ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 354/2022

 

Προστασία καταναλωτή - Ευθύνη τράπεζας - Αδικοπρακτική ευθύνη - Ευθύνη εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - Ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας -.

 

Ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας. Οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων ομολογιακού δανείου αποδίδει μια ψευδή εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Προστασία καταναλωτή. Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες. Ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας στις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Προστασία των αποδεκτών επενδυτικών υπηρεσιών. Ευθύνη τράπεζας από πράξεις ή παραλείψεις των προστηθέντων της. Απόρριψη ένστασης περί συντρέχοντος πταίσματος. Απόρριψη έντασης συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους

 

 

Αριθμός 354/2022

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2 Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεώργιο Αυγέρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Των αναιρεσειόντων: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», ως καθολικής διαδόχου με απορρόφηση της «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΕΠΕΥ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανέλλια, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Μ. του Ν., 2) Η. Κ. του Ι., αμφότερων κατοίκων ... Αττικής. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τίγκα .

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28.03.2017 των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5058/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 3207/2020 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 16.07.2020 αίτησή τους.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική του δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

[I] Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της 3207/2020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε κατ` ουσία την από 14.02.2019 έφεση των αναιρεσειουσών κατά της 5058/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχτηκε εν μέρει την από 28.3.2017 αγωγή των αναιρεσίβλητων, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

 

[II] Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ` εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 459/2021, ΑΠ 536/2019). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 719/2012). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ.

Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019).

 

Περαιτέρω, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1.11.2007, με το άρθρο 85 του ν.3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα:

Πρώτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς».

[...]

Τρίτη αρχή: «Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές».

Τέταρτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς».

[...]

Έβδομη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς».

Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση.

 

Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν.3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MΙFΙD, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα «perpetual bonds», δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή», ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας» ομόλογα συνιστούν ομολογίες οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση (επιστροφή) του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο.

 

Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους (ΑΠ 536/2019).

 

Ακολούθως, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή»- και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή»- και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν, όμως- με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του "προμηθευτή", συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).

 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται: «αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών». Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998).

 

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 40/2020, ΑΠ 1075/2019, ΑΠ 708/2017).

 

[ΙΙΙ] Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

« […] Οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες (αναιρεσίβλητοι), εκ των οποίων η πρώτη είναι μηχανολόγος – μηχανικός και ο δεύτερος αρχιτέκτων – μηχανικός, είναι σύζυγοι και από το έτος 1989 συνεργάζονταν με την πρώτη εκκαλούσα – εναγόμενη τραπεζική εταιρία, (πρώτη αναιρεσείουσα) καθόσον σ' αυτή αποταμίευαν τα χρήματα, που κέρδιζαν από την εργασία τους, επιλέγοντας την τοποθέτηση αυτών, πλην των καταθετικών, και σε προθεσμιακούς λογαριασμούς, έχοντας λόγω της πολυετούς συνεργασίας τους, αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος της πρώτης εκκαλούσας – εναγομένης, στη ... Αττικής. Οι εναγόμενες εταιρίες συναποτελούν το τμήμα ALFA PRIVATE BANK, το οποίο αποτελεί τον κύριο φορέα υπηρεσιών private banking της πρώτης εναγόμενης. Περί τα τέλη του έτους 2004, προστηθέντες της πρώτης εναγομένης- εκκαλούσας τράπεζας καθώς και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία, «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΏΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», καθολική διάδοχος της οποίας, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, είναι η δεύτερη εναγομένη- εκκαλούσα, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία, «ΑΛΦΑ ΑSSΕΤ ΜΑΝΑGΕΜΕΝΤ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» (δεύτερη αναιρεσείουσα) προέτρεψαν τους ενάγοντες να μεταφερθούν στο πελατολόγιο του τμήματος Ιδιωτικής Τραπεζικής της πρώτης εναγόμενης, λόγω του μεγάλου ύψους των καταθέσεων τους, προκειμένου να τύχουν επωφελέστερης τοποθέτησης των χρημάτων τους από αυτή της τήρησης προθεσμιακών καταθέσεων. Πεισθέντες από τις παραστάσεις των υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, οι ενάγοντες πράγματι αποφάσισαν την ένταξή τους στη μονάδα της ιδιωτικής τραπεζικής της πρώτης εναγομένης, η οποία ως συνάγεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας, είχε και έχει ως σκοπό την, μέσω εξειδικευμένων υπαλλήλων, παροχή συμβουλών επωφελούς, κυρίως, επενδυτικής διαχείρισης μεγάλης περιουσίας. Για την υλοποίηση της συγκεκριμένης απόφασής τους, οι ενάγοντες, την 03η.11.2004, κατήρτισαν με την πρώτη εναγόμενη και την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», η οποία, όπως προαναφέρθηκε, συγχωνεύθηκε με απορρόφηση με την δεύτερη εναγόμενη, την υπ’ αριθμόν .../3-11-2004 «Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Συμβουλών» αορίστου χρόνου, η οποία αποτελεί ενιαίο σύνολο με το Παράρτημα Α αυτής, που ήταν ένα ερωτηματολόγιο για το επενδυτικό προφίλ του πελάτη, το Παράρτημα Β, που όριζε την αμοιβή, που καταβάλλει ο επενδυτής, ανάλογα με την κατηγορία της επένδυσης, το Παράρτημα Γ, όπου αναφέρονταν οι επενδυτικοί κίνδυνοι, που αναλάμβανε ο επενδυτής, το Παράρτημα Δ, που μνημόνευε τους πρόσθετους παράγοντες αξιολογήσεως επενδύσεων σε αγορές του εξωτερικού, το Παράρτημα Ε, που ανέφερε τις παραδοχές αποτίμησης, τα έγγραφα με τίτλο «Στοιχεία Επενδυτή» και μία ανέκκλητη εντολή- εξουσιοδότηση των εναγόντων προς τις εναγόμενες εταιρίες.

Επί τη βάσει της σύμβασης αυτής, οι εναγόμενες εταιρίες ανέλαβαν, επ’ αμοιβή δια της επιμέτρησης προμηθειών, την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου των εναγόντων, σύμφωνα με τις εντολές, που θα λάμβαναν από αυτούς επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων, που προβλέπονταν στο Ν. 2396/1996, όπως επίσης και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών μετά από εντολή των εναγόντων, ενώ οι συναλλαγές επί παραγώγων θα διενεργούνταν μόνο εφόσον οι ενάγοντες είχαν υπογράψει ειδική προς τούτο σύμβαση (άρθρ. 2 της σύμβασης). Στο εν λόγω συμβατικό κείμενο γινόταν ρητή μνεία περί αποκλεισμού της ευθύνης των εναγομένων εταιριών για κάθε ζημία που τυχόν θα υποστούν οι ενάγοντες λόγω των διακυμάνσεων στην επενδυτική αγορά, ενώ οι ενάγοντες δήλωναν ρητά ότι, οποιαδήποτε εντολή τους δινόταν προς αυτές ήταν απόρροια της ελεύθερης επιλογής τους, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των αντισυμβαλλομένων εταιριών (άρθρο 8 της σύμβασης). Στο πλαίσιο λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης και κατόπιν παροτρύνσεων από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ανωτέρω διεύθυνσης και συγκεκριμένα από την Μ. Τ. (3η εναγόμενη και μη διάδικο στην παρούσα δίκη), την 10η.11.2004, οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά ενός ομολόγου της εταιρίας «Piraeus Group Capital Ltd», θυγατρικής της τράπεζας Πειραιώς, η οποία ήταν και η εγγυήτρια του τίτλου, ονομαστικής αξίας 200.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 27.10.2004 και ποσό διακανονισμού 201.464,06 ευρώ. Η απόδοση του ομολόγου αυτού ήταν ιδιαίτερα ελκυστική, πλην όμως, το ομόλογο αυτό ανήκε στην κατηγορία των perpetual bonds, δηλαδή στα «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», τα οποία, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρία ή ένα κράτος και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη, κατά την απόκτηση των αξιογράφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Έτσι, ο κομιστής ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση- επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας, μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε, ενώ ο τελευταίος αντιθέτως διατηρεί το δικαίωμα μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση.

