ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 33/2023

 

Αρχή ισότητας. Εφάπαξ βοήθημα συνταξιούχων τέως Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος.

 

 

Αριθμός 30/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Μαριάνθη Παγουτέλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Τριανταφυλλιά Πάτρωνα και Ελένη Χροναίου, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημα του, την 20 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ Α.Τ.Ε.», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ευτύχιου-Δημήτριου Καλαμίδα, Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου και Νικολάου-Αναστασίου Φρώυντε, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

 

Των αναιρεσίβλητων: 1) ... και 25) ... Η με α/α 19η αναιρεσίβλητη παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων Παναγιώτη Τσουμάνη και Ανναμπέλας Θεοχαροπούλου και η με α/α 24η αναιρεσίβλητη παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ανναμπέλας Θεοχαροπούλου. Ολοι οι λοιποί αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Απόστολου Παπακωνσταντίνου, Παναγιώτη Τσουμάνη και   Ανναμπέλας Θεοχαροπούλου, αφού ανακάλεσαν την δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) παράσταση τους και κατέθεσαν προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-10-2019 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 435/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3139/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 27-9-2021 αίτηση του και τους από 26-1-2022 πρόσθετους λόγους αυτής.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δήμητρα Ζώη. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης καθώς και την διατήρηση της αναστολής, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσίβλητων την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την ένδικη από 27-9-2021 αίτηση και τον από 31-1-2022 πρόσθετο λόγο διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ' αριθμ. 3139/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η εν λόγω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Επίσης ο πρόσθετος λόγος αναιρέσεως ασκήθηκε παραδεκτά με κατάθεση του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 31-1-2022 και επίδοση στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των αναιρεσίβλητων Ευτύχιο-Δημήτριο Καλαμίδα την ίδια ημέρα (βλεπ. υπ'αριθμ. ./31-1-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .), ήτοι περισσότερες από τριάντα ημέρες πριν την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 1-3-2022 (άρθ. 569 παρ.2 του ΚΠολΔ), οπότε αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο. Είναι συνεπώς παραδεκτός (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ), αφού συνεκδικαστεί με την ως άνω αίτηση αναιρέσεως (αρθρ. 246 ΚΠολΔ).

 

