ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ « ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ »
ΑΠ
181/2022
Είναι ανεπίτρεπτη και άκυρη, κατά τις διατάξεις
των άρθρων 33 παρ. 1 και 7 παρ. 5 του ν. 2496/1997, συμβατική ρήτρα περιορισμού
της ευθύνης του ασφαλιστή που περιέχεται σε σύμβαση προαιρετικής ασφάλισης
οχήματος για προσωπικό ατύχημα οδηγού, σύμφωνα με την οποία ρήτρα εξαιρείται
από την ασφάλιση η περίπτωση εκείνη που ο ασφαλισμένος οδηγός τελούσε, κατά την
επέλευση κινδύνου, υπό την επήρεια οινοπνεύματος, κατά την έννοια και τις
προϋποθέσεις του άρθρου 42 ΚΟΚ.
Αριθμός
181/2022
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ'
Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή
-Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο
Νίκα, Μαρία Βάρκα, ʼννα Αγγελάτου - Βασιλείου
και Ασπασία
Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη,
Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε
σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, την 1η Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία
και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της
αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την
επωνυμία ..., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε
από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κλεάνθη Χατζησιδερή
με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των
αναιρεσιβλήτων: 1)
κατοίκου
και 2) ..., κατοίκου
... όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την ασκούσα αποκλειστικά τη γονική μέριμνα
αυτού μητέρα του
οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους
Γεώργιο Ντούρο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η
ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-6-2015 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων,
που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 919/2017
οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 10596/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα
με την από 29-10-2019 αίτηση της.
Κατά
τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ασπασία Μεσσηνιάτη - Γρυπάρη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η
υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553,
556, 558, 564, 566 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), είναι,
επομένως, παραδεκτή (άρθρα 577 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.)
και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων
της (άρθρα 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ.).
Κατά
τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 "αν δεν συμφωνήθηκε κάτι
άλλο, η ασφάλιση ατυχημάτων περιλαμβάνει τις σωματικές βλάβες που προέρχονται
από εξωτερική, βίαιη, αιφνίδια και ξένη προς την πρόθεση του ασφαλισμένου
αιτία, εφόσον προκαλέσει προσωρινή ή μόνιμη, μερική ή ολική αναπηρία ή θάνατο ή
ανάγκη νοσηλείας". Εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του πιο
πάνω ασφαλιστικού νόμου ορίζεται ότι "κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα
δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του
ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο
ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και
θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει,
κατ' αρχήν, ότι το σύνολο των διατάξεων του εν λόγω ασφαλιστικού νόμου αποτελούν
ρυθμίσεις "ημιαναγκαστικού" δικαίου, με την
έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορεί να
περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα του λήπτη της ασφαλίσεως,
παρά μόνο να διευρυνθούν. Με τον κανόνα αυτό, του ημιαναγκαστικού
χαρακτήρα των διατάξεων του ασφαλιστικού νόμου, εκδηλώνεται, για λόγους
γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το
ασθενέστερο στη σύμβαση ασφαλίσεως μέρος. Πράγματι, στη σύγχρονη ιδιωτική
ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσεως, είναι εμφανής η
ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου καταναλωτή,
δηλαδή του προσώπου που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη
επαγγελματικούς, ενόψει του ότι, στην περίπτωση αυτή, ελλείπει η διαπραγματευτική
ισοδυναμία των μερών, με ενδεχόμενη συνέπεια τη φαλκίδευση της παρεχόμενης
