ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤριμΕφΠειρ 270/2019

 

Αγωγή κακοδικίας δικηγόρου - Αποσβεστική προθεσμία - Διαχρονικό δίκαιο -.

 

Κατά την ερμηνεία του άρθρου 18 ΕισΝΑΚ, όταν οι διατάξεις νεότερου νόμου καθιερώνουν μακρότερη παραγραφή από την καθιερούμενη στο προϊσχύσαν δίκαιο, εφαρμόζεται ο νεότερος νόμος και επί αξιώσεων, που είχαν γεννηθεί πριν από την εφαρμογή του, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν ακόμη ενεργές κατά την έναρξη της ισχύος του. Αν είχαν ήδη παραγραφεί, ο νεότερος νόμος εφαρμόζεται μόνο αν ο νομοθέτης ρητά του έχει προσδώσει αναδρομική ισχύ. Δεν έχει ενσκήψει συμπλήρωση της αποσβεστικής προθεσμίας σε αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, όταν, από το χρόνο που οι ενάγοντες έλαβαν γνώση των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αξίωσή τους, μέχρι την άσκηση της αρχικής αγωγής τους και μετά την παραίτηση απ’ αυτήν  της ασκηθείσας εντός έξι μηνών μεταγενέστερης, δεν είχε παρέλθει η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ, ούτε η τριετής προθεσμία του άρθρου 161 § 1 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρος), που εφαρμόζεται κατά το άρθρο 18 ΕισΝΑΚ.

 

 

 

Αριθμός απόφασης 270/2019

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3030/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική  διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29-8-2017, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας  από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης στους ενάγοντες  στις 31-7-2017 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών,   στο προσκομιζόμενο επιδοθέν αντίγραφο). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 150 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ……/2017 e-παράβολo). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

 ΙΙ. Με την από 26-10-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/4-11-2015 αγωγή οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ιστορούσαν, ότι με σύμβαση εντολής που κατάρτισαν με τους εναγόμενους, δικηγόρους, ανέθεσαν σε αυτούς μεταξύ άλλων, νομικών υποθέσεων τους, και την ακύρωση των καταλογιστικών πράξεων με αριθμούς ../6-12-2005, ../03/8-3-2006 και /2006 που είχαν εκδοθεί σε βάρος τους από το Γ’ Τελωνείο Πειραιώς, ποσού 46.726 ευρώ, 141.440 ευρώ και 66.560 ευρώ αντίστοιχα, ότι οι εναγόμενοι προς το σκοπό αυτό άσκησαν τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ένδικα βοηθήματα  στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς, τα οποία απορρίφθηκαν, ότι κατά των απορριπτικών αυτών αποφάσεων οι εναγόμενοι άσκησαν εφέσεις ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, ότι από βαριά αμέλεια τους, αυτοί παρέλειψαν να παραστούν κατά τη  εκδίκαση τους και να καταθέσουν το σχετικό παράβολο, με αποτέλεσμα οι εφέσεις να απορριφθούν για τυπικό λόγο, ότι η ευδοκίμηση των εν λόγω ενδίκων μέσων ήταν βεβαία λόγω της προηγούμενης αμετάκλητης απαλλαγής των εναγόντων για τις σχετικές αξιόποινες πράξεις από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, ότι εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων οι ίδιοι υπέστησαν περιουσιακή ζημία  αντίστοιχη με τα ποσά των καταλογιστικών σε βάρος τους πράξεων, και ειδικότερα ο μεν πρώτος εξ αυτών, ζημία συνολικού ποσού 226.154 ευρώ και ο δεύτερος, ζημία ποσού 66.560 ευρώ, και τέλος ότι αυτοί για πρώτη φορά έλαβαν γνώση της αμελούς συμπεριφοράς των εναγομένων το Σεπτέμβριο του έτους 2014. Ζητούσαν δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον τα ανωτέρω ποσά καθώς και το ποσό των 20.000 ευρώ σε έκαστο ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι ενάγοντες παραιτήθηκαν παραδεκτά, με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, που περιλαμβάνεται  στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και με τις προτάσεις τους, από το αίτημα για  επιδίκαση αποζημίωσης, ακολούθως δε επι της αγωγής  εκδόθηκε  η εκκαλουμένη   απόφαση, με την οποία αυτή απορρίφθηκε, επειδή κατά τις παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτή ασκήθηκε μετά τη πάροδο της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από τότε που οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της επικαλούμενης στην αγωγή αμελούς συμπεριφοράς των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες με την ένδικη έφεση τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και  κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό η αγωγή τους να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.            

