ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΑΠ 1286/2021

 

Αίτηση αναίρεσης για παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών - ’τυπη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών - Αοριστία - Αδικοπρακτική ευθύνη - Ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους -.

 

Αοριστία αναιρετικού λόγου για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών. Μη αναγραφή στο αναιρετήριο ότι το δικαστήριο της ουσίας αν και διαπίστωσε, κενά ασαφή ή αμφίβολα σημεία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλόμενων μερών, δεν προσέφυγε στις ερμηνευτικές ως άνω διατάξεις, τις οποίες παραβίασε ή καίτοι μη διαπιστώσαν κενό ή αμφιβολία, παρά ταύτα προσέφυγε στις ερμηνευτικές αυτές διατάξεις. ’τυπη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Πλημμελής εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αναιρεσείουσας τράπεζας και αδικοπρακτική ευθύνη. Απόρριψη ένστασης συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους καθώς δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση ενώ υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ο προτεινόμενος συνυπολογισμός αντέκειτο στην καλή πίστη. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

 

 

Αριθμός 1286/2021

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα - Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη - Εισηγητή, Ασημίνα Υφαντή και Στέφανο - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ζωγραφιά Ευαγγελίδου - Τσικρικά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. χήρας Λ. Σ., το γένος Σ., 2) Σ. θυγατέρας Λ. Σ., 3) Π. Σ. του Λ., κατοίκων Μυτιλήνης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο - Παναγιώτη Τζάκα και κατέθεσαν προτάσεις.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 05.08.2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 174/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 51/2018 του Μονομελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28/9/2018 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

[I] Με την από 28.09.2018 και με αριθ. κατάθ. 15/01.10.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 51/15.06.2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ.552, 553,556,558,564 παρ.1 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.577 παρ.3 ΚΠολΔ).

 

[II] Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, και όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ειδικότερα, το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, όταν, καίτοι ανελέγκτως διαπιστώνει έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών, παραλείψει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, που ορίζουν η πρώτη ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και η δεύτερη ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών, και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, καίτοι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 459/2021, ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 2197/2007). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι αντικείμενο ερμηνείας είναι η δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης στην κανονιστική της μόνο διάσταση, ως φορέα ενός νομικώς κρισίμου νοήματος, ενώ η ύπαρξη των χαρακτηριστικών στοιχείων της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, ως εμπειρικώς διαπιστώσιμων φαινομένων, αποτελεί μόνον αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1215/2010, ΑΠ 2219/2014).

 

Για να είναι δε ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ πρέπει να αναγράφεται στο αναιρετήριο, ότι το δικαστήριο της ουσίας, ενώ είχε διαπιστώσει αμέσως ή εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας, δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες ή καίτοι δεν είχε διαπιστώσει κενό, παρά ταύτα προσέφυγε στους ανωτέρω ερμηνευτικούς κανόνες, αλλιώς είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1210/2008).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, υποστηρίζοντας ότι παντελώς εσφαλμένα και χωρίς να προσφύγει στους ερμηνευτικούς των δικαιοπραξιών κανόνες, έκρινε ότι καταρτίστηκε δήθεν και άτυπη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών προς τους ενάγοντες αναιρεσίβλητους, με συνεπεία να προσάπτει σε αυτή (αναιρεσείουσα) πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεών της στο πλαίσιο κατάρτισης μιας σύμβασης επενδυτικών συμβουλών και αδικοπρακτική συμπεριφορά (ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική υποχρέωση αποζημίωσης), με το σκεπτικό ότι παραβίασε κατά κύριο λόγο την υποχρέωση διαφώτισης των εναγόντων και δεν ανταποκρινόταν στην ευλόγως προσδοκούμενη ασφάλεια, θεμελιώνοντας την ανωτέρω κρίση της στην εσφαλμένη παραδοχή ότι συνήφθη μεταξύ τους μια άτυπη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, χωρίς να έχει προσφύγει στη βούληση των μερών ως προς το εάν όντως ήθελε καταρτισθεί και αν καταρτίστηκε τέτοια σύμβαση, αντί της πράγματι καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης εντολής για την εκτέλεση τραπεζικών πράξεων, όπως ευθέως και σαφώς προκύπτει από το λεκτικό της σύμβασης αυτής.

