ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ
159/2021
Διαφορές
από χορήγηση κοινωνικής παροχής από το Δημόσιο κ.λπ. - Δικαιοδοσία διοικητικών
δικαστηρίων - Αναίρεση για υπέρβαση δικαιοδοσίας - Αίτηση για επαναφορά των
πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση -.
Εφάπαξ ποσό κοινωνικής
ενίσχυσης ως αντιστάθμισμα της λύσης των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας
εργαζομένων στις εταιρίες του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Οι διαφορές που
προκύπτουν από τη χορήγηση ή μη της κοινωνικής παροχής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου
ή του ΟΑΕΔ συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας, υπαγόμενες στην αποκλειστική
δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον
αριθ. 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ο ’ρειος Πάγος αναιρεί
την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την
επικυρωθείσα από αυτήν απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που έχει το ίδιο
σφάλμα και δεν παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβληθείσα απόφαση, αλλά απορρίπτει αυτός την αγωγή.
Επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση διατάσσεται μόνο
όταν έγινε εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της προσβαλλόμενης με την αναίρεση
αποφάσεως και όχι οποιασδήποτε άλλης αποφάσεως.
Αριθμός 159/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
ΠΑΓΟΥ
Β2'Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους
Δικαστές: Μαρία Νικολακέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου
Πάγου, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου
- Εισηγήτρια, Όλγα Σχετάκη - Μπονάτου,
Θεόδωρο Μαντούβαλο και Καλλιόπη Πανά,
Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο
Κατάστημά του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως
Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος:
Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που
κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του
Εμμανουέλλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.,
η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων:
1) Μ. Π. του Γ., κατοίκου ... και 2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την
επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), που
εδρεύει στον ’λιμο και εκπροσωπείται νόμιμα. Ο πρώτος εκπροσωπήθηκε από την
πληρεξούσια δικηγόρο του Βιολέττα Βασιλάκου,
με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία
κατέθεσε προτάσεις και το δεύτερο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο
του Αγγελική Αμπατζόγλου, με δήλωση του άρθρου 242
παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με
την από 10/9/2012 αγωγή του ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου,
που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
756/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 585/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την
αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 21/6/2018
αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο,
οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη από
21-6-2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ./27-6-2018 αίτηση αναίρεσης
προσβάλλεται η 585/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε
αντιμωλία των διαδίκων. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου: Α) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 3-2-2016 και με αριθμό
κατάθεσης ./8-2-2016 έφεση του πρώτου των εναγομένων και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου ως προς το δεύτερο των
εναγομένων και ήδη δεύτερο των αναιρεσιβλήτων
Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού
Δυναμικού", Β) έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ` ουσία η ως άνω
έφεση ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, στρεφομένη κατά της 756/2015 απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία α) είχε γίνει εν μέρει δεκτή, ως
κατ` ουσία βάσιμη κατά την κύρια αυτής βάση, η από 10-9-2012 και με αριθμό
κατάθεσης ./2012 αγωγή του ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου,
μετά μερικό περιορισμό του αιτήματος αυτής με προφορική δήλωση αυτού κατά τη
συζήτηση, καταχωρισθείσα στα πρακτικά της
πρωτοβάθμιας δίκης και με τις προτάσεις του, και είχε αναγνωρισθεί ειδικότερα
ότι το πρώτο των εναγομένων και ήδη αναιρεσείον
Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, και ήδη πρώτο των αναιρεσιβλήτων, το χρηματικό ποσό των 112.002,48 ευρώ, και
επιπλέον υποχρέωσε αυτό να καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο
από την επίδοση της αγωγής, για διαφορές στο προβλεπόμενο από το άρθρο 4 παρ.1
του Ν.3717/2008 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης, β) είχε απορριφθεί ως νομικά
αβάσιμη η αγωγή τόσο κατά την από αδικοπραξία πρώτη επικουρική βάση αυτής,
συνισταμένη στην παράνομη και υπαίτια παράλειψη των οργάνων των εναγομένων να
καταβάλουν εντός της νόμιμης προθεσμίας των δύο μηνών τα αιτούμενα ποσά και
συνακόλουθα και κατά το κεφάλαιο καταβολής χρηματικής ικανοποίησης ύψους 25.000
ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής των βλάβης, όσο και κατά την δεύτερη
επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση αυτής, καθώς και ως προς το
ποσοστό του επιτοκίου υπερημερίας και γ) είχε απορριφθεί ως παθητικά
ανομιμοποίητη η ως άνω αγωγή ως προς το δεύτερο των εναγομένων και ήδη δεύτερο
των αναιρεσιβλήτων Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία
"Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού", το οποίο είχε εναχθεί
ως εις ολόκληρο συνοφειλέτης με το πρώτο των
εναγομένων Ελληνικό Δημόσιο προς καταβολή των πιο πάνω αξιώσεων. Η αίτηση
αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, συμφώνως προς τις διατάξεις των
άρθρων 552, 553, 556, 558, 564, 566 ΚΠολΔ, και πρέπει
κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος
να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της. Εξ
άλλου ναι μεν από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι επί απλής ομοδικίας, η οποία υπάρχει
και όταν ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρο υπόχρεοι προς
καταβολή ορισμένης εκ του νόμου παροχής (συνήθως αποζημίωσης από αδικοπραξία),
η αίτηση αναίρεσης του ενός εξ αυτών απευθύνεται κατά του αντιδίκου του που
νίκησε, όχι δε και κατά του ομοδίκου του αναιρεσείοντος,
ως προς τον οποίο ελλείπει το έννομο συμφέρον για την άσκησή της, πλην όμως
εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν δικαιολογείται εάν η προσβαλλόμενη απόφαση
περιέχει διάταξη ευνοϊκή για τον απλό ομόδικο και συγχρόνως βλαπτική για τον αναιρεσείοντα (ΟλΑΠ 15 - 16/1996,
ΟλΑΠ 1241/1979, ΑΠ 708/2010, ΑΠ 600/2003). Τέτοια
περίπτωση συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον κατά τις παρ. 2 και 4
του άρθρου 4 του ως άνω Ν. 3717/2008 δεν προβλέπεται εις ολόκληρο ενοχή του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και του ομοδίκου του
δευτέρου των αναιρεσιβλήτων Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία
"Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού" έναντι των δικαιούχων
για την καταβολή των προβλεπόμενων εκεί παροχών, που αποτελούν το αντικείμενο
της ένδικης διαφοράς, αλλά ορίζεται ότι αυτές καταβάλλονται από το δεύτερο των αναιρεσίβλητων Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Οργανισμός
Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού", του οποίου οι σχετικές δαπάνες
καλύπτονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και συνακόλουθα το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, ως προς το οποίο κρίθηκε
πρωτοδίκως και κατ` έφεση ότι αυτό και όχι το ομόδικο του Ν.Π.Δ.Δ.