 

Συνεπώς, είναι προφανές ότι το επίδικο ομόλογο ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας, αφενός, ήταν υψηλού ρίσκου, αφετέρου, δεν ήταν απλό στη σύλληψη και στη λειτουργία επενδυτικό προϊόν, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες εναγόμενες να υπείχαν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του κάθε υποψήφιου επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου αποδίδει μία ψευδή εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο έμπειρο επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους.

 

Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, που ήδη αναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι την 18η.02.2005, οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά ενός ομολόγου με εκδότρια την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «Alpha Group Jersey Ltd», με εγγυήτρια την πρώτη εναγόμενη, ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης, 18.02.2005 και ποσό διακανονισμού 100.000 ευρώ. Στον τίτλο του ομολόγου περιεχόταν οι συντμήσεις αγγλικών όρων perp (perpetual διηνεκές), call (που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση την έννοια ανάκληση, αν και ο όρος χρησιμοποιείται με πλείστες σημασίες). Το εν λόγω προϊόν, όμως, δεν αποτελούσε κοινό ομόλογο, αλλά ομοίως τίτλο υβριδικού κεφαλαίου, τίτλο δηλαδή, που παρουσιάζει ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με κανένα από τα δύο. Το προϊόν αυτό δεν είχε ημερομηνία λήξεως, αποτελούσε δηλαδή κι αυτό ομόλογο «ατελεύτητης διάρκειας», «διηνεκές» ή «αιώνιο» ή «αόριστης διάρκειας» («perpetual»), υπό την έννοια ότι ο κομιστής αυτού δεν δικαιούνταν σε παράδοση – επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς το σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας, μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε, ο εκδότης, όμως, διατηρούσε το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως μετά την παρέλευση ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, που οριζόταν κατά την έκδοση. Στην περίπτωση αυτή και μόνο, αν δηλαδή ο εκδότης αποφάσιζε την πρόωρη ανάκληση του ομολόγου κατ' ελεύθερη αυτού βούληση (ανάκληση που θα μπορούσε να μη γίνει και ποτέ), η πρώτη εναγομένη παρείχε εγγύηση επιστροφής του επενδυμένου κεφαλαίου στο σύνολό του. Η εγγύηση δηλαδή της πρώτης εναγομένης κάλυπτε μόνο την περίπτωση της πρόωρης ανάκλησης, όχι όμως την περίπτωση πτωχεύσεως του εκδότη ή εν γένει μείωσης της πιστοληπτικής του ικανότητας. Στην περίπτωση αυτή, οι κάτοχοι υβριδικών κεφαλαίων κατατάσσονται πριν από τους μετόχους αλλά μετά από όλους τους άλλους πιστωτές σε περίπτωση εκκαθάρισης, οι κοινοί δηλαδή ομολογιούχοι έχουν προτεραιότητα έναντι των κατόχων υβριδικών κεφαλαίων, όσο αφορά την αναγνώριση της απαίτησής τους. Αυτό είναι το νόημα της «μειωμένης εξασφάλισης». Ο επενδυτής μπορούσε βέβαια να πωλήσει το ομόλογο στη δευτερογενή αγορά οποτεδήποτε επιθυμούσε, εφόσον υπήρχε αγοραστικό ενδιαφέρον, στην χρηματιστηριακή του όμως τιμή και όχι στην ονομαστική του αξία. Ο εκδότης του τίτλου υποχρεούνταν στην καταβολή (συνήθως) ετησίων τοκομεριδίων σε υψηλό επίπεδο, υπερβαίνον τα τραπεζικά επιτόκια, είχε όμως το δικαίωμα να μην πληρώσει ένα τοκομερίδιο, εφόσον τη συγκεκριμένη χρονιά δεν κατέβαλε μέρισμα στους μετόχους ή οι εποπτικές αρχές τους το απαγορεύσουν, εάν τα εποπτικά κεφάλαια έχουν κατέλθει σε χαμηλό επίπεδο. Η μη πληρωμή τοκομεριδίου δε συσσωρεύει υποχρέωση για καταβολή του σε μεταγενέστερο χρόνο («Non- cumulative»). Είναι, συνεπώς, προφανές ότι και το, εν λόγω, ομόλογο «ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας» (perpetual bond), δεν ήταν απλό στη σύλληψη και τη λειτουργία του επενδυτικό προϊόν και επομένως οι εναγόμενες υπείχαν και ως προς αυτό ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημερώσεως των εναγόντων – επενδυτών.

 

Περαιτέρω, την 11η.05.2007, οι ενάγοντες προέβησαν στην αγορά του ομολόγου έκδοσης της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «Aspis Finance Plc», λήξης την 10η.02.2015, ονομαστικής αξίας 392.000 ευρώ και ποσό διακανονισμού 398.017,12 ευρώ. Αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης των επίδικων τίτλων, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, που ήδη αναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ότι την 16η.11.2004 ιδρύθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ASPIS FINANCE PLC», με έδρα τη διεύθυνση Beaufort House 15 St Botolph Street, London, EC3A 7N. Το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιό της ανερχόταν σε 50.000 λίρες διαιρούμενο σε 50.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 1,00 λίρας εκάστης, εκ των οποίων τις 49.999 μετοχές κατείχε η ελληνική τράπεζα «ΑSPIS BANK» και μία μετοχή κατείχε η Aspis Insurance Brokerage SA. Κατά δε την ημερομηνία έκδοσης του Εντύπου Προσφοράς, το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ήταν μηδενικό. Η έκδοση του ομολογιακού δανείου πραγματοποιήθηκε δυνάμει της από 7/2/2005 απόφασης του Δ.Σ της εταιρείας και ειδικότερα, εκδόθηκαν ομολογίες συνολικής ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ, λήξεως το έτος 2015, σε τίτλους των 1.000, 10.000 και 100.000 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο (διατραπεζικό επιτόκιο τρίμηνης προθεσμίας πλέον περιθωρίου 1,35% ετησίως έως την 10η Φεβρουάριου 2010 και 2,65% ετησίως μετέπειτα και έως την λήξη των τίτλων). Ο τόκος ορίστηκε πληρωτέος την 10η ημέρα των μηνών Μαΐου, Αυγούστου, Νοεμβρίου και Φεβρουάριου εκάστου έτους και η πρώτη πληρωμή έλαβε χώρα την 10η/5/2005. Προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης. Η διαβάθμιση από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης FITCH ήταν ΒΒ, που σύμφωνα με τον ίδιο Οίκο Αξιολόγησης καταδεικνύει μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Ακόμα, αποδείχθηκε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, το, εν λόγω, ομόλογο είχε καθοδική πορεία και υπήρξε υποβάθμισή του από ΒΒ, κατά την έκδοσή του, σε Β, στις 03.11.2008, σε CCC+, στις 29/7/2009, σε CCC, στις 03.11.2009 και σε C, στις 22.12.2011, οπότε και αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, οι ενάγοντες ελάμβαναν μηνιαίως από τις εναγόμενες εταιρίες, τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμησή της, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του τηρουμένου επενδυτικού λογαριασμού και οι τόκοι.