 

ΙΙΙ. Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 73 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή, υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, πολυμελές πρωτοδικείο, που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία (παρ1). Η αγωγή, που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθα 118 και 216 εδαφ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει α) να περιέχει όλους τους λόγους, στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή κακοδικίας, και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται για να αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα (παρ.2). Στην αγωγή επισυνάπτονται: α) τα αποδεικτικά έγγραφα, που ο ενάγων επικαλείται για να υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα η επικυρωμένα αντίγραφα και  β) ειδικό πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς είναι απαράδεκτη (παρ.3). Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις (παρ.4) . Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων. Ήδη δε, με τη διάταξη του άρθρου 161 παρ.1 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) οι ως άνω αξιώσεις  παραγράφονται μετά τρία (3) έτη από την πράξη, ενέργεια ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων. Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν γεννηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη  παραγραφεί κατά  την  εισαγωγή του. Η έναρξη όμως, η αναστολή και η διακοπή της παραγραφής κρίνεται ως προς τον πριν από  την εισαγωγή του Κώδικα  χρόνο, σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει ως τώρα. Αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το έως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος, από την εισαγωγή του Κώδικα, και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος  παραγραφής  του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο που ορίζεται στον Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται  μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Η ως άνω όμως ρύθμιση καταλαμβάνει εκείνες τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει συμπληρωθεί η παραγραφή. Διότι, από τις ρυθμίζουσες τα ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 18 ΕισΝΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, κατ` ανάλογη εφαρμογή, όχι μόνον μεταξύ των περί παραγραφής διατάξεων του ΑΚ και του προϊσχύσαντος τούτου δικαίου, αλλά και σε κάθε άλλη διάταξη νεότερου νόμου που ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής από εκείνον του προϊσχύσαντος δικαίου, συνάγεται ότι, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου, καθιερώνουν μακρότερη παραγραφή από την καθιερούμενη στο προϊσχύσαν δίκαιο, εφαρμογή έχει ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί πριν από την εφαρμογή του, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αξιώσεις ήταν ακόμη ενεργές κατά την έναρξη της ισχύος αυτού,  ειδάλλως , εάν  δηλαδή οι αξιώσεις είχαν παραγραφεί ή αποσβεσθεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του, δεν μπορεί να ανατραπεί το αποτέλεσμα αυτό, πλην αν ο νομοθέτης έχει προσδώσει στη νέα διάταξη αναδρομική, εντός των συνταγματικών ορίων, δύναμη (ΕφΝαυπλ 82/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, για τον υπολογισμό της μακρότερης παραγραφής λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος που διανύθηκε κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, ενώ τέλος, δεν εφαρμόζεται  η περί της υπαγωγής στην επιφέρουσα την ταχύτερη συμπλήρωση της παραγραφής διάταξη δεύτερη παράγραφος του προαναφερθέντος άρθρου 18 ΕισΝΑΚ, διότι η παράγραφος αυτή προϋποθέτει για την εφαρμογή της, την καθιέρωση στο νεότερο νόμο βραχύτερης παραγραφής. Επομένως, εάν κατά την έναρξη ισχύος του Ν 4194/2013 (ΦΕΚ Α 208/27-9-2013), δηλαδή στις 27-9-2013 (άρθρο 166), δεν είχαν παραγραφεί οι κατά το άρθρο 73 παρ.4 ΕισΝΚΠολΔ  αξιώσεις, τότε η παραγραφή των αξιώσεων αυτών επιμηκύνεται κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 161 παρ.1  4194/2013 σε 3 έτη  (πρβλ και Εφ Ναυπλ82/2012 ο.π). Η επιμήκυνση αυτή για την ταυτότητα του νομικού λόγου ισχύει όχι μόνο επί παραγραφής αλλά και επί αποσβεστικής προθεσμίας,  η οποία  συνεπώς λαμβάνεται  υπ` όψη  και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εφόσον βεβαίως προκύπτει  η συμπλήρωση της από το  υλικό  της  δικογραφίας  (Γεωργιάδη Σταθόπουλου « Αστικός Κώδιξ» άρθρα 554 558 παρ. 4, σελ. 211).

