ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 1352/2021

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων -.

 

Αναιρεί υπέρ της οφειλέτιδας την εις βάρος της εφετειακή απόφαση για ευθεία παραβίαση με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 και 330 του ΑΚ. Αναγκαία στοιχεία για το πότε πρέπει να θεωρείται δόλια η περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών και τί πρέπει να αναφέρει η σχετική ένσταση.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Αθηνών Στάθη Ι. Προβή).

 

Αριθμός 1352/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, ’ννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 10 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: .., κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευστάθιο Προβή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasías Ανώνυμη Εταιρεία» και ήδη «Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΝΕΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Τ.Ε.» (πρώην «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ATE»), λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Σαρρή, που δήλωσε στο ακροατήριο, καθώς και με τις από 15-9- 2021 κατατεθείσες προτάσεις του, την ως άνω μεταβολή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-12-2015 αίτηση της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 605/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 7716/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-4-2019 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αλεξάνδρα Αποστολάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν 3869/2010 («Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων...»), ορίζεται ότι «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του Ν 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο Ν 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 330 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι «Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξεως. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεως του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει αυτήν. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεως του και το «αποδέχεται» (Ολ ΑΠ 4/2010, Ολ ΑΠ 8/2005, ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 297/2007). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφισταμένη ενοχή (ΑΠ 677/2010). Δόλο, κατά συνέπεια, συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται. Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρεώσεως ή γενικότερα αδικοπραξία κ.λπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη, ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επέλευσης των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματά του. Η ακριβής έκταση της ζημίας, οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλομένου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στο βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά. Στην περίπτωση του Ν 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και τη συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α' του άρθρου 1 του Ν 3869/2010 προκύπτει, ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην «περιέλευση» του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη αυτής. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός, είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει, ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών, ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, τόσο πριν, όσο και μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν 4335/2015, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 31/2009, ΑΠ 757/2015). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 849/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔικ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (ήτοι η παραβίαση να προκύπτει μόνο από την ανάγνωση της απόφασης, χωρίς να απαιτείται και επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων) και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο ’ρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, της οποίας η συνδρομή πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως λόγος αναίρεσης δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔικ (ΑΠ 682/2014, ΑΠ 183/2014). Και στις περιπτώσεις, όμως, αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά στη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (ΑΠ 1620/2005). Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος (ΟλΑΠ 1/1987, 822/2013, 220/2012, 75/2008, επίσης ΑΠ 90/2020, ΑΠ 209/2019, ΑΠ 982/2018, ΑΠ 64/2017).

 

Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών της δίκης εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ήδη αναιρεσείουσα με την από 28-12-2015 αίτησή της, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, επικαλούμενη ότι είναι φυσικό πρόσωπο χωρίς εμπορική ιδιότητα και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των προς την καθ' ης ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, ζήτησε να επικυρωθεί το προτεινόμενο από αυτή σχέδιο διευθέτησης οφειλών, άλλως να γίνει ρύθμιση από το δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν 3869/2010 και να εξαιρεθεί από τη ρευστοποίηση η κύρια κατοικία της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του ίδιου νόμου, ώστε με την τήρηση της ρύθμισης να επέλθει απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την 605/2016 απόφασή του, αφού απέρριψε κατ' ουσίαν την προβληθείσα ένσταση από την καθ' ης η αίτηση και ήδη αναιρεσίβλητη τράπεζα, ότι η αιτούσα δολίως περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής η πιστώτρια τράπεζα άσκησε έφεση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παραπονούμενη, εκτός άλλων, και για την απόρριψη της προταθείσας από αυτήν ως άνω ένστασής της. Το παραπάνω δικαστήριο με την 7716/2017 απόφασή του δέχθηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμο τον ισχυρισμό της εκκαλούσας πιστώτριας και ήδη αναιρεσίβλητης, ότι η αιτούσα -εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα περιήλθε εκ δόλου σε αδυναμία πληρωμών και δέχθηκε και κατ’ ουσίαν την προαναφερόμενη- έφεση αυτής κατά της πρωτόδικης 605/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που είχε κρίνει διαφορετικά, την οποία και εξαφάνισε και στη συνέχεια, αφού κράτησε και δίκασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, απέρριψε την ένδικη από 28-12-2015 αίτηση της αναιρεσείουσας ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή της σχετικής, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 3869/2010, ένστασης της τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης. Η αναιρεσείουσα με το δεύτερο μέρος των 1ου και 2ου λόγων της αναίρεσής της ισχυρίζεται, ότι η ένσταση του δόλου, που πρότεινε η αναιρεσίβλητη, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Οι αιτιάσεις αυτές κατά το δεύτερο μέρος τους, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά τους ή όχι, είναι, / προεχόντως, απαράδεκτες, αφού δεν διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο, ότι ο σχετικός, θεμελιωτικός τούτων, ισχυρισμός περί αοριστίας της ένστασης προβλήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στη δίκη, αν και μπορούσε να προβληθεί, χωρίς, παράλληλα, να εμπίπτει στις λοιπές πιο πάνω εξαιρέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 562 του ΚΠολΔ.