νομιμοποιείται παθητικά για την καταβολή των εκ του νόμου αυτού παροχών, έχει
έννομο συμφέρον προς άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης στρεφομένης κατά του
ομοδίκου του δευτέρου των αναιρεσίβλητων Ν.Π.Δ.Δ. με
την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού", αρνούμενο
με τον δεύτερο και τρίτο αναιρετικό λόγο την παθητική του νομιμοποίηση.
Συνεπώς η ένδικη αίτηση
αναίρεσης είναι παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και
πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς αυτούς αναφορικά με το παραδεκτό και
βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 του ΚΠολΔ).
2. Με τις διατάξεις του
άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά
την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ`
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας
και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως
νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ.
1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και
υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του
άρθρου 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των
τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου,
εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)... γ)... Από τις
διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος
που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι
διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές οι οποίες προκύπτουν από τη
διατάραξη εννόμων σχέσεων ή καταστάσεων διεπομένων από κανόνες του δημοσίου
δικαίου και ειδικότερα οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από
ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν
εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος
οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα
του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση
δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993,
ΑΕΔ 10/1989). Στις διαφορές αυτές υπάγονται και εκείνες που προκύπτουν από
υλικές ενέργειες που τελέσθηκαν σε συνάρτηση και λειτουργία της δημόσιας
υπηρεσίας ή εξ αιτίας της και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της
περιουσίας του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που
ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 5/1995). Αντίθετα
ιδιωτικές είναι οι διαφορές, οι οποίες προκύπτουν από την αμφισβήτηση περί την
ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα βιοτικής σχέσης
συγκεκριμένου προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ΑΠ 485/2008, ΑΠ 1485/2008,
ΑΠ 1800/1987). Εξ άλλου σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του
άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν.
1406/1983, με τα άρθρα 1 παρ. 1 και 9 του οποίου, όλες οι διοικητικές διαφορές
ουσίας υπήχθησαν από 11 Ιουνίου 1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών
δικαστηρίων, ενώ η παρ.2 του άρθρου 1 αυτού διέλαβε ενδεικτικά, όπως προκύπτει
από τη λέξη "ιδίως", διάφορες κατηγορίες διοικητικών διαφορών ουσίας
που υπήχθησαν στη ρύθμιση αυτή. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. η του Ν. 1406/1983 ορίσθηκε ότι στις διοικητικές
διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων
περιλαμβάνονται και εκείνες που αφορούν την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών
τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς
αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού
Κώδικα, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. θ
του ιδίου νόμου, όπως στη συνέχεια το εδάφιο θ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29
παρ.3 του Ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που
υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται και οι
διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του
προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης
και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες
ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως "αποδοχές",
κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, νοούνται οι αποδοχές του
προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση
δημόσιου δικαίου. Απ` αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις
αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α ή τα Ν.Π.Δ.Δ, με
σύμβαση ή σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη
δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 533/2018, ΑΠ 22/2016, ΑΠ
1340/2014, ΑΠ 1635/2012). Επίσης από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι εάν
ανέκυψε διαφορά προς καταβολή αποζημίωσης για παράνομη ενέργεια (πράξη ή
παράλειψη) οργάνων του δημοσίου, εξ αιτίας της οποίας προκλήθηκε ζημία από τη
μη καταβολή αποδοχών ή άλλων παροχών σε πρόσωπο συνδεόμενο με το Δημόσιο κλπ με