ασφαλιστικής καλύψεως μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής
ελευθερίας. Περαιτέρω όμως, με την ίδια διάταξη, εισάγονται δύο εξαιρέσεις από
τον προαναφερόμενο κανόνα. Η πρώτη, αναφέρεται σε διαφορετικού περιεχομένου
ειδικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού, όπως είναι οι περιπτώσεις α) του άρθρου 7
παρ. 3, που επιτρέπει, για την κάλυψη των εξόδων από τη λήψη εκ μέρους του
λήπτη της ασφαλίσεως των κατάλληλων μέτρων για την αποφυγή ή μείωση της ζημίας,
τα οποία βαρύνουν κατά το νόμο τον ασφαλιστή, αντίθετη συμφωνία, αν ο λήπτης
της ασφαλίσεως ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς
λόγους, β) του άρθρου 7 παρ. 6, σύμφωνα με την οποία με την ασφαλιστική σύμβαση
μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή (της παραγράφου 5
του ίδιου άρθρου), αν ο λήπτης της ασφαλίσεως ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην
ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, γ) του άρθρου 14 παρ. 4, κατά την
οποία, αν ο λήπτης της ασφαλίσεως ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για
επαγγελματικούς λόγους, μπορεί να συμφωνηθεί η απαλλαγή του ασφαλιστή στο μέτρο
που από υπαιτιότητα των υπόχρεων ματαιώθηκε η άσκηση του αναγωγικού δικαιώματος
(κατά του τρίτου που προξένησε τη ζημία), δ) του άρθρου 18 παρ. 4, που
επιτρέπει τη συμβατική τροποποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου αυτού για την
ανοικτή ασφάλιση, αν ο λήπτης της ασφαλίσεως ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην
ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, ε) του άρθρου 19 παρ. 5, με την οποία
παρέχεται η δυνατότητα συμβατικής τροποποίησης των ρυθμίσεων του νόμου για την
ασφάλιση πυρκαγιάς, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην
ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους. Χαρακτηριστικό των περιπτώσεων της εν λόγω
εξαιρέσεως, με την οποία ο νομοθέτης απομακρύνεται από τον προαναφερόμενο
κανόνα, είναι, όπως γίνεται φανερό, η ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων από την
επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφαλίσεως. Η
δεύτερη εξαίρεση αναφέρεται στις ασφαλίσεις μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή
εγγύησης και στη θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών, ως εξ ορισμού εμπορικές
ασφαλίσεις, οι οποίες κατονομάζονται περιοριστικά. Πρόκειται για ειδικές
περιπτώσεις εμπορικής ασφαλίσεως μεγάλων επαγγελματικών κινδύνων, στις οποίες
προκρίνεται από το νομοθέτη, για τη διαμόρφωση των όρων των ασφαλιστικών αυτών
συμβάσεων, να αναπτυχθεί πλήρως η συμβατική ελευθερία των μερών, αδέσμευτη από
τους προστατευτικούς υπέρ του ασφαλισμένου περιορισμούς του Ν. 2472/1997, η
λειτουργία των οποίων δεν βρίσκει εδώ δικαιολογική
βάση, εφόσον μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει, ενόψει ιδίως του
αντικειμένου της ασφαλίσεως και της επαγγελματικής δραστηριότητας του λήπτη της
ασφαλίσεως, η ιδιωτική αυτονομία με όρους ουσιαστικά διαπραγματευτικής
ισοδυναμίας (Ολ.ΑΠ 19/2015, Ολ.ΑΠ
14/2013). Περαιτέρω, με τον Ν. 489/1976 "περί υποχρεωτικής ασφάλισης της
εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης", όπως κωδικοποιήθηκε με το π.
δ. 237/1986, ρυθμίζεται η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων
για ατυχήματα από αυτοκίνητα. Δεν αποκλείεται όμως, στο πλαίσιο της ελευθερίας
των συμβάσεων, με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με το οποίο ασφαλίστηκε η
παραπάνω αστική ευθύνη, να συναφθεί μεταξύ των συμβληθέντων και πρόσθετη
ασφάλιση προσωπικού ατυχήματος του οδηγού του αυτοκινήτου. Η ασφάλιση αυτή
είναι προαιρετική και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 2496/1997 περί
ιδιωτικής ασφαλίσεως, και όχι από τον Ν. 489/1976. Κατά συνέπειαν,
όταν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος ή, σε περίπτωση θανάτου
αυτού, οι κληρονόμοι του, δικαιούνται να απαιτήσουν από τον ασφαλιστή, κατά το
λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, την καταβολή του συμφωνηθέντος
ασφαλίσματος, στην αξίωση τους δε αυτή ουδεμία ασκεί νομική επιρροή η ύπαρξη ή
μη υπαιτιότητας του προκαλέσαντος την επέλευση του
ασφαλιστικού κινδύνου (ΑΠ 1788/2011). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.