 

IV. Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του πρώτου εναγόμενου, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι (ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη η ένορκη κατάθεση της μάρτυρος  των εναγόντων, ………., που εξετάστηκε πρωτοδίκως, όπως ορθώς δεν ελήφθη υπόψη και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επειδή τυγχάνει  άκυρη, καθόσον δεν  αναφέρεται στην αγωγή το εμμάρτυρο (γενικά) αποδεικτικό μέσο, πάρα τα οριζόμενα ρητώς στη διάταξη του άρθρου 73 παρ.2 εδ.β ΕισΝΠΚολΔ -όπου επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας ο ενάγων στην αγωγή κακοδικίας να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλείται- του σχετικού τέταρτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται τα αντίθετα, απορριπτομένου ως αβασίμου), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες  με σύμβαση εντολής, που κατάρτισαν προφορικά με τους εναγόμενους, δικηγόρους, ανέθεσαν σε αυτούς, αφενός την υπεράσπιση τους έναντι των αποδιδομένων σε αυτούς κατηγοριών για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος σε πλημμεληματική και κακουργηματική μορφή, πλαστογραφία μετά χρήσεως και υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης,  που φέρονταν  να τελέστηκαν το έτος 2003, και αφετέρου την  ακύρωση  των με αριθμούς  ../6-12-2005, /03/8-3-2006 καταλογιστικών πράξεων  σε βάρος του πρώτου εξ αυτών, ποσού 46.726 ευρώ, 141.440 ευρώ αντίστοιχα, και της με αριθμό ……. καταλογιστικής πράξης  σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος, ποσού 66.560 ευρώ, που εκδόθηκαν από το Γ’ Τελωνείο Πειραιώς για σχετιζόμενες με τις ποινικές κατηγορίες τελωνειακές παραβάσεις. Στα πλαίσια  της εντολής αυτής ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε εξ ολοκλήρου την υπεράσπιση τους ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, ενώ η δεύτερη εναγόμενη, σύζυγος του,  επιμελήθηκε  την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και ενδίκων  μέσων για την ακύρωση των καταλογιστικών πράξεων. Ειδικότερα, η δεύτερη εναγόμενη άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 6-2-2006, 11-5-2006, και 1-5-2006 προσφυγές μετά αυτοτελών δικογράφων προσθέτων λόγων, καθώς και αντίστοιχες αιτήσεις αναστολών, κατά  τη συζήτηση των οποίων παραστάθηκε η ίδια  (εκτός από την συζήτηση της από 6-2-2006 προσφυγής του πρώτου ενάγοντος, στην οποία παραστάθηκε ο πρώτος εναγόμενος). Εξ αυτών, οι μεν αιτήσεις αναστολών έγιναν δεκτές, ενώ οι προσφυγές απορρίφθηκαν με τις με αριθμό 2101/2008, 2107/2008 και 2106/2008 αποφάσεις αντίστοιχα του ως άνω Δικαστηρίου. Ακολούθως, η δεύτερη εναγόμενη άσκησε κατά των απορριπτικών αποφάσεων τις από 6-7-2009 και 28-4-2009 εφέσεις ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά,  που ορίστηκαν  να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο της 3ης-3-2010, καθώς και τις από 22-7-2009 αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης, οι οποίες έγιναν δεκτές και ανεστάλη η σε βάρος των εναγόντων διοικητική διαδικασία εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επι των ως  άνω εκκρεμών εφέσεων. Παράλληλα, με τις με αριθμό ΑΜ ./2006 και ΒΜ ./2009 αποφάσεις του  Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και τη με αριθμό ΑΤ 1309-1494-1590/2010 απόφαση του ΑΤ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς οι ενάγοντες, εκπροσωπούμενοι  από τον πρώτο εναγόμενο, αθωώθηκαν από τις αποδιδόμενες σε αυτούς