 

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των συναφών αναιρετικών λόγων, πραγματικά περιστατικά: «Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη έχει γεννηθεί το έτος 1961 και είναι δημόσια υπάλληλος, εργαζόμενη στο Δήμο Αθηναίων. Είναι έγγαμη και τελεί σε διάσταση με το σύζυγό της από το έτος 2015. Το μηνιαίο εισόδημά της από την εργασία της ανέρχεται στο ποσό των 1.050 ευρώ, ενώ από την εκμίσθωση ακινήτου, που έχει συν εκμισθώσει με τον εν διαστάσει σύζυγό της, εισπράττει μηνιαίο μίσθωμα ύψους 120 ευρώ. Από την παράθεση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων και τις δηλώσεις φόρου εισοδήματος προκύπτει ότι το ετήσιο οικογενειακό της εισόδημα ανήλθε στα 48.655,99 ευρώ το έτος 2012 (16.714,27 ευρώ ατομικό και 31.941,72 ευρώ του συζύγου), στη συνέχεια μειώθηκε στα 42.897,53 ευρώ το 2013 (14.364,49 ευρώ ατομικό και 28.533,04 ευρώ του συζύγου), το έτος 2014 αυξήθηκε στα 43.933 ευρώ (15.243,41 ατομικό και 28.689 ευρώ του συζύγου), ενώ κατά το έτος 2015 το ατομικό εισόδημα της αιτούσας ανήλθε στα 19.480,18 ευρώ. Από τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (Ε9) έτους 2014, το υπ' αριθμ ./1997 συμβόλαιο γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών .  και τη δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων ΕΝΦΙΑ έτους 2015 προκύπτει ότι η αιτούσα είναι α) αποκλειστική κυρία ενός διαμερίσματος πρώτου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται στην Αθήνα, οδός ., β) συγκυρία κατά ποσοστό 50% ενός διαμερίσματος ισογείου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται στην Αθήνα, οδός ., και γ) αποκλειστική κυρία μίας οικίας, που βρίσκεται στον οικισμό Θιναλίου στην Κέρκυρα. Σε χρόνο μεταγενέστερο του έτους πριν την κατάθεση της αίτησης η αιτούσα ανέλαβε τα παρακάτω χρέη έναντι της καθ' ης η αίτηση-εκκαλούσας τράπεζας συνολικού ύψους 294.985,22 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως από την καθ' ης η αίτηση υπ' αριθμ. ./29-2- 2016 έγγραφο της καθ' ης προς την αιτούσα): α) το ποσό των 99.716,63 ευρώ από την υπ' αριθμ. . σύμβαση στεγαστικού δανείου μεταξύ αφενός του αδελφού της αιτούσας .  και της συζύγου αυτού .και αφετέρου της εταιρείας με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία» (και ήδη της καθ' ης η αίτηση ως καθολικής διαδόχου αυτής), στην οποία η αιτούσα είναι εγγυήτρια, β) το ποσό των 100.781 ευρώ από την υπ' αριθμ. . σύμβαση στεγαστικού δανείου μεταξύ αφενός του αδελφού της αιτούσας . και της συζύγου αυτού . και αφετέρου της εταιρείας με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία» (και ήδη της καθ' ης η αίτηση ως καθολικής διαδόχου αυτής), στην οποία η αιτούσα είναι εγγυήτρια, γ) το ποσό των 54.424,20 ευρώ από την υπ' αριθμ.. σύμβαση στεγαστικού δανείου μεταξύ αφενός της αιτούσας και του συζύγου της .  και αφετέρου της εταιρείας με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙ0 ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία» (και ήδη της καθ' ης η αίτηση ως καθολικής διαδόχου αυτής) και δ) το ποσό των 40.062,67 από την υπ' αριθμ. . σύμβαση στεγαστικού δανείου μεταξύ αφενός της αιτούσας και του συζύγου της . και αφετέρου της εταιρείας με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία» (και ήδη της καθ' ης η αίτηση ως καθολικής διαδόχου αυτής). Η αιτούσα βρίσκεται από το 2015 σε μόνιμη γενική αδυναμία πληρωμής των χρεών της προς την καθ’ ης η αίτηση. Ωστόσο, τόσο στην αίτησή της (βλ. σελ. 3), όσο και στην ανωμοτί κατάθεσή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ίδια η αιτούσα ομολόγησε ότι, πέραν των δύο συμβάσεων που είχε υπογράψει η ίδια με το σύζυγό της συνολικού ύψους (54.424,20 + 40.062,67 =) 94.486,87 ευρώ, είχε αποκρύψει από το σύζυγό της τη σύναψη των δύο περαιτέρω ως άνω συμβάσεων συνολικού ύψους -την ημέρα συζήτησης της αίτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο- (99.716,63 +100.781,00=) 200.498,02 ευρώ, στις οποίες είχε συμβληθεί ως εγγυήτρια.

