ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 156/2021

 

Φθορές στο μίσθιο - Αξίωση αποζημίωσης - Βοηθός εκπλήρωσης - Παραγραφή αξιώσεων από αδικοπραξία - Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης -.

 

Πρόκληση φθορών στο μίσθιο από τον βοηθό εκπληρώσεως. Ο εκμισθωτής, δεδομένου ότι δεν τελεί σε συμβατικό σύνδεσμο προς αυτόν, δικαιούται να ασκήσει κατά του βοηθού αγωγή με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Βάσιμος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αποκλειστικής ή όχι υπαιτιότητας της αναιρεσείουσας και της ύπαρξης ή όχι συντρέχουσας ή αποκλειστικής αμέλειας της αναιρεσίβλητης στην πρόκληση πυρκαγιάς στο ένδικο μίσθιο διαμέρισμα. Οι επίδικες φθορές στο μίσθιο οφείλονται σε πταίσμα του βοηθού εκπληρώσεως. Θεμελίωση της αξιώσεως του εκμισθωτή προς αποζημίωση στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Πενταετής παραγραφή αξιώσεων από αδικοπραξία.

 

Αριθμός 156/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο - Εισηγητή, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: Β. Β. του Ν., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Σπανάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

 

Της αναιρεσιβλήτου: Κ. Β. του Α., κατοίκου . Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Φερμελή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-9-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 478/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 499/2018 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-3-2019 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αυτός που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 592, 594, 599 σε συνδυασμό προς το άρθρο 330 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί το μίσθιο, κατά τη διάρκεια της μισθώσεως με την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και όπως ειδικότερα έχει συμφωνηθεί, να αποδώσει δε τούτο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Έτσι, ο μισθωτής έχει υποχρέωση αφενός μεν να αποφεύγει κάθε αυθαίρετη, χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, επέμβαση στο μίσθιο, εξαιτίας της οποίας αλλοιώνεται ουσιωδώς η γενική και ειδική διαμόρφωση, διάταξη και όψη του μισθίου, αφετέρου δε να μην προκαλεί στο μίσθιο φθορές, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Σε περίπτωση υπαίτιας αθέτησης της υποχρέωσής του αυτής, ο μισθωτής ευθύνεται να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία, που υφίσταται ο εκμισθωτής από τις αυθαίρετες μεταβολές του μισθίου και τις ανεπίτρεπτες, που δεν δικαιολογούνται από τη συνήθη χρήση, φθορές του (ΑΠ 513/2009, ΑΠ 1413/2008). Η ευθύνη του μισθωτή μπορεί να απορρέει, τόσο από τη σύμβαση, λόγω της απ' αυτήν ως άνω υποχρέωσής του περί παραδόσεως του μισθίου κατά τη λήξη της μίσθωσης στην προσήκουσα κατάσταση, όσο και από αδικοπραξία, λόγω παραβιάσεως της γενικής αρχής "του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως", διότι η ευθύνη από την παράβαση της τελευταίας αυτής υποχρέωσης δύναται να γεννηθεί και χωρίς την ύπαρξη του ενοχικού δεσμού (ΑΠ 422/1998). Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία, όπως τις μελλοντικές δαπάνες του εκμισθωτή για την επανόρθωση των μη οφειλόμενων στη συνήθη χρήση φθορών του μισθίου ή σε περίπτωση καταστροφής τη δαπάνη για την αντικατάσταση αυτού (ΑΠ 495/2008), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, το οποίο συνίσταται στην εξαιτίας του επιζήμιου γεγονότος ματαίωση της βασίμως προσδοκώμενης αύξησης της περιουσίας του, όπως ιδίως η απώλεια μισθωμάτων από την αδυναμία εκμισθώσεως του μισθίου σε τρίτους ή η διαφορά από την είσπραξη μειωμένου μισθώματος σε περίπτωση κατάρτισης νέας σύμβασης μισθώσεως (ΑΠ 204/2000, ΑΠ 1597/1995). Ο μισθωτής, έχει ευθύνη για αποκατάσταση της ζημίας του εκμισθωτή, από την παραβίαση των υποχρεώσεών του για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου και την προστασία αυτού και αποτροπή κινδύνου ζημιών. Αυτή την ευθύνη έχει είτε οι ζημίες που προκλήθηκαν στο μίσθιο και δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση οφείλονται σε πταίσμα του ιδίου, είτε οφείλονται σε πταίσμα του υπομισθωτή στον οποίο υπεκμίσθωσε το μίσθιο, ή σε πταίσμα των προστηθέντων από αυτόν ή σε πταίσμα γενικά των βοηθών εκπληρώσεως στους οποίους παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου ή τους επιτράπηκε η χρήση αυτού. Εάν η ζημία προέρχεται από τα ως άνω τρίτα πρόσωπα και συντρέχουν σ' αυτά οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ, τότε σε αποζημίωση του εκμισθωτή ευθύνονται τόσο ο μισθωτής όσο και τα πρόσωπα αυτά εις ολόκληρο. Βοηθός δε εκπληρώσεως είναι κάθε πρόσωπο στο οποίο επέτρεψε ο μισθωτής, έστω και προσωρινά, τη χρήση του μισθίου, όπως είναι και οι σύνοικοι. Και τα πρόσωπα αυτά που είναι στη χρήση του μισθίου, καταλαμβάνονται από την παρεπόμενη ως άνω υποχρέωση του μισθωτή για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου, τη μη πρόκληση σ' αυτό φθορών που δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση του και την προστασία τούτου από κινδύνους ζημιών (ΑΠ 1807/2017). Επομένως, σε περίπτωση πρόκλησης τέτοιων φθορών στο μίσθιο από το βοηθό εκπληρώσεως, στον οποίο παραχωρήθηκε από το μισθωτή η χρήση του μισθίου, ο εκμισθωτής, ενόψει του ότι δεν τελεί σε συμβατικό σύνδεσμο προς αυτόν, δικαιούται να ασκήσει κατά του βοηθού αγωγή με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914, 919 ΑΚ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β' του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 § 4 Κ.Πολ.Δ.), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη), να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εφόσον οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει, εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 641/2011, ΑΠ 1015/2010). Αντιθέτως, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι, στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 649/2019, ΑΠ 1617/2017, ΑΠ 706/2016). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του από 30-1-2010 Ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, που υπογράφηκε μεταξύ του Ν. Β., αδελφού της ενάγουσας (ήδη αναιρεσίβλητης) και δικαιοπαρόχου της και του... [Ν. Β.], ο πρώτος... εκμίσθωσε στον δεύτερο, το ευρισκόμενο στον πέμπτο όροφο της επί της οδού ......, στην , κείμενης πολυκατοικίας, διαμέρισμα της ιδιοκτησίας του,... έναντι μηνιαίου μισθώματος..., για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι, από την 1η Φεβρουάριου 2010 έως την 1η Φεβρουάριου 2012, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία της κόρης του,... εναγομένης (αναιρεσείουσας). Το διαμέρισμα αυτό κατέλιπε στην ενάγουσα ο ανωτέρω αδελφός της, που απεβίωσε στις 9-4- 2011, δυνάμει της από 27-3-2011 ιδιόγραφης διαθήκης του, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών με το υπ' αριθ. 394/2011 πρακτικό δημόσιας συνεδριάσεως αυτού και κηρύχθηκε κυρία από το ίδιο ως άνω δικαστήριο δυνάμει του υπ' αριθ. 780/28-7-2011 πρακτικού του. Η δε ενάγουσα, αποδέχθηκε την ανωτέρω κληρονομιά δυνάμει της υπ' αριθ. /-4-2013 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πατρών, .... Με τον τρόπο αυτό η ενάγουσα απέκτησε την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του ανωτέρω διαμερίσματος και έτσι υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ήδη υφιστάμενης μισθωτικής σχέσης. Την 13-4-2011 προκλήθηκε πυρκαγιά στο μίσθιο διαμέρισμα, η οποία ξεκίνησε από την ηλεκτρολογική εγκατάσταση της τηλεόρασης και οφείλεται σε σπινθήρα που δημιουργήθηκε εξαιτίας της φθαρμένης μόνωσης του καλωδίου τροφοδοσίας της τηλεόρασης, την οποία η... εναγόμενη είχε αφήσει μαζί με συνδεδεμένη στην ίδια πρίζα μέσω διακλαδωτή ηλεκτρονική παιγνιομηχανή (playstation) σε κατάσταση αναμονής που βρισκόταν στο υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος και ενώ αυτή... απουσίαζε από το διαμέρισμα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται αφενός από την από 13-4-2011 έκθεση απλής αυτοψίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πατρών, καθώς και από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Διπλ. Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Δ. Α. και από την από 5-3-2015 τεχνική έκθεση του Διπλ. Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Ι. Α., στις οποίες αναφέρεται ότι η έναρξη της πυρκαγιάς εντοπίζεται στην ηλεκτρολογική εγκατάσταση της τηλεόρασης. Στις ίδιες ως άνω, έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τεχνική έκθεση, αναφέρεται ότι αποκλείεται η πυρκαγιά να οφείλεται σε βραχυκύκλωμα ή σε άλλη βλάβη της ηλεκτρικής εγκατάστασης, γιατί τα στοιχεία του ηλεκτρικού πίνακα καθώς και οι ορατές εγκαταστάσεις δεν βρέθηκαν αλλοιωμένες ή κατεστραμμένες που θα υποδήλωναν τη διαρροή ηλεκτρικού ρεύματος, επιπλέον δε, από κανέναν από τους ελέγξαντες δεν αναφέρεται καμένη ασφάλεια, ούτε οποιαδήποτε βλάβη του πίνακα της ηλεκτρικής εγκατάστασης προκύπτει από την επισκόπηση των φωτογραφιών.

