ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΛαρίσης 42/2023

 

Ευθύνη τραπεζών - Επενδυτικές υπηρεσίες - Ευθύνη τραπεζών από πλημμελείς επενδυτικές υπηρεσίες -.

 

Καθιερώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας στις περιπτώσεις παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής. Σιωπηρή σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Ευθύνη της Τράπεζας καθώς οι προστηθέντες υπάλληλοί της ουδόλως ενημέρωσαν τους ενάγοντες για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους επενδυτικού προϊόντος (perpetual bonds), το οποίο, αντιθέτως, παρέστησαν σε αυτούς ως «ευκαιρία».

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

 

Αριθμός απόφασης 42/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

1° ΤΜΗΜΑ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Μολυβδά και Σωτήριο Μπακαΐμη-Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Κούρτη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 14η Ιανουαρίου 2022 για να δικάσει την από 7-5-2021 έφεση, α) με αριθμό κατάθεσης ./7-5-2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και β) με αριθμό κατάθεσης-προσδιορισμού δικασίμου ./10-5-2021 στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά της υπ' αριθμ. 2/22-1-2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «EUROBANK», ΑΦΜ ., αριθμός ΓΕΜΗ ., νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου λόγω διάσπασης με απόσπαση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASΙAS Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «EUROBANK ERGASIAS», με τη σύσταση της πρώτης ως νέας τραπεζικής εταιρείας-πιστωτικού ιδρύματος («επωφελούμενης»), σύμφωνα με την από 18-3-2020 απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), υπ' αριθμ. πρωτ. «ECB-SSM-2020-GREBE-13 LIC-2019-0031, το από 31-7-2019 Σχέδιο Διάσπασης, το από 31-1-2020 Πρακτικό της Έκτακτης Γ.Σ. των μετόχων της διασπώμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας και την υπ' αριθμ. ./2020 συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών, . (άρθρα 16 του Ν. 2515/1997 και 145 του Ν. 4261/2014, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 του Ν. 4664/2020, 57 παρ. 3 και 59 έως 74 του Ν. 4601/2019), που εγκρίθηκε (η διάσπαση και το καταστατικό της επωφελούμενης εταιρείας) με την καταχωρηθείσα στο ΓΕΜΗ (αριθμοί καταχώρησης ./20-3-2020 και 2107384/20-3-2020), υπ' αριθμ. ./20-3-2020, απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών-Τμήμα Ασφαλιστικών Ανωνύμων Εταιρειών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (αριθμοί πρωτ. των σχετικών ανακοινώσεων . και ./20-3-2020), που παραστάθηκε διά των πληρεξούσιων δικηγόρων, Ανέστη Παπαδόπουλου, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (A.M. Δ.Σ.Α. 0024044) και Γεωργίου Χατζηευθυμίου, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας (A.M. Δ.Σ.Λ. 00125), με μονομερή δήλωση και προκατάθεση προτάσεων (άρθρα 242 παρ. 2 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ),

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ., ΑΦΜ ., κατοίκου Λάρισας και 2) ., ΑΦΜ ., κατοίκου Λάρισας, που παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου, Αντωνίου Τίγκα, μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Τρικάλων (A.M. Δ.Σ.Τ. 00102), με μονομερή δήλωση και προκατάθεση προτάσεων (άρθρα 242 παρ. 2 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά της ως άνω δικαιοπαρόχου της ήδη εκκαλούσας την από 27-12-2019 αγωγή, με αριθμό κατάθεσης ./27-12-2019, με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, με βάση τη στην αγωγή διαλαμβανόμενη ιστορική αιτία και νομικές βάσεις, το συνολικό ποσό των 303.798,37 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, με το νόμιμο τόκο από τις 27-10-2014 (δήλη ημέρα), άλλως από την επίδοση προηγούμενης αγωγής τους που είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα. Επί της αγωγής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 2/22-1-2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων, ήδη εφεσίβλητων, το ποσό των 248.666,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της προγενέστερης αγωγής που είχαν ασκήσει κατά της εναγομένης και καταδίκασε την τελευταία σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων. Ήδη με την κρινόμενη έφεση που άσκησε η εκκαλούσα, ως καθολική διάδοχος της αρχικώς εναγόμενης, διώκεται να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και να δικασθεί κατ' ουσίαν, επί τω τέλει όπως απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

 

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως αυτή εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο της δικασίμου (αριθμός .), οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται πιο πάνω.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ,

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι.- Η από 7-5-2021 έφεση, με αριθμό κατάθεσης ./7-5-2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά της υπ' αριθμ. 2/22-1-2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 500, 511 και 513 παρ. 1 περ. β' εδ. α' ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη, καθόσον το δικόγραφο της έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη στις 7-5-2021 (αριθμός κατάθεσης ./7-5-2021), ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 άρθρο 3° του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α' 87/23-7-2015, ισχύς για τα κατατιθέμενα ένδικα μέσα από 1-1-2016, άρθρο 1 άρθρο 9° παρ. 2 του Ν. 4335/2015) από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης την 8-4-2021, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ./8-4-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Λάρισας, ., που προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, ενώ έχει κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο της έφεσης, ποσού 150,00 ευρώ και επισυνάπτεται στην έκθεση που συνέταξε ο γραμματέας κατά το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α' ΚΠολΔ (αριθμός e-παραβόλου .). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια με την εκκαλουμένη απόφαση διαδικασία (τακτική).

 

II.- Με την από 27-12-2019 (αριθμός κατάθεσης ΠΤ./27-12-2019) αγωγή τους κατά της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS Ανώνυμη Εταιρεία», καθολικός διάδοχος της οποίας έγινε κατόπιν η νυν εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROΒΑΝΚ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι ο μεν πρώτος (1ος) εξ αυτών είναι συνταξιούχος εισπράκτορας των υπεραστικών ΚΤΕΛ διάγων το 85° έτος της ηλικίας του και η δεύτερη (2η), τέκνο του πρώτου, είναι καθηγήτρια πληροφορικής διάγουσα το 60° έτος της ηλικίας της. Ότι δεν διέθεταν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, ούτε εμπειρία σε ζητήματα οικονομικών επενδύσεων και από ετών ήταν πελάτες της εναγομένης τράπεζας και ειδικότερα του ευρισκόμενου στη Λάρισα επί της οδού ., αριθμός ., υποκαταστήματος της, στο οποίο διατηρούσαν απλούς καταθετικούς και προθεσμιακούς λογαριασμούς, έχοντας αποκτήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους υπαλλήλους της. Ότι κατά το έτος 2005, η διευθύντρια του ως άνω υποκαταστήματος πρότεινε στον πρώτο από αυτούς να τοποθετήσει τα χρήματα του σε ασφαλή αποταμιευτικά προϊόντα και δη να συναντηθεί με προστηθέντες του τμήματος Ιδιωτικής Τραπεζικής της εναγομένης (Private Banking), προκειμένου (οι ενάγοντες) να τύχουν προνομιακής μεταχείρισης και άμεσης εξυπηρέτησης, ενόψει και του μεγάλου ύψους των καταθέσεών τους. Ότι τελικά οι ενάγοντες πείσθηκαν και υπέγραψαν αρχικά την ενσωματωμένη αυτούσια κατά το περιεχόμενό της σε αυτήν (αγωγή) σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών (υπ' αριθμ. .), δυνάμει της οποίας, η εναγομένη τράπεζα αναλάμβανε εν τοις πράγμασι συμβουλευτική διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους. Ότι τόσο στα πλαίσια της προσυμβατικής διαπραγμάτευσης τους για την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης, όσο και καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας αυτής, εξαρχής κατέστησαν σαφή στους υπαλλήλους της εναγομένης την επιθυμία τους περί ασφαλούς τοποθέτησης των χρημάτων τους σε τραπεζικά προϊόντα μη φέροντα χαρακτήρα διακινδύνευσης απώλειας του κεφαλαίου τους και αποχής από τοποθετήσεις σε τοξικά, πολυσύνθετα προϊόντα, δεδομένου ότι ήταν συντηρητικοί και μετριοπαθείς επενδυτές. Ότι στα πλαίσια της ανωτέρω συμβατικής σχέσης αποφάσισαν να προβούν σε επενδυτική τοποθέτηση των αποταμιεύσεων τους, έχοντες ως γνώμονες την απόλυτη εξασφάλιση του κεφαλαίου τους και τη δυνατότητα ρευστοποίησης του επενδυθέντος ποσού. Ότι πιεσθέντες από τις διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγομένης τράπεζας, οι οποίοι δεν ήταν κατά νόμο πιστοποιημένοι προς παροχή επενδυτικών συμβουλών, απέκτησαν την 27-1-2005, την 17-7-2005 και την 4-5-2007 τα λεπτομερώς αναφερόμενα ομόλογα της «Piraeus Group Capital ltd», για τα οποία κατέβαλαν το συνολικό ποσό των 534.943,90 ευρώ. Ότι κατά το έτος 2010 διαπίστωσαν για πρώτη φορά ότι τα ως άνω ομόλογα, τα οποία οι προστηθέντες της εναγομένης τους είχαν διαβεβαιώσει ότι είναι δεκαετούς διάρκειας και στα οποία είχαν τοποθετήσει τα χρήματα τους, άρχισαν να αναφέρονται ως άληκτα με αναφερόμενη ημερομηνία λήξης το έτος «2049», ενώ μέχρι τότε αναγράφονταν ως «Ομολογιακές Επενδύσεις Κυμαινόμενου Επιτοκίου - Τραπεζικά Ομόλογα Εσωτερικού», με ημερομηνία λήξης το έτος 2014. Ότι μετά την σχεδόν ολοκληρωτική απώλεια του επενδυμένου κεφαλαίου τους, διαπίστωσαν ότι τα επίδικα ομόλογα ήταν χαμηλής επενδυτικής ποιότητας, υψηλού ρίσκου, παντελώς ασύμβατα με το επενδυτικό τους προφίλ και μειωμένης εξασφάλισης, για τα οποία δεν είχε τηρηθεί από την εναγομένη η διαδικασία έγκρισης και δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου. Ότι, ειδικότερα, η εναγομένη παρέβη δια των υπαλλήλων της την απορρέουσα από τον ισχύοντα κατά το χρόνο εκείνο Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, αλλά και από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, υποχρέωση της να τους παράσχει εξειδικευμένες, σαφείς, ορθές και πλήρεις συμβουλές σχετικά με την ανωτέρω επένδυση. Ότι παρότι ήταν γνωστό στα όργανα της το συντηρητικό τους επενδυτικό προφίλ, παρέλειψε να τους παράσχει επενδυτικές συμβουλές προσαρμοσμένες σε αυτό και επιπλέον παρέλειψε να τους ενημερώσει για τα χαρακτηριστικά των ενδίκων ομολόγων. Ότι τελικά την 9-12-2015 η μητρική εταιρεία της εκδότριας και εγγυήτρια Τράπεζα Πειραιώς προχώρησε σε εξαγορά των επίδικων τίτλων, αντί τιμήματος ίσου με ποσοστό 9% της ονομαστικής τους αξίας καταβάλλοντας τους κατά την προαναφερόμενη ημεροχρονολογία μόλις το ποσό των 47.510,00 ευρώ. Ότι η εναγομένη ως παρέχουσα υπηρεσίες υπό την έννοια του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή και ως ενεργήσασα αντίθετα προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, υπέχει απέναντι τους ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη ανόρθωσης της επελθούσας ζημίας τους, που έγκειται, α) στο ποσό του απωλεσθέντος κεφαλαίου τους, συνολικού ύψους 487.333,90 ευρώ (ως συγκύριοι των ενδίκων ομολόγων κατά 1/2 έκαστος, ήτοι 243.666,95 ευρώ για έκαστο εξ αυτών), β) στο ποσό των 10.131,42 ευρώ για έκαστο εξ αυτών, ως αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη του χρονικού διαστήματος από 27-3-2012 έως 27-10-2014, που αντιστοιχεί στους προσδοκώμενους τόκους (τοκομερίδια), που θα εισέπρατταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από τα ομόλογα, εάν η εκδότρια τους εταιρεία εκτελούσε προσηκόντως τις συμβατικές τις υποχρεώσεις και γ) στο ποσό των 50.000,00 ευρώ για έκαστο εξ αυτών, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ως άνω περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει: α) ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστησαν από την αγορά των ομολόγων το ποσό των 243.666,95 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών, β) ως αποζημίωση για την φερόμενη αποθετική ζημία, που υπέστησαν από την αγορά των προαναφερόμενων ομολόγων (διαφυγόντα κέρδη), το ποσό των 10.131,42 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών και γ) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, το ποσό των 50.000,00 ευρώ σε έκαστο εξ αυτών και όλα τα ανωτέρω, με το νόμιμο τόκο από την 27-10-2014 (ημερομηνία της οφειλόμενης πληρωμής και παύσης καταβολής των οφειλόμενων τόκων), άλλως από την επομένη της επίδοσης της από 25-6-2015, αρχικώς ασκηθείσας αγωγή τους (αριθμός κατάθεσης ./24-07-2015), η οποία κοινοποιήθηκε στην εναγομένη αντίδικό τους την 23-10-2015 και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την υπ' αριθμ. 221/30-10-2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (τακτική διαδικασία), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε από το παραπάνω Δικαστήριο, κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 208 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμ. 2/22-1-2021 οριστική απόφαση. Δι' αυτής έκρινε, 1) ως προς την αγωγή: α) απορριπτέο ως μη νόμιμο το κεφάλαιο περί διαφυγόντων κερδών, ποσού 10.131,42 ευρώ για έκαστο των εναγόντων, ως μη τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το επικαλούμενο αγωγικό ζημιογόνο γεγονός, β) απορριπτέο ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας αναφορικά με την αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που φερόταν ότι είχαν υποστεί οι ενάγοντες από την απώλεια του ποσού που επένδυσαν για την αγορά του ενδίκου ομολόγου, για το πριν την επίδοση της από 25-6-2015 αγωγής τους (αριθμός κατάθεσης ./2015) χρονικό διάστημα, με την αιτιολογία ότι η επικαλούμενη αυτή επίδοση συνιστούσε την πρώτη όχληση της εναγομένης για το σχετικό κονδύλιο, που την καθιστούσε υπερήμερη, γ) ορισμένη και νόμιμη κατά τα λοιπά κεφάλαια της, ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297, 298, 299, 330, 334, 335, 341, 346, 361, 480, 481, 713, 714, 718, 914, 922, 926, 932 ΑΚ, στις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθμ. 12263/Β500/11-4-1997 (ΦΕΚ Β’/340/24-4-1997) απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΥΠΕΘΟ), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-34 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007 με το άρθρο 85 του Ν. 2606/2007), 2 παρ. 1α', 2στ', 6, 3 παρ. 1, 13, 16, 17 παρ. 1, 5, 22 του Ν. 2396/1996, που εξακολουθεί να εφαρμόζεται και μετά την κατάργηση του από το Ν. 3606/2007 σε πράξεις ή παραλείψεις που έχουν τελεστεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νεότερου αυτού νόμου την 1-11-2007 (άρθρα 71 και 85 του Ν. 3606/2007), στην υπ' αριθμ. 2501/31-10-2002 Πράξη Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ), «Ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους», 1 παρ. 3, 4, 8 παρ. 1, 2 εδ. β', 4 του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α' 152/10-7-2007) και σύμφωνα με τα άρθρα 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ ρυθμίζουν την επίδικη ενοχή (συμβατική και από αδικοπραξία), αφού τα παραγωγικά της γεγονότα φέρονται ότι έλαβαν χώρα πριν από την ισχύ του νέου αυτού νόμου, που δεν ισχύει αναδρομικά, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 70, 907, 908 παρ. 1 και 176 ΚΠολΔ, 2) ως προς τους προβληθέντες νομοτύπως στον πρώτο βαθμό αυτοτελείς ισχυρισμούς της εναγομένης: α) ορισμένη και νόμιμη,· σιωπηρώς χωρίς αναφορά σχετικών διατάξεων, την ένσταση της εναγομένης περί ύπαρξης δεδικασμένου, παραγόμενου από τις υπ' αριθμ. 221/30-10-2017 και 2599/01-07-2019 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και Αθηνών, αντίστοιχα, που είχαν εκδοθεί επί προηγούμενων αγωγών με όμοιο περιεχόμενο και αίτημα, τις οποίες είχαν ασκήσει οι ενάγοντες και είχαν απορριφθεί (οι αγωγές) ως αόριστες κατά τη βάση της θετικής ζημίας και ως μη νόμιμες κατά τις βάσεις της προσυμβατικής ευθύνης από πταίσμα κατά τις διαπραγματεύσεις (σε αμφότερες τις αποφάσεις) και της αποθετικής ζημίας (διαφυγόν κέρδος από το επιτόκιο που απώλεσαν εάν επενδυόταν το ποσό σε έγκυρη προθεσμιακή κατάθεση) στην πρώτη από αυτές, β) απορριπτέα ως αλυσιτελή και ως εκ τούτου απαράδεκτη (ΑΠ 598/2020) την ένσταση παραγραφής της απαίτησης των εναγόντων (άρθρο 157 ΑΚ), κατά τη βάση της που, όπως εκείνη ισχυρίσθηκε, ερειδόταν στις διατάξεις περί πλάνης και απάτης, με την αιτιολογία ότι αντικείμενο της δίκης δεν ήταν η ακύρωση της σύμβασης αγορών των ενδίκων ομολόγων λόγω πλάνης ή απάτης, αλλά η αποζημίωση λόγω ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης των προστηθέντων της εναγομένης, τα δε σχετικά πραγματικά περιστατικά περί πλάνης ή απάτης αναφέρονταν διηγηματικώς προς θεμελίωση των ως άνω νομικών βάσεων που δέχθηκε, γ) απορριπτέα ως μη νόμιμη την ασκούμενη επικουρικώς, για την περίπτωση ευδοκίμηση της αγωγής, ένσταση συνυπολογισμού ζημίας - κέρδους και συμψηφισμού (άρθρα 298 εδ. α', 930 παρ. 3 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 440 επ. ΑΚ) ότι από το χρηματικό ποσό της ζημίας των εναγόντων, πρέπει να αφαιρεθεί δια συμψηφισμού το ποσό των 139.377,69 ευρώ, που αποτελεί το σύνολο των τοκομεριδίων, που έλαβαν για το χρονικό διάστημα κατοχής των ενδίκων ομολογιακών τίτλων, με την αιτιολογία ότι ο τόκος που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των χρεογράφων είναι μεν κέρδος από την κυριότητα των τίτλων αυτών, πλην, όμως, το κέρδος αυτό προερχόταν όχι από τη ζημία, που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εναγομένη τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε με όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσε αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς στους ενάγοντες, δ) απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των εναγόντων (άρθρο 281 ΑΚ) με το σκεπτικό ότι τα περιστατικά που συγκροτούν τη βάση του ισχυρισμού (ίδια με της προηγούμενης ένστασης) και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να περιαγάγουν το ένδικο δικαίωμα των εναγόντων σε προφανή υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος τους, ε) ορισμένη και νόμιμη την ένστασή της ότι δεν συντρέχει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτής λόγω ελλιπούς ενημέρωσης των εναγόντων αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των ενδίκων ομολόγων, ώστε οι τελευταίοι να λάβουν την ορθή απόφαση, συνδεόμενη αιτιωδώς με τη ζημία, την οποία επικαλούνται ότι έχουν υποστεί, ως στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 και στ) ορισμένη και νόμιμη την ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ ένσταση συνυπαιτιότητας των εναγόντων στη ζημία που αυτοί υπέστησαν, επειδή αν και είχαν αντιληφθεί την πτώση της αξίας των ενδίκων ομολογιακών προϊόντων ήδη από το έτος 2012, όταν και το πρώτον η εγγυήτρια Τράπεζα Πειραιώς τους πρότεινε την εξαγορά τους, εντούτοις αυτοί παρέλειψαν να προβούν στην ρευστοποίηση τους. Μετ' εκτίμηση δε των αποδείξεων, αφού απέρριψε ως ουσία αβάσιμες τις ως άνω ενστάσεις, δεδικασμένου, συνυπαιτιότητας και έλλειψης παράνομης συμπεριφοράς αυτής λόγω ελλιπούς ενημέρωσης των εναγόντων, κατά τα ως άνω, δέχθηκε εν μέρει και ως βάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 248.666,95 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην απώλεια του διατεθέντος για την αγορά των ενδίκων ομολόγων κεφαλαίου και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής τους βλάβης, κατά τα λεπτομερώς διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό μέρος αυτής, νομιμοτόκως από την επομένη της 23-10-2015, ημερομηνία επίδοσης της από 25-6-2015 και με αριθμό κατάθεσης 135/2015 προγενέστερης αγωγής των εναγόντων στην εναγομένη και επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων των ενάγοντων σε βάρος της εναγομένης. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η εκκαλούσα, ως καθολική διάδοχος της αρχικής εναγόμενης τράπεζας, άσκησε την κρινόμενη έφεση, οι λόγοι της οποίας κατά το νοηματικό τους περιεχόμενο συνιστούν αιτιάσεις για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διώκουσα να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος, που έγινε δεκτή και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες) στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