Ακολούθως, η πρώτη εναγόμενη, με την από 28.12.2011 επιστολή της προς τους ενάγοντες, ενημέρωσε αυτούς, ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/17-12-2011 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου «Τ- ΒΑΝΚ ΑΤΕ» (πρώην «ΑSΡΙS ΒΑΝΚ ΑΕ»), η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεών τους από το ανωτέρω ομόλογο θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της, εν λόγω, εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους μέχρι 10/2/2012. Επίσης, με βάση τη με αριθμ. 26/17-12-2011 (ΦΕΚ Β 2856/17-12-2011) απόφαση της ίδιας επιτροπής, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της, ως άνω, εγγυήτριας του ομολόγου τράπεζας, μεταβιβάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΉΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ», το οποίο κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ-ΒΑΝΚ ΑΤΕ». Στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονταν οι υποχρεώσεις μειωμένης διασφάλισης, αφού οι δανειστές μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης, μετά την ικανοποίηση των ενέγγυων πιστωτών. Σύμφωνα με την από 11.10.2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας, οι πιστωτές μειωμένης διασφάλισης έπονται στη σειρά ικανοποίησης από όλους τους πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης για τους σκοπούς της εκκαθάρισης. Στην ανωτέρω έγγραφη δήλωση γίνεται ρητή αναφορά ότι αναμένεται ότι οι πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης θα ικανοποιηθούν πλήρως, σε αντίθεση με τους μειωμένης διασφάλισης. Η ίδια η εκδότρια τράπεζα, δια των εκκαθαριστών της, δηλώνει ότι, λόγω της θέσης σε εκκαθάριση τόσο αυτής, όσο και της εγγυήτριας του τίτλου, η ικανοποίηση των κατόχων των ομολόγων έχει καταστεί περιορισμένη, αν όχι αδύνατη. Ενόψει του γεγονότος ότι, βάσει της υπ’ αριθμ. 26/1/17-12-2011 απόφασης, άρθρο 2, στοιχ.Β', στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ΑSΡΙS ΒΑΝΚ από το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, εκδόσεως της «Aspis Finance Plc» για κεφάλαιο ύψους 50 εκατ. ευρώ, αλλά και του ότι, από την από 11/10/2012 δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας αυτής εταιρίας, προκύπτει το απίθανο της εξόφλησης των μειωμένης εξασφάλισης πιστωτών, που έπονται στην τάξη όλων των πιστωτών μη μειωμένης εξασφάλισης, πλήρως καταδεικνύεται ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του ενδίκου ομολόγου εταιρίας, δεν υφίσταται, διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του κεφαλαίου, που έχει επενδυθεί εκ μέρους των εναγόντων και της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του, εν λόγω, ομολόγου, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, ίση με το, ως άνω, χρηματικό ποσό, που διέθεσαν για την αγορά του, η οποία έχει συντελεστεί και άρα, είναι παρούσα. Εξάλλου, την ίδια καταστροφική πορεία είχαν και τα επίδικα ομόλογα «Piraeus Group Capital Ltd» και «Alpha Group Jersey Ltd», για το λόγο δε αυτό, οι ενάγοντες, την 11η.11.2015, αποδέχθηκαν την πρόταση της πρώτης εναγομένης περί ανταλλαγής του ομολόγου «Alpha Group Jersey Ltd», στο 50% της ονομαστικής του αξίας, ζημιούμενοι, συνεπώς, κατά το ποσό των 50.000 ευρώ και την 24η.11.2015, αποδέχθηκαν την πρόταση της τράπεζας Πειραιώς περί ανταλλαγής του ομολόγου «Alpha Group Jersey Ltd», (εννοεί «Piraeus Group Capital Ltd») ομοίως στο 50% της ονομαστικής του αξίας, ζημιούμενοι, συνεπώς, κατά το ποσό των 100.000 ευρώ, όπως δεν αμφισβητούν οι εκκαλούσες – εναγόμενες εταιρίες.

 

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, που σε καμία περίπτωση δεν ενδιαφέρονταν για μία ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζαν υψηλά κέρδη σε βραχύ χρονικό διάστημα, αντίθετα, ενδιαφέρονταν για ασφαλή επενδυτικά προϊόντα, τα οποία θα διασφάλιζαν, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου τους και μακροπρόθεσμα θα τους απέφεραν κέρδη από τους τόκους. Τούτο καθίσταται σαφές από τις προηγούμενες επενδυτικές επιλογές και εμπειρία τους, οι οποίες περιορίζονταν σε τοποθέτηση των αποταμιεύσεων από την εργασία τους κυρίως σε προθεσμιακούς λογαριασμούς της πρώτης εναγομένης, όπως εξάλλου και οι ίδιες οι εναγόμενες εταιρίες αναφέρουν στις προτάσεις τους, καθώς και σε κάποιες μετοχές. Περαιτέρω, οι ενάγοντες, δεν διέθεταν οποιοσδήποτε μορφής ειδικότερη εκπαίδευση ή εμπειρία, η οποία θα τους επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων τους, περαιτέρω δε, λόγω της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να κατανοήσουν, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών, που αφορούν τα πιο εξειδικευμένα επενδυτικά προϊόντα, τούτο δε τους καθιστούσε ανίκανους να ταξινομήσουν τα προϊόντα αυτά ανάλογα με τον κίνδυνο που μπορούσε να περικλείει η επιλογή τους. Προκειμένου να προβούν στην τελευταία (επιλογή), οι ενάγοντες είχαν ανάγκη την αποφασιστική συνδρομή των υπαλλήλων της διεύθυνσης private banking των εναγόμενων εταιριών, για το λόγο αυτό, άλλωστε, αυτοί παραπέμφθηκαν στην ανωτέρω διεύθυνση από το κατάστημα της πρώτης εναγόμενης, από το οποίο εξυπηρετούνταν μέχρι τότε.

 