σύμβαση ή σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (λ.χ. με την παράλειψη έκδοσης της
αναγκαίας προς τούτο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή με την έκδοση αυτής με μη
σύννομο περιεχόμενο), οπότε η επικαλούμενη παράνομη ενέργεια συντελέσθηκε ή
έχει ως υπόβαθρο σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή έργου, η ούτω προκύψασα
διαφορά συνιστά διαφορά ιδιωτικού δικαίου και υπάγεται στη δικαιοδοσία των
πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/2004). Εάν, αντιθέτως, η σχετική υποχρέωση του
Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. αφορά παροχή κοινωνικού χαρακτήρα, η οποία έχει
νομοθετηθεί κατ` ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και προς εξυπηρέτηση δημοσίου
συμφέροντος [και μάλιστα στο πλαίσιο νομοθέτησης δέσμης μέτρων κοινωνικού
χαρακτήρα], οι προκύπτουσες διαφορές από τη μη καταβολή της παροχής αυτής, είτε
στηρίζονται απ` ευθείας στις διατάξεις του νόμου που την προβλέπουν, είτε
αφορούν την καταβολή αποζημίωσης από παράνομη παράλειψη των οργάνων της
διοίκησης να προβούν στην έκδοση της τυχόν αναγκαίας εκτελεστής διοικητικής
πράξης για την καταβολή αυτής, συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας και
υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Δεν υφίσταται δε έδαφος
εφαρμογής του κριτηρίου της υποκειμένης σχέσης στην
περίπτωση αυτή, καθότι ο δικαιούχος της ως άνω παροχής, πέραν του ως άνω
χαρακτήρα της ως δημοσίου δικαίου, δεν συνδέεται με σύμβαση ή σχέση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου με τον υπόχρεο προς καταβολή αυτής δημόσιο φορέα. Επομένως
στην περίπτωση αυτή είναι αδιάφορο το εάν ο δικαιούχος της ως άνω παροχής
συνδεόταν με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου με δημόσια
ή ιδιωτική επιχείρηση, της οποίας έπαυσε η λειτουργία και της οποίας η
οικονομική αδυναμία για καταβολή προβλεπόμενων από την εργατική νομοθεσία
παροχών στους απασχολουμένους σε αυτήν μισθωτούς οδήγησε το Δημόσιο στη θέσπιση
μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα, αναλόγου περιεχομένου, προς ανακούφιση των
μισθωτών αυτών, ή το εάν η θέσπιση των μέτρων αυτών αφορούσε μόνο τη
συγκεκριμένη κατηγορία μισθωτών που απασχολούντο στην επιχείρηση αυτή, αφού τα
ανωτέρω ανάγονται στο σκοπό της θέσπισης της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης.
Τέλος διοικητική διαφορά ουσίας είναι και η προκύπτουσα από τον αδικαιολόγητο
πλουτισμό του Δημοσίου, όταν η υποκειμένη σχέση είναι
δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 2/2016 ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 28/2011, ΑΕΔ 2/1993). Περαιτέρω,
με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 14Α του Ν. 3429/2005 (ΦΕΚ Α 314), η οποία
προστέθηκε με το άρθρο 40 του Ν.3710/2008 (ΦΕΚ Α 216) ορίσθηκε ότι
"Δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες σωρευτικά: α) αντιμετωπίζουν σοβαρά
οικονομικά προβλήματα ή προβλήματα στη διάρθρωση της δομής των ιδίων κεφαλαίων
τους ή παρουσιάζουν έκδηλη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους ή
έχουν ίδια κεφάλαια τα οποία με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό
έχουν απομειωθεί τόσο ώστε να συντρέχει νόμιμη
περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 48 του κ.ν.2190/1920 και β) έχουν λάβει στο
παρελθόν κρατικές ενισχύσεις με αποτέλεσμα η περαιτέρω ενίσχυσή τους από το
Ελληνικό Δημόσιο να αντίκειται στις διατάξεις του Κοινοτικού Δικαίου, είναι
δυνατόν να τεθούν υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης κατά παρέκκλιση από τις
διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Στην περίπτωση αυτή διορίζεται εκκαθαριστής.
Εκκαθαριστής μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο υποδείξουν οι
αιτούντες την εκκαθάριση, οι οποίοι συνυποβάλλουν στο αρμόδιο κατά την επόμενη
παράγραφο δικαστήριο δήλωση του προτεινόμενου εκκαθαριστή ότι αποδέχεται την
υπόδειξή του ως εκκαθαριστή". Εξάλλου, με την διάταξη της παρ. 4 του ίδιου
άρθρου 14Α του Ν.3429/2005 ορίσθηκε ότι "Η θέση της επιχείρησης σε ειδική
εκκαθάριση δεν αποτελεί λόγο λύσεως της εταιρείας, δεν συνεπάγεται διακοπή της
λειτουργίας της και δεν επιφέρει τη λύση των πάσης φύσεως συμβάσεών της, ούτε
αποτελεί λόγο λύσεως αυτών. Η θέση της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση συνιστά
πάντως σε κάθε περίπτωση, για τον εκκαθαριστή και μόνο, σπουδαίο λόγο για την
καταγγελία οποιασδήποτε συμβάσεως της επιχείρησης. Ο εκκαθαριστής διορίζεται
και εκπροσωπεί την επιχείρηση. Ο εκκαθαριστής μπορεί να αποφασίζει την άμεση
διακοπή ή το σταδιακό περιορισμό ή διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης,
όπως και τη διατήρηση ή μη των πάσης φύσεως συμβάσεων της επιχείρησης. Ειδικά
οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού που συνδέεται με την επιχείρηση με σχέση
εξαρτημένης εργασίας, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου, καθώς και με συμβάσεις
έμμισθης εντολής δικηγόρων ή νομικών συμβούλων, μπορούν, όλες ή μερικές από
αυτές, μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του Εφετείου, κατά την κρίση
του εκκαθαριστή και με αποφάσεις του εκκαθαριστή λαμβανόμενες προς το συμφέρον
και τις ανάγκες της εκκαθάρισης, να λύονται με καταγγελία, ή και να
αναστέλλονται, αζημίως για την επιχείρηση. Στις περιπτώσεις αυτές προϋποτίθεται
ότι θα υιοθετηθούν μέτρα, όπως τα όσα στο επόμενο εδάφιο αναφέρονται. Οι
Υπουργοί Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Οικονομίας και Οικονομικών,
Εσωτερικών και ο εποπτεύων την επιχείρηση Υπουργός, με αποφάσεις τους οφείλουν
να θεσπίζουν μέτρα κοινωνικής προστασίας, όπως ιδίως προγράμματα επιδότησης
κατά της ανεργίας, παροχές για απώλεια εισοδήματος, εφάπαξ παροχές ή βοηθήματα,
προγράμματα επιμόρφωσης, επανακατάρτισης και
επανένταξης στην αγορά εργασίας, μεταφορά σε φορείς και υπηρεσίες του ευρύτερου
δημόσιου τομέα, μοριοδότηση προς πρόσληψη στον
ευρύτερο δημόσιο τομέα, υπέρ των εργαζομένων που συνδέονται με την επιχείρηση
με σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθώς και υπέρ των εμμίσθων δικηγόρων ή νομικών
συμβούλων της επιχείρησης, των οποίων οι συμβάσεις λύονται ή αναστέλλονται κατά
τα ανωτέρω, πλην περιπτώσεων καταγγελίας συμβάσεως για τέλεση ποινικού
αδικήματος ή συνεπεία τελέσεως σοβαρής παραβιάσεως συμβατικής υποχρεώσεως. Οι
εν λόγω υπουργικές αποφάσεις μπορούν να θεσπίζουν τα ίδια μέτρα και για
συμβάσεις οι οποίες λύθηκαν ή ανεστάλησαν σύμφωνα με τα παραπάνω έως και έξι
μήνες πριν από τη θέση της επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση". Επακολούθησε
ο Ν. 3717/2008 (ΦΕΚ Α 239) ".............": το με σχέση εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών, καθώς και οι με
συμβάσεις έμμισθης εντολής δικηγόροι ή νομικοί σύμβουλοι των Σημερινών
Εργοδοτών ... (4). Εποχικό Προσωπικό: ... (5). "Τακτικές Μηνιαίες
Αποδοχές" : το ποσό που ισούται με το βασικό μηνιαίο μισθό και τα τακτικά
μηνιαία επιδόματα τα οποία καταβάλλονται σε κάθε εργαζόμενο και τα οποία
ισχύουν με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή εξομοιούμενες με συλλογικές
συμβάσεις εργασίας διαιτητικές αποφάσεις την 1.10.2008, προσαυξημένο κατά 2,5%.
Στα επιδόματα αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και
Πάσχα και αδείας για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού .... (6)
"Ισοδύναμες Μηνιαίες αποδοχές" : ... (7). "Κρίσιμη
Ημερομηνία" : η ημερομηνία δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης με την
οποία καθεμία από τις Εταιρείες που είναι Σημερινοί Εργοδότες τίθεται σε
καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α`), που
προστέθηκε με το άρθρο 40 του ν.3710/2008 (ΦΕΚ 216 Α`), όπως ισχύει.". Με
τη διάταξη του άρθρου 4 του ιδίου νόμου(3717/2008) υπό τον παράτιτλο
"Εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης", όπως η διάταξη αυτή συμπληρώθηκε
με την προσθήκη παρ. 5, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 49 παρ. 4 του
Ν.3871/2010 (ΦΕΚ Α 141) ορίστηκε ότι "(1). Στους ανήκοντες στο Τακτικό και
Εποχικό Προσωπικό των Σημερινών Εργοδοτών εργαζομένους, των οποίων οι συμβάσεις
με την επιχείρηση λύονται ή καταγγέλλονται μετά την Κρίσιμη Ημερομηνία,
καταβάλλεται εντός διμήνου από την υποβολή της αίτησης της επόμενης παραγράφου
2 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης το οποίο ισούται προς : α. Το ποσό της
νόμιμης αποζημίωσης που αντιστοιχεί στην καταγγελία της σχέσης έμμισθης εντολής
δικηγόρων ή νομικών συμβούλων. β. Για το λοιπό Τακτικό Προσωπικό, ποσό που
αντιστοιχεί στο χρόνο προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε από τους Σημερινούς
Εργοδότες και τους Αρχικούς Εργοδότες, ως εξής: (i) Για προϋπηρεσία μέχρι ενός
έτους, ποσό ίσο με τις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά το ένα έκτο
(1/6) αυτών. (ii) Για προϋπηρεσία πλέον του έτους και μέχρι τεσσάρων ετών, ποσό
διπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6)
αυτών. (iii) Για προϋπηρεσία πλέον των τεσσάρων ετών και μέχρι έξι ετών, ποσό
τριπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6)
αυτών. (iv) Για προϋπηρεσία πλέον των έξι ετών και μέχρι οκτώ ετών, ποσό
τετραπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6)
αυτών. (v) Για προϋπηρεσία πλέον των οκτώ ετών και μέχρι δέκα ετών, ποσό
πενταπλάσιο των Τακτικών Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6)
αυτών. (vi) Για συμπληρωμένη προϋπηρεσία δέκα ετών, ποσό εξαπλάσιο των Τακτικών
Μηνιαίων Αποδοχών προσαυξημένο κατά το ένα έκτο (1/6) αυτών. (vii) Για κάθε
συμπληρωμένο έτος υπηρεσίας πάνω από τα δέκα προστίθεται ποσό ίσο με τις
Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο με το ένα έκτο (1/6) αυτών, με ανώτατο
όριο ποσό ίσο με είκοσι τέσσερις Τακτικές Μηνιαίες Αποδοχές προσαυξημένο κατά
το ένα έκτο (1/6) αυτών. γ) Για το Εποχικό Προσωπικό, ...... (2). Για την
καταβολή του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να
υποβάλουν σχετική αίτηση εντός διμήνου από τη λύση ή καταγγελία της σύμβασης
στην αρμόδια υπηρεσία παροχών του ΟΑΕΔ του τόπου κατοικίας τους. Με την αίτηση
συνυποβάλλονται η καταγγελία ή λύση της σύμβασης και βεβαίωση από τον
εκκαθαριστή περί του ύψους του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης που δικαιούται
ο εργαζόμενος, όπου αναγράφεται αναλυτικά ο τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού
και η οποία εκδίδεται εντός πέντε (5) ημερών από σχετική αίτηση του
ενδιαφερομένου. (3). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών
και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που
προκύπτουν από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. (4). Οι δαπάνες που
προκαλούνται από την εφαρμογή της διάταξης του παρόντος άρθρου καλύπτονται από
τον Κρατικό Προϋπολογισμό και καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ μετά από τη μεταφορά
των σχετικών κονδυλίων. (5). Η καταβολή του εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης
στους δικαιούχους του άρθρου αυτού μπορεί να γίνει εν όλω
ή εν μέρει με την έκδοση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Με απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το ύψος των ομολόγων που θα εκδοθούν, οι όροι
και η διαδικασία έκδοσής τους". Στη συνέχεια κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 4
του άρθρου 4 του Ν. 3717/2008, εκδόθηκαν η με αριθ. 14360/583/13.7.2010 (ΦΕΚ Β
1062) Κοινή Απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής
Ασφάλισης και η με αριθ. 925/54/17.3.2011 (ΦΕΚ Β 439) Κοινή Απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με τις οποίες
προβλέφθηκε η καταβολή από τον ΟΑΕΔ στους δικαιούχους της πιο πάνω παροχής και
έναντι αυτής, δύο δόσεων ποσού 15.000 ευρώ με την πρώτη και ποσού 20.000 ευρώ
με τη δεύτερη και συνολικά ποσού 35.000 ευρώ για τον καθένα, μετά από μεταφορά
των σχετικών κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ με την με αριθ.
2/10210/0023Α/31.1.2011 Απόφαση του Υφυπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β 241) που
εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 5 του άρθρου 4 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε
η καταβολή του υπολειπόμενου μέρους της ως άνω παροχής με την έκδοση ομολόγου
σε άυλη μορφή, σταθερού επιτοκίου 1% ετησίως, με ημερομηνία έκδοσης 31.1.2011
και λήξης 30.6.2012, διαπραγματεύσιμου στο Χρηματιστήριο Αξιών ..... και
συνακόλουθα δεκτικού προεξόφλησης, του οποίου οι τίτλοι θα διανέμονταν στους
δικαιούχους από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Τέλος με το Ν.Δ. 212/1969 (ΦΕΚ
Α 112), όπως ήδη αυτό ισχύει, ορίζεται ότι ο ΟΑΕΔ αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας (άρθρο 1). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 3717/2008, του οποίου οι
νομοθετικές ρυθμίσεις κατά την Αιτιολογική του Έκθεση στόχο έχουν την ενίσχυση,
τη μεταβατική υποστήριξη και την εργασιακή αποκατάσταση των εργαζομένων στις
εταιρείες του Ομίλου της Ολυμπιακής Αεροπορίας στο πλαίσιο αποκρατικοποίησης
της Ολυμπιακής και θέσης των εταιρειών του Ομίλου υπό ειδική εκκαθάριση,
θεσπίσθηκαν "κοινωνικές ρυθμίσεις" για τους εργαζομένους στις ως άνω εταιρείες
(ΟλΣτΕ 2112/2014), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται
και η χορήγηση εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης, ως αντιστάθμισμα της λύσης
των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αυτών από τις εργοδότιδες
εταιρείες αζημίως, χωρίς δηλαδή την καταβολή αποζημίωσης για την καταγγελία των
συμβάσεων εργασίας αυτών, λόγω του καθεστώτος ειδικής εκκαθάρισης, υπό το οποίο
τέθηκαν οι εν λόγω εταιρείες. Μάλιστα η καταβολή του ανωτέρω ποσού εντάχθηκε
στο νόμο αυτό, ως ένα από τα μέτρα κοινωνικής στήριξης των εργαζομένων, για
τους οποίους, πέραν του μέτρου αυτού, θεσπίσθηκαν διατάξεις για τη λειτουργία
προγράμματος ειδικής επιδότησης ανεργίας διαρκείας μέχρι ενός έτους (άρθ. 3
Ν.3717/2008) προβλέφθηκε η δυνατότητα μεταφοράς ύστερα από αίτησή τους σε
υπηρεσίες του δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, ανεξάρτητες αρχές ή σε ΝΠΙΔ που
εποπτεύονται από το Υπουργείο Μεταφορών, εφόσον υπάρχει κενή θέση ή ανάγκη του
οικείου φορέα (άρθ. 7 του Ν. 3717/2008) και προβλέφθηκε η αυξημένη μοριοδότησή τους για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς του
δημοσίου τομέα για την πρόσληψη υπαλλήλων (άρθ. 8 του Ν.3717/2008).