 

III.- Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα προαναφερθέντα στοιχεία ή αυτά περιέχονται με ασάφεια ή είναι ελλιπή, ενόψει του ότι η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθίσταται μη νομότυπη η άσκηση της αγωγής, κατά συνέπεια, αυτή (αγωγή) να είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Το ανωτέρω απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (ΑΠ 515/2016, ΑΠ 540/2016, ΑΠ 1067/2014). Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, του οποίου η προστασία ζητείται, πρέπει να γίνεται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι δε απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ' αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1291/2022, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 1424/2017). Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α' ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1291/2022, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 1175/2020). Η επάρκεια ή μη της θεμελίωσης της αγωγής με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, εμφανίζεται με τις μορφές της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η νομική αοριστία της αγωγής, συντρέχει αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 1291/2022, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 487/2020, ΑΠ 753/2020, ΑΠ 803/2019). Εξάλλου, η απόφαση που δεν έκρινε κατ' ουσίαν και απέρριψε την αγωγή για τυπικό λόγο, όπως για αοριστία αυτής, όταν καταστεί τελεσίδικη, δημιουργεί δεδικασμένο μόνο ως προς το δικονομικό ζήτημα της αοριστίας της αγωγής, που δεσμεύει το καλούμενο να εξετάσει εκ νέου την αγωγή δικαστήριο, μόνον εφόσον έχει την ίδια δικονομική έλλειψη, για την οποία απορρίφθηκε προηγουμένως (ΑΠ 57/2020, ΑΠ 869/2017, ΑΠ 702/2011). Αντίθετα, εφόσον με τη δεύτερη αγωγή συμπληρωθεί η έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και είναι επιτρεπτή η άσκηση εκ νέου της αγωγής (ΑΠ 869/2017, ΑΠ 72/2015, ΑΠ 847/2014). Εάν ο ενάγων, καθώς έχει τη δυνατότητα, βελτιώσει την αγωγή ως προς την ανωτέρω δικονομική έλλειψη, ασκώντας νέα, αλλά ορισμένη, αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και η άσκηση της νέας αυτής αγωγής είναι παραδεκτή (ΑΠ 88/2015, ΑΠ 30/2010, ΑΠ 213/2008, ΑΠ 190/2008). Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 914 ΑΚ «Όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», κατά δε το άρθρο 932 εδ. α' του ίδιου κώδικα «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη κατά το άρθ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ είναι: α) παράνομη συμπεριφορά, β) υπαιτιότητα του δράστη, γ) πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης και δ) αιτιώδης μεταξύ τους συνάφεια. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης του παθόντος υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και υπό τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή ηθική βλάβη (ΑΠ 1723/2014). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 ΑΚ «Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον». Έτσι, προϋποθέσεις της κατά τη διάταξη αυτή αυτοτελούς αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι: α) πράξη ή παράλειψη, που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημίωσης με βάση άλλες διατάξεις, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, β) να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο, ως όργανα δε, κατά το νομοθετικό λόγο της διάταξης αυτής, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 ΑΚ (καταστατικά όργανα) αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμα και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στο όργανο, δηλαδή πρέπει να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου, αν το όργανο ενήργησε καθ' υπέρβαση των καθηκόντων αυτών ή κατάχρηση της εξουσίας του (ΑΠ 1633/2017, ΑΠ 1885/2014).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο (1°) και τον τέταρτο (4°) λόγο της κρινόμενης έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και δη των διατάξεων περί δεδικασμένου (άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ) και αοριστίας της αγωγής κατά την περί αδικοπραξίας βάση της (άρθρα 216 επ. ΚΠολΔ, 914 επ. ΑΚ), διότι με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, δεν θεράπευσαν την αοριστία των ερειδόμενων στην αυτή νομική και ιστορική αιτία προηγουμένων ασκηθεισών αγωγών τους, συνεπεία της οποίας (αοριστίας) είχαν αυτές απορριφθεί με τις αποφάσεις υπ' αριθμ. 221/30-10-2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και 2599/5-6-2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, ουδόλως διαφέρει ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τη στοιχειοθέτηση των παραβάσεων, που οι ενάγοντες -εφεσίβλητοι επικαλούνται ότι αυτή τέλεσε εις βάρος τους με τις προγενέστερες αγωγές τους, επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω τελεσίδικες αποφάσεις και οι σχετικές αγωγές απορρίφθηκαν λόγω αοριστίας και νομικής αβασιμότητας, με την υπ' αριθμ. 221/30-10-2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 2599/5-6-2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, δια του αυτού λόγου ισχυρίζεται ότι στην τελευταία αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι δεν εξειδικεύουν, ως όφειλαν, κατά τις παραδοχές των ως άνω τελεσιδίκων δικαστικών κρίσεων, α) τα γεγονότα τα οποία αυτή παρέλειψε να τους εκθέσει κατά παράβαση των υποχρεώσεων της και που αφορούσαν τα χαρακτηριστικά του ομολόγου, ή τα γεγονότα που αφορούσαν σε ψευδείς εκ μέρους των εκπροσώπων της παραστάσεις σχετικά με το χαρακτηρισμό της ένδικης επένδυσης ως υψηλού ρίσκου και τα οποία αν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι γνώριζαν, θα επέλεγαν να απέχουν από αυτή και β) τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προέκυπτε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς της, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της και της περιουσιακής θετικής ζημίας των εναγόντων - εφεσίβλητων, καθώς και της ηθικής τους βλάβης, δεδομένου ότι μόνη η δέσμευση του αρχικού κεφαλαίου της επένδυσης των εναγόντων - εφεσίβλητων από την εκδότρια του ομολόγου, μέχρι το έτος 2049 και η διάψευση της προσδοκίας απόδοσης αυτού, χωρίς την επίκληση επιπλέον περιστατικών, σχετικών με την αφερεγγυότητα της εκδότριας είτε με την αδυναμία διάθεσης αυτού στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, λόγω παύσης της διαπραγμάτευσης του ή λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από άλλους ιδιώτες επενδυτές, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει την απαιτούμενη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των οποίων ενεργειών των στελεχών της και της όποιας ζημίας υπέστησαν αυτοί. Από τις 221/30-10-2017 και 2599/5-6-2019 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και Αθηνών, αντίστοιχα, προκύπτει ότι κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου το ζήτημα της αοριστίας των προηγούμενων αγωγών που άσκησαν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι κατά της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας με την αυτή νομική και ιστορική αιτία με την ένδικη αγωγή. Ειδικότερα: Α) με την υπ' αριθμ. 221/30-10-2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας απορρίφθηκε η από 27-9-2015 (αριθμός κατάθεσης ./2015) πρώτη (1η) αγωγή που άσκησαν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι κατά της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, η οποία ερειδόταν στην αυτή νομική και ιστορική αιτία με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση και συγκεκριμένα, i) ως αόριστη κατά τις βάσεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας και ii) ως μη νόμιμη κατά τη βάση της (προσυμβατικής) ευθύνης κατά τις διαπραγματεύσεις των άρθ. 197 και 198 ΑΚ ως προς το αίτημα επιδίκασης αποθετικής ζημίας. Κατά το σκεπτικό δε της ανωτέρω απόφασης η αοριστία της αγωγής αυτή συνίστατο στο ότι: α) δεν προσδιοριζόταν σ' αυτήν, μεταξύ άλλων, ο τίτλος του ομολόγου και τα χαρακτηριστικά του (ημερομηνία έκδοσης, εκδότης, ημερομηνία λήξης ή ιδιότητα αυτού ως άληκτου - perpetual bonds, είδος επιτοκίου - κυμαινόμενο ή σταθερό και ποσοστό αυτού, περίοδοι απόδοσης κουπονιού, διαβάθμιση αυτού κατά την έκδοση, ονομαστική αξία και αξία αγοράς κλπ.), όπως αυτά διαπιστώθηκαν εκ των υστέρων, β) υφίστατο δυσχέρεια εκτίμησης, εάν η εντολή των εναγόντων - εφεσίβλητων αφορούσε την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε δεκαετή ομόλογα και η εναγομένη - δικαιοπάροχος της εκκαλούσας προέβη σε τοποθέτησή τους σε ατελεύτητης διάρκειας (αέναα-αιώνια) ομόλογα (Perpetual Bonds) ή εάν η εναγομένη - δικαιοπάροχος της εκκαλούσας, που παρέλειψε να τους ενημερώσει για την ιδιότητα των ομολόγων ως «αιωνίων», τους παρέπεισε, εμφανίζοντας αυτά ως δεκαετή και εν συνεχεία διαπιστώθηκε ότι αυτά ήταν «αιώνια», δυσχέρεια, που επιτεινόταν, λόγω της ρητής αναφοράς στη σελίδα 9 του δικογράφου (της αγωγής) ότι η εναγομένη - δικαιοπάροχος της εκκαλούσας χωρίς την έγκριση τους και χωρίς να έχουν δώσει σχετική εντολή, τροποποίησε την ημερομηνία λήξης της ομολογιακής κατάθεσης, τα δε ως άνω περιστατικά ήταν αναγκαία και για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής - απατηλής συμπεριφοράς της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, ενόψει του ότι στην περίπτωση της άνευ εντολής τροποποίησης της αρχικής ημερομηνίας, η πρόκληση της ζημίας των εναγόντων - εφεσίβλητων, αλλά και η ηθική τους βλάβη, οφείλονταν σε θετική ενέργεια των προστηθέντων της εναγομένης -δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, που, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούσε το πραγματικό της απάτης (δεν υφίστατο δηλαδή δόλια παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, ούτε απόκρυψη - παρασιώπηση αληθών γεγονότων), ενώ στην περίπτωση της παράλειψης ενημέρωσης αυτών για τα χαρακτηριστικά των ομολόγων και την ιδιότητα αυτών ως «αιώνιων», συνέτρεχε απατηλή συμπεριφορά της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, γ) δεν διαλαμβάνονταν στο αγωγικό δικόγραφο τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προέκυπτε η ειδικότερη σύμβαση που οι ενάγοντες -εφεσίβλητοι κατήρτισαν με την εναγομένη - δικαιοπάροχο της εκκαλούσας, στα πλαίσια των υπηρεσιών ιδιωτικής τραπεζικής (private banking) και πιο συγκεκριμένα εάν κατήρτισαν με την τελευταία (εναγομένη) συμφωνία, διαχείρισης χαρτοφυλακίου, παροχής επενδυτικών συμβουλών ή απλής λήψης - διαβίβασης εντολών και δ) δεν αναφέρονταν στο δικόγραφο της αγωγής τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προέκυπτε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας και της περιουσιακής θετικής ζημίας, αλλά και της ηθικής τους βλάβης, τούτο, δε, διότι μόνη η δέσμευση του αρχικού κεφαλαίου της επένδυσης των εναγόντων - εφεσίβλητων από την εκδότρια του ομολόγου, μέχρι το έτος 2049 και η διάψευση της προσδοκίας απόδοσης αυτού, την 27-10-2014, δεν συνεπαγόταν την απώλεια αυτού, χωρίς την επίκληση επιπλέον περιστατικών, σχετικών είτε με την αφερεγγυότητα της εκδότριας, είτε με την αδυναμία διάθεσης αυτού στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, λόγω παύσης διαπραγμάτευσης του ή λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από άλλους ιδιώτες επενδυτές. Η ανωτέρω απόφαση επί της πρώτης αγωγής (υπ' αριθ. 221/30-10-2017 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας) επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 11-12-2017 (σχ. υπ' αριθμ. .Γ./11-12-2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή .), ενώ δεν ασκήθηκε έφεση κατά αυτής και επομένως, παρελθούσας της νόμιμης προθεσμίας άσκησης έφεσης (άρθρο 518 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ), η απόφαση κατέστη τελεσίδικη, ήδη από την 12-1-2018, παράγουσα δεδικασμένο, κατά τη διάταξη του άρθρου 322 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, ως προς τα ως άνω οριστικά κριθέντα, ήτοι, το δικονομικό ζήτημα της αοριστίας κατά το μέρος που η αγωγή αυτή στηριζόταν στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένηςδικαιοπαρόχου - της εκκαλούσας, καθώς και το νόμω αβάσιμο της ερειδόμενης στις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ βάσης της αγωγής (ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις) και Β) με την υπ' αριθμ. 2599/5-6-2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε η από 1-6-2018 (αριθμός κατάθεσης ./1-6-2018) δεύτερη (2η) αγωγή που άσκησαν οι ενάγοντες -εφεσίβλητοι κατά της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας, η οποία ερειδόταν και πάλι στην αυτή νομική και ιστορική αιτία με την ένδικη αγωγή (3η) και συγκεκριμένα και πάλι, i) ως αόριστη κατά τις βάσεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας και ii) ως μη νόμιμη κατά τη βάση της (προσυμβατικής) ευθύνης κατά τις διαπραγματεύσεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, ως προς το αίτημα επιδίκασης αποθετικής ζημίας. Ειδικότερα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την ως άνω οριστική απόφαση του έκρινε ότι η αρχική αγωγή, που είχε ασκηθεί προγενέστερα και η δεύτερη που ερευνούσε, μεταξύ των αυτών διαδίκων, είχαν το ίδιο αντικείμενο (θετική ζημία, λόγω απώλειας κεφαλαίου, και ηθική βλάβη) και την αυτή ιστορική και νομική αιτία, το δε αίτημα περί αποζημίωσης της θετική ζημίας των εναγόντων-εφεσίβλητων, λόγω απώλειας κεφαλαίου, ήταν απλώς ποσοτικά ελαττωμένο στη δεύτερη αγωγή, σε σχέση με εκείνο της αρχικά ασκηθείσας, χωρίς αυτό να μεταβάλει την ιστορική αιτία του τελικού αιτήματος, διότι συνιστούσε απλά ποσοτικό περιορισμό (ΑΠ 1673/2011), πλην, όμως και η δεύτερη αυτή αγωγή εμφάνιζε τις ίδιες ως άνω (υπό στοιχείο Α' β') μνημονευθείσες δικονομικές ελλείψεις με την αρχική αγωγή, δηλαδή δεν είχαν αρθεί οι ως άνω σημειωθείσες δικονομικές ελλείψεις με την υπ' αριθμ. 221/30-10-2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που καταλαμβάνονταν από το δεδικασμένο, καθόσον, α) δεν προσδιορίζονταν μερικά εκ των χαρακτηριστικών του ένδικου ομολόγου και συγκεκριμένα η ονομαστική αξία και η αξία αγοράς αυτού, καθόσον οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, επαναλάμβαναν και στη δεύτερη αγωγή γενικά και αόριστα [σχ. ειδ. σελ. 13 και πρβλ. με σελ. 4-5 της αρχικής (1ης) αγωγής] ότι επένδυσαν, i) την 27-1-2005 το ποσό των 400.652,40 ευρώ, ii) την 15-7-2005 το ποσό των 59.649,00 ευρώ και iii) την 4-5-2007 το ποσό των 74.642,50 ευρώ, χωρίς να προσδιορίζουν τον αριθμό των ομολογιών τις οποίες αγόρασαν και την ονομαστική αξία αυτών, στοιχεία συνεχόμενα περαιτέρω και με τον ακριβή υπολογισμό της θετικής ζημίας τους λόγω απώλειας των συμπεφωνημένων τόκων, β) εξακολουθούσε να υφίσταται δυσχέρεια εκτίμησης, εάν η εντολή των εναγόντων - εφεσίβλητων, προς την εναγομένη - δικαιοπάροχο της εκκαλούσας αφορούσε την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε δεκαετή ομόλογα και η τελευταία προέβη σε τοποθέτηση τους σε ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας (perpetual bonds) ή εάν παραλείποντας να τους ενημερώσει για την ιδιότητα των ομολόγων ως ατελεύτητης διάρκειας, τους παρέπεισε, εμφανίζοντας αυτά ως δεκαετή και στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι αυτά ήταν ατελεύτητης διάρκειας, δυσχέρεια, που επιτεινόταν, σύμφωνα με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου, αφενός λόγω των γενικών και αόριστων αναφορών στο δικόγραφο της αγωγής (2ης) ότι «στις τριμηνιαίες ενημερωτικές καταστάσεις, που λάμβαναν από την εναγομένη, τα ένδικα ομόλογα αναγράφονταν, μέχρι το μήνα Ιούλιο του έτους 2008, ως «Τραπεζικά Ομόλογα Εσωτερικού», με ημερομηνία λήξης την 27-10-2014, ωστόσο, από την 01-07-2008 έως την 30-09-2010, αυτά περιγράφονταν υπό τον τίτλο «Piraeus Group Cap LTD Άληκτο», με ημερομηνία λήξης την 27-10-2014, ενώ, από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2008 και εφεξής, τα ένδικα προϊόντα αναφέρονταν ως «Piraeus Group. Cap LTD Άληκτο», με ημερομηνία λήξης την 27-10-2049» (σχ. ειδ. σελ. 16 και πρβλ. με σελ. 7 της προγενέστερης αρχικής αγωγής) και «...στα έντυπα της εναγομένης αναγράφηκε ως χρόνος λήξης του ενδίκου ομολόγου αρχικά το έτος 2014 και εν συνεχεία το έτος 2049, γεγονός παντελώς παραπλανητικό ως προς την πραγματική προσδοκία επιστροφής του επενδυθέντος κεφαλαίου...» (σχ. ειδ. σελ. 27 παρ. 2 της δεύτερης αγωγής), δηλαδή, σύμφωνα πάντοτε με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, ουσιαστικά επαναλάμβαναν τα εκτιθέμενα στην προγενέστερα ασκηθείσα πρώτη αγωγή ότι «η εναγομένη, χωρίς την έγκριση τους και χωρίς να έχουν δώσει σχετική εντολή, τροποποίησε την ημερομηνία λήξης της ομολογιακής κατάθεσης» (σχ. ειδ. σελ. 9 της προγενέστερης αρχικής αγωγής) και αφετέρου, λόγω της παντελούς έλλειψης αναφοράς στα στοιχεία της έγγραφης εντολής τους προς την εναγομένη - εκκαλούσα, για την αγορά των ένδικων άϋλων τίτλων, γ) δεν διαλαμβάνονταν στο δικόγραφο της δεύτερης αγωγής τα περιστατικά εκείνα, από τα οποία να προκύπτει η ειδικότερη σύμβαση, που οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, κατήρτισαν με την εναγομένη - εκκαλούσα, στα πλαίσια των υπηρεσιών ιδιωτικής τραπεζικής (private banking), καθόσον δεν γινόταν καμία απολύτως αναφορά στη συμβατική σχέση που τους συνέδεε στην προκείμενη περίπτωση (in concreto) με την εναγομένη - δικαιοπάροχο της εκκαλούσας και στην κατάρτιση της οικείας σύμβασης, δηλαδή αν επρόκειτο ιδίως για σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους αυτής ή ανάθεσης στην τελευταία εκτέλεσης συγκεκριμένων επενδυτικών κινήσεων (αγοράς, πώλησης κλπ.) ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, αρκούμενοι κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου σε αναφορές άλλοτε γενικές και αόριστες και άλλοτε αντιφατικές [σχ. ειδ. σελ. 2 παρ. 3 «... το εν γένει προσωπικό του υποκαταστήματος Λάρισας της εναγομένης ... μας υπέδειξαν, πείθοντας μας με άκρως ψευδείς και παραπλανητικές διαβεβαιώσεις, να τοποθετήσουμε...», σελ. 3 «...κατά την εκτέλεση των οικείων εντολών τοποθέτησης χρημάτων στα ανωτέρω ομόλογα από τους υπαλλήλους του private banking της εναγομένης...», σελ. 10 παρ. τελ. «... η Διευθύντρια του Υποκαταστήματος ... προσέγγισε τον α' εξ ημών και του πρότεινε ιδιαζόντως ένθερμα να τοποθετήσει τα χρήματά μας...», σελ. 12 παρ. 1 «...μας επεσήμαναν ότι η πρόταση τους αφορούσε σε...», σελ. 12 «Βασιζόμενοι στην ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που διακρίνει τις συναλλαγές στην Τράπεζα με τους πελάτες της και τη διαβεβαίωση περί ασφάλειας κεφαλαίου πειστήκαμε από τους προστηθέντες της εναγομένης να προβούμε στην επίδικη τοποθέτηση...», σελ. 15 παρ. 2 απόσπασμα επιστολής εναγομένης «...οι τίτλοι... αποκτήθηκαν από εσάς κατόπιν εντολών που δώσατε στην Τράπεζα μας να προβεί σε αγορά στο όνομα και για λογαριασμό σας και εν συνεχεία σε φύλαξη αυτών στα πλαίσια της μεταξύ μας υπογραφείσας σύμβασης χαρτοφυλακίου», σελ. 19 παρ. 1 «...οι τίτλοι που αγοράσαμε μετά από πίεση και προτροπές της εναγομένης...», σελ. 21 παρ. 2 «...η εναγομένη παραβίασε τις εκ του νόμου ... ως εντολοδόχος και επενδυτικός μας σύμβουλος...», σελ. 40 παρ. 2 «...οι οποίοι μας παρείχαν επενδυτικές - συμβουλευτικές υπηρεσίες, στα πλαίσια της μεταξύ μας σύμβασης ... και εκτέλεσαν τις συναφείς εντολές αγοράς...», σελ. 92 παρ. 3 «...υπήρξε πλημμελής εκπλήρωση της σιωπηρώς συναφθείσας σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών...», σελ. 94 παρ. 3 «...χωρίς καμία ενημέρωση ή συγκατάθεση μας η εναγομένη προχώρησε σε αναγκαστική εξαγορά των επίδικων τίτλων στο 9% της ονομαστικής τους αξίας...»], δηλαδή ειδικότερα δεν προσδιορίζονταν στην αγωγή αυτή (2η) το ακριβές συμβατικό πλαίσιο της συνεργασίας των εναγόντων - εφεσίβλητων, με την εναγομένη - δικαιοπάροχο της εκκαλούσας και τις απορρέουσες από αυτό υποχρεώσεις της τελευταίας έναντι αυτών, ώστε να μη δύναται να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο η παραβίαση των ρητρών συγκεκριμένης σύμβασης και να υπαχθούν τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά στους' οικείους κανόνες δικαίου και συνακόλουθα να μη δύνανται να αξιολογηθούν ούτε οι ερειδόμενες στις διατάξεις των άρθρων 288 - και κατά νομική ακολουθία - 914 και 919 ΑΚ νομικές βάσεις της συγκεκριμένης αγωγής (2ης), διότι οι επιπρόσθετες παρεπόμενες υποχρεώσεις (διαφώτισης, καθοδήγησης, πρόνοιας, προστασίας κ.ά.), τις οποίες υπαγορεύει και προσδιορίζει, κατά περιεχόμενο, η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, προσδιορίζονται σε συνάρτηση προς το περιεχόμενο της εκάστοτε ενοχής, διευρύνοντας απλά αυτό, καθόσον λειτουργούν τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις όπου η συνδρομή ειδικών συνθηκών επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης. Σύμφωνα δε με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου, δεν αρκούσε η επίκληση εκ μέρους των εναγόντων - εφεσίβλητων, ως αιτούντων την παροχή δικαστικής προστασίας, νομικών εννοιών, όπως είναι το είδος των συμβάσεων (πώληση, έργο, παροχή επενδυτικών συμβουλών κ.ά.), αλλά έπρεπε να εκτίθεντο στην αγωγή (2η) τα επιμέρους στοιχεία (δικαιώματα και υποχρεώσεις) που συγκροτούν το πραγματικό της εκάστοτε σύμβασης, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να υπαγάγει την ελάσσονα (πραγματικά περιστατικά) στη μείζονα (νομικός χαρακτηρισμός) πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δ) δεν αναφέρονταν στο δικόγραφο της αγωγής (2ης) τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προέκυπτε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επικαλούμενης παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας και της περιουσιακής θετικής ζημίας, αλλά και της ηθικής βλάβης, των εναγόντων - εφεσίβλητων, με το σκεπτικό ότι μόνη η δέσμευση του αρχικού κεφαλαίου της επένδυσης από την εκδότρια του ομολόγου μέχρι το έτος 2049 και η διάψευση της προσδοκίας απόδοσης αυτού την 27-10-2014, δε συνεπαγόταν την απώλεια αυτού, χωρίς την επίκληση επιπλέον περιστατικών, σχετικών είτε με την αφερεγγυότητα της εκδότριας είτε με την αδυναμία διάθεσης αυτού στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, λόγω παύσης της διαπραγμάτευσης του ή λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από άλλους ιδιώτες επενδυτές, δεδομένου ότι τα «ατελεύτητης διάρκειας» ομόλογα - όπως και τα απλά - διατίθενται, μέχρι τη λήξη τους, στη δευτερογενή αγορά και, μάλιστα, σε τιμή, που δύναται να υπερβεί την ονομαστική τους αξία, εφόσον το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι αυξημένο, μη αρκούντων των γενικών και αόριστων αναφορών στην αγωγή αυτή (2η) ότι «πλέον η αξία του ομολόγου έχει μηδενιστεί» και «η εναγομένη προχώρησε σε αναγκαστική εξαγορά των επίδικων τίτλων στο 9% της ονομαστικής αξίας τους» (σχ. ειδ. σελ. 94 της αγωγής), τα ως άνω δε στοιχεία είχαν ήδη κριθεί με την πρώτη απόφαση (υπ' αριθμ. 221/30-10-2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας) ως απαραίτητα, μεταξύ άλλων, για το ορισμένο των αιτούμενων κονδυλίων της αποζημίωσης της θετικής ζημίας και της χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, ερειδόμενων στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης -εκκαλούσας. Με τις ανωτέρω σκέψεις το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την ως άνω οριστική του απόφαση απέρριψε τη δεύτερη (2η) αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου, αφενός ως προς τα αιτήματα της επιδίκασης αποζημίωσης της θετικής ζημίας, λόγω απώλειας του επενδυθέντος κεφαλαίου και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και αφετέρου κατά το μέρος που η αγωγή αυτή ερειδόταν στις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, χωρίς να ερευνήσει αν το προηγούμενο Δικαστήριο έκρινε ορθά ή εσφαλμένα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ενώ κατά τα λοιπά και συγκεκριμένα, i) ως προς το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης θετικής ζημίας λόγω απώλειας των συμπεφωνημένων τοκομεριδίων της αγωγής (2ης) απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, κατά το μέρος που ερειδόταν στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, παραπέμποντας στις αιτιολογίες της αρχικής, υπ' αριθ. 221/30-10-2017, απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (σχ. αναλυτικά ανωτ. υπό στοιχείο Α') προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων και ii) απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά το μέρος που ερειδόταν στις διατάξεις περί ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις (άρθρα 197, 198 ΑΚ), με το σκεπτικό ότι, με την κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, όπως και στην περίπτωση που έκρινε - σύμφωνα με την ομολογία των εναγόντων στο δικόγραφο της αγωγής τους - έπαυσε το στάδιο των διαπραγματεύσεων ως προς την κατάρτιση αυτής και δεν γενάτο εφεξής προσυμβατική ευθύνη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, επισημαίνοντας ότι, αν και υφίσταται αντιφατικότητα, μεταξύ της άνω αγωγικής βάσης και των λοιπών σωρευόμενων με αυτήν, δεδομένου ότι αλληλοαποκλείονται, αφού οι μεν διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ προϋποθέτουν στάδιο διαπραγματεύσεων οι δε λοιπές, περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης - κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή (2η) - προϋποθέτουν καταρτισμένη σύμβαση και συνεπώς δεν μπορούσαν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, δεν έπρεπε παρόλα αυτά να διαταχθεί ο χωρισμός τους, καθόσον η πρώτη (άρθρο 197 ΑΚ) σωρευόμενη βάση ήταν μη νόμιμη. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την ανάγνωση του κειμένου της ένδικης (3ης κατά χρονική σειρά) αγωγής, η τελευταία δεν φέρει τις νομικές βάσεις και αντιστοίχως δεν εκτίθενται σχετικά πραγματικά περιστατικά, α) ως προς την ευθύνη της εναγομένης - εκκαλούσας από τις διαπραγματεύσεις, β) ως προς τη μεταξύ των εναγόντων - εφεσίβλητων και της εναγομένης - δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας φερομένη συναφθείσα σύμβαση εγγύησης και γ) ως προς την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω της αποθετικής ζημίας τους, που συνίστατο στους τόκους που θα εισέπρατταν αυτοί από την τοποθέτηση του δαπανηθέντος κεφαλαίου τους για την ένδικη επένδυση σε προθεσμιακές καταθέσεις. Με το ως άνω υπό στοιχείο -ΙΙ'- εκτενώς αναφερόμενο ιστορικό, η ένδικη (3η) αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με τα ως άνω ειρηθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεδομένου ότι μνημονεύεται στο δικόγραφο αυτής η παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης, η υπαιτιότητα αυτών, η πρόκληση ζημίας και η αιτιώδης μεταξύ τους συνάφεια. Τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα δια του τετάρτου (4ου) λόγου εφέσεως και δη ότι θα έπρεπε να εκτίθενται σε αυτή [ένδικη (3η) αγωγή]: α) οι συνθήκες υπό τις οποίες ενήργησε αυτή δια των εκπροσώπων της και ειδικότερα τα ορισμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά που αποδείκνυαν ότι η αυτή διαβεβαίωσε τους ενάγοντες - εφεσίβλητους πριν από την εκτέλεση εκάστης εντολής αγοράς του επιδίκου ομολόγου, αλλά και μετά την επένδυση στο εν λόγω προϊόν, ότι αυτό ήταν ασφαλές και εγγυημένο από κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο, β) με ποιον τρόπο αυτή προέτρεψε τη δεύτερη ενάγουσα να επενδύσει (ή ακόμη και αμφότερους τους ενάγοντες - εφεσίβλητους να επενδύσουν) αποκλειστικά στο ως άνω ομόλογο, ενώ κατά την ίδια στιγμή υπήρχαν διαθέσιμα πλείστα άλλα επενδυτικά προϊόντα, τα οποία κάλυπταν τις ανάγκες τους και γ) ποιο συγκεκριμένο στέλεχος της τους παρότρυνε να κρατήσουν το ανωτέρω ομόλογο, σε συγκεκριμένο χρόνο-και με ποιο συγκεκριμένο τρόπο, ελέγχονται ως αβάσιμα, αφού τούτα, χωρίς να αποτελούν αναγκαία στοιχεία της νομικής βάσεως της αδικοπραξίας δύνανται να προκύψουν κατά το στάδιο της αποδείξεως. Συνεπώς, η ένδικη (3η) αγωγή επανέρχεται με πληρέστερο περιεχόμενο επί των όσων επισήμανε με την υπ' αριθμ. 2599/5-6-2019 απόφαση του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με παραδεκτές συμπληρώσεις επί των αοριστιών της, κατά τα εκτενώς εκτιθέμενα στον οικείο τόπο της ως άνω νομικής σκέψης. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, απέρριψε ρητώς την ένσταση περί δεδικασμένου της εναγομένης και έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη κατά την προαναφερθείσα νομική της βάση, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις προπαρατεθείσες στην ως άνω μείζονα σκέψη διατάξεις που αφορούσαν αυτήν και το δεδικασμένο και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα δια του πρώτου (1ου) λόγου εφέσεως κρίνονται αβάσιμα.

