ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΠατρών 80/2021

 

Νομικά πρόσωπα - Δημοτική επιχείρηση - Διαγωνισμός για πλήρωση θέσης έμμισθου δικηγόρου - Έννομο συμφέρον -.

 

Προκήρυξη διαγωνισμού από Ν.Π.Ι.Δ. για την πλήρωση με επιλογή μίας θέσης δικηγόρου παρ Εφέταις με πάγια αντιμισθία και σχέση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Αποκλεισμός της ενάγουσας διότι δεν πληρούσε το κριτήριο της απαιτούμενης εμπειρίας. Ανάκληση της οικείας αποφάσεως του ΔΣ του εναγομένου και κλήση της ενάγουσας να συμμετάσχει στον διαγωνισμό κανονικά. Απόρριψη αγωγής ως απαράδεκτης ελλείψει έννομου συμφέροντος της ενάγουσας μετά την ανάκληση της ως άνω αποφάσεως. Απαράδεκτη μεταβολή του αιτήματος και της ιστορικής βάσης της αγωγής με την προσθήκη νέων πραγματικών περιστατικών. Το δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του τα μεταγενέστερα της επέλευσης της εκκρεμοδικίας επελθόντα πραγματικά περιστατικά.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 80/2021

TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ανδρέα Κακολύρη, Πρόεδρο Εφετών, Σαλώμη Μούζουρα, Εφέτη και Ιωάννα Ζάσκα, Εφέτη-Εισηγήτρια και την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, την 5η Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ..., δικηγόρου, κατοίκου Πατρών, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), με την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης-Αποχέτευσης Πατρών (ΔΕΥΑΠ)», που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Μαρίας Παπαγεωργίου (Δ.Σ. Πατρών).

 

Η εκκαλούσα-ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 14-2-2017 και με αριθμό κατάθεσης 327/2017 αγωγή της κατά του εφεσίβλητου-εναγομένου, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 807/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών , η οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η εκκαλούσα-ενάγουσα, η οποία κατέθεσε ενώπιον του Γραμματέα του ως άνω Πρωτοδικείου την από 14-2-2018 και με αριθμό κατάθεσης ./15-2-2018 έφεση της, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αριθμός κατάθεσης ./26-10-2020) και η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, με επιμέλεια της εκκαλούσας, για την δικάσιμο που αναφέρεται ανωτέρω και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 807/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών (τακτικής διαδικασίας), έχει ασκηθεί νομότυπα (με την καταβολή του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προβλεπομένης από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ διετούς προθεσμίας από την ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (28-12-2017), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1, 496, 498, 499, 511, 513, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους τους έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, περαιτέρω δε, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης αυτής. Επομένως η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρ. 533 ΚΠολΔ).

 

Με την ενώπιον του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκηθείσα από 14-2-2017 και με αριθμό κατάθεσης ./2017 αγωγή κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου νομικού προσώπου, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίσθηκε ότι με την υπ' αριθμ. ./18-7-2016 απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου το εναγόμενο νομικό πρόσωπο προκήρυξε διαγωνισμό για την πλήρωση με επιλογή μίας θέσης δικηγόρου με πάγια αντιμισθία και σχέση έμμισθης εντολής, με τους όρους και προϋποθέσεις συμμετοχής που ορίσθηκαν αναλυτικά στην ανωτέρω απόφαση και ότι η ίδια, ως δικηγόρος Πατρών, υπέλαβε αίτηση, θέτοντας υποψηφιότητα για την θέση αυτή. Ότι την 26-1-2017 της επιδόθηκε η υπ' αριθμ. ./2017 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, με την οποία αποφασίσθηκε ο αποκλεισμός της από τον διαγωνισμό για τον λόγο ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση της προκήρυξης περί δικαστηριακής και συμβουλευτικής εμπειρίας τουλάχιστον 18 ετών. Ότι η απόφαση αυτή είναι παράνομη, αντισυνταγματική και καταχρηστική για τους λόγους που αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή της και ειδικότερα διότι : α) εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 43-45 του Κώδικα περί Δικηγόρων, που προβλέπουν ειδική διαδικασία πρόσληψης έμμισθων δικηγόρων στο Δημόσιο τομέα και οι οποίες έπρεπε να εφαρμοσθούν στην προκειμένη περίπτωση, β) εκδόθηκε κατά παράβαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας και κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 16 του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του εναγομένου, με την απαίτηση του τυπικού προσόντος της συμπλήρωσης 18 ετών επαγγελματικής εμπειρίας και γ) εσφαλμένα δεν υπολογίσθηκε στην επαγγελματική της εμπειρία, η 18/μηνη πρακτική της άσκηση ως δικηγόρου, με αποτέλεσμα η επαγγελματική της εμπειρία να υπολογισθεί από το εναγόμενο σε 17 έτη και 4 μήνες, ενώ στην πραγματικότητα υπερέβαινε τα 19 έτη και ακολούθως να αποκλεισθεί παράνομα από το διαγωνισμό. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωρισθεί ως άκυρη η υπ' αριθμ. ./2017 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου με την οποία αποκλείσθηκε παράνομα και καταχρηστικά από την ατομική συνέντευξη και τις περαιτέρω διαδικασίες του διαγωνισμού για την πρόσληψη δικηγόρου με έμμισθη εντολή, καθώς και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην δικαστική της δαπάνη.