Συνεπώς το προαναφερόμενο
εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης, δεν συνιστά αποζημίωση απόλυσης, αλλά αφορά
παροχή κοινωνικού χαρακτήρα που προβλέπεται από το νόμο προς εξυπηρέτηση σκοπού
δημοσίου συμφέροντος (μέτρα κοινωνικής προστασίας συγκεκριμένης κατηγορίας
εργαζομένων), καλύπτεται από τον κρατικό Υπολογισμό και καταβάλλεται από το
νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης
Εργατικού Δυναμικού", οι δε αξιώσεις που απορρέουν από την εφαρμογή της
ανωτέρω διάταξης τυγχάνουν στην ουσία διοικητικής φύσης, ρυθμιζόμενες από το
δημόσιο δίκαιο. Επομένως οι προκύπτουσες από τη χορήγηση ή μη της εν λόγω
κοινωνικής παροχής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ή του Ο.Α.Ε.Δ. διαφορές
συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας, υπαγόμενες στην αποκλειστική δικαιοδοσία
των διοικητικών δικαστηρίων (ΑΠ 1272/2018). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των
άρθρων 2 και 4 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, με την
επιφύλαξη του παρεμπίπτοντος ελέγχου του κύρους διοικητικής πράξης, περίπτωση
για την οποία δεν πρόκειται, απαγορεύεται κάθε επέμβαση των πολιτικών
δικαστηρίων σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις υπαγόμενες στα διοικητικά
δικαστήρια και ότι αγωγή που αφορά διαφορά υπαγομένη στη δικαιοδοσία των
διοικητικών δικαστηρίων, απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως εάν εισαχθεί
προς εκδίκαση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Τέλος η υπέρβαση από τα
πολιτικά δικαστήρια της δικαιοδοσίας τους ιδρύει λόγο αναίρεσης από τη διάταξη
του άρθρ. 559 αριθ. 4 ΚΠολΔ, κατά την έννοια της
οποίας υφίσταται υπέρβαση δικαιοδοσίας και ιδρύεται επομένως ο λόγος αυτός
αναίρεσης, όταν τα πολιτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υπόθεσης, η οποία κατά το
νόμο ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ποινικού ή διοικητικού, ή στη
δικαιοδοσία διοικητικής αρχής (ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ
1666/2014, ΑΠ 1524/2013).
3. Στην προκειμένη
περίπτωση ο ενάγων και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος με
την από 10-9-2012 αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου ως ιπτάμενος χειριστής από την εταιρεία με την
επωνυμία " Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ". Ότι στις 2.12.2009 η ανωτέρω
εργοδότριά του τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, δυνάμει της υπ` αρ. 5714/2009
τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών κατά το άρθρο 14Α του Ν.3429/2005,
όπως αυτό τροποποιήθηκε από το Ν.3710/2008, και ορίσθηκε ως ειδική εκκαθαρίστρια αυτής η εταιρεία με την επωνυμία "Εθνική
Κεφαλαίου Ανώνυμη Εταιρεία Διαχειρίσεως Ενεργητικού και Παθητικού". Ότι η
έως τότε εργοδότριά του, διά της προαναφερόμενης εκκαθαρίστριας
εταιρείας, κατήγγειλε αζημίως την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου
που είχε συνάψει με εκείνη και ειδικότερα στις 15.12.2009, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στο άρθρο 14Α του Ν.3429/2005. Ότι αυτός δικαιούτο, επομένως, το
προβλεπόμενο από το άρθρο 4 του Ν.3717/2008 εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης,
καθότι υπέβαλε νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός της δίμηνης προθεσμίας από
την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας τους, στην αρμόδια υπηρεσία του ΟΑΕΔ του
τόπου κατοικίας του την αναφερόμενη στην αγωγή αίτησή του, με την οποία ζητούσε
να του καταβληθεί το αντίστοιχο εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης, σύμφωνα με τη
βεβαίωση που του είχε χορηγήσει η ως άνω εκκαθαρίστρια,
το οποίο υπολογίσθηκε στο αναγραφόμενο στην αγωγή ποσό με βάση τα έτη
προϋπηρεσίας αυτού και το ύψος των τακτικών μηναίων αποδοχών του. Ότι, παρά το
γεγονός πως παρήλθε η από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Ν.3717/2008 δίμηνη
προθεσμία από της υποβολής της αιτήσεως, εν τούτοις τόσο το πρώτο εναγόμενο και
ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, όσο και το δεύτερο
εναγόμενο και ήδη δεύτερο των αναιρεσιβλήτων Ν.Π.Δ.Δ.