κατηγορίες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 24-2-2010, οπότε εξεδόθη η με αριθμό ΑΤ 1309-1494-1590/2010 αθωωτική απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου, ο πρώτος εναγόμενος γνωστοποίησε στον παριστάμενο δεύτερο ενάγοντα την ημερομηνία συζήτησης των εφέσεων του ιδίου και του πατέρα του, πρώτου ενάγοντος, ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, ενώ παρούσα ήταν και η ……., σύζυγος του πρώτου και μητέρα του δεύτερου ενάγοντος, με την οποία  εξαρχής οι εναγόμενοι  επικοινωνούσαν σχετικά με τις δικαστικές υποθέσεις των τελευταίων, επειδή αυτοί, ως οδηγοί μεταφορείς, απουσίαζαν για μακρά χρονικά διαστήματα. Η τελευταία δε, επικαλούμενη οικονομική αδυναμία των εναγόντων να καταβάλουν  την αμοιβή της δεύτερης εναγόμενης για τη παράσταση της κατά τη συζήτηση των εφέσεων τους, συνολικού ποσού 3.000 ευρώ (1000 ευρώ για κάθε παράσταση/ υπόμνημα), καθώς και τα απαιτούμενα παράβολα, ζήτησε, ενεργούσα επ ονόματι και κατ’ εντολή αυτών, να μεριμνήσουν οι εναγόμενοι, ώστε να αναβληθεί η συζήτηση των υποθέσεων τους, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο για να εξεύρουν τα αναγκαία χρηματικά ποσά. Μετά ταύτα, η δεύτερη εναγόμενη κατά τη δικάσιμο στις 3-3-2010 παραστάθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου Διοικητικού Δικαστηρίου και υπέβαλε αίτημα αναβολής της συζήτησης των εφέσεων των εναγόντων, επικαλούμενη έλλειψη έγγραφης εξουσιοδότησης των εκκαλούντων, εντολέων της, το οποίο έγινε δεκτό και η συζήτηση των εφέσεων αναβλήθηκε για τη δικάσιμο στις 3-11-2010. Κατά τη δικάσιμο αυτή η εκδίκαση όλων των υποθέσεων ματαιώθηκε λόγω των Περιφερειακών και Δημοτικών Εκλογών, ακολούθως δε η συζήτηση τους  προσδιορίστηκε εκ νέου με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου για τη δικάσιμο στις 8-6-2011, για την οποία  κλήθηκε νόμιμα η δεύτερη εναγόμενη, που είχε ορισθεί  αντίκλητος των εκκαλούντων με τα δικόγραφα των εφέσεων τους. Στις 8-6-2011, κατόπιν νεότερης συνεννοήσεως της δεύτερης εναγόμενης με την  ενεργούσα στο όνομα και για λογαριασμό των εναγόντων, ……., προκειμένου να πετύχουν και δεύτερη αναβολή της εκδίκασης των εφέσεων, εμφανίστηκε στο Διοικητικό Εφετείο κατ εντολή της δεύτερης εναγόμενης και για λογαριασμό των τελευταίων, η δικηγόρος, ……., η οποία αιτήθηκε εκ νέου αναβολή της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομίσει έγγραφες εξουσιοδοτήσεις των εκκαλούντων. Το δικαστήριο έκανε δεκτό το νέο αυτό αίτημα  και ανέβαλε την εκδίκαση των υποθέσεων για τη δικάσιμο στις 7-12-2011. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (8-6-2011) ο πρώτος εναγόμενος επικοινώνησε τηλεφωνικά με την . ., και την ενημέρωσε σχετικά  ενώ επιπλέον της επέστησε τη προσοχή, ότι αυτή ήταν και η τελευταία φορά που θα μπορούσαν να πάρουν αναβολή και ότι κατά τη νέα δικάσιμο, την ημερομηνία της οποίας της γνωστοποίησε, αυτοί θα έπρεπε να είναι καθ όλα έτοιμοι να δικάσουν τις εφέσεις τους. Επιπλέον, στις 5-12-2011, δύο ημέρες πριν τη μετ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο, και αφού είχαν προηγηθεί και άλλες προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας εκ μέρους του, αυτός επεδίωξε να επικοινωνήσει εκ νέου με τη ……. στο κινητό της τηλέφωνο, προκειμένου να συνεννοηθούν για το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας την επομένη ημέρα (6-12-2011), και δη την χορήγηση  από τους εκκαλούντες  έγγραφης εξουσιοδότησης για τη συζήτηση των εφέσεων