1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε
κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί,
ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν
εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί
εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση
στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας
περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013).
Με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, ελέγχονται τα
σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω
βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα
κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση
κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα
δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998).
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν
την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των
πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο
της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός
αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές
της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει,
όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που
δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το
νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή
του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών
σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 59/2020, ΑΠ 532/2017, ΑΠ 114/2016).
Στην
προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από
την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν ως Εφετείο Μονομελές
Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων
κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ), τα ακόλουθα,
κρίσιμα για την έρευνα του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πραγματικά περιστατικά:
«Στις 13-2-2014 και περί ώρα 17.48 ο
οδηγώντας την υπ' αριθμ.
...δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του και κινούμενος στην περιοχή της
Καλλιθέας Αττικής και δη επί της Λεωφόρου Ποσειδώνος με κατεύθυνση από τον
Πειραιά προς τη Γλυφάδα, συγκρούσθηκε με το υπ' αριθμ.
κυκλοφορίας
αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο
και κινούνταν κατά τον ίδιο ως άνω
τόπο και χρόνο στο ίδιο ρεύμα κυκλοφορίας. Εξαιτίας δε του ενδίκου ατυχήματος ο
ως άνω οδηγός της υπ' αριθμ. κυκλοφορίας
δίκυκλης
μοτοσικλέτας τραυματίσθηκε θανάσιμα, οι δε εφεσίβλητοι τυγχάνουν οι μοναδικοί
νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του και δη κατά ποσοστό 1/4 η πρώτη και 3/4 ο
δεύτερος, εκδοθέντος σχετικά της υπ' αριθμ.
πράξεως
χορηγήσεως κληρονομητηρίου του Ειρηνοδίκη Αθηνών.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι η ανωτέρω
δίκυκλη μοτοσικλέτα ήταν ασφαλισμένη δυνάμει του υπ' αριθμ.
πολυασφαλιστηρίου συμβολαίου και της από 27-6-2013
πρόσθετης πράξεως αυτού στην εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία για την έναντι
τρίτων αστική της ευθύνη, καθώς επίσης και για ή προσωπικό ατύχημα του ως άνω
θανόντος οδηγού της με συμφωνηθέν ασφάλισμα ποσού 15.000 ευρώ, καταβλητέο σε
περίπτωση θανάτου στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτού, όπως άλλωστε και η ίδια
η εκκαλούσα συνομολογεί. Περαιτέρω, η εκκαλούσα επαναφέρει με τον πρώτο λόγο
εφέσεως τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της,
ότι το ένδικο ατύχημα εξαιρείται από την ασφαλιστική κάλυψη και η ίδια
απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του ως άνω συμφωνηθέντος ασφαλίσματος
στους εφεσίβλητους, διότι κατά το χρόνο επελεύσεως αυτού (ατυχήματος) ο θανών
οδηγός τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, και δη κατά ποσότητα 0,76 γραμ./λίτρο αίματος που υπερβαίνει το ανώτατο επιτρεπόμενο
όριο, βρισκόμενος σε κατάσταση μέθης, σύμφωνα με το άρθρο 42 του ΚΟΚ. Πλην
όμως, η επικαλούμενη συμβατική αυτή εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη
αποτελεί ανεπίτρεπτο περιορισμό των δικαιωμάτων των εφεσίβλητων - δικαιούχων
του ασφαλίσματος, ως ασθενέστερων μερών της συμβάσεως, μη αφορώσα
σε κάθε περίπτωση επαγγελματική χρήση του ασφαλισμένου οχήματος, και, ως εκ
τούτου, είναι άκυρη, κατ1 εφαρμογή της αναγκαστικού δικαίου διατάξεως του
άρθρου 33 παρ. 1 ν. 2496/1997, μη επιφέρουσα
ακυρότητα κατά τα λοιπά της επίδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, σύμφωνα με όσα
εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, που προηγήθηκε, απορριπτόμενου του
σχετικού ισχυρισμού της εκκαλούσας, που συνιστά και τον πρώτο λόγο εφέσεως, ως
αβασίμου». Από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι
το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, έκρινε ότι ο όρος εξαιρέσεως
από την ασφαλιστική κάλυψη λόγω οδηγήσεως υπό την επίδραση οινοπνεύματος, που
περιέχεται στο καταρτισθέν μεταξύ της αναιρεσείουσας
και του δικαιοπαρόχου των εναγόντων- αναιρεσιβλήτων ..