 

Δεν εκτίθεται, όμως στο αναιρετήριο για το ορισμένο του ως άνω λόγου αναίρεσης ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αν και διαπίστωσε κενά, ασαφή ή αμφίβολα σημεία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλόμενων μερών, δεν προσέφυγε στις ερμηνευτικές ως άνω διατάξεις, τις οποίες παραβίασε ή καίτοι μη διαπιστώσαν κενό ή αμφιβολία, παρά ταύτα προσέφυγε στις ερμηνευτικές αυτές διατάξεις. Συνεπώς, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος ως αόριστος.

 

Σε κάθε δε περίπτωση, προβάλλεται αλυσιτελώς, και κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς και στις παραδοχές του Εφετείου, ότι η αναλυτικά περιγραφόμενη στο σκεπτικό της αντισυμβατική συμπεριφορά του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης συνιστά παράλληλα πράξη παράνομη και υπαίτια, κατά τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 330, 914 ΑΚ, καθώς και εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες αρχές του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά το χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, δεδομένου ότι όπως προκύπτει ειδικότερα από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

«[…] Ο Ι. Α. στη … Λέσβου τους πρότεινε την αγορά του ένδικου ομολόγου και διενήργησε για λογαριασμό τους την επίμαχη αγοραπωλησία του. Ο εν λόγω υπάλληλος, κατά την εκτέλεση της ανατεθειμένης σε αυτόν από την εναγομένη υπηρεσίας παροχής τραπεζικών/επενδυτικών υπηρεσιών, ενεργώντας με αμέλεια, ήτοι χωρίς να καταβάλει την επιμέλεια που απαιτείται σε τέτοιου είδους συναλλαγές εκ μέρους του μέσου συνετού υπαλλήλου τραπεζικού ιδρύματος, δεδομένου ότι γνώριζε από τις συνομιλίες του με την πρώτη ενάγουσα ότι το κεφάλαιο αυτό προερχόταν από αποταμιεύσεις μίας ζωής και ήταν απαραίτητο για την κάλυψη των μελλοντικών τους αναγκών, καθιστώντας σαφές ότι επεδίωκαν την ελάχιστη δυνατή ανάληψη κινδύνων και την διασφάλιση της δυνατότητας άμεσης ρευστοποίησης, τους πρότεινε την αγορά του επίδικου ομολόγου της που ήταν μειωμένης εξασφάλισης, γεγονότα που όφειλε και μπορούσε και όφειλε να γνωρίζει ο εν λόγω υπάλληλος και να επεξηγήσει στους ενάγοντες. Μετά ταύτα, η προστήσασα εναγομένη ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση των εναγόντων, οι οποίοι ζημιώθηκαν από αδικοπραξία τελεσθείσα από τον προστηθέντα ανωτέρω υπάλληλό της και ευρισκόμενη σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υποθέσεως του εν λόγω προστηθέντος.

 

Επιπλέον, η συγκεκριμένη υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων, αφού, όπως αποδεικνύεται, αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους τελευταίους της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία. Τέλος, οι ενάγοντες δεν θα είχαν κανένα λόγο να ρευστοποιήσουν τα ομόλογα όσο αυτά τους απέφεραν σημαντικές αποδόσεις και πίστευαν ότι το κεφάλαιο αγοράς αυτών ήταν εγγυημένο. Αντιθέτως όταν τα ανωτέρω δεδομένα ανατράπηκαν και έλαβαν σχετική γνώση τον Φεβρουάριο του έτους 2012 με την λήψη (της) [...] επιστολής της εναγομένης, ήταν αδύνατο να πράξουν τα ανωτέρω, αφού η εκδότρια και η εγγυήτρια των ομολόγων είχαν ήδη τεθεί σε εκκαθάριση, ενώ η πώλησή τους στην δευτερογενή αγορά ήταν από αδύνατη έως εξαιρετικά επιζήμια για τους ενάγοντες, καθώς είχε πάψει να υπάρχει ζήτηση για το συγκεκριμένο προϊόν και η πιθανότητα αγοράς αυτών ήταν μηδαμινή και εάν αυτή γινόταν σίγουρα θα ήταν αντί «συμβολικού» ποσού και δεν θα διατηρούσαν πλέον καμία αξίωση αποζημίωσης […]. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες συνίσταται στο ποσό των 50.400,00 ευρώ που αποτελεί την αξία των αγορασθέντων ομολόγων […]|».