καθώς και κατάθεσης των απαιτούμενων παραβόλων, ποσού 934,52 ευρώ, 1131,20 ευρώ και 2.828,80 ευρώ. Επειδή δε, δεν μπόρεσε να βρεί την ίδια της άφησε προς τούτο μήνυμα στο τηλεφωνητή της να τον καλέσει, δίχως ωστόσο αυτή να το πράξει. Μετά ταύτα, οι εναγόμενοι δεν παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση  των εφέσεων των εναγόντων, με συνέπεια αυτές να απορριφθούν για τυπικό λόγο. Τα ανωτέρω και δη οι τηλεφωνικές επικοινωνίες του  πρώτου εναγόμενου με την προκύπτουν σαφώς από τα στοιχεία τηλεφωνικών κλήσεων, που προσκομίζονται με επίκληση από τους εναγόμενους, όπου καταγράφονται οι κλήσεις από τον αριθμό  του κινητού τηλεφώνου του πρώτου εναγόμενου στον αριθμό κινητού τηλεφώνου της …… (τον οποίο οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν),  η ημέρα και ώρα κλήσης και η διάρκεια των τηλεφωνημάτων (13.03 τη πρώτη φορά και 23 για τη δεύτερη φορά, που δικαιολογεί μήνυμα σε τηλεφωνητή). Τα στοιχεία δε αυτά δεν αναιρούνται από  τα όσα  επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, οι οποίοι ουδεμία εξήγηση δίνουν αναφορικά με τις κλήσεις αυτές, ούτε προσδίδουν στις τελευταίες διαφορετικό περιεχόμενο και σκοπό, ενώ επιμένουν ότι καθ όλο το χρονικό διάστημα από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο των εφέσεων στις 3-3-2010 έως την τελική εκδίκαση τους στις 7-12-2011, ουδέν γνώριζαν, καθώς και ότι κάθε προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν με τους εναγομένους είχε αποβεί άκαρπη. Εν τούτοις ουδεμία λογική εξήγηση δίδεται για ποιο λόγο η δεύτερη  εναγόμενη να αιτηθεί δύο φορές (μια αυτοπροσώπως και μία  μέσω συναδέρφου της, δικηγόρου) την αναβολή της εκδίκασης των υποθέσεων και δη χωρίς αμοιβή, εάν δεν υφίστατο προς τούτο σχετική εντολή των εναγομένων. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν αποδείχθηκε ότι η συζήτηση των εφέσεων των τότε προσφευγόντων (και νυν εναγόντων-εκκαλούντων) στις 7-12-2011 ερήμην αυτών οφείλεται σε βαρειά αμέλεια των εναγομένων, και δη, επειδή, όπως οι ενάγοντες υποστηρίζουν, οι εναγόμενοι αμέλησαν να τους ενημερώσουν για την μετ αναβολή δικάσιμο και να παραστούν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον αποδείχθηκε ότι αυτοί (ενάγοντες) είχαν εγκαίρως ενημερωθεί από τους εναγόμενους τόσο για τη νέα δικάσιμο όσο και για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν μέχρι τότε, ενώ αντιθέτως δεν αποδείχθηκε  ότι οι ίδιοι  φρόντισαν, ως όφειλαν, να έρθουν σε επικοινωνία με τους εναγόμενους σχετικά με τις υποθέσεις τους, που γνώριζαν ότι εκκρεμούν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι απορριπτικές των εφέσεων αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς επιδόθηκαν στους εκκαλούντες στις 26-4-2012 με θυροκόλληση στην οδό ……. στο …… Αττικής, που είχε δηλωθεί ως κοινή κατοικία τους με τα δικόγραφα των εφέσεων τους. Ωστόσο,  δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί τότε έλαβαν πράγματι γνώση των εν λόγω αποφάσεων, καθόσον ήδη από το 2009 κατοικούσαν στην οδό ………, Αττικής, (βλ. και σχετικά προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά ετών 2009-2011 και φορολογικές δηλώσεις ετών 2009-2014 του πρώτου ενάγοντος, με τον οποίο κατοικούσε ο υιός του, δεύτερος ενάγων).  