 

Συνεπώς, σύμφωνα με τα συμπεράσματα αμφοτέρων των ανωτέρω εκθέσεων ως πιθανές αιτίες της προκληθείσας στο εν λόγω διαμέρισμα πυρκαγιάς αναφέρονται α) η υπερένταση της τροφοδοσίας της τηλεόρασης, β) το φθαρμένο καλώδιο τροφοδοσίας της τηλεόρασης, γ) βλάβη ή φθορά του ρευματοδότη ή ρευματολήπτη της τηλεόρασης και δ) πιθανή διαρροή προς τη γη εξαιτίας της φθαρμένης μόνωσης του καλωδίου τροφοδοσίας των συσκευών, το οποίο ήλθε σε επαφή με αντικείμενο καλό αγωγό, γεγονός που διευκόλυνε την πρόκληση και στη συνέχεια την εξάπλωση της πυρκαγιάς. Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι ο ηλεκτρικός πίνακας διανομής του εν λόγω διαμερίσματος ήταν παλαιού τύπου με ασφάλειες τήξεως και δεν διέθετε διάταξη διαφορικού ρεύματος - Δ.Δ.Ρ. (ρελέ διαφυγής), παρόλο που σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 της υπ' αριθ. Φ Α 501120811642/5-9-2006 αποφάσεως των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ Β Ι 1222/5-9-2006) η εγκατάσταση τουλάχιστον μίας διάταξης διαφορικού ρεύματος κατέστη υποχρεωτική για όλες τις παλαιές Εσωτερικές Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις (Ε.Η.Ε.) που έχουν κατασκευαστεί με τον προηγουμένως ισχύοντα κανονισμό. Ωστόσο, η υποχρεωτική εγκατάσταση διάταξης διαφορικού ρεύματος, σύμφωνα με την ανωτέρω υπουργική απόφαση έχει ως κύριο σκοπό, όπως άλλωστε αναφέρεται τόσο στην επικεφαλίδα του άρθρου 1 αυτής αλλά. προκύπτει και από το περιεχόμενό της, την πρόσθετη προστασία των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας από ηλεκτροπληξία στις εσωτερικές ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.... Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, ότι η έναρξη της πυρκαγιάς οφείλεται στη διαρροή (υπερφόρτωση) ρεύματος που ξεκίνησε από την εγκατάσταση της τηλεόρασης και οφείλονταν στο φθαρμένο καλώδιο τροφοδοσίας της τηλεόρασης, και όχι από βραχυκύκλωμα προκληθέν στον πίνακα ηλεκτρικής εγκατάστασης του διαμερίσματος, ή από βραχυκύκλωμα εντοπισθέν σε κάποια άλλη συσκευή, οπότε τότε θα ενεργοποιούνταν η αυτόματη πτώση του ρελέ διαφυγής προς αποτροπή ηλεκτροπληξίας των ζώντων οργανισμών, η τοποθέτηση εγκατάστασης διάταξης διαφορικού ρεύματος στο επίδικο διαμέρισμα δεν θα συνέβαλε στη αποτροπή της εκδήλωσης της πυρκαγιάς σε αυτό. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε και ο εξετασθείς ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, μάρτυρας της ενάγουσας, Χ. Κ., πολιτικός μηχανικός, ο οποίος ανέφερε χαρακτηριστικό ότι "το ρελέ κατεβαίνει όταν γίνεται βραχυκύκλωμα. Όχι υπερφόρτωση", ενώ η διαπίστωση του Ε. Μ., διπλωματούχου ηλεκτρολόγου μηχανικού & τεχνολογίας υπολογιστών, στο 3ο σημείο της από 6-3-2013 τεχνικής έκθεσης που συνέταξε μετά από αυτοψία που διενήργησε στο επίδικο διαμέρισμα στις 19-4-2011 ότι "με δεδομένη την απουσία διάταξης διαφορικού ρεύματος και λόγω της αργής απόκρισης των ασφαλειών τήξεως σε ρεύματα βραχυκυκλώσεως, η πιθανότητα εμφάνισης ατυχήματος εκ βραχυκυκλώματος στην ηλεκτρική εγκατάσταση του εν λόγω διαμερίσματος ήταν αυξημένη", αφορά την περίπτωση βραχυκυκλώματος και όχι υπερφόρτωσης λόγω του φθαρμένου καλωδίου της τηλεοράσεως, όπως εν προκειμένω συνέβη και δεν αναιρεί το προηγηθέν συμπέρασμα ότι η ύπαρξη διάταξης διαφορικού ρεύματος στο μίσθιο διαμέρισμα θα απέτρεπε μόνο την περίπτωση ηλεκτροπληξίας ζώντος οργανισμού και δεν θα συνέβαλε στην αποτροπή της εκδήλωσης της πυρκαγιάς. Κατόπιν