 

Με βάση δε τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της εκκαλούσας, ως καθολικής διαδόχου της εναγομένης Τράπεζας και ήδη αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε κάνει εν μέρει δεκτή, ως και κατ’ ουσία βάσιμη την ένδικη αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων περί καταβολής σ’ αυτούς της σχετικής αποζημίωσης λόγω της συρρέουσας ευθύνης από την ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της Τράπεζας.

 

[III] Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΟλΑΠ 54,55/1990, ΑΠ 1163/2020,ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016).

 

Περαιτέρω, με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προς απόκρουση της, εναντίον της, ένδικης αγωγής των αντιδίκων της, υπέβαλε ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικασθησόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά την ζημία των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους ποσό των αποδόσεων (ετήσιων τοκομεριδίων) από τα επίδικα επενδυτικά προϊόντα, το οποίο ανερχόταν, κατά το χρονικό διάστημα από την αγορά τους και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, στο ποσό των 12.508,16 ευρώ. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης έκρινε τον ισχυρισμό αυτό νόμιμο, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, και ερευνώντας τον περαιτέρω κατ’ ουσίαν, τον έκρινε ως και κατ’ ουσίαν βάσιμο και αφαίρεσε το παραπάνω ποσό από το ποσό της θετικής ζημίας των εναγόντων, που αντιστοιχούσε στην αξία των αγορασθέντων ομολόγων, ποσού 50.400 ευρώ, μη υπολογιζομένου του ποσού των 377,33 ευρώ, ως διαφορά ανάμεσα στην αξία των μεριδίων και στο ποσό που κατέβαλαν των 50.777,33 ευρώ, που αφορούσε σε δικαίωμα απόληψης δεδουλευμένων τόκων για το χρονικό διάστημα από την έναρξη της τοκοφόρου περιόδου μέχρι την αγορά των ομολόγων και είχε ήδη πιστωθεί στον λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας.

 

Το Μονομελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την παραπάνω ένσταση με τις εξής αιτιολογίες:

 

« |[…] ο παραπάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι το ποσό των 12.508,16 ευρώ, που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των ομολόγων, αποτελεί κέρδος αυτών από τον ανωτέρω τίτλο, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από τη ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού στην εκδότρια του ομολόγου, η οποία το εκμεταλλεύτηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη, έκρινε νόμιμο τον ισχυρισμό αυτόν ως ένσταση στηριζόμενη στο άρθρο 300 ΑΚ και έκανε δεκτή αυτήν ως κατ' ουσίαν βάσιμη και αφαίρεσε το ποσό αυτό από την δικαιούμενη από τους ενάγοντες αποζημίωση, αντί να απορρίψει τον ανωτέρω ισχυρισμό ως μη νόμιμο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ' ουσία βάσιμος ο συναφής μοναδικός λόγος εφέσεως των εναγόντων […]|».

 

Με το να απορρίψει το Εφετείο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που οι ενάγοντες έλαβαν ως απόδοση των επίδικων ομολόγων, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α' , 914 και 930 παρ. 3 και 288 ΑΚ, τις οποίες σωστά εφάρμοσε, καθόσον υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πράγματι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο διότι ναι μεν το ως άνω ποσό των 12.508,16 ευρώ αποτελεί κέρδος των αναιρεσίβλητων από τους ανωτέρω τίτλους, πλην όμως το κέρδος αυτό, (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους αναιρεσίβλητους και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. ’λλωστε, ο προτεινόμενος (από την αναιρεσείουσα) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος.

 

Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα.

 

[IV] Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η αίτηση αναίρεσης, που δεν περιλαμβάνει άλλο λόγο προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο(άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ). Επίσης πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (άρθρ.176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 28.09.2018 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 51/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Οκτωβρίου 2021.

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Νοεμβρίου 2021.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