Η διάταξη του άρθ. 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, ρυθμίζοντας με τον τρόπο αυτόν τις καταστάσεις αυτές ανόμοια, εκτός εάν η διαφορετική τους ρύθμιση επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (Ολομ. ΑΠ 11/2008, 38/2005), μπορεί, όμως, ο νόμος να ρυθμίζει διαφορετικά για όμοιες σχέσεις ή καταστάσεις προσώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων ή εργαζομένων και δικαιολογείται η διάκριση αυτή, χωρίς να παραβιάζεται έτσι η αρχή της ισότητας (ΟλΑΠ 3/2009). Κατά συνέπεια, αν γίνει από το νόμο ειδική (ευνοϊκή) ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από την ρύθμιση αυτή κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, προς αποκατάσταση δε της συνταγματικά επιβαλλόμενης ισότητας πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίσθηκε η ειδική ρύθμιση και σε εκείνη την κατηγορία των προσώπων, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής. Δεν νοείται, όμως, δυσμενής διάκριση και εντεύθεν παραβίαση της αρχήζ αυτής, όταν η διάκριση αφορά έννομες συνέπειες ή σχέσεις προγενέστερες της ισχύος της ρύθμισης, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εντελώς διαφορετικές σχέσεις και καταστάσεις (ΑΠ 858/2019, 1577/2010). Περαιτέρω, με την υπ' αριθμ. 37401/26/27 Ιουλ. 1932 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, εγκρίθηκε το Καταστατικό του πρώην «Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος» (ΤΣΠ-ΑΤΕ). Ακολούθως το ως άνω Καταστατικό τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ανασυντάχθηκε με την ΥΑ Φ46/3239/23-2-1987 Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ ΒΊ08/1987). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 της ως άνω ΥΑ, η ασφάλιση που ασκείται από το εν λόγω Ταμείο ενεργείται από δύο Κλάδους, τον Κλάδο Συντάξεων και τον Κλάδο Πρόνοιας, από τον οποίο χορηγείται το εφάπαξ βοήθημα και με το άρθρο 9 παρ. 3 αυτής ότι: "Για τον Κλάδο Πρόνοιας (εφάπαξ βοήθημα) πόροι είναι: α) εισφορά του ασφαλισμένου ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του για κάθε πραγματική υπηρεσία στην Α.Τ.Ε., β) εισφορά του εργοδότη ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε πραγματική υπηρεσία στην Α.Τ.Ε., γ) ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες του εργοδότη ή θυγατρικών του εταιρειών. Το πιο πάνω ποσοστό καθορίζεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου με απόφαση του Δ.Σ. του εργοδότη, δ) ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 13 Ν. 1256/1982. Το ποσό αυτό καθορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Δ.Σ. της Τράπεζας, ε) οι τόκοι και γενικά οι πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας". Η ίδια ως άνω Υπουργική Απόφαση στο άρθρο 34 ορίζει ότι; "1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος, υπό τις προϋποθέσεις: α)..., β) εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας, που προβλέπεται από τον Οργανισμό της, ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εφόσον έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην Αγροτική Τράπεζα, ασφαλισμένοι στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, πέντε (5) τουλάχιστον ετών. 2. Το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, όπως αυτός καθορίζεται στην επόμενη παράγραφο, κατά την ακόλουθη κλίμακα: 4% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 1ου μέχρι και του 10ου, 8% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 11ου μέχρι και του 15ου, 10% για κάθε χρόνο ασφαλίσεως από του 16ου μέχρι και του 32ου. 3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ετήσιος μισθός λογίζεται το άθροισμα δεκατεσσάρων (14) μισθών βάσης, με βάση το μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού θέσεως, επιστημονικής αποδόσεως, γάμου, τέκνων και αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.). 4) Αν διακοπεί η χορήγηση των επιδομάτων γάμου, τέκνων και θέσεως πριν από την συμπλήρωση πενταετίας, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται ποσοστά των επιδομάτων αυτών, ως εξής: Αν ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία μέσα στον πρώτο χρόνο από την διακοπή, λαμβάνεται υπόψη το 90% του επιδόματος, μέσα στον δεύτερο χρόνο το 80%, μέσα στον τρίτο χρόνο το 70%, μέσα στον τέταρτο χρόνο το 60% και μέσα στον πέμπτο χρόνο το 50%. Μετά τον πέμπτο χρόνο διακοπής του επιδόματος, δεν υπολογίζονται τα επιδόματα γάμου, τέκνων και θέσεως, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος". Περαιτέρω, το άρθρο 37 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ ΑΊ65), το οποίο εντάσσεται στο Δ' Κεφάλαιο