 

Επί της ανωτέρω αγωγής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 807/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας στην άσκηση της, διότι η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. ./2017 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου ανακλήθηκε με την μεταγενέστερη υπ' αριθμ. ./9-5-2017 απόφαση του ιδίου οργάνου και η ενάγουσα κλήθηκε να συμμετάσχει κανονικά στον διαγωνισμό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα-εκκαλούσα, για τους λόγους που εκθέτει στο δικόγραφο της έφεσης της και που ανάγονται ειδικότερα σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή της.

 

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι έσφαλε η εκκαλουμένη στην εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος, διότι με την κρινόμενη αγωγή της και το σχετικό αυτής αίτημα ζητούσε όχι μόνο να αναγνωρισθεί ως άκυρη η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. ./2017 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, αλλά επιπλέον να αναγνωρισθούν ως άκυρες τόσο οι μεταγενεστέρως εκδοθείσες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, όσο και η συνολική διαδικασία πρόσληψης δικηγόρου συμπεριλαμβανομένης της προκήρυξης.

 

Ωστόσο, από την απλή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, που κατατέθηκε την 14-2-2017, ήτοι αμέσως μετά την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης, με την οποία αποκλείσθηκε η ενάγουσα από τον διαγωνισμό, προκύπτει ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα στρέφεται κατά του εφεσίβλητου-εναγομένου και αιτείται μόνο την αναγνώριση της ακυρότητας της υπ' αριθμ. ./5-1-2017 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, δυνάμει της οποίας αποκλείσθηκε από την συμμετοχή της στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό για την πρόσληψη δικηγόρου με έμμισθη εντολή, διότι όπως εκθέτει στο ιστορικό της αγωγής πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις και τα ζητούμενα προσόντα που έθεσε η προκήρυξη. Περαιτέρω, με τις από 24-5-2017 έγραφες προτάσεις της, οι οποίες κατετέθηκαν αυθημερόν (24-5-2017) ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η εκκαλούσα-ενάγουσα ζητούσε, επιπλέον του ανωτέρω αγωγικού αιτήματος της , την ακύρωση της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. ./2017 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, ως απόφασης ερειδομένης επί άκυρης προκήρυξης και επί άκυρης και παράνομης συνολικής διαδικασίας διαγωνισμού, καθώς και την ακύρωση της εκδοθείσας μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής υπ' αριθμ. ./9-5-2017 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου. Τούτο όμως συνιστά απαράδεκτη μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, αλλά και της ιστορικής βάσης της αγωγής με την προσθήκη νέων πραγματικών περιστατικών καθώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του τα μεταγενέστερα της επέλευσης της εκκρεμοδικίας επελθόντα πραγματικά περιστατικά (άρθρα 223 και 224 ΚΠολΔ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, με την ίδια αιτιολογία οδηγήθηκε στην αυτή κρίση και απέρριψε τα επιπλέον, με τις έγγραφες προτάσεις προβαλλόμενα, αιτήματα της ενάγουσας, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης.

 

Με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στην άσκηση της ένδικης αγωγής υφίσταται το έννομο συμφέρον της προς παροχή δικαστικής προστασίας, η δε εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε στην προκειμένη περίπτωση με την απόρριψη αγωγής ως απαράδεκτης. Ωστόσο από την επισκόπηση το δικογράφου της ένδικης αγωγής και των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Δυνάμει της από 18-7-2016 προκήρυξης του, η οποία εγκρίθηκε με την υπ' αριθμόν ./18-7-2016 απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, το εναγόμενο νομικό πρόσωπο προκήρυξε την πλήρωση με επιλογή μίας θέσης δικηγόρου παρ' Εφέταις με πάγια αντιμισθία και σχέση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τους περιλαμβανόμενους σ' αυτήν όρους και προϋποθέσεις.