(ΟΑΕΔ) του κατέβαλαν μόνο έναντι του ποσού αυτού, ήτοι 15.000 ευρώ στις
26-7-2010 και 20.000 ευρώ στις 18-4-2011 και αρνούνται παρανόμως και υπαιτίως
να του καταβάλουν το υπόλοιπο ως άνω εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης που
δικαιούται, το οποίο του οφείλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρο κατ` εφαρμογή
του άρθρου 4 του Ν.3717/2008, άλλως και επικουρικά ως αποζημίωση λόγω
αδικοπραξίας, καθότι οι εναγόμενοι υπαιτίως παρέλειψαν να εφαρμόσουν τις
διατάξεις του νόμου αυτού, προκαλώντας του ισόποση ζημία, άλλως και επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου
πλουτισμού, καθότι με τη μη καταβολή των ως άνω ποσών εφάπαξ κοινωνικής
ενίσχυσης κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος του. Με αυτό το ιστορικό ζήτησε,
μετά από περιορισμό του αιτήματος της αγωγής κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου συζήτηση με προφορική δήλωση καταχωρισθείσα
στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και με τις προτάσεις τους (ενόψει των
γενομένων εντωμεταξύ καταβολών), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να
του καταβάλουν εις ολόκληρο, το ποσό των 20.000 ευρώ για εναπομείνασες διαφορές
στο εφάπαξ ποσό κοινωνικής ενίσχυσης, που δικαιούτο, και επί πλέον να
αναγνωρισθεί υποχρέωση τους, να του καταβάλουν εις ολόκληρον
επίσης, το ποσό των 156.589,91 ευρώ για την ίδια άνω αιτία, καθώς και να
αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν το ποσό των 25.000 ευρώ ως
χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την
αδικοπραξία, με το νόμιμο τόκο. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η ως άνω
αγωγή, τόσο κατά την κύρια, όσο και κατά τις επικουρικές της βάσεις εισάγει,
σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, διοικητική διαφορά ουσίας και συνακόλουθα δεν
εμπίπτει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα η αγωγή κατά την
κύρια αυτής βάση έχει ως αντικείμενο την καταβολή του ανωτέρω ποσού κοινωνικής
ενίσχυσης, το οποίο προβλέπεται από το νόμο (άρθ. 4 του Ν. 3717/2008) προς
εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος (μέτρα κοινωνικής προστασίας) και επομένως οι
απορρέουσες από την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης αξιώσεις του ενάγοντος, οι
οποίοι δεν συνδέονται άλλωστε με τους υπόχρεους δημόσιους φορείς για την
καταβολή της με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, τυγχάνουν στην ουσία
διοικητικής φύσης και ρυθμίζονται από το δημόσιο δίκαιο. Ωσαύτως η αγωγή δεν
εμπίπτει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων τόσο κατά την πρώτη
επικουρική της βάση [ανεξαρτήτως του ότι μόνη η εκ μέρους των οργάνων των
εναγομένων παρά το νόμο παράλειψη εφαρμογής των προβλεπομένων από τη ρύθμιση
του άρθρου 4 του Ν.3717/2008 δεν ιδρύει αδικοπρακτική
ευθύνη αυτών κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ],
εφόσον η επικαλούμενη με την αγωγή παρανομία τελέσθηκε σε συνάρτηση με την
οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και δεν συνδέεται με τη
διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του πρώτου ή και του δευτέρου των
εναγομένων, ούτε οφείλεται κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα σε προσωπικό πταίσμα
οργάνου αυτών ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων, όσο
και κατά τη δεύτερη επικουρική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάση αυτής,
διότι η υποκειμένη σχέση είναι κατά τα ανωτέρω σχέση
δημοσίου δικαίου (ΑΠ 356/2020, ΑΠ 735/2020, ΑΠ 1463/2019, ΑΠ 1272/2018).
4. Το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης μόνο κατά την κύρια βάση της αγωγής στο
πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της από 3.2.2016 έφεσης του
εκκαλούντος - πρώτου των εναγομένων και ήδη αναιρεσείοντος
Ελληνικού Δημοσίου, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ενώπιον του επαναφερθέντα με τον πρώτο λόγο της έφεσης ισχυρισμό περί
ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, με το σκεπτικό ότι η ένδικη
διαφορά είναι ιδιωτικού χαρακτήρα, καθότι η προβλεπόμενη από το Ν.3717/2008
παροχή της εφάπαξ κοινωνικής ενίσχυσης συναρτάται και έχει ως υπόβαθρο αυτής τη
σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την
ειδικότητα του ιπτάμενου χειριστή του ενάγοντος με την εργοδότριά τους εταιρεία
με την επωνυμία "Ολυμπιακές Αερογραμμές ΑΕ", έστω και εάν η παροχή
αυτή έχει προνοιακό χαρακτήρα, και ως εκ τούτου
υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, επικυρώνοντας έτσι την
ομοίως αποφανθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Με την κρίση του αυτή
το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έσφαλλε, κατά τα ήδη προεκτεθέντα,
ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του
Συντάγματος, 1 εδ. α και 2 του ΚΠολΔ,
1 του Ν. 1406/1983 και 4 του Ν. 3717/2008. Επομένως ο περί τούτου από τον
αριθμό 4 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (και όχι και από
τον αριθμό 19 του ιδίου άρθρου) λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Στο ίδιο επίσης
σφάλμα υπέπεσε και η 756/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Αθηνών, η οποία, αφού απέρριψε με παρόμοιες σκέψεις τον περί ελλείψεως
δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ισχυρισμό του πρώτου των εναγομένων και
ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια
προέβη στην εκδίκαση της διαφοράς και α) απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά
τις επικουρικές από αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό βάσεις αυτής και
συνακόλουθα και ως προς το αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης και ως
παθητικά ανομιμοποίητη ως προς το δεύτερο των εναγομένων και ήδη δεύτερο των αναιρεσιβλήτων Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία " Οργανισμός
Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού - Ο.Α.Ε.Δ." και β) δέχθηκε εν μέρει την
αγωγή, μετά τον γενόμενο περιορισμό του αιτήματος αυτής, ως βάσιμη κατ` ουσία
και αναγνώρισε την υποχρέωση του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος
Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 112.002,48 ευρώ με το
νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθώς επίσης επιπλέον να
καταβάλει και το ποσό των 20.000 ευρώ, ως εναπομείναντα υπόλοιπα της εφάπαξ
κοινωνικής παροχής του άρθρου 4 του Ν. 3717/2008.