των προεκτιθέμενων, η παράλειψη της ενάγουσας να εκπληρώσει την απορρέουσα από την παράγραφο 3 του άρθρου 1 της υπ' αριθ. Φ Α' 50/12081/642/5-9-2006 αποφάσεως των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ Β' 1222/5-9-2006) υποχρέωσή της, ως ιδιοκτήτρια του μίσθιου ακινήτου, για εγκατάσταση σε αυτό τουλάχιστον μίας διάταξης διαφορικού ρεύματος, παρότι γνώριζε ότι δεν υπήρχε τέτοια, δεν συνετέλεσε στην πρόκληση της πυρκαγιάς, απορριπτόμενου ως ουσιαστικώς αβάσιμου του προβαλλόμενου εκ μέρους της... (εναγομένης) ισχυρισμού περί αποκλειστικής υπαιτιότητας αυτής για την εκδηλωθείσα πυρκαγιά και τις από αυτήν επελθούσες συνέπειες. Επομένως, αποκλειστικά υπαίτια στην πρόκληση της πυρκαγιάς ήταν η... εναγομένη, η οποία, ως βοηθός εκπληρώσεως και προστηθείσα του μισθωτή - πατέρα της,... από αμέλειά της, που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, παρέλειψε να απενεργοποιήσει τις συσκευές της τηλεόρασης και του playstation, οι οποίες ήταν σε αναμονή και βρίσκονταν στο υπνοδωμάτιο του μίσθιου διαμερίσματος, και αναχώρησε από το διαμέρισμα, από το οποίο απουσίασε επί αρκετές ώρες, παρόλο που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι το καλώδιο της τηλεόρασης ήταν φθαρμένο και μπορούσε να συμβεί λόγω της υπερφόρτωσης, διαρροή ρεύματος στο σημείο, ικανή να προκαλέσει πυρκαγιά, όπως και συνέβη, από την οποία καταστράφηκε ολοσχερώς το διαμέρισμα αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι η ενάγουσα συνετέλεσε στην πρόκληση της πυρκαγιάς στο επίδικο διαμέρισμα της ιδιοκτησίας της, λόγω της παραβιάσεως της υποχρεώσεώς της για εγκατάσταση σε αυτό διάταξης διαφορικού ρεύματος, παρότι γνώριζε ότι δεν υπήρχε σε αυτό τέτοια και δέχθηκε ότι φέρει συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 40% και κατ' επέκταση περιόρισε κατά το ανωτέρω ποσοστό τα επιδικασθέντα ποσά της θετικής και αποθετικής ζημίας της, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας (εναγομένης), με την οποία αυτή παραπονείτο για την αναγνώριση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνυπαιτιότητάς της στην πρόκληση της πυρκαγιάς κατά ποσοστό 60%, δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας) και, στη συνέχεια, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δίκασε την υπόθεση κατ' ουσίαν, δέχθηκε την αγωγή, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα είναι αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση της πυρκαγιάς στο ένδικο διαμέρισμα, και υποχρέωσε αυτήν να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη ως αποζημίωση το ποσό των 28.800 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αποκλειστικής ή όχι υπαιτιότητας της αναιρεσείουσας και της ύπαρξης ή όχι συντρέχουσας ή αποκλειστικής αμέλειας της αναιρεσίβλητης στην πρόκληση της πυρκαγιάς στο ένδικο διαμέρισμα, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 330, 300, 297 και 298 του ΑΚ, τις οποίες έτσι παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, α) δέχεται ότι η διάταξη διαφορικού ρεύματος ενεργοποιείται μόνον προς αποτροπή ηλεκτροπληξίας των ζώντων οργανισμών, χωρίς να διαλαμβάνει παραδοχές σχετικά με το σκοπό που εξυπηρετούν τόσο οι ηλεκτρικές ασφάλειες όσο και η ανωτέρω διάταξη διαφορικού ρεύματος (ή Διακόπτης Διαφυγής Έντασης ή ρελέ διαφυγής ή ρελέ διαρροής), με αποτέλεσμα να μην αιτιολογείται επαρκώς, γιατί η διάταξη αυτή δεν αποτελεί και μέσο προστασίας από πυρκαγιά