υπ' αριθμ.
πολυασφαλιστήριο συμβόλαιο, είναι άκυρος, καθόσον αφορά τη
συναφθείσα με το ίδιο συμβόλαιο και ρυθμιζόμενη από τις διατάξεις του ν.
2496/1997 περί ιδιωτικής ασφαλίσεως πρόσθετη ασφάλιση προσωπικού ατυχήματος του
οδηγού της ασφαλισμένης μοτοσυκλέτας, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 33
ν. 2496/1997, ενόψει του ότι με αυτόν επέρχεται περιορισμός των παρεχόμενων από
την ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως προσωπικού ατυχήματος δικαιωμάτων του
ασφαλισμένου και των ληπτών της ασφαλίσεως εναγόντων, που δεν ενεργούν στην
ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους. Εφόσον δε η ένδικη αξίωση πηγάζει πράγματι
από την πρόσθετη ασφάλιση προσωπικού ατυχήματος, που καταρτίσθηκε με το ίδιο
ασφαλιστήριο, με το οποίο είχε ασφαλισθεί, κατά τις διατάξεις του ν. 489/1976,
η έναντι τρίτων αστική ευθύνη της μοτοσυκλέτας του ασφαλισμένου δικαιοπαρόχου
των αναιρεσιβλήτων, το Δικαστήριο που εξέδωσε την
προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως την,
έχουσα εφαρμογή εν προκειμένω, διάταξη του άρθρου 33 ν, 2496/1997, αφού η
προκειμένη περίπτωση (ασφάλιση ατυχήματος, κατ' άρθρ. 31 του ίδιου νόμου) δεν
εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπονται από την ίδια διάταξη. Συνεπώς, ο
πρώτος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ [και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εφόσον η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε επί εφέσεως
κατ' αποφάσεως Ειρηνοδικείου], με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι
απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά
την έννοια του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και τον αντίστοιχο από τον αριθμό 6 του άρθρου 560
του ίδιου Κώδικα, για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως, ιδρύεται, όταν δεν
προκύπτουν από το αιτιολογικό της αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά που είναι
αναγκαία, για να κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν συντρέχουν οι όροι και
οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως που εφαρμόστηκε, ή αν δεν συντρέχουν οι
όροι και οι προϋποθέσεις που αποκλείουν την εφαρμογή της, καθώς και όταν η
απόφαση έχει ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς τον νομικό
χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επίδραση
στην έκβαση της δίκης. Ως αιτιολογία δε, που συγκροτεί τη νόμιμη βάση της
αποφάσεως, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει τον προαναφερόμενο αναιρετικό λόγο,
νοείται η παραδοχή ή άρνηση των περιστατικών που θεμελιώνουν το πραγματικό
μέρος της οικείας διατάξεως ουσιαστικού δικαίου, και όχι οι σκέψεις, κρίσεις ή
τα επιχειρήματα, με τα οποία το δικαστήριο αιτιολογεί γιατί πείθεται ή δεν
πείθεται ως προς τη συνδρομή των εν λόγω περιστατικών. Για να είναι ορισμένος ο
λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 6 άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ.,
πρέπει το αναιρετήριο να περιλαμβάνει α) τον κανόνα
ουσιαστικού που φέρεται ότι παραβιάστηκε, β) τις ουσιαστικές παραδοχές της
αποφάσεως ή τη μνεία ότι αυτή δεν περιέχει καθόλου αιτιολογία, ώστε να είναι
εφικτή, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, η
στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, γ) τον ουσιώδη αυτοτελή
ισχυρισμό (αγωγικό, ένσταση κλπ.) και τα πραγματικά
περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωση του, ως προς τον οποίο εμφανίζεται
η προβαλλόμενη έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και τη σύνδεση αυτού με το
διατακτικό της αποφάσεως, αν αυτή δεν είναι αυτονόητη, καθώς και ότι ο εν λόγω
(νόμιμος και ουσιώδης) ισχυρισμός είχε προταθεί παραδεκτά στο δικαστήριο που
εξέδωσε την απόφαση και δ) εξειδίκευση της πλημμέλειας που προσάπτεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή, ή τη μνεία ότι σ' αυτή δεν υπάρχει καθόλου