 

IV.- Από τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. α', β' ΑΚ κατά την οποία «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του» συνάγεται ότι ως ηθική βλάβη, η οποία συνιστά καθ' αυτή ζημία, νοείται κάθε μη αποτιμητή σε χρήμα δυσμενής επίδραση στην σωματική, πνευματική, ηθική ή ψυχική υπόσταση του προσώπου συνεπεία προσβολής, ήτοι επέμβασης με την έννοια της βλάβης ή διατάραξης, οποιουδήποτε μη περιουσιακού δικαιώματος ή εννόμου αγαθού ή συμφέροντος (Στ. Πατεράκης, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, έκδ. 2001, σελ. 238-245). Η θεμελίωση αξίωσης για την αποκατάστασή της δεν προϋποθέτει απαραίτητα και την ύπαρξη περιουσιακής ζημίας, προϋποθέτει όμως καταρχήν παράνομη και υπαίτια προσβολή αιτιωδώς συνδεόμενη με την επελθούσα ηθική ζημία (βλάβη), δηλαδή απαιτείται να συντρέχουν τα λοιπά στοιχεία της αδικοπραξίας κατά την ΑΚ 914, πλην της περιουσιακής ζημίας, η οποία δεν απαιτείται κατ' ανάγκη, αφού και η ηθική βλάβη συνιστά - εν ευρεία έννοια - ζημία (ΑΠ 1284/2017, Στ. Πατεράκης, ό.π., σελ. 244-245). Σκοπός της επιδικαστέας εύλογης χρηματικής ικανοποίησης είναι η παροχή στον παθόντα της δυνατότητας να «αποκαταστήσει» εν ευρεία εννοία, δηλαδή να εξισορροπήσει ή να υπερνικήσει αυτός τις ηθικές (μη περιουσιακές) συνέπειες της προσβολής, διά της εξασφάλισης των απαραίτητων εκείνων οικονομικών μέσων, που θα του επιτρέψουν μέχρι ένα βαθμό να απαλύνει, να άρει ή να διασκεδάσει τις συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, όπως π.χ. τα αισθήματα λύπης, άγχους, θυμού, απόγνωσης, πόνου, στενοχώριας, που του προκάλεσε η βλάβη, είτε αυτή αφορούσε σε εξ αρχής περιουσιακό έννομο αγαθό (όπως π.χ. το σώμα, η υγεία, η τιμή, το όνομα), είτε αφορούσε μεν σε περιουσιακό έννομο αγαθό με ιδιαίτερη όμως συναισθηματική αξία για τον παθόντα (Στ. Πατεράκης, ό.π., σελ. 47, 58 επ., 240). Κατά την εξειδίκευση των κριτηρίων επιμέτρησης, όπως αυτά διαμορφώνονται νομολογιακά, το δικαστήριο θα εκτιμήσει, κατά την κοινή πείρα και λογική, όλες τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, ώστε αντικειμενικά και σύμφωνα με τον σκοπό της ΑΚ 932 να ενασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και να καθορίσει το ποσό της εύλογης (και ανάλογης) χρηματικής ικανοποίησης (ΟλΑΠ 10/2017). Τα κριτήρια επιμέτρησης θα είναι ιδίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική- και- προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος (υπαιτιότητας) του δράστη, στον βαθμό που επηρεάζει αξιολογικά ή πραγματικά την ένταση της ηθικής βλάβης (ΑΠ 1529/2011, ΑΠ 2258/2014, ΑΠ 899/2014), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος και οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 1553/2017, ΑΠ 211/2017, Στ. Πατεράκης, ό.π., σελ. 314 επ.). Για το ορισμένο της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αρκεί να αναφέρεται η συνδρομή των στοιχείων και προϋποθέσεων για τη θεμελίωση αδικοπραξίας ή προσβολής της προσωπικότητας και η εξ αυτής αιτιωδώς συνδεόμενη πρόκληση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 16/2015). Πρέπει, δηλαδή, αλλά και αρκεί να αναφέρονται οι συνθήκες του ζημιογόνου ή προσβάλλοντος γεγονός, το πταίσμα του εναγομένου, η ηθική βλάβη και η έκταση αυτής, καθώς και η κοινωνική και οικονομική θέση του ενάγοντος και του εναγομένου. Ειδικά, όμως, ως προς την τελευταία (κοινωνική και οικονομική θέση), εφόσον λαμβάνεται υπόψη, αρκεί η μνεία αυτής εν γένει, όπως καταρχήν εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο, εναπόκειται δε στον εναγόμενο να προτείνει, κατ' ανεπτυγμένη άρνηση και άλλα περιστατικά, ως προς το στοιχείο αυτό, χρήσιμα για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 732/2013, ΑΠ 961/2007). Περαιτέρω εξειδίκευση των κριτηρίων επιμέτρησης, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και των συμπαρομαρτουσών συνθηκών, όπως η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., καταρχήν δεν αποτελεί προϋπόθεση για το ορισμένο της αγωγής, αφού συνιστούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δεν αποτελούν, δηλαδή, ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αποφαίνεται γι' αυτά κατ' ελεύθερη κρίση (ΑΠ 1144/2021, ΑΠ 16/2015). Ενώ η παράλειψη αναφοράς κάποιου εξ αυτών ή των ειδικότερων προσδιοριστικών στοιχείων του στην απόφαση, δεν πλήττει καταρχήν την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας της (ΑΠ 322/2014, ΑΠ 285/2012, ΑΠ 1166/2009, Αχ. Παπαδόπουλος σε Ν. Λεοντή, ΕρμΑΚ&ΕισΝΑΚ, τομ. Α', έκδ. 2020, άρθρο 932, σελ. 2466, 2474, 2476).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του ογδόου (8ου) λόγου της έφεσης εισάγεται παράπονο περί αοριστίας του κεφαλαίου της αγωγής για την προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από την φερομένη αδικοπραξία των προστηθέντων οργάνων της σε βάρος των εναγόντων - εφεσίβλητων, με την αιτίαση ότι ουδόλως εξειδικευόταν η οικονομική και κοινωνική θέση των αντιδίκων της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επελθούσας σε αυτούς βλάβης από τη συνάρτηση των οποίων θεμελιωνόταν η σχετική τους αξίωση. Από το κείμενο της ένδικης αγωγής, όπως αυτό εν συντομία αποδόθηκε ανωτέρω, υπό στοιχείο -ΙΙ’-, προκύπτει ότι εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής κατά τρόπο σαφή και ορισμένο όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το ορισμένο του αγωγικού αιτήματος της αγωγής της περί επιδικάσεως ηθικής βλάβης λόγω φερόμενης αδικοπραξίας, το δε δικόγραφο αυτής δεν έπασχε από ποιοτική ή ποσοτική αοριστία κατά την έκθεση των κρίσιμων περιστατικών στην ιστορική αιτία των ένδικων σχετικών αγωγικών αξιώσεων, αφού αναγράφονται σ' αυτή η σχέση του ενός με την άλλη (πατέρας και τέκνο), η επαγγελματική και κοινωνική τους θέση (ο πρώτος συνταξιούχος εισπράκτορας υπεραστικών ΚΤΕΛ και η δεύτερη καθηγήτρια πληροφορικής) και η οικονομική τους κατάσταση (ανάλογη με τις ως άνω ιδιότητες τους), οι οποίοι για διάστημα υπέρτερο των τριάντα (30) τελευταίων ετών του βίου τους είχαν αποταμιεύσει το ποσό των 534.000,00 ευρώ. Η κατ' αυτήν την έκταση και μόνο ανάπτυξη των ως άνω ιδιοτήτων αρκούσε για το ορισμένο της αγωγής σύμφωνα με τα στον οικείο τόπο της ως άνω μείζονος προτάσεως. Συνεπώς, η εκκαλουμένη ως άνω απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι κατά το σχετικό αίτημα η αγωγή ήταν ορισμένη, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα δια του ως άνω δεύτερου σκέλους του ογδόου (8ου) λόγου εφέσεως ελέγχονται ως αβάσιμα.

 

V.- Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (άρθρο 298 ΑΚ), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση, για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την αφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 577/2022, ΑΠ 1289/2022, ΑΠ 342/2021, ΑΠ 1185/2021, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έβδομο (7°) έβδομο λόγο της έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται σχετικός πρωτοδίκως προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός, πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 914, 297, 298 και 288 ΑΚ, εν σχέσει προς την απόρριψη της ένστασης συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ως μη νόμιμης. Ειδικότερα, με το λόγο αυτό η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι η δεύτερη (2η) ενάγουσα - εφεσίβλητη έχει λάβει στον υπ' αριθμ. . τραπεζικό της λογαριασμό, που διατηρούσε στην εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα από 27-4-2005 έως 9-12-2015 ως απόδοση από το επίδικο ομόλογο το συνολικό ποσό των 186.987,69 ευρώ (139.377,69 ευρώ + 47.610,00 ευρώ), το οποίο συνιστούσε κέρδος/ωφέλεια των εναγόντων από την επίμαχη ζημιογόνα φερόμενη για αυτούς κατά τα λοιπά επένδυση. Έπρεπε δε το ποσό αυτό να συνυπολογισθεί και να αφαιρεθεί από το ποσό της αποζημίωσης που αγωγικώς αιτήθηκαν οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι. Οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, δεν αρνούνται ότι έλαβαν το ως άνω ποσό ως απόδοση των επιδίκων ομολόγων, πλην όμως τούτο δεν αποτέλεσε κέρδος τους από τον τίτλο που κατείχαν, αφού δεν προερχόταν από τη ζημία που υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά έγινε από την εκδότρια του ομολόγου στο πλαίσιο της έννομης σχέσης που την συνέδεε με τους ενάγοντες - εφεσίβλητους επενδυτές και ως αντιπαροχή για τη χρήση και εκμετάλλευση των κεφαλαίων που επενδύθηκαν για το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχούσαν. Κατά συνέπεια, το συγκεκριμένο ποσό δεν συνδεόταν με την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνα πράξη της εναγομένης-δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας με τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει τον συνυπολογισμό του στην αιτηθείσα αποζημίωση, αφού δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφέλειας και η καθεμία στηριζόταν σε διαφορετική αιτία. Άλλωστε, ο προτεινόμενος από την εναγομένη - δικαιοπάροχο της εκκαλούσας συνυπολογισμός αντίκειτο, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία όπως προαναφέρθηκε στην ως άνω μείζονα σκέψη, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Συνεπώς προς τα ανωτέρω, με το να απορρίψει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ως άνω ποσό των τόκων, που οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι έλαβαν ως απόδοση των ενδίκων ομολόγων, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α', 914, 930 παρ. 3 και 288 ΑΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε, καθόσον υπό τα ως άνω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά πράγματι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα δια του ως άνω έβδομου (7ου) λόγου εφέσεως κρίνονται αβάσιμα.