του έχοντος τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους ασφαλιζόμενους στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης πρόνοιας από 1-1-1993» τρίτου Μέρους το εν λόγω νόμου, ορίζεται ότι: «Η συνολική εισφορά ασφάλισης για εφάπαξ βοήθημα σε φορείς ασφάλισης πρόνοιας ορίζεται σε ποσοστό 4% και βαρύνει αποκλειστικά τους ασφαλισμένους». Με τον ίδιο νόμο 2084/1992 στο άρθρο 57, έχοντας τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους ασφαλισμένους μέχρι 31-12-1992», εισήχθη ο περιορισμός ότι "....3) Το ακαθάριστο ποσό του εφ' άπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δραχμών" (= 29.347,03 ευρώ). Στους φορείς του άρθρου 57 παρ.1 του ν. 2084/1992, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγεται ρητώς και το εν λόγω Ταμείο. Η διάταξη, όμως, του άρθρου 57 παρ.3 του ν. 2084/1992, στο μέτρο που περιορίζει το εφ' άπαξ βοήθημα, όταν αυτό έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα (πράγμα που συμβαίνει όταν καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο σχηματίζεται αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνο των ασφαλισμένων είτε και του εργοδότη που τους απασχολεί, ανεξαρτήτως, μάλιστα, του ύψους των εισφορών του εργοδότη), κρίθηκε αντισυνταγματική (ΑΕΔ 3-5/2007, ΟλΑΠ 17/2005, ΑΠ 794/ 2013, 1769/2012, ΣτΕ 3400/2009) και, κατά συνέπεια, μη εφαρμόσιμη. Επιπλέον, με το άρθρο 6 παρ.20 εδ.α' του ν. 3029/2002 (όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 3232/2004 και ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 138 παρ.8 του ν. 3655/2008), σε μια προσπάθεια ορθολογικής αναμόρφωσης του συστήματος επικουρικής ασφάλισης με στόχο τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, ορίσθηκε ότι: (α) "Υφιστάμενα ταμεία ασφάλισης τα οποία λειτουργούν ως ΝΠΔΔ ή κλάδοι αυτών που χορηγούν παροχές, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο ί&^ δημόσιας, κύριας και επικουρικής ασφάλισης και για τις οποίες καταβάλλονται εισφορές μόνο από τους εργαζόμενους, μετατρέπονται σε ΝΠΙΔ με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από αίτηση που υποβάλλει προς αυτούς το διοικητικό συμβούλιο εκάστου ταμείου", (β) κατά την μετατροπή αυτή η ακίνητη περιουσία των υφιστάμενων ασφαλιστικών ταμείων περιέρχεται αυτοδίκαια στο νέο ΝΠΙΔ, χωρίς την καταβολή φόρου μεταβίβασης ή τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλου προσώπου, (γ) με την ίδια κοινή απόφαση εγκρίνεται και το καταστατικό του ΝΠΙΔ, (δ) τα εν λόγω ταμεία με αποφάσεις των ΔΣ αυτών, ύστερα από αναλογιστική μελέτη, υποβαλλόμενη προς έγκριση στους ως άνω Υπουργούς, καθορίζουν το ύψος των παρεχόμενων εφάπαξ βοηθημάτων για τους ασφαλισμένους και τους     συνταξιούχους τους, διασφαλίζοντας την αναλογιστική ισορροπία κάθε ταμείου, (ε) ..... στ) το εφάπαξ βοήθημα των ταμείων αυτών καθώς και οι όροι χρηματοδότησης μπορούν να ανακαθορίζονται με απόφαση των ως άνω Υπουργών μετά από πρόταση των οργάνων διοίκησης των νέων Ταμείων και σύνταξη αναλογιστικής μελέτης, που υποβάλλεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εγκρίνεται     με την ίδια απόφαση...... Κατ' εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης του άρθρου 20 παρ.6 Ν. 3029/2002 εκδόθηκε η Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών Φ.80000/23358/1107/2004 (ΦΕΚ Β' 2/7-1-2004), με την οποία εγκρίθηκε η μετατροπή του Κλάδου Προνοίας του "Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού ΑΤΕ" (Τ.Σ.Π.Α.Τ.Ε.) σε Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Πρόνοιας Εργαζομένων ΑΤΕ» (Α.Τ.ΠΕ.Α.Τ.Ε.), το οποίο είναι καθολικός διάδοχος του πρώτου και αποτελεί αυτοτελή, αυτόνομο και αυτοδιοικούμενο φορέα (ΑΠ 784/2014). Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκε και το καταστατικό του τελευταίου νομικού προσώπου, το οποίο από τη δημοσίευση του στο ΦΕΚ (7-1-2004), ως προς τις κανονιστικές του ρυθμίσεις έχει ισχύ ουσιαστικού . νόμου. Η μετατροπή του κλάδου αυτού σε ΝΠΙΔ, δεν μετέβαλε το σκοπό του, ο οποίος είναι η χορήγηση εφάπαξ βοηθημάτων στους ασφαλισμένους σε αυτό και στα μέλη της οικογένειας των ασφαλισμένων, που πεθαίνουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του καταστατικού του, ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 31 του προϊσχύσαντος καταστατικού. Με το άρθρο 17 του καταστατικού νέου Ταμείου καθορίστηκαν και πάλι οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και ο τρόπος υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος, με τρόπο, όμως, που είναι δυσμενέστερος εκείνου, τον οποίο προέβλεπε το καταστατικό του παλαιού ενιαίου Ταμείου. Με το