αιτιολογία ή, αν προβάλλεται ανεπαρκής και ελλιπής αιτιολογία, τα επιπλέον
ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση, ή να
προσδιορίζει ως προς τι υπάρχει και σε τι συνίσταται η έλλειψη του νομικού
χαρακτηρισμού των ουσιωδών περιστατικών που έγιναν δεκτά ή, αν προβάλλονται
αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προσδιορίζεται ποιες είναι αυτές, σε τι
συνίσταται η αντίφαση και από ποια αντικρουόμενα μέρη των αιτιολογιών αυτή
προκύπτει (πρβλ. ΟλΑΠ
20/2005, ΑΠ 1199/2018). Διαφορετικά, αν τα προαναφερόμενα δεν περιλαμβάνονται
με σαφήνεια και πληρότητα στο αναιρετήριο, ο σχετικός
λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, η οποία δεν αίρεται με
συμπλήρωση στις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (αγωγή ή
έφεση) του αναιρεσείοντος (Ολ.ΑΠ
57/90, ΑΠ 1199/2018).
Με
το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα
αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό από τον
αριθμό 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ [και όχι από τον
αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εφόσον η
προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε επί εφέσεως κατ' αποφάσεως Ειρηνοδικείου],
αιτιώμενη ότι το Εφετείο, με αντιφατικές αιτιολογίες, δέχτηκε ως αποδειχθέντα
πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση και δεν
ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης, καθόσον αναφέρεται σ' αυτήν ότι:
«Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι τα τέκνα του
ως άνω αποβιώσαντος οδηγού κατέστησαν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού και δη κατά
ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστο. Πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, κατά το χρόνο
ασκήσεως αλλά και συζητήσεως της κρινόμενης αγωγής αμφότερα τα τέκνα του
κληρονομουμένου, ήταν ανήλικα, ενόψει του ότι ο μεν
γεννήθηκε στις 2-6-2001, ο
δε
στις 20-12-2007 και, συνεπώς, αμφότερα τα ανήλικα τέκνα κληρονομούν τον αποβιώσαντα
πατέρα τους με το ευεργέτημα της απογραφής, ήτοι μη ευθυνόμενα με την ατομική
τους περιουσία. Επιπλέον, ουδόλως αποδείχθηκε, ότι η εκκαλούσα εταιρία και δη
σε χρονικό διάστημα προ της εγέρσεως της κρινόμενης αγωγής αξίωσε από την
εφεσίβλητη μητέρα τους (ανηλίκων), ως ασκούσα αποκλειστικά τη γονική μέριμνα
αυτών, να προβεί σε απογραφή της σε αυτά επαχθείσας
κληρονομιάς και δη εντός τετραμήνου και, συνεπώς, δεν έχουν αυτά (ανήλικα)
εκπέσει του ευεργετήματος της απογραφής και ουδόλως ευθύνονται ατομικά για την
ικανοποίηση της σε βάρος τους προβαλλόμενης αγωγικής
αξίωσης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, που
προηγήθηκε, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας, ως
αβασίμου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση
δέχθηκε τα ίδια, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει
στην πρώτη εφεσίβλητη το ποσό των 3.750 ευρώ και στο δεύτερο το ποσό των 11.250
ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 26-4-2015, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία των προπαρατεθεισών διατάξεων, που εφάρμοσε, ούτε και έσφαλε ως
προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και οι σχετικοί πρώτος και δεύερος λόγοι της κρινόμενης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν,
ως αβάσιμοι». Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, προεχόντως
ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρεται ποιος ο κανόνας του
ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και ποια η σύνδεση και η επίδραση της
επικαλούμενης πλημμέλειας στο διατακτικό της αποφάσεως, σε κάθε δε περίπτωση ως
αβάσιμος, ενόψει του ότι οι προαναφερόμενες παραδοχές, οι οποίες πράγματι δεν
έχουν σχέση με την υπό κρίση υπόθεση και εμφιλοχώρησαν στο σκεπτικό της