 

VI.- Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, και χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα του (ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990 ΑΠ 626/2020). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει ναι αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 626/2020, ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ 626/2020).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο σκέλος του έκτου (6ου) λόγου της έφεσης, όπως εκτιμάται από το σύνολο του περιεχομένου του εφετηρίου και του συγκεκριμένου λόγου εφέσεως, προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένως απέρριψε την νομοτύπως επικουρικώς προβληθείσα στον πρώτο βαθμό ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των εναγόντων ως νόμω αβάσιμη, η οποία ερείδεται κατά το περιεχόμενο της στα ίδια περιστατικά που συγκροτούν τη βάση του ισχυρισμού συντρέχοντος πταίσματος (άρθρο 300 ΑΚ) των εναγόντων-εφεσίβλητων που προέβαλε επικουρικά κατ' ένσταση στον πρώτο βαθμό η εναγομένη τράπεζα και ήδη παραπονείται η εκκαλούσα καθολική της διάδοχος με το πρώτο σκέλος του ίδιου λόγου (6ου) έφεσης για την απόρριψη του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αβάσιμου κατ' ουσίαν.  Ειδικότερα, με το δεύτερο σκέλος του έκτου (6ου) λόγου της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η δεύτερη (2η) ενάγουσα - εφεσίβλητη με δική της πρωτοβουλία επέλεξε να επενδύσει στο επίδικο ομόλογο, αφού έλαβε εμπεριστατωμένη ενημέρωση από τα προστηθέντα προς αυτό όργανά της σχετικά με τους κινδύνους της επένδυσης, αποβλέποντας σε μεγάλη κερδοφορία, όπως είχε κάνει στο πρόσφατο παρελθόν και με άλλα προϊόντα, τα οποία ομοίως δεν είχαν εγγυημένο κεφάλαιο, ενώ ούτε επιπλέον πληροφορίες ζήτησε για την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά του επίδικου προϊόντος, ομολόγου, που επέλεξε να αγοράσει, τις οποίες τα αρμόδια στελέχη θα της παρείχαν ούτε αγνοούσε ότι το επίδικο ομόλογο ήταν άληκτο ούτε ποτέ η τράπεζα την ενημέρωσε ότι το προϊόν έληγε την 27-10-2014 ούτε η εναγομένη την ενημέρωσε ότι η Τράπεζα Πειραιώς είχε μεταθέσει την ημερομηνία λήξης του ομολόγου, ενώ περαιτέρω, αρνήθηκε να προβεί σε ρευστοποίηση ή και ανταλλαγή του αυτού ομολόγου παρά τις από 5-3-2012 και από 21-5-2013 προτάσεις της Τράπεζας Πειραιώς, για την εξαγορά του στο 37% της ονομαστικής του αξίας και στην επαναγορά του στο 35% της αυτής αξίας αντιστοίχως. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο ισχυρισμός αυτός και αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω περιστατικά που συγκροτούν τη βάση του, δεν μπορεί να θεμελιώσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον τα περιστατικά αυτά από μόνα τους και η επικαλούμενη με αυτά συμπεριφορά του δικαιούχου του δικαιώματος (2η ενάγουσα-εφεσίβλητη) που προηγήθηκε και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού δεν τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, αφού από αυτά δεν προκαλείται στον υπόχρεο (εναγομένη), από την συμπεριφορά του δικαιούχου (2η ενάγουσα-εφεσίβλητη), σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του έκτου (6ου) λόγου της έφεσης, που κατά το νοηματικό του περιεχόμενο πλήττει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ είναι νόμω αβάσιμο, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ομοίως ως νόμω αβάσιμο το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.

 

VII.- Περαιτέρω, Α) με το δεύτερο (2°) και τον τρίτο (3°) λόγο της έφεσης πλήττεται η εκκαλουμένη οριστική απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων σε σχέση προς τη σιωπηρή απόρριψη των αρνητικών ισχυρισμών της εναγομένης περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης του πρώτου (1ου) ενάγοντος και ομοίας παθητικής της αυτής (περί του ισχυρισμού αυτού ότι αποτελεί άρνηση, ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 1308/2021, ΑΠ 431/2021, ΑΠ 647/2021). Ειδικότερα, α) με το δεύτερο (2°) λόγο της έφεσης η εκκαλούσα - εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο πρώτος (1ος) ενάγων-εφεσίβλητος δεν είχε εξουσία διεξαγωγής της δίκης που ανοίχθηκε με την ένδικη αγωγή, αφού αυτός δεν συμμετείχε στην αγορά του επίδικου ομολόγου της «PIRAEUS GROUP CAPITAL LIMITED», στο οποίο επενδύθηκαν τμηματικά από κοινό τραπεζικό λογαριασμό των εναγόντων - εφεσίβλητων, την 24-1-2005, 15-7-2005 και 4-5-2007 ποσά ανερχόμενα σε 397.000,00 ευρώ, 59.000,00 ευρώ και 73.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, όπως προέκυπτε από τα παραστατικά - εντολές αγοράς των ως άνω τίτλων ομολόγου, και την υπ' αριθμ. … σχετική σύμβαση εντολής και β) παρομοίως, με τον τρίτο (3°) λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι απηύθυναν την ένδικη αγωγή εναντίον της, διότι αφενός μεν το επίδικο προϊόν, από την αγορά του οποίου οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι υπέστησαν τη φερόμενη ζημία, δεν είχε εκδοθεί από εκείνη, αλλά από την εταιρεία «PIRAEUS GROUP CAPITAL LIMITED»,  θυγατρική της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε., η οποία και εγγυάτο το κεφάλαιο του κάθε επενδυτή αφετέρου δε επειδή ουδόλως εκείνη δια της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων της συνέβαλε στην ζημία των εναγόντων, αφού αυτοί τους είχαν δεόντως ενημερώσει για όλα τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος και η ζημία οφειλόταν σε απρόβλεπτους και έκτακτους παράγοντες (οικονομική κρίση κατά το έτος 2010, υπαγωγή σε καθεστώς μνημονίου, εφαρμογή PSI το έτος 2012, με συνέπεια την υποκεφαλαιοποίηση των τραπεζών), που ήταν αδύνατο να προβλεφθούν κατά τους ως άνω χρόνους αγοράς του ζημιογόνου ομολόγου. Οι παραπάνω ισχυρισμοί θεμελιώνουν παραδεκτό λόγο εφέσεως (ΑΠ 435/2019, ΑΠ 778/2017), ο οποίος πλήττει όλα τα κεφάλαια της εκκαλουμένης με τα οποία έγιναν δεκτά τα αντίστοιχα αγωγικά, ως προς τον πρώτο (1°) ενάγοντα - εφεσίβλητο (2ος λόγος έφεσης) και την εκκαλούσα - εναγομένη (3ος λόγος έφεσης). Επομένως, το Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ) θα κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, μετά από καθολική επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως και όχι βάσει των αποδιδόμενων ειδικότερων σφαλμάτων εκτιμήσεως (Α. Κονδύλης σε Κ. Κεραμέα/Α. Κονδύλη/Ν. Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρα 495-590, έκδ. 2020, σελ. 323) και Β) με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης, ήτοι τον πέμπτο (5°), το πρώτο σκέλος του έκτου (6ου) και το πρώτο σκέλος του όγδοου (8ου), πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (και δη έκαστος αυτών την πλήττει ως προς τις κατ' ιδίαν παραδοχές της), συνεπεία των οποίων δέχθηκε τα ανωτέρω και ήχθη σε παραδοχή της ιστορικής βάσεως της αγωγής με ανάλογο διατακτικό.

 