 

Εν συνεχεία, το Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου, αφού εξέτασε τις αιτήσεις όλων των ενδιαφερομένων δικηγόρων και τα συνοδεύοντα αυτές δικαιολογητικά, έλαβε την υπ' αριθμ. ./5-1-2017 απόφαση του, με την οποία αποκλείσθηκαν από τον εν λόγω διαγωνισμό τρεις ενδιαφερόμενοι δικηγόροι, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, για τους αναγραφόμενους σ' αυτή λόγους και συγκεκριμένα διότι με βάση τα δικαιολογητικά τους, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω προκήρυξη, δεν συμπλήρωναν δικαστηριακή και συμβουλευτική εμπειρία τουλάχιστον 18 ετών. Ακολούθως η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, σε βάρος του εναγομένου, την από 30-1-2017 και με αριθμό κατάθεσης ./2017 αίτηση της (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ./31-3-2017 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση για να μην απωλέσει η ενάγουσα το δικαίωμα της να συμμετάσχει στην διαδικασία επιλογής δικηγόρου, ανεστάλη προσωρινά η εκτέλεση της υπ' αριθμ. ./5-1-2017 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ήδη ασκηθείσας ένδικης αγωγής. Μετά ταύτα, το Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου με την υπ' αριθμ. ./9-5-2017 απόφαση του ανακάλεσε την προηγούμενη υπ' αριθμ. ./5-1-2017 απόφαση του, την οποία ακύρωσε από τον χρόνο έκδοσης της και θεώρησε αυτήν ως μηδέποτε εκδοθείσα και, αφού έκρινε ότι στην δικαστηριακή και συμβουλευτική εμπειρία της ενάγουσας προσμετράται και ο χρόνος πρακτικής άσκησης αυτής ως ασκούμενης δικηγόρου, με αποτέλεσμα η σχετική εμπειρία της να υπερβαίνει τα 19 έτη, κάλεσε μεταξύ άλλων και την ενάγουσα να συμμετάσχει στην διαδικασία και να προσέλθει σε ατομική συνέντευξη. Όλα δε τα ανωτέρω γεγονότα εκθέτει και η ενάγουσα τόσο στην ένδικη αγωγή της όσο και στις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της.

 

Επομένως, μετά την ανάκληση και ακύρωση της υπ' αριθμ. ./2017 απόφασης του Δ.Σ. του εναγομένου, ελλείπει το αναγκαίο κατ' άρθρ. 68 και 70 ΚΠολΔ, έννομο συμφέρον της ενάγουσας, το οποίο υπήρχε μεν κατά την διάσκεψη της κρινόμενης αγωγής, εξέλιπε όμως κατά τη συζήτηση της, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, γενομένου δεκτού ως ουσία βασίμου και του παραδεκτώς προβληθέντος στην πρωτοβάθμια δίκη ισχυρισμού του εναγομένου, τον οποίο επαναφέρει με τις κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του, με την ίδια αιτιολογία οδηγήθηκε στην αυτή κρίση και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος στην άσκηση της, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης.

 

Περαιτέρω, σχετικά με τον τρίτο (τελευταίο) λόγο της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος της δικαστική δαπάνη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι μη νόμιμη και υπερβολική, ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλλεται, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, πλην όμως τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, για το ορισμένο του σχετικού λόγου, το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος της εκκαλούσας δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική, εάν τυχόν ο καθορισμός του ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό, ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΑΘ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016, ΕφΠατρ 160/2019, ΕφΠατρ 32/2019 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ - Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305.).

 

Κατόπιν τούτων, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της έφεσης, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα, ως ηττηθείσα διάδικος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), πλην όμως μειωμένων κατ' άρθρα 276 παρ.1 και 281 παρ.2 του Ν. 3463/2006, επίσης δε λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει κατά το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου ποσού 150 ευρώ, που κατατέθηκε από αυτήν κατά την άσκηση της έφεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 14-2-2018 έφεση και

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ' ουσίαν.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας, την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, από την εκκαλούσα με την έφεση, παραβόλου.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε την 31-3-2021 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Πάτρα, την 13-4-2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