προσβαλλόμενης αποφάσεως από προφανή παραδρομή, δεν συνδέονται και δεν
επηρέασαν το διατακτικό αυτής, με το οποίο, μετ' απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη,
λόγω οδηγήσεως υπό την επήρεια οινοπνεύματος, απορρίφθηκε η έφεση αυτής.
Σύμφωνα
με το άρθρο 560 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το
άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015 "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων,
καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των
αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε
κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή
ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής
πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία
κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο λόγος
αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές, 2) αν το δικαστήριο
δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει
δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών
δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η
δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη
πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση
και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή
ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Εξ
αντιθέτου συνάγεται, ότι κατά των αποφάσεων των ως άνω δικαστηρίων δεν
επιτρέπεται αναίρεση για τους λοιπούς, αναφερόμενους στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ., λόγους, μεταξύ των οποίων και εκείνος του αριθμού
20, που ιδρύεται «αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να
δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο
έγγραφο αυτό». Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο η
αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την
πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ,
αιτιώμενη ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη
απόφαση του ως δικαστήριο δεύτερου βαθμού επί εφέσεως κατά αποφάσεως
Ειρηνοδικείου, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του καταρτισθέντος, μεταξύ αυτής και
του θανόντος ασφαλισμένου της, δικαιοπαρόχου των εναγόντων- αναιρεσιβλήτων,
ασφαλιστηρίου συμβολαίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού τέτοιος λόγος
δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιοριστικά απαριθμούμενων στο άρθρο 560 ΚΠολΔ λόγων.
Κατ'
ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να
απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα,
λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων,
οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων
(άρθρα 176, 180, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔικ),
όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να
διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα
παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Γ'β'
εδ. δ' του Κ.Πολ.Δικ., όπως
ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάσταση του με το
άρθρο τρίτο άρθρο 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρο ένατο άρθρο 1 παρ.
2 αυτού, για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα).
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει
την από 29.10.2019 και με ειδικό αριθμό καταθέσεως ./2019 αίτηση για αναίρεση
της υπ' αριθμ. 10596/2019 αποφάσεως του ως Εφετείου
δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Καταδικάζει
την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων
των αναιρεσίβλητων, το ύψος των οποίων καθορίζει στο
ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Και
Διατάσσει
την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα
παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ
και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ
στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στις 4 Φεβρουαρίου 2022.
Η
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