Από τα ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι, την 03η.11.2004, μεταξύ των εναγόντων και των αντισυμβαλλόμενών τους εταιρειών, στην πραγματικότητα καταρτίστηκε, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών- συμβουλών, δεδομένου ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της διεύθυνσης private banking ήταν αυτοί που διαμόρφωσαν το περιεχόμενο της επιλογής των εναγόντων, δηλαδή της αγοράς των επίδικων ομολόγων. Υπό τους ανωτέρω όρους, το Δικαστήριο, το οποίο και μόνο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει το είδος μίας σχέσης με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που θα προσδώσουν σε αυτήν τα μέρη, πολύ δε περισσότερο στην περίπτωση που ο χαρακτηρισμός αυτής γίνεται από το κυρίαρχο μέρος της, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες εταιρίες, λαμβανομένης υπόψη και της έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας των εναγόντων, κρίνει ότι η σχέση που συνέδεε τους ενάγοντες με τις αντισυμβαλλόμενες εταιρείες δεν ήταν αυτή της εκτέλεσης απλώς από τις τελευταίες, των εντολών τους για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων κατόπιν απόφασης, στην οποία είχαν καταλήξει αποκλειστικά και μόνο οι ίδιοι, μετά από μία απλή ενημέρωση εκ μέρους των υπαλλήλων των εταιρειών για τα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα, απορριπτόμενου του αντίστοιχου ισχυρισμού των εναγομένων εταιριών ότι η σχέση που τους συνέδεε με τους ενάγοντες ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών τους, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξή τους στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασής τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, πριν προβούν στην αγορά των επίδικων ομολόγων, τα οποία τους πρότειναν οι προστηθέντες υπάλληλοι των εναγομένων και ειδικότερα η (μη διάδικος τρίτη εναγόμενη), Μ. Τ., η οποία δεν διέθετε την απαραίτητη πιστοποίηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την παροχή επενδυτικών συμβουλών του άρθρ. 4 του Ν. 2836/2000, ενώ πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας τύπου Β’ της χορηγήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, την 25η.06.2008, ήτοι μετά την αγορά από τους ενάγοντες των επίδικων ομολόγων δεν είχαν λάβει ακριβή και σαφή πληροφόρηση σχετικά με τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να κατανοήσουν τους κινδύνους, που η επιλογή τους περιέκλειε για το κεφάλαιό τους, δεδομένου, ότι από τους προστηθέντες υπαλλήλους των εναγόμενων εταιριών παρουσιάστηκε σε αυτούς μόνο το θετικό γεγονός της είσπραξης μεγαλύτερου τόκου από αυτόν που έδιναν εκείνη την εποχή οι προθεσμιακές καταθέσεις, με επισήμανση της έλλειψης κινδύνου, για το κεφάλαιο της επένδυσης.

 