προϊσχύσαν καθεστώς, ως βάση υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονταν υπόψη οι μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου έτους, ενώ με το ισχύον μετά το 2004 (αρθρ. 17 του Καταστατικού), για όσους έχουν ασφαλιστεί στο Ταμείο μέχρι 31-12-1992 λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών της   τελευταίας τριετίας (τριάντα έξι τελευταίοι μισθοί/36), ενώ για τους λοιπούς που έχουν ασφαλιστεί στο Ταμείο μετά την 1-1-1993 λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών της τελευταίας πενταετίας (εξήντα τελευταίοι μισθοί/60), χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών, το επίδομα αδείας και ισολογισμού, δια του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχουν πραγματοποιηθεί εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Στο άρθρο 24 παρ.5 του τελευταίου ως άνω Καταστατικού, ως μεταβατική διάταξη και από διάθεση επιείκειας προς τους παλιούς ασφαλισμένους, ορίστηκε ότι «Για όσους (Οσοι) αποχωρήσουν σε διάστημα μιας πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του Καταστατικού αυτού δηλαδή από 9-2-004, δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του Ν. 2084/1992)». Με τη διάταξη αυτή, ορίστηκε ρητά ότι για πέντε έτη από της ενάρξεως εφαρμογής του νέου Καταστατικού θα ισχύουν και οι διατάξεις, που αφορούν τον υπολογισμό του εφάπαξ, βοηθήματος, του παλαιού Καταστατικού, το οποίο είναι το Καταστατικό του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Α.Τ.Ε., και συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 34 αυτού, με το περιορισμό του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992, όσον αφορά το ύψος του καταβαλλόμενου ποσού, αν και όπως αναφέρθηκε η διάταξη αυτή, με αποφάσεις του ΑΕΔ και της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε αντισυνταγματική και συνακόλουθα μη εφαρμοστέα. (ΑΕΔ 5/2007 ΟΛ. ΑΠ 17/2005). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002, συνάγεται ότι στους αυτοτελείς κλάδους ή Τομείς Πρόνοιας που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, για τα οποία καταβάλλονται εισφορές μόνο από τους εργαζόμενους (όπως είναι και το αναιρεσείον Ν.Π.Ι.Δ.),   παρέχεται μεν η δυνατότητα μεταβολής του τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν στους ασφαλισμένους τους, αποφασιστική όμως αρμοδιότητα επί του ζητήματος τούτου έχουν οι αναφερόμενοι στη διάταξη Υπουργοί, που εκδίδουν σχετική εγκριτική απόφαση (ΚΥΑ) ύστερα από αναλογιστική μελέτη η οποία υποβάλλεται προς έγκριση σ' αυτούς και όχι το προτείνον προς αυτούς ΔΣ του Ταμείου, του οποίου η απόφαση επί του θέματος έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα (κατά το νόμο "πρόταση") και συνεπώς, χωρίς τη σχετική εγκριτική Υπουργική απόφαση είναι ανίσχυρη (ΑΠ 829/2022, 1479/2021). Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, είναι σαφές ότι τα εν λόγω ταμεία δεν έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλλουν ελεύθερα τον τρόπο καθορισμού των εφάπαξ βοηθημάτων που χορηγούν στους ασφαλισμένους τους. Πρέπει να σημειωθεί δε, ότι δυνάμει της διάταξης αυτής έχουν εκδοθεί πράγματι κατά νομοθετική εξουσιοδότηση Υπουργικές αποφάσεις για την έγκριση των αναλογιστικών μελετών, όπως η υπ' αριθμ. Φ. 80000/36841/Δ.16/1214 (ΦΕΚ Β' 1308/13.04.2018) κοινή υπουργική απόφαση για την έγκριση της αναλογιστικής μελέτης για το Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού ΑΕΕΕΑ «Η Εθνική» και ανακαθορισμός του τρόπου υπολογισμού της εφάπαξ παροχής. Όταν δε επιχειρείται η μεταβολή των εφάπαξ παροχών με τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του καταστατικού για τον τρόπο υπολογισμού, εκδίδεται για την έγκριση της τροποποίησης αυτής υπουργική απόφαση, όπως η υπ' αριθμ. Κ.Υ.Α. Φ.80000/35187/1180 (ΦΕΚ Β' 3239/19/12/2013) για την τροποποίηση του Καταστατικού του Ταμείου Αυτασφάλειας Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος. Ο ως άνω τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ με βάση τη διάταξη του άρθρου 17 του νέου Καταστατικού δεν εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των μέχρι το έτος 1992 ασφαλισμένων, που αποχώρησαν μετά την λήξη της προβλεπόμενης από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ. 5 πενταετίας, αφού η διαφορετική ως άνω μεταχείριση των ασφαλισμένων αυτών ερείδεται στο επαρκώς αντικειμενικό κριτήριο του χρόνου αποχώρησης από την υπηρεσία, σε σχέση με την έγκριση και έναρξη ισχύος του Νέου Καταστατικού, κατά τον οποίο άλλωστε κρίνεται κατά τα παραπάνω το δικαίωμα λήψης του εφάπαξ βοηθήματος και συνακόλουθα και ο τρόπος καθορισμού του.