VIII.- Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ' εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 459/2021, ΑΠ 536/2019). Περαιτέρω, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, το συγκεκριμένο επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 354/2022). Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 719/2012). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 354/2022). Περαιτέρω, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ' αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β' 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2396/1996, (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 του Ν. 3606/2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς». [...] Τρίτη αρχή: «Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές». Τέταρτη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς». [...] Έβδομη αρχή: «Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς». Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ' αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MIFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΈΟΚ (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα «perpetual bonds», δηλαδή «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή»», ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας» ομόλογα συνιστούν ομολογίες οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση (επιστροφή) του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί, καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο. Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 999/2020, ΑΠ 1109/2019, ΑΠ 536/2019, ΑΠ 244/2016). Ακολούθως, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1028/2015). Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 2251/1994. Ο ανωτέρω νόμος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή»- και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή»- και του ιδιώτη επενδυτή- ώστε αυτός να λαμβάνει, τεκμηριωμένα, τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται, ιδίως, στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν, όμως- με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή, με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσόμενων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση, για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης, εκ μέρους του «προμηθευτή», συνίσταται, κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ του ανωτέρω νόμου). Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου, είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών και η εμπιστοσύνη στην ορθή λειτουργία του συστήματος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 865/2017).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως τροπ. με το άρθρο 3° του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), μεταξύ των οποίων και τα μη μεταφρασθέντα στην Ελληνική γλώσσα ξενόγλωσσα (Αγγλικής γλώσσας) ως τεκμήρια [ΑΠ 1627/2010 ΕλλΔνη 2011.431, ΑΠ 971/2001 ΕλλΔνη 2003.128, Α. Βαθρακοκοίλης σε 77. Κατσιρούμπα (επιμέλεια), Η απόδειξη στην πολιτική δίκη, έκδ. 2019, σελ. 465-466], τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), αφού επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο, μερικά από τα οποία (έγγραφα) ειδικώς αναφέρονται κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραληφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (ΑΠ 262/2020, ΑΠ 1164/2019, ΑΠ 1045/2017), καθώς και από τις ένορκες βεβαιώσεις: α) υπ' αριθμ. ./22-7-2020 και ./22-7-2020 των μαρτύρων απόδειξης . και ., αντίστοιχα,—που -ελήφθησαν ενώπιον του συμβολαιογράφου . και της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ., αντίστοιχα, τις οποίες επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι και που ελήφθησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με κλήτευση της αντιδίκου τους για να παραστεί κατά τη λήψη τους (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, βλ. ειδ. την υπ' αριθμ. ./17-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών .) και β) υπ' αριθμ. ./22-7-2020 του μάρτυρα ανταπόδειξης ., που ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ., που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα και που ελήφθη νομότυπα και εμπρόθεσμα με κλήτευση των αντιδίκων της για να παραστούν κατά τη λήψη της (άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, βλ. την υπ' αριθμ. ./16-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Λάρισας, .), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα αποτελεί γνωστή ανώνυμη τραπεζική εταιρία και είναι καθολική διάδοχος της αρχικής εναγομένης ομοίας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε.» (πρώην με την επωνυμία «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία», ΦΕΚ 8195/2012 τ. ΑΕ και ΕΠΕ και προγενέστερα «Τράπεζα EFG Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία», ΦΕΚ ΑΕ και ΕΠΕ 8391/13-9-2000), μετά από διάσπαση με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και σύσταση της πρώτης (άρθρα 16 του Ν. 2515/1997, 57 παρ. 3 και 59-74 του Ν. 4601/2019 -υπ' αριθμ. . και ./20-3-2020 ανακοινώσεις καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΉ.). Έχει την έδρα της στην Αθήνα, όπως και η δικαιοπάροχος της και διατηρεί ικανό αριθμό υποκαταστημάτων ανά την ελληνική επικράτεια, μεταξύ των οποίων και το υποκατάστημα επί της οδού ., αριθμός ., στην πόλη της Λάρισας,  διενεργώντας ευρύ φάσμα τραπεζικών συναλλαγών, υπηρεσιών και εν γένει παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Στα πλαίσια λειτουργίας της κατά τον ένδικο χρόνο διατηρούσε τμήμα ιδιωτικής τραπεζικής (private banking) για καταθέτες με υψηλές καταθέσεις και με σκοπό τη μέσω εξειδικευμένων υπαλλήλων παροχή συμβουλών επωφελούς διαχείρισης μεγάλης περιουσίας. Ο πρώτος (1ος) ενάγων - εφεσίβλητος, ηλικίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 86 ετών (γεν. το έτος 1933), είναι συνταξιούχος του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) ως ασκήσας εν ενεργεία το επάγγελμα του εισπράκτορα σε λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Η δεύτερη (2η) ενάγουσα - εφεσίβλητη, τέκνο του πρώτου (1ου) ενάγοντος - εφεσίβλητου, ηλικίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 58 ετών (γεν. το έτος 1961), εργάζεται ως καθηγήτρια πληροφορικής στη δημόσια εκπαίδευση. Οι ως άνω ενάγοντες - εφεσίβλητοι είχαν επιλέξει επί σειρά ετών την αρχικώς εναγομένη τραπεζική εταιρεία και εν συνεχεία την νυν εκκαλούσα, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, ως το πιστωτικό ίδρυμα για την τοποθέτηση των αποταμιεύσεών τους, έχοντας αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης με το προσωπικό της. Κατά τις αρχές του έτους 2005, η ., Διευθύντρια του ως άνω υποκαταστήματος της αρχικώς εναγομένης τράπεζας, προέτρεψε τους ενάγοντες - εφεσίβλητους να μεταφερθούν στο πελατολόγιο του τμήματος Ιδιωτικής Τραπεζικής της τράπεζας, λόγω της υψηλής καταθετικής τους ικανότητας (διέθεταν κεφάλαιο άνω των 500.000,00 ευρώ), προκειμένου να τύχουν επωφελέστερης τοποθέτησης των χρημάτων τους από εκείνη της τήρησης προθεσμιακών καταθέσεων. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ο Περιφερειακός Διευθυντής του υποκαταστήματος της αρχικώς εναγομένης τράπεζας στο Βόλο, Θ., με τον οποίο συναντήθηκαν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, κατόπιν προτροπής της ως άνω Διευθύντριας. Πράγματι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι πεισθέντες από τους αρμοδίους υπαλλήλους της αρχικής εναγομένης αποφάσισαν την ένταξή τους στο ανωτέρω τμήμα, το οποίο είχε ως σκοπό την παροχή συμβουλών επωφελούς κυρίως επενδυτικής διαχείρισης μεγάλης περιουσίας, μέσω εξειδικευμένων υπαλλήλων. Προς υλοποίηση της συγκεκριμένης απόφασής τους, η δεύτερη (2η) ενάγουσα - εφεσίβλητη κατήρτισε με την αρχική εναγομένη στο κατάστημά της, με αριθμό ., δια προστηθέντων της αρμόδιων υπαλλήλων, . και ., την υπ' αριθμ. . άνευ ημεροχρονολογίας έγγραφη σύμβαση αορίστου χρόνου εντολής - πληρεξουσιότητας και εξουσιοδότησης, βάσει της οποίας αυτή (Τράπεζα) ανέλαβε επ' αμοιβή που θα καθορίζεται με τους εκάστοτε ισχύοντες όρους της (Τράπεζας) την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου της άνω ενάγουσας - εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις εντολές που θα λάμβανε από αυτήν επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων που προβλέπονταν στο Ν. 2396/1996, με ρητή μνεία στο προδιατυπωθέν συμβατικό κείμενο ότι εκτελεί χωρίς κανέναν έλεγχο από μέρους της κάθε εντολή του πελάτη διδομένη με οποιονδήποτε τρόπο για κατάθεση χρημάτων - για απόκτηση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων - για αγορά κάθε άλλους είδους κινητών αξιών και για συμμετοχή στην κάλυψη της έκδοσης τέτοιων αξιών και σε καμία περίπτωση και για κανένα λόγο δεν μπορούσε να γεννηθεί ευθύνη της Τράπεζας, κάθε σχετικού κινδύνου αναλαμβανόμενου αποκλειστικά από τον πελάτη - δεύτερη ενάγουσα. Παράλληλα, οι άνω προστηθέντες της αρχικώς εναγομένης Τράπεζας, ενόψει του ενδιαφέροντος των εναγόντων-εφεσίβλητων για επένδυση του κεφαλαίου τους, έφεραν στο προσκήνιο της σχετικής συζητήσεως που είχαν με αυτούς, τον ένδικο τίτλο παρουσιάζοντάς τον ως ομόλογο της Τράπεζας Πειραιώς, δεκαετούς διάρκειας, με επιτόκιο που θα συνίστατο σε ποσοστό 1,25% επαυξημένο κατά το τρίμηνο euribor, περιοδικής απόδοσης τόκων ανά τρίμηνο και εγγυημένης επιστροφής του κεφαλαίου τους, ήτοι ότι επρόκειτο για αποδοτική επένδυση χωρίς οικονομικούς κινδύνους, καθώς σε κάθε περίπτωση θα λάμβαναν ακέραιο το κεφάλαιο του την 27-10-2014, οπότε θα έληγε η διάρκειά του. Οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι επείσθησαν στις παραπάνω διαβεβαιώσεις και την 24η-1-2005 η δεύτερη από αυτούς προέβη στην αγορά ομολόγου για το οποίο συντάχθηκε το από ιδίας ημερομηνίας έγγραφο «Αγοράς Ομολόγου», επί του οποίου αναγράφεται «Αγορά Ομολόγου» (dealNr) 239714, κουπόνι 3μηνο Euribor + 1,25%, Λήξη: Perpetual, ονομ. αξία 397000,00 €, ποσό χρέωσης 400652,40 €, τιμή: 100,92, C.I.D.:., Port. Nr:5/., πελάτης: β' ενάγουσα, αρ. λογαρ.: ., συνεννόηση με Dealigroorn: ., καταβάλλοντας από τον κοινό τους λογαριασμό το ποσό των 400.652,40 €. Ακολούθως οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, διακατεχόμενοι από τα ίδια (αναληθή) συναισθήματα ασφάλειας των ανωτέρω διαβεβαιώσεων των προστηθέντων της αρχικής εναγομένης, την 15-7-2005 προέβησαν από κοινού στην από ιδίας ημερομηνίας εντολή προς αυτήν και δη την Αγγελική Πούρικα για την εκ νέου στην αγορά του αυτού ομολόγου της Τράπεζας Πειραιώς με: deal Ν: 264463, ονομαστική αξία 59.000,00 €, κουπόνι: 3μηνο Euribor+1,25%, Λήξη: Perpetual, ποσό συναλλαγής 60.114,18 €, αρ. λογαρ.: ., χαρτοφυλάκιο: ., cid: ., τιμή: 101,10 και value date: 20-07-2005. Η παραπάνω εντολή αγοράς εκτελέσθηκε από τα αρμόδια όργανα της αρχικής εναγομένης έχοντας οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι καταβάλει από τον κοινό τους λογαριασμό (.) που διατηρούσαν σε αυτήν το ποσό των 60.114,18 €. Ομοίως την 4-5-2007 η δεύτερη ενάγουσα υπέβαλε στην αρχική εναγομένη την από ιδίας ημερομηνίας έγγραφη αίτηση αγοράς τίτλων (αρ. αιτησ. .), με την οποία ζήτησε και πάλι την αγορά του ιδίου ομολόγου [κατά την αίτηση: αγοραστής: β' ενάγουσα, είδος τιτλ.: PiraeusGroupCap LTD, ISIN CODE: XS., ημερομηνία εκδ.: 27-10-2004, ημερομηνία λήξης: 27-10-2014 (call), ημερομηνία καταχώρ.: 4-5-2007, ημερομηνία αξίας: 9-5-2007, πολλαπλότητα τίτλου: 1000, ποσότητα: 73, τιμή: 102,25, συνολική αξία: 73.000,00 €, συνολικό τίμημα: 74.770,23 €, χρημ. λογαρ.: ., λογαρ. κινητ. αξι.: ., cid: 204073]. Η ως άνω εντολή, η οποία υποβλήθηκε στον προστηθέντα της ως άνω εναγομένης ., εκτελέσθηκε και η δεύτερη (2η) ενάγουσα - εφεσίβλητη κατέβαλε από τον ίδιο κοινό λογαριασμό για την απόκτηση του ως άνω ομολόγου το ποσό των 74.770,23 ευρώ. Σε άπαντα τα προσκομιζόμενα έγγραφα, πλην της τελευταίας αιτήσεως, τα ανωτέρω ομόλογα φέρονται με αναφερόμενη λήξη «Perpetual», ενώ στις τριμηνιαίες ενημερωτικές καταστάσεις που απέστειλε η ίδια εναγομένη τουλάχιστον μέχρι και την 30-9-2008 αναγραφόταν ως τραπεζικά ομόλογα εσωτερικού με ημερομηνία λήξης την 27-10-2014. Όπως όμως συνομολογεί πλέον και η ίδια αρχική εναγομένη, επρόκειτο για άληκτες ή αιώνιες ομολογίες με κωδικό ISINXS . και εκδότρια την εταιρεία ειδικού σκοπού «Piraeus Group Capital Group», θυγατρική της «Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε.», η οποία εδρεύει στα νησιά Τζέρσεϋ Μ. Βρετανίας και εγγυήθηκε την τήρηση των όρων τους, με δικαίωμα της εκδότριας να τις ανακαλέσει το πρώτον την 27-10-2014 και, στη συνέχεια, σε κάθε ημερομηνία καταβολής του τοκομεριδίου τους, ήτοι την 27-1, 27-4, 27-7 και 27-10 εκάστου έτους. Η απόδοση του ομολόγου αυτού ήταν ελκυστική, πλην όμως αυτό ανήκε, όπως προαναφέρθηκε, στην κατηγορία των «Perpetual bonds», δηλαδή στα «ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας», άλλως «διηνεκή» ή «αιώνια» ή «αόριστης διάρκειας», τα οποία, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δάνειου από ανώνυμη εταιρία ή κράτος και παρέχουν στον κομιστή ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαιώματα απολήψεως των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Έτσι, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στον οικείο τόπο της μείζονος σκέψης, ο κομιστής ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση-επιστροφή αυτού στον εκδότη του, προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά τη λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε, ενώ ο τελευταίος αντιθέτως διατηρεί το δικαίωμα μονομερούς ανακλήσεως του ομολόγου, κατ' ελεύθερη αυτού βούληση. Ο επενδυτής μπορούσε βέβαια να πωλήσει το ομόλογο στη δευτερογενή αγορά οποτεδήποτε επιθυμούσε, εφόσον υπήρχε αγοραστικό ενδιαφέρον, στην χρηματιστηριακή του όμως τρέχουσα τιμή και όχι στην ονομαστική του αξία. Ο εκδότης του τίτλου υποχρεούταν στην καταβολή τοκομεριδίων σε υψηλό επίπεδο, υπερβαίνον τα τραπεζικά επιτόκια, είχε όμως το δικαίωμα να μην πληρώσει ένα τοκομερίδιο, εφόσον το συγκεκριμένο έτος δεν κατέβαλε μέρισμα στους μετόχους ή οι εποπτικές αρχές του το απαγορεύσουν, εάν τα εποπτικά κεφάλαια έχουν κατέλθει σε χαμηλό επίπεδο. Η μη πληρωμή όμως τοκομεριδίου δεν συσσώρευε υποχρέωση για καταβολή του σε μεταγενέστερο χρόνο. Ως εκ τούτων, το επίδικο ομόλογο αφενός μεν ήταν υψηλού ρίσκου αφετέρου δε δεν ήταν απλό στη σύλληψη και στη λειτουργία επενδυτικό προϊόν, με αποτέλεσμα η παρέχουσα τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες ως άνω εναγομένη να υπέχει ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του κάθε υποψήφιου επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των «Perpetual bonds», ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου αποδίδει μία ψευδή εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους, τέτοιον δε επενδυτή σαφώς δεν αποτελούσαν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, με τις ανωτέρω επαγγελματικές τους ιδιότητες.