Ειδικότερα, ως προς τα ομόλογα «Piraeus Group Capital Ltd» και «Alpha Group Jersey Ltd», οι εναγόμενες εταιρίες, διά της προστηθείσας υπαλλήλου τους, Μ. Τ., είχαν υποχρέωση να ενημερώσουν τους ενάγοντες με κατανοητό τρόπο ότι τα συγκεκριμένα ομόλογα είχαν τον πιο πάνω χαρακτήρα και ήταν υψηλού ρίσκου και κυρίως να τονίσουν ότι τα προϊόντα ήταν άληκτα και επομένως, ότι οι ενάγοντες δεν είχαν δικαίωμα να αναζητήσουν το κεφάλαιό τους, αν κάποια στιγμή το επιθυμούσαν ούτε ήταν εξασφαλισμένη η επιστροφή του κεφαλαίου τους, να επεξηγήσουν την έννοια της πρόωρης ανάκλησης του προϊόντος και τη σημασία της, πλην όμως, οι εναγόμενες δεν το έπραξαν. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, τα συγκεκριμένα ομόλογα δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, αλλά αντιθέτως προϊόντα υψηλού επενδυτικού ρίσκου. Ομοίως ως προς το ομόλογο «Aspis Finance Plc», θα πρέπει να επισημανθεί ότι, το συγκεκριμένο προϊόν δεν ήταν συμβατό με το επενδυτικό προφίλ των εναγόντων, δεδομένου ότι η πιστοληπτική διαβάθμισή του, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, για την οποία σε κάθε περίπτωση δεν είχαν ενημερωθεί οι ενάγοντες, ήταν ΒΒ, που σημαίνει ότι ενείχε στοιχεία κερδοσκοπίας, δηλαδή ότι περιλάμβανε την ανάληψη κινδύνου (ρίσκου), όχι όμως με την έννοια του περιστασιακού στοιχείου, που μπορεί να υφίσταται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα, όπως τούτο συμβαίνει και στην επένδυση, αλλά με την έννοια ότι ο κίνδυνος αυτός αποτελεί την ουσία της επιχειρούμενης πράξης και συνδυάζεται με την προσδοκία κέρδους από τις διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά, επί τη βάσει βραχυπρόθεσμων προβλέψεων. Τούτο, όμως, δεν περιλαμβανόταν στους στόχους των εναγόντων, δεδομένου, ότι το κεφάλαιό τους αποτελούνταν από τις αποταμιεύσεις από την εργασία τους, οι οποίες προορίζονταν για τη μελλοντική εξασφάλιση της οικογένειάς τους, γεγονός που ήταν γνωστό στους υπαλλήλους των εναγόμενων ενώ, περαιτέρω, οι ενάγοντες δεν είχαν ενημερωθεί ότι το κεφάλαιό τους θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώχευσης της εκδότριας ή της εγγυήτριας του ομολογιακού δανείου. Άλλωστε, ο λόγος που οι ενάγοντες εμπιστεύθηκαν τις εναγόμενες ήταν το γεγονός ότι ήταν γνώστες του χώρου των επενδύσεων και ανέμεναν ότι θα τους ενημέρωναν και θα τους προστάτευαν από τυχόν λανθασμένη επιλογή. Πληροφορίες για τις συγκεκριμένες επενδύσεις δεν θα μπορούσαν να έχουν οι ενάγοντες, αφού για τα συγκεκριμένα ομόλογα δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο ούτε είχε διαβιβαστεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες εάν είχαν λάβει από τους προστηθέντες υπαλλήλους των εναγόμενων εταιριών πλήρη και σαφή πληροφόρηση σχετικά με τα πλήρη χαρακτηριστικά των επίδικων ομολόγων, τα οποία για αυτούς ήταν άγνωστα προϊόντα, δεν θα είχαν προβεί, στην επιλογή τους αυτή. Η ανωτέρω περιγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων συνιστά αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, ορθής παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των εναγόντων πελατών τους, αναφορικά κυρίως με την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, το οποίο κατόπιν προτροπών των προστηθέντων υπαλλήλων τους, επέλεξαν να τοποθετήσουν σε επενδυτικά προϊόντα με εντελώς διαφορετική συμπεριφορά από αυτό της προθεσμιακής κατάθεσης, και, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τον Ν. 2396/1996, συνιστά υπαίτια εκ μέρους των εναγομένων πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από τη συναφθείσα, μεταξύ αυτών και των εναγόντων, σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, όπως ειδικότερα αναλύθηκε ανωτέρω. Παράλληλα, η προπεριγραφομένη συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων των εναγομένων, οι οποίοι εξυπηρέτησαν τους ενάγοντες, συνιστά ταυτόχρονα και παράβαση του τότε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως οι αρχές αυτού αναλύθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες (αρχές), δημιουργούνται ζητήματα ευθύνης της εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών καθώς και των πιστωτικών ιδρυμάτων, που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, ενδεικτικά, εάν δεν εφιστούν εγγράφως αλλά και προφορικά την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για ένα προϊόν πιο περίπλοκο ή πιο επικίνδυνο από αυτά που μέχρι τότε επέλεγε, εάν δεν πραγματοποιούν, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων τους, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, εάν δεν ενημερώνουν τον επενδυτή, κατά τρόπο απολύτως σαφή και ακριβή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων, το σύνολο δε των ανωτέρω, αφού ληφθούν υπόψη και αξιολογηθούν ορθά και προς το συμφέρον του επενδυτή η οικονομική του κατάσταση, οι στόχοι που επιδιώκει, η εμπειρία και οι γνώσεις του, δεδομένου ότι οι συμβουλές πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη και στο αντικείμενο της επένδυσης. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι σύμφωνα με το Κεφ. ΕΓ αριθμ. 4 περ. γ' της Πράξης Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος αρ. 2501/2002 (ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ΦΕΚ Α' 277) "Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν επίσης να παρέχουν ενημέρωση για τη νομική θέση και τα δικαιώματα των συναλλασσόμενων, ιδίως στην περίπτωση κατοχής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων τίτλων (πχ. συμφωνίες πώλησης με επαναγορά) και λοιπών αξιών των συναλλασσόμενων, είτε αυτή προκύπτει από τις καταθέσεις είτε από επενδυτικά ή σύνθετα προϊόντα", και επιπλέον από το γεγονός ότι η προστηθείσα υπάλληλος της διεύθυνσης «private banking» των εναγομένων εταιριών, Μ. Τ., τόσο κατά τον χρόνο κατάρτισης της ανωτέρω σύμβασης (03.11.2004) όσο και κατά τον χρόνο αγοράς των επίδικων ομολόγων, δεν διέθετε, όπως προαναφέρθηκε, τα απαιτούμενα προσόντα κατά το άρθρο 4 του ισχύοντος τότε Ν. 2836/2000 (ΦΕΚ Α' 168/24.07.2000)- (το τελευταίο άρθρο δε καταργήθηκε με το άρθρο 85 του Ν. 3606/2007-ΦΕΚ Α' 195/17.08.2007) και ισχύει πλέον από 01.11.2007 το άρθρο 14 αυτού)- σε συνδυασμό με τη με αριθμό 1/294/19.02.2004 Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ Β' 483/05.03.2004), αναφορικά με τα προσόντα για τους υπαλλήλους και τα στελέχη των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), ήτοι το σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας, που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αφορά πέραν από την παροχή επενδυτικών συμβουλών και πράξεις όπως η λήψη και διαβίβαση εντολών, η εκτέλεση εντολών και η διαχείριση χαρτοφυλακίου, το οποίο βέβαια η, εν λόγω, υπάλληλος απέκτησε πολύ αργότερα, το έτος 2008. Ακόμη, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, που ήδη αναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή, όπως αυτή αναλύθηκε στην νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, καθόσον δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, ο οποίος δεν διαθέτει καμία εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία επί των επενδυτικών προϊόντων και των συναλλαγών που αφορούν αυτά, δεν παρουσιάζει συστηματική ενασχόληση με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, μάλιστα δε πρέπει να διευκρινιστεί ότι μέχρι να έρθουν σε επαφή με τη διεύθυνση «private banking», οι ενάγοντες διέθεταν κυρίως καταθετικούς και προθεσμιακούς λογαριασμούς προς διασφάλιση των οικονομιών τους και κάποιες μετοχές. Ως εκ τούτου, τυγχάνουν της προβλεπόμενης στο Ν. 2251/1994 προστασίας ως το ασθενέστερο μέρος έναντι των παρεχουσών σε αυτούς επενδυτικών υπηρεσιών εναγομένων εταιριών. Εξάλλου, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός των τελευταίων ότι οι ενάγοντες ήταν έμπειροι επενδυτές, καθώς στο παρελθόν είχαν επενδύσει και σε άλλα ομόλογα. Πλην όμως, οι επενδυτικές κινήσεις, που επικαλούνται οι εναγόμενες εταιρίες πραγματοποιήθηκαν στο σύνολό τους μετά την αγορά των επίδικων ομολόγων, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι ενάγοντες, κατά τον χρόνο αγοράς αυτών, δεν είχαν επενδυτική εμπειρία πέραν αυτής που αναλύθηκε ανωτέρω. Παράλληλα, η ανωτέρω περιγραφόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων πληροί συγχρόνως και το πραγματικά της αστικής αδικοπραξίας του άρθρου 914 του ΑΚ, λόγω υπαίτιας παραβίασης των αρχών, που απορρέουν από τις διατάξεις των 281 και 288 του ΑΚ, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 και του ανωτέρω Κώδικα Δεοντολογίας, δεδομένου ότι η παραβίαση όσων προβλέπονται στον τελευταίο συνιστούν την απαιτούμενη, κατ' άρθρο 914 του ΑΚ, παρανομία. Ειδικότερα, οι προστηθέντες των εναγομένων εταιριών υπάλληλοι, λόγω έλλειψης της ιδιαίτερης προσοχής και της επιμέλειας, που μπορούσαν και έπρεπε να επιδείξουν, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τους ενάγοντες και ενεργούντες αντίθετα προς όσα ανέμεναν οι τελευταίοι από τη σχέση εμπιστοσύνης, που υπήρχε μεταξύ τους, τους προέτρεψαν να προβούν στην αγορά των ανωτέρω επενδυτικών προϊόντων, τα οποία ήταν εντελώς άγνωστα σε αυτούς (ενάγοντες) και, περαιτέρω, δεν ανταποκρινόταν στο επενδυτικό τους προφίλ, στους στόχους και στις προσδοκίες τους, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, ενώ δεν τους πληροφόρησαν για τους κινδύνους, που περιέκλειαν τα προϊόντα αυτά για το κεφάλαιό τους, την εξασφάλιση του οποίου επιδίωκαν οι ενάγοντες, γεγονός που είχαν καταστήσει σαφές στους υπαλλήλους, δεν εκτίμησαν ορθά τα συμφέροντα των εναγόντων και δεν τους παρείχαν διαφώτιση, ορθή, συμβουλευτική καθοδήγηση και προειδοποίηση αναφορικά με τους άγνωστους κινδύνους που αναλάμβαναν, τους οποίους αυτοί δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν και να αξιολογήσουν, και το ζημιογόνο αποτέλεσμα που θα μπορούσαν οι κίνδυνοι αυτοί να έχουν, ώστε αυτοί να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να διαμορφώσουν συνειδητά την απόφασή τους, για τη συγκεκριμένη επένδυση. Δυνάμει των ανωτέρω, οι εναγόμενες εταιρίες ευθύνονται αντικειμενικά για την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων από αυτές υπαλλήλων (άρθρο 922 του ΑΚ), δεδομένου ότι υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης τους και της υπηρεσίας, που τους είχε ανατεθεί από αυτές.

 

Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η παράνομη συμπεριφορά των εναγόμενων εταιριών, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τις πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων αυτών υπαλλήλων, συνδέεται αιτιωδώς προς την ζημία των εναγόντων, όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω, διότι η επένδυσή τους στα επίδικα ομόλογα επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς αυτούς της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής (επένδυσης) και να αποφασίσουν οι ίδιοι, κατόπιν συσχετισμού των πληροφοριών και των προσδοκιών και στόχων τους, εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Περαιτέρω, οι εναγόμενες, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, επαναφέρουν την πρωτοδίκως, επικουρικά, προβληθείσα ένστασή τους, περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων στην πρόκληση, άλλως, στην μη αποτροπή της ζημίας τους, λόγω της μη εκ μέρους τους ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου, παρά το γεγονός ότι από τη μηνιαία έγγραφη ενημέρωσή τους προέκυπτε η πτωτική πορεία αυτού. Η ένσταση, όμως αυτή, αν και νόμιμη (άρθρο 300 ΑΚ), πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε και προεκτέθηκε, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι δεν γνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, περιστατικό για το οποίο δεν τους ενημέρωσαν οι εναγόμενες- εκκαλούσες. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, οι προστηθέντες των τελευταίων, στους οποίους απευθύνθηκαν προς τους υπαλλήλους του private banking, με τους οποίους συνεργαζόταν, προκειμένου να προβάλουν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους, πλην όμως, αυτοί τους καθησύχασαν και τους απέτρεψαν από το να προβούν στην πώληση των επίδικων ομολόγων, ως εκ τούτου, ήταν εύλογο αυτοί να ακολουθήσουν τις συμβουλές των υπαλλήλων που εμπιστευόταν. Σε κάθε δε περίπτωση, η επικαλούμενη από τις εναγόμενες- εκκαλούσες επιλογή της ρευστοποίησης του ομολόγου, κατά το χρόνο που η αξία του ήταν μειωμένη, θα αποκαθιστούσε ενδεχομένως μικρό μέρος της ζημίας των εναγόντων-εφεσίβλητων, οι οποίοι δεν θα διατηρούσαν καμιά άλλη αξίωση αποζημίωσης από το ομόλογο [...]|».