 Κατά συνέπεια η μεταβολή για το μέλλον του τρόπου υπολογισμού του βοηθήματος αυτού (άρθρ. 17 του Καταστατικού) δεν συνεπάγεται παραβίαση της κατ' άρθ. 4 παρ. 1 ου Συντάγματος αρχής της ισότητας, αφού η διάκριση αυτή ως προς τους συνταξιοδοτηθέντες και λαβόντες το βοήθημα αυτό, κατά το χρόνο που ορίστηκε με την ως άνω μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 του Καταστατικού, αφορά συνέπειες και σχέσεις που ρυθμίστηκαν με τη διάταξη αυτή για το αναφερόμενο σ' αυτή χρονικό διάστημα. Εξάλλου, πέραν του ότι δεν αποκλείεται από συνταγματικές διατάξεις (άρθ. 22) η μεταβολή του συστήματος καθορισμού και αναπροσαρμογής και ήδη απονεμηθεισών παροχών, ως το εφάπαξ βοήθημα, που δεν απαιτείται να βρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις καταβληθείσες εισφορές, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στην διάταξη του άρθ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που κυρώθηκε μαζί μ* αυτήν με το ν.δ. 53/1974), διότι ως προστατευόμενη περιουσία κατά την έννοια αυτού θεωρείται το δικαίωμα που αποκτά ο εργαζόμενος για την καταρχήν χορήγηση συνταξιοδοτικής παροχής και όχι και η προσδοκία για την χορήγηση αυξήσεων στην παροχή αυτή (ΑΠ 858/2019). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του «νόμω» βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 2/2013, 7/2006).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, παραδεκτώς επισκοπούμενα (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 18-10-2019 (υπ'αριθμ. καταθ. ./21-10-2019) αγωγή τους, με την οποία, ισχυρίστηκαν ότι είναι πρώην υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία εργάσθηκαν μέχρι τη συνταξιοδότηση τους, κατά τις ημεροχρονολογίες που έκαστος αυτών αναφέρει και εκτείνονται εντός του χρονικού διαστήματος από 25-9-2009 έως 28-7-2012. Ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους ήταν ασφαλισμένοι για την παροχή εφάπαξ βοηθήματος στον Κλάδο Πρόνοιας του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΤΕ», του οποίου οιονεί καθολικός διάδοχος κατέστη το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΤΕ», δικαιούμενοι, κατά την αποχώρηση τους, εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενου κατά τον τρόπο που ορίζεται στο διαλαμβανόμενο στην αγωγή άρθρο 34 του καταστατικού του εν λόγω Ταμείου (πρώτου- παλαιού). Ότι δυνάμει της υπ'αριθμ. Φ.8000/23358/1107 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ τ. 2Β/ 7.1.2004), εκδοθείσας κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 20 του Ν. 3029/2002, αποφασίστηκε η μετατροπή του Κλάδου Πρόνοιας του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΤΕ», στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΙΔ και, επιπροσθέτως εγκρίθηκε το καταστατικό αυτού, στο άρθρο 17 του οποίου καθορίστηκαν και πάλι οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και ο τρόπος υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος, με τρόπο, όμως, που είναι δυσμενέστερος εκείνου, τον οποίο προέβλεπε στο άρθρο 34 το καταστατικό του παλαιού ενιαίου Ταμείου. Ότι με το προϊσχύσαν καθεστώς, ως βάση υπολογισμού λαμβάνονταν υπόψη οι μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου έτους, ενώ με το ισχύον μετά το 2004 (αρθρ. 17 του Καταστατικού), για όσους έχουν ασφαλιστεί στο Ταμείο μέχρι 31-12-1992 λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών της τελευταίας τριετίας (τριάντα έξι τελευταίοι μισθοί/36), ενώ για τους λοιπούς που έχουν ασφαλιστεί στο Ταμείο μετά την 1-1-1993 λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών της τελευταίας πενταετίας (εξήντα τελευταίοι μισθοί/60). Ότι στο ίδιο Καταστατικό περιελήφθη η μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.5, για τους αποχωρούντες από την Αγροτική Τράπεζα υπαλλήλους εντός πενταετίας από την έναρξη της εφαρμογής αυτού, στην οποία ορίστηκε ότι αυτοί δεν θα λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του ν. 2084/1992). Ότι ακολούθως η ισχύς της ως άνω μεταβατικής διάταξης του Καταστατικού παρατάθηκε με διαδοχικές τροποποιήσεις αυτού με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του εναγομένου της 22-5-2007, της 28-11-2011 και 3-7-2014, πέραν της πενταετίας και μάλιστα αυτή αναριθμήθηκε σε 24 παρ.2, αναδιατυπωθείσα ως εξής: «2. Για όσους ασφαλίστηκαν στο Ταμείο έως και 31-12-1992, οι οποίοι θα αποχωρήσουν σε διάστημα μιας πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος καταστατικού δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του Ν. 2084/1992)». Ότι άπαντες οι ενάγοντες ήταν ασφαλισμένοι πριν τις 31-12-1992 και συνταξιοδοτήθηκαν, μετά μεν τις 9-2-2009, αλλά εντός του χρόνου παράτασης εφαρμογής της ως άνω μεταβατικής διάταξης του άρθρου 24 παρ.2. Ότι κατά την αποχώρηση τους, το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΙΔ, τους χορήγησε τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή για έκαστο αυτών χρηματικά ποσά ως εφάπαξ βοήθημα, το ύψος των οποίων εσφαλμένα υπολόγισε, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ως άνω εγκριθέντος με την ως άνω Κ.