που μπορεί να προκύψει από ηλεκτρικά σφάλματα, β) δέχεται ότι η πυρκαγιά στο ένδικο διαμέρισμα δεν προήλθε από βραχυκύκλωμα αλλά από διαρροή (υπερφόρτωση), χωρίς να προσδιορίζει σε τι διαφέρουν τα εν λόγω φαινόμενα και για ποιο από αυτά παρέχει προστασία καθεμιά από τις ανωτέρω δύο διατάξεις, γ) δεχόμενο το δικαστήριο ότι η πυρκαγιά οφείλεται στο φθαρμένο καλώδιο τροφοδοσίας της τηλεόρασης, που προκάλεσε διαρροή (υπερφόρτωση), εξ αιτίας της οποίας δημιουργήθηκε σπινθήρας, φέρεται να ταυτίζει τη διαρροή με την υπερφόρτωση, χωρίς να εκθέτει περιστατικά που να στηρίζουν επαρκώς την παραδοχή αυτή και χωρίς, ιδιαίτερα, να διευκρινίζεται, αν μπορεί να υπάρξει υπερφόρτωση χωρίς διαρροή ή αν η διαρροή ρεύματος αποτελεί αναγκαία συνέπεια της υπερφόρτωσης οφειλομένης είτε σε ελαττωματικές μονώσεις ηλεκτρικών συσκευών και ιδίως σε φθαρμένα καλώδια είτε σε σύνδεση με το κύκλωμα πολλών συσκευών, επί πλέον δε, αν τα φαινόμενα αυτά (υπερφόρτωση - διαρροή) έχουν κοινές ή διαφορετικές συνέπειες σχετικά με τη λειτουργία των ασφαλειών και του ρελέ διαφυγής, δ) εφόσον, ειδικότερα, αποτελούν διαφορετικά φαινόμενα, σε περίπτωση που υπήρξε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μόνον υπερφόρτωση χωρίς διαρροή ρεύματος προς τη γη ή όταν, παράλληλα με την υπερφόρτωση, δημιουργήθηκε και τέτοια διαρροή, με ποια από τις παραπάνω διατάξεις παρέχεται αντίστοιχη προς αυτά προστασία, δηλαδή αν και οι δύο διατάξεις ή κάποια από αυτές (και ποια) ανιχνεύουν ή όχι διαρροή ρεύματος και υπερφορτώσεις ή, αντιθέτως, ανιχνεύουν είτε μόνον τη διαρροή ρεύματος είτε μόνον την υπερφόρτωση, ε) δέχεται ότι η έναρξη της πυρκαγιάς δεν οφείλεται σε βραχυκύκλωμα "προκληθέν στον πίνακα ηλεκτρικής εγκατάστασης του διαμερίσματος, ή από βραχυκύκλωμα εντοπισθέν σε κάποια άλλη συσκευή, οπότε τότε θα ενεργοποιούνταν η αυτόματη πτώση του ρελέ διαφυγής", χωρίς να αιτιολογείται, γιατί η εν λόγω διάταξη διαφορικού ρεύματος δεν ενεργοποιείται και σε περίπτωση διαρροής (υπερφόρτωσης), εφόσον τα φαινόμενα αυτά ταυτίζονται, ή, εφόσον αυτά διαφέρουν, σε περίπτωση που λαμβάνει χώρα διαρροή ρεύματος προς τη γη, στ) ενώ αρχικώς δέχεται ότι η πυρκαγιά οφείλεται στο φθαρμένο καλώδιο τροφοδοσίας της τηλεόρασης, που προκάλεσε διαρροή (υπερφόρτωση), στη συνέχεια καταλογίζει ως αμελή συμπεριφορά της αναιρεσείουσας και την παράλειψή της να απενεργοποιήσει τις συσκευές της τηλεόρασης και του playstation, με αποτέλεσμα να προκαλείται ασάφεια, αν η διαρροή (υπερφόρτωση) οφείλεται τελικά στο φθαρμένο καλώδιο ή στη μη απενεργοποίηση των πιο πάνω δύο συσκευών ή, παράλληλα, και στα δύο αυτά γεγονότα. Έτσι, εξ αιτίας των ανωτέρω ελλείψεων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με το αν η τοποθέτηση εγκατάστασης διάταξης διαφορικού ρεύματος στο ένδικο διαμέρισμα θα συνέβαλε ή όχι στην αποτροπή της εκδήλωσης της πυρκαγιάς σε αυτό και, συνακόλουθα, αν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη δικαιολόγηση των εφαρμοσθεισών ως άνω διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, ο τέταρτος, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο (επικουρικά) αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβιάσεως με ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες των προαναφερομένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, όπως ο λόγος αυτός παραδεκτά συμπληρώνεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ), είναι βάσιμος.