 

[IV] Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση των αναιρεσειουσών κατά της πρωτόδικης 5058/2019 απόφασης, η οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή των αναιρεσίβλητων και υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες να καταβάλουν σε καθένα από αυτούς (αναιρεσίβλητους) το ποσό των 50.000 ευρώ, καθώς επίσης αναγνώρισε ότι οι αναιρεσείουσες υποχρεούνται να καταβάλουν σε καθένα από τους αναιρεσίβλητους το ποσό των 227.008,56 ευρώ. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 330, 281, 288, 297, 298 ΑΚ, 8 του ν. 2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον τα πιο πάνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνιστούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τη σύμβαση, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθένων υπαλλήλων των αναιρεσειουσών, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα στους αναιρεσιβλήτους ζημία, αφού ήταν ικανή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη βλάβη αυτή, την οποία και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να στοιχειοθετείται, με την εν λόγω συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων τους, αδικοπρακτική συμπεριφορά των αναιρεσειουσών και να δικαιολογείται, έτσι, η παραδοχή της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, α) μεταξύ των αναιρεσειουσών και των αναιρεσιβλήτων καταρτίστηκε "σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - συμβουλών", β) οι αναιρεσίβλητοι, μη υπερβαίνοντες το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, ενδιαφέρονταν για ασφαλή επενδυτικά προϊόντα και όχι για ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, δεν διέθεταν ειδικότερη εκπαίδευση, εμπειρία ή άλλες εξειδικευμένες γνώσεις, ώστε να μπορούν να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων τους και να κατανοήσουν και αξιολογήσουν το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών που αφορούν εξειδικευμένα επενδυτικά προϊόντα και, συνεπώς, οι αναιρεσείουσες, σύμφωνα με τις συναλλακτικές υποχρεώσεις, τις απορρέουσες από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, το άρθρο 8 ν.2251/1994 και τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, είχαν υποχρέωση διαφώτισης, παροχής ορθής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των αναιρεσιβλήτων, αναφορικά με τη φύση και λειτουργία των υποδειχθέντων σ' αυτούς επενδυτικών προϊόντων και τους συνεπαγόμενους από την αγορά των ομολόγων κινδύνους, έτσι ώστε να μπορέσουν οι αναιρεσίβλητοι να διαμορφώσουν συνειδητά την απόφασή τους για τη συγκεκριμένη επένδυση, γ) οι προστηθέντες υπάλληλοι των αναιρεσειουσών, παρ' όλα αυτά, λόγω έλλειψης της ιδιαίτερης προσοχής και επιμέλειας, που όφειλαν να επιδείξουν κατά την παροχή των επενδυτικών συμβουλών προς τους αναιρεσίβλητους, παρέβησαν την υποχρέωσή τους αυτή, δεν εκτίμησαν ορθά τα συμφέροντά των αναιρεσίβλητων και ενεργούντες αντίθετα προς όσα αυτοί ανέμεναν, από τη σχέση εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ τους, τους προέτρεψαν να προβούν στην αγορά των ανωτέρω επενδυτικών προϊόντων, τα οποία ήταν εντελώς άγνωστα σ' αυτούς και δεν ανταποκρινόταν στο επενδυτικό τους προφίλ, στους στόχους και στις προσδοκίες τους, χωρίς να τους πληροφορήσουν για τους κινδύνους, που περιέκλειαν τα εν λόγω προϊόντα για το κεφάλαιό τους, την εξασφάλιση του οποίου επιδίωκαν, και για το ζημιογόνο αποτέλεσμα που μπορούσαν να έχουν οι εν λόγω κίνδυνοι, τους οποίους οι αναιρεσίβλητοι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν και συγκεκριμένα ότι τα ένδικα ομόλογα δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, αλλά αντιθέτως ήταν προϊόντα υψηλού επενδυτικού κινδύνου και οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να αναζητήσουν το κεφάλαιό τους, αν το επιθυμούσαν, ούτε και ήταν εξασφαλισμένη η επιστροφή του κεφαλαίου τους, δ) οι αναιρεσίβλητοι προέβησαν, έτσι, στην αγορά των ενδίκων ομολόγων χωρίς να έχουν λάβει την αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσής τους και να αποφασίσουν οι ίδιοι, κατόπιν συσχετισμού των πληροφοριών και των προσδοκιών και στόχων τους, εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονταν με αυτή, και ε) λόγω εκμηδένισης της αξίας των ένδικων ομολόγων, οι αναιρεσίβλητοι υπέστησαν ζημία, ίση με το χρηματικό ποσό που διέθεσαν για την αγορά τους, αφού κατέστη αδύνατη η είσπραξη του επενδεδυμένου κεφαλαίου τους στο σύνολό του, ενώ αν αυτοί είχαν λάβει από τους προστηθέντες υπαλλήλους των αναιρεσιβλήτων την οφειλόμενη πληροφόρηση σχετικά με τα χαρακτηριστικά των επίδικων ομολόγων, δεν θα είχαν προβεί, στην προαναφερόμενη ζημιογόνα επιλογή τους. Εξάλλου, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας εκ του πράγματος τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών, ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της ζημίας των αναιρεσιβλήτων διακόπηκε, λόγω του ότι μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας των εναγόντων παρεμβλήθηκε απρόβλεπτες περιστάσεις και συγκεκριμένα, όσον αφορά το ομόλογο "Aspis Finance Plc", η ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας εταιρείας και η θέση αυτής υπό ειδική εκκαθάριση και, όσον αφορά τα άλλα δύο ομόλογα, η επενδυτική απόφαση των αναιρεσιβλήτων να πωλήσουν αυτά στην τιμή που πρότειναν οι εκδότριες εταιρείες, καθόσον με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία των αναιρεσιβλήτων και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή του από τα ως άνω συμβάντα, τα οποία αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας, δεδομένου ότι, στην προκείμενη επένδυση, η αγορά των ένδικων ομολόγων αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά τους, λόγω της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής και, συνεπώς, η ίδια η αγορά των ομολόγων, άρα και η τοποθέτηση των χρηματικών ποσών, οι οποίες δεν απετράπησαν, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των αναιρεσειουσών, αφού, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές αναιρεσίβλητοι δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ' αυτή και θα απείχαν από την τοποθέτηση των χρημάτων τους. Έτσι, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τις συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία των αναιρεσιβλήτων. Συνακόλουθα, κατ' εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις των αναιρεσειουσών, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που οι αναιρεσίβλητοι τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Εφόσον δηλαδή η ζημία των αναιρεσιβλήτων, κατά τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, το αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε από τα προαναφερόμενα γεγονότα που επακολούθησαν. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός των αναιρεσειουσών περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 1177/2018), δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε ή όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1305/2005). Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ' αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογή αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα.

