση και τον πρόσθετο λόγο αυτής. Πρέπει, συνεπώς, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του πρώτου εδαφίου του άρθρου 578 του Κ.Πολ.Δ., ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ως προς αμφότερα τα σκέλη τούτου, με τον οποίο προσάπτονται ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 416, 417, 914 και 281 του Α.Κ. (άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί αυθαίρετης παραδοχής της αναιρεσιβαλλομένης ότι η ενέργειά της να καταβάλει στους κυρίως παρεμβάντες τα ως άνω ποσά οφείλεται σε αμέλειά της, εκτός του ότι είναι παντελώς αόριστες και δεν ιδρύουν την επικαλούμενη από τον αριθμό 11β' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, τυγχάνουν αλυσιτελείς, αφού, ενόψει όσων προεκτίθενται, δεν μπορούν, ούτως ή άλλως, να επιφέρουν την έννομη συνέπεια που επιδιώκουν, δεν επιδρούν, δηλαδή, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Πρέπει, συνακόλουθα, να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ως απαράδεκτος.

 

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί και ως προς τους πρώτο και δεύτερο των αναιρεσιβλήτων, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας της αναιρεσείουσας (άρθρο 495 παρ. 3 Β εδαφ. δ του Κ.Πολ.Δ.). και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά έξοδα των πρώτου και δεύτερου των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του νόμιμου και βάσιμου αιτήματός τους (άρθρ. 176, 180 παρ.1, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν ορίζονται ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ώστε να υποβάλουν σχετικό αίτημα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13-1-2020 (./13-1-2020) αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε." για αναίρεση της 4177/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των πρώτου και δεύτερου των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει, συνολικά και για τους δύο, στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Δεκεμβρίου 2021.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2022.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