Συνεπώς, δεν ήταν απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα (ΑΠ 1350/2018), με αποτέλεσμα η εναγομένη - δικαιοπάροχος της εκκαλούσας να υπέχει ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης των πελατών της, καθώς μάλιστα οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι ήταν συντηρητικοί επενδυτές, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν την ανάληψη ρίσκου με τη μεταπώληση των τίτλων που αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά ούτε τη μακρόχρονη δέσμευση των αποταμιεύσεών τους, αλλά μια επένδυση με εξασφαλισμένο κεφάλαιο και με ικανοποιητική απόδοση τόκων, ανώτερη από αυτό μίας απλής ή προθεσμιακής κατάθεσης, χωρίς τα παραπάνω να αναιρούνται μόνο από το γεγονός ότι είχαν καταθέσεις σημαντικού ύψους, μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης ουδόλως ενημέρωσαν τους ενάγοντες-εφεσίβλητους για τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους του ένδικου επενδυτικού προϊόντος, αλλά αντίθετα παρέστησαν σε αυτούς ότι επρόκειτο για «ευκαιρία», καθώς θα λάμβαναν ακέραιο το επενδυθέν κεφάλαιο μετά την πάροδο δεκαετίας αποκομίζοντας τόκο υψηλότερο από αυτόν των προθεσμιακών καταθέσεων, αρκεί να παρέμενε το κεφάλαιο «δεσμευμένο» επί δεκαετία. Τούτο αποδεικνύεται ειδικότερα από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης αλλά και από την από 4-5-2007 εντολή αγοράς, όπου αναγράφεται ότι το επίδικο ομόλογο έχει ημερομηνία λήξης, που είναι η 27η-10-2014, αποδεικτικό πόρισμα που δεν αναιρείται από την αναγραφή στο έγγραφο της «αγοράς ομολόγου» ότι είναι ομόλογο «Perpetual», καθώς πρόκειται για έννοια που από μόνη της δεν είναι σαφής και κατανοητή στο μέσο επενδυτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις, όπως και οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι σύμφωνα με τα κατωτέρω αναφερόμενα, αλλά ούτε και από την ./22-7-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, . ., που δεν είχε γνώση για τις προφορικές  ενημερώσεις που έγιναν στους ενάγοντες - εφεσίβλητους (δοθέντος ότι δεν συντάχθηκε κανένα σχετικό έγγραφο) ούτε καν από τους υπαλλήλους της εναγομένης που είχαν έρθει σε επαφή μαζί τους. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι σε καμία περίπτωση δεν ενδιαφέρονταν για μία ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζαν υψηλά κέρδη σε βραχύ χρονικό διάστημα, αλλά, αντιθέτως, ενδιαφέρονταν για ασφαλή επενδυτικά προϊόντα, τα οποία θα διασφάλιζαν, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου τους και μακροπρόθεσμα θα τους απέφεραν κέρδη από τους τόκους. Τούτο καθίσταται σαφές από τις προηγούμενες επενδυτικές επιλογές και εμπειρία τους, οι οποίες περιορίζονταν σε τοποθέτηση των αποταμιεύσεων τους κυρίως σε προθεσμιακούς λογαριασμούς (πρώτος (1ος) ενάγων-εφεσίβλητος), καθώς και σε αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα και μετοχές ελληνικών εταιρειών (δεύτερη (2η) ενάγουσα-εφεσίβλητη) (ομόλογα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, μετοχές της Α.Ε. Ελληνικά Πετρέλαια, αμοιβαίο κεφάλαιο OLYMPUS LV, αμοιβαία κεφάλαια ERGO/ΜΙΚ/ΕΣΩ, έντοκα γραμμάτια Ελληνικού Δημοσίου). Επίσης, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν διέθεταν οποιασδήποτε μορφής ειδικότερη εκπαίδευση ή εμπειρία, η οποία θα τους επέτρεπε να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων τους, λόγω δε της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να κατανοήσουν, να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν ένα εκτεταμένο σύνολο προφορικών, ειδικών πληροφοριών ως προς τη μορφή, το περιεχόμενο και κυρίως τις διακρίσεις των προτεινόμενων επενδυτικών προϊόντων με γνώμονα τους κινδύνους τους. Το ότι στο χαρτοφυλάκιο της δεύτερης (2ης) ενάγουσας - εφεσίβλητης παρατηρήθηκαν κινήσεις αμοιβαίων κεφαλαίων και μετοχών, δεν αναιρεί τα ανωτέρω, καθόσον αυτή δεν είχε καταστεί «ειδική» στη χρηματιστηριακή αγορά των συναλλαγών ικανή να κατανοήσει όλα τα ανωτέρω εκτιθέμενα για τα ομόλογα της κατηγορίας των «Perpetual bonds». Έτσι, προκειμένου οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι να προβούν στΊ1ν ανωτέρω επιλογή είχαν ανάγκη από την αποφασιστική συνδρομή των υπαλλήλων της διεύθυνσης Private Banking της εναγομένης, για το λόγο αυτό, δε, άλλωστε, αυτοί παραπέμφθηκαν και στην ανωτέρω διεύθυνση στο Βόλο από το κατάστημα της εναγομένης στη Λάρισα, από το οποίο εξυπηρετούνταν μέχρι τότε. Με δεδομένους τους ανωτέρω όρους, που προσδιορίζουν ποια ήταν η θέση κάθε μέρους στη μεταξύ των διαδίκων συναλλακτική σχέση, η σχέση τους δεν είχε μόνο το στοιχείο της διεκπεραίωσης ή διαμεσολάβησης, δηλαδή της εκτέλεσης εκ μέρους της άνω εναγομένης όποιας επενδυτικής επιλογής απέδιδε αντίστοιχη απόφαση των εναγόντων-εφεσιβλήτων, στην οποία θα είχαν καταλήξει οι ίδιοι, αφού προηγουμένως είχαν ενημερωθεί από την άνω εναγομένη. Σε τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν αναγκαία η κλήση εξειδικευμένου υπαλλήλου, που υπηρετούσε σε εξειδικευμένη υπηρεσία της εναγομένης σε άλλη πόλη (Βόλο), ώστε να μιλήσει και να διαφωτίσει τους ενάγοντες-εφεσίβλητους ως ειδικός συγκρινόμενος με τους τραπεζικούς υπαλλήλους της άνω εναγομένης στη Λάρισα. Το γεγονός ότι κρίθηκε αναγκαία η προσωπική του συνάντηση με τους ενάγοντες-εφεσίβλητους καταδεικνύει το είδος της συναλλακτικής σχέσης, αλλά και τον εξειδικευμένο χαρακτήρα της συναλλαγής, την οποία δεν μπορούσαν να διεκπεραιώσουν οι υπόλοιποι υπάλληλοι του υποκαταστήματός της λόγω του είδους της προτεινόμενης επένδυσης, την οποία αποφάσισαν τελικά να αποδεχθούν αυτοί, αποκομίζοντας την εντύπωση ότι αγόρασαν ομόλογο της Τράπεζας Πειραιώς, που έληγε την 27-10-2014, οπότε και θα ήταν δυνατή η απόληψη του κεφαλαίου τους στο ακέραιο. Η συνδέουσα δε τους διαδίκους συναλλακτική σχέση ήταν η σιωπηρώς καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, με αυτήν δε ανέλαβε η άνω εναγομένη, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, την υποχρέωση να παράσχει στους ενάγοντες-εφεσίβλητους συμβουλές για χρηματοπιστωτικά ζητήματα, δεδομένου ότι η σχετική πληροφόρηση είχε μεγάλη σημασία για εκείνους, αφού αυτή θα αποτελούσε τη βάση για τη λήψη της σοβαρής απόφασης επένδυσης του κεφαλαίου τους. Ωστόσο κατά τα μέσα του έτους 2010 έλαβαν έγγραφη ενημέρωση (τριμηνιαία κατάσταση) της άνω εναγομένης περί λήξης του ομολόγου την 27-10-2049. Τούτο οφειλόταν στο ότι αυτό δεν συνιστούσε ένα σύνηθες ομόλογο σταθερής λήξης, αλλά έφερε χαρακτήρα ομολόγου της κατηγορίας «Perpetual bonds», δηλαδή ομολόγου «ατελεύτητης διάρκειας» ή «διηνεκούς» ή «αιωνίου» ή «αόριστης διάρκειας». Είναι επομένως αβάσιμος ο ισχυρισμός της άνω εναγομένης ότι η σχέση που τη συνέδεε με τους ενάγοντες - εφεσίβλητους ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών τους, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξη της στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασης τους. Σημειωτέον ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της άνω εναγομένης, . και ., κατά τον επίδικο χρόνο παροχής συμβουλών δεν διέθεταν πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης—και απέκτησαν αυτό μεταγενέστερα, ήτοι την 9η-7-2008 με τα υπ' αριθμ. πρωτ. ./9-7-2008 και ./9-7-2008 πιστοποιητικά της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) αντίστοιχα. Υφίστατο, δε, σχετική υποχρέωση κατοχής αυτού του τίτλου, καθώς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγούσε από το έτος 2002 πιστοποιητικά επαγγελματικής κατάλληλολητας σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2836/2000 και στη συνέχεια σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 3606/2007, κρινόμενου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της άνω εναγομένης. Έτι περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα έγγραφα αγοράς ομολόγου επιβεβαίωναν, όπως δικαιολογημένα πίστευαν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, την προφορική πληροφόρηση που είχαν λάβει σχετικά με το προϊόν, ήτοι τον ομολογιακό χαρακτήρα αυτού, τον εκδότη, την ημερομηνία τακτής λήξης και την απόδοση αυτού. Καμία δε επεξήγηση στα ανωτέρω έγγραφα δεν γινόταν στους αγγλικούς όρους ή συντμήσεις αυτών perp (=perpetual= διηνεκές), call (=που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση την έννοια ανάκληση, αν και ο όρος χρησιμοποιείται με πλείστες σημασίες). Άλλο έγγραφο δεν αποδείχθηκε ότι τέθηκε υπόψη τους προκειμένου να μελετήσουν και ενημερωθούν για το επίδικο ομόλογο, αφού ενημερωτικό δελτίο της εν λόγω σειράς Υβριδικών Τίτλων μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα δεν παραδόθηκε στους ενάγοντες-εφεσίβλητους. Με δεδομένο δε ότι ο μέσος καταναλωτής επικεντρώνεται στα αριθμητικά στοιχεία ενός εντύπου, καθώς και σε σημεία που ενισχύουν την προσχηματισμένη ήδη αντίληψη του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι δε διαμόρφωσαν αυτόνομα, αλλά με βάση τις ανακριβείς ως προς το είδος-φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος πληροφορίες που τους είχαν παρασχεθεί προφορικώς από τους_υπαλλήλους της άνω εναγομένης, που ευλόγως θεωρούσαν ότι διαθέτουν, υπέρτερη αυτών, εξιδιασμένη γνώση και εμπειρία επί του αντικειμένου και δικαιολογημένα τους εμπιστεύθηκαν, αφενός ως ειδικούς και αφετέρου λόγω της μακροχρόνιας επαγγελματικής τους σχέσης σε συνδυασμό με την καταρτισθείσα σιωπηρώς σύμβαση επενδυτικών συμβουλών και με τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στα αποδεικτικά εντολής πελάτη αγοράς ομολόγου και επιβεβαίωση συναλλαγής, οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την ειδική φύση και λειτουργία του επενδυτικού προϊόντος που επρόκειτο να αγοράσουν. Εξάλλου λόγω της σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, που είχε αναπτυχθεί μεταξύ αυτών και της άνω εναγομένης, αυτοί δικαιολογημένα είχαν την πεποίθηση ότι εκείνη θα πράξει ό,τι ήταν αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών τους συμφερόντων, όταν μάλιστα τους παραδόθηκε εγγράφως ό,τι προφορικά τους περιγράφηκε. Με βάση όσα προαναφέρονται, και σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Κ.Δ.Ε.Π.Ε.Υ) η άνω εναγομένη είχε την ειδικότερη υποχρέωση να πληροφορήσει τους ενάγοντες-εφεσίβλητους περί του είδους του επίδικου ομολόγου με ανάλυση των βασικών όρων (άληκτο προϊόν, χωρίς δυνατότητα κατ' αρέσκεια επιστροφής) και των χαρακτηριστικών του σύνθετου και καινοφανούς αυτού προϊόντος και παρουσίαση των σύμφυτων με το χαρακτήρα του κινδύνων (ως προς την τύχη του κεφαλαίου και την μειωμένη εγγύηση) και να παρέχει ορθές και πλήρεις συμβουλές, ώστε να μπορέσουν αυτοί να προβούν στην επενδυτική τους απόφαση έχοντας στη διάθεση τους τις κρίσιμες και αναγκαίες πληροφορίες για να διαμορφώσουν τη συναλλακτική τους βούληση. Ειδικότερα, η άνω εναγομένη, διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, όφειλε να πληροφορήσει τους ενάγοντες-εφεσίβλητους με τρόπο εύλογα κατανοητό ότι το συγκεκριμένο ομόλογο είχε τον πιο πάνω χαρακτήρα και ήταν υψηλού ρίσκου και κυρίως να τονίσει ότι το προϊόν ήταν άληκτο και επομένως οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να αναζητήσουν το κεφάλαιο τους, αν κάποια στιγμή το επιθυμούσαν ούτε ήταν εξασφαλισμένη η επιστροφή του κεφαλαίου τους, να επεξηγήσει την έννοια της πρόωρης ανάκλησης του προϊόντος και τη σημασία της, ότι δηλαδή η 27-10-2014 και αργότερα η 27-10-2049 δεν σηματοδοτούσε τη λήξη του προϊόντος, αλλά την απλή δυνατότητα του εκδότη να προβεί, εφόσον το επιθυμούσε, σε μονομερή ανάκληση του προϊόντος, καθώς και την έννοια της μερικής εγγύησης και δη σε περίπτωση ανάκλησης αυτού από τον εκδότη και όχι σε περίπτωση πτώχευσης αυτού ή μείωσης της πιστοληπτικής του ικανότητας και την έννοια της πώλησης αυτού σε δευτερογενή αγορά στην χρηματιστηριακή του και όχι στην ονομαστική του αξία. Περαιτέρω, η άνω εναγομένη, αν και δεν είχε προβεί κατά το χρονικό διάστημα 2005-2007 σε κατάταξη των εναγόντων σε κατηγορία ανάλογα με την οικονομική τους επιφάνεια και την επενδυτική τους εμπειρία, γνώριζε πάντως την οικονομική τους δυνατότητα και τις επενδυτικές τους ανάγκες, όπως οι ίδιοι της είχαν παρουσιάσει κατά τη μακροχρόνια συνεργασία τους, οι οποίες όμως προέκυπταν και από τις επενδυτικές κινήσεις, στις οποίες αυτή είχε προβεί για λογαριασμό τους πριν από την αγορά του ενδίκου ομολόγου, όφειλε να λάβει υπόψη τους επενδυτικούς στόχους, τις γνώσεις και την εμπειρία για το ομόλογο, την απροθυμία διακινδύνευσης του κεφαλαίου τους και να τους πληροφορήσει κατά λεπτομερή, πλήρη και κατανοητό από αυτούς τρόπο τουλάχιστον για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που το διαφοροποιούσαν από άλλες επενδύσεις, καθώς και από τις ανάγκες αυτές και τις γνώσεις τους. Έτσι, αφού η απόλυτη εξασφάλιση του κεφαλαίου αποτελούσε, όπως γνώριζε η άνω εναγομένη πρωταρχικό μέλημα των εναγόντων-εφεσίβλητων, όφειλε να τους πληροφορήσει συγκεκριμένα για τους υψηλούς κινδύνους που ενείχε η συγκεκριμένη επένδυση και για τον κίνδυνο ολοσχερούς απώλειας του κεφαλαίου, τονίζοντας τα σχετικά χαρακτηριστικά του προϊόντος. Επιπροσθέτως, η άνω εναγομένη όφειλε να επισημάνει ειδικώς την αόριστη διάρκεια του προϊόντος, η οποία αποτελούσε έως τότε μη σύνηθες χαρακτηριστικό για κινητές αξίες και διαφοροποιούσε το συγκεκριμένο προϊόν από αυτά στα οποία έως τότε είχαν επενδύσει οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι, ήτοι σε αμοιβαίο κεφάλαια, μετοχές και ομόλογα Δημοσίου. Επιπλέον δε η άνω εναγομένη όφειλε να παράσχει στους ενάγοντες-εφεσίβλητους πληροφορίες σχετικά με τη σχέση της εκδότριας με την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ» και κυρίως με την αξιοπιστία και την πιστοληπτική ικανότητα της πρώτης, καθώς από την οικονομική επάρκεια αυτής και όχι της «Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ», εξαρτάτο η δυνατότητα καταβολής ετησίως τοκομεριδίων, η οποία δεν ήταν εξασφαλισμένη, αλλά και η μη απώλεια του κεφαλαίου των εναγόντων-εφεσίβλητων, η οποία ομοίως δεν ήταν εξασφαλισμένη. Με βάση τα στοιχεία που ετέθησαν υπόψη τους πριν από την αγορά του κρίσιμου ομολόγου, ήτοι ελλιπής προφορική παρουσίαση του προϊόντος σε συνδυασμό με τη διατύπωση εντολής πελάτη αγοράς ομολόγου και επιβεβαίωση συναλλαγής, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δικαιολογημένα πίστευαν ότι αγόρασαν κοινό ομόλογο με εξασφάλιση του κεφαλαίου κατά τη λήξη του, υπό την εγγύηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», καθώς δεν είχαν υπεύθυνη επαρκή πληροφόρηση και με κατάλληλο τρόπο από τους αρμόδιους υπαλλήλους της άνω εναγομένης για το είδος-φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος στο οποίο σκόπευαν να επενδύσουν και δεν τους επιστήθηκε ο κίνδυνος περί απώλειας του κεφαλαίου τους. Το πρώτον οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν ότι οι υπό την κατοχή τους τίτλοι θα έληγαν την 27-10-2049 μετά τον Οκτώβριο του έτους 2008. Αν δε αυτοί είχαν πληροφορηθεί τα ανωτέρω θα αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο της επένδυσης και θα ζητούσαν αναμφιβόλως περαιτέρω διευκρινίσεις και πληροφορίες για το συγκεκριμένο ομόλογο, λαμβανομένου υπόψη του μέχρι τότε