 

Συνεπώς, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (κατά το οικείο έκαστος μέρος και κατά τη νοηματική τους εκτίμηση) λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, συνιστάμενες αφενός μεν στην παραβίαση των πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, και ειδικότερα σε εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, καθόσον υπήρξε συμβατική ρύθμιση της σχετικής υποχρέωσης αυτών προς ενημέρωση των αναιρεσιβλήτων η οποία και τηρήθηκε και σε εσφαλμένη υπαγωγή των ανελέγκτως γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού και, συνακόλουθα, σε αυτή του άρθρου 914 ΑΚ, καθώς, επίσης, και σε έλλειψη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ελλιπούς ενημέρωσης των αναιρεσίβλητων ως προς τα χαρακτηριστικά των ομολόγων και της επελθούσας σε αυτούς ζημίας, αφετέρου δε στην εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων τούτων λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών επί των αναφερόμενων σ' αυτό ζητημάτων, είναι αβάσιμοι, ενώ η επίκληση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 714 ΑΚ, είναι αλυσιτελής, αφού το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως ότι, μεταξύ των διαδίκων, καταρτίστηκε και σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών.

 

[V] Ο κατά το άρθρο 559 αρ.1α ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, καίτοι ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείπει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν η πρώτη ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και η δεύτερη ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, καίτοι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και. σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 1210/2008, ΑΠ 2197/2007). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι αντικείμενο ερμηνείας είναι η δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης στην κανονιστική της μόνο διάσταση, ως φορέα ενός νομικώς κρίσιμου νοήματος, ενώ η ύπαρξη των χαρακτηριστικών στοιχείων της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, ως εμπειρικώς διαπιστώσιμων φαινομένων, αποτελεί μόνον αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 2219/2014, ΑΠ 1215/2010). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ πρέπει να αναγράφεται στο αναιρετήριο, ότι το δικαστήριο της ουσίας, ενώ είχε διαπιστώσει αμέσως ή εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες ή καίτοι δεν είχε διαπιστώσει κενό, παρά ταύτα προσέφυγε στους ανωτέρω ερμηνευτικούς κανόνες, αλλιώς είναι αόριστος (ΑΠ 1350/2018).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, υποστηρίζοντας ότι προέβη σε ερμηνεία του υπ' αριθ. 8 όρου της καταρτισθείσας σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών καθώς και των όρων του ενημερωτικού σημειώματος, χωρίς να εφαρμόσει, όπως όφειλε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, προκειμένου να κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο των ενδίκων συμβάσεων αλλά και του ενημερωτικού εγγράφου των ομολόγων και, προεχόντως, να κριθεί, βάσει των κρίσιμων όρων και των ρητρών των συμβάσεων αυτών, αν όντως η βούληση των αναιρεσίβλητων έπασχε, όπως δηλώθηκε, από δικές τους παραπειστικές ενέργειες και την πλημμελή διαφώτισή τους ή αν συνέβη ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ήταν απόρροια της ελεύθερης επιλογής τους, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή εντολές των αναιρεσιβλήτων, περαιτέρω δε να κριθεί αν η περιγραφή των κινδύνων της επιλεγείσας επένδυσης στα συμβατικά κείμενα (σύμβαση, παραρτήματα, ενημερωτικό φυλλάδιο), εκπληρώνουν στο ακέραιο την υποχρέωση κάθε αναγκαίας πληροφορίας και, ιδίως, αν οι απαλλακτικές ρήτρες καταλύουν την όποια, περί των ανωτέρω, υποχρέωσή τους. Ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που οι αιτιάσεις αφορούν τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης περί κατάρτισης μεταξύ των συμβαλλομένων και σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο, για το ορισμένο του ως άνω λόγου αναίρεσης, ότι το Δικαστήριο της ουσίας, διαπίστωσε κενά, ασαφή ή αμφίβολα σημεία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλόμενων μερών, ώστε να είναι υποχρεωμένο να προσφύγει στους ανωτέρω ερμηνευτικούς κανόνες δικαιοπραξιών για την ανεύρεση της αληθούς βούλησης αυτών. Κατά τα λοιπά δε, είναι επίσης απαράδεκτος, αφού οι προβαλλόμενες αιτιάσεις αφορούν τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης των αναιρεσιβλήτων κατά την αγορά των ομολόγων και, συνεπώς, υπό την επίκληση της προαναφερόμενης αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

 

[VI] Κατά το άρθρο 300 παρ.1 εδ. α` ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του.  Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι` αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος για την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το αν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ΑΠ 1182/2021, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 867/2020, ΑΠ 188/2015).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με το να απορρίψει το Εφετείο την ένσταση των αναιρεσειουσών περί συντρέχοντος πταίσματος των αναιρεσιβλήτων, λόγω της μη εκ μέρους τους ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου, παρά το γεγονός ότι από τη μηνιαία έγγραφη ενημέρωσή τους προέκυπτε η πτωτική πορεία αυτού, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 300 και 330 ΑΚ ευθέως ούτε και στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες σε σχέση με το ουσιώδες αυτό ζήτημα, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, με τις επιστηρίζουσες την κρίση του αυτή παραδοχές, ότι οι αναιρεσίβλητοι, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου δεν γνώριζαν ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, περιστατικό για το οποίο δεν τους ενημέρωσαν οι αναιρεσείουσες, αλλά αντίθετα, οι προστηθέντες από αυτές υπάλληλοι του private banking, με τους οποίους συνεργαζόταν και στους οποίους απευθύνθηκαν, προκειμένου να προβάλουν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους, τους καθησύχασαν και τους απέτρεψαν από το να προβούν στην πώληση των επίδικων ομολόγων. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τέταρτος από το άρθρο 559 αριθ.1 λόγος του αναιρετηρίου (κατά το οικείο μέρος αυτού) είναι αβάσιμος.

 

[VII]Περαιτέρω, διδάγματα της κοινής πείρας, είναι γενικές αρχές που επαγωγικά συνάγονται από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, της συμμετοχής στις συναλλαγές και από τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει πλέον κοινό κτήμα. Κατά την έννοια αυτή, χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο της ουσίας για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή για την εκτίμηση της αξίας και των αποδεικτικών μέσων, που με επίκληση νόμιμα προσκομίστηκαν. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 εδ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μόνον, όμως, αν αφορά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, ενώ αντιθέτως ανέλεγκτη αναιρετικά είναι η παράβαση των διδαγμάτων αυτών κατά την ερμηνεία των δικαιοπραξιών ή την εκτίμηση των αποδείξεων και τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Για να είναι δε ορισμένος ο σχετικός, περί παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρεται, ποια συγκεκριμένα διδάγματα παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν, ενώ έπρεπε ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι συνίσταται η παραβίαση (ΑΠ 752/2017, ΑΠ 1552/2013).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το αντίστοιχο μέρος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, διότι παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας "ως αρχές που ορίζουν τις συναλλαγές ομολόγων", προκειμένου να ερμηνεύσει προσηκόντως τις διατάξεις των άρθρων 914, 300, 281 και 288 ΑΚ, καθώς και τις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, όσον αφορά την υπαιτιότητα των ιδίων αλλά και την συνυπαιτιότητα των αναιρεσίβλητων και ακολούθως να δεχθεί αποκλειστική υπαιτιότητα, άλλως συνυπαιτιότητα αυτών, δεδομένου ότι «λαμβανομένων υπ' όψιν των... όρων και απαλλακτικών ρητρών των ενδίκων συμβάσεων παροχής επενδυτικών μόνο υπηρεσιών (και όχι παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών), του είδους των συμβάσεων αυτών, ως απλών και των ενασχολήσεων των αναιρεσίβλητων με πολυπλοκότερες ή όμοιες χρηματιστηριακές συναλλαγές από τις επίδικες, των γνώσεων αυτών να κατανοήσουν τις βασικές έννοιες των συναλλαγών και τους κινδύνους που ενείχε και εκ της φύσεώς της η επενδυτική επιλογή τους και η εκτέλεση των συναφών εντολών τους, συνάγεται βασίμως, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αναιρεσίβλητοι υπέστησαν ζημία εξ οικείου πταίσματος».