 

Χαρακτηριστικά η αιτούσα κατέθεσε (βλ. σελ. 7 πρακτικών εκκαλουμένης) ότι «Δεν τον είχα ενημερώσει (το σύζυγο) ότι θα μπω εγγυήτρια στον αδελφό μου και δεν είχε κι άδικο βέβαια, να λέμε την αλήθεια, ότι 200.000 είναι καταστροφή». Επομένως, εφόσον σύμφωνα και με τη μείζονα σκέψη η αιτούσα συνήψε με την καθ' ης η αίτηση τράπεζα μεγάλο αριθμό τραπεζικών προϊόντων είτε ως συνοφειλέτρια, είτε ως εγγυήτρια, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός της με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές της δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών της, θα την οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών («καταστροφή», όπως και η ίδια παραδέχθηκε) και, όμως, αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, η αιτούσα δολίως περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής των χρεών της, δεκτής γενομένης της σχετικής ενστάσεως της καθ' ης η αίτηση, που επαναφέρεται με σχετικό λόγο εφέσεως». Με βάση όσα δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνήγαγε το δόλο της αιτούσας και ήδη αναιρεσείουσας από μόνη την ανωτέρω παραδοχή αυτής κατά την ανωμοτί εξέτασή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου. Εντούτοις, με την παραδοχή της αυτή η αιτούσα δεν ομολόγησε τα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα, που αποτελούν το περιεχόμενο της ένστασης του δόλου, καθόσον δεν ανέφερε κανένα περιστατικό από το οποίο να μπορεί να συναχθεί, ότι προέβλεψε, ότι από τον εν γένει επίδικο δανεισμό της ως εγγυήτριας και ως πρωτοφειλέτριας θα προκληθεί στο πρόσωπό της μόνιμη αδυναμία πληρωμής των χρεών της, δηλαδή ότι συνειδητοποίησε τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος αυτού και το αποδέχθηκε, ενώ περαιτέρω δεν παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο χρόνος λήψης εκάστου δανείου και οι οικονομικές δυνατότητες της αιτούσας, κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών της. Η δε απόκρυψη από το σύζυγό της, ότι συμβλήθηκε σε δύο στεγαστικά δάνεια του αδελφού της και της συζύγου του συνολικού ύψους 200.000 ευρώ περίπου και η εκ μέρους της αναγνώριση κατά την ανωμοτί εξέτασή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου, ότι η εμπλοκή της ως εγγυήτριας στις ανωτέρω δανειοδοτήσεις «είναι καταστροφή», δεν αρκεί να στηρίξει τον προϋπάρχοντα, ενδεχόμενο δόλο της για τη μόνιμη αδυναμία πληρωμών της, η οποία (μόνιμη αδυναμία) επήλθε κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης και συνεχίσθηκε κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δεν συνάγεται από την παραδοχή αυτή, την οποία δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως απόδειξη του δόλου της αιτούσας, αν η τελευταία συνειδητοποίησε τον κίνδυνο αυτό πριν ή μετά την επέλευση της μόνιμης αδυναμίας πληρωμών των χρεών της. Κρίνοντας, επομένως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριό ως κατ' ουσίαν βάσιμη την προβληθείσα από την αναιρεσίβλητη ένσταση περί δόλιας περιελεύσεως της αιτούσας και ήδη αναιρεσείουσας σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών της υποχρεώσεων, που είχε απορριφθεί πρωτοδίκως ως ουσιαστικά αβάσιμη και είχε επαναφερθεί ενώπιον του Εφετείου με την προαναφερόμενη έφεσή της, παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν 3869/2010 «περί ρυθμίσεως οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» και 330 του ΑΚ. Συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, ενώ παρέλκει η έρευνα του πρώτου μέρους του δεύτερου ,και τελευταίου λόγου της αίτησης, καθ’ όσον η αναιρετική εμβέλεια του παραπάνω λόγου (που έγινε δεκτός) στο σύνολο της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του έτερου λόγου, η παραδοχή του οποίου οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.

 

Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή, ως βάσιμου, του προαναφερόμενου λόγου της, και να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει). Στην παρούσα απόφαση δεν περιλαμβάνεται διάταξη για δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 746 ΚΠολΔ, έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται, όπως προεκτέθηκε, κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας, γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β' του παραπάνω Ν 3869/2010, κατά το οποίο "...Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται", που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 1400/2019, ΑΠ 1379/2019, ΑΠ 882/2019).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Αναιρεί την 7716/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο.

 

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο πιο πάνω δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση.

 

Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παράβολου που έχει καταθέσει.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 2021.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2021.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