Αντιθέτως, προέκυψε  ότι αυτοί έλαβαν για πρώτη φορά γνώση της απόρριψης των εφέσεων τους τον Σεπτέμβριο του έτους 2014, και δη στις 10-9-2014, οπότε πληροφορούμενοι την δέσμευση του κοινού τραπεζικού λογαριασμού του πρώτου εξ αυτών και της συζύγου του, ……, λόγω της ύπαρξης των διοικητικών προστίμων από το Γ Τελωνείο Πειραιώς,  εξουσιοδότησαν την .. να λάβει αντίγραφα του φακέλου της  υπόθεσης από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς (βλ. σχετική βεβαίωση με αριθμό ./10-9-2014 του Αρχείου του εν λόγω Δικαστηρίου). Ακολούθως δε, αυτοί άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αρχικά τη με αριθμό ./2015 αγωγή κακοδικίας σε βάρος των  εναγομένων με την ίδια ιστορική βάση και αιτήματα, την οποία επέδωσαν σε αυτούς στις 6-3-2015 (βλ. σελ 2 της με ΑΒΜ …… έγκλησης των εναγομένων ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς), από την οποία παραιτήθηκαν με το με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2015 δικόγραφο, που επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 29-9-2015 (βλ. τις με αριθμό .. και /29-9-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), και στη συνέχεια την υπο κρίση αγωγή, που ομοίως επέδωσαν  σε αυτούς στις 5-11-2015  (βλ. τις με αριθμό και ./29-9-2015 εκθέσεις επίδοσης του ιδίου δικαστικού επιμελητή), δηλαδή εντός έξι μηνών από την παραίτηση από την αρχική αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε ότι  η ασκούμενη με την αγωγή αξίωση των εναγόντων, που γεννήθηκε στις 7-12-2011, υπέκυψε  στην εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 5 ΕισΝΚΠολΔ, εκλαμβάνοντας ως χρόνο έναρξης αυτής την επίδοση των απορριπτικών αποφάσεων στους ενάγοντες στις 26-4-2012, οπότε, κατά τα αναφερόμενα περαιτέρω στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της  κατά το δικόγραφο αμελούς συμπεριφοράς των εναγομένων, και για το λόγο αυτό την απέρριψε, δίχως να εξετάσει την ουσιαστική της βασιμότητα. Ωστόσο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αυτοί δεν έλαβαν γνώση της απόρριψης των εφέσεων τους κατά την ανωτέρω ημερομηνία αλλά στις 10-9-2014, οπότε μέχρι την άσκηση της αρχικής αγωγής στις 6-3-2015 (που επιφέρει κατ άρθρο 263 εδ 2 ΑΚ διακοπή της αποσβεστικής προθεσμίας, επειδή η ένδικη αγωγή ασκήθηκε, κατά τα ανωτέρω, εντός έξι μηνών από την παραίτησή των εναγόντων από την αρχική αυτή αγωγή) δεν είχε παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία των έξι μηνών, επομένως δε και των τριών ετών της διάταξης του άρθρου 161 παρ.1 του  ν. 4194/2013 (που εφαρμόζεται από 27-9-2013, άρθρο 166 παρ.1), η οποία εν προκειμένω είναι εφαρμοστέα κατ άρθρο 18 ΕισΝΑΚ, δεδομένου ότι η αξίωση είχε γεννηθεί καθ’ ο χρόνο ίσχυε η προηγούμενη διάταξη του άρθρου 73 ΕισΝΚΠολΔ  και δεν είχε εισέτι παραγραφεί κατά τον χρόνο που ο νεότερος  αυτός νόμος τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ ΙΙΙ νομική σκέψη. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι, όπως και η έφεση, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, στη συνέχεια δε, αφού  κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η αγωγή, να απορριφθεί  αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 εδ β ΚΠολΔ και να διαταχθεί η απόδοση στους εκκαλούντες του παραβόλου, ποσού 150,00 ευρώ, που  προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά  την  έφεση κατά της με αριθμό 3030/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στους εκκαλούντες  του με αριθμό ……/2017 e-παράβολoυ.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ με αριθμό 3030/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την αγωγή.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 29-3-2019.