χαρτοφυλακίου. Περαιτέρω διευκρινίσεις και πληροφορίες για το συγκεκριμένο ομόλογο δεν μπορούσαν να ζητήσουν εκ των προτέρων αφού αυτό τους παρουσιάσθηκε ως εφάμιλλο των προθεσμιακών καταθέσεων και με ημερομηνία λήξης τακτή. Και ναι μεν οι προαναφερθέντες υπάλληλοι της εναγομένης δεν κατείχαν το πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης τύπου Β' που αντιστοιχεί στην ειδικότητα «Παροχής Επενδυτικών Συμβουλών», αλλά αυτοί είχαν τοποθετηθεί ως οι αρμόδιοι να παρέχουν αυτές στους πελάτες της μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι. Με βάση τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, δεν προσέφερε στους ενάγοντες-εφεσίβλητους κατάλληλη και υπεύθυνη πληροφόρηση σε σχέση με το προταθέν επενδυτικό προϊόν-ένδικο ομόλογο, δεδομένου ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τους δυνητικούς επενδυτές, ενάγοντες-εφεσίβλητους, αφού θα αποτελούσε γι' αυτούς τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων αναφορικά με την επιλογή του επενδυτικού προϊόντος, με αποτέλεσμα αυτοί να μην ήταν σε θέση να κατανοήσουν ούτε τη φύση και τα χαρακτηριστικά του, ούτε τους πιθανούς κινδύνους του και δεν προστάτευσε τα οικονομικά συμφέροντα τους. Επίσης, δεν μερίμνησε για την κατάλληλη εκπαίδευση των αρμοδίων υπαλλήλων της που ήταν επιφορτισμένοι με την παροχή των εξειδικευμένων αυτών πληροφοριών ελλείψει, όπως προαναφέρθηκε, πιστοποιητικού τύπου Β' της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Επιπροσθέτως, η άνω εναγομένη τράπεζα, διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, δεν παρείχε στους ενάγοντες-εφεσίβλητους τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές βάσει του επενδυτικού στόχου για διατήρηση του κεφαλαίου σταθερού και την έλλειψη εμπειρίας αυτών σε ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας, «διηνεκή» ή «αιωνία» ή «αόριστης διάρκειας» (perpetual) καθώς και της απροθυμίας διακινδύνευσης ως ιδιωτών επενδυτών. Επιπλέον συμβούλευσε τους ενάγοντες - εφεσίβλητους να επενδύσουν σε ένα χρηματοοικονομικό προϊόν της εταιρείας με την επωνυμία «Piraeus Group Capital Group», για το οποίο ο τίτλος του και μόνο προκαλεί σύγχυση ως προς την προέλευση του. Αντίθετα, η κατά τον προαναφερθέντα τρόπο πληροφόρηση τους ήταν ανεπαρκής και όσον αφορά την προφορική πληροφόρηση παντελώς ελλιπής, καθώς δεν παρασχέθηκαν πληροφορίες ακριβείς σχετικά με τη φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και τον επενδυτικό κίνδυνο που αναλάμβαναν. Με τον τρόπο που ενήργησε η άνω εναγομένη διά των αρμοδίων υπαλλήλων της δεν εκπλήρωσε όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, τις υποχρεώσεις της περί του να απέχει ενεργειών που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα των αντισυμβαλλομένων της εναγόντων - εφεσίβλητων και έτσι εκπλήρωσε πλημμελώς την παροχή της υποχρεούμενη σε αποζημίωση, όπως το περιεχόμενο της προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 2396/1996 και τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ, περί σιωπηρής σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών. Ταυτόχρονα η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, και παραβίαση των υποχρεώσεων της που απορρέουν από τις διατάξεις της Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2501/2002 σε συνδυασμό με τον τότε ισχύοντα-Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Κ.Δ.Ε.Π.Ε.Υ) περί ενημέρωσης, διαφώτισης έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Παράλληλα η παράλειψη αυτή της άνω εναγομένης διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, οι οποίοι είχαν προστηθεί από αυτήν στην εκτέλεση της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί, που ανάγεται στην υποχρέωση διαφώτισης-ενημέρωσης-πληροφόρησης και συμβουλευτικής καθοδήγησης-προειδοποίησης των πελατών της εκ μέρους της, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πελάτη - πιστωτικού ιδρύματος και η οποία (συμπεριφορά), σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη, όπως το περιεχόμενο της προσδιορίζεται στους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 και του προαναφερθέντος τότε ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Κ.Δ.Ε.Π.Ε.Υ), εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζημίας αιτιωδώς συνδεόμενης με την παράνομη συμπεριφορά της, με την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ' αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσμα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάσθηκαν υπαίτια από τους αρμόδιους υπαλλήλους της άνω εναγομένης εφόσον δεν εκτίμησαν σωστά τα συμφέροντα των πελατών - ιδιωτών επενδυτών και δεν παρασχέθηκαν στους ενάγοντες-εφεσίβλητους όσες πληροφορίες ήταν απαραίτητες προκειμένου αυτοί να είναι σε θέση να αντιληφθούν τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτούς τοποθέτησης του κεφαλαίου τους και κυρίως να κατανοήσουν όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τους ίδιους εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας πληροφορηθεί σχετικώς, να αξιολογήσουν ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και οι ίδιοι να αποφασίσουν εάν θα την επιχειρήσουν, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην άνω εναγόμενη. Ειδικότερα, οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης παραβίασαν την υποχρέωση καλόπιστης και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη εκπλήρωσης της σύμβασης και δεν πληροφόρησαν τους ενάγοντες - εφεσίβλητους για το είδος-φύση και χαρακτηριστικά του ενδίκου ομολόγου, και τον κίνδυνο αυτού, πλέον ότι δεν ενήργησαν προς όφελος των οικονομικών συμφερόντων των εναγόντων - εφεσίβλητων, αλλά παρουσίασαν σ' αυτούς ότι το ένδικο ομόλογο αποτελούσε ασφαλή τοποθέτηση, ήταν εγγυημένο, με σταθερό επιτόκιο και περιοδική απόδοση τόκων ανά έτος, ενώ ήταν υψηλού ρίσκου, άληκτο και επομένως οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να αναζητήσουν το κεφάλαιο του, αν κάποια στιγμή το επιθυμούσαν ούτε ήταν εξασφαλισμένη η επιστροφή του κεφαλαίου του, αποσιωπώντας τους κινδύνους και δη ότι η 27-10-2014 και αργότερα η 27-10-2049 δεν σηματοδοτούσε τη λήξη του προϊόντος, αλλά την απλή δυνατότητα του εκδότη να προβεί, εφόσον το επιθυμούσε, σε μονομερή ανάκληση του προϊόντος, καθώς και την έννοια της μερικής εγγύησης και δη σε περίπτωση ανάκλησης αυτού από τον εκδότη και όχι σε περίπτωση πτώχευσης αυτού ή μείωσης της πιστοληπτικής του ικανότητας και την έννοια της πώλησης αυτού σε δευτερογενή αγορά στην χρηματιστηριακή του και όχι στην ονομαστική του αξία, προκαλώντας την απόφαση να επενδύσουν σ' αυτό, απόφαση στην οποία δεν θα προέβαιναν εάν είχαν γνώση όλων των παραπάνω κρίσιμων χαρακτηριστικών του ενδίκου ομολόγου. Και ναι μεν δεν επεδίωκαν την πρόκληση ζημίας στους ενάγοντες-εφεσίβλητους, όμως από αμέλεια λόγω έλλειψης της ιδιαίτερης προσοχής και επιμέλειας που υποχρεούνταν-και-έπρεπε να επιδείξουν, όπως κάθε μέσος συνετός τραπεζικός υπάλληλος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, ζημίωσαν αυτούς με το να επενδύσουν στο ένδικο ομόλογο. Έτσι η άνω εναγομένη ευθύνεται αντικειμενικά για την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της δεδομένου ότι υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης και της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί. Υπάρχει δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ανωτέρω πράξεων και παραλείψεων της άνω εναγομένης διά των προστηθέντων υπαλλήλων της και της ζημίας των εναγόντων-εφεσίβλητων, αφού, εάν δεν είχε προηγηθεί η ανωτέρω συμπεριφορά και δη η μη πληροφόρηση αναφορικά με τη φύση-είδος και τα χαρακτηριστικά του ενδίκου ομολόγου και του ακριβούς κινδύνου, δεν θα προκαλείτο η απόφαση αγοράς και οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι δεν θα αποφάσιζαν την τοποθέτηση του κεφαλαίου τους στο ανωτέρω προϊόν - ένδικο ομόλογο και εν τέλει δεν θα είχαν απεμπολήσει αυτό σε ποσοστό 9% της αγοραστικής του αξίας, με αποτέλεσμα να απολέσουν το ποσό των 487.333,90 ευρώ, μη διακοπτόμενης αυτής (αιτιώδους συνάφειας) από την πρόταση της εκδότριας εταιρείας του ενδίκου ομολόγου, την οποία δεν αποδέχθηκαν οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι για προαιρετική επαναγορά στο 37% και στο 35% της ονομαστικής του αξίας και από την παγκόσμια οικονομική κρίση που έπληξε το τραπεζικό σύστημα. Εξ αυτών συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων για την οποία ευθύνεται η άνω εναγομένη και η εκκαλούσα ως καθολική διάδοχος αυτής, εφόσον αυτοί υπέστησαν την ανωτέρω αναφερόμενη ζημία από την πλημμελή, εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την αδικοπρακτική συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της δυνάμει της προηγηθείσας συμβατικής σχέσεως παροχής επενδυτικών συμβουλών που είχε συναφθεί μεταξύ αυτής και των εναγόντων-εφεσίβλητων, με την έννοια της συμβατικής ανάληψης ευθύνης εκ μέρους της ότι η συμβουλή της ή η σύσταση κλπ. δεν πρόκειται να προκαλέσει ζημία στους ενάγοντες -εφεσίβλητους που την εμπιστεύθηκαν, οπότε σε περίπτωση υπαίτιας παράλειψης να τους πληροφορήσει υπεύθυνα και να τους παρέχει ορθές επενδυτικές συμβουλές, όπως εν προκειμένω, γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης αυτών. Επιπλέον, η παραπάνω συμπεριφορά συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη και παραβίαση των διατάξεων του Ν. 2251/1994, περί προστασίας του καταναλωτή, αφού αν στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις προνοίας και ασφαλείας, τότε η συμπεριφορά είναι παράνομη και υπαίτια και αποτελεί γενεσιουργό λόγο αποζημιώσεως της αιτιωδώς συνδεόμενης ζημίας δεδομένου ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα η άνω εναγομένη να υπέχει ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης των εναγόντων - εφεσίβλητων, πελατών-ιδιωτών επενδυτών, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των «perpetual bonds» ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία πόσο δε μάλλον τους ενάγοντες - εφεσίβλητους και μη διαθέτοντες ειδικές γνώσεις χρηματοοικονομικών. Συνεπώς, η εκ του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 ένσταση της εναγομένης ελέγχεται ως ουσία αβάσιμη και απορριπτέα. Το γεγονός ότι το ένδικο ομόλογο δεν αποτελούσε προϊόν της εναγομένης, ότι η πρόταση προαιρετικής αγοράς στο 37% και στο 35% της ονομαστικής αξίας έγινε από την εκδότρια του ενδίκου ομολόγου, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω, δεδομένου του ότι σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, θεμελιώνεται συμβατική και παράλληλα αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση, κρίνονται ως αβάσιμα. Επομένως, τα υποστηριζόμενα στο δεύτερο (2°) και τρίτο (3°) λόγο έφεσης περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης και ενεργητικής τοιαύτης του πρώτου (1ου) ενάγοντος-εφεσίβλητου, κρίνονται ως αβάσιμα. Κατόπιν απάντων των ανωτέρω αποδειχθέντων, συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης των εναγόντων, για την οποία ευθύνεται η άνω εναγομένη και η εκκαλούσα ως καθολική διάδοχος της, αφού αυτοί υπέστησαν ζημία στην περιουσία τους που συνδέεται αιτιωδώς με την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων των υπαλλήλων προστηθέντων της, η οποία συνίσταται στο ποσό των 534.943,90 ευρώ που κατέβαλαν για την αγορά των ανωτέρω επενδυτικών προϊόντων, αφαιρουμένου του ποσού των 47.610,00 ευρώ, που έλαβαν την 9-12-2015 από την αναγκαστική ρευστοποίησή τους. Ενόψει των ανωτέρω, η συνολική περιουσιακή ζημία των εναγόντων ανέρχεται στο ποσό των 487.333,90 ευρώ. Το ποσό δε αυτό οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι δικαιούνται να το λάβουν ισομερώς (487.333,90 €/2) ως συνδικαιούχοι του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, καθώς πρόκειται περί χρηματικής και άρα διαιρετής παροχής και οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι δεν επικαλούνται κάτι διαφορετικό ως προς την εσωτερική σχέση τους από τον κοινό λογαριασμό. Περαιτέρω, η άνω εναγομένη προέβαλε τον ισχυρισμό ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και τον επαναφέρει με την υπό κρίση έφεση της η εκκαλούσα [πρώτο σκέλος του έκτου (6ου) λόγου της έφεσης], περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων -εφεσίβλητων ως προς το ύψος της ζημίας τους λόγω της μη εκ μέρους τους πώλησης του ομολόγου στην Τράπεζα Πειραιώς, που δεν ήταν η εκδότρια του ομολόγου, όταν αυτή έκανε πρόταση προς εξαγορά αυτού (και άλλων όμοιας φύσης ομολόγων ευρισκόμενων στην κατοχή άλλων επενδυτών) στο 37% της ονομαστικής του αξίας τον Μάρτιο του έτους 2012, στο 35% της ονομαστικής του αξίας τον Μάιο του έτους 2013 και στο 50% της ονομαστικής του αξίας τον Νοέμβριο του έτους 2015. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει αβάσιμος, διότι μία τέτοια επιλογή ρευστοποίησης του ομολόγου στις παραπάνω αξίες θα αποτελούσε για τους ενάγοντες - εφεσίβλητους επιλογή ζημίας, διότι η προσφορά της Τράπεζας Πειραιώς εξαντλείτο μόνο σε ένα μέρος της ονομαστικής αξίας του ομολόγου και οι ενάγοντες -εφεσίβλητοι λαμβάνοντας αυτό το ποσό και μεταβιβάζοντας το ομόλογο στην αγοράστρια δεν θα διατηρούσαν άλλη αξίωση αποζημίωσης από αυτό. Για τον ίδιο λόγο είναι αβάσιμος και ο ισχυρισμός της εκκαλούσας που αναφέρεται σε υπαίτια παράλειψη των εναγόντων - εφεσίβλητων να εκποιήσουν το ομόλογο στη δευτερογενή αγορά στην ονομαστική του αξία. Επομένως, ο έκτος (6ος) λόγος της έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του ελέγχεται ως αβάσιμος. Πλέον όμως της ως άνω αποζημιώσεως, το Δικαστήριο σταθμίζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η πρόκληση της ζημίας στους ενάγοντες-εφεσίβλητους, την αποκλειστική υπαιτιότητα των προστηθέντων της άνω εναγομένης, τη φύση και την έκταση της ζημίας που υπέστησαν συνεπεία της απώλειας του κεφαλαίου τους επί μακρό χρόνο, το άλγος και την ψυχική ταλαιπωρία που δοκίμασαν δια της διεξαγωγής πολυετούς δικαστικού αγώνα για την αποκατάσταση της ζημίας τους, και την κοινωνικοοικονομική θέση και  κατάσταση των εναγόντων - εφεσίβλητων (μέτρια, ειρημένη ανωτέρω) και της εναγομένης, η οποία αποτελεί ακμαία τραπεζική ανώνυμη εταιρεία, κρίνει ότι αυτοί υπέστησαν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικασθεί σε έκαστο αυτών το ποσό των 5.000,00 -ευρώ.-Το ως άνω ποσό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του· Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (ΟλΑΠ 10/2017, ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 1462/2018, ΑΠ 629/2017), σύνηθες δε στη δικαστηριακή πρακτική που επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποίησης πρόκλησης ζημίας κατά τα ανωτέρω. Συνολικά επομένως για όλες τις ως άνω αιτίες έκαστος των εναγόντων -εφεσίβλητων έχει αξίωση καταβολής συνολικού ποσού ύψους 248.666,95  ευρώ (487.333,90 €/2 = 243.666,95 € + 5.000,00 €) και οφείλεται από την άνω εναγομένη νομιμοτόκως από την επομένη της 23-10-2015, ημερομηνία επίδοσης της από 25-6-2015 (αριθμός κατάθεσης ./24-7-2015) προγενέστερης αγωγής των εναγόντων (σχ. υπ' αριθμ. .β’/23-10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών, .).