Υ.Α Καταστατικού, χωρίς να λάβει υπόψη τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 (πρώην παρ.5) του τροποποιηθέντος με τις ως άνω αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων Καταστατικού και να υπολογίσει τούτο κατά το άρθρο 34 του παλαιού εγκριθέντος με την ως άνω Κ.Υ.Α. καταστατικού του, και λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ως στοιχείο για τον υπολογισμό του (εφάπαξ βοηθήματος), τις αποδοχές τους μετά τις περικοπές που επιβλήθηκαν με τους μνημονιακούς νόμους 3889/2010 και 4024/2011, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη τις αποδοχές τους, έτσι όπως ήταν διαμορφωμένες προ των μειώσεων τους. Ότι κατ' αυτόν τον τρόπο, το εναγόμενο Ταμείο τους χορήγησε (χωρίς να υπολογίσει το πλαφόν που προβλέπεται από την αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992) μικρότερο ποσό από εκείνο που έκαστος δικαιούται κατά τον υπολογισμό που προβλεπόταν στο άρθρο 34 του παλαιού καταστατικού, κατά τον οποίο και μόνο έπρεπε να υπολογιστεί το εφάπαξ βοήθημα. Ότι ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος τους, διότι ως παλαιοί ασφαλισμένοι λόγω των ετών υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και δικαιούνται μεγαλύτερη αποζημίωση σε σχέση με τους λοιπούς συναδέλφους τους, οι οποίοι λόγω των ετών υπηρεσίας και των χαμηλότερων αποδοχών τους έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις και αντίκειται στην αρχή της ισότητας, διότι το εναγόμενο εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 μόνο στα μέλη του που εξήλθαν από την υπηρεσία τα έτη 2004-2009, χωρίς να υπάρχει δικαιολογητικός προς τούτο λόγος, αφού η εν λόγω διάταξη παραμένει ενεργής και επικαιροποιήθηκε, αναδιατυπωθείσα λαμβάνοντας τον αριθμό 24 παρ.2 σε όλες τις τροποποιήσεις του Καταστατικού με τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης. Με βάση το παραπάνω ιστορικό ζήτησαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα από αυτούς την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβλήθηκε σε έκαστο τούτων για εφάπαξ βοήθημα βάσει του υπολογισμού κατ' άρθρο 17 του νέου Καταστατικού και εκείνου που δικαιούνται βάσει του υπολογισμού κατ' άρθρο 34 του παλαιού Καταστατικού, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι περικοπές των μνημονιακών νόμων 3889/2010 και 4024/201, όπως τα επιμέρους ποσά διαλαμβάνονται για καθένα στο αγωγικό δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 435/2020 απόφαση του ως άνω Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν και υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει για τη διαφορά εφάπαξ βοηθήματος σε καθένα από τους ενάγοντες τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν ποσά και επιπλέον αναγνώρισε την υποχρέωση του ιδίου να καταβάλει για την ίδια αιτία σε κάθε ενάγοντα τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής. Μετά την άσκηση της από 23-7-2020 (υπ' αριθμ. καταθ. 4099/23-7-2020) εφέσεως του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος και της αντίθετης από 23-12-2020 (υπ' αριθμ. καταθ. ./23-12-2020) αντεφέσεως των έκτου και δωδέκατου των εφεσίβλητων και ήδη έκτου και δωδέκατου των αναιρεσιβλήτων κατά της αποφάσεως αυτής, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3139/2029 προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την έφεση και αντέφεση ως αβάσιμες κατ' ουσίαν. Ειδικότερα, το Εφετείο, κρίνοντας νόμιμη την αγωγή, δέχθηκε ότι ο ορθός υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος έπρεπε να γίνει με βάση τη διάταξη του άρθρου 34 του παλαιού καταστατικού σε συνδυασμό με τη μεταβατική διάταξη του άρθρο 24 παρ. 2 του τροποποιηθέντος με τις επικαλούμενες ως άνω αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης Καταστατικού, και όχι με βάση το άρθρο 17 του νέου Καταστατικού και χωρίς να αφαιρεθούν οι μειώσεις των νόμων 3899/2010 και 4024/2011, διότι άπαντες οι ενάγοντες ήταν ασφαλισμένοι στο εναγόμενο Ταμείο μέχρι τις 31-12-1992 και αποχώρησαν από την υπηρεσία εντός πενταετίας από την έναρξη εφαρμογής του εκάστοτε ισχύοντος Καταστατικού, ως προκύπτει από το χρόνο συνταξιοδότησης εκάστου εξ'αυτών. Στη συνέχεια, αφού δέχθηκε ότι τα αρμόδια όργανα του Ταμείου, ενεργώντας κατά παράβαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων υπολόγισαν μη νόμιμα το εφάπαξ βοήθημα που καταβλήθηκε στους ενάγοντες βάσει του άρθρου 17 του ισχύοντος ως άνω Καταστατικού, έκρινε ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει την προκύπτουσα, μετά από ορθό υπολογισμό διαφορά, θέτοντας ως βάση υπολογισμού του εφάπαξ επιδόματος, τον τελευταίο ετήσιο μισθό καθενός, όπως αυτός προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 34 του παλαιού Καταστατικού του Ταμείου Σύνταξης και Πρόνοιας Προσωπικού ΑΤΕ, χωρίς να αφαιρεθούν οι μειώσεις των νόμων 3899/2010 και 4024/2011.