 

Κατά το άρθρο 602 ΑΚ οι αξιώσεις του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας μεταβολών ή φθορών στο μίσθιο παραγράφονται ύστερα από έξι μήνες αφότου αυτός το ανέλαβε, πλην όμως, εξαιρετικά, στην περίπτωση ολικής καταστροφής του μισθίου, η αξίωση αποζημίωσης υπόκειται στην κοινή εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ (ΑΠ 496/2008, ΑΠ 1277/2005). Εξάλλου, όταν οι φθορές που προκλήθηκαν στο μίσθιο οφείλονται σε πταίσμα του βοηθού εκπληρώσεως, στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου ή του επιτράπηκε η χρήση του, η αξίωση του εκμισθωτή προς αποζημίωση κατ' αυτού θεμελιώνεται στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες και, ως εκ τούτου, υπόκειται στην παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα, αμυνόμενη κατά της αγωγής της αναιρεσίβλητης προέβαλε στο πρωτοβάθμιο την ένσταση παραγραφής εν επιδικία της ένδικης αξίωσής της, καθόσον αυτή άσκησε μεν την αγωγή της εντός εξαμήνου από τις 13-4-2011 που ανέλαβε το μίσθιο, πλην, όμως, η συζήτησή της προσδιορίστηκε μετά από 16 μήνες (στη δικάσιμο της 13-3-2013), ενώ, ακολούθως, αυτή αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος της ιδίας, για τη δικάσιμο της 3-3-2015, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο του εξαμήνου, με αποτέλεσμα να έχει συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 602 ΑΚ εξάμηνη παραγραφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ανωτέρω ένσταση της αναιρεσείουσας ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή ως βάσιμης της προταθείσας από την αναιρεσίβλητη αντένστασης περί διακοπής της παραγραφής λόγω ανωτέρας βίας κατ' άρθρο 255 του ΑΚ. Την ένσταση αυτή περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης επανέφερε η αναιρεσείουσα με λόγο έφεσης στο Εφετείο, το οποίο απέρριψε αυτόν ως μη νόμιμο, με την εξής αιτιολογία: "... εφόσον οι φθορές του μισθίου προκλήθηκαν από αυτήν, η οποία τυγχάνει τρίτο, εκτός της συμβάσεως μισθώσεως, πρόσωπο, και έκανε χρήση του μίσθιου ακινήτου, ευθύνεται σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και επομένως η αντίστοιχη απαίτηση της ενάγουσας-εκμισθώτριας υπόκειται στην παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, την οποία οι εναγόμενοι δεν επικαλέστηκαν ως προς την ανωτέρω δεύτερη εναγομένη, προκειμένου να ερευνηθεί στην ουσία της (και σε κάθε περίπτωση ο χρόνος αυτός παραγραφής δεν έχει παρέλθει, αφού από την ημερομηνία που έλαβε χώρα η πυρκαγιά, την 13-4-2011, που αποτελεί και την ημερομηνία γνώσης της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση, μέχρι και τον χρόνο επιδόσεως της αγωγής στην δεύτερη εναγομένη, στις 13-10-2011,... δεν έχει παρέλθει ούτε το διάστημα των 5 ετών αλλά ούτε και αυτό των 20 ετών) και όχι στην βραχυχρόνια εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 602 του ΑΚ, όπως οι εναγόμενοι - εκκαλούντες υποστηρίζουν". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε με τη μη εφαρμογή της τη διάταξη του άρθρου 602 ΑΚ, καθόσον αυτή, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, δεν ήταν εφαρμοστέα, αφού η αξίωση της αναιρεσίβλητης θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών και, ως εκ τούτου, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ και όχι στην εξάμηνη παραγραφή του άρθρου 602 ΑΚ. Επομένως, ο πέμπτος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγος της αίτησης αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω κριθέντος ως βασίμου τετάρτου λόγου, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια δε, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος από αυτή για το παραδεκτό της αίτησης παραβόλου. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 499/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.

 

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

 

Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του καταβληθέντος από αυτήν παραβόλου.

 

Και

 

Επιβάλλει στην αναιρεσίβλητη τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2021.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2021.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