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δια της οριστικής του εκκαλουμένης αποφάσεως, κατέληξε και αυτό στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, ως προς το ουσία βάσιμο της αγωγής, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, ομοίως αβάσιμοι ελέγχονται, ενόψει όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, α) ο πέμπτος (5ος) λόγος της έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται σε σχέση προς τις κατ' ουσίαν ουσιαστικές κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι ήταν συντηρητικοί και άπειροι επενδυτές, ότι η υπ' αριθμ. … σύμβαση εντολής αορίστου διάρκειας ήταν σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, ότι η εναγομένη-δικαιοπάροχος της εκκαλούσας είχε καθήκον ενημέρωσης των αντιδίκων της για την επίμαχη επένδυση και β) ο όγδοος (8ος) λόγος της έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο η εκκαλούσα παραπονείται κατά της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για την επί της ουσίας κρίση του ότι σε βάρος των εναγόντων-εφεσίβλητων τελέσθηκε αδικοπραξία από την οποία αυτοί υπέστησαν ηθική βλάβη και τους επιδίκασε συναφώς το ποσό των 5.000,00 ευρώ σε έκαστο αυτών για την αιτία αυτή.

 

IX.- Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, η κρινόμενη έφεση κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσίαν στο σύνολο της. Τέλος, α) πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και β) τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσίβλητων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (αρχή της ήττας, άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την έφεση.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των εφεσίβλητων σε βάρος της εκκαλούσας, το ύψος των οποίων ΟΡΙΖΕΙ στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600,00 €).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ σε διάσκεψη στις-5-7-2022 με την ανωτέρω σύνθεση και

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στη Λάρισα στις 10-5-2023 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής σε Αρεοπαγίτη και αναχώρησης από το Εφετείο της Προέδρου Εφετών Μαρίας - Μάριον Δερεχάνη, αποτελούμενη από τους Χριστίνα Αντωνίου, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Μολυβδά και Σωτήριο Μπακαίμη, Εφέτες και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Κούρτη, χωρίς να παραβρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