 

Με βάση τα παραπάνω το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερόμενη κρίση, δεχόμενο την ένδικη αγωγή ως νόμιμη, και απορρίπτοντας την από 22-7-2020 (υπ'αριθμ. καταθ. ./23-7-2020) έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 6 παρ.20 του Ν.3029/2002 σε συνδυασμό με την υπ' αριθμ. Φ. 80000/23358/1107 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τις διατάξεις των άρθρων 34 και 24 παρ.5 του εγκριθέντος με τις ως άνω Κ.Υ.Α. (παλαιού και νέου) Καταστατικού του εναγομένου, αφού, υπό τα εκτιθέμενα σ' αυτή, και εφόσον οι ενάγοντες, αποχώρησαν λόγω συνταξιοδότησης μετά την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 του ανωτέρω Νέου Καταστατικού πενταετία, ήτοι μετά τις 9-2-2009, ο υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος, γίνεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 του εν λόγω Καταστατικού, όπως αυτό τροποποιήθηκε, δυνάμει της εκδοθείσας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 20 ν. 3029/2002, υπ' αριθμ. Φ 80000/23358/1107/2004 ΚΥΑ, και όχι κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 του παλαιού Καταστατικού, στο οποίο αναφέρεται η ως άνω μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.2 του τροποποιηθέντος με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης Νέου Καταστατικού (χωρίς βέβαια τον υπολογισμό του πλαφόν που προβλέπεται από την αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992 και λαμβάνοντας υπόψη τις μειώσεις των νόμων 3899/2010 και 4024/2011), αφού η διάταξη αυτή του άρθρου 34 του παλαιού Καταστατικού εφαρμόζεται μόνο για όσους αποχώρησαν εντός της ως άνω πενταετίας (από 9-2-2004 μέχρι τις 9-2-2009), όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 του Νέου ως άνω εγκριθέντος με την προαναφερόμενη Κ.Υ.Α. Καταστατικού, ενώ περαιτέρω, ο επικαλούμενος από τους ενάγοντες τρόπος καθορισμού του εφάπαξ βοηθήματος, για τους αποχωρήσαντες μετά την πενταετία ασφαλισμένους, με τις αναφερόμενες μεταγενέστερες διαδοχικές τροποποιήσεις του Καταστατικού, με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της 22-5-2007, της 28-11-2011 και 3-7-2014, που εγκρίθηκαν με αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών, περιλαμβάνοντας με αναδιατύπωση την ως άνω διάταξη του άρθρου 24 παρ.5 και μάλιστα με αναρίθμηση αυτής σε 24 παρ. 2, με το περιεχόμενο ότι «Για όσους ασφαλίστηκαν στο Ταμείο έως και 31-12-1992, οι οποίοι θα αποχωρήσουν σε διάστημα μιας πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος καταστατικού δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του Ν. 2084/1992)», αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.20 του ν. 3029/2002, καθόσον σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, ενόψει του ότι πρόκειται για χορήγηση εφάπαξ βοηθημάτων μεγαλύτερων από τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 17 του ως άνω εγκριθέντος με την προαναφερόμενη Κ.Υ.Α. Καταστατικού, αποφασιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος της μεταβολής του τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του Ταμείου, έχουν σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την έκδοση σχετικής ΚΥΑ, μετά από πρόταση των οργάνων διοίκησης των Νέων Ταμείων και σύνταξη αναλογιστικής μελέτης, που υποβάλλεται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εγκρίνεται με την ίδια απόφαση. Επομένως οι με το προαναφερόμενο περιεχόμενο διατάξεις των τροποιηθέντων ως άνω, με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης, Καταστατικών, ως προς το μέρος τους με το οποίο καθορίζεται το απονεμόμενο από το Ταμείο εφάπαξ βοήθημα για όσους ασφαλίστηκαν στο Ταμείο μέχρι τις 31-12-1992 (περιλαμβάνοντας με αναδιατύπωση την ως άνω μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ.5, με αναρίθμηση αυτής σε 24 παρ.2), είναι ανίσχυρες. Δηλαδή, η μη τήρηση της ως άνω νόμιμης διαδικασίας μεταβολής του τρόπου υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος για τους παραπάνω ασφαλισμένους με χορήγηση μεγαλύτερων από τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 17 Καταστατικού ποσών, με την εκπόνηση μελέτης και την έγκριση της με υπουργική απόφαση, έχει ως αποτέλεσμα να μην έχουν γεννηθεί τα σχετικά δικαιώματα λήψης του επίδικου βοηθήματος και ως εκ τούτου οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, δε δικαιούνται να αξιώσουν την επικαλούμενη διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβλήθηκε σε έκαστο τούτων βάσει του άρθρου 17 του νέου καταστατικού και εκείνου που θα προέκυπτε από την εφαρμογή του άρθρου 34 του παλαιού καταστατικού. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι το αναιρεσείον δεν έχει τον χαρακτήρα του σωματείου, έτσι ώστε   να δημιουργούνται συμβατικές δεσμεύσεις από τις ως άνω διατάξεις των τροποποιημένων προς τούτο Καταστατικών με βάσει τις αναφερόμενες μεταγενέστερες αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων του, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσίβλητοι, αφού πρόκειται περί Ν.Π.Ι.Δ. που συστάθηκε με την ειδική διάταξη του άρθρου 6 παρ.20 του ν. 3029/2002 και τα όσα προβλέπονται σε αυτή, ενώ την αποφασιστική αρμοδιότητα για το επίδικο ζήτημα του τρόπου υπολογισμού της εφάπαξ παροχής που χορηγεί το εναγόμενο-αναιρεσείον και της μεταβολής του τρόπου υπολογισμού, έχουν οι παραπάνω συναρμόδιοι Υπουργοί (ΑΠ 829/2022, 1479/2021). Επίσης, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στις πιο πάνω σκέψεις της παρούσας, από τη μη εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 25 παρ. 2 των τροποποιηθέντων με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης Καταστατικών, δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της ισότητας, σε συνδυασμό με τον ανταποδοτικό χαρακτήρα του εφάπαξ βοηθήματος, όπως αβάσιμα επικαλούνται οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι, αφού δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση σε βάρος αυτών, καθόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ασφαλισμένοι υποβλήθηκαν προ μακρού χρόνου σε διαφορετικό καθεστώς κρατήσεων, η δε πενταετής μεταβατική περίοδος θεσπίστηκε ακριβώς για να εξαλειφθούν τυχόν αδικίες κατά την αποχώρηση υπαλλήλων που είχαν εισέλθει στην υπηρεσία πολύ παλιότερα. Η απόδοση δε στους ασφαλισμένους βοηθημάτων μεγαλύτερων από αυτά που έπρεπε να λάβουν με το νέο καθεστώς θα έφερνε αντιθέτως στους απομένοντες εν ενεργεία ασφαλισμένους σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους αποχωρούντες. Κατόπιν αυτών, οι σχετικοί δύο πρώτοι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, ενιαίως εκτιμώμενοι, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ' ουσίαν. Δεδομένου δε ότι η αναιρετική εμβέλεια των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως εκτείνεται στο σύνολο της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθίσταται αλυσιτελής η εξέταση των διατυπούμενων με αυτή λοιπών λόγων, καθώς και του πρόσθετου λόγου αυτής. Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την από 22-7-2020 (υπ'αριθμ. καταθ. ./23-7-2020) έφεση και ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων. Το κεφάλαιο της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την απόρριψη της αντέφεσης, δεν προσβάλλεται με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδαφ. α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιοδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 , μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δε χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της από 4-2-2021 (υπ'αυξ. αριθμ. ./4-2-2021 εφέσεως του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία το τελευταίο παραπονείτο για την παραδοχή της αγωγής και επεδίωκε την απόρριψη της. Το Εφετείο, αφού έκρινε νόμιμη και κατ'ουσίαν βάσιμη την αγωγή απέρριψε την ως άνω έφεση ως αβάσιμη κατ'ουσίαν. Από τις αιτιολογίες που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα των σχετικών λόγων αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η ως άνω έφεση, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου που αναφέρεται στη μη νομιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η  απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη.

 

Τέλος πρέπει να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (αρθρ. 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3139/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που απέρριψε την από 22-7-2020 (υπ' αριθμ. καταθ. ./2020) έφεση του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος.

 

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της ως άνω εφέσεως.

 

Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν αυτή.

 

Εξαφανίζει  την  υπ'  αριθμ.  435/2020  απόφαση  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Κρατεί και δικάζει την ένδικη από 18-10-2019 (υπ'αριθμ. καταθ. ./21-10-2019) αγωγή.

 

Απορρίπτει αυτή. Και

 

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους να καταβάλουν στο αναιρεσείον, για τα δικαστικά του έξοδα, το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2022.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στις 10 Ιανουαρίου 2023.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