5. Με τη διάταξη της παρ.1
του άρθρου 580 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο ’ρειος
Πάγος αναιρέσει την απόφαση για υπέρβαση δικαιοδοσίας, τα πολιτικά δικαστήρια
δεν έχουν δικαίωμα ν` ασχοληθούν με την υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή συναναιρείται και η πρωτόδικη απόφαση που έχει τυχόν
επικυρωθεί με την απόφαση που αναιρέθηκε, εφόσον και αυτή ενέχει υπέρβαση
δικαιοδοσίας. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των παρ. 2 και 3 του
ίδιου άρθρου, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αναίρεση λόγω
έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, ο ’ρειος Πάγος αναιρεί την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την επικυρωθείσα από
αυτήν απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που έχει το ίδιο σφάλμα και δεν
παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβληθείσα
απόφαση, αλλά απορρίπτει αυτός την αγωγή (ΑΠ 356/2020, ΑΠ 1562/2005, ΑΠ
98/2005, ΑΠ 31/2004). Εν όψει των εκτιθέμενων στην προηγούμενη σκέψη, πρέπει να
γίνει δεκτή η αναίρεση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 585/2018 απόφαση του
Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς και η επικυρωθείσα από αυτήν 756/2015 απόφαση
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει το ίδιο σφάλμα και στη συνέχεια
πρέπει να απορριφθεί η από 10-9-2012 (με αριθμό κατάθεσης 185009/5397
21-11-2012) αγωγή, ως απαράδεκτη για έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών
δικαστηρίων.
6. Σύμφωνα με το άρθρο 579
παρ.2 ΚΠολΔ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς
εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της αποφάσεως που αναιρέθηκε, ο `Aρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο
ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του
Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζητήσεως, διατάζει με την αναιρετική απόφαση
την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι διατάσσεται η επαναφορά των πραγμάτων, μόνο
όταν έγινε εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση, της προσβαλλόμενης με την αναίρεση
αποφάσεως και όχι οποιασδήποτε άλλης αποφάσεως (ΑΠ 313/2017, ΑΠ 1134/2012, ΑΠ
557/2010, ΑΠ 1677/2008, ΑΠ 1530/2006, ΑΠ 1877/2005, ΑΠ 1462/2004, ΑΠ 677/1996,
ΑΠ 41/1992).
7. Στην προκειμένη
περίπτωση το αίτημα του αναιρεσείοντος Ελληνικού
Δημοσίου, υποβαλλόμενο με τις προτάσεις, α)να ανακληθεί η 14151/2013 απόφαση
ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, β) να διαταχθεί η
επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκούσια εκτέλεση
της άνω 14151/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία
κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 43.214,73 ευρώ, ως προσωρινή επιδίκαση
μέρους της φερομένης απαίτησης του τελευταίου κατ'αυτού
(αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου) από τον ν.
3717/2008 και γ) να υποχρεωθεί ο πρώτος αναιρεσίβλητος-ενάγων
να καταβάλει στο αναιρεσείον το ποσό αυτό (νομιμότοκα), το οποίο κατέβαλε σε εκούσια εκτέλεση της εν
λόγω απόφασης, είναι απορριπτέο, γιατί η διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΠολΔ που προβλέπει την επαναφορά αυτή και εφαρμόζεται κατά
το άρθρο 581 παρ. 3 ΚΠολΔ και
στο δικαστήριο της παραπομπής, αφορά την περίπτωση της εκούσιας ή αναγκαστικής
εκτελέσεως της αποφάσεως που αναιρέθηκε, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η
καταβολή του ανωτέρω ποσού φέρεται γενομένη σε εκτέλεση όχι της αποφάσεως που
αναιρέθηκε, αλλά της άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία αποτελεί τίτλο
εκτελεστό διάφορο και ανεξάρτητο της εν λόγω αναιρεσιβαλλομένης
απόφασης. Τέλος τα δικαστικά έξοδα για την παρούσα αναιρετική δίκη καθώς και
για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων ΚΠολΔ 179, 183), λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, ως προς το ζήτημα συνδρομής
ή μη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς,
ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ΑΠ 356/2020, ΑΠ, 1463/2019, ΑΠ 352/2018).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τις αποφάσεις με
αριθμούς 585/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και 756/2015 του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει την από
10-9-2012 και με αριθμό κατάθεσης ./21-11-2012 αγωγή.
Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους
τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων τόσο της αναιρετικής δίκης, όσο και των δύο
βαθμών δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην
Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