 

Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατά μεν το πρώτο σκέλος αυτού, λόγω αοριστίας, αφού δεν εκτίθεται ποια διδάγματα της κοινής πείρας παρέλειψε εσφαλμένα να εφαρμόσει και τα οποία παραβίασε το Εφετείο ούτε και σε τι ακριβώς συνίσταται η επικαλούμενη παραβίαση, κατά το δεύτερο σκέλος, διότι η αποδιδόμενη με αυτόν πιο πάνω αιτίαση αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων και όχι στην ερμηνεία των ως άνω εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς.

 

[VIII] Σύμφωνα με τον αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «πράγματα», των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (ΟλΑΠ 22/2005, ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 757/2015). Στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γένεση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση (ΑΠ 50/2020, 1795/2008). Επομένως, δεν αποτελούν "πράγματα" οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ' αυτούς, ούτε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 1142/2019).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης προβάλλονται πλημμέλειες από τον αρ.8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καίτοι δεν περιλαμβανόταν σχετικός ισχυρισμός στην ιστορική βάση της αγωγής, δέχθηκε, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, σιωπηρή κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών. Όμως, όπως προκύπτει, κατ' επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, περιλαμβάνεται σ' αυτήν ο ισχυρισμός περί κατάρτισης σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός, στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, με τους πρώτο και τρίτο, από το άρθρο 559 αρ.8β ΚΠολΔ, λόγους αναίρεσης (κατά το οικείο έκαστος μέρος και κατά τη νοηματική τους εκτίμηση), οι αναιρεσείουσες μέμφονται το Δικαστήριο της ουσίας ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους περί απαλλακτικών ρητρών, όσον αφορά την υποχρέωση ενημέρωσης των αναιρεσίβλητων και την ευθύνη τους για την επελθούσα ζημία αυτών. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος, καθόσον ο ανωτέρω ισχυρισμός συνιστά άρνηση της στηριζόμενης στις διατάξεις περί αδικοπραξιών αγωγικής αξίωσης των εναγόντων και, συνεπώς, δεν αποτελεί "πράγμα" και δεν ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης.

 

[IX] Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 288, 914, 930 παρ.3 ΑΚ, προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά τον νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται για τον προσδιορισμό της ζημίας, εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη (ΑΠ 244/2016). Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 244/2016).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο λόγο, εκθέτει: « [...] Περαιτέρω, οι εναγόμενες, με τον έκτο λόγο της έφεσής τους, επαναφέρουν την πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασή τους, συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ισχυριζόμενες ότι σε περίπτωση, που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικαζόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά τη ζημία των εναγόντων-εφεσίβλητων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους ποσό των τοκομεριδίων, ύψους 153.935,25 ευρώ. Η προαναφερθείσα ένσταση των εναγομένων- εκκαλουσών είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αμέσως παραπάνω διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ.3 ΑΚ. Η ένσταση, όμως, αυτή, πρέπει, να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο δε διότι, ναι μεν το παραπάνω ποσό των 133.789,21 ευρώ, το οποίο πράγματι εισέπραξαν οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι, όπως δεν αμφισβητείται από αυτούς, αποτελεί κέρδος των τελευταίων από την κυριότητα του ομολόγου, πλην, όμως, το, εν λόγω, κέρδος δεν προέρχεται από τη ζημία, που αυτοί υπέστησαν, εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας σε αυτούς τους συμφωνημένους καρπούς του και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων, καθόσον δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφέλειας, αφού η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική αιτία. Άλλωστε, ο προτεινόμενος από τις εναγόμενες- εκκαλούσες συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός, να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Τούτο διότι, οι ενάγοντες- εφεσίβλητοι έχουν ήδη εισπράξει τους τόκους και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους [...]».

 

Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που οι ενάγοντες έλαβαν ως απόδοση των ανωτέρω ομολόγων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ.α`, 914 και 930 παρ.3 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, καθόσον, ενόψει του ότι προϋπόθεση για τον συνυπολογισμό είναι να προήλθε το κέρδος και η ζημία από το ίδιο επιζήμιο γεγονός, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, αφού το Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα, ότι το κέρδος δεν προκλήθηκε από το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου των αναιρεσίβλητων, η οποία οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά των προστηθέντων των αναιρεσειουσών, που τους δημιούργησαν την πεπλανημένη πεποίθηση πως θα τους αποδίδονταν μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ακέραιο το κεφάλαιο της επένδυσής του, πράγμα που αποτελούσε βασικό σκοπό αυτής της επένδυσης, αλλά από το (μη επιζήμιο, διαφορετικό) γεγονός της παραχώρησης του κεφαλαίου τους προς εκμετάλλευση, που στηριζόταν στην απόκτηση της κυριότητας των τίτλων (ομολόγων) και απέδωσαν ως καρπούς τους εισπραχθέντες από τους αναιρεσίβλητους τόκους, τους οποίους αυτοί επίσης ανέμεναν να αποκομίσουν. Εξάλλου, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε το Εφετείο τις ανωτέρω διατάξεις, αφού από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτουν και αναφέρονται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του ως προς την ανωτέρω ένσταση, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή μη οι όροι των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου. Επομένως ο ως άνω λόγος είναι κατά το πρώτο σκέλος του αβάσιμος. Με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι ίδιες από το άρθρο 559 αρ.1 πλημμέλειες, πλήττεται η επάλληλη σκέψη του Εφετείου σχετικά με την απόρριψη της ένστασης συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, σύμφωνα με την οποία αυτός ο συνυπολογισμός θα ήταν άλλωστε και αντίθετος στις αρχές της καλής πίστης. Ο λόγος αυτός, κατά το αναφερόμενο ως άνω σκέλος, είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής, αφού η προαναφερόμενη κύρια αιτιολογία, βάσει της οποίας κρίθηκε απορριπτέα η ανωτέρω ένσταση και η οποία δεν πλήττεται πλέον επιτυχώς αναιρετικά, μετά την απόρριψη του πρώτου σκέλους του παραπάνω λόγου, επιστηρίζει πλήρως και αυτοτελώς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1207/2017).

 

[X] Κατ’ ακολουθία τούτων, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, καθώς επίσης και η υποβληθείσα από τις αναιρεσείουσες, με τις προτάσεις τους, αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων, καθόσον, αφού δεν αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συντρέχει λόγος έρευνας αυτής και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτη (άρθρο 579 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες, λόγω ήττας τους, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 16.07.2020 αίτηση των 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» για αναίρεση της 3207/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

 

Απορρίπτει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν την εκτέλεση.

 

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο

 

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων που ορίζει σε δύο χιλιάδες και επτακόσια (2.700) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Φεβρουαρίου 2022.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Μαρτίου 2022.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